Παρασκευή, Ιουνίου 26, 2009

ΠΑΕΙ Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΔΙΑΚΟΠΕΣ;

Διακρίνω μια νωχέλεια, μια καλοκαιρινή ραστώνη; Η έμπνευση, η δημιουργία πάει λοιπόν διακοπές;
Επειδή μάλλον όλα αυτά συμβαίνουν, ο " Άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες" μεταφέρεται στην παρακάτω νεροτσουλήθρα, απολαμβάνοντας παραλλήλως τα μνημεία του τόπου του, όπως αυτά εμφανίζονται στις φωτογραφίες της ανάρτησης. Η έμπνευση και η χαρά της δημιουργίας φαίνεται βαδίζουν με τις διαθέσεις του καιρού. Μέχρι λοιπόν την έλευση του φθινοπώρου, τις δουλειές του μαγαζιού θα διαχειρίζεται ο Σπύρος Ντουμάνης ή Φούντας.

















Δευτέρα, Ιουνίου 22, 2009

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ

Κυρία Ρούλα
Λέγομαι Σπύρος και είμαι 51 χρονών. Μένω μόνος μου και έχω μια κόρη δώδεκα χρονών. Πριν λίγες μέρες γνώρισα μια κοπέλα, μέσω διαδικτύου, τη δεσποινίδα Έρση Παπαηλιού. Είναι φιλολογικά καταρτισμένη, ευτυχώς δηλαδή, γιατί είναι αυτή που με βοήθησε με το e-mail που μου έστειλε, να διορθώσω μερικές «πατάτες», κυρίως γραμματικές και ορθογραφικές, «αβλεψίες» τις αναφέρει η εν λόγω δεσποινίς, να είναι καλά η κοπέλα, που έκανα στην τελευταία μου ανάρτηση στο μπλογκ που διατηρώ με την επωνυμία «Άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες». Γνωρίζει τον Ίταλο Καλβίνο και κάποιον Αμεντέο Ολίβα, προφανώς τον ήρωα του διηγήματος «Οι περιπέτειες ενός αναγνώστη» από το βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα «Οι δύσκολοι έρωτες». Μου γράφει στο e-mail, το πρώτο που μου έστειλε, γιατί ακολούθησαν κι άλλα, ότι σκέφτεται, φτάνοντας την ανάγνωσή της στη 13η απ' το τέλος γραμμή του κειμένου μου ότι «γιατί όχι, θα ανταπΡοκριθεί», αποκαλώντας με μάλιστα πατριώτη, σαφή αναφορά στη σεξουαλικότητα του Άδωνη και του Πλεύρη, του Γιανναρά δεν το νομίζω, δίνοντάς μου την ελπίδα ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάποια σχέση μαζί της. Της ζήτησα, όπως είναι φυσικό, να μου στείλει μια φωτογραφία της, αφού την ευχαρίστησα για τη βοήθειά της. Το σφάλμα μου βέβαια ήταν ότι την αποκάλεσα κυρία, για λόγους ευγενείας, αλλά αυτό μάλλον την εξόργισε. Μου απάντησε ότι δεν μου στέλνει φωτογραφία της γιατί της πέφτω κομμάτι μεγάλος, γιατί είναι μόλις 26 χρονών, πράγμα που δεν γνώριζα. Αντ’αυτού μου έγραψε ότι είναι όμορφη, γεγονός που θα αντιλαμβανόμουν αν μου έγραφε τα βιβλία που διαβάζει. Εδώ με μπέρδεψε λίγο, αφού είμαι πεισμένος ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, αλλά το προσπέρασα. Αναθάρρησα όμως, μπήκα σε επιφυλακή, ετοιμάστηκα να τακτοποιήσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη μου, δυο ράφια όλα κι όλα, ευχήθηκα να έχει καλά ο θεός τον ιδρυτή του Google, αλλά η επόμενη πρόταση της με επανέφερε στη θέση μου. Δήλωσε ότι σαν γυναίκα κρατά τα μυστικά της ομορφιάς για τον ευατό της.
Θα τελείωναν εδώ οι ελπίδες μου, αν δεν διάβαζα την καταληκτική της πρόταση. «Σας χαιρετώ σύγκορμη!» φράση που μου πετούσε κατάμουτρα, αδιάφορη αν θα μπορούσα να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα.
Κατάφερα να κοιμηθώ μετά πολλών βασάνων, όταν την επόμενη μέρα το πρωί βρίσκω ένα ακόμη e-mail, όπου μου έγραφε, ότι βλέπω όλες τις γυναίκες ως ηρωίδες του Πεντζίκη, ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που την προσφώνησα κυρία, ότι οι μπαρότσαρκες, άκου μπαρότσαρκες μορφωμένη κοπέλα, τα παρασκευοσαββατοκύριακα, με μικρό το π, αλλά για να το γράφει έτσι θα’ναι, δεν είναι του γούστου της, και, άκουσον-άκουσον, ή μάλλον διάβασον-διάβασον, προτιμά να βγαίνει όταν εγώ κοιμάμαι. Αυτό το τελευταίο με τσάκισε συναισθηματικά, με ποιον κρεμανταλά θα τραβιέται τέτοιες ώρες, σκέφτηκα, ώστε η ευχή της να πιω ένα ΟΥ ΖΩ, έτσι το έγραψε μάλλον για να με λοιδωρήσει η κακούργα , δεν έφταναν αυτά που μου είχε γράψει μέχρι τότε, από μένα που βγαίνω, από που το συμπέρανε αυτό δεν γνωρίζω, στην υγειά της για να καλοπαντρευτεί, με έριξε σε κατάθλιψη. Άκου, κυρία Ρούλα, να καλοπαντρευτεί! Αυτό έχει στο μυαλό της, και με ποιον; Είναι η οριστική απόρριψή μου ή ένα παιγνίδι της στιγμής, γι’ αυτά που κι εγώ της έγραψα;
Σας παρακαλώ κυρία Ρούλα μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση;
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων, ο θαυμαστής σας Σπύρος.

Παρασκευή, Ιουνίου 19, 2009

ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

Διορθωμένο μετά τις εύστοχες επισημάνσεις της δεσποινίδος Έρσης Παπαηλιού

Όταν βρίσκομαι στην παραλία το μάτι μου «παίζει». Ο χώρος που κολυμπώ είναι αρκετά γνωστός λόγω της απέραντης έκτασης του και των καθαρών νερών. Εδώ δεν στριμώχνεται ο ένας δίπλα στον άλλο, δεν είσαι υποχρεωμένος να αισθάνεσαι δίπλα σου κορμιά, πρόσωπα, φωνές που απεχθάνεσαι. Ο τόπος είναι λίγο ελιτίστικος, επιλέγεις δηλαδή το κορμί που θέλεις να βρίσκεται δίπλα σου. Αυτό βέβαια το επιτυγχάνεις όχι βέβαια όταν θα έχεις φτάσει στο χώρο όπου θα απλώσεις την ομπρέλα και τα κουβαδάκια του παιδιού σου, αλλά από μακριά, όταν βγαίνεις από το αυτοκίνητο και με το παιδί βιαστικό να σου τραβάει το χέρι για να προχωρήσετε. Το βλέμμα σου πρέπει να είναι κοφτερό, πριν ακόμα κάνεις το πρώτο βήμα προς τον ξύλινο διάδρομο, που σε προστατεύει από την καυτερή άμμο, προετοιμασμένο και έμπειρο για να εντοπίσει εκ του μακρόθεν το στόχο. Έχεις προαποφασίσει, λες και έχεις υποχρέωση σε κάποιον αόρατο κριτή, που καθορίζει τον ηθικό κώδικα της ύπαρξής σου, να απολογηθείς, ότι ο χώρος που έχεις επιλέξει πληροί τους κανόνες που έχει θεσπίσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος, έχει δηλαδή τις μπλε σημαιούλες του, και έχεις εξονυχιστικά συζητήσει με την κόρη σου τα προτερήματα της συγκεκριμένης παραλίας, μαζί βέβαια με τις απογορεύσεις που έχεις θέσει επιτακτικά στο ανυπεράσπιστο πλάσμα που δεν τολμά να τις αμφισβητήσει, με τίμημα την ακύρωση του μπάνιου που τόσα έχει επενδύσει σε αυτό. Η απόσταση από το μέρος που έχεις παρκάρει το αυτοκίνητό σου είναι αρκετός για να αλλάξεις ιδέες, εσωστρεφής καθώς είσαι, μέχρι σημείου να φανείς αφερέγγυος στα μάτια του παιδιού σου, με επιπτώσεις που θα φανούν αργότερα όταν δηλώσεις ότι σήμερα το βράδυ είναι μέρα ξεκούρασης και η βόλτα στην πλατεία για παγωτό δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί.
Περπατώντας πάνω στην ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει για διάδρομος, όπου ανά πάσα στιγμή πρέπει να ισορροπείς για να μη βρεθείς στην καυτή άμμο, αιθεροπλανής, ξεχωρίζεις, για μια ακόμη φορά, τον εναλλακτικό στόχο. Πρέπει να είναι κάποιας ηλικίας που την ορίζεις εσύ, ώριμη, ικανή να εκτιμήσει την σοβαρότητα σου όταν σε δει με το βιβλίο στο χέρι και την ανεπιφύλακτη υπομονή και συγκατάβαση που δείχνεις στο παιδί σου όταν σε καλεί να παίξετε με το νερό.
«Μπαμπά, να πάμε στη θάλασσα που γυαλίζει » προτείνει η Κική τη στιγμή που τραβάω ακάθεκτος προς το ανυπεράσπιστο στόχο μου. Συγκαταβατικά την τραβάω από το χέρι δίχως να απαντήσω στην λογική σκέψη της, αφήνοντας για αργότερα τη δικαιολογία για την αλλαγή της θέσης μας. Η απόσταση από την στόχο μου είναι αξιοπρεπής. Ούτε πολύ κοντά για να φανερώνει τις προθέσεις μου, ούτε πολύ μακριά ώστε κάποιος παρείσακτος παρεισφρήσει στον ελεύθερο χώρο μεταξύ εμού και του στόχου και το σχέδιο πάει χαμένο.
Φοράω το καπέλο μου, βοηθάω την Κική να γδυθεί και την αμολάω ελεύθερη στο απέραντο γαλάζιο. Βγάζω τα ρούχα μου περισσότερο για λόγους συντονισμού με την πανδαισία σωμάτων που απλώνεται γύρω μου, και πριν προλάβω να ανοίξω το βιβλίο μου και φανώ ασυγχρόνιστος με το κλίμα που επικρατεί άρα απροσάρμοστος με τις γνωστές συνέπειες, πρόσχαρος ενδίδω στις παραινέσεις της κόρης μου να βουτήξω μαζί της στο νερό.
Μετά της καθιερωμένες βουτιές της κόρης μου, το κρόουλ το δικό μου των τριάντα μέτρων βγαίνω με αυταρχικό ύφος που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις , στάζοντας χρυσές σταγόνες, το μαγιώ μου μαζεμένο και ελαφρά ξεχειλωμένο, και στρώνομαι στο διάβασμα. Διάβασμα τρόπος του λέγειν, με αυτά τα κορμιά δίπλα μου, αν και εδώ που τα λέμε εδώ διάβασα την βιογραφία του Προυστ, προσέχοντας μη βρέξω το βιβλίο, που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη, την ανεκδιήγητη «Λούλα» και άλλα βαθυστόχαστα βιβλία που συναινούν με την σκέψη του Κούρτοβικ ότι δεν υπάρχουν βιβλία διακοπών.
Αλλά ξεμακραίνω, πλατιάζω και δεν θέλω ψεγάδια στη διήγησή μου. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης το μάτι θέλει να ξεκουραστεί. Θυμάμαι ένα καθηγητή στο Γυμνάσιο που τις ημέρες των εξετάσεων του Ιουνίου μας έλεγε ότι αν θέλουμε να ξεκουραστούμε από το διάβασμα να κοιτάμε όσο μπορούμε μακριά τον ορίζοντα. Εδώ όσο πιο κοντά βλέπω τόσο πιο ξεκούραστος νοιώθω. Το βλέμμα μου αναπαύεται στο ξαπλωμένο κορμί δεξιά μου μου, απλωμένο στην αγκαλιά του ήλιου και όχι δυστυχώς στη δική μου, σμιλεμένο από το δοξάρι του ανέμου , μα τόσο υπαρκτό με τα πόδια ακόμα λευκά, αγαλματένια, νωχελικά απλωμένα στην άμμο.
Προσπαθώντας να φανταστώ από τις κινήσεις την ιδιωτική συνήθεια τους, να νοιώσω πιο οικεία, με αυτόν τον φωτοσυρμό του λευκού που ξεπερνά το λευκό του Αιγαίου, το σώμα με τους παλμούς της ξεγνασιάς στις ανάσες του, η ανάγνωση μου φαίνεται ανώφελη, ανούσια. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται, από τον ήρωα του συγγραφέα στον δικό μου ήρωα, που μπορώ τώρα να τον παρακολουθώ με αξιοπρέπεια, γνωρίζοντας την αδυναμία μου να ανταποκριθώ στη μάλλον απίθανη μελλοντική συνεύρεση μαζί του. Γιατί λοιπόν όλα αυτά; Η φιλαρέσκεια, η επιβεβαίωση ότι δεν χάθηκαν δα όλα, ότι δεν είμαι τελικά ο παραδομένος στην ανασφάλεια του καθημερινού βίου ότι κάτι έκτακτο, απρογραμμάτιστο μπορεί να συμβεί και σε μένα που θα με διαφοροποιεί από την κατάταξη που έχω τοποθετήσει τον εαυτό μου, θα με εξομοιώσει με τους άλλους που καθημερινά ακούω τις κατακτήσεις τους, τα εξωσυζυγικά επιτεύγματά τους που τα ανακοινώνουν περήφανα και ανερυθρίαστα στις συναθροίσεις μας, δίχως εγώ να έχω να παρουσιάσω τίποτα άξιο λόγου, να περιβληθώ και εγώ με το κύρος του ελεύθερου γαμιά, που τόσο μετράει στα μάτια τους και περισσότερο στις γκόμενες που μέσα από τις περιπέτειες αναζητούν διέξοδο στο δικό τους μίζερο και επαναλαμβανόμενο βίο;
Γυρίζω σελίδα και σκέφτομαι την επόμενη βουτιά.


Δευτέρα, Ιουνίου 15, 2009

Πέμπτη, Ιουνίου 11, 2009

ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Κόντε,
Ελπίζω ότι δεν σε ενοχλεί ο ενικός. Τον υπαγορεύει, έτσι κι αλλιώς, η απόσταση. Το 1998, όπως καλά το ξέρεις, γιορτάσαμε τα 200 σου χρόνια. Ετος τιμής για τον εθνικό μας ποιητή. Πολλοί, ακόμα κι από αυτούς που οργάνωσαν τις σχετικές φιέστες, σε θεωρούν ποιητή επειδή έγραψες τον Υμνο. Ενα μέτριο, έως κακό, νεανικό πόνημα. Το ξέρεις κι αυτό φυσικά. Εκεί σταματάει η επαφή τους με το έργο -και με το βίο σου. Οι άλλοι, οι λίγοι, που δεν είναι και τόσο λίγοι, ακολουθώντας τις κλίσεις τους σε έχουν κάνει μνημείο. Αναρωτιέμαι ποια από τις δύο είναι η χειρότερη καταδίκη. Προσωπικά μπορώ να δηλώσω την ευγνωμοσύνη μου για τον Πόρφυρα -έστω και ως συμπίλημα Πολυλά- και τη γυναίκα της Ζάκυθος. Τόσο μόνο. Αλλά δεν σκοπεύω εδώ να δαπανηθώ σε πολεμικές. Υπάρχει μια ξεχωριστή πάντα για τον καθένα σχέση με την ποίηση και θα μείνω σ' αυτήν.
Το 1943 κηδέψαμε έναν άλλον εθνικό ποιητή. Αυτά στη Σπάρτη. Μας μάζεψαν, παιδάκια του οχταταξίου, από τις διάφορες αποθήκες που παρίσταναν τις αίθουσες και μας κουβάλησαν στην τοπική μητρόπολη. Εκεί, με τη συμμετοχή και υπό το βλέμμα των αρχών κατοχής, ο φιλόλογός μας διάβασε ένα είδος επιταφίου. Λοιπόν: Αλλαξα τρία γυμνάσια από τότε και ο άνθρωπος αυτός, εν μετενσαρκώσει πάντα, με ακολούθησε και στα τρία. Μέχρι το 1950 αυτός ο ίδιος προσπαθούσε να με πείσει για το υψηλό ποιητικό σου εκτόπισμα. Δεν τα κατάφερε. Δεν τον βοήθαγε, άλλωστε, τίποτα. Ούτε το κουρασμένο του κοστούμι ούτε το ακατάλληλο μυαλό του. Ούτε βεβαίως τα κείμενα. Η κόψη του σπαθιού και η Ξανθούλα που, αργά μέσα στο λυκόφως, αποφασισμένη να ξενιτευτεί μπήκε στη βαρκούλα. Ετσι τελείωσε ο πρώτος γύρος. Σε ξανασυνάντησα πολύ αργότερα, μέσω μιας γυναίκας αυτή τη φορά. Πρόσεξε, ήταν νέα και με αναστάτωνε. Αν μπορείς να με καταλάβεις. Είχε ένα αστραφτερό μυαλό επίσης. Αυτή μου έδειξε τα αυτόγραφά σου, στη γνωστή φωτογραφική αναπαραγωγή τους. Ηταν η πρώτη που μου επισήμανε το σπαραγμό. Τα ποιητικά σπαράγματα και το σπαραγμό σου. Τροπαιοφόρος ήττα. Αυτός ήταν ο ακριβής χαρακτηρισμός της. Επρόκειτο για έναν έρωτα φυσικά. Οι έρωτες είναι σαν τις πυρκαγιές. Αφού κατακάψουν τα πάντα, σβήνουν. Καμιά φορά μένουν σπίθες ή κάρβουνα αναμμένα, που τα κουβαλάς μέσα σου.
Το 1996, εν όψει των εορτασμών που προανέφερα, μου πρότειναν τη συγγραφή ενός σεναρίου. Για τη ζωή σου. Η σκέψη ήταν έξυπνη. Δέκατος ένατος αιώνας, Αγγλική Αρμοστεία, δηλαδή αυλή, και ο ποιητής, μέσα από τα οικογενειακά σκάνδαλα, στην υψιπετή ασκητική του πορεία. Μια ταινία εποχής με ισχυρά καρυκεύματα ρομάντζου. Ο παραγωγός πόνταρε σε γερό χαρτί. Ηταν ακριβώς αυτό που δεν μου άρεσε. Για να αποφύγω την εμπλοκή ζήτησα μια υψηλή αμοιβή. Προς έκπληξή μου την αποδέχτηκε. Ηταν πια δύσκολο να υπαναχωρήσω. Ευτυχώς, μπόρεσα να συνεννοηθώ με το σκηνοθέτη. Συμπατριώτης σου, έντιμος με τη δουλειά του. Αυτός, άλλωστε, είχε διακινήσει την υπόθεση. Αποκλείσαμε κατ' αρχήν την υπερπαραγωγή. Το μεγάλο θέαμα, τα μεγάλα αισθήματα. Ηθελε εξίσου και ο ίδιος μια προσωπική ταινία. Ετσι άρχισε αυτός ο ανάπλους μοναξιάς. Φυσικά, χρειαζόμουν ένα σημείο εκκίνησης. Περίπου συμπτωματικά βρήκα στο Μοναστηράκι ένα αντίτυπο των αυτογράφων σου. Ηταν σε καλή κατάσταση. Σε ορισμένες σελίδες, στο περιθώριο, υπήρχαν κωδικοποιημένες σημειώσεις με μολύβι. Μάλλον γυναικείος χαρακτήρας. Προσπάθησα να τις αποκρυπτογραφήσω, χωρίς επιτυχία. Ο σπαραγμός, πάντως, και τα σπαράγματα ήσαν εκεί. Οσο φυλλομετρούσα ξανά το βιβλίο κρατούσα σημειώσεις. Κυρίως των αισθημάτων και των αντιδράσεων που μου δημιουργούσαν η απελπισία, το πείσμα, τα αδιέξοδά σου. Αυτός ο καταδικασμένος αγώνας. Στίχοι, στροφές, στίχοι σε παραλλαγές, πάλι και πάλι. Κι ύστερα η απόγνωση. Σκατά. Η αντίσταση της γλώσσας, ο πόνος της. Συνέχεια, ημέρες και νύχτες αυτό το μακελειό. Η τροπαιοφόρος ήττα. Το χαρακτηρισμό που αρχικά είχα εκλάβει ως λεκτικό παράδοξο, τον καταλάβαινα τώρα απολύτως. Ομως καταλάβαινα ακόμα κάτι: τους κρυφούς δρόμους που συχνά ακολουθεί η ανθρώπινη ψυχή. Την ανάγκη της να ξεγελιέται. Γιατί τελικά αυτό που έψαχνα στα αυτόγραφά σου δεν ήσουν εσύ. Ηταν η σκιά μιας γυναίκας. Εν τάξει.
Δεύτερος, και ως λογική συνέπεια, σταθμός ήταν η αλληλογραφία σου. Φυσικά ερεύνησα και άλλες πηγές. Τα σχόλια του αναιδούς Πολωνού σύντεχνού σου, Σλοβάτσκι, μου έφεραν στο νου κάποιους, ίδιου ήθους, στίχους του Ρούπερτ Μπρουκ. Καλά κείται στη Λήμνο αυτός. Αλλά οι απόψεις τους μόνο αναδρομικά μπορεί να σε πλήγωσαν, αν σε πλήγωσαν. Η νεότητα είναι πάντα επικίνδυνα έκθετη στη ζήλεια. Ξαναγυρίζω στην αλληλογραφία σου. Εξαίρετη φιλολογική δουλειά. Δεν ήταν βέβαια αυτό που με γοήτευσε. Εκατόν σαράντα εφτά γράμματά σου -το μεγάλο σου έργο. Μια τέλεια προσωπογραφία που συμπληρώνεται από τις 36 επιστολές προς εσένα, επιστολές του Δημήτρη κυρίως. Τι πλούτος στοιχείων! Είσαι ολόκληρος εκεί μέσα, απερίφραστος, ακόμα και όταν αρνιέσαι τα δέκα όβολα στον καημένο τον Τερτσέτη. Ο ναρκισσισμός, η εμπάθεια, η ευθιξία, το γύρισμα της πλάτης στους φίλους δεν είναι αρετές. Αλλά οι ποιητές από αυτό το υλικό είναι φτιαγμένοι. Αναρωτιέμαι γιατί οι μελετητές σου, συστηματικά σχεδόν, αποφεύγουν να θίξουν αυτές τις ιδιότητες. Προφανώς τις θεωρούν τη σκοτεινή σου πλευρά. Αυτή που ενθουσιάζει εμένα.
Πρόβλημα για το σενάριο ήταν η έκτασή του στο χρόνο. Μια βιογραφία είναι μια βιογραφία, δραματουργικά ωστόσο με ενδιέφεραν άλλα πράγματα. Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Εκμεταλλεύτηκα κυρίως το τελευταίο σου ταξίδι στη Ζάκυνθο. Κέρκυρα-Ζάκυνθος, Σεπτέμβριος 1836. Είσαι 38 χρόνων, η δικαστική διένεξη με τον Λιονταράκη δεν έχει τελειώσει ακόμα. Οι οιωνοί, πάντως, δείχνουν εύνοια. Στην τέχνη, το ξέρεις καλά κι αυτό, η αυθαιρεσία των καταστάσεων είναι ευθέως ανάλογη με την αυθεντικότητα των πραγμάτων πάνω στα οποία πατάνε. Προς επίρρωσιν παραθέτω μια σκηνή. Για να πάρεις επίσης μια ιδέα του τρόπου που σε μεταχειρίστηκα. Κατεβαίνεις με τον Νικόλα Λούντζη από το Ακρωτήρι προς τις σολωμέικες σταφίδες. Είναι η εποχή της συγκομιδής τους. Εκεί σας περιμένουν ο Δημήτρης με την οικογένειά του και φίλους. Τον Λούντζη τον έχεις δούλο σχεδόν, σου μεταφράζει από τα γερμανικά ασταμάτητα. Σίλερ και λοιπούς. Λίγο αργότερα, θα παντρευτεί την Αννέτα, κόρη του Δημήτρη. Με τον Δημήτρη είναι συνομήλικος και η Αννέτα σύντομα θα του τα φορέσει -δικαίως. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ακρωτήρι λοιπόν. Μονοπάτι. Εσύ προπορεύεσαι. Είσαι χλομός. Τα προβλήματα της καρδιάς έχουν κιόλας αρχίσει. Ο γιατρός σου επιμένει να περπατάς, να ασκείσαι. Στην επόμενη στροφή σταματάς. Αντίκρυ σας υψώνεται ο λόφος Στράνη. Το σπίτι στην κορυφή φαίνεται έρημο. Εκεί πρωτογνώρισες τη Μαρία. Τη Μαρία Παπαγιωργοπούλου. Τη Φαρμακωμένη. Από τον Λουδοβίκο Στράνη, λίγο πριν αυτός φύγει για τη Βενετία. Μια δόση γλυκασμού είναι απαραίτητη στον κινηματογράφο. Η Σουζάνα Στράνη, αδερφή του Λουδοβίκου, παντρεύτηκε τον Γιώργη Δε Ρώσση. Τις σχόλες και τα καλοκαίρια τους τα πέρναγαν πάντα εδώ. Ησασταν κολλητοί τότε. Τώρα δεν μιλιόσαστε. Ρωτάς τον Λούντζη αν το ξέρει. Βέβαια το ξέρει. Αυτό που δεν ξέρει είναι το γιατί. Στην ερώτησή του αποφεύγεις να απαντήσεις. Καλύπτεσαι πίσω από ένα: δεν έχει πια σημασία. Κι ύστερα αλλάζεις κουβέντα. Αρχίζεις να απαγγέλλεις. Απαγγέλλεις ωραία, με γνώση, λίγο ψυχρά, για να αναδύεται το νόημα ακέραιο: «Το γεγονός ότι το χλομό πρόσωπό σου σκοτεινιάζει δεν σημαίνει ότι σκέφτεσαι το θάνατο. Τώρα είναι ο θάνατος που σκέφτεται εσένα».
«Βόρειοι στίχοι μεταφερμένοι στα ιταλικά», εξηγείς στον Λούντζη. «Από εκεί τα μετέφρασα». Αλλά διορθώνεις τον εαυτόν σου: «Προσπάθησα να τους μεταφράσω. Η αγωνία των πραγμάτων δύσκολα περνάει από μια γλώσσα σε μια άλλη, ιδιαίτερα μέσω μιας τρίτης. Και η προσπάθεια να χρησιμοποιήσει κανείς τις λέξεις είναι κάθε φορά μια καινούρια αποτυχία».
Οι στίχοι είναι όντως βόρειοι, αλλά ενός σύγχρονου Σκανδιναβού φίλου. Αυτή είναι η αυθαιρεσία. Το μεγαλείο βρίσκεται στο δικό σου στοχασμό, στην κατακλείδα του. Σ' αυτήν την κάθε φορά καινούρια αποτυχία. Πρέπει όμως να σταματήσω εδώ. Πληροφοριακά αναφέρω ότι το εν λόγω σενάριο δεν γυρίστηκε ποτέ. Και ο παραγωγός, παρά τη δέσμευσή του στο συμβόλαιο, μου έφαγε τη μισή αμοιβή. Σκέφτομαι να τον κυνηγήσω με μια αγωγή. Τι θα με συμβούλευες; Στο κάτω κάτω κι εσύ έχεις κατηγορηθεί για δικομανής. Με την προσήκουσα τιμή.
"ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ" του Θανάση Βαλτινού

Η επιστολή αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ.Ελευθεροτυπία, ένθετο "Βιβλιοθήκη". 25 Απριλίου 2003, στη στήλη Φανταστικό ταχυδρομείο.

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2009

O ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ(2000)

"Γιατί η γνώση του θανάτου είναι εξ υπαρχής τίτλος ευγενείας"
Του Δημήτρη Δημητριάδη από το βιβλίο του "Η ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
"
Διαβάζω εγώ.

Get this widget Track details eSnips Social DNA

Τετάρτη, Ιουνίου 03, 2009

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ


Ελπίζω σ' έναν κόσμο που δεν θα γράφονται μυθιστορήματα σαν αυτά:
«Η μεγάλη πράσινη» της Ευγενίας Φακίνου
«Η φωνή» του Χρήστου Χωμενίδη
«Η σκύλα και το κουτάβι» του Μιχάλη Μιχαηλίδη
«Σουέλ» της Ιωάννας Καρυστιάνη
«Σπασμένα Ελληνικά» του Θανάση Χειμωνά
«Μύρτος» του Παύλου Μάτεσι
«Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα» του Δημήτρη Νόλλα
«Ιστορία των μεταμορφώσεων» του Γιάννη Πάνου
«Παλιόκαιρος» της Αμάντας Μιχαλοπούλου
«Αθώοι και φταίχτες» της Μάρως Δούκα
«Ουράνια μηχανική» της Μάρως Δούκα
«Δυο φορές Έλληνας» του Μένη Κουμανταρέα
«Λάλον Ύδωρ» του Αλέξανδρου Ασωνίτη
«Ο αιώνας των λαβυρίνθων» της Ρέας Γαλανάκη
«Ζιγκ-Ζαγκ στις νεραντζιές» της Έρσης Σωτηροπούλου
«Λούλα» του Βαγγέλη Ραυτόπουλου
«Τα τοπία της Φιλομήλας» του Φαίδωνα Ταμβακάκη
« Η ιδιαιτέρα» της Ελιάνας Χουρμουζιάδου
«Στην κοιλάδα των Αθηνών» του Γιώργου Γιατρομανωλάκη
« Του φιδιού το γάλα» του Γιάννη Ξανθούλη
« Το αδιανόητο τοπίο» του Τάκη Θεοδωρόπουλου