Κυριακή, Απριλίου 24, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ

Ανέβηκα. Κατέβηκα. 
Ναι, ήταν όμορφη, όπως την είχα δει. Όταν ανέβαινε, όταν κατέβαινε.

Κυριακή, Απριλίου 17, 2011

ΒΙΖΥΗΝΟΣ!



ΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ἐσπούδαζον κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἐν Γοττίγγῃ, μικρᾷ τοῦ Ἀννοβέρου πόλει, ἡ ὁποία ὅσον εἶναι ἀφανὴς καὶ ἀσήμαντος ὑπὸ πᾶσαν ἄλλην ἔποψιν, τόσον περιφανὴς καὶ ἔνδοξος εἶναι διὰ τὴν Αὐγουσταίαν αὐτῆς Ἀκαδημίαν. Διότι εἰς τὸ πνευματικὸν στερέωμα ταύτης ἀνέτειλαν ἄλλοτε καὶ σελαγίζουσιν ἔτι καὶ σήμερον, οἱ τηλαυγέστεροι ἀστέρες τῆς γερμανικῆς ἐπιστήμης.Τὸν πρῶτον ἐν Γερμανίᾳ χειμῶνά μου τὸν εἶχον διέλθει ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος, καὶ ὅμως πάντοτε ῥιγῶν καὶ χουχουλίζων. Καὶ παρακαλῶ τὸν Ἀθηναῖον ἀναγνώστην μου νὰ μὴ μὲ περιγελάσῃ διὰ τὴν ἐξομολόγησιν. Ἂς ἐπιφυλάξῃ τὸ ἀττικὸν ἅλας ὅπως ἁλατίσῃ τὰς εὐφυολογίας του, ὅταν δοθῇ καὶ εἰς αὐτὸν ἡ εὐχάριστος εὐκαιρία νὰ ζήσῃ, ἔστω καὶ ἐπί τινας ἑβδομάδας, ἐν θερμοκρασία 32°, λέγω τριάκοντα δύο βαθμῶν Ῥεωμύρου, οὐχὶ ὑπέρ, παρακαλῶ, ἀλλ’ ὑπὸ τὸ μηδενικόν˙ νὰ ἰδῇ τὴν ὑγρασίαν τοῦ ἀέρος ἐπικαθημένην ἐπὶ τῶν ὑέλων καὶ τῶν μεταλλίνων ἐλασμάτων τῆς οἰκίας εἰς παχέα στρώματα θαυμαστῶν μυριοσχήμων ἀποκρυσταλλώσεων˙ ν’ ἀκούσῃ τὴν χιόνα τρίζουσαν ὑπὸ τὰ βήματά του, ὡς ἐὰν συνίστατο ἐκ σκληρῶν αἰχμηρῶν ἠχηρῶν ῥινισμάτων χαλύβδου˙ νὰ παχνισθῇ καθ’ ὅλον του τὸ σῶμα ὡς μυλωθρὸς ἀλευρωμένος ὑπὸ τῆς ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων αὐτοῦ παγωνούσης ἀδήλου του διαπνοῆς˙ νὰ ἰδῇ τὰ ἀπὸ τοῦ μύστακος αὐτοῦ κρεμάμενα κρύσταλλα, λαμβάνοντα τὸ σχῆμα καὶ τὰς διαστάσεις, ἃς ἔσχον κατὰ τὸν παρελθόντα χειμῶνα ἐν Ἀθήναις αἱ ὑπὸ τῶν νεροχυτῶν καὶ τῶν ἀκροκεράμων κρεμασθεῖσαι ῥαβδοκρύσταλλοι, καὶ τότε ἂς ἔλθῃ νὰ τὰ ’ποῦμεν.
Ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ παρ’ ἡμῖν καύσωνος, κ’ ἐγὼ εὗρον ἄλλοτε αὐθάδεις λόγους, ὅπως περιπαίξω ἕνα ἐλέῳ Θεοῦ ποιητήν, διὰ τὰς παρὰ φύσιν, ὡς ἐνόμιζον, ὑπερβολὰς αὐτοῦ περὶ ψύχους. Ἀλλὰ κατὰ τὸν χειμῶνα ἐκεῖνον τοῦ 187... ἐν Γοττίγγῃ ἐκατάλαβα μὲ τὸ παραπάνω τί ἐστι τὸ θρυλλούμενον: νὰ παγώσῃ ἡ ἀναπνοὴ στὸ στόμα σου. Διότι τὸ φοβερὸν ἐκεῖνο ψῦχος ἐπάγωσε τὴν ἐδικήν μου ἀναπνοὴν ὄχι πλέον εἰς τὸ στόμα, ἀλλ’ εἰς αὐτοὺς τοὺς πνεύμονάς μου! Καὶ ὅταν ἦλθε καὶ παρῆλθεν ἡ ἐπιοῦσα ἄνοιξις, καὶ ὅταν ὑπερεμέσησε τὸ θέρος, ἐγὼ ἀκόμη ἔβηχον, ἔβηχον, ἔβηχον! Τέλος ἐπέστησαν οἱ πνιγηροὶ τοῦ Αὐγούστου καύσωνες, καὶ τὸ κακὸν ἤρχισε νὰ ἀναλυώνῃ. Ἀλλ’ ὁ κονιορτός, αἱ κακαὶ ἀναθυμιάσεις τῶν ἀθηναϊζόντων ἔτι δρόμων τῆς πενιχρᾶς Γοττίγγης δὲν ἦσαν πολὺ κατάλληλοι πρὸς ἐπίσπευσιν τῆς ἐντελοῦς θεραπείας. Διὰ τοῦτο ἐκρίθη ἀναγκαῖον ν’ ἀλλάξω κλίμα.
Ἰατρός μου ἦτον τότε ὁ — μακαρίτης τώρα — αὐλοσύμβουλος Herr H***, γέρων ὁμηρoμαθέστατος καὶ (κατὰ τοὺς φιλολόγους διὰ τοῦτο) διασημότατος τῶν ἐν Γερμανίᾳ παθολόγων, διευθυντὴς τῆς πολυκλινικῆς, καθηγητής, κτλ., κτλ., πρὸ πάντων ὅμως περίφημος ὡς συγγραφεὺς τῆς γνωστῆς Φυσιολογικῆς Παθολογίας τῶν Νεύρων, περὶ τὴν σπουδὴν τῶν ὁποίων εἶχεν ἀφιερώσει ὅλον αὐτοῦ τὸν βίον. Ἡ εἰδικότης του αὕτη περὶ τὰ νεῦρα ἐγένετο κυρίως ἀφορμὴ τῆς στενῆς ἡμῶν γνωριμίας, ὄχι μόνον διότι ἡ βήξ μου εἶχε καταντήσει ἓν εἶδος νευρικοῦ πάθους, ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ἐπιστήμη του συνείχετο στενώτατα μὲ τὰς εἰδικὰς ψυχολογικὰς σπουδάς μου.
«Πᾶν ἄλλο πάθοςα»,ἔλεγεν, ὅτε πρῶτον τὸν ἐπεσκέφθην μὲ ἓν συστατικὸν τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλου Η. Lotze, «δὲν μᾶς σχετίζει εἰ μὴ μὲ τὸ σῶμα, τουτέστι τὴν ὕλην. Ἡ θεραπευτική μας ἑπομένως δὲν βασίζεται παρὰ μόνον ἐπὶ τῶν ζωϊκῶν, ἤγουν μηχανικῶν, χημικῶν, φυσιολογικῶν δυνάμεων τῆς ὕλης. Ἄλλως ἔχει τὸ πρᾶγμα διὰ τὰς ἀσθενείας τῶν νεύρων. Αἱ νευρικαὶ ἀσθένειαι εἶναι εἰδικαί, ἢ τοὐλάχιστον, κατὰ τὸν διδάσκαλόν σου, συνοδεύονται μὲ σχετικὰς ἀσθενείας τῆς ψυχῆς. Ἑπομένως ἡ θεραπευτική μας μέθοδος δὲν εἰμπορεῖ νὰ κάμῃ τοὺς ὑπολογισμοὺς αὐτῆς ἄνευ τῆς συνεπικουρίας τοῦ ἀγνώστου τούτου παράγοντος Ψ, τουτέστι τῆς ψυχῆς. Τί φυσικώτερον λοιπὸν παρὰ νὰ συμπροσδοκᾷ κανεὶς παρ’ ἡμῶν, ὅπως ἀνακαλύψωμεν ἐν τοῖς τελικοῖς ἐξαγομένοις τῶν ὑπολογισμῶν μας, ἂν ὄχι ὅλην τὴν φύσιν τοῦ ἀγνώστου τούτου Ψ, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ὅλας αὐτοῦ τὰς ἰδιότητας; Καὶ ἂν ὄχι ὅλας διὰ μιᾶς, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ὀλίγον κατ’ ὀλίγον; Διὰ τοῦτο ἐπαινῶ πληρέστατα τὴν πρόθεσίν σου νὰ παρακολουθήσῃς ὄχι μόνον τὸ ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ μάθημά μου, ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχιατρικὰς παραδόσεις καὶ ἀσκήσεις μου ἐν τῷ φρενοκομείῳ. Ἐν τῷ καταστήματι τούτῳ θὰ λάβῃς ἀφορμὴν νὰ σκεφθῇς ἐπὶ πολλῶν, πολλῶν ψυχολογικῶν ζητημάτων. Καί, ἐν τῷ φιλελληνισμῷ μου, σοὶ εὔχομαι κατὰ τὴν λύσιν αὐτῶν ‘‘Ἀϊὲν ἀριστόϊαϊν κάϊ γιουπέεροκον ἔμεναϊ πάντοον Τοϊτόνοον!’’ »
Θὰ ἦτο περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι ἡ ἐπαινεθεῖσα ἐκείνη πρόθεσις δὲν ἐπραγματοποιήθῃ κατὰ τὸ πρῶτον ἀκαδημαϊκὸν ἔτος μου, καὶ ἔτι περιττότερον νὰ προσθέσω, ὅτι ἡ γλωσσοσπαστικὴ εὐχὴ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ γέροντος δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ ποτέ. Ὑπέδειξα ἤδη πῶς διῆλθον τὸ χειμερινὸν ἑξάμηνον. Ὅταν προεχώρησέ πως τὸ ἐαρινόν, ἤρχισα νὰ ἐπισκέπτωμαι τὰς ἐν τῇ πόλει παραδόσεις του, ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἠναγκάσθην νὰ τὰς διακόψω. Διότι τακτικά, καὶ πάντοτε μετὰ ἓν τέταρτον τῆς ὑπομονῆς μου ἐν τῷ μέσῳ τῆς βαθείας θρῃσκευτικῆς σιγῆς, μεθ’ ἧς οἱ πολυάριθμοι ἀκροαταὶ ἔγραφον καὶ τὸ τελευταῖον σῖγμα τῶν διδασκαλιῶν τοῦ Κυρίου Καθηγητοῦ, μὲ κατελάμβανεν αἴφνης τὸ σπασμωδικὸν ἐκεῖνο βήξιμόν μου, τόσον σφοδρόν, τόσον ἀδιάκοπον, ὥστε οἱ συμφοιτηταί μου, μ’ ὅλην τὴν πρὸς τοὺς ξένους εὐγένειαν καὶ παράβλεψίν των, ἠναγκάζοντο νὰ μ’ ἐκδιώκωσιν ἐκ τῆς παραδόσεως διὰ τῶν συνήθων συριγμῶν καὶ ποδοσυρμάτων.
Εἰς τὸ μάθημα τῆς ψυχιατρικῆς ποτὲ δὲν παρευρέθην ὡς ἐκ τῆς ἀποστάσεως, ἂν καὶ ἤμην ἀνυπόμονος νὰ γνωρίσω τὸ περίφημον διὰ τὸν διοργανισμὸν καὶ τὴν πρωτοτυπίαν αὐτοῦ φρενοκομεῖον τῆς Πρωσσίας. Διὰ τοῦτο, ὅταν τὴν πρωΐαν ἐκείνην μετέβην κατὰ τὴν συμπεφωνημένην ὥραν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἰατροῦ μου, ὅπως μ’ ἐξετάσῃ ἔτι ἅπαξ καὶ μὲ συμβουλεύσῃ ὁριστικῶς, ποῦ πρέπει νὰ μεταβῷ πρὸς ἀνάρρωσίν μου, δὲν δυσηρεστήθην πολύ, ἀκούσας ὅτι, μ’ ὅλην τὴν δοθεῖσάν μοι ὑπόσχεσιν, ὁ κύριος Χ*** ἠναγκάσθῃ νὰ μεταβῇ ἐκτάκτως εἰς τὸ φρενοκομεῖον, παραγγείλας νὰ μοὶ εἴπουν, ὅτι μὲ παρακαλεῖ νὰ τὸν συναντήσω ἐν τῷ καταστήματι τούτῳ, εἰς τὸ ἰδιαίτερον αὐτοῦ γραφεῖον.
Τὸ εὐρύτατον καὶ ἀρχιτεκτονικῶς ἄριστα ᾠκοδομημένον φιλανθρωπικὸν τοῦτο ἵδρυμα τῆς Πρωσσικῆς Κυβερνήσεως κεῖται δέκα περίπου λεπτὰ νοτίως τῆς Γοττίγγης, ἐπὶ τερπνοτάτου λόφου, ἐν μέσῳ χλωρῶν λειμώνων καὶ σκιερῶν κήπων, παρέχον εἰς τὴν ὄψιν τοῦ θεατοῦ, τὴν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο γραφικωτάτην περὶ τὴν πόλιν ταύτην χωριογραφίαν.
Ἡ Διοίκησις αὐτοῦ εἶναι ὅλως δι’ ὅλου ἀνεξάρτητος τῶν ἀρχῶν τοῦ Πανεπιστημίου˙ καὶ ὁ μόνος κρίκος, ὁ συνδέων αὐτὸ μὲ τὴν ἰατρικὴν σχολήν, ἦτον ἡ ἀδιαμφισβήτητος εἰδικότης τοῦ καθηγητοῦ κυρίου Χ***, ὅστις κ’ ἐδίδασκεν ἐν αὐτῷ τὴν ἐμπειρικὴν ψυχιατρικὴν παραχωρήσει τῆς διοικήσεως. Τὸ κατάστημα εἶναι προικισμένον μὲ πολλὰς γαίας, ἡ καλλιέργεια τῶν ὁποίων ἀνατίθεται εἰς ἐκείνους τῶν φρενοβλαβῶν, ὅσων αἱ ψυχικαὶ δυνάμεις παραλυθεῖσαι ὑπὸ τοῦ βάρους τῶν συμφορῶν καὶ τῆς διαπάλης τοῦ περὶ ὑπάρξεως ἀγῶνος ἐν μεγαλοπόλεσι δὲν χρειάζονται εἰ μὴ ἠθικὴν ἀνακούφισιν, ἐργασίαν συμφωνοτέραν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὅπως ἀνακτήσωσι τὴν προτέραν αὐτῶν ἐνεργητικότητα. Ἀλλὰ καὶ αἱ ἐσωτερικαὶ τοῦ φρενοκομείου ὑπηρεσίαι ἐκτελοῦνται κυρίως ὑπὸ τῶν ἀβλαβεστέρων αὐτῶν οἰκητόρων. Ὡς καὶ αὐτοὶ οἱ νεωκόροι, καὶ τὸ θαυμαστότερον, αὐτὸς ὁ ἱεροκῆρυξ τῆς περὶ ἧς ὁ λόγος ἐποχῆς, ἦτον ἐκ τῶν φρενοβλαβῶν. Ἄνθρωπος εὐλαβέστατος καὶ τὰ μάλιστα ἐντριβὴς περὶ τὰς Ἱερὰς Γραφάς, Βόλκενχαὰρ ὀνομαζόμενος, προλύτης τῆς Θεολογίας, ὁ ὁποῖος πάντοτε μὲν συνέθετε τὴν λαμπροτάτην ἀπὸ ἄμβωνος ὁμιλίαν του, σπανίως ὅμως κατώρθου νὰ τὴν ἀπαγγείλῃ μέχρι τέλους ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ καταστήματος. Διότι τὸ ἄλογον, ἂν καὶ ἐξ ἀνθρώπων συνιστάμενον, ποίμνιόν του, δὲν ἐτήρει, ὡς εἰκός, τὴν πρέπουσαν κατὰ τὸ κήρυγμα σιγήν, οὐδ’ ἐφέρετο πάντοτε μὲ τὴν δέουσαν εὐπρέπειαν. Πολὺ συχνὰ τὸν διέκοπτον οἱ εὐήθεις γέλωτες τρελλοῦ τινος ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὑψηλοτέρας περικοπῆς τοῦ λόγου του˙ ἄλλοτε πάλιν τὸν ἐξάφνιζον αἱ συντακτικαὶ παρατηρήσεις βλακός τινος, καὶ τοῦτο πάντοτε κατὰ τὰ παθητικώτερα τῆς ὁμιλίας του μέρη. Τότε ὁ Βόλκενχαὰρ ἔχανε τὴν ἑτοιμότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὴν συνέχειαν τοῦ κειμένου του˙ ἐγίνετο ἄλλος ἐξ ἄλλου. Καὶ μετά τινων στιγμῶν τεταραγμένην σκέψιν περὶ τοῦ πρακτέου, ἥρπαζε τὸν ὀγκώδη τόμον τῆς Γραφῆς ὑπὸ μάλης, ἐξήρχετο διὰ πλαγίας τινὸς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μαγειρείου καὶ ἐκεῖ, λαμβάνων αἴφνης μεγαλοπρεπεστάτην στάσιν ἐν τῷ μέσῳ τοῦ κακανισμοῦ τῶν ὀρνίθων, τοῦ γρυλισμοῦ τῶν χοίρων, τῶν συριγμῶν καὶ πιπισμῶν τῶν νησσῶν καὶ τῶν χηνῶν, ἀπήγγελλε τὸ ἀριστούργημά του μετὰ μεγίστης ῥητορικῆς τέχνης, μετὰ συγκινητικῆς κατανύξεως καὶ θεοσεβείας ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους!
Δὲν ἀγαπῶ τὰς παρεκβολὰς ἐν τοῖς διηγήμασιν˙ ἀλλ’ ἀφοῦ ἔκαμα ἐξαίρεσιν ὡς πρὸς τὴν νόσον τοῦ Βόλκενχαὰρ ἂς μ’ ἐπιτραπῇ νὰ προσθέσω τί μοὶ συνέβη ἐν σχέσει πρὸς αὐτήν.
«Συνεπεστέραν νόσον δὲν θ’ ἀπαντήσητε πολὺ συχνά», μᾶς ἔλεγε μίαν ἡμέραν ὁ καθηγητὴς τῆς ψυχιατρικῆς. «Παραβλέπει ὅλην τὴν ταραχὴν τῶν ζώων, ἀλλὰ δὲν ἀνέχεται τὸν ἐλάχιστον θόρυβον ἐκ μέρους ἀνθρώπων. Προφανῶς, διότι τῷ ἐναπολείπεται ἀκόμη ἀμυδρά τις συνείδησις, ὅτι ἡ πρὸς τὰ ὑψηλὰ καὶ σπουδαῖα προσοχὴ εἶναι ὁ φυσικὸς φόρος μόνης τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ἀντὶ ν’ ἀφίνωμεν τὸν πτωχὸν Βόλκεχαὰρ ν’ ἀποδιδράσκῃ ἀπὸ τὸ ἀληθῶς ἄξιον αὐτοῦ βῆμα, θὰ ἦτο ἴσως φρονιμώτερον ν’ ἀντικαθιστῶμεν ἑκάστοτε τὸ ἀνόητον αὐτοῦ ἀκροατήριον διὰ τῶν ἀκακωτέρων θηρίων τῆς αὐλῆς τοῦ μαγειρείου».
Ὁ ἀναγνώστης μου θ’ ἀπορήσῃ. Ἐν τούτοις ἐγὼ ἤθελον νὰ εἴπω ὅτι οἱ λόγοι οὗτοι μ’ ἔκαμαν νὰ κοκκινίσω ἐξ αἰσχύνης μέχρι τῶν ἀκροτελευτίων τῶν ὤτων μου. Διότι ἀνεμνήσθην συνήθεις τινὰς σκηνὰς τῶν ἀνωτάτων ἐκπαιδευτηρίων τῆς ἐλευθέρας ἡμῶν Πατρίδος, σκηνάς, ἐν αἷς καὶ ἡ εὐγενεία μου ἄλλοτε διεδραμάτισε λίαν ἐνεργὸν πρόσωπον, καὶ εὕρισκον ὅτι ἡ πρότασις τοῦ καθηγητοῦ ἦτο δικαία νὰ ἐφαρμοσθῇ μᾶλλον εἰς τὴν παρ’ ἡμῖν ἐπικρατοῦσαν ἀβελτηρίαν, παρὰ ἐπὶ τῶν ἀτυχῶν ἐκείνων πλασμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπὶ τέλους ἠδύναντο νὰ ἐπικαλεσθῶσιν ὑπὲρ ἑαυτῶν τὴν ἐλαφρυντικὴν περίπτωσιν, ὅτι ἐστεροῦντο λογικοῦ. Ὁπωσδήποτε, συγγνώμην διὰ τὴν παρεκβολήν. Ἀπὸ τὰ ἐκπαιδευτήριά μας μεταβαίνω, πάλιν, διὰ φυσικωτάτου τῶν ἰδεῶν συνειρμοῦ, εἰς τὸ φρενοκομεῖον.
Ὅταν, τὴν πρώτην ἐκείνην φοράν, διανύσας τὴν σπειροειδῶς τὸν περίφυτον λόφον ἀνερχομένην κατάσκιον ὁδόν, ἔφθασα πρὸ τῆς νεογοτθικῆς προσόψεως τοῦ λαμπροῦ τούτου οἰκοδομήματος, ἐνόμισα ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι, παραπλανηθεὶς τῆς ὁδοῦ μου, εὑρέθην ἀπροσδοκήτως ἐνώπιον μεγαλοπρεποῦς ἐξοχικοῦ μεγάρου, ἐν ᾧ πολυπληθὴς κόσμος διετέλει ἐν χαρᾷ καὶ εὐφροσύνῃ. Φωναὶ ᾀδόντων, ἦχοι ποικίλων μουσικῶν ὀργάνων, ἐξερχόμενοι τῶν ὑψηλῶν αὐτοῦ παραθύρων, ἀνεμιγνύοντο μὲ τὰ κελαδήματα τῶν πτηνῶν, τῶν ἐριζόντων πρὸς αὐτοὺς ἐν τοῖς πυκνοῖς φυλλώμασι τῶν σκιάδων. Ὁ ἀκούων τὰς συναυλίας ἐκείνας ἐλησμόνει νὰ ἐρωτήσῃ, διατί τόσον φαιδρὰ παράθυρα διατελοῦσι σιδηρόφρακτα, ὡς παράθυρα εἱρκτῶν. Διατί οἱ τοῖχοι τῶν περιβόλων εἶναι τόσον ἐξησφαλισμένοι, μᾶλλον κατὰ τῶν ἐντός, παρὰ κατὰ τῶν ἔξωθεν τυχὸν μελλόντων ν’ ἀποπειραθῶσι τὴν ὑπέρβασίν των. Διότι ὄπισθεν τῶν ὑψηλῶν ἐκείνων τοίχων, ἀντὶ τῆς στυγνῆς, τῆς ἀπελπιστικῆς, τῆς κακὰ βυσσοδομούσης σιγῆς τῶν εἱρκτῶν καὶ φυλακῶν, ἀντήχουν οἱ φαιδρότεροι γέλωτες, αἱ ζωηρότεραι συνομιλίαι τῶν — τίς οἶδεν ἂν ὄχι εὐτυχῶν — οἰκητόρων, καὶ ἠκούοντο οἱ συνήθεις κρότοι πολλαπλῶν γυμναστικῶν ἐν ὑπαίθρῳ παιδιῶν.
Ὁ θυρωρὸς δὲν μοὶ ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθω, παρὰ μετὰ πολλὰς ἐρωτήσεις καὶ ἐπανειλημμένας διατυπώσεις. Μ’ ὅλας τὰς διαβεβαιώσεις μου, ὅτι εἶμαι γνωστικὸς ἄνθρωπος, μοὶ προσεφέρετο λίαν ὑπόπτως, προφανῶς δι’ αὐτὰς ταύτας τὰς διαβε­βαιώσεις. Διότι, ἐνθυμοῦμαι ὅτι εἶπεν: «Οἱ γνωστικώτεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου εἶναι ἴσα ἴσα ἐκεῖνοι, ὅσοι προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπον νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ ἄσυλον». Ὅταν τέλος πάντων, διὰ λαμπρῶν κλιμάκων καὶ λαμπροτέρων διαδρόμων, ὡδηγήθην εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ καθηγητοῦ κυρίου Χ***·
«Καλά ποὺ ἦλθες!» ἀνεφώνησεν ὁ ἀγαθὸς γέρων. «Πᾶμε νὰ σὲ παρουσιάσω εἰς τὸν διευθυντήν! Εἶναι πολὺ καλὸς καὶ σοφὸς ἄνθρωπος˙ εἶναι ὁ πατὴρ ὅλων ἡμῶν ἐδῶ μέσα».
Δὲν ἠξεύρω πῶς αἴφνης ἐσταμάτησε τὸ αἷμα ἐντὸς τῶν φλεβῶν μου. Οἱ λόγοι οὗτοι, ἡ εὐγένεια μεθ’ ἧς τοὺς ἐπρόφερε, μ’ ἐνέπνευσαν μίαν παράδοξον ὑποψίαν˙ ἀνέκφραστος φρίκη ἐδέσμευσε τὴν γλῶσσαν ἐν τῷ στόματί μου. Τί δουλειὰν ἔχω ἐγὼ νὰ κάμω μὲ τὸν διευθυντὴν τοῦ φρενοκομείου; «Μήπως λοιπὸν δὲν πάσχω μόνον ἐκ τοῦ στήθους;» ἐσκέφθην ἀστραπιαίως, καὶ ηὐχήθην νὰ μὴ εἶχε μοῦ ἐπιτρέψει ποτὲ ὁ θυρωρὸς τὴν εἴσοδον εἰς τὸ ἄσυλον!
«Μία πολὺ θλιβερὰ ἀσθένεια», εἶπεν ὁ καθηγητής, συγχυσθεὶς ὀλίγον ἐκ τῆς σιωπῆς μου, «πολὺ θλιβερά, ἂν καὶ ποιητικὴ ἀσθένεια, μ’ ἐκάλεσε τόσον ἐκτάκτως ἐνταῦθα, καὶ μ’ ἔκαμε νὰ παραμελήσω τοὺς ἐν τῇ πόλει ἀσθενεῖς μου».
Αἱ στοαὶ δι’ ὧν διηρχόμεθα, μ’ ἐφαίνοντο ὅτι ἐγύριζον γύρω, γύρω, περὶ τὴν κεφαλήν μου! Ὁ καθηγητὴς ἐπερίμενεν εἰς μάτην νὰ τῷ ὁμιλήσω.
«Πρόκειται νὰ ἐξετάσωμεν», ἐξηκολούθησεν ἔπειτα, «νὰ σπουδάσωμεν μίαν δυστυχῆ νεήλυδα˙ ἓν θῦμα ἐρωτικῆς ἀπελπισίας, ἐκ τοῦ Δουκάτου τῆς Βάδης. Βεβαίως θὰ σ’ ἐνδιαφέρῃ πολὺ νὰ εἶσαι παρὼν κατὰ τὴν ἐξέτασιν. Ὁρίστε! Θὰ εἶναι τὸ πρῶτον σου ψυχιατρικὸν μάθημα. Ἰδοὺ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον κυρίως σοῦ παρήγγειλα νὰ ἔλθῃς».
Δόξα σοι ὁ Θεός! Λοιπὸν δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐξετάσουν ἐμέ!
«Εὐχαριστῶ πολύ», εἶπον, «κύριε Αὐλοσύμβουλε!» καὶ ἀνέπνευσα ἰσχυρῶς καὶ βαθέως, ὡς ἐὰν εἶχον, ἀντὶ τῶν ἀσθενῶν πνευμόνων, τὰ μεγάλα φυσερὰ τοῦ σιδηρουργείου ὑπὸ τὰ στέρνα μου!
«Πρέπει νὰ σπουδάσω τὴν κατάστασίν της πρὸ τῆς ἐπανόδου τῆς μανίας», ἐξηκολούθησεν ὁ καθηγητής. «Θὰ ἦτο καὶ ἀνιαρὸ νὰ σὲ ἀφήσω νὰ περιμένῃς μόνος. Μετὰ τὴν συνεδρίασιν σ’ ἐξετάζω καὶ σὲ λέγω τὰ δέοντα ὡς πρὸς τὸ ταξείδιόν σου».
Ἐγὼ ἀνέπνευσα ἐκ νέου, καὶ προσεπάθησα νὰ φανῶ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀτάραχος. Ἀλλὰ δὲν ἡσύχασα κυρίως, παρὰ ὅταν εἶδον μετὰ πόσης δυσκολίας ὁ διευθυντὴς συγκατένευσε ν’ ἀνεχθῇ τὴν παρουσίαν μου κατὰ τὴν ἐξέτασιν τῆς ἀσθενοῦς του. Ὁ μικρόφθαλμος καὶ ψαρὸς οὗτος ἀπόγονος τῶν πυγμαίων παρενέβαλλε τὰς ἐνστάσεις αὐτοῦ τόσον ἀπροκαλύπτως, ὥστε ἐπὶ μίαν στιγμὴν ᾐσθάνθην ἐμαυτὸν προσωπικῶς προσβεβλημένον.
«Μὴ παρεξηγῇς τὸν φιλάνθρωπον συνάδελφόν μου», μοὶ ἔλεγεν ὕπερθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ διευθυντοῦ ὁ κύριος Χ***. «Αὐτὸς οὔτε φιλέλλην εἰμπορεῖ νὰ εἶναι, οὔτε φιλόμηρος. Ἐν γένει δὲν ἔχει πρὸς οὐδένα σώας ἔχοντα τὰς φρένας εἰδικήν τινα φιλίαν. Εἰκοσιπέντε ἔτη τώρα δὲν ζῇ καὶ δὲν συναναστρέφεται παρὰ μὲ τὰ παιδία του, τουτέστι τοὺς τρελλούς. Ἡ ἀγαθότης του εἶναι ἀκαταμέτρητος, εἶναι ἄνευ ὁρίων, ἀλλὰ δὲν ἐκτείνεται πέραν τῶν τοίχων τοῦ κτιρίου τούτου. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ ἐπίσκεψίς σου δὲν ἐνοχλεῖ δι’ ὅλου τὴν ἀσθενῆ, ἀλλὰ βλέπεις ὁ κύριος διευθυντὴς ἔχει, ὡς εἰκός, καὶ ἄλλας γενικωτέρας ἐπιφυλάξεις».
Καὶ ὑψώσας τὰς χεῖρας καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς προσευχόμενον παιδίον:
«Ἄϊ γκὰρ Τσόϋ τε πάτερ, κάϊ Ἀτεεναΐεε κάϊ Ἄπολλον
τοϊοῦτοϊ ντέκα μοϊ ζουμφράντμονες ἄϊεν Ἀχαϊῶν! »
ἀνέκραξεν ὁ γέρων ῥίψας ἐπὶ τῆς ἀσχημοτάτης τοῦ διευθυντοῦ μορφῆς βλέμματα ἐραστοῦ ἐνθουσιώδους.
Ὕστερον ἀπὸ τυπικάς τινας φιλοφρονήσεις πρὸς τὸν ὅσον φιλομειδὴ τόσον δυσκέρδητον ἐκεῖνον μικράνθρωπον, ὅστις ἐφαίνετο ἀποκρύπτων τὰς δυστυχίας τῶν αὐτῷ ἐμπεπιστευμένων μετὰ τῆς φειδοῦς καὶ φιλοστοργίας, μεθ’ ἧς οἱ γονεῖς ἀποκρύπτουν τὰ ἐλαττώματα τῶν ἰδίων τέκνων ἀπὸ τῶν ὀμμάτων τοῦ κόσμου, μετέβημεν καὶ οἱ τρεῖς πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς πασχούσης. Μετὰ τὴν πρώτην γωνίαν τοῦ διαδρόμου ἣν ἐκάμψαμεν, ὁ διευθυντὴς ἀνερριχήθη πηδηκτά, ἀλλ’ ἀψοφητὶ ὡς κουνέλιον, στενὴν καὶ πλαγίαν κλίμακα, ἐκ τῆς κορυφῆς τῆς ὁποίας, ὡς ἐνόμισα, εἶδον εἰσερχωμένας τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας. Ὁ καθηγητὴς καὶ ἐγὼ ἐστάθημεν πρὸ τῆς προσεχοῦς θύρας. Μετά τινα λεπτὰ προσδοκίας σιωπηλῆς ἐλθὼν ὁ διευθυντὴς ἤνοιξεν ἡμῖν τὴν θύραν, καὶ «Ἐμβᾶτε», εἶπεν, «εἶναι ὅλως δι’ ὅλου ἥσυχος». Καὶ ἔκαμεν, ὡς ἐὰν μας εἰσῆγεν εἰς τὸ ἄδυτον ναοῦ τινος.
Ὁ τόπος, ἐν ᾧ εἰσήλθομεν εὐλαβῶς, ἦτον εὐρύχωρος αἴθουσα σχεδὸν στρογγύλου σχήματος, μὲ ὕψος λίαν ἀνάλογον πρὸς τὴν διάμετρον αὐτῆς, καὶ μόνον ὑπὸ τοῦ ὑελοσκεπάστου θόλου της φωτιζομένη. Παράθυρα δὲν εἶχεν, οὐδὲ ἠδύνατο νὰ ἔχῃ. Διότι οἱ τοῖχοι τῆς αἰθούσης ταύτης μέχρις ὕψους ἑνὸς καὶ ἡμίσεος ἀναστήματος κατείχοντο ὑπὸ παχείας καὶ ἁπαλῆς τίνος γομώσεως κατὰ τὸ σύστημα τῶν ὁλοσηρικῶν ἐκείνων ἀναπαυτηρίων, τῶν κοσμούντων τὰς αἰθούσας τῶν πλουσίων. Τὸ ἐπικαλύπτον τὴν ἐπίστρωσιν ταύτην παχύχνουδον βελοῦδον, ἡμέρου κυανοῦ χρώματος, διεστίζετο εἰς κανονικὰ ῥομβειδῆ σχήματα ὑπὸ βαθέως ἐμπηγμένων κομβίων, μόλις φαινομένων, ὡς ἐκ τοῦ πάχους τῆς γομώσεως. Τὸ γυμνὸν τοῦ τοίχου μέρος, ἄνωθεν τῆς ἐπιστρώσεως, ἦτο λευκόν. Ὁ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους παχὺς τάπης ἦτο πράσινος˙ ἐνῷ τὰ ἄξυλα καί, ὡς ἐννόησα μετὰ ταῦτα, ἀεροπληθῆ ἐξ ἐλαστικοῦ κόμμιος καθίσματα καὶ ἀνάκλιντρα εἶχον τὸ αὐτὸ μὲ τὴν περικόσμησιν χρῶμα: Κυανοῦν ἀνεκφράστως γλυκὺ καὶ ὄντως ἥμερον, ὥστε δὲν ἤξευρες ἂν ἦτο τοῦτο, ἢ τὰ χρώματα τοῦ ὑελίνου θόλου ἡ ἀφορμή, δι’ ἣν τὸ ἐν τῇ αἰθούσῃ ἐκείνῃ φῶς ἐξήσκει ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν νεύρων τόσον εὐχάριστον, τόσον ἀνακουφιστικὴν καὶ τοῦτ’ αὐτὸ πραϋντικὴν ἐπίδρασιν. Μηχανισμὸς ἀερισμοῦ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Καὶ ὅμως, ὅταν εἰσήλθομεν εἰς τὸ ἄνευ παραθύρων τοῦτο οἴκημα, ἐνόμισα ὅτι ἐξήλθομεν εἰς τὸ ὕπαιθρον: τόσον καθαρὰ καὶ δροσερὰ ἦτον ἡ ἐν αὐτῷ ἀτμοσφαῖρα!
Ἐν τούτοις ἡ δυστυχὴς αὐτοῦ κάτοικος δὲν ἐφαίνετο. Διὰ τοῦτο ὁ διευθυντής, προχωρήσας μετά τινας στιγμὰς σιωπῆς μέχρι τοῦ βάθους καὶ παραθεὶς τὸ οὖς ἐπὶ τοῦ ἁπαλοῦ ἐκείνου τοιχώματος, ἠρώτησε μετὰ τῆς συμπαθητικῆς ἐκείνης φωνῆς, μεθ’ ἧς καλοῦσιν οἱ γονεῖς τὰ ἀσθενοῦντα φίλτατά των:
«Ἐπιτρέπεται, Fräulein;»
Μέρος τοῦ κυανοῦ ἐπιστρώματος ὑπεχώρησεν ἀψοφητὶ ἐν εἴδει θύρας, καὶ λυσίκομος, λευχείμων κόρη παρέκυψεν ἐξ αὐτοῦ, ὠχρὰ μέν, ἀλλὰ φιλομειδὴς καὶ ἐρασμία.
«Ὁρίστε! Ὁρίστε μέσα, παρακαλῶ! Λάβετε θέσιν καὶ συγχωρήσατέ μοι νὰ διορθώσω τὴν καρφίτσαν μου».
Καὶ προελθοῦσα εἰς τὴν αἴθουσαν, ὕψωσε τοὺς λευκοτάτους αὐτῆς βραχίονας ἐνασχολημένη, ἀλλ’ εἰς μάτην, νὰ περισυνάξῃ τὴν μέχρι χρυσοχρόου ξανθὴν καὶ πλουσιωτάτην αὐτῆς κόμην.
«Ἂς κουρεύεται!» εἶπεν ἐπὶ τέλους περιφρονητικῶς, καὶ τὴν ἀφῆκε νὰ χυθῇ ἐπὶ τῶν τορνευτῶν ὠμοπλατῶν της. «Ἀφοῦ δὲν εἶν’ ἐδῶ νὰ μὲ ἰδῇ, ἂς κουρεύεται! Ἀλλὰ μὴ βιάζεσθε, παρακαλῶ, διὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ τὸν μέλλοντα σύζυγόν μου. Ἐπῆγε νὰ σκάψῃ, νὰ βγάλῃ τὰ διαμάντια διὰ τὰ δακτυλίδια μας: τοὺς ἀρραβῶνας μας. Μεγάλα διαμάντια! Πολὺ μεγάλα διαμάντια θὰ ἐπιθυμῇ νὰ εὕρῃ˙ γι’ αὐτὸ ἀργεῖ νὰ ἐπιστρέψῃ. Ἐν τούτοις μὴ βιάζεσθε. Ἔχει σφυρὶ μυτερό, καὶ εἶναι ἀνοιχτομμάτης ἄνθρωπος. Εἰς τὸ κέντρο τῆς γῆς θὰ προχωρήσῃ, ἀλλὰ θὰ τὰ εὕρῃ καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ».
Ἔπειτα λαβοῦσα ἓν κάθισμα καὶ πλησιάσασα πρὸς ἐμέ, ὡς ἐὰν ἤμεθα γνωστοὶ ἐκ παιδικῆς ἡλικίας:
«Πές μου, παρακαλῶ, μὲ ὅλα τὰ σωστά σου», εἶπεν. «Πόσον θερμὸν εἶναι τὸ κέντρον τῆς γῆς; Τόσον δά, ’σὰν τὸ χέρι μου, ἢ τόσον δά, ’σὰν τὸ μάγουλό μου; Ὁρίστε! Τόσον δὰ ἢ τόσον δά;»
Καὶ λαβοῦσα μετ’ οἰκειότητος τὴν χεῖρά μου, ἔφερεν αὐτὴν ἐπὶ τῆς πυρεσσούσης παρειᾶς της, καὶ προσήλωσε τοὺς γαλανοὺς αὐτῆς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τῶν ἐμῶν, περιμένουσα νὰ τῇ ἀπαντήσω.
«Περισσότερον», ἐτραύλισα ἐγὼ συγκεχυμένος, «πολὺ περισσότερον!»
«Τόσῳ τὸ καλλίτερον!» ἀνεφώνησεν ἡ κόρη περιχαρής, καὶ ἐτινάχθη ὡς δορκὰς ἀπὸ τῆς θέσεώς της, κροταλίσασα τὰς μικρὰς αὐτῆς χεῖρας.
«Τόσῳ τὸ καλλίτερον! Μοῦ ἔφυγε ψυχρός, καὶ θὰ μοῦ ἔλθῃ ὀπίσω ὅλος φωτιά, ὅλος ἀγάπη! Γι’ αὐτὸ μὴ βιάζεσθε, παρακαλῶ, περιμένετε νὰ τὸν ἰδῆτε˙ θέλετε νὰ ψάλω τίποτε γιὰ νὰ μὴ μᾶς παραφανῇ ἡ ὥρα;»
Καὶ εἰσελθοῦσα ὡς ἀστραπὴ εἰς τὸ προσεχὲς δωμάτιον, ἐπέστρεψε φέρουσα περίχρυσον ἰταλικὴν χάρπαν. Ἔπειτα ἐκλέξασα ὑπὸ τὸν χρωματιστὸν θόλον τὸ μέρος, ὅθεν εἰσήρχετο προφανῶς τὸ περισσότερον καὶ λευκότερον φῶς, ἐτοποθετήθη κἄπως φιλαρέσκως ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας αὐτοῦ καὶ ἤρχισε νὰ κρούῃ τὰς χορδὰς τοῦ ὀργάνου τόσον φαιδρὰ καὶ τόσον ζωηρά, ὡς ἐὰν ἦτον ἡ εὐτυχεστέρα κόρη τοῦ κόσμου. Κατ’ ἀρχὰς δὲν ἔπαιζεν εἰ μὴ γεννήματα τῆς φαντασίας της. Μετ’ ὀλίγον ὅμως ἤρχισε νὰ ψάλλῃ μελαγχολικώτερον, συνοδεύουσα μὲ τοὺς μαγικοὺς καὶ νωχελεῖς τοῦ ὀργάνου της τόνους φωνὴν ἔτι μαγικωτέραν, ἔτι νωχελεστέραν:


«Πὼς εἶν’ στὸ δάσος σκοτεινά,
Φταῖν’ τὰ κλαδάκια τὰ πυκνά.
Πὼς δὲ μ’ ἀγαπᾷ ὁ καλός μου,
τὸ ξεύρω ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου.
Ἄχ, καὶ βάχ, θὰ ’πῇ καϋμός,
μὰ πονεῖ ὁ χωρισμός,
κι ἡ ἀγάπη κονδυλάει
’σὰν βαρκούλα στὰ πελάγη!»


Ἐδῶ διέκοψεν αἴφνης τὴν μουσικήν, καὶ ἀποταθεῖσα πρὸς τὸν διευθυντήν, ὡς ἐὰν συνεπλήρου ἀρξαμένην ἤδη ὁμιλίαν τῆς:
«Καὶ στείλατέ μου τὴν παραμάννα μου τὴν Ἀννίκαν», εἶπε, «γιὰ νὰ τοῦ γράψω ἕνα γράμμα, νὰ τοῦ τὸ ’πῶ φανερὰ καὶ ξάστερα».
Ἔπειτα, ἀναλαβοῦσα πάλιν τὸ ὄργανόν της ἤρχισε νὰ ψάλλῃ ἐπὶ ῥωμαντικωτέρου τόνου, καὶ συγκεκινημένη μέχρι δακρύων:
«Ξεύρεις τὰ πράσιν’ ἀκρογιάλια
ποὺ οἱ λεμονιὲς ἀνθοῦνε;
Ποὺ μέσ’ στοὺς ἴσκιους πορτοκάλια
χρυσᾶ μοσχοβολοῦνε;
Ἐκεῖ, ἐκεῖ, στὴν γῆν τοῦ Παραδείσου,
νὰ ταξειδεύσω ’πιθυμῶ μαζί σου!»
Ἀλλ’ οὕτως ἐσπευσμένως καταντήσασα εἰς τὴν κατακλεῖδα τῆς γνωστῆς ταύτης στροφῆς τοῦ Γερμανοῦ ποιητοῦ, καὶ πρὶν ἔτι συμπληρώσῃ τοὺς συνοδεύοντας τὸ ᾆσμά της τόνους, διακοπεῖσα αἴφνης ἐκ νέου, ἔρριψε τὸ ἐπὶ τοῦ στήθους πεσὸν μέρος τῆς ξανθῆς αὐτῆς κόμης ὕπερθεν τοῦ ὤμου τῆς, καὶ σείσασα τὴν ὡραίαν κεφαλὴν οὕτως, ὥστε αἱ μετάξιναι τρίχες νὰ περισυναχθῶσιν ὅσον οἷόν τε ἐπὶ τῶν νώτων αὐτῆς:
«Ἀνάθεμά τους», εἶπε, «ποὺ βγάλλουν τὰ τραγούδια, καὶ κανένα δὲν ταιριάζει μὲ τὸν ἑαυτό μου! Κανένα, κανένα! Ὡς κ’ ἐκεῖνο ποὺ ἔκαμα ἐγώ˙ κ’ ἐκεῖνο δὲν ταιριάζει!» καὶ σύρουσα τοὺς λεπτοφυεῖς αὐτῆς δακτύλους ἐπὶ τῶν εὐήχων τῆς χάρπας χορδῶν, ὡς ἐὰν τὰς ἐθώπευεν, «Ἔχει ὅμως ὡραία μουσική, πολὺ ὡραία μουσική!» εἶπε μετὰ παιδικοῦ στόμφου. «Τόσον ὡραία, ποὺ κανένας δὲν τὴν ἔγραψεν ἀκόμη. Γι’ αὐτὸ μὲ συγχωρεῖτε ἂν τὴν ψάλω χωρὶς νότες».
Καὶ τώρα, φίλε ἀναγνώστα, μὴ περιμένῃς ἀπὸ ἀνθρωπίνην γραφίδα νὰ σοὶ παραστήσῃ τὴν βαθέως συγκινητικὴν ἐκείνην σκηνήν, τῆς ὁποίας ἡμεῖς ἐγενόμεθα θλιβεροί, ἐκπεπληγμένοι μάρτυρες. Ἴσως τελειοποιημένον τι σύστημα φωνογράφου θὰ κατώρθου ν’ ἀντιγράψῃ στιγμιαίως ἕνα πρὸς ἕνα καὶ διατηρήσῃ τοὺς καθέκαστα τόνους τῆς μελαγχολικῆς αὐτῆς μουσικῆς, οὕτως ὥστε ν’ ἀναγνωσθῇ καὶ παρ’ ἄλλων. Ἀλλὰ ν’ ἀναγνωσθῇ μόνον, ὄχι καὶ νὰ ψαλῇ. Διότι τὴν δαιμονίαν ἐκείνην δύναμιν, ἥτις, ὡς μαγικὸν πνεῦμα ζωῆς διήκουσα, ἐνεψύχου τὰς φανταστικὰς καὶ αὐτοσχεδίους συμπτώσεις τῶν τόσων ἁπλῶν καὶ συγχρόνως τόσον ἀνεκφράστων ἐκείνων τόνων, τὰς μελῳδικάς, κ’ ἐνταυτῷ δραματικὰς ἀποχρώσεις ἑνὸς ἑκάστου στίχου, μιᾶς ἑκάστης λέξεως — ναί, μιᾶς ἑκάστης συλλαβῆς, δι’ ὧν μᾶς ἔκαμνε νὰ βλέπωμεν μετ’ ἀνατριχιάσεων ἐνώπιόν μας ζωντανὰς καὶ κινουμένας τὰς τόσον ἀμυδρῶς, τόσον ἀλληγορικῶς ὑπαινιττομένας εἰκόνας τοῦ ῥαψωδήματός της — αὐτὰ οὐδεμία χειροποίητος μηχανή, οὐδεμία μουσικὴ μεγαλοφυΐα δύναται νὰ ἐπαναλάβῃ πλέον, νὰ μιμηθῇ, ἔστω καὶ μακρόθεν.
Ἀλλὰ τὴν μελαγχολικῶς συμπεπτωκυῖαν στάσιν τοῦ σώματος, τὴν ἀορίστως ἀπελπιστικὴν τῆς μορφῆς τῆς ἔκφρασιν, καὶ συγχρόνως τὰς εἰδικὰς φυσιογνωμικὰς κινήσεις, δι’ ὧν συνώδευε τοὺς φθόγγους τῆς φωνῆς, τοὺς ἤχους τοῦ ὀργάνου τῆς, ποῖον φωτογραφικὸν μηχάνημα, ἢ ποία ὑπεράνθρωπος τέχνη ζωγράφου θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ τὰς ἀντιγράψῃ! Δὲν λέγω τίποτε περὶ συγγραφικῆς μεγαλοφυΐας. Διότι τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ἐν τῇ ἀσθενεστάτῃ ταύτῃ ἀφηγήσει ἀναγκάζομαι νὰ χωρίσω τὰ ἐν τῇ φύσει τόσον ἀχωρίστως συνηνωμένα στοιχεῖα μουσικῆς καὶ φυσιογνωμίας, καταδηλοῖ, νομίζω, τρανότατα τὴν παραστατικὴν ἀτέλειαν οἱουδήποτε γραπτοῦ λόγου.
Διὰ τοῦτο ἐμπιστεύομαι εἰς τὴν φαντασίαν τοῦ εὐαισθήτου ἀναγνώστου μου, καὶ τὸν ὑπενθυμίζω μόνον ν’ ἀναλογισθῇ τὸν θλιβερὸν προορισμὸν τοῦ οἰκοδομήματος, ἐν ᾧ εὐρισκόμεθα˙ τὴν εἰδικὴν κατασκευὴν τῆς αἰθούσης, τὸν χρωματισμὸν αὐτῆς, τὴν τεχνητὴν μαγείαν τῶν φωτεινῶν ἀκτίνων, ὑφ’ ὧν ἡ δυστυχὴς ἐφωτίζετο, τὴν ὑποφθίνουσαν ἤδη καλλονήν, τὴν ἐνδυμασίαν τῆς ψαλλούσης, καὶ τὴν θαυμαστὴν τοῦ πάθους κλίμακα, δι’ ἧς ἡ φωνὴ καὶ ἡ φυσιογνωμία ἀνῆλθον ἀπὸ τῆς εἰδυλλιακῆς εὐδίας τοῦ πρώτου στίχου μέχρι τῆς ζοφερωτάτης ἀπελπισίας τῶν τελευταίων φθόγγων τοῦ ᾄσματός της. Ταῦτα πάντα τὸν ἀφίνω νὰ φαντασθῇ, ὅπως ἐννοήσῃ τὴν ἰσχυρὰν συγκίνησιν, ὑφ’ ἣν αἱ καρδίαι ἡμῶν διετέλουν κατὰ τὰς στιγμὰς ἐκείνας, καὶ κρίνῃ περὶ τῆς τεραστίας δυνάμεως, ἣν κατώρθωσαν νὰ ἐξασκήσωσιν ἐφ’ ἡμῶν αἱ ἑξῆς ἁπλούσταται στροφαί:
Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ῥυάκι, ποὺ περνᾶ,
κἄτι τραγουδάει ἐμπρός του.


Μιὰ ἀνεμώνῃ, ποὺ ἀνθεῖ
ἀπ’ τὸν βράχο βλαστημένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
τὸ τραγοῦδι τί σημαίνει.


Κι ὅλο σκύφτει πιὸ πολὺ
μακρυὰ ἀπ’ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγοῦδι νὰ λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;


Τραγουδᾶ γιὰ μιὰ ἀγκαλιά,
ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη,
σὲ χρυσῆν ἀκρογιαλιὰ
μέρα νύχτα τὸν προσμένει.


«Ἄχ, κι ἂς ἤμουν», λέγει, «ἐγὼ
κείνη ποὺ θὰ τ’ ἀγκαλιάσῃ!»
Καὶ τὸ ῥεῦμα τὸ γοργὸ
σκύφτ’ ἡ δύστυχη νὰ φθάσῃ.


Μὰ σὰν ἔσκυβ’ ἔτσι δά,
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
τὰ κατρακυλᾷ μαζί του!


Τώρα στέκει μαδητὴ
μὲ τὰ δάκρυα στὸ μάτι:
διατί, ἄχ, διατί
ν’ ἀγαπήσ’ ἕνα διαβάτη;...
Ὁ διευθυντὴς καθ’ ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα συνεννοεῖτο διὰ βλεμμάτων καὶ ψιθυρισμῶν μετὰ τοῦ καθηγητοῦ. Ἀλλὰ τὰ δάκρυα, καὶ τῶν τριῶν ἡμῶν νομίζω, ἔρρεον πρὸ πολλοῦ ἤδη σιωπηλῶς. Ὅσον ἐπροχώρει τὸ ᾆσμα, τόσον ἡ κόρη ἐγίνετο νευρική. Καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν τελευταῖον στίχον, οἱ λεπτοὶ καὶ ῥοδοβαφεῖς αὐτῆς δάκτυλοι, ὡς ἐὰν ἦσαν χαλύβδινα πλῆκτρα, ἔθραυσαν διὰ μιᾶς ὅλας τὰς χορδάς, ἐφ’ ὧν ἔτυχε νὰ κινῶνται. Νεκρικὴ σιγὴ ἐπεκράτησεν ἐπί τινας στιγμάς. Μεθ’ ἃς ἡ κόρη ἠγέρθη αἴφνης, καί, στηριγμένη ἐπὶ τοῦ μουσικοῦ της ὀργάνου, ἐβύθισεν ἀτενὲς βλέμμα διὰ τοῦ κυανοῦ τῆς αἰθούσης τοιχώματος, οὕτως, ὡς ἐὰν ἔβλεπε δι’ αὐτοῦ μακράν, πολὺ μακράν. Καί, ὡς ἐὰν ἀπετείνετο πρὸς τοὺς ὁροφύλακας τῆς πατρίδος τῆς:
«Κλείσατε τὰς θύρας!» ἀνέκραξε μεγαλοφώνως, ὡς ἄνθρωπος κινδυνεύων. «Βγάλετε τοὺς ξένους ἔξω, καὶ κλείσατε τὰς θύρας! Εἶναι φονιάδες τῶν καρδιῶν, ἐμπαῖκται τῆς ἀγάπης!» 
Τὸ ὄργανον, λακτισθὲν ὑπ’ αὐτῆς αἰφνιδίως, ἐτινάχθη πεσὸν πρὸ ἡμῶν μὲ κλαυθμηροὺς τόνους τῶν ῥηγνυμένων χορδῶν του, Ἡ παράφρων, ῥίψασα μανιῶδες ἐφ’ ἡμᾶς βλέμμα πλῆρες ἀπεχθείας καὶ μίσους, ὥρμησε πρὸς τὸ ἀντίθετον μέρος, ὡς ἐὰν ἐζήτει νὰ φύγῃ. Ἀλλὰ συγκρουσθεῖσα πρὸς τὸ ἁπαλὸν τοῦ τοίχου ἐπίστρωμα, ἔπεσεν, ἢ μᾶλλον συνεσπειρώθη πρὸ αὐτοῦ, μὲ τὰ νῶτα πρὸς ἡμᾶς ἐστραμμένα.
Ὁ διευθυντὴς ἐκλείδωσεν ἀψοφητὶ τὴν θύραν, δι' ἧς εἴχομεν εἰσέλθει, καί, λαβὼν τὸ ὄργανον μεθ’ ἑαυτοῦ, μᾶς ἔνευσε νὰ περάσωμεν εἰς τὸ δωμάτιον, ἐξ οὗ ἐξελθοῦσα ἡ νεᾶνις μᾶς εἶχεν ὑποδεχθῇ. Ὅταν εἰσήλθομεν εἰς αὐτό, ἐκλείδωσε κ’ ἐκείνην τὴν θύραν, ἀποκλείσας τοιουτοτρόπως τὴν δυστυχῆ ἐντὸς τῆς κυκλοτεροῦς αἰθούσης. Τότε ἐννόησα διατί οἱ τοῖχοι καὶ αἱ θύραι τοῦ δωματίου ἐκείνου ἦσαν οὕτω παχέως ἐπεστρωμένοι, καὶ διατὶ τὰ ἐν αὐτῷ καθίσματα συνίσταντο ἀποκλειστικῶς ἐξ ἀεροπληθοῦς ἐλαστικοῦ κόμμιος, ὄντα διὰ τοῦτο λίαν ἐλαφρὰ καὶ ἁπαλά. Ἡ δυστυχὴς κατελαμβάνετο ἐκ διαλειμμάτων ὑπὸ ἐπικινδύνου μανίας, καὶ ἔπρεπε νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ πιθανὴν αὐτοχειρίαν, ἢ καὶ ἁπλᾶ μωλωπίσματα, ὡς ἐκ τῶν σφοδρῶν καὶ τυφλῶν αὐτῆς συγκρούσεων πρὸς τοὺς τοίχους καὶ τὰ ἔπιπλα! Σιγηλοὶ καὶ σκυθρωποὶ διήλθομεν τὸ προσεχὲς δωμάτιον καὶ ἓν τρίτον μικρότερον αὐτοῦ. Δὲν ἐσκέφθην νὰ τὰ περιεργασθῶ, νομίζω ὅμως, ὅτι δὲν διέφερον οὐσιωδῶς ἀπὸ τὸ ἄρτι περιγραφέν. Ὅταν ἐξήλθομεν εἰς τὸν διάδρομον εὑρέθημεν παρὰ τὴν στενὴν καὶ πλαγίαν κλίμακα, τὴν ὁποίαν ὁ διευθυντὴς εἶχεν ἀνέλθει, πρὶν μᾶς εἰσαγάγῃ πιθανῶς, ὅπως βεβαιωθῇ ἐκεῖθεν περὶ τῆς καταστάσεως τῆς πασχούσης. Τὴν ἁπλῆν ταύτην ὑποψίαν μου ἐνίσχυσε τώρα τὸ γεγονός, ὅτι οἱ δύο ἰατροὶ ἀνῆλθον τὴν αὐτὴν ἐκείνην κλίμακα τόσον σύννοι καὶ ἀφηρημένοι, ὥστε οὐδέτερος ἐπρόσεξεν εἰς ἐμὲ ἂν ἀκολουθῶ ἢ ὄχι. Ἀνήρχοντο νὰ παραμονεύσουν τὰς κινήσεις τῆς παράφρονος˙ δὲν ὑπῆρχεν ἀμφιβολία. Ὁ φύλαξ, ὅστις φαίνεται ἀδιακόπως παρεφύλαττεν ἐκεῖ που, κατῆλθε μετ’ ὀλίγον πρὸς ἀναζήτησίν μου, ἀλλ’ ἐγώ, οὐδὲ τὴν ἐπιθυμίαν, οὐδὲ τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς εἶχον νὰ παραστῶ περαιτέρω μάρτυς δυστυχίας τόσον φοβερᾶς, τόσον σπαραξικάρδιου!
Ὁ νοῦς μου ἐνησχολεῖτο μὲ πικροὺς μελαγχολικοὺς συλλογισμούς˙ βαρεῖα θλῖψις ὑπερεπλήρου τὴν καρδίαν μου˙ τὰ δακρυά μου ἔρρεον ἀκράτητα. Ἀνελογιζόμην ὁποία τις πρέπει νὰ ἦτο ἡ διστάλαινα κόρη πρό τινων ἴσως ἡμέρων ἀκόμη, καὶ ὁποία ἦτο σήμερον! Καὶ ἔκλαιον τὴν νεότητά της, τὴν ὡραιότητά της, τὴν ὀρφανίαν τῶν ἀτυχῶν αὐτῆς γονέων, καὶ ἔκλαιον διὰ τὴν ἄσπλαγχνον τῆς Φύσεως ἀπανθρωπίαν, ἥτις ᾠκοδόμησεν ἐπὶ θεμελίων ἀσθενεστάτων τόν, ὅσον θαυμασιώτατον, ἄλλο τόσον ἀκροσφαλέστατον μηχανισμὸν τῆς τῶν θνητῶν διανοίας.
Καὶ ὅσῳ μᾶλλον ἐσκεπτόμην, τόσῳ μᾶλλον ἀκατάσχετον, τόσῳ πικρότερον ἐξεχύνετο κατὰ τῆς μητρυιᾶς ταύτης τὸ βωβόν μου παράπονον. Τίποτε, ἐσκεπτόμην κατ’ ἐμαυτόν, τίποτε δὲν μᾶς ἔχει δώσει καλόν, ἀμέτοχον τῆς ἰδιότητος ἐκείνης, εἰς τὴν ὁποίαν μία μόνη στιγμὴ ὑπεραρκεῖ, ὅπως τὸ μεταβάλῃ εἰς δύο καὶ τρεῖς φορὰς κακόν! Ἀπὸ τῆς ἁπλῆς χάριτος καὶ δεξιότητος τῶν μελῶν τοῦ σώματος, μέχρι τῶν πολυπλοκωτάτων λειτουργιῶν τοῦ ἰσοθέου ἡμῶν πνεύματος, οὐδέν, οὐδὲν μᾶς ἔδωκε πλεονέκτημα, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ ἐπισκιάζηται ὑπό τινος παρακολουθοῦντος αὐτῷ μειονεκτήματος! Ἰδέτε τὸν σκώληκα τῆς γῆς. Τί ταπεινότερον, τί ἀτελέστερον πλάσμα ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ κανείς; Καὶ ὅμως τίς θὰ τὸ ἐπίστευεν; Ἡ Φύσις προσηνέχθη πρὸς τὸν σκώληκα φιλοστοργότερον ἢ πρὸς τὸν αὐτοκαλούμενον βασιλέα τῆς δημιουργίας!
Φαντασθῆτε τὸν ἄνθρωπον ἐστερημένον χειρῶν καὶ ποδῶν — ὁποῖος κίνδυνος διὰ τὴν ζωήν του! Τί ἐλεεινὸν καὶ ἄσχημον θέαμα διὰ τοὺς ὀφθαλμούς! Πόσον δύσκολος ἡ διατροφή του! Ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ Φύσις, ἀγρὸν ἠγόρασεν! Ἀλλὰ διχοτομήσατε τὸν σκώληκα, καὶ θὰ τὴν ἰδῆτε μετὰ πόσης δραστηριότητος καὶ φιλοστοργίας θὰ σπεύσῃ νὰ συμπληρώσῃ τὸ ἀποκοπέν, νὰ ἄρῃ τὴν μικρὰν ἀσχημίαν, νὰ κάμῃ ἐκ τῶν τεμαχίων τοῦ ἑνός, δύο σκώληκας! Ἰδέτε τὸ ὀρυκτὸν τῆς γῆς. Ἀψυχότερον πλάσμα ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ κανείς; Ἡ συμπάθεια μεθ’ ἧς τὰ ἄτομά του ἕλκονται πρὸς ἄλληλα, ἡ μαθηματικὴ ἀκρίβεια, μεθ’ ἧς ἡ ἀμυδροτάτη αὐτῶν διάνοια οἰκοδομεῖ τοὺς ἁπλοῦς, τοὺς ὁμοιομόρφους καὶ κανονικοὺς αὐτῶν συλλογισμούς, ἤγουν τὰ κρύσταλλά των, εἶναι τόσον στοιχειώδης, τόσον ἀφανής, ὥστε πρὸς ἐξήγησιν τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν, αἱ φυσικαὶ ἐπιστῆμαι ἠναγκάσθησαν νὰ τὰς χωρίσωσιν ἀπὸ τῶν κεκτημένων αὐτὰς ἀτόμων, νὰ τὰς χαρακτηρίσουν μὲ τὰ γενικὰ καὶ ἀκατάληπτα ὀνόματα τοῦ ἠλεκτρισμοῦ καὶ τοῦ μαγνητισμοῦ, τῆς ἕλξεως καὶ τῆς ὤσεως. Ἀλλὰ συγχύσατε τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς συλλογισμοὺς τῶν ὀρυκτῶν, δηλαδὴ βλάψατε τὰς γωνίας καὶ τὰς ἕδρας τῶν κρυστάλλων αὐτῶν, καὶ θέσατέ τα ἐν τῷ μέσῳ τῶν διατρεφουσῶν αὐτὰ συστατικῶν οὐσιῶν, καὶ θὰ ἰδῆτε μετὰ ποίου ζήλου ὑποστηρίζει ἡ Φύσις τὰς ἀΰλους ἐκείνας ἐσωτερικὰς λειτουργίας, ὅπως ἀνοικοδομήσωσι τὰ βλαβέντα μετὰ τῆς αὐτῆς μαθηματικῆς ἀκριβείας μεθ’ ἧς καὶ πρότερον. Ἀλλ’ ὅταν βλαβῇ τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, ὅταν θραυσθῇ ἐλατήριον, ἢ σταματήσῃ τροχός τις ἐν τῷ μηχανισμῷ ἐκείνῳ τοῦ νοός, ὃν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς τόσον χαρακτηριστικὰ ὠνόμασε ’ρολόγι, τότε ἡ Φύσις ἐξακολουθεῖ νὰ ἐξετάζῃ ποία ἀράχνη ἔχασε τὸν δέκατον αὐτῆς πόδα, διὰ νὰ τῆς τὸν ἀναπληρώσῃ. Ποία σαύρα ἐβαρύνθη τὸν ὑδροχαρῆ αὐτῆς βίον, διὰ νὰ τῇ κατασκευάσῃ, ἀντὶ τῶν βραγχίων, κατάλληλα ἀναπνευστικὰ ὄργανα, νέους συμπαγεῖς πνεύμονας, καὶ οὕτω καθ’ ἐξῇς. Ἀλλὰ τὴν περικαλλῆ ταύτην νεάνιδα, τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς δημιουργίας αὐτῆς; Τὴν ἀφίνει ἕρμαιον δυστυχήματός της, καὶ οὔτε σπεύδει κἂν νὰ τὴν λάβῃ ὀπίσω, νὰ τὴν ἑνώσῃ μὲ τ’ ἀρχικὰ στοιχεῖα, ἐξ ὧν τόσον ἀτελῶς τὴν ἔπλασεν, ἀλλὰ τὴν παρέχει θέαμα τόσῳ μᾶλλον οἰκτρὸν καὶ σπαραξικάρδιον εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, ὅσῳ διαυγεστέρα μᾶς εἶναι ἡ συνείδησις περὶ τῆς δῆθεν ὑπεροχῆς καὶ τελειότητος ἡμῶν!...
Τοιαῦτά τινα ἐσκεπτόμην περιπατῶν ἐν τῷ διαδρόμῳ τοῦ φρενοκομείου, μέχρις ὅτου ἐλθὼν ὁ καθηγητὴς μὲ ὡδήγησεν εἰς τὸ γραφεῖον του. Αἱ ὑποψίαι μου περὶ τῆς δυστυχοῦς δὲν ἦσαν φαντασιώδεις.
«Αἱ ἀσθένειαι αὗται», εἶπεν ὁ γέρων, μετὰ προφανοῦς λύπης, «δὲν ἀρκεῖ μόνον ὅτι εἶναι ἀνίατοι, ἀλλὰ καὶ δὲν χρησιμεύουσι δι’ ὅλου πρὸς φωτισμὸν τῆς ἐπιστήμης. Τὸ κακὸν δὲν ἔχει τὴν ῥίζαν του εἰς τὴν γνωστὴν ἡμῖν φύσιν τῶν νεύρων, ἀλλ’ εἰς τὸν ἄγνωστον παράγοντα Ψ, τουτέστι τὴν ψυχήν. Ἡμεῖς θεραπεύομεν νεῦρα μόνον. Αὐτὸ εἶναι καταστροφὴ αἰσθημάτων καὶ παραστάσεων. Ἂς ὄψεται ὁ αἴτιος!»
Καὶ ἀνακτησάμενος τὴν πνευματικὴν ἠρεμίαν τοῦ ἐπαγγέλματός του ὁ γέρων ἔλαβεν εἰς χεῖρας τὸ στηθοσκόπιον. Τοῦτο ἐσήμαινεν ὅτι ἔσυρε διὰ παντὸς τὸ παραπέτασμα πρὸ τῆς θλιβερᾶς ἐκείνης σκηνῆς. 
Ἡτοιμάσθην ν’ ἀναχωρήσω σήμερον, κύριε καθηγητά. Ποῦ μὲ συμβουλεύετε νὰ πάγω;» ἠρώτησα τὸν ἰατρόν, ὕστε­ρον ἀφοῦ κατέγραψεν εἰς τὸ σημειωματάριόν του τὸ εὐχάριστον συμπέρασμα τῆς στηθοσκοπήσεώς μου.
«Ποῦ ἀλλοῦ παρὰ ἐπὶ τοῦ Hartz! Δὲν μεταβάλλω γνώμην. ‘‘ Ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’», εἶπεν ὁ γέρων, καὶ τὸ εἶπεν, ὡς ἐὰν συνδιεσκέπτετο ἐν πνεύματι μετά τινος Ὁμηρικοῦ Ἀσκληπιάδου. Ἔπειτα στραφεὶς πρὸς ἐμέ: «Τὰ ὄρη τοῦ Χάρτς δὲν ἀπέ­χουν πολὺ ἀπ’ ἐδῶ, καὶ αὐτὸς εἶναι», εἶπε, «κυρίως ὁ λόγος τοῦ καλοῦ κλίματος καὶ τῶν ὡραίων περιχώρων, ἀλλὰ συγχρό­νως καὶ τῶν δριμυτάτων ἐνίοτε καὶ βλαβερῶν εἰς τοὺς ξένους χειμώνων μας. Διὰ τοῦτο λέγω ‘‘ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’».
«Ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦν σου, νεανία μου!» ἐπρόσθεσεν ἔπειτα, σείσας τὸν λιχανόν. «Μὲ τὸν νοῦν σου! Σ’ ἐπιτρέπω ν’ ἀναβῇς ὅσον ὑψηλὰ δύνασαι εἰς τὸν αἰγλήεντα Παρνασσόν, ὄχι ὅμως καὶ εἰς τὰς νεφελοσκεπεῖς κορυφὰς τοῦ ἡμετέρου Χάρτς. Ἐπ’ αὐτῶν ἰοστεφεῖς Μούσας καὶ ἀκτινοβόλον Ἀπόλλωνα δὲν θὰ εὕρῃς. Ἀλλὰ Στρίγγλας μόνον καὶ Καλλικαντζάρους καὶ ὅλα τὰ μεσαιωνικὰ δαιμόνια, τὰ ἐμπνεύσαντα εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν κλασσικόν, τὸν ὁμηρικώτατον ἡμῶν Goethe, τὸ ψυχρὸν καὶ σκοτεινὸν ἐκεῖνο μέρος τοῦ Faust, τὸ ὁποῖον κάλλιον νὰ μὴ τὸ ἔγραφεν!»
«Ὁπωσδήποτε», τῷ εἶπον, «κύριε Αὐλοσύμβουλε, μέχρι Κλάουσθαλ πρέπει ν’ ἀναβῶ. Τὸν τόπον δὲν τὸν γνωρίζω, καὶ τὰ γερμανικὰ βλέπετε πόσον δυσκόλως τὰ καταφέρνω. Παντοῦ ἀλλοῦ θὰ ᾐσθανόμην τρομερὰν ἀπομόνωσιν, θὰ ἔπασχον νοσταλγίαν. Ἐνῷ ἐν Κλάουσθαλ, καθὼς σᾶς εἶπον, ἔχω τὸν συμπατριώτην μου, τὸν συμμαθητήν μου».
«Νά, κι αὐτός, ’σὰν ὅλους τοὺς ἀρρώστους», ἀνέκραξεν ὁ κα­θηγητής, ἐγερθεὶς ἐκ τῆς θέσεώς του. «Τοῦ εἶπα ὅτι κἄτι εἶναι βλαβερὸν εἰς τὴν ὑγείαν του, ἔρχεται ὅμως πάλιν καὶ ζητεῖ τὴν ἄδειάν μου νὰ τὸ κάμῃ μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι, ἂν τὸ κάμῃ μὲ τὴν ἄδειάν μου, δὲν θὰ τὸν βλάψῃ! Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι τὸ ἐλάττωμα ὅλων τῶν φίλων μου Ἑλλήνων», ἐπρόσθεσεν εἶτα μειδιῶν, «ἀπὸ Ὀδυσσέως μέχρι τῆς λογιότητός σου. Δὲν εἰμπορεῖτε ν’ ἀποχωρισθῆτε ἀπ’ ἀλλήλων. Δὲν εἰμπορεῖτε νὰ λησμονήσητε ὅτι εἶσθε εἰς τὰ ξένα. Καὶ ὅταν ξενιτευθῆτε, ὅπου συναντήσετε ἕνα ὁμόγλωσσόν σας, ἂς εἶναι καὶ ἀπὸ τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ κό­σμου, ἐκεῖ εἶναι ὁ συμπατριώτης, εἶναι τρόπον τινὰ ἡ πατρίς σας. Καὶ κάμνετε λοιπόν, καθὼς λέτε, χωριό, καὶ ἁπλώνετε τὴν κάπα σας καὶ κάθεσθε καὶ τὰ λέτε, τὰ λέτε, τὰ λέτε ἀπὸ τὸ πρωῒ ὡς τὸ βράδυ. Καὶ ὅταν τέλος πάντων βραδυάσῃ, καὶ ἐπιστρέψετε εἰς τὰ σπίτια σας, τότε ἂν συμβῇ νὰ μὴν εἶσθε σύνοικοι, κάθεσθε καθένας εἰς τὸ ἄκρον τοῦ παραθύρου, ὡς ὁ ‘‘Ὀδούσσεους’’ εἰς τὴν ‘‘ἀκτέεν πολουφλοϊσμπόϊο ταλάσσεες ’χιεμένος κάϊ καπνὸν ἀποτρόοσκοντα νοεέζαϊ χεὲς γκάϊεες’’».
Ἔπειτα ἀναλαβὼν ἀξιοπρεπῆ σοβαρότητα:
«Ἐν τούτοις», εἶπε, «Χούϊες Ἀκαϊοὸν (υἷες Ἀχαιῶν!) ὅ,τι ἥρμοζε τόσον ποιητικῶς εἰς τὸν ποϊκιλομίτεεν καὶ πολούπλαγκτον Ὀδυσσέα, δὲν ἁρμόζει καὶ εἰς σέ. Λέγεις ὅτι δυσκολεύεσαι ἀκόμη μὲ τὴν γλῶσσαν. Ἰδοὺ εὐκαιρία νὰ γυμνασθῇς. Ποίησον τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν. Ζῆσε ὅσῳ περισσότερον σοὶ ἐπιτρέψει ἡ καλοκαιρία ἐν Ὀστερόδῃ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ χωρίῳ τοῦ Χάρτς, ἐξ ὅσων σοὶ ἐσύστησα προχθές, ἀλλὰ ζῆσε μὲ τοὺς Γερμανούς, ὡς Γερμανός, καὶ θὰ ἰδῇς πόσον θὰ σὲ ὠφελήσῃ καὶ ὑπὸ γλωσσικὴν ἔποψιν καὶ ὑπὸ ὑγιεινήν».
«Καὶ ἡ Κλάουσθαλ, κύριε καθηγητά, δὲν εἶναι ὑγιεινὴ πόλις;»
«Πάλιν ἡ Κλάουσθαλ!» ἀνέκραξεν ὁ ἀγαθὸς γέρων μετ’ ἀδημονίας. «Δὲν ἀμφιβάλλω πὼς εἶσαι ‘‘ ’χιέμενος καπνὸν ἀποτρόοσκοντα νοεέζαϊ’’! Χωρὶς ἄλλο ἐπιθυμεῖς νὰ ἰδῇς τὴν καπνίζουσαν ἑστίαν τοῦ συμπατριώτου σου. Πήγαινε καὶ θὰ μ’ ἐνθυμηθῇς. Δὲν χρειάζεσαι ἄλλον ὁδηγὸν νὰ τὸν εὕρῃς. Ὅπου εἶναι μία καπνοδόχος ἀδιαλείπτως καπνίζουσα, κροῦσε τὴν θύραν. Ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ συμπατριώτης σου. Ἐνθυ­μοῦμαι ἕνα Ἕλληνα συμφοιτητήν μας ἄλλοτε. Ὅσα ἐξωδεύαμεν ἐγὼ καὶ ὁ μακαρίτης ἀδελφός μου πρὸς θέρμασιν τοῦ στο­μάχου, καὶ δυστυχῶς καὶ τῆς κεφαλῆς, δὶς τόσα ἐξώδευεν ὁ Ἕλλην, ὅπως διατηρῇ τὴν θερμάστραν τοῦ δωματίου του ἀδια­λείπτως πεπυρακτωμένην». 
«Ἀλλὰ δὲν πιστεύω δά, κύριε Αὐλοσύμβουλε, ν’ ἀνάπτουν θερμάστρας τώρα ἐν Κλάουσθαλ. Ἔχομεν Αὔγουστον μῆνα!» 
«Χμ! Χμ!» εἶπε σκεπτικῶς ὁ γέρων, καὶ ὡς ἐὰν μ’ ἐβαρύνθη πλέον. «Δὲν γνωρίζω˙ ἴσως ναί, καὶ ἴσως ὄχι. Ἐν τούτοις αὐτὸ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει, ἀφοῦ δὲν πρόκειται νὰ πᾷς ἐκεῖ. Κοντὸς ψαλμὸς ἀλληλούϊα!»
Καθ’ ἣν στιγμὴν ἀπεχαιρετήθημεν, ὁ μὲν ἰατρὸς ἠρίθμησεν ἔτι ἅπαξ τὰ χωρία, ἐξ ὧν μ’ ἄφηνε νὰ ἐκλέξω ἓν πρὸς διαμονήν μου, ἐγὼ ὅμως μετέβην κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν σταθμὸν διὰ νὰ πληροφορηθῶ πότε ἀναχωρεῖ ἁμαξοστοιχία καὶ λάβω εἰσιτήριον διὰ Κλάουσθαλ.
Ὕστερον ἀπὸ τόσας συστάσεις τοῦ ἰατροῦ, θὰ εἰπῆτε;. Αἴ, ὕστερον ἀπὸ τόσας συστάσεις! Εἰς τὸν κόλπον μου ἔφερον τὴν πέμπτην ἐπιστολὴν τοῦ ἀγαπητοῦ Πασχάλη, ὅστις καὶ πά­λιν μ’ ἐξώρκιζε νὰ μὴ προτιμήσω ἄλλον τόπον πρὸς ἀλλαγὴν κλίματος καὶ μ’ ἔδιδε τὰς εὐνοϊκωτέρας πληροφορίας περὶ τοῦ καιροῦ. Ἀπό τινος ἐπεκράτει ἐν Κλάουσθαλ τόσον ὡραῖος καιρός, ὅσον πρὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν ἐνθυμοῦντο νὰ εἶδον οἱ κά­τοικοι. Ἐν τούτοις δὲν εἶπον τίποτε περὶ τούτου εἰς τὸν ἰατρόν, διότι ἐπεθύμουν νὰ τὸν ἐξαφνίσω γράφων αὐτῷ τὸ ἀνελπίστως εὐχάριστον νέον ἐξ αὐτοῦ τοῦ τόπου, δηλαδὴ τῆς Κλάουσθαλ.
Ὁ Πασχάλης ἦτο φίλτατος συμμαθητής μου. Συνεμαθητεύσαμεν καὶ συναπεφοιτήσαμεν ἐκ τοῦ Γυμνασίου τῆς Πλάκας πρὸ δύο μόλις ἐτῶν. Ἀνῆκε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν τάξιν τῶν γραμματοδιψῶν ἐκείνων νέων τῆς δούλης Ἑλλάδος, ὅσοι διὰ παν­τοίων μόχθων καὶ στερήσεων ἐξοικονομήσαντες γλίσχρον τι ποσὸν χρημάτων μεταβαίνουν, ἐν σχετικῶς ὡρίμῳ ἡλικία, εἰς τὴν ἀνὰ τὴν Ἀνατολὴν ἑστίαν τῶν φώτων, τὰς κλεινὰς Ἀθήνας, ὅπως ἐμφορηθῶσι τῶν ἱερῶν ναμάτων τοῦ πολιτι­σμοῦ καὶ τῆς παιδείας. Ἦτον ἑπομένως ὁ ἐπιμελέστερος, ὁ χρηστοηθέστερος μαθητὴς τῆς τάξεώς μας. Ἀπίστευτος ἡ λιτότης μεθ’ ἧς ὁ νέος οὗτος ἔζησεν ἐν Ἀθήναις. Κλεάνθειοι οἱ κόποι ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων διήνυσε τὰς γυμνασιακὰς σπουδάς του. Τὰς καθημερινὰς δὲν ἦτον ἐλεύθερος κυρίως παρὰ κατὰ τὰς ὥρας τῶν παραδόσεων˙ τὸν λοιπὸν χρόνον τῆς ἡμέρας κατετρύχετο προγυμνάζων δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀντὶ εὐτελεστάτης ἀμοιβῆς τοιούτους, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, μαθητάς, οὓς ἄλλοι προγυμνασταὶ παρήτησαν ἀπελπισθέντες διὰ τὴν ἀμέλειαν καὶ δυσμάθειάν των. Τὰ μαθήματα τοῦ γυμνασίου ὤφειλε νὰ τὰ μελετήσῃ καὶ τὰ μάθῃ πάντα ἐν καιρῷ νυκτός. Καὶ εἶναι θαῦμα, ὅτι ὄχι μόνον τὰ ἐμάνθανεν ἄριστα, ἀλλὰ καὶ καιρὸς τῷ ἐπερίσσευεν ἀκόμη νὰ μεταβαίνῃ εἰς τῆς πλύστρας του καὶ προπαρασκευάζῃ τὴν θυγατέρα της δι’ ἐξετάσεις διδασκαλίσσης. «Ὁ διδάσκων διδάσκεται», εἶναι ἓν ῥητὸν τὸ ὁποῖον πάντες οἱ τοιοῦτοι νέοι ἔχουσιν ἀνὰ στόμα. Καὶ ὁ Πασχάλης ἀπὸ τὴν πλύστραν του δὲν ὠφελεῖτο κυρίως εἰ μὴ κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ῥητοῦ τούτου καὶ κατὰ τὰς μικρὰς δαπάνας τῶν πλυστικῶν του. Μηδαμινὴ ὠφέλεια, τὴν ὁποίαν ὁ δυστυχὴς νέος ἐπλήρωσεν ἐπὶ τέλους πολὺ ἀκριβά. Διότι ἡ ἀχάριστος ἐκείνη μαθήτρια, ἀφοῦ ἐσαγήνευσε τὸν διδάσκαλον εἰς ἰσχυρὰ ἐρωτικὰ δίκτυα, τὸν ἀπέπεμψε μετ’ ἀπαραμίλλου ἀσυνειδησίας, δι’ οὐδένα ἄλλον λόγον, παρὰ διότι ἦτο σωφρονέστερος τοῦ ἀντιζήλου του! Ὁπωσδήποτε, τὸ ἐπεισόδιον τοῦτο δὲν τὸ ἐγνώριζεν ἄλλος ἀπὸ ἐμέ, ὅστις ἐγενόμην μάρτυς τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν δακρύων του. Οἱ λοιποὶ συμμαθηταί μας ἐθεώρουν τὸν Πασχάλην ὡς ἄνθρωπον, ὅστις οὔτε ἐμβῆκεν, οὔτε θὰ ἔμβη ποτὲ εἰς τῆς Ἀγάπης τὸ σχολεῖον. Μετὰ τὴν λῆξιν τῶν γυμνασιακῶν σπουδῶν του, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ δικαίως ἀποκτηθεῖσα τῶν διδασκάλων εὔνοια, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ γνωστὴ πρὸς ἀπόρους ἐπιμελεῖς νέους εὐεργετικότης ἑνὸς τῶν τὰ μάλιστα ἀνεπιδείκτως προστατευόν­των τὰ γράμματα Ὁμογενῶν ἐξησφάλισαν τὰς σπουδὰς αὐτοῦ ἐν Γερμανίᾳ. Ποτὲ δὲν θὰ λησμονήσω τὸν τρόπον καθ’ ὃν ἐπανηγυρίσαμεν τὴν χαροποιὰν τῆς ἀγγελίας ταύτης ἄφιξιν. Ὁ Πασχάλης ἐννοοῦσε καὶ καλὰ νὰ ἐξοδεύσῃ μόνος διὰ τὴν ἑορτήν, καὶ νὰ ἐξοδεύσῃ πρωτοφανῶς καὶ ἀξίως. Ἐπὶ πολλὴν ὥραν συνεζητήσαμεν τὸ πρόγραμμα τοῦ γλεντιοῦ˙ ἐπὶ τέλους ἀπεφασίσθῃ, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς αὐτοῦ, νὰ συνδυάσωμεν τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου. Μετ’ ὀλίγον ἐμέλλομεν ἀμφότεροι νὰ μεταβῶμεν εἰς Γερμανίαν: νὰ γίνωμεν Γερμανοί. Καὶ ποῖος εἰμπορεῖ νὰ γίνη σωστὸς Γερμανός, πρὶν ἢ ὑποβαπτισθῇ μὲ τὸν ζύθον; Ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἐγνωρίζομεν ἀκόμη τί ἐστι τὸ περιᾳδόμενον τοῦτο ποτόν, τὸ ἀπόβρασμα τῆς κριθῆς καὶ τῶν ἀχύρων, τὸ τεῖνον νὰ παραγκωνίσῃ ἐν μέσαις Ἀθήναις τὸν ζωηφόρον οἶνον, τὴν εὐφροσύνην τῶν θνητῶν καὶ τῶν Μακάρων!
«Ἂς χαρῶμεν λοιπὸν διδασκόμενοι τί ἐστι ζύθος. Ἂς συνδυάσωμεν τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου», εἶπεν ὁ Πασχάλης.
Μετὰ πολλὰς καὶ δειλὰς περισκοπήσεις, παρεισήλθομεν εἰς τὸ ζυθοπωλεῖον τοῦ Μπερνιουδάκη, καταπόρφυροι ἀπὸ τὴν ἐντροπήν μας. Μόλις εἴχομεν ἀποφοιτήσει τοῦ γυμνασίου καὶ εἰσηρχόμεθα κατὰ πρώτην τότε φορὰν εἰς καπηλεῖον. Ὅταν ἐστρυμώχθημεν εἰς τὴν ἀπωτέραν γωνίαν τῆς βαρβαρικῆς ἐκεί­νης κρύπτης, ὁ Πασχάλης, ἐξαγαγὼν ἐκ τοῦ θυλακίου του, ἐμέτρησεν ἓξ δεκάρας. Ἦσαν τὸ πᾶν ὅ,τι εἶχεν, ὅλη του ἡ περιουσία.
«Αὐτά», εἶπεν, «εἰς τὸν βωμὸν τῆς φιλίας! Ἀλλὰ πρόσταξε σὺ ποὺ τὰ καταφέρνεις καλλίτερα».
Μετ’ ὀλίγον, ὁ ὑπηρέτης παρέθηκεν ἐνώπιόν μας δύο ποτήρια ζύθου. Ἐπὶ πολλὴν ὥραν τὰ ἐθεώμεθα σιγηλοὶ καὶ λίαν συγκεκινημένοι. Τέλος ἐκάμαμεν τόκα καὶ τὰ ἐγγίσαμεν εἰς τὰ χεί­λη μας. Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Πασχάλη, εὐρυνθέντες ἔξαφνα, ἀντήλλαξαν, ὡς ἐξ ὀρμεμφύτου, μετὰ τῶν ἐμῶν, βλακῶδες, διαπορητικὸν βλέμμα. Παράδοξος μορφασμὸς ἀπροσδοκήτου ἀπογοητεύσεως συνωφρύωσε τὸ πρόσωπόν του, μορφασμὸς ὅστις ἐφαίνετο μᾶλλον ἀντανάκλασις πιστὴ τῶν συστολῶν καὶ διαστολῶν τοῦ ἐδικοῦ μου προσώπου. Τὸ χλιαρὸν καὶ κιτρινωπὸν ἐκεῖνο ποτὸν ἐνέπνευσεν εἰς τὰ γευστικὰ ἡμῶν νεῦρα ἰσχυρὰς ὑποψίας ὡς πρὸς τὴν καθ’ αὐτὸ καταγωγήν του. Ἀλλ’ ἡ συγκίνησίς μας ἦτο μεγάλη, καὶ κανεὶς ἐξ ἡμῶν δὲν ἐξέφρασε τί ἐσκέπτετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην˙ ἀλλὰ θέσαντες τὰ ποτήρια πρὸ ἡμῶν, ἐβλέπομεν αὐτὰ πολλὴν ὥραν μετὰ σιγηλῆς ἐπιφυ­λάξεως καὶ δυσπιστίας. Ὅτε αἴφνης ἐγερθεὶς ὁ Πασχάλης λίαν τεταραγμένος, ἥρπασε τὸν πίλον του, κ’ ἔδωκεν εἰς ἐμὲ τὸν ἐδικόν μου. Τὸν ἔλαβον, ἐγερθεὶς κ’ ἐγὼ μηχανικῶς. Ὁ Πασχάλης ἔθηκε τὰς δεκάρας ἀψοφητὶ ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῆς φιλίας, καὶ ἐχώρησεν ὡς βρεμένη γάτα πρὸς τὴν ἔξοδον, καταπόρφυρος καὶ κατῃσχυμένος. Ἐγὼ τὸν ἠκολούθησα χωρὶς νὰ ξεύρω ἀκό­μη διατί. Ὅταν ἐξήλθομεν εἰς τὴν ὁδόν, τότε πρῶτον ἔμαθον, ὅτι αἰτία ὅλης ἐκείνης τῆς ταραχῆς, καὶ τῆς οὕτω προώρου διακοπῆς τοῦ γλεντιοῦ μας, ἦτον ἡ εἰς τὸ ζυθοπωλεῖον εἴσοδος τοῦ κυρίου Ν.! Ὁ κύριος Ν. ἦτον ὁ ὑπὸ τῶν τάξεων αὐτοῦ ἀνεξαιρέτως χλευαζόμενος καὶ ἐκσυριττόμενος καθηγητής, πρὸ τοῦ ὁποίου καὶ τὸ ἔσχατον παιδάριον τοῦ γυμνασίου δὲν τὸ εἶχε διὰ τίποτε εἰς τὴν ἐποχήν μου νὰ καπνίσῃ τὸ τσιγαράκι του, ἐν αὐτῇ τῇ παραδόσει. Ὁ δὲ Πασχάλης ἦτο μεγάλος τότε, ἀναγνῶστά μου, μὲ μύστακας ἐναμιλλωμένους πρὸς τοὺς τοῦ κυρίου Ν.! Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ὁ Πασχάλης, ὡς πτωχὸς τουρκομερίτης, εἶχε διδαχθῆ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων νὰ σέβηται τοὺς διδασκάλους του. Καὶ μὴ τὸν ἐκλάβῃς διὰ τοῦτο περιωρισμένου νοὸς ἄνθρωπον, παρακαλῶ. Ἡ χρηστοήθεια δὲν εἶναι εὐήθεια. Ὁ δὲ Πασχάλης ἦτον ὁ ἐξυπνότερος, ὁ πρακτικώτερος ὅλων ἡμῶν. Διότι ἐνῷ ἡμεῖς οἱ ἄλλοι μετ’ ὀλίγον, ὡς φοιτηταί, ἠρχίσαμεν νὰ σπαταλῶμεν τὸν πολυτιμότατον τῆς ζωῆς ἡμῶν χρόνον ἀτακτοῦντες ἐν ταῖς πλατείαις καὶ ταῖς λεωφόροις τῶν Ἀθηνῶν, ἐκφωνοῦντες πολιτικοὺς λόγους, φωνασκοῦντες περὶ Φάλαγγος, καὶ διὰ τοῦτο ψυχρολουόμενοι διὰ πυροσβεστικῶν ἀντλιῶν, δερόμενοι ὑπὸ τραμπούκων, μισθωτῶν τοῦ τότε ὑπουργείου, καὶ ἐπὶ τέλους ῥεμβάζοντες ἐν ταῖς φυλακαῖς τοῦ Γκαρπολᾶ, ὁ γνωστικὸς Πασχάλης, ἐνῷ ἦτον ἐλεύθερος νὰ μείνῃ δύο ἔτη εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τῶν Ἀθηνῶν, ἐσπούδαζεν ἐν Γερμανίᾳ, καὶ ἐσπούδαζε τὴν ἐπωφελεστέραν τῇ Ἑλλάδι ἐπιστήμην, τὴν ὀρυκτολογίαν καὶ μεταλλευτικήν. Κατ’ ἀρχὰς εἶχεν ἐγγραφῆ εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τῆς Φράϊβουργ καὶ ἐκεῖθεν μοὶ ἔγραφεν ἐπαινῶν τὸ ἄλλως μικρὸν τοῦτο ἵδρυμα, ἐκθειάζων τὴν εὐκοσμίαν καὶ τῶν ἀτακτοτέρων φοιτητῶν εὐθὺς ὡς πατήσωσι τὸν πόδα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Πανεπιστημίου, θαυμάζων τὴν δραστηριότητα καὶ φιλεργίαν τῶν καθηγητῶν˙ πρὸ πάντων ὅμως πανηγυρίζων τὴν καλοκἀγαθίαν τῶν σοφῶν ἐκείνων διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτῶν συγχρωτίσεως καὶ συγκοινωνίας, εἴτε ὡς ἐπίτιμα μέλη τῶν σωματείων τῶν τελευταίων, εἴτε διὰ τῶν συνεχῶν ὑποδοχῶν καὶ φιλοξενήσεων αὐτῶν ἐν τοῖς κόλποις τῶν οἰκογενειῶν των, πραγματοποιοῦσι σιωπηλῶς τὸ μέγιστον μέρος τῆς ἐξηθικεύσεως τῆς φιλομάχου καὶ φιλοπότου ἐκείνης νεολαίας.
Ἀλλ’ ἔτι ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἐαρινοῦ μου ἐξαμήνου ἐν Γοττίγγῃ ἦλθε καὶ ὁ Πασχάλης ἐκεῖ πλησίον ἐπὶ τῶν ὀρέων τοῦ Χάρτς. Διότι εὐθὺς ὡς διεδόθη ὅτι ὁ σιδηροῦς Ἀρχικαγγελάριος τῆς Γερμανίας, ἐν τῇ συγκεντρωτικῇ μανίᾳ τῆς πολιτικῆς του, προτίθεται νὰ μετάθεσῃ εἰς Βερολίνον τὴν ἐν Κλάουσθαλ ἀκμαίαν Ἀκαδημίαν τῆς μεταλλευτικῆς, ἔσπευσε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν τελευταίαν, ὅπως, πρὸ τῆς καταστροφῆς, ὡς μοὶ ἔγραφεν, ἐπωφεληθῇ τοῦ διπλοῦ πλεονεκτήματος θεωρητικῶν καὶ πρακτικῶν σπουδῶν. Διότι περὶ τὴν Κλάουσθαλ ὑπάρχουν, ἐξηρτημένα ἐκ τῆς Ἀκαδημίας, πολλὰ καὶ διάφορα μεταλλεῖα καὶ μεταλλουργεῖα, ἐν οἷς οἱ φοιτηταὶ δικαιωματικῶς ἐργάζονται, ἐξασκούμενοι ὑπὸ τὴν ἄμεσον ἐπιτήρησιν καὶ ὁδηγίαν τῶν σπουδαιοτέρων ὀρυκτολόγων καὶ μεταλλουργῶν τοῦ Κράτους. Καὶ κυρίως εἰπεῖν, ἡ μικρὰ τῆς Κλάουσθαλ πόλις εἶναι καὶ γέννημα καὶ θρέμμα τῶν ἀνωτέρω καταστημάτων. Ὁ πληθυσμὸς αὐτῆς δὲν συνίσταται, εἰ μὴ ἐκ τοῦ προσωπικοῦ τῶν με­ταλλείων, τῶν μεταλλουργικῶν ἐργοστασίων καὶ τῆς Ἀκα­δημίας.
Πρὸς τὴν πόλιν ταύτην κατηυθυνόμην δύο περίπου ὥρας ἀπὸ τῆς μετὰ τοῦ ἰατροῦ μου συνδιαλέξεως, καὶ μετά τινων ὡ­ρῶν ταξείδιον διὰ σιδηροδρόμου ἔφθασα εἰς Ὀστερόδην. Ἐντεῦθεν ἡ πρὸς τὰ ἄνω πορεία γίνεται διὰ τῶν συνήθων τῆς Γερ­μανίας ταχυδρομικῶν ὀχημάτων, ὑπὸ τεσσάρων συρομένων ἵππων ἐπὶ τῆς ἀνηφορικῆς λεωφόρου. Ἡ Κλάουσθαλ κεῖται ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ Χάρτς, πολὺ ὑψηλά˙ καὶ ἡ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἑλικοειδὴς πρὸς αὐτὴν ἀνάβασις παρεῖχεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ὁδοιπόρου μαγικώτατα ἐναλλὰξ θεάματα τερπνότατων κοιλάδων, παχυσκίων δασῶν, χιονοσκεπῶν ἐν ἀπόπτῳ κορυ­φῶν ὀρέων, φωτεινῶν ὀροπεδίων, ἀγρίων φαράγγων καὶ ἠλιβάτων πετρῶν, μὲ τοὺς κελαρυσμοὺς τῶν χαμηλὰ κυλιομέ­νων ῥυακίων, τοὺς ῥόχθους τῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ παφλαζόντων καταρρακτῶν, καὶ ὅλην ἐκείνην τὴν ποικιλίαν τῶν χρωμάτων δι’ ὧν ἡ χεὶρ τοῦ φθινοπώρου, ἐφαπτομένη, ποικίλλει τὰ ἐνδύ­ματα τῆς Φύσεως, μικρὸν πρὶν ἢ τῆς ἀφαιρέσῃ τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο. Ἔπειτα ἡ εὐδία τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἦτο κἄτι τι σπάνιον ἐν Γερμανίᾳ! Ἐλαφροὶ ζέφυροι, βαλσαμωμένοι ὑπὸ τῆς εὐώ­δους τῶν πευκῶν ῥητίνης ἔπαιζον σείοντες τὰ κυανὰ τῶν θυ­ρίδων τῆς ἁμάξης παραπετασμάτια, ζωογονοῦντες τὰς μορφὰς τῶν ὁδοιπόρων, ἀναγεννῶντες τὸ αἷμα ἐντὸς τῶν καρδιῶν καὶ τῶν πνευμόνων μας. Ὁ ἡλιοκαὴς ταχυδρόμος μὲ τὰ λευκὰ τῆς τάξεώς του σήματα ἐπὶ τοῦ μελανοῦ σκυτίνου πίλου, μὲ τὴν ἀδιακόπως πλαταγοῦσαν μάστιγά του, ὁσάκις προεφαίνετο χωρίον τι ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἡμῶν, ἀπεκρέμα τὴν στιλπνὴν αὐτοῦ σάλπιγγα ἀπὸ τῆς μασχάλης, σαλπίζων ὀρεκτικώτατα μελῳδικάς τινας στροφὰς τοῦ δημώδους τῶν ταχυδρόμων σαλπίσματος, ὅπως ἀναγγείλῃ τὴν προσέγγισίν του. Τὰ περικυκλοῦντα ἡμᾶς ὄρη ἀντήχουν θαυμασίως τοὺς τελευταίους φθόγγους τῶν στροφῶν του. Ἀλλ’ ὁσάκις ἐπλησιάζομεν πλέον εἰς τὸ χωρίον, τότε τὴν ὑπνηλὴν τῆς ἠχοῦς μουσικὴν τὴν ἀπεστόμιζον ἐξαίφνης αἱ ἰσχυραὶ κραυγαὶ τῶν χηνῶν, αἵτινες ἔσπευδον νὰ μᾶς ὑποδεχθῶσι μὲ ἀνοικτὰς πτέρυγας καὶ προτεταμένους λαιμούς˙ οἱ γρυλισμοὶ τῶν χοίρων, οἵτινες ἐπροθυμοῦντο νὰ μᾶς παραχωρήσουν ἐλευθέραν διάβασιν, ὑποχωροῦντες κατὰ πυκνὰς φάλαγγας, μὲ ὑψηλὰ συνεστραμμένας οὐράς, δι’ ὧν μᾶς ἐχαιρέτων, ἐπὶ τὸ στρατιωτικώτερον˙ καὶ τέλος αἱ ζωηραὶ φωναὶ φαιδροτάτων παιδίων, τρεχόντων πρὸς συνάντησίν μας, τρεχόντων ὅπως κρεμασθῶσιν εἰς τὰ ὄπισθεν τῆς ἁμάξης. Ὡς καὶ οἱ ἵπποι ἦσαν ἐνθουσιασμένοι. Ὅσῳ ὑψηλότερον ἀνεβαίνομεν, τόσῳ μᾶλλον ἐλαφροί, μᾶλλον θυμοειδεῖς ἐγίνοντο. Ἡ ἅμαξα εἶχε δέκα θέσεις˙ ἀλλ’ ἐπιβάται δὲν ἤμεθα παρὰ τέσσαρες μόνον. Εἶχον λοιπὸν λόγους καὶ οἱ ἵπποι νὰ εἶναι εὐχαριστημένοι κατὰ τὸ ταξείδιον ἐκεῖνο.
Ἤδη πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τερπνὸν καὶ δασοστεφὲς ὀροπέδιον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ὁποίου κεῖται ἡ Κλάουσθαλ.
Καὶ μικρὸν πρὶν ἢ ἐξέλθωμεν τῶν καταπύκνων ἐκείνων δασῶν, βραδυπορούσης τῆς ἁμάξης διὰ τὸν ἀνήφορον, αἴφνης ὠχρά τις μορφὴ παρέκυψε διὰ τῆς ἀνοικτῆς θυρίδος, παρ’ ἣν ἐκαθήμην˙ θερμὴ καὶ τοῦτ’ αὐτὸ πυρέσσουσα χεὶρ ἔσφιγξε νευρικῶς τὴν ἐδικήν μου. Ἦτον ὁ Πασχάλης ἐλθὼν πρὸς προϋπάντησιν, συνεπείᾳ τοῦ ἐξ Ὀστερόδης τηλεγράφου μου. Ὁ Πασχάλης μὲ τὴν στολὴν τῶν μεταλλευτῶν, μὲ τὸ φοιτητικὸν αὐτοῦ κασκέττον, ὑπὲρ τὸ σκιάδιον τοῦ ὁποίου ἔστιλβον χιασταὶ δύο μικραὶ ἀργυραῖ σφῦραι: τὸ γενικὸν τῶν μεταλλευτῶν καὶ ὀρυκτολόγων σῆμα. Πρὶν ἔτι τὸν παρατήρησῃ ὁ ἡνίοχος καὶ σταματήσῃ τοὺς ἵππους, ἐγὼ εὑρέθην ἐκτὸς τῆς ἁμάξης, ἐντὸς τῆς ἀγκάλης τοῦ φιλτάτου.
Εἶχον παρέλθει ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη, ἀφ’ ὅτου δὲν εἴδομεν ἀλλή­λους. Καὶ ἦτο μὲν ὁ Πασχάλης ἀνέκαθεν ὑπόχλωμος καὶ ἀναι­μικός, ὡς νέος ὅστις ὅσον φειδωλῶς περιεποιεῖτο τὸ σῶμα, ἄλλο τόσον ἀφειδῶς κατεπόνει τὴν διάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχον ἰδεῖ τόσον ὠχρόν, τόσον καταβεβλημένον. Μάλι­στα ἐπὶ τῶν δροσερῶν ἐκείνων ὀρέων, ἐν μέσῳ ἀναπαύσεων, τώρα πλέον ἀσυγκρίτως ἀνθρωπινωτέρων ἀπὸ τὰς ἐν Ἀθήναις, καὶ ὕστερον ἀπὸ τόσους διθυράμβους ὑπὲρ τοῦ κλίματος ἐν ᾧ ἔζη, ἐπερίμενον νὰ τὸν εὕρω πλήρη ζωῆς καὶ δυνάμεως. Καὶ ὅμως αὐτοῦ ἐνώπιόν μου τὸν εἶχον, βωβὸν ἐκ συγκινήσεως καὶ τὸν ἔσφιγγον ἐπανειλημμένως εἰς τὴν ἀγκάλην μου, καὶ φρίσσων ᾐσθανόμην τὴν θέρμην τῶν ξηρῶν αὐτοῦ χειλέων, τὸν πυρετὸν τῶν ἐφιδρωμένων χειρῶν του, ἐγὼ ὅστις, μ’ ὅλην τὴν ἀσθένειαν καὶ τοὺς κόπους τοῦ ταξειδίου, ἐκινούμην ἐν τῷ μέσῳ τῆς ζωογόνου ἐκείνης ἀτμοσφαῖρας τόσον ἐλαφρός, τόσον δυναμωμένος!
«Ἀδελφέ μου, Πασχάλη, μὲ φαίνεσαι ὀλίγον ἀνήμπορος!», τῷ εἶπον, μετὰ τὰς μακρὰς καὶ ἐπανειλημμένας ἡμῶν περιπτύξεις.
«Ἂ μπά! Δὲν ἔχω τίποτε», εἶπεν ἐκεῖνος ἀδιαφόρως. «Ἔτσι εἶμαι πάντοτε».
«Παράδοξον! Ἐπερίμενα νὰ σὲ ἰδῶ παχὺν παχὺν καὶ κόκκινον μέσα εἰς τὸν καθαρὸν αὐτὸν ἀέρα».
«Ὤ!» εἶπε τότε ὁ Πασχάλης μετὰ μελαγχολικοῦ μειδιάματος, «περιμένεις πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν συνδυάζονται μὲ τὸ ἐπάγγελ­μά μας. Ὁ καθαρὸς ἀέρας εἶναι διὰ σέ, ὅστις ἔρχεσαι ἐπίτηδες νὰ τὸν ἀναπνεύσῃς, ὄχι δι’ ἡμᾶς ποὺ ζοῦμεν ὅλην τὴν ἡμέραν ὡς τυφλοπόντικοι, μέσα εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἢ ἀναπνέομεν τοὺς δηλητηριώδεις ἀτμοὺς τῶν μετάλλων ἐν τοῖς μεταλλουργείοις. Ἔπειτα εἶχον καὶ ὀλίγην ἀϋπνίαν ἐσχάτως. Ἤμην τόσον ἀνήσυχος. Σ’ ἐπερίμενα καθ’ ἑκάστην».
Ὁ ταχυδρόμος ἅμα ἐξελθὼν τοῦ δάσους ἤρχισε νὰ σαλπίζῃ τὰς γλυκυτέρας στροφὰς τοῦ ᾄσματός του, προφανῶς διότι ἀνήγ­γελλε τὴν ἄφιξίν του ὄχι τόσον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Κλάουσθαλ, ὅσον εἰς τὰ τέκνα καὶ τὴν σύζυγόν του. Ἡμεῖς ἠκολουθοῦμεν τὴν ἅμαξαν μακρόθεν, κρατούμενοι ἀπὸ τῶν χειρῶν.
«Ἄφες τον νὰ πάγῃ», εἶπεν ὁ Πασχάλης. «Δὲν χάνεις τίποτε. Θὰ σοῦ φέρῃ τὰ πράγματά σου εἰς τὸ σπίτι μου. Ἐδῶ εἴμεθα ὅλοι γνώριμοι˙ ἄλλως τε ἔχω παραγγείλει εἰς τὸ ταχυδρομεῖον.
Μετ’ ὀλίγον ἐξελίχθησαν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν, ὡς εὐ­ρεῖς καὶ παχύτατοι χλοεροὶ τάπητες, οἱ περὶ τὴν Κλάουσθαλ λειμῶνες. Ὑψηλαὶ μεμονωμέναι καπνοδόχοι, ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἐγειρόμεναι, προσείλκυσαν τὴν προσοχήν μου. Ἀναμφιβόλως ἀνῆκον εἰς τὰ μεταλλεῖα. Αἱ στέγαι τῆς πόλεως μόλις διεκρίνοντο ὡς ἀγροὶ κοκκινωπῆς γῆς νεωστὶ ὠργωμένης, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἀνοικτοῦ πρασίνου χρώματος τοῦ ὀροπεδίου. Ἀλλ’ αἱ οἰκίαι δὲν ἐφαίνοντο ἔτι, διότι κεῖνται χαμηλότερον τῶν λειμώ­νων, ἐν τῷ λεκανοπεδίῳ καὶ ἑκατέρωθεν τοῦ διατέμνοντος τὴν πόλιν ποταμίσκου. Ὁ βασιλεύων ἥλιος ἐνεδύετο θαυμαστὴν μεγαλοπρέπειαν, ἐπιχρυσῶν τὰς κορυφὰς τῶν ἀπέναντι ὑψω­μάτων˙ μακρυνὴ ἁρμονία κωδώνων, ὡς ἦχοι μουσικῆς ἐκπνεούσης, ἀφικνεῖτο μέχρις ἡμῶν ἀπὸ τῶν πέριξ κλιτύων, ἐφ’ ὧν διεκρίνοντο ἀμυδρῶς λευκαὶ ἀγέλαι βοσκημάτων, ἐπιστρε­φόντων οἴκαδε. Εἰς ἔτι μακροτέρας ἀποστάσεις αἱ δασοσκεπεῖς τῶν ὀρέων πλευραὶ ἐχρωματίζοντο ὁλονὲν μελανώτεραι˙ λευκὴ ὁμίχλη ἤρχιζε νὰ αἰωρῆται ἐπ’ αὐτῶν. Καὶ ὑπεράνω αὐτῶν ἡ ὑψηλοτάτη κορυφὴ τοῦ Χάρτς, ὁ Χιονόσκουφος κατὰ τὴν γλῶσσαν τοῦ τόπου, καθίστατο ἀπὸ λευκῆς ἐρυθρὰ κ’ ἐρυθροτέρα, ἁμιλλωμένη κατὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ χρωμα­τισμοῦ πρὸς τὴν γνωστὴν ἀνταύγειαν τῶν Ἄλπεων. Μετ’ ὀλίγον τὰ τιτυβίσματα τῶν πτηνῶν ἐσίγησαν˙ οἱ ἦχοι τῶν κωδώνων ἐξέπνευσαν˙ οἱ ζέφυροι ἐκοιμήθησαν˙ οὐδὲ φύλλον ἐκινεῖτο. Παράδοξον αἴσθημα θρῃσκευτικῆς κατανύξεως συ­νεῖχε τὴν καρδίαν μου πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς Φύσεως! Ἀπερίγραπτος συγκίνησις ἐδέσμευσε τὴν γλῶσσάν μου. Ὁ Πασχά­λης ἔσφιγγε διαρκῶς τὴν χεῖρά μου, καὶ μὲ ἠτένιζε μετ’ ἐσωτε­ρικῆς ἱκανοποιήσεως διὰ τὴν βαθεῖαν ἐντύπωσιν, ἢν ἐποίει ἐπὶ τῶν αἰσθήσεών μου ἡ σκηνογραφία. Ἐπὶ τέλους διέκοψε τὴν σιωπήν: 
«Ἐπὶ πάντων τῶν ὀρέων
ἡσυχία βασιλεύει.
Ἐπὶ τῶν κλαδίσκων πλέον
οὔτε φύλλον δὲν σαλεύει.
Τὰ πτηνὰ ταῖρι ταῖρι
κοιμῶνται σιγὰ κ’ εὐτυχῆ.
Ὤ, καρτέρει, καρτέρει,
καὶ σὺ θὰ κοιμᾶσ’ ἐν βραχεῖ!»
 
Οἱ μελαγχολικοὶ οὗτοι τοῦ μεγάλου τῆς Γερμανίας ποιητοῦ στίχοι, ἀπαγγελθέντες ὑπὸ τοῦ Πασχάλη οὕτως ἀπροσδοκήτως, ἑλληνιστί, μετὰ βαθέος πάθους καὶ ἀληθοῦς συναισθή­ματος τῆς σημασίας αὐτῶν, δὲν ἠξεύρω πῶς μ’ ἐπροξένησαν τὴν γλυκεῖαν ἀνατριχίασιν, καὶ ἔφεραν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου τὰ δάκρυα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν μοὶ συμβαίνουσι συνήθως, εἰ μὴ ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν ἀνεφίκτως ὑψηλῶν σκέψεων, ἀμετρήτως βαθέων αἰσθημάτων, ἀλλὰ καὶ τοῦτο πάλιν μόνον ὅταν ἡ ψυχή μου τύχῃ νὰ εἶναι καταλλήλως διατεθειμένη.
«Ἐκεῖ ἐπάνω τοὺς ἔγραψεν», εἶπεν ὁ Πασχάλης δεικνύων μοι τὴν χιονοσκεπῆ κορυφὴν τοῦ Βρούκ. «Βλέπεις τὸ μελανὸν ἐ­κεῖνο σημεῖον; Αὐτὸ εἶναι τὸ ξενοδοχεῖον ὅπου διενυκτέρευσεν. Ἐπὶ τῶν τοίχων αὐτοῦ σώζεται ἀκόμη ἡ ἡμερομηνία καὶ τὸ ἰδιόγραφον ὄνομά του. Πρέπει νὰ ἦτο τοιαύτη τις ἑσπέρα, ὅταν ἔγραψε τοὺς στίχους. Τόσον εὐδία, τόσον γαληνιαία».
«Καὶ ἔχετε λοιπὸν συχνὰ τόσον μαγικὰς ἑσπέρας ἐπὶ τοῦ Χάρτς;»
«Πολὺ συχνὰ ὄχι. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ καιρός των. Ἀπό τινος ζῶμεν ἐνταῦθα ὡς ἐν Παραδείσῳ. Διὰ τοῦτο ἐπέμενον νὰ ἐπι­σπεύσῃς τὴν ἔλευσίν σου».
«Καὶ δὲν ἐφοβεῖσο μήπως σοῦ φέρω τὴν κακοκαιρίαν;»
«Ὄχι τόσον, ὅσον μὴ δὲν προφθάσῃς τὴν καλοκαιρίαν. Δὲν ἔχεις ἰδέαν τί ἀλλοπρόσαλλος εἶναι ὁ γέρος ἐκεῖ ἐπάνω, μὲ τὸν αἰωνίως λευκὸν σκοῦφόν του. Τί δύστροπος! Δι’ αὐτὸ κύτταξε νὰ κοιμηθῇς ἀπόψε καλά, νὰ ξεκουρασθῇς ἀπὸ τὸ τα­ξείδι. Νομίζω φρόνιμον νὰ τὸν ἐπισκεφθῶμεν ἐν ὅσῳ εἶναι στὰ καλά του».
«Τί! Ἀμέσως αὔριον ἐννοεῖς;»
«Ναί, ναί! Πρέπει νὰ τὸν καλοπιάσωμεν˙ εἶναι ὁ μόνος τρό­πος νὰ τὸν κάμωμεν νὰ παρατείνῃ τὴν εὐμένειάν του. Δὲν νο­μίζεις;»
«Ἀμφιβάλλω!» εἶπον ἐγώ, ἀναφερόμενος ὄχι τόσον εἰς τὸν τρόπον περὶ οὗ ὡμίλει, ὅσον εἰς τὰς δυνάμεις ἡμῶν ἀμφοτέρων.
«Ὤ! Βέβαια, βέβαια!» ἐξηκολούθησεν ὁ Πασχάλης μετὰ πειρακτικοῦ μειδιάματος. «Ὅταν ἰδῇ ὅτι ὁ νέος προσκυνητής του δὲν ὁμοιάζει ἐμᾶς τοὺς βεβήλους καὶ βαναύσους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀναβαίνομεν μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ λερώσωμεν τὴν σκούφιάν του, ὅτι ἐντὸς τοῦ ὠχροῦ τούτου μετώπου ἐγκυμονεῖται μία ᾠδὴ πρὸς ἔπαινόν του, τότε βεβαίως θὰ μᾶς φερθῇ ὅπως πρέπει. Ὡς πρὸς τοῦτο ὁμοιάζει καὶ αὐτὸς ὅλους τοὺς μεγά­λους. Ἐν τούτοις κάμε σὺ πὼς τὸν θαυμάζεις ἀπὸ τώρα, πὼς δὲν ἠξεύρεις πόθεν ν’ ἀρχίσῃς τὸ ἐγκώμιόν του. Καὶ τότε σὲ ὑπόσχομαι ἐπὶ τοῦ Χάρτς πολλὴν τέρψιν καὶ διδασκαλίαν».
«Λοιπὸν πάντοτε ὁ ἴδιος;» ἀνέκραξα ἐγὼ γελῶν. «Πάντοτε τὸ τερπνὸν ἀχώριστον ἀπὸ τοῦ ὠφελίμου; Κ’ ἐλησμόνησας τὸ φιάσκο στὴν μπυραρία τοῦ Μπερνιουδάκη;» Ἐδῶ ἐγελάσαμεν καὶ οἱ δύο ἀπὸ καρδίας.
«Ἐν τούτοις», εἶπεν ὁ Πασχάλης μετ’ ὀλίγον σοβαρῶς, «τώρα τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Τώρα δὲν πρόκειται νὰ πιθηκίσωμεν ἁπλῶς τοὺς ξενισμούς, νὰ μάθωμεν πῶς διαδραματίζονται αἱ κωμικοτραγικαὶ σκηναὶ γερμανικῆς μέθης, ἀλλὰ νὰ γνωρίσωμεν τὰς τοποθεσίας, ἐν αἷς ὁ νηφαλιώτατος δραματικὸς τῆς χώ­ρας ταύτης ὑπέθεσε τὰς τόσον μαγικὰς καὶ φανταστικὰς σκηνὰς τοῦ Φάουστ».
«Ἀλήθεια λέγεις. Ἐλησμόνησα πὼς ἡ Παραμονὴ τοῦ Μαΐου διαδραματίζεται ἐπὶ τοῦ Χάρτς. Καὶ εἶναι λοιπὸν ἐδῶ κοντὰ τὸ μέρος;»«Νά! Ἐκεῖ ἐπάνω ὑψηλὰ εἶναι τὸ ὀροπέδιον, ἐφ’ οὗ ἐσκηνοθέτησε τὰ ὄργια καὶ τοὺς χοροὺς τῶν Μαγισσῶν, κατὰ τὴν πα­ραμονὴν τοῦ Μαΐου˙ καὶ ἔμπροσθεν, κάτω, χαίνει εἰς καταπληκτικὸν βάθος τὸ βάραθρον, τὸ ὁποῖον καὶ σήμερον ἀκόμη ὀνο­μάζεται Ὁ Λέβης τῶν Στριγγλῶν. Πολὺ κοντὰ δὲν εἶναι, ἀλλὰ πάντοτε κοντύτερα δι’ ἡμᾶς παρὰ διὰ τοὺς Ἀμερι­κανούς, οἱ ὁποῖοι διαπλέουν τὸν ὠκεανὸν πρὸς ἐπίσκεψίν του».
Οὕτω κατηρχόμεθα εἰς τὴν πρὸ ἡμῶν ἀποκαλυφθεῖσαν τώρα πολίχνην, ἐγὼ μὲν ἀπερροφημένος ὑπὸ τοῦ περὶ ἐμὲ μεγαλείου, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους πότε πρὸς τὸ ἓν πότε πρὸς τὸ ἄλλο σκηνογραφικὸν θαῦμα, ὁ δὲ Πασχάλης χαιρετῶν τοὺς διαβάτας καὶ ἀντ’ ἐμοῦ, ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὸ κηδεμονικὸν αὐτοῦ βλέμμα ἐπ’ ἐμοῦ, πρόθυμος νὰ μοὶ ὀνομάσῃ τὰς τοποθεσίας, ν’ ἀριθμήσῃ τὰς εἰδικὰς μιᾶς ἑκάστης καλλονάς, ὡς ἐὰν μὴ ὑπῆρχεν ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐκείνων σπιθαμὴ γῆς, ἐφ’ ἧς νὰ μὴ ἐπάτησεν ὁ ποῦς του. Καὶ ὑπεδύετο τὸ ἔργον τοῦτο τοῦ ξενα­γοῦ τόσῳ μᾶλλον ἀσμένως, καθ’ ὅσον, ἀνέκαθεν εἰς τακτικὴν ἀλληλογραφίαν διατελοῦντες, δὲν εἴχομεν κατὰ τὴν συνάντησίν μας ταύτην, πολλά τινα ἰδιαίτερα νὰ διακοινώσωμεν πρὸς ἀλλήλους.
Αἱ οἰκίαι τῆς Κλάουσθαλ, ἐκτὸς τῶν ἐπιστημονικῶν ἱδρυμά­των, οὔτ’ ἐπὶ μεγέθει, οὔτ’ ἐπὶ καλλονῇ διακρίνονται. Αἱ ὁδοί, δι’ ὧν διερχόμεθα, ἦσαν ἀνάλογοι πρὸς τὰ ἐπ’ αὐτῶν οἰκοδομήματα. Ἀνήφοροι καὶ κατήφοροι εἶναι πράγματα συχνὰ καὶ ἀναπόφευκτα διὰ τὴν ὀρεινὴν πολίχνην. Ἐν τούτοις πάντα ταῦτα ἦσαν ἀξιολόγως λιθοστρωμένα. Διότι μ’ ὅλην τὴν ἀπροσεξίαν ἡμῶν, καὶ τὴν ἀμυδρότητα τῶν διὰ πετρελαίου παροδίων φανῶν, σπανίως προσεκρούομεν ἐπὶ ἐξοχῶν καὶ οὐδέποτ’ ἐπέσαμεν εἰς βόθρον τινά. Παράξενος μοὶ ἐφάνη καὶ πρωτοφανὴς ἡ προσαγόρευσις τῶν παριόντων. Διότι ἐν Κλάουσθαλ οὐδένα θὰ συναντήσητε καθ’ ὁδὸν χωρὶς νὰ σᾶς προσαγορεύσῃ ‘‘Glück auf!’’ καὶ ὅταν ἀκόμη τῷ εἶσθε ὅλως δι’ ὅλου ἄγνωστος. Κατ’ ἀρχὰς ἐνόμισα ὅτι προέφερον τὸ Καλημέρα τῶν Γερ­μανῶν τόσον ἰδιωματικῶς, ὥστε νὰ παραλλάσσῃ μέχρι παρεξηγήσεως. Ὅταν ὅμως ἐπείσθην ὅτι δὲν προσεφώνουν παρὰ Ἔσο τυχηρός, ἠρώτησα τὴν αἰτίαν.
«Αἴ, αὐτό, βλέπεις, ἐπακολουθεῖ εἰς τὸ ἐπάγγελμά μας», εἶπεν ὁ Πασχάλης μελαγχολικῶς. «Καλημέρα καὶ καληνύκτα εἰς τὸν μεταλλορύκτην λεγόμενον, θὰ ἦτο σκληρὰ εἰρωνεία. Ἡμέρα δὲν ὑπάρχει διὰ τοὺς διανύοντας αὐτὴν ἐντὸς τῆς ἐρεβώδους νυκτὸς τῶν καταχθονίων, οὔτε νὺξ διὰ τοὺς διάγοντας αὐτὴν ἐν ἐργασίᾳ ὑπὸ τὴν λάμψιν τῶν φανῶν καὶ τῶν λαμπάδων. Διὰ τοῦτο μὴ τοὺς εὐχηθῇς ποτὲ τοιοῦτόν τι ἂν θέλῃς νὰ μὴ τοὺς ἐνθυμίσης τὴν δυστυχίαν των. Εὔχου εἰς πᾶσαν περίστασιν καὶ εἰς ὅντιν’ ἀπαντᾷς νὰ εἶναι τυχηρός. Ὅλοι ἐδῶ ἔχομεν ἀνάγκην τῆς εὐχῆς ταύτης».
«Ἀλλὰ τί σημαίνει λοιπόν, κύριε;» ἠρώτησα ἐγώ, γελῶν ἐπὶ τῇ σπουδαιότητι, μεθ’ ἧς ὁ Πασχάλης ἤρξατο νὰ περιβάλλῃ τὸ ζήτημα.
«Ὤ!» εἶπεν ἐκεῖνος, ἔτι μελαγχολικώτερον. «Ἡ εὐχὴ αὕτη δὲν σημαίνει, ὡς νομίζουσι πολλοί: Ἔσο τυχηρὸς ν’ ἀνασκάψῃς κανένα ἀδάμαντα! Ἔσο τυχηρὸς ν’ ἀνακάλυψης καμμίαν φλέβαν χρυσοῦ! Ἀλλὰ σημαίνει διὰ τὸν πτωχὸν μεταλλευτήν: Ἔσο τυχηρὸς νὰ μὴ πέσῃ κανεὶς ὑπόγειος θόλος καὶ σὲ πλάκωσῃ! Ἔσο τυχηρὸς νὰ μὴ ἀναφθοῦν τὰ ἀέρια τῶν μεταλλείων καὶ σὲ καύσουν! Καὶ οὕτω καθεξῆς».
Τοιουτοτρόπως ἐφθάσαμεν μέχρι τῆς οἰκίας του, καὶ ‘‘Glück auf!’’ ἐχαιρετήσαμεν τὴν πρὸ τῆς θύρας προσδοκῶσαν οἰκοδέσποιναν. Τουτέστιν: Ἔσο τυχηρά, μήπως μετὰ μίαν στιγμήν σοι ἀναγγείλουν ὅτι εἶσαι χήρα, ὅτι ἠτεκνώθης! Ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ ὁ Πασχάλης εἶχε φροντίσει νὰ μοὶ παραχωρηθῇ κατάλυ­μα, ὄνομα καὶ πρᾶγμα ἀναπαυτικώτατον. Πρὸ πολλοῦ δὲν εἶχον κοιμηθῆ τόσον ἀναπαυτικά, τόσον χορταστικά, ὅσον κατὰ τὴν πρώτην ἐκείνην νύκτα ἐν Κλάουσθαλ. Ἴσως συνει­σέφερε καὶ ἡ κόπωσίς μου πρὸς τοῦτο. Διότι μόλις ἐδειπνήσαμεν καὶ τὸ ἐπῆρα δίπλα. Τόσον ἤμην κουρασμένος ἀπὸ τὸ ταξείδιον.
Ἀλλὰ παραδόξως πως ἐχορτάσθην ὕπνον πολὺ πρὶν φέξη κυρίως ἡ ἡμερα! Καὶ ἤκουον μὲ τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ πρὸ πολλοῦ ἤδη ἐγερθέντας καὶ κινουμένους, ἀλλ’ ἀφοῦ ἦτον ἀκόμη τόσον σκοτεινά, ἐπροτίμησα νὰ μὴ σηκωθῶ. Ἐπὶ τέλους ἔκρουσε τὴν θύραν μου σφοδρῶς καὶ εἰσῆλθεν ὁ Πασχάλης καταβεβρεγμένος ἄνωθεν ἕως κάτω.
«Βρὲ ἀδελφέ!» ἀνέκραξεν ἐκπεπληγμένος, «Κοιμᾶσαι ἀκόμη; Εἶναι μεσημέρι!»
Ἀληθῶς εἶχον κοιμηθῆ βαθέως ὄχι μόνον καθ’ ὅλην τὴν νύ­κτα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἥμισυ τῆς ἡμέρας! Καὶ δὲν δυσηρεστήθην μὲν τόσον ἐπὶ τούτῳ, ἐξεπλάγην ὅμως δυσαρέστως, ὅταν ἀποσύρας τὰ παραπετάσματα τῶν παραθύρων, εὗρον ὅτι τὸ δωμάτιόν μου δὲν ἐφωτίζετο περισσότερον ἀφ’ ὅσον μέχρι τοῦδε. Ἡ βροχὴ ἔπιπτεν ὡς ἀπὸ μυρίων κρουνῶν˙ πυκνὴ ὁμίχλη ἐκάλυπτε τὰ πάντα˙ ὁ οὐρανὸς ἦτο μαῦρος, πίσσα! Εὑρισκό­μεθα ἐν αὐταῖς ταῖς νεφέλαις!
«Καὶ τώρα;» εἶπον πρὸς τὸν Πασχάλην, ἐκπεπληγμένος ἐκ τῆς ἀπροσδόκητου μεταβολῆς.«Τώρα, Ὁ Θεὸς ἐλεήσαι ἡμᾶς καὶ οἰκτειρήσαι ἡμᾶς!» ἀπήντησεν ἐκεῖνος κρεμάσας τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν, ὡς ἄνθρωπος ἀπηλπισμένος. «Τί κρῖμα νὰ μὴν ἔλθῃς ἐνωρίτερον! Ὅταν ἐβγῆκα ἐγὼ σήμερα πρωῒ νὰ πάγω εἰς τὸ μεταλλεῖον, δὲν ἐφαίνετο ἀκόμη τίποτε ὕποπτον. Καὶ διὲς τί κατάστασις πραγμάτων εἰς ὀλίγων ὡρῶν διάστημα!»«Λοιπὸν δὲν θ’ ἀναβῶμεν σήμερον εἰς τὸν Χιονόσκουφον;».
«Σήμερον;» ἀνέκραξεν ὁ Πασχάλης οἰκτείρων τὴν ἀφέλειαν τῆς ἐρωτήσεως. «Δὲν ἐρωτᾷς ἂν θὰ μπορέσῃς νὰ βγάλῃς τὴν μύτη σου ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα ἐδῶ καὶ καναδυὸ ἑβδομάδας, μόνον συλλογιέσαι Χιονόσκουφον! Διατί νὰ μὴ ἔλθῃς ἐνωρίτερον!»
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐνόμισα ὅτι ὁ καλὸς φίλος μ’ ἐφοβέριζε, μᾶλλον ἀστεϊζόμενος, διότι δὲν ἦλθον ἐνωρίτερον, ὡς ἐπεθύμει. Τὸν ἔστειλα λοιπὸν νὰ ἐνδυθῇ στεγνότερα φορέματα, χω­ρὶς νὰ δώσω σημασίαν εἰς τὰς προρρήσεις του. Ἐν τούτοις τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἐβγάλαμεν τὴν μύτην μας οὔτε ἀπὸ τὸ παράθυρον. Τὴν ἐπιοῦσαν ἡ βροχὴ ἔπαυσεν, ἀλλὰ πυκνοτάτη λευκὴ ὁμίχλη ὑπερεπλήρου τὴν ἀτμοσφαῖραν, ἀποκρύπτουσα ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν ὡς καὶ τὰς ἀπέναντι στέγας. Ἤνοιξα ἐπί τινας στιγμὰς τὸ παράθυρον, ἀλλ’ ἠναγκάσθην νὰ τὸ κλείσω πάλιν. Ἡ ὁμίχλη, εἰσδύσασα εἰς τὸ δωμάτιον, ἀπερροφήθη τόσον ταχέως ὑπὸ παντὸς ἐν αὐτῷ μαλλίνου ὑφάσματος καὶ ὑπὸ τῶν ἐνδυμάτων ἡμῶν, ὡς ἐὰν τ’ ἀντικείμενα ταῦτα εἶχον κατασκευασθῆ ὑπὸ τοῦ θαυματουρ­γοῦ ἐκείνου πόκου τοῦ προφήτου Ἀαρών! Τὴν ὁμίχλην διεδέχθη βροχὴ μετὰ σφοδροτάτου ἀνέμου, καὶ τὴν βροχὴν ὁμίχλη, καὶ τὴν ὁμίχλην βροχή! Καὶ τοιουτοτρόπως ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρας ἡ προφητεία τοῦ Πασχάλη ἐθριάμβευεν. Ὁ και­ρὸς ἐψυχράνθη καθ’ ὑπερβολήν, κ’ ἐγὼ ἤρχισα νὰ βήχω σφοδρότερον παρά ποτε. Οὕτως, ὥστε ἐπί τινα καιρὸν δὲν ἐτόλμων νὰ προβάλω τὴν μύτην μου οὔτε διὰ τῶν παραπε­τασμάτων τῆς κλίνης.
Ἐν τούτοις ὁ Πασχάλης ἐξηκολούθει νὰ ἐξέρχεται τακτικὰ ἀνὰ πᾶσαν προμεσημβρίαν. Διότι, ἂν καὶ εἶχε διακοπὰς ὡς πρὸς τὰ μαθήματα, ὅμως διὰ τὴν πρακτικήν του ἐξάσκησιν ἐδαπάνα τὸ πρῶτον ἥμισυ τῆς ἡμέρας, πότε μὲν ἐν τοῖς πλυντηρίοις καὶ χωνευτηρίοις τῶν μεταλλουργείων, πότε ὅμως ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐγκάτοις τῆς γῆς, ἐμπεπιστευμένος τὴν ἐπίβλεψιν τῶν ἐργασιῶν, ἢ σκάπτων καὶ αὐτὸς ὡς ἁπλοῦς ἐργάτης. Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ ὁποίαν φανταστικὴν ἐντύπωσιν μοὶ ἐνεποίει, ὁσάκις τὸν ἔβλεπον ἐπιστρέφοντα ἐκ τῶν μεταλλείων, μὲ τὸν ὠμοσκεπῆ αὐτοῦ σκοῦφον ἐπὶ κεφαλῆς, τὸν εἰδικὸν φανὸν τοῦ μεταλλευτοῦ κάτωθι τοῦ στήθους, μὲ τὴν σκυτίνην ποδιὰν περὶ τοὺς γλουτούς, καὶ τὴν ἀστράπτουσαν αὐτοῦ σφῦραν ἐπὶ τοῦ ὤμου, μοὶ ἐφαίνετο ὡς ἓν τῶν ἀγαθοποιῶν ἐκείνων πλασμάτων τῆς γερμανικῆς μυθολογίας, εἰς τὰς χεῖρας τῶν ὁποίων ὑποτίθεται ἐμπεπιστευμένη ἡ παρα­γωγὴ καὶ ἡ ἐπιτήρησις τῶν θησαυρῶν τῆς γῆς. Αἱ δασεῖαι ὀφρύες, τὸ μακρὸν καὶ πυκνὸν καὶ μελάντατον αὐτοῦ γένειον, ἡ ὠχρότατη ὄψις, οἱ ἐκ τοῦ βάθους τῶν κοιλωμάτων αὐτῶν ζωηρῶς σπινθηροβολοῦντες ὀφθαλμοί, καί τις ὑπεράνθρωπος νευρικὴ δύναμις ἐμφωλεύουσα ὑπὸ τὴν διαφανῆ ἐπιδερμίδα τῶν ἰσχνῶν καὶ μακρῶν αὐτοῦ δακτύλων, μοὶ ἐπερρώννυον συνεχῶς τὴν ἐντύπωσιν ἐκείνην μέχρι πραγματικῆς αὐταπάτης. Μόνον τὸ εὐτράπελον καὶ φιλοπαῖγμον καὶ πειρακτικὸν τῶν σκωπτικῶν τῆς μεταλλευτικῆς δαιμονίων ἐφαίνετο ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ ἐκλεῖπον ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ Πασχάλη. Ὅσον ἡ κακοκαιρία παρετείνετο, τόσον μελαγχολικώτερος, τόσον σιωπηλότερος καθίστατο ἐκεῖνος.
Ἐπὶ τέλους τὸ κακὸν ἔξω ἐδεινώθη τόσον, ὥστε ἀκριβῶς τὴν δεκάτην πέμπτην Αὐγούστου, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν λοι­πῶν Κλαουσθαλίων, ἐθέσαμεν τὰς θερμάστρας εἰς ἐνέργειαν. Πληκτικωτέρας ἡμέρας δὲν ἐπέζησα ἀκόμη! Ἡ βροχὴ ἐμάστιζεν ἀκαταπαύστως τὰ παράθυρα˙ ὁ ἄνεμος ἐσύριζε λυσσωδῶς ἀπειλῶν ν’ ἀνατίναξῃ τὴν στέγην τῆς οἰκίας˙ καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπέπιπτε τόσον ἐξαφνικά, τόσον λάβρος κατὰ τῆς καπνοδόχου, ὥστε ὁ καπνὸς ἐπέστρεφεν ὅλος διὰ τῆς θερμάστρας, πληρῶν τὸ δωμάτιον καὶ τοὺς ὀφθαλμούς μου. Καὶ ἐνθυμούμην ἐγὼ τότε μετὰ δακρύων τὸ ‘‘ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι’’, τοῦ ὁμηρομαθοῦς ἰατροῦ μου, καὶ μετενόουν πικρῶς, διότι τὸν παρήκουσα. Ἔπειτα ἤρχοντο αἱ νύκτες. Ἀγριώτερον πρᾶγμα δὲν εἰμπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανείς. Ἡ οἰκία μας ἦτον ᾠκοδομημένη ἐπὶ τῆς κατωφερείας ὑψώματός τινος, ἐφ’ οὗ ἠγείροντο ὑψηλαί τινες δρύες ἐν συμπλέγματι καὶ δύο τρεῖς γηραιαὶ πεῦκαι παρ’ αὐτάς. Ἡ ἀνεμοζάλη εἶχεν ἄλλοτε καταρρίψει, θραύσασα τὴν μίαν ἐκ τῶν δρυῶν, τὸ τεθραυσμένον μέρος — περίπου δύο τρίτα τοῦ δένδρου — συνεχόμενον ἔτι μὲ τὸν ἀρχικὸν κορμόν, καὶ ἀποτελοῦν μετ’ αὐτὸν ὀξεῖαν γωνίαν ἐξέτεινε τοὺς ἀκραίμονάς του μέχρι τῆς οἰκίας ἡμῶν, ψαῦον διὰ τῶν ξηρῶν αὐτοῦ φύλλων τὴν στέγην, ἀκριβῶς ὑπεράνω τῆς κλίνης μου. Ὅταν αἱ καταιγίδες ἐμυκῶντο, συρίζουσαι διὰ τῶν βελονοειδῶν φύλλων τῶν πευκῶν, βοῶσαι διὰ τῆς πυ­κνῆς τῶν δρυῶν κομμώσεως, θροοῦσαι διὰ τῶν ξηρῶν κλάδων τοῦ καταπεσόντος δένδρου, ἠκούοντο ἐπ’ αὐτῆς τῆς στέγης μου, ὡς φρενήρεις σατανικαὶ συναυλίαι, τόσον ἀγρίαι, τόσον φρικαλέως φανταστικαί, ὥστε, εἶμαι βέβαιος, οὐδ’ ὁ πλέον ἠλίθιος ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὰς ἀκούσῃ, χωρὶς νὰ χάσῃ τὸν ὕπνον του. Καὶ ὅταν χάσῃ τις τὸν ὕπνον του, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ὁπόσαι ἀλλοπρόσαλλοι ἰδέαι δὲν ἔρχονται νὰ ἐπαυξήσουν τὴν ταραχὴν τῆς ψυχῆς του! Ἐγὼ δὲν ἠδυνάμην νὰ λησμονήσω τὰς Στρίγγλας καὶ τοὺς Καλλικαντζάρους καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια, δι’ ὧν ὁ ἐν Γοττίγγῃ καθηγητὴς μ’ ἐφοβέριζεν, ἐὰν ἤθελον ἀναβῇ πολὺ ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ Χάρτς. Καὶ ὅμως ἐκεῖ πλησίον μου εἶχον τώρα τὸ ὀροπέδιον, ἐφ’ οὗ τὰ τερατώδη καὶ βλοσυρὰ ἐκεῖνα ἐκβράσματα τοῦ Ἅδου ἐτέλουν τὰ φρικαλέα τῶν ὄργια˙ ἐκεῖ πλησίον μου εἶχον τὸν Λέβητα, περὶ ὃν αἱ εἰδεχθεῖς καὶ ἡμίγυμνοι Στρίγγλαι ἐχόρευον, μὲ τὴν πιναρὰν κόμην ἐσκορπισμένην εἰς τοὺς ἀέρας, ῥίπτουσαι εἰς αὐτὸν πότε μίαν καρδίαν νεάνιδος ἀτιμασθείσης, πότε τ’ ἀσπαίροντα μέλῃ ἀρτιγεννήτου βρέφους!
Ἔπειτα οἱ τριγμοὶ τῶν ξηρῶν φύλλων ὑπεράνω τῆς κεφα­λῆς μου ἠκούοντο ὡς ὄνυχες νεκρικῶν φασμάτων προσπαθούντων νὰ παραμερίσωσι τὰς κεράμους τῆς στέγης, ὅπως εἰσβάλωσιν εἰς τὸν σκοτεινὸν κοιτῶνά μου καὶ μ’ ἐγγίσωσι μὲ τὰ ψυχρά, τὰ βρεμένα τῶν σάβανα.
Καὶ ἐταράσσετο λοιπὸν ἡ καρδία μου, καὶ ἔτεινον τὴν ἀκοήν, χωρὶς νὰ τὸ θέλω, καὶ προσεῖχον εἰς τοὺς δούπους καὶ θορύβους τῆς βροχῆς, τοὺς συριγμοὺς καὶ μυκηθμοὺς τῶν καταιγίδων, καὶ συνεχῶς ἐνόμιζον ὅτι διὰ τῆς φοβερᾶς ἐκεί­νης βοῆς τῶν πρὸς τὰ δένδρα παλαιόντων ἀνέμων, διέκρινον ἀναμὶξ στοναχὰς πνιγομένων ἀνθρώπων, ὀλολυγμοὺς βιαζομένων γυναικῶν, κλαυθμηρισμοὺς ἐκτεθειμένων παιδίων, καὶ ὑπεράνω πάντων τούτων τοὺς σαρκαστικοὺς γέλωτας, τοὺς ὀξεῖς ἀλαλαγμούς, τὰς στρηνιώδεις ὠρυγὰς ὅλων ἐκείνων τῶν ἐνσαρκωμένων παθῶν, ὅσα ἦσαν οἱ χαιρέκακοι αἴτιοι τῶν ἐν τῷ σκότει τελουμένων!... Τὸ διηγοῦμαι μετὰ παρέλευσιν τό­σων ἐτῶν, καὶ ὅμως — παράδοξον πρᾶγμα! — νομίζω ὅτι βλέπω τὰς σκηνάς, ἀκούω τὰς φωνὰς ἐκ νέου, καὶ κρυερὰ φρικίασις διατρέχει τὰ νεῦρά μου ἀπὸ ἄκρου ἕως ἄκρου!...
Ὁ Πασχάλης, κατ’ ἀρχάς, κατέβαλλε πᾶσαν προσπάθειαν, ὅπως καταστήσῃ τοὐλάχιστον τὰς ἑσπέρας ἡμῶν εὐχαρίστους. Ἐν τῷ σπουδαστηρίῳ αὐτοῦ εἶχεν, ἐπιμελῶς κατατεταγμένην, μικρὰν ἀλλ’ ἐκλεκτὴν συλλογὴν ὀρυκτῶν καὶ μετάλ­λων. Κατεγίνετο λοιπὸν ὥρας ὁλοκλήρους ἐξηγῶν μοι προθύμως τὰς αἰτίας τῶν λαμπροτάτων αὐτῶν χρωμάτων, τὰς ἀφορμὰς τῶν παραδόξων σχημάτων, τοὺς μαγνητικοὺς ἢ ἠλεκτρικοὺς λόγους τῆς διαθέσεως τῶν κρυστάλλων ἑνὸς ἑκάστου, τὴν χημικὴν σύνθεσιν, τὴν φυσικὴν τάξιν καὶ πάσας τὰς λοιπὰς αὐτῶν ἰδιότητας, μετ’ ἀπαραμίλλου εὐχερείας καὶ χάριτος, ὅπως συνδυασθῇ κἂν ἐνταῦθα, ὡς ἔλεγε, τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου. Ἀλλ’ ὅσον συνεπληροῦντο τὰ μαθήματα ταῦτα, καὶ ἐξηντλοῦντο πλεῖστα συνομιλίας θέματα, ὁ δὲ καιρὸς ἐξηκολούθει χειροτερεύων, τόσον ὁ Πασχάλης ἀπέβαλλε, καθὼς εἶπον, τὴν εὐκινησίαν καὶ φαιδρότητα τοῦ πνεύματος.
Προφανῶς ἡ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ καὶ σκοτεινὴ ἐκείνη ἀτμοσφαῖρα ἐπηρέαζε τὰ νεῦρα αὐτοῦ περισσότερον τῶν ἐμῶν, καὶ περισσότερον παρ’ ὅ,τι τὸ πρῶτον ὑπέθεσα. Διότι ἀπό τινος ὄχι μόνον διὰ τὰς μεταλλευτικὰς αὐτοῦ ἀσκήσεις δὲν ἐξήρχετο, ἀλλὰ καὶ παρεδόθη ἀνεπιφυλάκτως πλέον εἰς ἓν εἶδος σκυθρωπότητος καὶ μελαγχολίας τόσον σιωπηλῆς, ὥστε ἤρχισε νὰ μ’ ἀνησυχῇ. Ἡ οἰκοδέσποινά του μοὶ παρίστα τὸ πρᾶγμα ὡς σύνηθες αὐτῷ, καὶ μὲ διεβεβαίου ὅτι θὰ τοῦ περάσῃ εὐθὺς ὡς ὁ καιρὸς βελτιωθῇ. Ἐν τούτοις ἡ κακοκαιρία ἐξηκολούθει, ἡ βροχὴ ἔπιπτεν ἀμείλικτος. Ὁ Πασχάλης ἐφαίνετο πάσχων ἐκ φοβερῶν ἀϋπνιῶν καὶ ἠγείρετο τὴν ἐπιοῦσαν καὶ τῆς ἡσυχωτέρας νυκτός, ἔτι μάλ­λον καταπεπτωκώς, ἔτι μᾶλλον ἀπηλπισμένος, παρ’ ὅτι ἦτο τὴν πρωΐαν τῆς προτεραίας! Πολλάκις προσεπάθησα νὰ τὸν ἀπασχολήσω ὡς καὶ πρότερον, δι’ ἀνεκδότων, διηγήσεων ἢ ἐπιστημονικῶν ζητημάτων, ἀλλ’ εἰς μάτην τώρα πλέον! Ἐκεῖ ὅπου τὸν ἐνόμιζες προσέχοντα μετὰ μεγίστης ἐντάσεως, ἐκεῖ ἐφωρᾶτο ὅτι ἐρρέμβαζεν ἀφῃρημένος ἐκ σκέψεων καὶ φαντασιῶν, περὶ ὧν ἀπέφευγε νὰ ὁμιλήσῃ.
Μίαν ψυχράν, ἀλλ’ ὁπωσοῦν ἀτάραχον ἑσπέραν, μετὰ τὸ δεῖπνον, ἀφοῦ ἐστυπώσαμεν ἐπιμελῶς καὶ τὰς τελευταίας χαραγματίας τῶν παραθύρων διὰ χαρτίου παλαιῶν ἐφημερί­δων, ἐκαθήμεθα κατὰ τὸ σύνηθες εἰς τὸ δωμάτιόν του, ἐκεῖνος μὲ τὸν καστανὸν θυσανωτὸν κοιτωνίτην του ῥεμβάζων ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, ἐγὼ παρὰ τὴν θερμάστραν καὶ πλη­σίον τῆς λυχνίας, φυλλομετρῶν τὴν νέαν ἔκδοσιν τῆς Γεωλο­γίας τοῦ Carl Vogt καὶ σκεπτόμενος πόσον θὰ μ’ ἐπιπλήξῃ ὁ ἐν Γοττίγγῃ ἰατρὸς μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς σημερινῆς πρὸς αὐτὸν ἐπι­στολῆς μου. Ἐκεῖ ἐνθυμήθην, ἀγνοῶ διὰ τίνος συνειρμοῦ ἰδεῶν, τὸ παλαιὸν τοῦ Πασχάλη πάθος πρὸς τὴν θυγατέρα τῆς πλύστρας του ἐν Ἀθήναις, καὶ ἠπόρησα πρὸς ἐμαυτόν, πῶς δὲν μοὶ ἐπῆλθε μέχρι τοῦδε νὰ τοῦ ὁμιλήσω περὶ τούτου. Ὄχι διότι ὑπώπτευον ὅτι ὁ ἀτυχὴς ἐκεῖνος ἔρως ἠμποροῦσε νὰ ἔχῃ σχέσιν τινὰ πρὸς τὴν παροῦσαν τοῦ νέου κατάστασιν, ὄχι˙ ἀλλὰ διότι ἦτο καταλληλότατον θέμα νὰ ἀστεϊσθῶμεν, νὰ γελάσωμεν, νὰ φαιδρυνθῶμεν ὀλίγον. Ἐν τούτοις μ’ ἐπαραξένευσε συγχρόνως καὶ τὸ ὅτι αὐτὸς ὁ Πασχάλης δὲν μοὶ ἀνέ­φερε μέχρι τοῦδε τίποτε περὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου, οὐδ’ ἐν αὐταῖς ταῖς ἀρχαιοτέραις ἐπιστολαῖς τοῦ. Οὐχ ἧττον χωρὶς νὰ ὑψώσω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τῶν εἰκόνων τοῦ ἀνὰ χεῖράς μου βιβλίου:

«Ὡς τόσο», εἶπον, «Πασχάλη, δὲν μοῦ εἶπες τίποτε πλέον περὶ Εὐλαλίας...»

«Ἂς πᾷ στ’ ἀνάθεμα!» διέκοψεν ἐκεῖνος πρὸς ἔκπληξίν μου, ἀνατιναχθεὶς ἐπὶ τῆς θέσεώς του, καὶ παραιτήσας τὸν ἐρυθρὸν τοῦ κοιτωνίτου θύσανον, μεθ’ οὗ ἐνησχολεῖτο συνήθως ὁσά­κις ἐρρέμβαζεν. Ἔπειτα, ὡς ἄνθρωπος συνερχόμενος ἐκ βαθέος ὀνείρου, προσηλώσας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εὑρεῖς ἐπὶ τῶν ἐδικῶν μου, «Πῶς!» ἀνέκραξε. «Ποῦ σοῦ ἦλθε καὶ σὲ εἰς τὸν νοῦν αὐτὴ ἡ παλῃό...!»
«Δὲν ἠξεύρω», εἶπον ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρύψω τὴν ἔκπληξίν μου. «Περιεργάζομαι ἐδῶ τὰς παλαιοντολογικὰς εἰκόνας τοῦ βιβλίου. Πόσον εἰδεχθῆ καὶ τερατώδη ἦσαν τὰ ὄντα τ’ ἀπολαύσαντα τὴν παρθενικὴν τῆς Δημιουργίας καλλονήν, τὸ πρῶ­τον τῆς Φύσεως σφρῖγος, πρὶν ἢ προφθάσῃ νὰ τὰ χαρῇ ἡ εὐ­γενὴς τοῦ ἀνθρώπου καρδία, δι’ ἣν καὶ μόνην ἦσαν προωρισμένα!»
Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ τὴν ταραχήν μου, ὅταν, ὑψώσας τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τοῦ βιβλίου, ὅπως ὑποδεχθῶ τὴν καθυ­στεροῦσαν ἀπάντησίν του, εἶδον τὸν Πασχάλην! Ἡ στάσις τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἡ θέσις τῶν χειρῶν, ἡ ὠχρότης τοῦ προ­σώπου, ἡ πελιδνότης τῶν χειλέων, καὶ πρὸ πάντων ἡ ἔκφρασις τῶν ὀφθαλμῶν παρίστανον ἀβοήθητον ἄνθρωπον, ὅστις πληγεὶς ἐξαίφνης θανασίμως, καὶ ὑπὸ τὸ κράτος διατελῶν τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ δέους, ἀμηχανεῖ πῶς νὰ προλάβῃ δεύτερον θανατηφόρον κτύπον!
«Μὴ χτυπᾷς!» ἀνέκραξε μετὰ μακρὰν ἀγωνίαν. «Μὴ χτυπᾷς αὐτὴν τὴν χορδήν!» καὶ ἡ φωνή του εἶχεν ἐκραγῆ οὕτως, ὡς ἐὰν ἀπεσύρθη αἴφνης ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ του ἡ σιδηρᾶ χείρ, ἥτις τὸν ἔπνιγεν! Τὸ βιβλίον ἔπεσεν ἀνεπαισθήτως ἀπὸ τῆς χειρός μου˙ ἀφῆκα τεταραγμένος τὴν θέσιν μου, καὶ προσελθὼν ἐκάθησα παρ’ αὐτῷ ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου. Καὶ λαβὼν τὴν πυρέσσουσαν αὐτοῦ δεξιὰν ἐντὸς τῶν χειρῶν μου:
«Ἀδελφέ, Πασχάλη, μ’ ἐκπλήττεις!» τῷ εἶπον τρυφερᾷ τῇ φωνῇ. «Τί ἔχεις;»
«Πονῶ! Πονῶ αὐτοῦ ὅπου μ’ ἔγγισες, σκληρέ! Ἀπάνθρωπε! Τί μὲ τὸ λέγεις ἐν παραβολαῖς; Τάχα δὲν εἶναι φανερόν; Δὲν τὸ ξεύρω; Τὸ ξεύρω! Ὅπως ἡ νεόπλαστος Δημιουργία, οὕτως ἦτον ἡ καρδία μου: πλήρης παρθένου καλλονῆς, πλή­ρης ἀκμῆς καὶ σφρίγους. Ἀλλὰ ποῖος τ’ ἀπήλαυσε; Ποῖος τὰ ἐχάρη; Τὸ βδελυρόν, τὸ τερατῶδες ἐκεῖνο πλάσμα! Καὶ μήπως ἤξευρε νὰ τὰ ἐκτιμήσῃ; Ὄχι! Ἐνετρύφησε κτηνωδῶς ἐντὸς τῶν τρυφερωτάτων συγκινήσεων, τῶν θειοτάτων αἰσθημάτων τῆς καρδίας μου καί, ὅταν ἐχορτάσθη, τὴν ἐμίανε μὲ τὸ δηλητήριόν της, τὴν ἐβορβόρωσε μὲ τὴν διαγωγήν της! Ἐκυλίσθη ἐπ’ αὐτῆς ὡς ἀκάθαρτος χοῖρος! Τὴν ἐξουθένωσε! Τὴν κατέστησεν ἀνάξιον ἐνδιαίτημα τοῦ εὐγενοῦς, τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ ὑψηλοῦ, δι’ ἃ ἦτο προωρισμένη!»
«Ἀλλά, δι’ ὄνομα Θεοῦ!» εἶπον ἐμβρόντητος ἐγώ, «περὶ τίνος τὰ λέγεις ὅλα ταῦτα; Περὶ τῆς Εὐλαλίας; Θὰ ἔβαζα τὴν κε­φαλήν μου ὅτι ἡ παλαιὰ ἐκείνη ἱστορία παρῆλθε πλέον ἀνε­πιστρεπτί!»
«Ὤ!» εἶπεν ἐκεῖνος μετά τινα δισταγμόν. Ἡ παλαιὰ ἱστορία παρῆλθεν ἀλλ’ αἱ συνέπειαι παρέμειναν!...» καὶ τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις ἐπρόφερε μετὰ τοσαύτης ἀ­πελπιστικῆς θλίψεως, ὥστε δὲν ἀμφέβαλλον πλέον, ὅτι αἰτία τῆς τωρινῆς αὐτοῦ καταστάσεως ἦτον ἡ ἐρωτικὴ ἐκείνη δυστυχία. Ἀλλὰ πῶς! Ἡ καταστροφὴ εἶχε συμβῆ πολὺ πρὶν ἢ ἀνα­χωρήσῃ διὰ Γερμανίαν, καί, ὅσον τρομερὸς καὶ ἂν ὑπῆρξεν ὁ κλονισμὸς τῆς καρδίας αὐτοῦ, ὁ Πασχάλης τὸν ὑπέστη μετὰ γενναιότητος καὶ ἀξιοπρεπείας θαυμαστῆς, καθ’ ὃν χρόνον ἡ πληγή του ἦτον ἀκόμη πρόσφατος. Πρὸς τοῦτο, εἶναι ἀληθές, συνετέλεσα κ’ ἐγὼ οὐκ ὀλίγον, συνηθίσας αὐτὸν νὰ περιφρονῇ τὸ ποταπὸν καὶ ἀνάξιον ἐκεῖνο γύναιον, πρὸ πάντων διότι ἐνόμιζον, ὅτι τοιουτοτρόπως θὰ τὸν ἔκαμνον ν’ ἀνάκυψῃ ταχύτερον ἀπὸ τῆς ψυχικῆς ἐκείνης καταπτώσεως καὶ ἀθυμίας, εἰς ἣν ἡ πρώτη ὁρμὴ τῆς συμφο­ρᾶς τὸν εἶχε κατακρημνίσει. Τὸ ἐνόμιζον, καὶ τὸ κατώρθωσα. Διότι ὁ Πασχάλης ὄχι μόνον κύριος ἑαυτοῦ ἐγένετο, μετ’ οὐ πολύ, ἀλλὰ καὶ ὅταν κατὰ τὴν ἀναχώρησίν του προπέμπων αὐτὸν ἐπὶ τοῦ ἀτμοπλοίου, τὸν ἠρώτησα ἀστεϊζόμενος, ἐν τῷ μέσῳ τῶν παραγγελιῶν αὐτοῦ: «Τί δὲ ἀφίνεις διὰ τὴν λεγά­μενην ὀπίσω;» «Τὴν περιφρόνησίν μου», εἶπεν ἐκεῖνος, πικρῶς καὶ χλευαστικῶς γελάσας. Ἡ περιφρόνησις αὕτη μοὶ παρουσιάζετο σήμερον εἰς μέγιστον ηὐξημένη βαθμόν. Καὶ ὅμως ἡ ἠθική του κατάπτωσις καὶ ἀπελπισία, ὄχι μόνον δὲν ἐξουδετεροῦτο ὑπ’ αὐτῆς, ἀλλ’ ἦτο τώρα τόσον μεγάλη, τόσον ἀσύγκριτος πρὸς τὴν πρώτην ἐκείνην, ὥστε, μέχρι πρὸ μιᾶς στιγμῆς, οὔτε νὰ φαντασθῶ θὰ ἠδυνάμην, ὅτι ὁ νῦν Πασχά­λης εἶχε σχέσιν τινὰ πρὸς τὸν ἄλλοτε˙ ἦτον ἡ ἐντεταμένη συ­νέχεια τοῦ ἄλλοτε. Καὶ τίς ἦτον ἡ ἀφορμὴ τῆς ἐντάσεως ταύ­της; Καὶ ὁποῖαί τινες εἶναι αἱ παραμείνασαι συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας; Μήπως ὁ Πασχά­λης δὲν ἐξηγέρθη ἐκ τῆς, ἐφ’ ἧς ὠλίσθησεν, ἰλύος, τόσον ἁγνὸς καὶ καθαρός, ὅσον τὸν ἤλπιζον; Μήπως ἐν τῷ προώρῳ ἐκείνῳ ἔρωτι δὲν διετέλεσε τόσον σώφρων, ὅσον τὸν ἐνόμιζον; Ἀόριστοι, φοβεραὶ ὑπόνοιαι ἐξῆπτον τὴν ταραχὴν τῆς φαντασίας μου διάττουσαι ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην, εἰς τοὺς σκο­τεινοὺς μυχοὺς τοῦ ἐγκεφάλου μου!
Ἐν τούτοις ὁ Πασχάλης ἐσίγα, ταπεινὸς καὶ ἐξουθενημένος, ὡς ὁ ἐλεεινότερος κατάδικος τοῦ κόσμου. Πικρά τις μετάνοια ἐζωγραφεῖτο τόσον εὐφραδῶς ἐπὶ τῶν χαρακτήρων τοῦ προ­σώπου του, ἐλάλει τόσον ἐκφραστικῶς διὰ τῶν δακρυοπληθῶν ὀφθαλμῶν του, ὥστε ἡ θέα του συνεκίνει βαθέως τὴν καρδίαν μου.
«Πασχάλη», τῷ εἶπον ἐπὶ τέλους, καὶ δὲν ἠξεύρω διατὶ ἔτρεμεν ἡ φωνή μου, «ἀδελφὲ Πασχάλη, μήπως μοῦ ἀπέκρυψες τίποτε ἀπὸ τὴν ἱστορίαν σου; Διατὶ μὲ κάμνεις αὐτὸ τὸ ἄδικον; Τί μυστικὸν εἶχον ἐγὼ ποτὲ καὶ δὲν σοῦ τὸ ἐνεπιστεύθην ἀνεπιφυλάκτως ὁλόκληρον; Καὶ πῶς θέλεις νὰ μετάσχω τοῦ πόνου σου, νὰ λάβω τὸ ἀνῆκόν μοι μέρος ἐξ αὐτοῦ, ἐν ὅσῳ δὲν τὸν γνωρίζω; Ἔλα, μὴν εἶσαι τόσον ἐγωϊστικὸς ἐν ταῖς δυστυχίαις, ἐνῷ εἶσαι τόσον μεταδοτικὸς τῶν εὐτυχιῶν σου! Ὁρίστε; Ἄλλως θὰ ὑποθέσω, ὅτι οὐδὲ τῆς χαρᾶς σου μετέσχον μέχρι τοῦδε πάσης, καθὼς ἐδικαιούμην ὡς φίλος, ὡς ἀδελ­φός σου. Διότι ἡμεῖς πλέον πρὸ πολλοῦ εἴμεθα ἀδελφοί. Δὲν εἴμεθα, Πασχάλη;»
Ὁ Πασχάλης κατ’ ἀρχὰς ἐφάνη ἐνδοιάζων, ἀλλὰ συγκινηθεὶς κατόπιν ἐκ τῶν λόγων ἐρρίφθη μετὰ λυγμῶν καὶ δακρύων περὶ τὸν τράχηλόν μου. Τὸν ἔσφιγξα περιπαθῶς εἰς τὴν ἀγκάλην μου, καὶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐκλαίομεν σιωπηλῶς. Ἐπὶ τέλους ἀποσπασθεὶς καὶ ἀναπνεύσας:
«Ὢ συγγνώμην! Συγγνώμην, διὰ τὴν μικροψυχίαν μου!» εἶπεν. «Τόσον καιρὸν ἠγωνιζόμην νὰ σ’ ἑλκύσω πλησίον μου˙ τόσον καιρὸν σὲ προσεδόκουν νὰ ἔλθῃς, μόνον καὶ μόνον διὰ τοῦτο: νὰ σοῦ ἀνοίξω τὴν καρδίαν μου, νὰ ἰδῇς τὴν αἱμάσσουσαν πληγήν της. Καὶ εἶχον τόσον θάρρος, τόσην ἐμπιστοσύνην, ἐν ὅσῳ δὲν σὲ ἔβλεπον. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἦλθες, ποὺ σ’ ἔχω καθ’ ἑκάστην πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, δὲν ἠξεύρω τί μὲ κάμνει τόσον δειλόν, τόσον μικρόψυχον! Ἴσως ἡ ἐκ τῆς κακοκαιρίας ἐπιταθεῖσα νευρικότης, ἀλλ’ ἴσως ἴσως τὸ μέγεθος τῆς ἐνοχῆς μου!... Καὶ ὅμως, ἄλλον πνευματικὸν δὲν ἔχω ἐδῶ πέρα. Πρέπει νὰ γενῇς πνευματικός μου. Τίς ἠξεύρει; Αὔριον ἴσως θὰ εἶναι πολὺ ἀργὰ πλέον. Βλέπεις τὰς δυνάμεις μου πῶς ὑποχωροῦν καὶ φθίνουν ὑπὸ τὸ καταπληκτικὸν τῆς συμφορᾶς μου βάρος. Δῶσέ μου συγχώρησιν. Μία ἀκατάσχετος ἐπιθυ­μία μὲ κυριεύει, ἐπιθυμία ἀναπαύσεως καὶ ἡσυχίας. Εἶμαι κου­ρασμένος, εἶμαι κατάκοπος πλέον. Ποθῶ ὕπνον, ὕπνον, ὕπνον. Ἀλλὰ τὸν ὕπνον πρὸ πολλοῦ δὲν τὸν ἐγεύθην. Οἱ ἄνεμοι τοῦ οὐρανοῦ ἡσυχάζουν˙ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἀναπαύονται˙ μόνον ἐγώ, μόνον ἐγὼ δὲν εἰμπορῶ νὰ κοιμηθῶ! Ἀπορεῖς. Ἐκπλήττεσαι. Δὲν θαυμάζω. Ἄκουσε καὶ κρίνε».
Καὶ κλίνας τὴν κεφαλήν, ὡς ἐὰν προσεπάθει νὰ συγκέντρωσῃ τὰς ἀναμνήσεις του, ἐσιώπησεν ἐφ’ ἱκανὴν ὥραν. Ἔπειτα, χωρὶς νὰ ὑψώσῃ τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς ἐμέ:
«Ἐνθυμεῖσαι», εἶπε, «πόσην πικρίαν καὶ χολὴν ἔφερον ἐντὸς τῶν στηθῶν μου ἀπερχόμενος ἐξ Ἀθηνῶν;»
«Μάλιστα», εἶπον ἐγώ, «ἐνθυμοῦμαι ὅτι δὲν εἶχες καταπραϋνθῆ ὅλως δι’ ὅλου, ἀλλ’ ὅμως...»
«Γνωρίζεις», διέκοψεν ἐκεῖνος, «ὅτι ὑπὸ τὰ στέρνα μου δὲν ἔπαλλε πλέον ἡ τολμηρά, ἡ εὔελπις τοῦ νεανίου καρδία, ἀλλ’ ἓν ποδοπατημένον σκύβαλον, ἓν αἱματόφυρτον ῥάκος, μόλις καὶ μετὰ βίας διασωθὲν ἐκ τῶν ῥυπαρῶν ὀνύχων μιᾶς ὑαίνης».
«Αὐτὰ εἶναι αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ τῶν σημερινῶν σου ἐκ­φράσεων», εἶπον ἐγώ. Τὸ κατ’ ἐμέ, οὔτε τότε, οὔτε τώρα πα­ραδέχομαι ὅτι ἡ διαγωγὴ μιᾶς προστύχου γυναικὸς εἰμπορεῖ νὰ παραβλάψῃ τὴν ἀξίαν μιᾶς σώφρονος καρδίας».
«Δὲν ἠξεύρω πῶς τὸ ἐννοεῖς αὐτό!» εἶπεν ὁ Πασχάλης σκε­πτικός. «Ἀλλὰ ἀδάμαντες καὶ μαργαρῖται, ὅταν παρατεθοῦν ἅπαξ εἰς τοὺς χοίρους, καὶ μασηθοῦν καὶ ποδοκυλισθοῦν ὑπ’ αὐτῶν, γίνονται ἀκατάλληλοι πλέον νὰ κοσμήσουν καὶ τὴν μετριωτέραν κεφαλήν, πολὺ ὀλιγώτερον νὰ ὑψωθοῦν μέχρι τοῦ διαδήματος μιᾶς βασιλίσσης».
«Καὶ δὲν τοὺς πλύνω», εἶπον ἐγὼ γελάσας, «νὰ γίνουν πάλιν καθὼς πρῶτα;»
«Ὠχώ!» εἶπεν ὁ Πασχάλης αὐστηρῶς. «Νὰ πλύνῃς τοὺς φυσικοὺς καὶ νὰ τοὺς καθαρίσῃς. Ἀλλὰ τοὺς ἠθικούς; Ἀλλὰ τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς διαλογισμούς, τὰ μόνα κειμήλια τῆς καρδίας; Ἀλλὰ τὸν ἠθικὸν αὐτὸν ῥύπον μὲ ποῖον ὀξύ, μὲ ποῖον σάπωνα θὰ τὸν πλύνῃς, παρακαλῶ; Νὰ μὴ τὰ κυλίσῃς ἅπαξ εἰς τὸν βόρβορον, νὰ μὴ τὰ κηλιδώσης! Τὰ ἐκύλισες; Αἱ κηλῖδες των εἶναι ἀνεξίτηλοι!»
«Ἐν τούτοις», προσέθηκεν εἶτα μεταπεσὼν αἰφνιδίως εἰς λίαν θλιβερὸν τόνον, «τώρα πλέον δὲν πρόκειται περὶ τούτου! Ἐνθυμεῖσαι τὰς πρώτας ἐπιστολάς μου ἐκ Freiburg;
«Μάλιστα», εἶπον ἐγώ, «τὰς ἐνθυμοῦμαι».
«Ἤσουν ἀκόμη ἐν Ἀθήναις καὶ δὲν ἐγνώριζες τὰ τῆς Γερμα­νίας. Σοὶ περιέγραφον τὴν προσήνειαν τῶν καθηγητῶν, τὴν στοργήν των πρὸς τοὺς φοιτητάς, τὴν φιλοξενίαν αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀλλοδαπούς, ἰδίᾳ τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας συμπάθειαν. Εὑρίσκεις ὅτι σοὶ ἔγραφον ὑπερβολάς;»
«Ὄχι. Ἀπεναντίας».
«Μεταξὺ τῶν καλῶν ἐκείνων ἀνθρώπων, ὅσοι μὲ ἠγάπησαν ἰδιαζόντως», εἶπεν ὁ Πασχάλης, ταπεινώσας τὸ βλέμμα, «ἦτον, ἄριστος πάντων, ὁ καθηγητὴς Μ., ἄνθρωπος μοναδικὸς εἰς τὴν ἐπιστήμην του».
«Ναί», εἶπον ἐγώ. «Μοὶ ἔγραψες περὶ αὐτοῦ. Ἐνθυμοῦμαι τ’ ὄνομά του».
«Σοὶ ἔγραψα τὰς ἀρετάς του, τὴν ἀξίαν του, καὶ ὅλα τ’ ἀνεκτίμητ’ ἀγαθά, δι’ ὧν ἐπροίκισε τὴν ἐπιστήμην. Ἓν ἀγαθόν, τὸ τιμαλφέστατον πάντων, τὸ ὁποῖον ἐκόσμει τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ὁλόκληρον τὴν Φράϊβουργ δὲν σοὶ τὸ ἀνέφερον ποτέ. Ποτὲ δὲν σοὶ ἔγραψα πὼς εἶχε μίαν θυγατέρα».
«Ὄχι!» εἶπον ἐγώ, ἀνακαθήσας τεταραγμένος. «Τὸ τελευταῖον ποὺ μοῦ ἔγραφες ἦτον ὅτι ἐν τῷ μεταξὺ ἀπώλεσε τὴν σύζυγόν του. Δὲν ἦτο νομίζω;»
«Μάλιστα. Κ’ ἐνῷ ἡ ἀπώλεια ἐκείνη ἔκλεισε τὸν φιλόξενον αὐτοῦ οἶκον εἰς τοὺς λοιποὺς συμμαθητάς μου, ἐγὼ ἐγινόμην πάντοτε δεκτός, εἰμπορῶ νὰ εἴπω ἐφιλοξενούμην, ἐγκαρδιώτερον παρὰ ποτέ. Ἡ μοναξία τοῦ γέροντος, πρὸ πάντων κατὰ τὰς χειμερινὰς νύκτας, καθ’ ἃς δὲν ἠμπόρει νὰ ἐξέλθῃ, τὸν ἔκα­μνε νὰ συμπαθῇ μᾶλλον πρὸς ἐμέ, διὰ τὴν ἐδικήν μου».
«Ἀλλ’ ὁ γέρων εἶχε τὰ τέκνα του», εἶπον ἐγώ, «εἶχε τὴν κό­ρην του. Δὲν εἶχε;«Μάλιστα. Εἶχε τὴν Κλάραν. Ἀλλὰ γνωρίζεις τί θὰ εἰπῇ γέρων καθηγητής, ἰδίᾳ Γερμανός. Ἡ Κλάρα ἦτο τὸ μόνον του τέκνον. Νέα, θερμή, ζωηρὰ — ἴσως ὀλίγον ἐξημμένη ἐκ γνώσεων καὶ ἀναγνώσεων — ἀλλὰ πλήρης μουσικῆς καὶ ποιήσεως, πλή­ρης φαντασίας καὶ αἰσθημάτων. Ὁ γέρων φυσικὰ ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος πρὸς πᾶν ὅ,τι δὲν ἦτον ἐπιστήμη του. Ἐγώ, μὲ τὴν τόσον ἐνωρὶς ἀπογοητευμένην καρδίαν, μὲ τὴν πτεροκομμένην πλέον φαντασίαν, καὶ μόνον μὲ τὸν ψυχρὸν νοῦν, προσηλωμένον ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἐπιστήμην, ἐταίριαζα μὲ αὐτὸν περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον. Εἶμαι βέβαιος. Τὴν ἐξαιρετικὴν ἐκείνην προτίμησιν ἐκ μέρους αὐτοῦ τὴν ὤφειλον εἰς τὴν ἀγάπην μου πρὸς τὴν ἐπιστήμην, ἀλλὰ ἴσως καὶ εἰς τὴν ἐφεκτικότητά μου, ὡς πρὸς τὴν θυγατέρα του. Κατὰ τοῦτο διέφερον πάντων τῶν ἄλλων. Διότι ἡ Κλάρα ἦτον ἐξαίσιας καλλονῆς νέα, καὶ ἦτον ἡ χαϊδευμένη τῆς πό­λεως. Ἡ ἑτοιμότης τοῦ πνεύματος, ἡ ἀφέλεια τῆς καρδίας αὐτῆς συνήρπαζον ὁμολογουμένως πάντας, ὅσοι τὴν ἐγνώριζον. Ἴσως ἦτον ὀλίγον φιλάρεσκος. Ἀλλ’ ὄχι ἐκ φύσεως. Βεβαίως ὄχι! Αἱ ἀμέριστοι φιλοφρονήσεις, αἱ ἀδιάκοποι κολακεῖαι, ἦτον ἑπόμενον νὰ τὴν ἐπάρουν ὀλίγον! Ἔπειτα καὶ τὸ ἤξιζε˙ καὶ τῆς ἐπήγαινεν. Ὁσάκις εἶχον καθ’ αὐτὸ ἑσπερίδα εἰς τὸν οἶκόν των, κανένας δὲν ἐπρόσεχεν εἰς τὰς προσκεκλημένας τοῦ καθηγητοῦ˙ ἀλλὰ πάντες ἐπολιόρκουν τὴν Κλάραν, πάν­τες ἡμιλλῶντο τίς πρῶτος νὰ ἐξασφαλίσῃ εἰς ἑαυτὸν ἔστω καὶ μιᾶς στιγμῆς εὔνοιαν. Ἐν τούτοις ἐκείνη ἐξήρχετο ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους ἐκείνας πολιορκίας μετὰ θαυμαστῆς δεξιότητος πάντοτε νικηφόρος καὶ θριαμβεύουσα, ἀλλὰ καὶ πάντοτε θελκτικωτέρα, ἐρασμιωτέρα παρὰ πρότερον. Ἐγὼ διηρχόμην συνήθως ὅλον τὸν καιρὸν τῆς συναναστρο­φῆς μετὰ τῶν γερόντων˙ οὔτε ἔπαιξα, οὔτε ἐχόρευσά ποτε μετ’ αὐτῆς. Ἀλλὰ εἶχον μίαν ἐσωτερικὴν εὐχαρίστησιν, ὅταν τὴν ἔβλεπον εὐδοκιμοῦσαν, λατρευομένην. Εἶχον ἓν εἶδος ὑπερηφανείας: ἦτον ὁ θησαυρὸς τοῦ οἴκου, ὅστις μ’ ἐτίμα διὰ τῆς ἐμπιστοσύνης του. Καὶ ὅμως οἱ Γερμανοὶ συμφοιτηταί μου μ’ ἐζήλευον. Εἷς ἐξ αὐτῶν, στενώτερός μου φίλος, μοὶ τ’ ὡμολόγησεν: Τὸ ἰδανικὸν τῆς Κλάρας, εἶπε, δὲν εἶναι ‘ματία γυαλιά˙ φρύδια σκουλιά˙ μοῦτρα πατάτα’. Αὐτὰ ἐννοεῖται τοὺς τὰ εἶπεν ἐκείνη μὲ τὴν ποίησίν των, ὅταν καὶ ὅπως ἔπρεπεν, ὥστε νὰ μὴ προσβληθῇ κανεὶς τῶν. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι ὑπέβλεπον τὴν πρὸς τὸν πατέρα τῆς Κλάρας προσκόλλησίν μου. Ἐξ αὐτῆς ἐσυμπέραινον ὅτι εἴμεθα μὲ τὴν νέαν πολὺ οἰκειότεροι, παρ’ ὅτι ἐφαινόμεθα. Ἐν τούτοις ἡ Κλάρα ποτὲ δὲν ἐφέρθη πρὸς ἐμὲ οὔτε ἐρωτοτρόπως, οὔτε φιλαρέσκως, οὔτε ἐπιδεικτικῶς, ὅπως πρὸς ἐκείνους. Τοῦτο ἦτο φυσικόν. Ἀφοῦ ἐγὼ ἤμην πάντοτε σοβαρός, πάντοτε ἐφεκτι­κός, μοὶ προσεφέρετο κ’ ἐκείνη μὲ σπουδαιότερον τρόπον καὶ πλείονα μετριοφροσύνην. Ἐφαίνετο ὅτι μ’ ἐτιμοῦσεν. Καὶ τοῦτο μ’ ἔκαμνε τόσον εὐτυχῆ, τόσον εὐτυχῆ, ὅσον εὐτυχὴς ἠμποροῦσα νὰ γίνω πλέον ἐγώ, ὕστερον ἀπὸ ὅ,τι ἔπαθα. Ἀργότερα, πολὺ ἀργότερα, μ’ ἐξάφνισε. Μ’ ἔδωκε μίαν ὑποψίαν, μίαν νύξιν˙ πολὺ ψηλαφητὴν νύξιν.
»Εἰς τὸ θέατρον εἶχε παρασταθῇ ὁ Πετῶν Ὁλλανδὸς τοῦ Βάγνερ. Ὁ ὑποκριθεὶς τὸ πρόσωπον τοῦτο ἠθοποιὸς ἐπαρουσιάσθη, ὡς συνήθως, μαυροφορεμένος, μὲ μαῦρα μάτια, μαῦρα μαλλιὰ καὶ γένεια, ἀλλὰ μὲ τέτοιο κόψιμον καὶ τόσον ὠχρὸς καὶ μελαγχολικός, ὥστε πολλοὶ ἐνόμισαν ὅτι ἔβλεπον ἐμὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς. Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, δὲν ἠξεύρω πῶς ἔτυχε λόγος, καὶ ἡ Κλάρα μοὶ τὸ εἶπεν...»
«Ἀλλὰ τί σὲ εἶπε;» τὸν ἠρώτησα ἐγὼ σιγήσαντα αἴφνης.
«Ὅτι εἶναι τὸ ἰδανικὸν τῆς φαντασίας της, ὁ πόθος τῆς καρδίας της...»
«Τί πρᾶγμα;» ἠρώτησα πάλιν ἐγώ, ἀφοῦ τὸν ἐπερίμενα εἰς μάτην νὰ ἐξακολούθησῃ. Ὁ Πασχάλης ἐκοκκίνισεν αἴφνης, ὡς πταῖσαν παιδίον, καὶ μὲ μαργωμένην γλῶσσαν:
«Ὁ Ὁλλανδός!» εἶπεν. «Ὁ Πετῶν Ὁλλανδός!»
«Εἶναι τὸ ἰδανικὸν ὅλων τῶν Γερμανίδων», εἶπον ἐγώ, προ­σποιηθεὶς ὅτι δὲν παρετήρησα τὴν σύγχυσίν του».
«Ναί», εἶπεν ἐκεῖνος ἐνθαρρυνθείς. «Μάλιστα τῶν ξανθῶν. Τὸ ἤκουσα ἀπὸ τόσας ἄλλας πρωτύτερα καὶ δὲν μοῦ ἀποφάνη. Ἐν τούτοις ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον τὸ εἶπεν ἡ Κλάρα, αἱ περιστάσεις, ἐν αἷς τὸ εἶπε, δὲν ἄφηναν ἀμφιβολίαν. Ἀπὸ τὴν σύγχυσίν της ἡ καϋμένη δὲν ἠμπόρεσε νὰ ’πῇ ἄλλο τί­ποτε. Καὶ ’μένα μὲ ἦλθε, ’σὰν ἀποπληξία».
«Καὶ διατί πάλε τόσον ψοφοδεής;» εἶπον ἐγὼ γελάσας. Ἀλλ’ ἐκεῖνος εὐρύνας αἴφνης τοὺς ὀφθαλμούς:
«Δὲν τὸ καταλαμβάνεις διατί;» εἶπεν. «Ἡ νέα ἤθελεν ἀγάπην!» Καὶ τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις ἐπρόφερε περιβλέψας μυ­στηριωδῶς καὶ χαμηλώσας τὴν φωνήν, ὡς ἐὰν ἐφοβεῖτο μὴ τὸν ἀκούσουν οἱ τοῖχοι.
«Ἔ, καὶ σὰν ἤθελεν;» εἶπον ἐγὼ μειδιάσας ἐλαφρῶς.
«Καὶ σὰν ἤθελε;» ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος, ἐκπεπληγμένος διὰ τὴν ἐλαφρότητα μεθ’ ἧς ἐπελαμβανόμην τοῦ θέματος.
«Ναί!» εἶπον ἐγώ. «Σὰν ἤθελεν ἀγάπην, ἐσὺ ποῦ ἦσο;»
«Ἐγὼ ἤμην ἐκεῖ», ἀπήντησεν ἐκεῖνος τότε αὐστηρῶς καὶ τραχέως. «Ἀλλ’ ἐγὼ τί ἀγάπην εἶχον νὰ τῇ προσφέρω; Τ’ ἀποπλύματα τῆς πλύστρας μου; Σοῦ λέγω, ἦτον ἡ βασί­λισσα τῶν κορασίδων, ἦτο τὸ ἄξιον ἀντικείμενον τῆς λα­τρείας ὅλου τοῦ κόσμου. Εἶσαι περίεργος! Ἀνοίγεται ἐνω­πιόν μου μία καρδία, ἓν ἄχραντον δοχεῖον τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, καὶ θέλεις νὰ τὸ πληρώσω μὲ τ’ ἀποφάγια τῶν χοίρων;»
Τότε πρῶτον ἐννόησα κυρίως διατί ὁ Πασχάλης ἐν ἀρχῇ παρέβαλε τὰ ἐμπαιχθέντα αἰσθήματά του μὲ τοὺς πρὸ τῶν χοίρων μαργαρίτας. Ἀλλὰ δὲν εὗρον τί νὰ τῷ ἀποκριθῶ εὐθὺς ἀμέσως, καὶ ἐκεῖνος ἐξηκολούθησεν ἐπὶ πρᾳοτέρου τόνου:
«Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἤρχισα νὰ πηγαίνω σπανιώτερον εἰς τὴν οἰκίαν των, μ’ ὅλα τὰ φιλόφρονα παράπονα τῶν γονέων. Καὶ ὅταν ἐπήγαινα, ἐφρόντιζα νὰ τὴν ἀποφεύγω ἐπιμελῶς. Ἐν ὅσῳ ἔζη ἡ μήτηρ της, τὸ πρᾶγμα δὲν ἦτο πολὺ δύσκολον. Προσκεκλημένοι ἦσαν πολλοί, καὶ καθὼς ἦσαν θαυμασταί της, προσεπάθουν παντὶ σθένει νὰ τὴν ἀπα­σχολήσουν μεταξύ των. Ἀλλ’ ὅταν ἡ κυρία Μ. ἀπέθανεν, ἤλλαξαν αἴφνης τὰ πράγματα. Ἡ οἰκία ἐκενώθη, ἐκλείσθη. Μία πτωχὴ ἀπωτάτη τοῦ καθηγητοῦ συγγενής, ἡ μόνη ἐπιζῶσα ἔτι, προσελήφθη ὡς τροφός, ἢ μᾶλλον σύντροφος τῆς Κλάρας. Ἀλλ’ ἡ Κλάρα δὲν ἦτο πλέον ἡ φαιδρὰ καὶ ζωηρὰ καὶ τολμηρὰ ἐκείνη κόρη, πρὸς ἐπίβλεψιν τῆς ὁποίας ἐκρίνετο ἄλλοτε ἀνεπαρκὴς ὁ ἄγρυπνος τῆς μητρὸς ὀφθαλμός. Ἡ Κλάρα ἔγινε διὰ μιᾶς σκεπτική, μελαγχολική, ἐπιφυλακτική, ζυγίζουσα καὶ τὴν ἐλαχίστην συλλαβήν, πρὶν ἢ τὴν προφέρῃ.
»Εὐθὺς μετὰ τὸν θάνατον τῆς μητρός της ἐδοκίμασα νὰ δια­κόψω τὰς ἐπισκέψεις μου τὰς ἑσπερινάς. Ἀλλ’ ὁ γέρων κα­θηγητὴς παρεπονέθη μίαν ἡμέραν, ποὺ ἔγγισε τὰ σπλάγχνα μου. Τώρα ποὺ εἶμαι ἔρημος κι ὠρφανεμμένος, εἶπε, δὲν ται­ριάζει νὰ μ’ ἀφήσῃς καὶ σύ, ὅστις γνωρίζεις κάλλιον παντὸς ἄλλου τί θὰ εἰπῇ μοναξία. Ἐπήγαινα λοιπὸν πρῶτα σπα­νίως, ἔπειτα συχνότερα. Ἀλλὰ πάντοτε ἀποφεύγων πᾶσαν εὐκαιρίαν, καθ’ ἣν θὰ ἠδυνάμην νὰ εὑρεθῶ κατὰ μόνας μετὰ τῆς Κλάρας. Τὸ αὐτὸ νομίζω ἔπραττε κ’ ἐκείνη. Ἀκόμη κ’ ἐνώπιον τοῦ πατρός της δὲν μοὶ ὡμίλει ὅπως πρότερον. Ἀλλ’ ἐκάθητο κατὰ τὰς χειμερινὰς νύκτας ἀπέναντι ἡμῶν ὥρας ὁλοκλήρους ἄφωνος, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ ἀνὰ χεῖρας αὐτῆς ἐργόχειρον, ἀλλὰ τὴν ἀκοὴν ἐντεταμένην καὶ μετ’ ἐνδια­φέροντος παρακολουθοῦσαν τὰ ξηρὰ καὶ ψυχρὰ τῶν συνο­μιλιῶν μας θέματα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲ θὰ ἔκαμνεν ἄλλοτε.
»Ἀπὸ τοῦ πρώτου ἐκείνου φανεροῦ ὑπαινιγμοῦ περὶ τοῦ Πετῶντος Ὁλλανδοῦ, οὔτε λέξιν ἀντηλλάξαμεν νο­μίζω ἰδιαιτέρως. Καὶ ἦτο καιρός, καθ’ ὃν ἐπίστευσα τὸ πρᾶ­γμα λησμονημένον. Ἐπίστευσα ὅτι εἶχον παρεξηγήσει τοὺς λόγους της. Ἐν τούτοις ἡ αἰφνιδία ἐκείνη μεταβολὴ εἰς τὸν βίον τῆς Κλάρας, τ’ ἀπαρηγόρητα δάκρυα ἐπὶ τῷ θανάτῳ τῆς μητρὸς αὐτῆς ἔβλαψαν σπουδαίως τὴν ὑγείαν τοῦ κορασίου.
»Ὅταν ἦλθεν ὁ καιρὸς κ’ ἐπάγωσαν τὰ νερά, καὶ ἤρχισεν ὁ κόσμος νὰ παγοδρομῇ μὲ τὰς παγολισθίδας εἰς τοὺς πόδας, τόσον ὁ ἰατρὸς ὅσον καὶ ὁ πατὴρ αὐτῆς, τῇ ἐπέβαλον τὴν παγοδρομίαν, ἄσκησιν πολὺ ἀγαπητὴν εἰς αὐτὴν ἄλλοτε. Ἀλλὰ τὸ πένθος ἦτο πρόσφατον, ἡ ἀηδία της πρὸς τὴν παραμικρὰν διασκέδασιν μεγάλη˙ ἐπὶ πολλὰς ἑβδομάδας δὲν ἐφάνη ἐπὶ τοῦ πάγου. Ἐγὼ —ἐνθυμεῖσαι ὅτι σοὶ τὸ ἔγραφον — εἶχον ἀρχίσει νὰ παγοδρομῶ ἀπὸ τοῦ παρελθόντος χειμῶνος. Ἡ ὑγεία μου ἀπῄτει τὴν ἐν καθαρῷ ἀέρι γύμνασιν. Τὸν δεύτερον ἐκεῖ­νον χειμῶνα ἤμην ἀκόμη πρωτόπειρος˙ ἐγυμναζόμην εἰς μίαν ἀπόκεντρον γωνίαν. Ἡ ἔκτασις τοῦ πάγου ἦτο μεγίστη, ἤλ­πιζα νὰ μείνω ἀπαρατήρητος. Ἀλλὰ τὴν πρώτην φοράν ποὺ κατεπείσθη ἡ Κλάρα νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν πάγον, τὴν πρώτην στιγμὴν μὲ ἀνεκάλυψε. Καὶ ὅταν μὲ ἀνεκάλυψε, δὲν ἔλειψε πλέον ἀπὸ τὴν γωνίαν ἐκείνην. Ὄχι τάχα πὼς ἔμεινεν ἐκεῖ εὐθὺς ἀμέσως μαζί μου. Ἀλλὰ μόλις ἔκαμνεν ἕνα γύρον ἐπὶ τοῦ πάγου, κ’ ἐπέστρεφε πάλιν εἰς τὴν γωνίαν μου. Οἱ γνώριμοί της ἔσπευσαν ἐννοεῖται πάλιν νὰ τῆς ὑποδέσουν τὰς παγολισθίδας, νὰ τῆς γενοῦν καβαλιέροι, νὰ συμπαγοδρομήσουν, ἀλλὰ δὲν ἐδέχθη τίποτε. Ἐγὼ ἐπαιδευόμην νὰ μάθω τὰ μεγάλα τοξοειδῆ βήματα. Ξεύρεις πόσον δύσκολα εἶναι, πόσον ἐπικίνδυνα. Ἔπεφτα λοιπὸν πολὺ συχνὰ ἐπὶ τοῦ πά­γου εἰς τὴν μακρινὴν ἐκείνην γωνίαν. Ἀλλὰ μόλις ἔπεφτα, καὶ ἡ Κλάρα — θαρρεῖς ἐπαραμόνευεν ἀόρατος ἐκεῖ πλησίον — ἤρχετο νὰ μὲ ἰδῇ μὴν ἐκτύπησα, νὰ μὲ βοηθήσῃ νὰ ξαναρχίσω. Ἐπὶ τέλους, ‘‘Μὴν εἶσαι τόσον ἀκατάδεκτος’’ μὲ εἶπεν, ‘‘δὲν θὰ τὰ μάθῃς ποτὲ μοναχός σου. Ἔλα νὰ τὰ δοκιμάσωμεν μαζί’’. Τοιουτοτρόπως ἠρχίσαμεν νὰ παγοδρομῶμεν χέρι χέρι».
«Φαντάζομαι τοὺς ἄλλους φοιτητάς», εἶπον ἐγώ.
«Οἱ ἄλλοι φοιτηταί, καταλαμβάνεις!» εἶπεν ἐκεῖνος μετά τινος περιφιλαυτίας. «Ὅταν εἶδον τὴν ἀπροκάλυπτον ταύτην προτίμησιν, ἐδάγκασαν τὰ χείλη των καὶ ἀπεσύρθησαν ὡς εἰκός, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου. Ὑπῆρξε Κυριακή, καθ’ ἣν ἐμείναμεν τρεῖς ὥρας ἐπὶ τοῦ πάγου. Τὰ ἄλλα κοράσια εἶχον κάθε στιγμὴν καὶ νέον καβαλιέρον. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν προσεφέρετο πλέον νὰ τρέξῃ μὲ τὴν Κλάραν. Τὸ πρᾶγμα ἦτο φανερόν. Τὸ ἔκαμναν ἐξ αἰτίας μου. Διὰ νὰ τὴν προσβάλλουν. Καὶ ἐκείνης μὲν δὲν τῆς ἔμελλε δι’ ὅλου. Ἀλλ’ ἐγὼ τόσῳ περισσότερον ἤμην τώρα ὑποχρεωμένος νὰ μὴ τὴν ἀφήσω χωρὶς καβαλιέρον. Ἔπειτα, μὲ ὅλην τὴν ἀπώλειαν τῶν χρωμάτων καὶ τῆς ζωηρότητός της, ἡ Κλάρα ἦτον ἡ ὡραιότερα, ἡ χαριεστέρα παγοδρόμος. Ἐκεῖνο δὲν ἦτο πλέον παγοδρομία ποὺ ἐκάμναμεν ἡμεῖς. Ἦτο ἡ πτῆσις διὰ τοῦ ἀέρος, διὰ τοῦ κενοῦ. Τόσον ἐλαφρά! Τόσον ταχεῖα!...»
Καὶ διακοπεὶς ἐπὶ μικρὸν ὁ Πασχάλης, καὶ τρίψας διὰ τῆς ὠχρᾶς αὐτοῦ χειρὸς τὸ προεξέχον μέτωπόν του, ὡς ἐὰν προσεπάθει νὰ ἀναθερμάνῃ τὸ περιεχόμενον αὐτοῦ, «Ὅταν ὁ πάγος ἦτο νέος καὶ διαυγὴς ὡς κάτοπτρον», εἶπε, «καὶ ἀντηνακλῶντο ἐν αὐτῷ, τόσον πλησίον ἀλλήλων, πετῶσαι αἱ μορφαί μας, κ’ ἐφαίνετο εἰς τὸ βάθος αὐτοῦ τὸ γλαυκὸν τοῦ οὐρανοῦ χρῶμα, καὶ ἔβλεπον τὰ λευκά του νέφη ὀπισθοχωροῦντα ὑπὸ τοὺς πόδας μου, μετὰ τῆς ταχύτητος τῆς πτήσεως ἡμῶν, δὲν ἠξεύρω πῶς ἐφούσκωνε πάλιν τὸ στῆθός μου κ’ ἐθερμαίνετο καὶ ἀνεπτεροῦτο ἡ φαντασία μου! Ἐνόμιζον ὅτι ἐφερόμην μετέωρος, ὕπερθεν τῶν νεφῶν, ὕπερθεν τοῦ στερεώματος, ἐφερόμην ὑπὸ τὰς πτέρυγας οὐρανίου Χε­ρουβείμ, μὲ πτῆσιν τόσον ταχεῖαν, τόσον ἡδονικήν, ὥστε αἱ αἰσθήσεις μου συνήθως ἐμέθυον ἐκ τῆς ἡδονῆς, ἰλιγγίων ἐκ τοῦ τάχους, ἐσκοτίζοντο, ἐλιποθύμουν, μ’ ἐγκατέλειπον! Καὶ μόνον ἡ ψυχή μου ἐξηκολούθει τότε νὰ πετᾷ, ὡς ἐν ὀνείρῳ, νὰ πετᾷ μετὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐπάνω, ἐπάνω, ἐπάνω, μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Ὑψίστου! Ἐκεῖ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἀπλέτου φωτός, ἐκεῖ ἐν τῷ μέσῳ τῶν θυμιώντων καὶ ψαλλόντων ἀγγέλων, ἐκεῖ μοὶ ἐφαίνετο, ὅτι ἔπιπτον γονυκλινὴς πρὸ τῶν βαθμίδων τοῦ θρόνου του, καὶ παρεκάλουν μετὰ δακρύων τὸν Θεὸν νὰ μὲ παιδεύσῃ ὅσον σκληρότερον ἀξίζω, ἀλλὰ νὰ μὲ δώσῃ μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, μὲ τὰ ἀμεταχείριστα αἰσθήματά της, μίαν καρδίαν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον, ἀξίαν τῆς Κλάρας, ἀξίαν τῆς καλλονῆς καὶ τῶν ἀρετῶν τῆς Κλάρας! Ἀλλ’ ἐκεῖ, ἐφθάνομεν αἴφνης εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πάγου, εἰς τὴν ἀπόκεντρον γωνίαν, κ’ ἐσταματῶμεν ν’ ἀναπνεύσωμεν. Καὶ πάντοτε, πάν­τοτε πρὶν εἰσακουσθῇ ἡ δέησίς μου, διεκόπτετο τὸ ὄνειρον, ἔληγεν ἡ πτῆσις».
Καὶ τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις ἐτόνισεν ὁ Πασχάλης μετὰ τοιαύτης ψυχικῆς ἀγανακτήσεως, ὡς ἐὰν ἦτο βέβαιος ὅτι ἡ πραγματοποίησις τῶν δεήσεών του ἀπετύγχανεν ἑκάστοτε μόνον καὶ μόνον διότι ἐτελείωνεν ἡ ἔκτασις τοῦ πάγου, πρὶν φθάσωσιν εἰς τὰ ὦτα τοῦ Θεοῦ οἱ πόθοι τῆς ψυχῆς του.
«Ὁσάκις ἐσταματῶμεν», ἐξηκολούθησε μεθ’ ἱκανὴν ὥραν, «ἡ Κλάρα μὲ ἠρώτα περὶ τῆς νήσου μας. Ἐπεθύμει νὰ τῇ περι­γράφω τὰς σκηνὰς τοῦ ἐθνικοῦ ἡμῶν βίου. Πρὸ πάντων ὅμως τῇ ἤρεσε νὰ ἀκούῃ παρ’ ἐμοῦ τὰς περιπετείας τῆς ζωῆς μου. Νὰ τῇ διηγῶμαι τὰς στερήσεις, τὰς κακοπαθείας, τὰς δυσκο­λίας καὶ τὰ προσκόμματα, καθ’ ὧν εἶχον νὰ παλαίσω, μέχρις ὅτου κατορθώσω νὰ ἐξασφαλίσω τὴν ἐκπαιδευσίν μου. Αὐτὰ τὰ ἤθελε μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας˙ τὰ ἤκουε μὲ μεγίστην προσοχήν, κ’ ἐστέναζε διὰ τὰς ταλαιπωρίας μου, καὶ τῆς ἤρχοντο συνεχῶς τὰ δάκρυα... Ἔπειτα τὰ σχέδια καὶ τὰς ἐλπίδας μου διὰ τὸ μέλλον: τί θὰ γίνω˙ ποῦ θ’ ἀποκατασταθῶ καὶ πότε˙ κ’ εὐτυχεῖς, εὐτυχεῖς, ὅσοι μὲ περιμένουν, ὅσοι θὰ μ’ ἐπανίδουν μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι ποτέ, ποτὲ πλέον δὲν θὰ μ’ ἀπο­χωρισθοῦν... Καί… Τί θέλεις νὰ σοῦ λέγω λεπτομερείας σπαρασσούσας τὴν καρδίαν μου!
»Ἀπὸ τῆς πρώτης ἐκείνης ὁμολογίας περὶ τοῦ Πετῶντος Ὁλλανδοῦ, εἶναι ἀληθές, ποτὲ δὲν μοὶ εἶπε τίποτε τόσον φανερά. Καὶ τὸ πρῶτον ἐκεῖνο ἦτο κυρίως ἀποτέλεσμα τῆς παιδικῆς αὐτῆς ἀφελείας, τῆς εὐθύτητος καὶ ἀνυποκρισίας της, διὰ τὸ ὁποῖον τώρα ἐσωτερικῶς ἐντρέπετο καὶ μετενόει. Ἀλλά τί τὰ θέλεις. Αἱ συνεχεῖς αὐτῆς μεταπτώσεις ἀπὸ ζωηρότητος εἰς ῥεμβασμούς, ἀπὸ χαρᾶς εἰς θλῖψιν, ἀπὸ γέλωτος εἰς δάκρυα, χωρὶς ἀφορμήν, χωρὶς αἰτίαν, ἔπειτα ἡ ἀλλαγὴ τῶν χρωμάτων, ἡ ἔκφρασις τῶν ὀφθαλμῶν, αἱ συγκεκομμέναι φράσεις, οἱ ἡμιπνιγμένοι στεναγμοί... Τὸ πρᾶγμα ἦτο φανερόν. Ἡ κόρη μὲ ἠγάπα... Τὸ ἤξευρα˙ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου...»
«Λοιπὸν καὶ σύ...;» ἠρώτησα φειστικῶς, ὅταν ὁ Πασχάλης συνῆλθεν ἐκ τῆς συγκινήσεως, ἣν ἡ ἐξομολόγησις αὕτη τῷ ἐπροξένει.
Ἐπὶ πολλὴν ὥραν δὲν ἀπήντησεν. Ἔπειτα ὑψώσας τοὺς δακρυβρέκτους ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν οὐρανόν, «Ὤ!» εἶπε μετ’ ἀπεριγράπτου πόνου. «Ἐρωτᾷ ἐάν!... Ἐάν ποτε Χριστιανὸς ἠγάπησε τὴν ψυχικὴν αὐτοῦ σωτηρίαν, ἠγάπησα ἐγὼ τὴν Κλάραν!...»
«Ὅσῳ μᾶλλον τὴν ἐγνώριζον», ἐξηκολούθησεν εἶτα, χαμηλώσας τό τε βλέμμα καὶ τὴν φωνήν, «τόσῳ πλείονα προτερήματα ἀνεκάλυπτον ἐν αὐτῇ, τόσῳ βαθυτέραν ἀγάπην ἐν ἐμοί! Ἀλλ’ ὅσῳ μᾶλλον ὑψοῦτο κ’ ἐμεγαλύνετο ἐκείνη εἰς τὴν ὑπόληψίν μου, τόσῳ μεγαλυτέρα ἦτο ἡ διαφορὰ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ περιτρίμματος ἐκείνου μέχρι τοῦ ὁποίου ἐταπείνωσα τὸν ἔρωτά μου, τόσῳ μᾶλλον εὐτελὴς καὶ ἀνάξιος ἐφαινόμην ἐγὼ ἐνώπιον τῆς Κλάρας τώρα. Φοβοῦμαι ὅτι δὲν εἰμπορεῖς νὰ ἐννοήσῃς τὴν θέσιν μου ἐκείνην, ὅπως καὶ ἂν σοῦ τὴν περιγράψω. Φαντάσου ἕνα ἔρωτα θερμὸν ὡσὰν τὸν ἥλιον, φωτεινὸν ὡσὰν τὸν ἥλιον, ἄσπιλον ὡσὰν τὸν ἥλιον, τὸν ἥλιον τῆς πρώτης, τῆς παρθένου Δη­μιουργίας. Ἔ, ὁ ἥλιος αὐτὸς δὲν ἀνέτελλεν ἐπὶ παρθένου γῆς, ἀνυπομόνου καὶ σφριγώσης, ὅπως ἀναδώσῃ τὸν πρῶτον πλοῦτον τῆς βλαστήσεως αὐτῆς ἀνάλογον καὶ ἰσοδύναμον πρὸς τὴν εὐεργετικὴν ἐπιρροὴν τοῦ φωτὸς καὶ τῆς θερμότητος ἣν ἐδέχετο. Ἡ καρδία, ἐφ’ ἧς ὁ ἔρως τῆς Κλάρας ἠκτινοβόλει, ἦτο χώρα λεηλατημένη, διηρπασμένη, ἐρημωμένη διὰ παντός! Ἐθερμαίνετο, ναί. Ἀλλὰ οὕτως, ὥστε νὰ αἰσθάνεται μετὰ βαθείας καυστηρᾶς θλίψεως, ὅτι ἐὰν δὲν εἶχε δενδροτομηθῇ, δὲν εἶχεν ἀποξηρανθῇ, θὰ ἤκμαζε τώρα ὡς ὁ μᾶλλον εὐώδης, ὁ μᾶλλον ἀνθηρὸς παράδεισος αἰσθημάτων. Ἐφωτίζετο, ναί. Ἀλλὰ —καὶ τοῦτο ἦτο τὸ χειρότερον — μόνον καὶ μόνον ὅπως βλέπῃ καὶ παραβάλλῃ τὴν γυμνότητα, τὴν ἀσχημίαν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν της, πρὸς τὸν πλοῦτον καὶ τὸ κάλλος, καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς καρδίας τῆς Κλάρας! Ὤ, διατί ἐστάθην τόσον τρελλός, τόσον ἀνόητος! Διατί ν’ ἀσωτεύσω καὶ ἐξευτελίσω τοὺς θησαυροὺς τῆς νεαρᾶς καρ­δίας μου; Τί καρδία! Τόσον εὐαίσθητος! Τόσον πλουσία! Ἀλλὰ καὶ τόσον ἄπειρος, τόσον ἀπρονόητος! Δὲν διεχειρίσθη περιεσκεμμένως τὴν δαψίλειαν τῶν αἰσθημάτων, δι’ ὧν ὁ Θεὸς τὴν ἐπροίκισεν! Ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἐν αὐτῇ ἀγάπης τὴν ἐπίεζεν, ἡ πλημμύρα τὴν ἐστενοχώρει! Εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐκχειλίσῃ, νὰ ἐλαφρυνθῇ. Καὶ ὅταν προῆλθεν ἐνώπιον τῆς ἡ πρόστυχος ἐκείνη κόρη, δὲν ἠρώτησε, δὲν ἐσκέφθη νὰ κάμῃ οἰκονομίαν. Οἰκονομίαν! Καὶ ἦτο δυνατόν; Ἐπίστευεν ὅτι ἠγαπᾶτο. Ὅσῳ περισσότερα ἔδιδε, τόσα περισσότερα θὰ ἐλάμβανεν. Καὶ μετήγγισα λοιπὸν ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῶν αἰσθημάτων εἰς τὴν εὐτελῆ της καρδίαν, εἰς τὸ ἀνάξιον, τὸ ῥυπαρὸν ἐκεῖνο σκεῦος, διὰ νὰ λάβω... ἀτιμίαν, ἐξουθένωσιν. Ἐθεοποίησα τὴν ταπείνωσιν, ἐλάτρευσα τὴν ἀσχημίαν! Τώρα τί ὑψηλὸν νὰ σκεφθῶ πλέον διὰ τὴν Κλάραν, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ ἐξηυτέλισα προσκεφθεὶς δι’ ἐκείνην; Τί ὡραῖον, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ προησχημίσθη συγχρωτισθὲν μετ’ ἐκείνης; Οὐδέν, οὐδὲν μοὶ ὑπελείφθη πλέον ἢ ἱερόν, ἢ ὅσιον, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ ἐβεβηλώθη προαφιερωθὲν εἰς ἐκείνην!... Τὴν δὲ Κλάραν τὴν ἠγάπων — Ὤ, τὴν ἠγάπων — τὴν ἐλάτρευον, ὅπως τὸν Θεόν μου! Καὶ διὰ τοῦτο ἴσα ἴσα δὲν ἠμποροῦσα ν’ ἀσεβήσω πρὸς αὐτήν, νὰ τὴν προσβάλω. Οὐδ’ εἰς τὸν ἀπώτερον φίλον του δὲν προσφέρει κανεὶς ἄνθη πεταλορροήσαντα καὶ ποδοπατηθέντα. Εἰς τοὺς Θεοὺς ὅμως, εἰς τοὺς Θεοὺς προσφέρουσι μόνον τὰς ἀπαρχάς, τὰς τελείας, μόνον τὰ ἐκλεκτὰ καὶ ἀνέπαφα. Πῶς ἠμποροῦσα λοιπὸν ἐγὼ νὰ προσφέρω εἰς τὴν Κλάραν καρδίαν μεταχειρισμένην, αἰσθήματα τετριμμένα; Νὰ δεχθῶ ἀγάπην ὁμοίαν μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσφέρω ὡς ἀν­τάλλαγμα τ’ ἀποφάγια, τὰ ἀποπλύματα τῆς...»
Καὶ ὁ Πασχάλης μὲ ἠτένισε προκλητικῶς καὶ ἀποτόμως, περιμένων τὴν ἀπάντησίν μου. Ἐγνώριζον ὅτι ὁ ἐμπαιχθεὶς καὶ τοῦτ’ αὐτὸ βεβηλωθεὶς ἐκεῖνος ἔρως του, ὅσον σφοδρὸς καὶ φλογερὸς ἦτο, τόσον ἦτον ἁγνὸς καὶ εἰλικρινής. Ἐγνώ­ριζον τὴν χρηστοήθειαν αὐτοῦ, καὶ κἄποτε καὶ τὸν ἐπείραζον διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς σεμνότητός του. Ἀλλ’ ἡ ἀποκαλυπτο­μένη σήμερον ἐνώπιόν μου πρωτοφανὴς ἠθικὴ αὐστηρότης, οἱ περὶ ἐμοῦ φόβοι του, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῶ νὰ ἐννοήσω τὴν ἐνώπιον τῆς Κλάρας θέσιν του ὅπως καὶ ἂν μοὶ τὴν παρίστα, μ’ ἔκαμαν, ἀγνοῶ πῶς, νὰ αἰσχυνθῶ αὐτὸς ἐμαυτόν, νὰ μὴ γνωρίζω τί ν’ ἀποκριθῶ. Τὸ πρᾶγμα ἦλθεν ἄλλως τε τόσον ἀνελπίστως. Ὅταν, ἀποφασίσας νὰ μοὶ ἀνοίξῃ τὴν καρδίαν του, ἤρχισε προοιμιαζόμενος μετὰ τόσης θλίψεως, τόσης ἀπελπισίας, ἡτοιμάσθην ν’ ἀκούσω εὐθὺς ἀμέ­σως φρικτόν τι, καταπληκτικόν τι. Εἶχον λησμονήσει πρὸς στι­γμὴν τὸν χαρακτῆρα του. Πρὸς ἠθικὴν τοῦ Πασχάλη παραχόρδισιν δὲν ἐχρειάζοντο πολλὰ πράγματα. Συγκρούσεις αἰ­σθημάτων, ὅσον ἀσήμαντοι καὶ ἂν ἦσαν κατὰ τὰς ἰδέας ἡμῶν τῶν ἄλλων, ἐπροξένουν ἀνέκαθεν τρομερὰν ἀναστάτωσιν ἐν τῇ ἐδικῇ του ψυχῇ. Καὶ ναὶ μέν, ὅπως συμβαίνει εἰς πολλὰς νευρικὰς κράσεις, ἡ ἔξαψις τῷ ἐπήρχετο ἀστραπηδόν, ὡς δι’ ἠλεκτρικοῦ σπινθῆρος, ἀλλὰ παρ’ αὐτῷ ἡ ἐκπυρσοκρότησις δὲν ἐπηκολούθει στιγμιαία, ἡ συγκίνησις δὲν παρήρχετο, ὡς ἀποτέλεσμα κενοῦ καὶ ἀσκόπου πυροτεχνήματος.
Ἔπειτα, τίποτε τοιοῦτον δὲν κατηυνάζετο ἐν αὐτῷ διὰ τοῦ χρόνου˙ ἀπ’ ἐναντίας ἐπετείνετο. Ἀλλ’ ἐπετείνετο ὑπούλως καὶ ἀοράτως ἀνακυκλούμενον εἰς τὴν διάνοιάν του, καὶ ἰσχυροποιούμενον πρὸ πάντων ὑπὸ τῆς ἰδιαζούσης αὐτῷ διαλε­κτικῆς περὶ τὸ σκέπτεσθαι μεθόδου. Οὕτως ὥστε κυρίως οὐ­δεὶς ἠδύνατο νὰ προΐδῃ τὸ τελικὸν ἀποτέλεσμα δυσαρμονίας τινὸς αἰσθημάτων τοῦ Πασχάλη, μόνον ἐπὶ τῆς κοινῆς βασι­ζόμενος ψυχολογικῆς ἐμπειρίας. Ἐννοεῖται λοιπὸν τὸ εἶδος τῆς ἀμηχανίας εἰς ὃ μὲ περιήγαγεν ἡ ἀπροσδόκητος ἐκείνη τροπὴ μετὰ τῆς ἰδιαζούσης διαλεκτικῆς του. Τὰ ἐπιχειρήματα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του δὲν ἦσαν γέννημα τῆς στιγμαίας συγκι­νήσεως. Ὁ Πασχάλης ἐπανελάμβανεν ἔτι ἅπαξ διὰ ζώσης φωνῆς ὅ,τι μυριάκις ἴσως ἐζύγισε καὶ ἀνελογίσθη σιγηλὸς καὶ καθ’ ἑαυτόν. Περὶ τούτου ἔπρεπε νὰ εἶμαι βέβαιος. Ἐὰν ἐφαίνοντό πως ἐλλιπῆ, ἐὰν τὰ ἐξέφερε πάντοτε ἐνδεδυμένα συγκεκριμένας μορφάς, τοῦτο προήρχετο ἴσα ἴσα ἐκ τοῦ ὅτι ἐλάμ­βανε σποραδικῶς καὶ κατ’ ἐκλογὴν ἐκ μιᾶς πολὺ λογικωτέρας καὶ τελειοτέρας συλλογιστικῆς ἁλύσεως μόνον ἐκείνους τοὺς κρίκους, δι’ ὧν ἐνόμιζεν ὅτι θὰ καθίστα τὴν θέσιν του καταληπτὴν εἰς ἐμὲ εὐχερέστερον. Περιττὸν νὰ εἴπω, ὅτι δὲν τὸ κατώρθωσεν ὅσον ἐπεθύμει. Οὐδὲ διέλαθε τοῦτο τὸν Πασχάλην. Διότι ὅταν εἶδεν εἰς πόσην ἀμηχανίαν μὲ περιήγαγον οἱ λόγοι του, δὲν ἐπερίμενε πλέον νὰ τῷ ἀπαντήσω, ἀλλὰ χαμηλώσας πάλιν τὴν φωνὴν καὶ τοὺς ὀφθαλμούς:
«Ἀπηρνούμην», εἶπε, «τὴν γλυκυτέραν, τὴν ἀϋλοτέραν εὐδαιμονίαν, ἣν θνητὸς ἠδύνατο νὰ ὀνειρευθῇ ποτὲ ἐν τῷ κόσμῳ˙ ἀλλ’ ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Ἀφοῦ δὲν ἤμην ἄξιος, δὲν εἶχον στέγην νὰ ὑποδεχθῶ τὸν Θεόν μου, ἔπρεπε νὰ ἐκχωρήσω τῆς ὁδοῦ του. Ἔπρεπε ν’ ἀποφύγω τὴν συναναστροφὴν τῆς Κλάρας. Ἠξεύρεις τὴν δύναμιν τῆς βουλήσεώς μου. Μῆνας ὁλοκλήρους δὲν ἐπάτησα εἰς τὴν οἰκίαν των˙ δὲν τὴν εἶδον. Ὁ γέρων παρεπονέθη ἐπανειλημ­μένως, ὡς ἦτον ἑπόμενον, ἀλλὰ — τὸ λέγω μετ’ αἰσχύνης — κατέ­φυγα εἰς ψεύδη. Καὶ πότε μὲ τὴν μίαν, πότε μὲ τὴν ἄλλην πρόφασιν, τὸν ἀπέφευγον, μέχρις ὅτου βαρυνθεὶς μὲ παρήτησε, καὶ δὲν μοὶ ὡμίλει πλέον. Ἡ δυστυχία μου τώρα ἦτο φοβερά. Ἡ ὁδὸς ἡ ἄγουσα πρὸς τὴν Κλάραν ἐκλείσθη ὑπὸ τῆς ἰδίας μου χειρὸς κ’ ἐκλείσθη διὰ παντός! Τὸ τί ὑπέφερα κατὰ τὸ μακρὸν ἐκεῖνο διάστημα εἶναι ἀπερίγραπτον. Εἶχον ἐπιβάλει εἰς τὴν βούλησίν μου περισσότερον παρ’ ὅ,τι ἡ σταθερότης αὐτῆς ἐπεδέχετο. Εἶχον ὑποβάλει ἐμαυτὸν εἰς θυσίαν ὑπεράνθρωπον ἀνωτέραν παντὸς ἡρωϊ­σμοῦ. Μίαν ἡμέραν λαμβάνω αἴφνης ἓν γράμμα. Τὸ ἐπερίμενον˙ ἦτον ἀπὸ τὴν Κλάραν».
Καὶ ὁ Πασχάλης ἔθηκε τὴν χεῖρα ἐπὶ τῆς καρδίας διὰ νὰ μοὶ δείξῃ ἴσως ποῦ εὑρίσκεται τὸ γράμμα ἐκεῖνο, ἀλλ’ ἴσως καὶ διὰ νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται πάντοτε εἰς τὴν θέσιν του. Ἔπειτα λαβὼν τὴν συγκοπεῖσαν ἀναπνοήν του:
«Δὲν ἔλεγε τίποτε μέσα!» εἶπε. «Τίποτε! Οὔτε ὅσα μὲ εἶπε κατὰ τὸν πρῶτον ἐκεῖνον ὑπαινιγμόν, μὲ τὸν Πετῶντα Ὁλλανδὸν τοῦ Βάγνερ. Ἀλλ’ ἐγὼ ἀνεγίνωσκον πολλά, παρὰ πολλά... Αἱ λέξεις ἦσαν ποτισμέναι μὲ δάκρυα˙ διὰ τὴν μητέρα της τάχα, τὴν νεκράν της μητέρα. Τὴν ἐπόθει, μοὶ ἔγραφεν. Ἐπόθει νὰ ἑνωθῇ μετ’ αὐτῆς, εἰς τὸν οὐρανόν! Ἐπὶ γῆς δὲν εἶχε κανένα φίλον. Ἀφ’ ὅτου ἔπαυσε νὰ μὲ βλέπῃ κ’ ἐμέ, κανένα. Ἥνωσα τὰ δάκρυά μου μὲ τὰ ἐδικά της, ἐπὶ τῆς ἐπιστολῆς ἐκείνης˙ ἔκλαυσα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀλλὰ δὲν ἀπήντησα. Ἔγραψα, δὲν σὲ λέγω, ἔγραψα μίαν ἀπάντησιν, ἀλλὰ τὴν ἔκαυσα. Ἔπειτα ἔγραψα μίαν ἄλλην καὶ τὴν ἐπῆ­γα εἰς τὸ ταχυδρομεῖον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐκρατήθην, δὲν τὴν ἔρριψα εἰς τὸ κιβώτιον. Τὴν ἐξέσχισα. Εἶχον ἕνα τρομερὸν κεφαλόπονον ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Τὸ ἐσπέ­ρας περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐβγῆκα νὰ πάρω ὀλίγον ἀέρα. Ἤμην ὡσὰν τρελλός, ἀλλ’ ὅμως ἐσκέφθην καὶ δὲν ἐπῆγα εἰς τὸν κοινὸν περίπατον. Ἦτο πιθανὸν νὰ συναντηθῶμεν. Ἐξῆλθον ἔξω τῆς πόλεως, ἐπῆρα ἕνα ἔρημον δρόμον˙ δὲν ἤξευρα καλὰ καλὰ ποῦ ἐπήγαινα. Ἐκεῖ, νομίζεις, ἦτο μία μυστικὴ ἀνταπόκρισις, μία ὑπερφυσικὴ συνεννόησις τῶν καρδιῶν! Μ’ ἐκυρίευσεν ἕνας φλογερός, ἕνας ἀκατάσχετος πόθος νὰ ἰδῶ τὴν Κλάραν, νὰ τὴν ἰδῶ κἂν ἅπαξ ἔτι, καὶ ὕστερα ν’ ἀπο­θάνω. Ἦτον ἀδύνατον νὰ προχωρήσω. Κάλλιον νὰ ἐπέστρεφον ὀπίσω! Ἀλλ’ ὄχι, ὁ νοῦς ἐνίκησεν, ἡ βούλησις ἐθριάμβευσεν ἐκ νέου. Ἐξηκολούθησα τὸν δρόμον μου. Ἀλλὰ μόλις ἔκαμα πέντε βήματα, καὶ ἰδοὺ ἡ Κλάρα ἐμπρός μου! Ἡ Κλά­ρα˙ ὄχι, τὸ φάσμα της, ἡ σκιά της! Τόσον ἦτον ὠχρά! Τόσον παρηλλαγμένη! Πῶς εὑρέθη ἐκεῖ; Καὶ διατί; Δὲν γνω­ρίζω. Ἀλλά, ἀπὸ τότε νομίζω, μοῦ ἐπανέρχεται ὁ σφοδρὸς ἐκεῖνος πόθος, ἀπαράλλακτα καθὼς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Καὶ ὁσάκις μὲ κυριεύσῃ, ὅπου καὶ ἂν εἶμαι, ὅπου καὶ ἂν εὑρεθῶ — φρικιῶ, ἐνῷ σοὶ τὸ λέγω — ἡ Κλάρα παρουσιάζεται ἐμπρός μου! Ἡ Κλάρα˙ ὄχι, τὸ φάσμα της, ἡ ψυχή της!... Ἐν τούτοις ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ἦτον ἡ Κλάρα. Δὲν ἐπρόφθασα νὰ τὴν ἰδῶ, καὶ τὴν εἶχον λιπόθυμον˙ εἰς τὰς ἀγκάλας μου!...»
«Πολλὴν ὥραν δὲν ἐμείναμεν μαζί», ἐπανήρχισε λέγων ὁ Πα­σχάλης, ἀφηρημένος ἔτι ἐκ τῶν σκέψεων, εἰς ἃς αἱ ἀναμνήσεις ἐκεῖναι τὸν ἐβύθισαν. «Ὄχι, δὲν ἐμείναμεν πολλὴν ὥραν. Καὶ ὅμως, ὅταν ἐσκέφθημεν περὶ ἐπιστροφῆς εἰς τὰ ἴδια, ἦτον ἀργά, πολὺ ἀργά! Εἶχεν ἀνατείλει πρὸ πολλοῦ ἡ σελήνη, χωρὶς νὰ τὴν παρατηρήσωμεν. Εἴχομεν εἰσέλθει εἰς τὸ πλησίον δάσος, κ’ ἐκαθήμεθα ἐπὶ τοῦ ξηροῦ κορμοῦ ἑνὸς ἀποκοπέντος δένδρου, πλησίον τοῦ μικροῦ καταρράκτου, εἰς τὴν ἄκραν τοῦ λειβαδίου. Ὅταν ἠγέρθην καὶ περιεσκόπησα εἰς τ’ ὁμιχλῶδες τῆς σελήνης φῶς, διέκρινα ἐν ἀποστάσει τὸ μελανὸν ἀνάστημα ἑνὸς ἀτόμου, τὸ ὁποῖον μᾶς παρεμόνευεν ἐκεῖ, ὡς ἀκίνητος σκιά˙ μᾶς εἶχε παραμονεύσει καθ’ ὅλον τὸ διάστημα, καὶ ὡς σκιὰ σιγαλὴ μᾶς παρηκολούθησε μέχρι τῆς πόλεως. Ὅταν εἰσήλθομεν εἰς τὴν πρώτην φωτισμένην ὁδόν, μᾶς ἐπλησίασε καὶ ἀπέ­σπασε τὸν βραχίονα τῆς Κλάρας ἀπὸ τοῦ ἐδικοῦ μου. Ἦτον ἡ συγγενής, ἡ σύντροφος τῆς Κλάρας. Τότε ἐννόησα, ὅτι ἡ κόρη δὲν εἶχεν ἐξέλθει μόνη.... ὅτι...»
Καὶ ὁ Πασχάλης, τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ καθίστατο βαθμηδὸν ἀσθενὴς καὶ ἀσθενεστέρα, ἐσιώπησεν ἐνταῦθα, ὡς σιωπᾷ τὸ ἀσθενὲς παιδίον ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἱστορίας του, ἡδέως ἀποκοιμώμενον. Ὁ Πασχάλης δὲν ἀπεκοιμήθη, ἀλλ’ ἡ ἔκφρασις τῶν ὀφθαλμῶν, οἱ ἐλαφροὶ σπα­σμοὶ τῶν μυῶν τοῦ προσώπου, αἱ ἀνεπαίσθητοι συστολαὶ καὶ διαστολαὶ τῶν χειλέων αὐτοῦ, ἐμαρτύρουν προδήλως, ὅτι αἱ γλυκεῖαι συγκινήσεις τῆς συναντήσεως ἐκείνης, παρήλαυνον ἔτι ἅπαξ πρὸ τῆς θλιβερᾶς αὐτοῦ ψυχῆς, ὡς ἐν ἡδυτάτῳ ὀνείρῳ.
«Ἤμην ὁ εὐδαιμονέστατος ἄνθρωπος!» εἶπεν εἶτα, βαθέως ἀναστενάξας. «Ὁ εὐδαιμονέστατος καὶ συγχρόνως ὁ ἀθλιώτατος!... Ἐν ὅσῳ εἶχον τὴν Κλάραν παρ’ ἐμοί, ἐν ὅσῳ τὴν ἔβλεπον, τὴν ἤκουον, ἤμην κυριευμένος ἀπὸ ἓν εἶδος γλυκείας μέθης, μαγικῆς ἐκστάσεως. ᾘσθανόμην ἐμαυτὸν ἀλλότριον τοῦ κόσμου, ὑπεράνω τοῦ κόσμου. Δὲν ἐσκεπτόμην τοὺς διέποντας αὐτὸν ἠθικοὺς νόμους. Δὲν ἐφρόντιζα. Ἀλλ’ ὅταν ἀπεχωρίσθημεν, ὅταν εὑρέθην εἰς τὸ δωμάτιόν μου κατὰ μόνας, τότε ἐσυλλογίσθην τί ἔπραξα, καί μοὶ ἐφάνη ὅτι, ὀνειρευθεὶς ἐν τῷ φωτὶ τοῦ Παραδείσου, ἀφυπνιζόμην ἐν τῇ σκοτίᾳ τῆς Κολάσεως. Ἕκαστον φίλημα ἐπὶ τῶν χειλέων τῆς παρθένου μοὶ παρίστατο τώρα ὡς φρικτὴ ἱεροσυλία. Καὶ μόνη ἡ ἀνάμνησις τῆς περιπτύξεως αὐτῆς μὲ ἀπετέφρωνεν, ὡς ἡ φλὸξ τὸ ἀπεξηραμένον φρύγανον! Ἦτον, ὡς ἐὰν ἐβεβήλωσα τ’ ἅγια, ἐμόλυνα τὰ ἱερά! Ἐγώ, ἁμαρτωλὸς καὶ ἀκάθαρτος! Πῶς θὰ μ’ ἐμυσάττετο ἡ ἁγνὴ ἐκείνη κόρη, ἐὰν ἐγνώριζε μὲ τί ἄνθρωπον ἔχει νὰ κάμῃ! Καὶ ποῦ ἔμεινε λοιπὸν ἡ ἀνδρική μου ἀπόφασις νὰ μὴ ἀσεβήσω εἰς τὴν Κλάραν; Καὶ ποῦ ἔμεινεν ἡ ἠθική; Πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ! Πρέπει νὰ τῇ ἀποκαλύψω: ὁ Ἔρως, ὃν νομίζει πρωτογενῆ καὶ πρωτότυπον, εἶναι βε­βιασμένη ἀντιγραφή, εἶναι ἡ ἠχὼ μόνον τοῦ ἀληθινοῦ, ὅστις ἐσπαταλήθη ὅπου δὲν ἔπρεπε! Καὶ ἐκάθησα λοιπόν, καὶ ἔγραψα μίαν ἐπιστολήν, μίαν μακρὰν ἐπιστολήν. Καὶ τῇ τὰ εἶπον. Καὶ τῇ εἶπον τὸ διατί, καὶ τῇ ἔδωκα νὰ καταλάβῃ ὅτι ἄνθρωπος ὡς ἐγώ, οὐχὶ ἀγάπης ἦτον ἄξιος ἐκ μέρους τῆς, ἀλλὰ περιφρονήσεως καὶ ἀποστροφῆς. Ἀλλ’ ὅταν ἐσφράγισα τὴν ἐπιστολήν, ἐνθυμήθην ὅτι ἐλησμόνησα τὴν ψυχικὴν τῆς Κλάρας ἀγαθότητα, τὴν ἐπιείκειαν καὶ ἀνεξικακίαν τῆς ἀ­πείρου, τῆς παιδικῆς αὐτῆς καρδίας. Καὶ ἐσκέφθην ὅτι μεθ’ ὅσα καὶ ἂν κατηγόρησα τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἡ Κλάρα θὰ μὲ συγχωρήσῃ. Χάριν τοῦ πρὸς ἐμὲ ἔρωτός της θὰ μὲ συγχω­ρήσῃ. Καὶ ἂν μὲ συνεχώρει, ὤ, ἂν μὲ συνεχώρει! Α­νάθεμα τὴν στιγμὴν ποὺ μοῦ ἐπῆλθεν ἡ ἀπάνθρωπος ἰδέα! Ἐσυλλογίσθην ὅτι ἂν μὲ συνεχώρει, ἂν ἐξηκολούθει νὰ μὲ ἀγαπᾷ ἐν γνώσει τῆς ἠθικῆς ἐκείνης ταπεινώσεώς μου, θὰ ἐγίνετο μέτοχος αὐτῆς, θὰ ἐξηυτελίζετο καὶ αὐτὴ ἡ ἰδία. Καὶ τότε τὸ ἰδανικὸν ἐκεῖνο ὕψος, ἐφ’ οὗ μέχρι τοῦδε τόσον εὐλαβῶς προσητένιζον, τὸ ἀντικείμενον τῆς λατρείας μου, θὰ ἐξέλειπεν. Ὁ πρὸς αὐτὴν ἔρως μου θὰ ἐμειοῦτο! Καὶ ἐξέσχισα τὴν ἐπιστολήν! Καὶ τὴν ἔκαυσα!!»
Ὁ Πασχάλης ἔφριξε πρὸ τοῦ ἤχου τῆς ἰδίας αὐτοῦ φωνῆς. Ἡ δεξιὰ αὐτοῦ ἐτινάχθη σπασμωδικῶς πρὸς τὰ ὀπίσω, ὡς ἐὰν ἐξετέλει τώρα τὴν σωτήριον ἐκείνην κίνησιν, ἣν παρέλειψε νὰ ἐκτελέσῃ, ὅταν ἐλάμβανε τὴν ἐπιστολὴν μὲ σκοπὸν νὰ τὴν καταστρέψῃ.
«Ἡ ἡμέρα ἤρχιζε νὰ χαράζῃ», ἐξηκολούθησεν ὁ Πασχάλης, μετ’ ἀγρίας πικρότητος ἔν τε τοῖς λόγοις καὶ τῇ ἐκφράσει τῆς φυσιογνωμίας αὐτοῦ. «Οἱ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκοιμῶντο ἔτι. Καὶ εἰς τὰς ὁδοὺς ἀκόμη ἐβασίλευεν ἄκρα ἡσυχία. Μόνον παρ’ ἐμοὶ ἐπεκράτει ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ἀναστάτωσις. Ταραχὴ καὶ ἀναστάτωσις ἐν τῇ ψυχῇ μου. Ἀναστάτωσις καὶ ταραχὴ ἐν τῷ δωματίῳ μου. Ὁ ἐν ἐμοὶ ἠθικὸς ἄνθρωπος μ’ ἐμίσησε, μὲ ἀπεστράφη, δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ συζήση μετ’ ἐμοῦ, ἐζήτει τὸ διαζύγιόν του. Ἐγὼ ἤμην ἔνοχος, δὲν ἠδυνάμην νὰ τὸ ἀρνη­θῶ. Καί, ὡς ἐὰν προπαρεσκεύαζον τὰ τῆς ἀναχωρήσεως ἐκεί­νου, ἐσύναξα τὰ βιβλία μου, ἔδεσα τὰ πράγματά μου, ἐκάρφωσα τὰ κιβώτιά μου. Καὶ πρὶν ἢ προφθάσῃ νὰ ἑτοιμασθῇ τὸ πρόγευμά μου, ἐγὼ ἀνεχώρουν ἐκ Φράϊβουργ διὰ παντός.
»Τὰ διαθρυληθέντα σχέδια τοῦ Βίσμαρκ ὡς πρὸς τὴν Κλαουσθάλειον Ἀκαδημίαν, ἔκαμαν πολλοὺς φοιτητὰς τῆς μεταλλευ­τικῆς νὰ σπεύσουν ἐνταῦθα, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἀρξαμένου ἤδη ἐξαμήνου. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐχρησίμευσεν ὅπως καλύψῃ τὴν ἀληθῆ αἰτίαν τῆς κατεσπευσμένης καὶ ἀπροσδοκήτου ἀναχω­ρήσεως, ἢ μᾶλλον ἀποδράσεώς μου, ἐκ Φράϊβουργ. Ἐνθυμεῖσαι ὅτι σοὶ ἔγραψα ἐντεῦθεν χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς, καὶ σοὶ εἶπον ὅτι ἡ ἐπικειμένη μετάθεσις τῆς Ἀκαδημίας προὐκάλεσε τὴν ἐπίσπευσιν τῆς ἀφίξεώς μου εἰς Κλάουσθαλ. Τοῦτο ἦτο κυρίως ὁ ἀσθενέστερος, ὁ καταχρηστικὸς λόγος. Ὁ καθ’ αὐτὸ καὶ κύριος λόγος, τὸν ἐννοεῖς τώρα, ἦτον ἡ ἄρσις τῆς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἠθικοῦ μου ἀνθρώπου διχονοίας, ἦτον ἡ ἀπόφασις νὰ σώσω τὴν Κλάραν... Ὤ, τῆς σκληρᾶς καὶ ἀπανθρώπου σωτηρίας!...
»Ἀναχωρῶν ἐκ Φράϊβουργ, ἀνέθηκα εἰς ἕνα τῶν ἐπιστατῶν τοῦ Πανεπιστημίου ἐγγράφως νὰ τακτοποίησῃ καὶ νὰ μοὶ πέμψῃ τ’ ἀπολυτήρια ἐνδεικτικά μου εἰς Κλάουσθαλ. Ὅταν μετὰ δεκαπέντε ἡμέρας ἔλαβον ἐνταῦθα τὸν φάκελλον τοῦ Πανεπιστημίου, εὗρον ἐν αὐτῷ καὶ μίαν ἐπιστολὴν πρὸς ἐμὲ ἐπιγεγραμμένην, ἀλλ’ ἀνατεθειμένην εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Πανεπι­στημίου νὰ μοὶ τὴν διευθύνουν, ὡς ἀγνώστου οὔσης τῆς δια­μονῆς μου. Τὸ γράψιμον μοὶ ἦτον ὅλως δι’ ὅλου ἄγνωστον. Ἐν τούτοις, ὡσὰν νὰ τὸ προεῖδεν ἡ καρδία μου, τὸ γράμμα δὲν ἦτο ξένον! Προήρχετο παρὰ τῆς κυρίας Β., τῆς συγγενοῦς τῆς Κλάρας. Ἡ κυρία Β. μοὶ ἀνεμίμνησκεν τὴν δι’ αὐτῆς διοργανωθεῖσαν ἑσπερινὴν ἐκείνην συνάντησίν μου μετὰ τῆς Κλάρας˙ μοὶ ἐξέθετε τοὺς σπουδαίους λόγους, δι’ οὕς, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ καθηγητοῦ, εἶχε προβῆ εἰς τὸ ἀπονενοημένον ἐκεῖνο διάβημα. Κατηρᾶτο τὴν ὥραν καθ’ ἣν ἔβλαψε τὴν κόρην, ἀντὶ νὰ τὴν ὠφελήσῃ, καὶ μ’ ἐξώρκιζεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν συνείδησίν μου , νὰ καύσω τὴν ἐπιστολήν της, ἀλλὰ νὰ σπεύσω νὰ παρηγορήσω τὴν Κλάραν, ἐὰν δὲν θέλω νὰ γίνω ὁ φονεὺς τῆς ἀθωοτέρας ὑπάρξεως τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιστολὴ ἦτο γεγραμμένη ἐν βίᾳ καὶ μὲ τρόπον ἐμφαίνοντα μεγίστην ψυχικὴν ταραχὴν τῆς γραφούσης. Ἦτο χρονολογημένη πρὸ δέκα ἡμερῶν! Αἱ ἐν Φράϊβουργ ἀρχαὶ τοῦ Πανεπιστημίου, διὰ νὰ ἀποφύγουν διπλοῦς κόπους, ὡς φαίνεται, ἀνέβαλον τὴν ἀποστολήν της, μέχρις ὅτου ἡτοιμάσθησαν τὰ ἐνδεικτικά μου. Ἀπήντησα αὐτοστιγμεὶ καὶ ἀπ’ εὐθείας εἰς τὴν Κλάραν. Τῇ ἐζήτησα μετὰ δακρύων συγγνώμην διὰ τὴν ἄνανδρον ἀπόδρασίν μου˙ τὴν ἐξικέτευσα νὰ μοὶ γράψῃ. Τῇ ὑπεσχέθην νὰ ἐπιστρέψω. Ἀλλ’ ἦτο πολὺ ἀργὰ πλέον. Εἶχεν ἀποθάνει!!! Μετὰ δύο τρεῖς ἡμέρας ἔλαβον αὐτὸ τὸ γράμμα... Εἶναι τοῦ πατρός της». Καὶ πνιγόμενος ὑπὸ τῶν δακρύων του ἀπεκλείδωσε τὸ συρτάριον μικρὰς παρακειμένης τραπέζης, καὶ λαβὼν τὴν ἐπιστολὴν ἤρξατο νὰ τὴν ἀναγινώσκῃ μετὰ φωνῆς τρεμούσης καὶ συγκεκομμένης:
«Ἀγαπητέ μοι Πασχάλη!
»Ἐκτελῶ θλιβερὸν καθῆκον, γράφων ὑμῖν ἐγώ, ὅπως σᾶς ἀναγγείλω τὴν εἰς χεῖράς μου ἄφιξιν τῆς ἐπιστολῆς, ἣν τόσον φιλόφρων ἐγράψατε πρὸς τὴν πτωχήν μου Κλάραν. Ἀνέλπιστον κακὸν ἠθέλησε νὰ ἀπορφανώση ἐμὲ τοῦ μόνου στηρί­γματος τῶν ἀσθενῶν γηρατείων, κ’ ἐστέρησεν ὑμᾶς μιᾶς φίλης, ἥτις, εἶμαι βέβαιος, θὰ ἐθεώρει εὐτυχίαν της ν’ ἀποκριθῇ εἰς τὸ γράμμα σας. Σᾶς παρακαλῶ ἑνώσατε μετὰ τῶν ἐμῶν τὰς ὑμε­τέρας πρὸς τὸν Ὕψιστον προσευχάς, ὑπέρ...»
Σφοδροὶ ὀλολυγμοὶ ἀπέπνιξαν τὴν φωνήν του˙ μεγάλα δα­κρυα κατεπλημμύρησαν τοὺς ὀφθαλμούς. Συνεκάλυψε τὸ πρό­σωπον διὰ τῶν χειρῶν, κλαίων πικρῶς καὶ ὀδυρόμενος.
«Καὶ εἶμ’ ἐγὼ ὁ ἀσυνείδητος», ἀνωλόλυζεν ἐν τῷ μέσῳ τῶν κλαυθμῶν του, «ἐγὼ ὁ ἀλιτήριος, ὁ ἀπορφανώσας τὸν δυστυχῆ πατέρα, ὁ στερήσας αὐτὸν τοῦ μόνου στηρίγματος τῶν ἀσθενῶν γηρατείων του! Εἶμ’ ἐγὼ ὁ ἐναγής, ὁ μαράνας διὰ τοῦ δηλητηρίου τῆς καρδίας αὐτοῦ τὸν τρυφερὸν τῆς ἁγνότητος κρῖνον! Εἶμ’ ἐγὼ ὁ βέβηλος, ὁ σβύσας διὰ τῆς νοσηρᾶς αὐτοῦ πνοῆς τὴν ἱερὰν λυχνίαν τῆς Ἑστιάδος, τοῦ θείου ἔρωτος! Ἐγὼ εἶμαι ὁ αἴτιος, ἐγὼ ὁ αὐτουργὸς τοῦ θανάτου τῆς Κλάρας! Ὤ, Θεέ μου, Θεέ μου! Πῶς ὑπέφερες, πῶς ἠνέχθης ν’ ἀποθάνῃ ἐκείνη καὶ νὰ ζῶ ἐγώ, ὁ ἄθλιος καὶ ἐλεεινός, ὁ ἐξώλης καὶ προώλης! Νὰ καταστραφῇ ἡ ζωὴ τῆς ζωῆς, καὶ νὰ ζῶ ἐγὼ τοῦ ὁποίου χίλια ἔτη δὲν θὰ ἦσαν ἄξια μιᾶς στιγμῆς τῆς ζωῆς τῆς Κλάρας!» καὶ κλαίων καὶ ὀδυρόμενος μετ’ ἐξάλλου παραφορᾶς, ὁ τα­λαίπωρος, ἐκτύπα τὸ στῆθος καὶ ἀπέσπα τὴν κόμην του!
Ἡ καταστροφὴ ἦτο τῷ ὄντι φοβερά. Ἡ ἀπελπισία δικαία. Πᾶσα παρηγορία θ’ ἀπέβαινεν ἄσκοπος καὶ ματαία. Ἄλλως τε δὲν εἶχε καὶ τὴν ἀπαιτουμένην ἡσυχίαν πνεύματος. Ἡ ἱστορία συνεκίνησε βαθέως τὴν καρδίαν μου, ἡ δὲ κατάστασις τοῦ Πασχάλη θὰ ἐκίνει καὶ τοὺς λίθους αὐτοὺς εἰς δάκρυα. Ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐξηκολούθησ’ ἐλέγχων αὐτὸς ἑαυτὸν μετ’ ἀπελπιστικῆς πικρίας, ἐπικαλούμενος διὰ τρυφερωτάτων ἐπι­θέτων τὴν νεκρὰν αὐτοῦ φίλην, ἐξαιτούμενος συγγνώμην δι’ ἐκφράσεων τόσον συγκινητικῶν, μετὰ καρδίας τόσον συντετριμμένης, ὥστε θὰ ἐκίνει εἰς οἶκτον καὶ τὸν μᾶλλον ἀνηλεῆ καὶ ἀμείλικτον κριτήν, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ δικασθῇ τοῦτ’ αὐτὸ ἐπὶ πραγματικῷ φόνῳ.
Μετά τινας ματαίας προσπαθείας, ὅπως τὸν καθησυχάσω, δὲν ἠξεύρω πῶς περιῆλθεν ἡ χείρ μου ἐπὶ τῆς ἐπιστολῆς, ἣν εἶχεν ἀφήσει νὰ πέσῃ ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου. Τὴν ἔλαβον καὶ τὴν ἀνέγνωσα κατ’ ἐμαυτόν. Τὴν ἀνέγνωσα ἅπαξ, τὴν ἀνέγνωσα δίς, καὶ ὅσον τὴν ἀνεγίνωσκον, τόσον ἰσχυροτέρα ἐγίνετο μία ἀμυδρὰ κατ’ ἀρχὰς ὑπόνοια, μία κρυφὴ τῆς καρδίας μου ἐλπίς. Ἴσως δὲν ἀπωλέσθη ἀκόμη τὸ πᾶν, ἴσως δὲν ἀπωλέσθη τί­ποτε! Ἐὰν ἐννοῶ καλῶς τὴν ἐπιστολὴν ταύτην, ἀπολύτως τίποτε!
«Πασχάλη, ἀδελφὲ Πασχάλη», εἶπον μετ’ ἐπανειλημμένης ἐπιμονῆς, «ἀπήντησες εἰς αὐτὸ τὸ γράμμα; Ἠρώτησας ἀπό τί ἀπέθανεν ἡ Κλάρα; Μετέβης εἰς Φράϊβουργ;»
«Πῶς νὰ μεταβῶ ἢ νὰ γράψω», εἶπεν ἐκεῖνος μετὰ πολύ, «χωρὶς νὰ προξενήσω μίαν νέαν καταστροφήν! Πῶς νὰ παρου­σιασθῶ, ἢ νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν δυστυχῆ ἐκεῖνον γέροντα, χωρὶς νὰ τῷ εἴπω τὴν ἀλήθειαν; Καὶ πῶς νὰ τῷ εἴπω τὴν ἀλήθειαν ἐφ’ ὅσον ἡ πληγή του εἶναι τόσον πρόσφατος; Νὰ τῷ εἰπῶ ὅτι φονεὺς τοῦ τέκνου του εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐκλογῆς του, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐμπιστοσύνης του; Αὐτὸ θὰ τὸν ἐφόνευε, χωρὶς ἄλλο θὰ τὸν ἐφόνευεν!»
Ἡ ἐλπίς μου ἐκείνη ἐκρατύνθη τώρα μέχρι βεβαιότητος. Ὁ Πασχάλης κατεστρατηγήθη! Κατεστρατηγήθη ὑπὸ τοῦ διλημματικοῦ τῆς ἐπιστολῆς ὕφους! Καθήσας ὅλως δι’ ὅλου παρ’ αὐτῷ καὶ πλησιάσας τὴν ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς ὀφθαλμούς του, «Πασχάλη», τῷ εἶπον ἐπιτιμητικῶς, «μὴν κάμνῃς ὡσὰν παιδί. Ἀνάγνωσε τὴν ἐπιστολὴν ἀκόμη μίαν φοράν. Αὐτὴ δὲν λέγει τίποτε περὶ θανάτου τῆς Κλάρας».
«Πῶς δὲν λέγει», ἀνέκραξεν ἐκεῖνος, ἀντιληφθεὶς τοῦ ἑτέρου ἄκρου τῆς ἐπιστολῆς, καὶ θεὶς τὸν λιχανὸν ἐπὶ τῆς τελευταίας γραμμῆς. «Πῶς δὲν λέγει! Δὲν βλέπεις; ‘‘Ἑνώσατε μετὰ τῶν ἐμῶν, τὰς ὑμετέρας πρὸς τὸν Ὕψιστον προσευχὰς ὑπὲρ αὐτῆς! ’’»
«Πρὸς τὸν Θεὸν συμπροσευχόμεθα», εἶπον ἐγὼ ἀπαθῶς καὶ σπουδαίως, «ὄχι μόνον ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τῶν ζώντων. Οἱ κλαυθμοί σου μ’ ἐμπόδισαν πρὸ μικροῦ ν’ ἀκούσω τὸ τέλος τοῦ γράμματος. Ἐὰν δὲν τὸ ἀνεγίνωσκον μόνος, θὰ εὑρισκόμην εἰς τὴν αὐτὴν μετὰ σοῦ ἀπάτην. Καὶ σύ, ὁσάκις τὸ ἀναγινώσκεις, εἶμαι βέβαιος, παραφέρεσαι ὑπὸ τῆς θλίψεώς σου, τόσον ὥστε δὲν σκέπτεσαι δι’ ὅλου τὸ περίτεχνον καὶ διλημματικὸν τῶν τε λέξεων καὶ τῶν φράσεων τοῦ γέροντος καθηγητοῦ. Διότι ἀληθῶς περίτεχνον καὶ διλημματικὸν εἶναι τὸ γράμμα καὶ ὄχι μόνον περὶ θανάτου δὲν λέγει τίποτε, ἀλλ’ οὐδὲ περὶ ἀρρωστίας. Διὰ τὸ πρῶτον εἶναι πολὺ ἀσθενές˙ διὰ τὸ δεύτερον πολὺ μεγαλοποιημένον. Τοιοῦτόν τι δὲν περιμένει κανεὶς ἀπὸ ἕνα καθηγητήν, ὅσον σχολαστικὸς καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι εἶναι. Διότι ἰδέ. Κακὸν δὲν θὰ εἰπῇ πάντοτε Θάνατος. Ὁ Θάνατος δὲν εἶναι μάλιστα ποτὲ ἀνέλπιστον κακόν. Ἔπειτα τοῦτο ἢ ἐκεῖνο ‘‘ἠθέλησε νὰ μ’ ἀπορφανώσῃ’’, γερμανιστὶ λεγόμενον, δὲν σημαίνει πάντοτε ὅτι καὶ μὲ ἀπωρφάνωσε τῷ ὄντι. Πολλὰς φορὰς σημαίνει ἁπλῶς ὅτι ἐδοκίμασεν, ἀλλὰ προελήφθη, ὅπως καὶ εἰς τὴν γλῶσσάν μας. Ἔπειτα, προκειμένου περὶ θανόντος, δὲν λέγομεν προσεύχεσθε ὑπὲρ αὐτοῦ τόσον, ὅσον λέγομεν προσεύχεσθε ὑπὲρ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ. Διατί λοιπὸν νὰ ἀποδώσωμεν τὴν χειροτέραν μόνον σημασίαν εἰς τὰς λέξεις τοῦ καθηγητοῦ; Διατί νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι ὁμιλεῖ περὶ θανάτου, ἢ ἔστω περὶ ἀσθενείας τῆς Κλάρας;»
Ὁ Πασχάλης ἥρπασε τὴν ἐπιστολὴν ἀπὸ τῆς χειρός μου.
«Ὄχι! Ὄχι!» ἐξηκολούθησα ἐγὼ μετὰ ζήλου. «Σκοπός του δὲν ἦτο νὰ σὲ εἰπῇ οὔτε τὸ ἓν οὔτε τὸ ἄλλο. Σκοπός του ἦτον νὰ σὲ εἰπῇ τρίτον τι. Καὶ νὰ σοὶ τὸ εἴπῃ τόσον δισήμως, τόσον διλημματικῶς, ὥστε νὰ παύσῃς τὰς μετὰ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ σχέσεις ἐνωρίτερον, παρ’ ὅτι θὰ ἔκαμνεν, ἐὰν ἤθελε σοὶ τὸ ἀπαιτήσῃ ἁπλῶς καὶ εἰλικρινῶς. Καὶ τὸν σκοπὸν τοῦτον τὸν ἐπέτυχε πληρέστατα καὶ στρατηγικώτατα».
Ὁ Πασχάλης κρατῶν τὴν ἐπιστολὴν πρὸ τοῦ φωτὸς τῆς λυχνίας διὰ τῶν σπασμωδικῶς τρεμουσῶν χειρῶν του, περιῆγεν ἐπ’ αὐτῆς τὸ βλέμμα τῶν ἐκπεπληγμένων ὀφθαλμῶν τό­σον ὀξύ, τόσον ἐταστικόν, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο ν’ ἀνακάλυψῃ τὰ λεγόμενά μου ὑποκάτωθεν τῶν ψηφίων τοῦ καθηγητοῦ, ἢ ἐν αὐτῇ τῇ ὑφῇ τοῦ χάρτου κεκρυμμένα.
«Ἀλλὰ ποῦ εἶναι λοιπὸν αὐτό;» ἀνέκραξεν ἐπὶ τέλους ἀνυ­πομονῶν. «Ποῦ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγεις;» καὶ χωρὶς νὰ σήκωσῃ τοὺς ὀφθαλμούς, περιέφερε τὸν δάκτυλον ἐπὶ τῶν γραμμῶν, ὡς ἀναγινῶσκον παιδίον.
«Δὲν τὸ ηὗρες ἀκόμη;» εἶπον ἐγὼ ἐγερθείς. «Φέρ’ ἐδῶ τὴν ἐπιστολήν». Καὶ ἀποσπάσας τὴν ἐπιστολὴν διὰ βίας ἀπὸ τῶν χειρῶν του:
«Ἄκουσε», τῷ εἶπον, «‘‘Ἐκτελῶ θλιβερὸν καθῆκον, γράφων ὑμῖν ἐγώ, ὅπως σᾶς ἀναγγείλω τὴν εἰς χεῖράς μου ἄφιξιν τῆς ἐπιστο­λῆς... σας... πρὸς τὴν... Κλάραν!’’. Τουτέστιν: ‘‘Σᾶς ἀναγγέλω μετὰ θλίψεως, (καὶ ἀδιάφορον ἂν καὶ πρὸς θλῖψιν σας) ὅτι τὰς ἐπιστολάς σας τὰς ἀναγιγνώσκω ἐγώ. Διότι τὰ πατρικά μου καθήκοντα μοὶ ἐπιβάλλουν νὰ ἀπα­γορεύσω τὴν ἄφιξιν αὐτῶν μέχρι τῶν χειρῶν τῆς θυγατρός μου, ἥτις ἐφάνη τόσον πτωχὴ τῷ πνεύματι, ὥστε νὰ ξεμυα­λισθῇ ἀπὸ ἕνα ἁπλοῦν φοιτητάκον’’».
Ὁ Πασχάλης ἐτινάχθη, ὡς ἄνθρωπος ἐξαφνισθεὶς ἐν τῷ ὀνείρῳ του, ὑπὸ σφοδροῦ τινος κρότου.
«Ἄκουσε, παρακάτω», εἶπον ἐγὼ ἀδιαφόρως. «‘‘Ἀνέλπιστον κακὸν ἠθέλησε ν’ ἀπορφανώσῃ ἐμὲ’’ κτλ. καὶ ἐστέρησεν ὑμᾶς’’ κτλ. ‘‘εἰς τὸ γράμμα σας’’ κτλ. μέχρι τέλους. Θέλει νὰ εἴπῃ ὅτι ὁ ἄριστος μαθητής μου Πασχάλης, φωραθεὶς ἀπελπίστως κακός, ἐδοκίμασεν (ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασε) νὰ μὲ στερήσῃ τὸ τέκνον μου, μεταφέρων αὐτό, ἔστω καὶ ὡς σύζυγόν του, εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ κόσμου, ἐνῷ γνωρίζει ὅτι ἐγὼ ἄλλο στήριγμα τῶν ἀσθενῶν μου γηρατείων δὲν ἔχω. Διὰ τούτου ὅμως ὁ ἐραστής, ὁ κακὸς Πα­σχάλης, ἐστέρησεν ἑαυτὸν τοῦ δικαιώματος νὰ εἶναι φίλος κἂν τῆς Κλάρας, διὰ τὴν ὁποίαν, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, ἀπαντήσεις εἰς ἐπιστολάς του, (ἐὰν ἐξηκολούθει νὰ εἶναι καλὸς) θὰ ἦσαν εὐτύχημα, κατὰ τὰς θλιβερὰς ὥρας τῆς ὀρφανείας τῆς˙ θὰ ἦσαν παρηγορία, μόνη ἐναπολειφθεῖσα δι’ αὐτὴν ἐπὶ τῆς γῆς. Τώρα ποὺ στερεῖται τῆς παρηγορίας σας, εὔχεσθε κἂν μετ’ ἐμοῦ νὰ τὴν παρηγορήσῃ ὁ Ὕψιστος».
Ἡ ἑρμηνεία αὕτη τῆς ἐπιστολῆς τοῦ κυρίου Μ. ἐνεποίησεν ἐπὶ τοῦ Πασχάλη, ἀμέσως ἐξ ἀρχῆς, ἐκπληκτικὴν ἐντύπωσιν. Ἡ ταραχή του, ὅταν ἐννόησε ποῦ ἔτεινον αἱ ὑπόνοιαί μου, ἦτον ἀληθῶς μεγάλη. Διὰ τῆς τρεμούσης χειρός του ἀντείχετο νευρικῶς τοῦ ἑτέρου ἄκρου τῆς ἐπιστολῆς, καὶ μὲ ἀνησύχους ὀφθαλμοὺς παρετήρει ἐναλλὰξ τὰ γράμματα καὶ τὸ προ­σωπόν μου. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἀπέσυρεν ἀνεπαισθήτως τὴν χεῖρά του, ἀπέστρεψε τοὺς ὀφθαλμούς, ἀπεσύρθη. Καὶ ὅταν ἐτελείωσα τὴν ἐξήγησιν, ἐξεπλάγην, εὑρὼν αὐτὸν ἀνακείμενον ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, ἀδιάφορον καὶ μηδαμῶς προσέχοντα εἰς τοὺς λόγους μου. Τοῦτο δὲν ἦτο τὸ παρ’ ἐμοῦ προσδοκηθὲν ἀποτέλεσμα. Ἐν τούτοις μετὰ προσπεποιημένου πλέον ζήλου ἐξηκολούθησα ὑποστηρίζων τὴν ἑρμηνείαν μου. Ἡ σιωπὴ τῆς κυρίας Β. μετὰ τὴν μόνην της ἐπιστολήν, ἡ προ­τροπή της πρὸς τὸν Πασχάλην νὰ καύσῃ τὴν ἐπιστολὴν ἐκείνην μοὶ παρεῖχε δυνατὸν ἐπιχείρημα. Χωρὶς ἄλλο, ἔλεγον, ἡ γυνὴ αὕτη δὲν εὑρίσκεται πλέον παρὰ τῇ Κλάρα, δὲν δια­τελεῖ ζῶσα ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ καθηγητοῦ. Ἡ σύμπραξις, ἡ πα­ρουσία τῆς κατὰ τὴν ἑσπερινὴν ἐκείνην συνέντευξιν, ἀνακαλυφθεῖσα, τὶς οἶδέ πως, εἰς τὸν αὐστηρὸν πατέρα, προεκάλεσε τὴν ἀποβολήν της. Ἄλλως θὰ ἔγραφε, θὰ ἔγραφεν ἔστω καὶ ὅπως ἀναγγείλῃ τὸν θάνατον τῆς Κλάρας. Καὶ τελευτῶν, «Βλέπεις», εἶπον, «Πασχάλη, τί κακὸν πρᾶγμα εἶναι ἡ προκατάληψις; Σ’ ἐκράτησε τόσον καιρὸν ἀπατημένον. Σ’ ἐβασάνισε διὰ τίποτε. Σὲ κατεδίκασεν εἰς σιωπὴν καὶ ἀδράνειαν βε­βαίως πρὸς μεγάλην θλῖψιν τῆς Κλάρας».
Ὁ Πασχάλης ὕψωσεν ἡσύχως τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ παρετήρησε μετ’ οἴκτου ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, καὶ διαστείλας τὰ χείλη μετὰ πικρᾶς εἰρωνείας:
«Ἔγινες δά», εἶπε, «δεινὸς φιλόλογος! Εἰς τόσον μικρὸν διάστημα! Δεινὸς ἑρμηνευτής! Βλέπεις, αὐτὸ τὸ ἔχει ἡ Γοττίγγη. Σὲ συγχαίρω! Ἐν τούτοις ἐπιφύλαξε τὴν σοφίαν σου. Θὰ σὲ χρειασθῇ νὰ παρεξηγῇς — ἤθελον νὰ εἴπω ἐξηγῇς — τοὺς κλασ­σικοὺς εἰς τὰ παιδάρια». Ἀλλὰ μετὰ μικρὸν κρεμάσας πάλιν τὴν κεφαλὴν μετ’ ἀπελπισίας: «Ἂχ φίλε μου! Φίλε μου!» εἶπεν. «Προ­σπαθεῖς νὰ παρηγόρησῃς μίαν ἀγρίαν, ἀπαρηγόρητον θλῖψιν˙ τὸ ξεύρω. Ὁ πρὸς ἐμὲ οἶκτός σου σὲ κάμνει νὰ καταφύγῃς εἰς ὅλα τὰ πιθανὰ ἐπιχειρήματα. Ἐὰν ἐγνώριζες τὸν πα­τέρα τῆς Κλάρας, ὅπως ἐγώ, ἐὰν εἶχες ἀναγνώσει τὴν ἐπιστολὴν τῆς Β., ἐὰν ἤξευρες πρὸ πάντων τὴν συγκοινωνίαν τῆς ψυχῆς μου... Ἐὰν τὴν ἤξευρες ταύτην, εἶμαι βέβαιος, δὲν θ’ ἀμφέβαλλες».
«Συγκοινωνίαν μετὰ τινός;» εἶπον ἐγώ, παραξενευθεὶς ἐκ τοῦ τρόπου του.
«Μετὰ τῆς Κλάρας», ἀπήντησεν ἐκεῖνος μυστηριωδῶς, «μετὰ τῆς ψυχῆς τῆς Κλάρας! Σοὶ εἶπον πῶς μοῦ συνέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τῆς συναντήσεώς μας. Πῶς μ’ ἐκυρίευσεν ἕνας ἄγριος, ἀκράτητος πόθος νὰ τὴν ἰδῶ, καὶ πῶς εὑρέθη αἴφνης ἐνώπιόν μου, εἰς ἕνα τόπον, ὅπου ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἐπερίμενα. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης μοῦ συνέβη τόσες φορὲς τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Δὲν σὲ λέγω πὼς λησμονῶ ποτὲ τὴν Κλάραν, ἀλλ’ ὅταν ὁ καιρὸς χαλάσῃ καὶ ὑγρανθῇ ὁ ἀήρ, καὶ σκοτεινιάσ’ ἡ ἀτμοσφαῖρα, καὶ μὲ καταλάβ’ ἡ μελαγχολία μου, τότε δὲν εἰμπορῶ νὰ σκεφθῶ τίποτε, τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν Κλάραν. Ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅλην τὴν νύκτα, τίποτε. Καὶ κα­θὼς ἀναπολῶ εἰς τὴν μνήμην μου ὅλα τὰ περιστατικὰ τοῦ ἔρωτός μας, ἔξαφνα μὲ κυριεύει ὁ πόθος ἐκεῖνος νὰ τὴν ἰδῶ, ὅπως ἦτο κατὰ τὸ ἕν, ἢ κατὰ τὸ ἄλλο, καὶ — δὲν θὰ τὸ πιστεύσῃς — ὅπως τὴν φαντασθῶ ἔτσι μοὶ παρουσιάζεται! Ἐψές, εἶδες τί φοβερὴ νύκτα, τί ἀγριότης ἀνέμων, τί ἀναστάτωσις στοιχείων! Αὐταὶ εἶναι αἱ χειρότεραί μου νύκτες. Οἱ μυκηθμοὶ τῶν ἀνέμων, οἱ γογγυσμοὶ τῶν δένδρων, οἱ τριγμοὶ τῶν παραθύρων ἐκπτοοῦσι τὴν καρδίαν μου, ἐξορίζουν τὸν ὕπνον μου, ἐκσοβοῦν τὴν ψυχήν μου, ὡς ἔλαφον πανταχόθεν κυνηγουμένην˙ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσῃ. Δὲν ἐπανέρχονται τὰ γεγονότα τῆς θλιβερᾶς ταύτης ἱστορίας εἰς τὴν μνήμην μου, ἡ ψυχή μου ἐλαύνεται πρὸς αὐτά, ἐλαύνεται ἀφειδῶς καὶ ἀμειλίκτως, ἐλαύνεται ὡς ὑφ’ ὑλακτούντων κυνῶν, πλαταγουσῶν μαστίγων, ἕως οὗ διαδράμῃ πάντα, ἅπαξ καὶ δὶς καὶ τρίς, οὐχὶ κατὰ σειράν, ἀλλ’ ἀτάκτως, ὅπως ἐκσοβηθῇ καὶ πρὸς ὅπου ἐκσοβηθῇ, ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς καθ’ ἣν ἐξηυτελίσθην ἐνώπιον τοῦ προστύχου ἐκείνου γυναίου, μέχρι τῆς τελευταίας, καθ’ ἣν ἐφόνευσα τὸν ἄγγελον τῆς ἀγά­πης! Ἔτσι καὶ ἐψὲς τὴν νύκτα. Ἔφθασα μέχρι τοῦ σημείου τούτου, κεκοπιακὼς κ’ ἐξηντλημένος, μὲ τὴν φοβεράν, τὴν ἀμείλικτον συναίσθησιν, ὅτι εἶμαι ὁ πλέον ἐναγής, ὁ πλέον ἀλιτήριος τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ, ἐκ τοῦ ἐρέβους τῆς σκοτεινῆς φαντασίας μου, ἀνέβη ἡ καθαρά, ἡ ἄσπιλος μορφὴ τῆς Κλάρας, ὡς ἀστὴρ ἀνατέλ­λων! Πόσον συμπαθής! Πόσον ἀνεξίκακος! Πόσον οἰκτείρμων! Εἰμπορεῖ νὰ μὴ μ’ ἐσυγχώρησε; Ποτέ! Βεβαίως δὲν μοῦ μνησικακεῖ. Βεβαίως δέεται ὑπὲρ ἐμοῦ, δέεται ὅπως ἐξιλεώσῃ τὸν κριτήν μου, τὸν Πλάστην μου! Ἐκεῖ μ’ ἐκυρίευσεν αἴφνης ὁ φλογερὸς ἐκεῖνος πόθος νὰ τὴν ἰδῶ, νὰ τὴν ἰδῶ μὲ τὰ μάτια μου ὅτι τὸ κάμνει». Καί, σεισθεὶς ὑπὸ ἰσχυρᾶς φρικιάσεως: «Ὅπως τὴν ἐπόθησα», εἶπε, μετὰ τρεμούσης, ὑποκώφου φωνῆς, «ὅπως τὴν ἐπόθησα, ἔτσι μ’ ἐφάνη, ἔτσι παρουσιάσθη ἐνώπιόν μου: ἐντὸς τοῦ κυανοῦ οὐρανοῦ˙ ὑπὸ τὸ γλυκὺ φῶς τοῦ Παρα­δείσου, μὲ τὴν λευκὴν τῶν ἀγγέλων στολήν, μὲ τὴν ξανθήν της κόμην χυμένην ἐπὶ τῶν νώτων, μὲ τὴν χρυσῆν τῆς χάρπαν πρὸ τῶν μικρῶν χειρῶν της. Τί φρικιᾷς τοιουτοτρόπως; Σοῦ δίδω μόνον μίαν ἀμυδρὰν ἰδέαν! Διότι τοὺς γαλανούς της ὀφθαλμούς, τὸ κατανυκτικόν της βλέμμα πῶς νὰ σοῦ τὸ περι­γράψω; Ἔπειτα τοὺς ἤχους τῆς χάρπας, τὴν μουσικὴν τῆς φωνῆς της. Τί ταράττεσαι; Τί τρέμεις τοιουτοτρόπως; Ὤ! Ἐὰν ἠξιώνεσο νὰ τὴν ἰδῇς, ὡς ἐγώ, ἐὰν τὴν ἔβλεπες μίαν φορὰν τί θὰ ἔκαμνες, ἀφοῦ σὲ τὸ λέγω μόνον καὶ συγκινεῖσαι τόσον;»
Ἡ περιγραφὴ αὕτη ἔσεισεν ἐκ θεμελίων τὴν καρδίαν μου. Ἀνὰ πᾶσαν του λέξιν, παγερὰ φρικίασις διέτρεχε τὰ νεῦρά μου. Τὴν ὀπτασίαν τοῦ δυστυχοῦς τὴν εἶδον ἐγὼ πρό τινων ἐβομάδων μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς μου! Τὴν εἶδον ἐν τῷ κυανῷ, ἐν τῷ στρογγύλῳ θαλάμῳ τοῦ φρενοκομείου τῆς Γοττίγγης! Τώρα μοῦ διηνοίγησαν οἱ ὀφθαλμοί. Ἡ παράφρων ἦτο θῦμα ἐρωτικῆς ἀπελπισίας, μοὶ εἶπον. Ἦτον ἐκ τοῦ Δουκά­του τῆς Βάδης! Νομίζω μάλιστα ὅτι ἤκουσα καὶ τὸ ὄνομα Μ., σιγηλῇ τῇ φωνῇ καὶ μετ’ οἴκτου προφερθὲν ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ μου. Ἦτο τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς τῆς Κλάρας. Τί ἀπίστευτος σύμπτωσις! Τί ἀνέλπιστος συγκυρία! Καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ δυστυχοῦς πατρός, κ’ ἐκείνη ἐννοεῖται τώρα καλλίτερα. Ἡ κόρη του δὲν ἦτο νεκρά, ἀλλ’ ἦτο πολὺ πλέον ἢ ἀσθενῆς! Καὶ διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔγραφεν ὁ γέρων τόσον περικεκαλυμμένως, δηλοποιῶν δυστύχημα, ἧττον μὲν θανάτου, ἀλλὰ πολὺ φοβερόν, ἢ ὥστε νὰ ὀνομασθῇ, πολὺ ἀπελπιστικώτερον, ἢ ὥστε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀσθένεια.
Κ’ ἐνῷ προσεπάθουν νὰ ἀποκρύψω τὴν καθ’ αὐτὸ αἰτίαν τῆς ταραχῆς μου, ἀφίνων τὸν Πασχάλην εἰς μίαν πλάνην, ἥτις ἀναμφιβόλως τῷ ἦτο σωτηριωδεστέρα τῆς ἀληθείας, ἐθαύμαζον κατ’ ἰδίαν πῶς ἠμπόρεσε νὰ μὲ διαλάθῃ μέχρι τοῦδε ὁ σύνδεσμος, ὁ συνέχων τὴν ἐν τῷ φρενοκομείῳ τῆς Γοττίγγης δυστυχίαν μὲ τὴν οὖσαν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου! Ἀλλ’ οὕτω συμβαίνει συνήθως, ὁσάκις ζητοῦμεν ν’ ἀποκαλύψωμεν ὡς ἀλήθειαν, οὐχὶ τὸ τί ἐστιν, ἀλλὰ τὸ ὅ,τι ἐπιθυμοῦμεν.
Ὅταν συνεπλήρωσε τὴν περιγραφὴν τῆς ὀπτασίας αὐτοῦ, ὁ δυστυχὴς φίλος μου, ὑπὸ τὸ κράτος αὐτῶν ἐκείνων τῶν συγ­κινήσεων, ἃς ὑπέστη ἐνώπιον αὐτῆς κατὰ τὴν παρελθοῦσαν νύκτα, ἔμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἀδρανὴς καὶ ἄφωνος ἐπὶ τῆς θέσεώς του, ὡς ἄνθρωπος ἀποκαμὼν κ’ ἐξηντλημένος ἐξ ὑπερβολικῆς κοπώσεως. Ἀλλ’ ἐπὶ τῆς μαραμμένης αὐτοῦ μορφῆς δὲν ἐπεκάθητο πλέον τώρα ἡ ἀγρία, ἡ ἀνησυχαστικὴ ἐκείνη θλῖψις. Ἡ ἀνακοίνωσις τῆς συμφορᾶς τὸν ἀνεκούφισεν. Ἡ γλυ­κεῖα ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ μεσιτευούσης παρθένου τὸν ἐπαρηγόρησεν. Ὁ πυρετὸς τῶν νεύρων του ἐλώφησεν˙ μόνον οἱ ὀφθαλμοί του διετέλουν ἀκόμη ἐκστατικῶς ὑψωμένοι Ἀλλ’ ἡ ἔκστασις αὕτη ἦτον ἔκστασις ἀνθρώπου ἐσωτερικῶς κ’ ἐν κατανύξει προσευχομένου, οὐχὶ ψυχῆς ἐπτοημένης καὶ τρε­μούσης πρὸ τῶν ἰδίων αὐτῆς φαντασμάτων. Μία μυστηριώ­δης, ἀλλ’ ὑπερκόσμιος ἡδονὴ ἐδάνειζεν, ἔλεγες, εἰς τὸ βλέμμα του, τὴν ὑπερβολικὴν ἐκείνην λάμψιν.
«Ἀπέθανεν!» ἐψιθύρισε μετὰ μακρὰν σιωπήν. «Ἀπέθανε! Μοὶ τὸ λέγει ἡ καρδία».
«Ναί, Πασχάλη, ἀπέθανεν!» εἶπον ἐγὼ τρυφερῶς. «Ἦτο πεπρωμένον. Ὅλοι θ’ ἀποθάνωμεν».
«Ἀλλ’ ἡ καρδία μοὶ λέγει», ἐξηκολούθησεν ἐκεῖνος ἐν ἁγίῳ ἐνθουσιασμῷ, «ὅτι δὲν ἀπέθανε διὰ παντός. Αἱ ψυχαί μας συγκοινωνοῦσι καὶ διὰ τῆς ὕλης ἀκόμη. Βλέπεις, ἦσαν προωρισμέναι ἡ μία διὰ τὴν ἄλλην. Ἡ ἐδική μου εἰς τὴν παραφορὰν ἑνὸς προώρου πάθους διεκύβευσε τὸν πρωρισμόν της καὶ τὸν ἔχασε. Τοιουτοτρόπως ἐματαιώθη ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἕνωσίς μας. Ἀλλ’ ἐκεῖ ἐπάνω... Ὤ! Ἐκεῖ ἐπάνω θὰ τῆς ὑπάγω καρδίαν κεκαθαρμένην εἰς τὰ δάκρυά μου, ἐξηγνισμένην διὰ τῆς μετανοίας. Καὶ θὰ ἑνωθῶμεν αἰωνίως, αἰωνίως! Τί εἶναι ἡ ζωή; Ἔπειτα, τὸ αἰσθάνομαι. Ἡ ψυχή μου ἀνυπομονεῖ, κ’ ἐργάζεται ἀκάματος συντρίβουσα καὶ διαρρηγνῦσα τὸ συνέχον αὐτὴν ὑλικὸν κέλυφος. Τὰ πτερά της ἐμεγάλωσαν, ἐδυνάμωσαν...»
Πρὸ τῶν παραθύρων τοῦ δωματίου, ἐν τῇ βαθυτάτῃ σιγῇ τῆς νυκτός, ἠκούσθη αἴφνης τὸ βαθύφωνον τοῦ νυκτοφύλακος κέρας καὶ τὸ βραχνὸν αὐτοῦ κέλευσμα. Ἐν Κλάουσθαλ, ὅπως κατὰ τὸν μεσαιῶνα, οὕτω καὶ σήμερον ἀκόμη ὁ νυκτοφύλαξ περιέρχεται βραδέσι βήμασι τὰς ἐρήμους ὁδοὺς ὁλονυκτῆς, ὡς μαῦρον φάσμα, μὲ τὸ κέρας ἐπὶ τῆς πλάτης καὶ τὸν θαμβὸν φανὸν ἀνὰ χεῖρας, ἀναγγέλλων τὴν παρέλευσιν τῶν ὡρῶν, καὶ κελεύων τοὺς τυχὸν ἀγρυπνοῦντας νὰ σβήσουν τὸ φῶς, νὰ παραχώσουν ἐπιμελῶς τὸ πῦρ τῆς ἑστίας, πρὸς ἀποφυγὴν πυρκαϊᾶς.
Τὰ μεσάνυκτα εἶχον παρέλθει πρὸ πολλοῦ, ἀλλ’ ὅταν ἀνέβην εἰς τὸν κοιτῶνά μου, ἤμην ἀκόμη τόσον συγκεκινημένος, ὥστε μ’ ὅλην τὴν ἠρεμίαν τῆς νυκτός, ὥρας ὁλοκλήρους ὕπνος δὲν μ’ ἐπήρχετο. Ἡ ἐρασμία καὶ περικαλλὴς παράφρων, τὴν ὁποίαν, ἴσως ἡ κατ’ ἀρχὰς ἀδιαθεσία μου, ἴσως αἱ μετὰ ταῦτα διηνεκεῖς περὶ τοῦ Πασχάλη ἀνησυχίαι, εἶχον παρωθήσει τό­σον μακρὰν εἰς τὸ βάθος τῆς μνήμης μου, ἐνησχόλει τὴν φαντασίαν μου τώρα τόσῳ μᾶλλον ἐπιμόνως, ὅσῳ ζωηροτέρα ὑπῆρξεν ἡ ἀρχικὴ αὐτῆς ἐντύπωσις ἐπὶ τῆς ψυχῆς μου. Ἡ θλι­βερὰ ἐκείνη σκηνή, ἧς ἐγενόμην αὐτόπτης μάρτυς ἀναχωρῶν τῆς Γοττίγγης, παρίστατο πρὸ τῆς μνήμης μου τώρα ἀπαράλλακτος — τι λέγω; — πολὺ ζωηροτέρα, πολὺ θλιβερωτέρα ἢ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἦτο τῷ ὄντι θαυμαστὴ ἡ ἔντασις, μεθ’ ἧς, κατὰ τὸ διάφορον φῶς, ὑφ’ ὃ ἀνέβαινον πρὸ τῶν ὀ­φθαλμῶν τῆς ψυχῆς μου τώρα ὅλαι ἐκεῖναι αἱ λεπτομέρειαι τῆς ἐν τῷ φρενοκομείῳ ἐπισκέψεώς μου. Ἡ φειδὼ καὶ ἡ εὐλάβεια, μεθ’ ἧς ὁ φιλόστοργος ἐκεῖνος διευθυντὴς μὲ εἰσῆγεν, αἱ ἀψοφητὶ ἀνοίγουσαι καὶ κλείουσαι θύραι, τὸ στρογγύλον σχῆμα τῆς αἰθούσης, τὸ γλυκὺ κυανοῦν χρῶμα τῆς ἐπιστρώσεως τῶν τοίχων καὶ τῶν θυρῶν, οἱ παχεῖς τάπητες, τὸ εἶδος τῶν ἐπί­πλων, καὶ πρὸ πάντων ἡ ἐκ τοῦ βάθους φανταστικὴ ἐκείνη προέλευσις τῆς δυστυχοῦς Κλάρας, λευχειμονούσης καὶ λυσικόμου, μὲ τὸ ὑστερικὸν ἐρύθημα ἐπὶ τῶν παρειῶν, τοὺς ὡραίους γαλανοὺς ὀφθαλμούς, μὲ τὸ παιδικόν, τὸ ἀφελὲς αὐτῆς βλέμμα, ἀφροντιστούσης τ’ ἀτημέλητα τοῦ φύλου τῆς κάλλη, χωρὶς συνειδήσεως τῆς τρομερᾶς αὐτῆς δυστυχίας, ἄνευ ὑποψίας τοῦ πένθους, εἰς ὃ ἡ φαιδρότης αὐτῆς ἐβύθιζε τὰς καρδίας ἡμῶν˙ καὶ ἔπειτα τὸ ἐράσμιον τοῦ λόγου, ἡ θελκτικὴ φιλαρέ­σκεια, μεθ’ ἧς ἐτοποθετήθη εἰς τὸ κατάλληλον φῶς, πρὸ τοῦ ἀπαστράπτοντος ὀργάνου της, ἡ ἀπαράμιλλος τέχνη μεθ’ ἧς οἱ λεπτοφυεῖς αὐτῆς δάκτυλοι ἐξεκάλουν τοὺς μαγευτικοὺς τῆς χάρπας τόνους˙ καὶ ἔπειτα ἡ μουσικὴ τῆς φωνῆς, ἡ ἔννοια τῶν ᾀσμάτων, τόσον σαφὴς τώρα πλέον˙ ἡ φλογερὰ ἐκτέλεσις, τὸ δραματικὸν πάθος, ἡ νευρικὴ ἔξαψις˙ καὶ ἔπειτα ἡ κορύφωσις τῆς ἀπελπισίας, ἡ ἔκρηξις τῆς ὀργῆς, ἡ ἐπίσκηψις τῆς μανίας˙ ὅλα, ὅλα ταῦτα ἐπανήρχοντο εἰς τὴν μνήμην μου κ’ ἐπανήρχοντο, καθὼς εἶπον, πολὺ ζωηρότερον, πολὺ σημαντικώτερον! Ἀλλ’ ὅταν ἀνεμνήσθην τὰς μετὰ τὴν σκηνὴν ταύτην συγκρίσεις μου ἐν τῷ διαδρόμῳ, τὰς πικρὰς ἐκείνας μεμψιμοιρίας μου κατὰ τῆς μητρὸς Φύσεως, ὡς ἀστόργου δῆθεν πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἠξεύρω πῶς ἀντετάχθη εἰς τὴν ἐπανάληψιν αὐτῶν ἡ σταθερὰ ψυχικὴ βεβαιότης, μεθ’ ἧς ὁ Πασχάλης πρὸ μικροῦ ἔτι ἀπεξεδέχετο τὴν μετὰ τῆς νεκρᾶς αὐτοῦ φίλης συνάντησιν ἐν τῇ αἰωνιότητι. Καὶ δὲν ἐφθόνησα πλέον τὰ μηδαμινὰ πλεονεκτήματα τῶν ζωϋφίων καὶ κρυ­στάλλων, ἀλλ’ ἀνακαθήσας ἐν τῇ κλίνῃ μου, ἐδόξασα τὸν Θεόν, διότι ἐπροίκισε τὴν καρδίαν τῶν λογικῶν αὐτοῦ πλασμάτων, μὲ τὴν γλυκεράν, τὴν παρήγορον ἐλπίδα τῆς μετὰ θάνατον ὑπάρξεως. Τίς οἶδεν, ἐὰν καὶ ἡ δυστυχὴς Κλάρα εἰς τὰς φωτεινὰς τῆς διανοίας τῆς στιγμὰς δὲν ἀπελάμβανε τὸ εὐεργέτημα τῆς αὐτῆς παραμυθίας;...
Ὁ Πασχάλης ἠγέρθη καὶ τὴν ἐπιοῦσαν πρὸ ἐμοῦ, ὅπως πάντοτε. Ἀλλ’ ὅταν κατῆλθον εἰς τὸ δωμάτιον, ἐν ᾧ συνήθως ἐλαμβάνομεν τὸ πρόγευμα, τὸν εὗρον παίζοντα φαιδρῶς μὲ τὰ μικρὰ τῆς οἰκοδεσποίνης ἡμῶν παιδία. Ἦτον ἐνδεδυμένος τὴν μεταλλευτικὴν αὐτοῦ στολὴν καὶ ἐκάθητο πρὸ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου, ἐν τῷ φωτὶ τοῦ θερμοῦ καὶ λαμπροτάτου τῆς πρωΐας ἡλίου.
«Ὡραία ἡμερα σήμερα!» ἀνεφώνησεν ὡς μὲ εἶδε. «Καλὴ ’μέρα!»
«Καλημέρα!» εἶπον ἐγὼ γελῶν, διότι ἀπεφεύχθη τοιουτο­τρόπως τὸ ‘‘Ἔσο τυχηρὸς’’ τῶν Κλαουσθαλίων.

Ὁ Πασχάλης παίζων μὲ τὴν ξανθοτάτην κόμην τοῦ ἐπὶ τῶν γονάτων του μικροῦ κορασίου, «Ὁ καφὲς ἐκρύωσεν», εἶπεν, «ἀλλὰ τόσον τὸ καλλίτερον, ῥόφα τον μίαν ὥραν πρωτύτερα κ’ ἑτοιμάσου νὰ βγοῦμεν».
«Καὶ ποῦ θὰ πᾶμεν;» εἶπον ἐγώ, θαυμάζων τὴν εὐεργετικὴν ἐπιρροήν, ἣν ἐξήσκει ἐπὶ τῆς διαθέσεως αὐτοῦ ἡ καλοκαιρία.
«Στὴν Καρολίνα!» εἶπεν ἐκεῖνος ἐκφραστικῶς. «Στὴν Κα­ρολίνα!»
«Σὲ ποία Καρολίνα;» εἶπον ἐγὼ ἀπορήσας.
«Στὸ μεγάλο μεταλλεῖον τῆς Κλάουσθαλ», ἀπήντησεν ἐκεῖνος, γελῶν διὰ τὴν ἀπορίαν μου. «Μὲ χιλιάδας ποδῶν βάθος, μὲ πολλῶν τετραγωνικῶν μιλίων ἔκτασιν, μὲ σιδηροδρόμους εἰς τὰς σύριγγάς του, μὲ ποταμὸν ἐντὸς αὐτοῦ, καὶ τὸ θαυμαστότερον, μὲ φορτηγίδας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ. Ἀξίζει τὸν κόπον νὰ τὸ γνωρίσῃς».
Σπεύσας νὰ καταπίω τὸ κρύον ἀληθῶς πρόγευμά μου, «Εἶ­μαι εἰς τὰς διαταγάς σου», τῷ εἶπον, «σήκω! Πᾶμε!»
«Ὠχώ!» ἀνέκραξεν ὁ Πασχάλης. «Ἔτσι καθὼς εἶσαι;»
«Καὶ μήπως ἔχω μαθὲς καὶ γιορτερὰ νὰ φορέσω διὰ τὴν ἐπίσκεψιν τῆς Καρολίνας;»
«Περίμενε ὀλίγον», εἶπεν ἐκεῖνος. «Ὁ νοικοκύρης θὰ σοῦ τὰ φέρῃ. Ἐψὲς εἰργάσθη, ὡς μανθάνω, ὅλην τὴν νύκτα, καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶναι, θὰ ἔλθῃ νὰ κοιμηθῇ τὰς ὥρας του. Θὰ μᾶς δώσῃ τὴν μεταλλευτικὴν στολὴν του νὰ τὴν φορέσης. Ἄλλως τὴν πα­θαίνεις ὡσὰν τὸν φίλον σου τὸν Χάϊνε.
«Καὶ τί ἔπαθεν ὁ Χάϊνε;»
«Ἐπεσκέφθη τὸ ἴδιον μεταλλεῖον μὲ τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦσε. Ἐν ὅσῳ ἦτον κάτω στὰ σκοτεινά, δὲν τοῦ ἀπεφαίνετο˙ ὅταν ὅμως ἐβγῆκεν εἰς τὸ φῶς καὶ εἶδε τὴν κατάστασιν τῶν ἐνδυμά­των ποὺ εἶχε, ‘Πολλὲς Καρολίνες ἐγνώρισα εἰς τὴν ζωὴν μου’ ἀνέκραξεν ἐκπεπληγμένος, ‘ἀλλὰ καμμιὰ δὲν ἦτο τόσον λε­ρωμένη!’»

Κ’ ἐγελάσαμεν ἐπὶ τῷ ἀνεκδότῳ τοῦ σαρκαστικοῦ ποιητοῦ, κ’ ἐγέλασαν μεθ’ ἡμῶν καὶ τὰ παιδία, οὐχὶ ἐννοήσαντα, ἀλλ’ ἁπλῶς κατὰ συμπάθειαν. Ἐν τούτοις ἡ ὥρα παρήρχετο, καὶ ἀντὶ τοῦ οἰκοδεσπότου, εἰσῆλθεν ἡ σύζυγος αὐτοῦ, ἀναγγέλλουσα περίφροντις ὅτι ἔκτακτος ἐργασία καὶ κατεπείγουσα θὰ κρατήσῃ τὸν σύζυγον αὐτῆς ἐν τῷ μεταλλείῳ, μέχρι με­σημβρίας.

«Καθ’ ἐμπόδιο σὲ καλό!» εἶπεν ὁ Πασχάλης. «Ἔρχεσαι ἄλλη ’μέρα. Ἐγὼ ὅμως πρέπει νὰ σπεύσω, κἄτι θὰ τρέχῃ ἐκεῖ μέσα». Καὶ μὲ τὸ ᾆσμα ἐπὶ τῶν χειλέων ἐξῆλθε πρὸς ἀναζήτησιν τῶν ἐργαλείων του.

Ἡ ἀπροσδόκητος ἐκείνη φαιδρότης κ’ εὐτραπελία δὲν ἠξεύρω πως μ’ ἐπαραξένευον. Εἶχον τόσας ἡμέρας νὰ τὸν ἰδῶ ὀλίγον εὔθυμον καὶ ζωηρόν! Ἦτον ἆρά γε ἀποτέλεσμα καιροῦ μόνον;

«Χαῖρε! Μέχρι μεσημβρίας», εἶπεν ἀπερχόμενος μετ’ ὀλίγον. «Καὶ ἔσο ἕτοιμος διὰ τὴν ἐκδρομήν μας εἰς τὸν Χιονόσκουφον. Δὲν ἔχομεν καιρὸν διὰ χάσιμον».

«Πῶς!» εἶπον ἐγώ. «Ἐκδρομὴν εὐθὺς ἀμέσως μετὰ τόσας βροχάς; Θὰ πνιγῶμεν εἰς τὰ νερὰ καὶ ταῖς λάσπαις. Ἔπειτα, σὺ χθὲς ἀκόμη ἤσουν ἄρρωστος!»

«Νὰ τί θὰ ’πῇ δάσκαλος!» εἶπεν ὁ Πασχάλης, προσποιηθεὶς ὅτι δὲν ἤκουσε τὰς τελευταίας μου λέξεις. «Περιμένει νὰ εὕρῃ νερὰ καὶ λάσπαις ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων! Λάσπες ἐδῶ πέρα δὲν ἔχομεν ἐμεῖς, παιδί μου, οὔτε νερά. Διότι αἱ κατωφέρειαι δὲν τ’ ἀφήνουν νὰ σταματήσουν οὐδὲ στιγμήν. Οὔτε εἰς τὰς κοίτας τῶν χειμάρρων δὲν διαμένουν ἐπὶ πολύ˙ χάνονται εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ διαστήματος εἰς διάστημα, καὶ γεμίζουν τὰς μεγάλας ὑπογείους δεξαμενὰς καὶ λίμνας, ἀπὸ τὰς ὁποίας τρέ­φονται τόσαι πηγαὶ καὶ ῥυάκια καὶ ποταμοὶ τῶν πεδινῶν περιχώρων».

Καὶ προσαρτήσας τὸν μεταλλευτικὸν φανὸν ἐπὶ τῆς ζώνης, καὶ καλυφθεὶς μὲ τὸν ὠμοσκεπῆ του πίλον, ἔσφιγξε τὴν χεῖρά μου νευρικῶς καὶ ‘‘Glück auf!’’ μὲ ἀπεχαιρέτησεν. Τὸν ἔβλεπον ἀναχωροῦντα μὲ τὴν στιλπνὴν αὐτοῦ σφῦραν ἐπὶ τοῦ ὤμου ἀστράπτουσαν ὑπὸ τὰς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου, καὶ μυστικός τις πόθος μὲ ὤθει νὰ δράμω κατόπιν του, νὰ τὸν σφίξω εἰς τὴν ἀγκάλην μου, νὰ μὴ τὸν ἀφήσω νὰ χωθῇ μέσα εἰς τὰς ὑγρὰς καὶ σκοτεινὰς τῶν μεταλλείων στοὰς κατὰ τὴν λαμπρὰν ἐκείνην ἡμέραν, ἀλλ’ ἐσκέφθην πάλιν, ὅτι ἡ ἀγαπητή του ἐνασχόλησις ἴσως τοῦ διασκεδάζει ἀποτελεσματικώτερον τὰς μελαγ­χολικάς του σκέψεις. Εἴθε νὰ εἶχον ὑπακούσῃ εἰς τὴν ὁρμὴν τῆς καρδίας μου! Περὶ τὴν μεσημβρίαν ἦλθε, φεῦ! Δὲν ἦλθε, τὸν ἔφερον˙ τὸν ἔφερον νεκρόν!

Αἱ συνεχεῖς καὶ ῥαγδαῖαι βροχαί, εἰσδύσασαι διὰ τῶν πόρων καὶ τῶν ὀπῶν τῆς γῆς, εἶχον ὑπερπληρώσει τὰς ἐπὶ τοῦ με­ταλλείου τῆς Καρολίνας ὑπογείους κοιλότητας. Ὅλην τὴν νύκτα εἰργάζοντο πρὸς διοχέτευσιν τῶν εἰσρευσάντων ὑδά­των οἱ μεταλλευταί, ἀλλὰ τὸ ἀσύνηθες βάρος ἢ ἡ διείσδυσις αὐτῶν, διαβρέξασα κατεκρήμνισε μίαν στοάν, ὑπὸ τὰ χώματα τῆς ὁποίας ἐτάφησαν δεκάδες ἀνθρώπων. Πρῶτος ἐξαχθεὶς ἐκ τῶν θυμάτων ἦτον ὁ δυστυχὴς Πασχάλης. Δὲν εἶχε πλακωθῆ ὑπὸ τὰ χώματα, ἀλλ’ εὑρέθη νεκρὸς πλησιέστατα τοῦ καταπεσόντος μέρους. Ἡ γενομένη νεκροψία ἀπέδειξεν ὅτι ὁ πτωχὸς ἀπέθανεν ἐξ ἀποπληξίας τῆς καρδίας. Τὸ ὄργανον τοῦτο ἐχαρακτηρίσθη ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ ὡς πρὸ πολλοῦ ἤδη πάσχον. Ὁ κλονισμός, ὃν ὑπέστη κατὰ τὴν στιγμὴν τοῦ κινδύνου, ἐπέ­φερε τὴν τελευταίαν καταστροφήν!

Πρὶν ἢ ἔτι συνέλθω ἐκ τῆς κεραυνοβόλου πληγῇς, ἢν ἡ ἀπω­λεια τοῦ φιλτάτου μοὶ κατέφερεν, ἐν τῷ μέσῳ τῶν πανταχό­θεν ἀντηχούντων κοπετῶν καὶ θρήνων ὁλοκλήρου τῆς πόλεως πενθούσης, μοὶ ἐπεδόθη ἐπιστολὴ τοῦ ἐκ Γοττίγγης ἰατροῦ μου κυρίου Χ***. Ἐμάντευον τὴν φύσιν τοῦ περιεχομένου. Ἀλλ’ ἡ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου καταπληκτικὴ συμφορὰ ἐξουδετέρου τὴν πικρίαν τῶν ἐπιπλήξεων τοῦ καθηγητοῦ διὰ τὴν πρὸς τὰς συμβουλὰς αὐτοῦ παρακοήν μου. Μετ’ ἀπροσέκτου βίας καὶ τοῦτ’ αὐτὸ μετὰ δυσαρεσκείας μου διῆλθον τὰς δυσανα­γνώστους ἀπειλάς του. Θὰ μοὶ ἦτον ἀληθῶς ἀδιάφορον, ἂν μετὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἀπέθνησκον, συνεπείᾳ τῆς πρὸς τὸν ἰατρὸν παρακοῆς μου! Εἶχον ἰδεῖ ἔτι ἅπαξ τὸν ἐπιστήθιον φίλον μου˙ ἐπαρηγόρησα ὅσον τὸ κατ’ ἄνθρωπον τὴν θλῖψιν τῆς ἀδελφικῆς του καρδίας˙ καὶ μακρὰν τῆς φιλτάτης ἡμῶν πα­τρίδος, μακρὰν τῆς φιλοστόργου μητρός, μακρὰν τῶν συγγε­νῶν καὶ οἰκείων, εὑρέθην κἂν ἐγὼ νὰ κλείσω τοὺς ἀποκαμόντας αὐτοῦ ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ κηδεύσω τὸν νεκρόν του. Ἀλλ’ ὅταν ἔφθασα εἰς τὸ τέλος τῶν ἀπειλῶν καὶ παραινέσεων τοῦ ἰατροῦ, δύο τρεῖς γραμμαί, ὡς ὑστερόγραφον, ἀμελῶς καὶ μετὰ βίας παρερριμμέναι, προσείλκυσαν ὅλην μου τὴν προσοχήν. «Ἐν παρόδῳ σᾶς πληροφορῶ», ἔγραφεν ὁ ἀγαθὸς γέρων, «ὅτι ἡ δυσ­τυχής, ἣν ἔτυχε νὰ συνεπισκεφθῶμεν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀνα­χωρήσεώς σας ἐν τῷ φρενοκομείῳ, ἀπηλλάγη τῶν δεινῶν της. Ἐτελεύτησε τὴν νύκτα τῆς προχθές, μὲ τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τῶν χειλέων, ὅτι ὑπάγει νὰ εὕρῃ τὸν μελλόνυμφόν της. Σπάνιον τέλος τῶν νόσων, ὅσαι ἔχουν τὴν ἕδραν των μόνον ἐν τῷ ἀγνώστῳ παράγοντι Ψ, ἤγουν τῇ ψυχῇ!» Τὴν νύκτα τῆς προ­χθές! Ἀκριβῶς τὴν νύκτα, καθ’ ἣν ὁ δυστυχὴς Πασχάλης τὴν εἶδεν ἐν ὀπτασίᾳ ἐπὶ τῶν οὐρανῶν! Πρὸ τοῦ Θεοῦ τῆς! Ὁποία ὑπερφυσικὴ ἀνταπόκρισις! Ἀληθῶς αἱ ψυχαὶ τῶν ἀτυχῶν τούτων ἐραστῶν συνεκοινώνουν καὶ διὰ τῆς ὕλης ἀκόμη!...

***

Τρεῖς ἡμέρας μετὰ ταῦτα, τὸ ἑσπερινὸν λεωφορεῖον ἐξήρχετο τῆς Κλάουσθαλ βαρὺ καὶ ἀργοπόρον. Περισσότεροι τῶν ὑπερπληρούντων αὐτὸ ἐπιβατῶν ἦσαν ἐκ τῶν κύκλωθεν ἀποσταλέντων ἀντιπροσώπων, ὅπως παραστῶσιν εἰς τὴν δημοτελῆ κηδείαν τῶν θυμάτων τῆς ἀποφράδος ἐκείνης. Συμπεπτωκότες καὶ κατηφεῖς, ἐτηροῦμεν ἐν τῷ ὀχήματι βαθεῖαν, θλιβερωτάτην σιγήν. Ὅταν ἀνήλθομεν τὴν πρὸς τὸ δάσος ἀνωφέρειαν, ὁ ταχυδρόμος δὲν ἐσάλπισε τὸ σύνηθες ἀποχαιρετιστικὸν αὐτοῦ σάλπισμα. Ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἔτι δύσει, ἀλλὰ μετὰ τὸν σφοδρὸν ἄνεμον τῆς ἡμέρας, ὁ οὐρανὸς ἐπαπείλει μίαν ἀπὸ τὰς βροχερωτάτας ἐπὶ τοῦ Χάρτς νύκτας. Ζοφερὰ νέφη ἐκάλυπτον ἀκίνητα ὅλην αὐτοῦ τὴν ἐπιφάνειαν. Τὰ τελευταῖα πτηνὰ ἐπέτων ὡς βέλη σιγηλά, ὅπως κρυβῶσιν εἰς τὸ νυκτερινὸν αὐτῶν καταφύγιον. Τὰ ὑψιτενῆ καὶ μελανὰ σώματα τῶν πευκῶν καὶ τῶν πιτύων, διεκρίνοντο ἐν τῇ ὁμιχλώδει ἀποστάσει ἀκίνητα καὶ μελανά, ὡς σκιαὶ πενθοφόρων. Ἐπεκράτει ἡ συνήθης πρὸ τῶν καλοκαιρινὼν ὄμβρων πληκτικὴ νηνεμία. Θὰ ἔλεγες ὅτι καὶ ἡ ἄψυχος Φύσις ἐπένθει μεθ’ ἡμῶν.

Μικρὸν πρὶν εἰσέλθωμεν εἰς τὴν σκοτίαν τοῦ δάσους, παρέκυψα ἐκ τῆς θυρίδος τῆς ἁμά­ξης ὅπως ἰδῶ ἔτι ἅπαξ τὸν ὑψηλὸν Χιονόσκουφον. Κωνικὴ δέσμη πορφυροχρύσων ἀκτίνων, ἐκ τῆς δύσεως ἐξακοντιζομένη, ἐχρωμάτιζε τὴν λευκὴν αὐτοῦ κορυφὴν καθιστῶσά μοι διακριτὸν τὸ ἐπ’ αὐτῆς ξενοδοχεῖον, ἀλλὰ πρὸς στιγμὴν μόνον. Δάκρυα πλημμυρήσαντα, ἐθάμβωσαν τοὺς ὀφθαλμούς μου. Ἐντεῦθεν ἐπεράσαμε μετὰ τοῦ Πασχάλη! Ἐντεῦθεν μοὶ ἔδειξε τὸ ξενοδοχεῖον. Ὁποία ἀντίθεσις μεταξὺ ταύτης καὶ ἐκείνης τῆς ἑσπέρας! Καὶ ὅμως ἡ αὐτὴ σιγή, ἡ αὐτὴ γαλήνη! Ἐκεῖ, ἀνελογίσθην, ὁποία τρικυμιώδης ἀγρία ταραχὴ θὰ ἐπεκράτει ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ ἀτυχοῦς νέου κατὰ τὴν μαγικήν, τὴν γαληνιαίαν ἑσπέραν τῆς συναντήσεώς μας. Διαρκεῖς ἀνα­τριχιάσεις διέδραμον τὸ σῶμά μου! Πόσον ἀληθὴς ἦτον ἡ μελαγχολικὴ ἐκείνη ποίησις! Πόσον φυσικὴ ἡ ἐπ’ ἐμοῦ ἐπίδρασίς της! Καὶ πόσον, πόσον ταχέως, φεῦ, ἐξεπληρώθη ἡ θλιβερὰ αὐτῆς ὑπόσχεσις! Τὰ δάκρυα κατέκλυσαν ἐκ νέου τοὺς ὀφθαλμούς μου. Οἱ στίχοι ἐπανῆλθον αὐτομάτως ἐπὶ τὰ χεί­λη μου:

Ἐπὶ πάντων τῶν ὀρέων
ἡσυχία βασιλεύει.
Ἐπὶ τῶν κλαδίσκων πλέον
οὔτε φύλλον δὲν σαλεύει.
Τὰ πτηνὰ ταῖρι ταῖρι
κοιμῶνται σιγὰ κ’ εὐτυχῆ.
Ὤ, καρτέρει, καρτέρει,
καὶ σὺ θὰ κοιμᾶσ’ ἐν βραχεῖ!