Είσαι ο καθένας και δεν είσαι κανείς, αυτός που εσύ επινοείς
ή θυμάσαι και αυτός που άλλοι επινοούν ή θυμούνται, εκείνοι που σε γνώρισαν
πριν καιρό, σε άλλη πόλη και σε άλλη ζωή, και κράτησαν από σένα μια παγωμένη
εικόνα αυτού που ήσουν τότε, μια απ’ αυτές τις ξεχασμένες φωτογραφίες που
παραξενεύουν κάποιον, ακόμα και τον απωθούν όταν τις ξαναβλέπω έπειτα από
χρόνια. Είσαι αυτός που φανταζόταν χιμαιρικά μέλλοντα που τώρα σου φαίνονται
παιδαριώδη, κι αυτός που αγάπησε πολύ γυναίκες που τώρα ούτε καν θυμάσαι, κι
αυτός που ντρέπεται για το ότι υπήρξε, αυτός που έφυγε μερικές φορές, χωρίς να
το μάθει κανείς. Είσαι αυτό που άλλοι, τώρα, κάπου, διηγούνται για σένα, κι
αυτό που κάποιος που δε σε γνώρισε διηγείται πως του έχουν διηγηθεί, κι αυτό
που κάποιος που σε μισεί φαντάζεται πως είσαι.
Αλλάζεις δωμάτιο, πόλη, ζωή, υπάρχουν όμως σκιές και σωσίες
σου που εξακολουθούν να κατοικούν στα μέρη απ’ όπου έφυγες, που δεν έπαψαν να
υπάρχουν επειδή εσύ δεν είσαι πια μαζί τους. Μικρός έτρεχες στο δρόμο και
φανταζόσουν πως ίππευες, και ήσουν ταυτόχρονα υ καβαλάρης που σπιρουνίζει το
άλογο με κραυγές καουμπόι από ταινία γουέστερν και το άλογο που καλπάζει, και
επίσης το
το παιδί που έβλεπε αυτόν τον καλπασμό σε μια ταινία και που
τη διηγείται με θέρμη την επομένη στους φίλους του που δεν πήγαν να τη δουν στο
θερινό κινηματογράφο, κι αυτός που ακούει κάποιον άλλον να διηγείται ταινίες
και ιστορίες με την ίδια προσοχή και με τα μάτια να λάμπουν, αυτός που ζητά
ακόμη ένα παραμύθι για να μη φύγει η μητέρα του και σβήσει το αυτός που
τελειώνει τη διήγηση ενός παραμυθιού στο παιδί του και βλέπει στο βλέμμα του,
αναγνωρίζοντας τον εαυτό του, όλο σ’ αυτό, όλο το νευρικό ενθουσιασμό της
φαντασίας, την επιθυμία να συνεχίσει να ακούει, να μη σωπάσει η στοργική φωνή
που διηγείται, ούτε να γίνει σκοτάδι στο δωμάτιο που κατακλύστηκε γρήγορα από
τις σκιές του φόβου.
Αλλάζεις ζωή, δωμάτιο, πρόσωπο, πόλη, αγάπη, ακόμα όμως αν
απαλλαγείς ή χάσεις τα πάντα, παραμένει κάτι, που είναι μέσα σου από τότε που
έχεις μνήμη και πολύ πριν φτάσεις στη χρήση της λογικής, ο πυρήνας ή το μεδούλι
αυτού που είναι, αυτού που ποτέ δε σβήνει, όχι μια πεποίθηση ούτε μια
επιθυμία,αλλά ένα συναίσθημα, μερικές φορές άτονο, σαν κρυμμένη καύτρα κάτω από
τις στάχτες της φωτιάς της προηγούμενης νύχτας, αλλά σχεδόν πάντα πολύ οξύ, που
πάλλεται στις πράξεις σου και που δίνει στα πράγματα μια απόχρωση διαρκούς
απόστασης: είσαι το συναίσθημα του ξεριζώματος και της έκπληξης που δεν είσαι
εξολοκλήρου πουθενά, που δε μοιράζεσαι τις βεβαιότητες του να ανήκεις κάπου,
βεβαιότητες που σε άλλους φαίνονται τόσο φυσικές
ή εύκολες, τη σιγουριά με την οποία πολλοί απ’ αυτούς βολεύονται ή πράγματι
κατέχουν, ή αφήνονται να βολεύονται ή να κατέχουν, ή θεωρούν δεδομένη τη
σταθερότητα του εδάφους όπου πατούν, τη στερεότητα των ιδεών τους, τη
μελλοντική διάρκεια των ζωών τους. Είσαι πάντα ένας επισκέπτης που δεν είναι
σίγουρος αν είναι καλεσμένος, ένας μισθωτής που τρέμει μην τον διώξουν, ένας
ξένος που του λείπει ένα χαρτί για να ρυθμίσει μια υπόθεση, ένα παχουλό και
ντροπαλό παιδί ανάμεσα στα δυνατά και άξεστα της αυλής του σχολείου, ο βραδύνους
ανάμεσα στους στρατιώτες της μονάδας, ο θηλυπρεπής κι ο αποτραβηγμένος ανάμεσα
στα επιθετικά αρσενικά, ο ταπεινός μαθητής που πεθαίνει μέσα του από μοναξιά
και ντροπή και που θα ήθελε να είνα ένα από τα βρομόπαιδα της τάξης που σε
κοροϊδεύουν, ο πατέρας της οικογένειας ο γεμάτος συζυγική πλήξη που λοξοκοιτάζει
τις γυναίκες καθώς περπατά πιασμένος στο μπράτσο της δικής του τα κυριακάτικα
απογεύματα, σ’ ένα δρόμο της επαρχιακής σου πόλης, ο επί συμβάσει υπάλληλος που
δεν κατορθώνει να μονιμοποιηθεί, ο μαύρος ή ο Μαροκινός που πηδά σε μια ακτή
στην Κάδιξ από μια παράνομη βάρκα και μπαίνει νύχτα σε μια άγνωστη χώρα,
βρεγμένος, πεθαμένος από το κρύο, διαφεύγοντας από τους φακούς των
πολιτοφυλάκων, ο δημοκρατικός Ισπανός που διασχίζει τα σύνορα της Γαλλίας τον
Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο του 1939 και σου φέρονται σαν σε σκυλί ή σαν σε
κάποιον που έχει λοιμώδη ασθένεια και πρέπει να σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης,
στη σκοτεινή όχθη της θάλασσας, κλεισμένος σε μια μοχθηρή γεωμετρία παραπηγμάτων
και συρμάτων, στη γεωμετρία και στη φυσική γεωγραφία της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια,
από τις επονείδιστες παραλίες του Αρζελέ-συρ-Μερ, όπου στοιβάζονται σαν ζώα οι
δημοκρατικοί Ισπανοί, ως τα έσχατα της Σιβηρίας, απ’ όπου επέστρεψε ζωντανή η
Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν για να σταλεί όχι στην ελευθερία αλλά στο γερμανικό στρατόπεδο
του Ράβενσμπρυκ.
σ. 389-390
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ένα έργο τέχνης δεν κατακερματίζεται. Δεν γίνεται μικρά κομμάτια. Προσλαμβάνεται ολόκληρο, αυτόνομο. Δεν λέω καινούργια πράγματα. Το ξέρω. Προσπάθησα να παρουσιάσω κάποιες πινελιές ενός αριστουργήματος. Αν κατάφερα να προσελκύσω το ενδιαφέρον κάποιων, καλώς. Αν πάλι όχι, πάλι καλώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου