"Υπήρχαν δύο κόσμοι, ένας ορατός και πραγματικός και ένας
άλλος, αόρατος και δικός μου, κι εγώ προσαρμοζόμουν μειλίχια στους κανόνες του
πρώτου, για να με αφήνουν να καταφεύγω χωρίς μεγάλη δυσφορία στο δεύτερο. Πού
και πού, τόσα χρόνια μετά, ονειρεύομαι εκείνες τις εποχές στο γραφείο, και δεν
έχω μια αίσθηση άχθους αλλά αταραξίας και μελαγχολίας. Ονειρεύομαι πως επιστρέφω
στη δουλειά έπειτα από πολύ μεγάλη απουσία, και το κάνω χωρίς αγωνία, χωρίς να
έχει μείνει, σ’ εκείνο το τμήμα του υποσυνείδητου που τρέφει τα όνειρο κανένα
ίχνος από τις πικρίες και τις πιέσεις του τότε.
Τώρα, με το πέρασμα των χρόνων, καταλαβαίνω πως η πειθήνια
εμφάνισή μου δεν ήταν μόνο μάσκα, η ψεύτικη ταυτότητα ενός κατασκόπου, αλλά
επίσης ένα ουσιαστικό και αληθινό κομμάτι του εαυτού μου: το τρομαγμένο και
υπάκουο κομμάτι που πάντα υπήρχε στο χαρακτήρα μου,η ικανοποίηση να έχω μπροστά
στους άλλους μια σεβαστή παρουσία, γιος και μαθητής και μετά υπάλληλος και
σύζυγος και υποδειγματικός πατέρας. Στα όνειρά μου της επιστροφής στο δημοτικό
γραφείο από το οποίο έφυγα πριν τόσα χρόνια, οι συνάδελφοί μου με υποδέχονται
πολύ ζεστά και δεν παραξενεύονται που επιστρέφω, ούτε με ρωτούν τους λόγους της
τόσο μεγάλης απουσίας. Επί χρόνια μού άρεσε να θυμάμαι, μυθοποιώντας τις, τις
ταραχώδεις επαναστάσεις της εφηβείας μου, τώρα όμως δεν πιστεύω πως αποτελούσαν
μέρος του χαρακτήρα μου περισσότερο απ’ ό,τι η κλίση μου προς την υποταγή, που
τόσο ισχυρά με οδήγησε ως το τέλος της παιδικής ηλικίας και που ξανάρχισε αναμφίβολα
να δρα πάνω μου στην ενήλικη ζωή, όταν δέχτηκα να παντρευτώ και δεν αρνήθηκα να
εκπληρώσω κάποιες παράπλευρες υποχρεώσεις ή ταπεινώσεις που κατά βάθος μου προκαλούσαν
βουβή έχθρα: το θρησκευτικό γάμο,την υποκρισία της θείας κοινωνίας, τις
οικογενειακές γιορτές, όλα όσα ήταν ανέκαθεν προδιαγεγραμμένα και στα οποία εγώ
υπάκουα κατά γράμμα, χωρίς αντίσταση. Ήξερα πως έκανα λάθος, αλλά δε μου
κόστιζε τίποτα να αφήνομαι να άγομαι και να φέρομαι, και υπήρχαν στιγμές στις
οποίες ξεγελούσα με κάποια επιτυχία τον εαυτό μου, όπως ξεγελούσα τη γυναίκα
την οποία παντρευόμουν χωρίς να το πολυσυνειδητοποιώ και τους συγγενείς και των
δύο οικογενειών, που αλληλοσυγχαίρονταν που επιτέλους τελείωσε αισίως ένας τόσο
αμφίβολος και μακρύς αρραβώνας. Ποτέ δε σκεφτόμουν την ανευθυνότητα εκείνης της
σιωπής, την πικρία και τη δόση ψέματος που
έσπερνα, έξω από μένα, από τη μυστική περιοχή των φαντασιώσεων μου, στην
πραγματική ζωή του ανθρώπου που ήταν πλάι μου."
σ. 203-204
Μετάφραση: Δημήτρης Δημουλάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου