Σάββατο, Απριλίου 26, 2008

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ


Όταν ομιλώ, εν παντί τρόπω, η εσωτερική συνείδηση, μελισσοκομεί, αδιάφορη, εκτός του ορατού πεδίου. Σαν τη διαδρομή , ας πούμε, του νερού των προφάσεων.

Τρίτη, Απριλίου 22, 2008

ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΒΛΕΨΙΕΣ

Όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα, αν υπάρχει επίμετρο, ξεκινώ την ανάγνωση πάντα από κει. Δεν νοιώθω τον εαυτό μου ικανό να αντιμετωπίσει το κείμενο, χρειάζομαι την βοήθεια ενός επαρκούς αναγνώστη, άσχετα αν ο υπογράφων το επίμετρο, λειτουργεί σαν κριτικός. Κάτι θα ξέρει περισσότερο από μένα σκέφτομαι. Με προετοιμάζει γιαυτό που θα επακολουθήσει, την ανάγνωση δηλαδή.
Πιάνοντας το «Δόκτωρ Ζιβάγκο», με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, η παρουσία του τίτλου «Η υπόθεση Πάστερνακ» της Jaqueline de Proyart, μ’έκανε ακόμα πιο ανυπόμονο. Η ανάγνωση του έργου μπορεί να περιμένει, σκέφτηκα, άλλωστε τόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που το διάβασα πρώτη φορά, δεν χάθηκε ο κόσμος.
Τα ντοκουμέντα που παρουσιάζονται στο κείμενο αυτό, αποτελούν μοναδική μαρτυρία για τη λειτουργία ενός αυταρχικού καθεστώτος στο ιδεολογικό πεδίο, αλλά φανερώνουν με την αυθεντικότητα του ντοκουμέντου, τη στάση ενός συγγραφέα του διαμετρήματος του Πάστερνακ, απέναντι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους.
Ειδικά η στάση του Πάστερνακ απέναντι στις αστυνομικές μεθόδους τρομοκράτησής του, μ’έκανε να σκεφτώ έκπληκτος, μέχρι που μπορεί να φτάσει η φιλοδοξία ενός συγγραφέα να δει το έργο του δημοσιευμένο.
Γράφω, όμως, σήμερα για την ορθογραφική προχειρότητα του επίμετρου. Πρέπει ο επιμελητής ή να ήταν τυφλός ή να λούφαρε. Δεν δικαιολογούνται τόσα πολλά οφθαλμοφανή λάθη, σε τόσες λίγες σελίδες.
Αντιγράφω λοιπόν:
πρωσοπικότητες σ 575
επναναλαμβανόμενα σ.577
στγκέντρωσης σ.577
ανακοιναθεί σ.677
μεσκοπό σ.578
πνβευματικά σ.580
προιστορλία σ.580
ανέθεσε τη μοίρα σ.580
καταπίσεη σ.586
καινούριος; σ.597
χειρίγραφα σ.599
Πάστερνακτ σ.599
κόπης οριστικά σ.612
στόχαστρό με ... σ.615
Αν ναλογιστούμε σ.652

Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ, 20

Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις
πρωινές ώρες να κοιμηθώ.


Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας
την προσωπίδα του Ήλιου



«Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»
Εκδόσεις «Ύψιλον»
Δεκέμβριος 1984, Β’ έκδοση

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008

ΑΙΧΜΕΣ


ΦΑΝΕΡΩΝΟΝΤΑΙ σε όλο τους το μεγαλείο οι δυστυχίες της μέσης ηλικίας. Σε μια εποχή που αναγορεύει σε θρησκεία τη νεότητα και το αγαθό της νεότητας πουλάει τρελά και προσφέρεται για κάθε είδους φαντασίωση, η μέση ηλικία μοιάζει να ασφυκτιά. Στην πραγματικότητα, είναι σαν να μην υπάρχει. Εξαφανίζεται. Τα προβλήματά της είναι είτε υπό αίρεση είτε υπό προθεσμία. Ο νέος (το Ελντοράντο από την πολιτική έως και τον έρωτα!) έχει νικήσει κατά κράτος τη μέση ηλικία. Μέχρις ότου η μέση ηλικία εισέλθει στον κατευνασμό της τρίτης ηλικίας, τα προβλήματα θα ανθούν. Σημεία και αυτά των καιρών μας.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου
Πανεπιστημίου

Τρίτη, Απριλίου 15, 2008

ΣΕΙΡΑ "ΤΑ ΚΛΑΣΣΙΚΑ"


Παρατηρείται μια ανιχνεύσιμη μακαριότητα σε πολλούς από μας, που πηγάζει από την έπαρση που γεννά κάθε δημιουργία, και βρίσκει διέξοδο από το ιδιωτικό χώρο που νοιώθει ότι ασφυκτιά, στο δημόσιο χώρο του διαδικτύου.
Άξαφνα ο μονήρης δημιουργός, με την αυτάρκεια που τον διακατέχει, ασχέτως της μοναξιάς που επικαλείται σαν άλλοθι, με οδηγό την δημιουργικότητα που τον κάνει να ξεχωρίζει από την κοινή μοίρα των άλλων, επιβεβαιώνεται δίχως διαμεσολαβήσεις εμπορικών συναλλαγών, στην αυταπάτη της άμεσης δημοκρατικότητας του διαδικτύου.
Η κατάθεση λοιπόν κάθε δημιουργικής παρέμβασης, κρίνεται απο ένα κοινό, που στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί άμεσα , να κρίνει, να κατακρίνει, να προτείνει, να αντιδράσει κλπ. Ο διάλογος που αναπτύσεται εν είδει σχολίων, περιορίζεται σε παρεμβάσεις που σκοπό έχουν να παρουσιάσουν τις γνώσεις και την πνευματική ετοιμότητα των σχολιαστών, αποφεύγοντας όμως την ουσιαστική κριτική στο κείμενο που τίθεται υπό κρίση. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε. Το κενό εξουσίας στο διαδικτυακό χώρο, καλύπτεται από ένα κοινό διψασμένο για διαφυγή από τον περιορισμένο ιδιωτικό χώρο, πράξη που αποκαλείται δημοκρατικότητα του διαδικτύου.
Η πληθυντική παρουσία μας, αίφνης, δημιουργεί υποχρεώσεις ή μάλλον έτσι νομίζουμε. ¨Οσο περισσότερο οι επισκέπτες κτυπούν την πόρτα μας, η επίδραση μας αποδρά από τον ιδιωτικό χώρο που ορίζεται από την καθημερινή μας επαφή, πολλαπλασιάζεται, επιμηκύνεται, αποκτά μαζικότητα. Η μαζικότητα όμως για να διατηρηθεί πρέπει να κάνει συμβιβασμούς, να αποδεχθεί περιορισμούς, γεγονός που επιβεβαιώνεται με χαριεντισμούς, φιλάκια, υπενθυμίσεις ραντεβού, στο χώρο των σχολίων, λες και αυτό που καταθέτουμε, χρειάζεται ένα κοινό που κι αυτό κατά κάποιον τρόπο, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, ιεραρχεί την γραφή ως προτεραιότητα για επικοινωνία.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο εξής φαινόμενο. Η πληθυντική παρουσία ουσιαστικά περιχαρακώνεται, στεγανοποιείται σ’ένα κοινό που δεν διαβάζει αλλά γράφει. Απευθυνόμαστε λοιπόν σ’ένα κοινό που αναζητά την ελευθερία του από τον ιδιωτικό χώρο, αλλά είναι ταυτόχρονα φυλακισμένο στο γραπτό του, με αποτέλεσμα η εμβέλεια της παρέμβασής μας να είναι οριστικά περιορισμένη, σε ανθρώπους που η ανασφάλεια κάθε δημιουργικής πράξης αναιρείται από την άμεση δημοσίευση, χάνοντας το ουσιαστικό στοιχείο της. Η άγνοια αν αυτό που γράφουμε είναι καλό, ξεφεύγει από την μονοκρατορία των ειδικευμένων επιμελητών των εκδοτικών οίκων, αλλά πέφτει στην κρίση ενός κοινού που ίσως λόγω της ιδιότητάς του, αποδεικνύεται περισσότερο επισφαλές στην κρίση του. Η επικυρωμένη ικανότητα του δημιουργού, που εδώ αντλείται ανεξέλεγκτα, δίχως διαμεσολαβήσεις, από την ελευθερία του διαδικτύου, πολλαπλασιάζει την ανάγκη των δημιουργών η στόχευση των παρεμβάσεων τους να αξιολογείται από τo αριθμητικό μέγεθος της εμβέλεια τους. Μην μιλήσουμε , λοιπόν, για αυταρέσκεια.
Διαβάζω όμως δεν σημαίνει προβάλω, δεν κοιτάω προς τα έξω, αλλά προς τα μέσα. Διαβάζοντας επαναφέρουμε ένα κομμάτι του ευατού μας στο φως, που για λόγους παραμονής στην επικαιρότητα της καθημερινότητας, βρισκόταν στα αζήτητα της επικοινωνίας. Ο συγγραφέας είναι ο σκαπανέας της ύπαρξης, ο κόσμος που μας προτείνει κάνει το ανοίκειο, οικείο. Τα ξεχασμένα, καλυμμένα από την καθημερινότητα, συναισθήματα και βιωματικές εμπειρίες, έρχονται στην επιφάνεια, ανατρέποντας προτεραιότητες που καταγράφονται σαν κυρίαρχες στην ύπαρξή μας, ακροβατώντας στο ακατανόητο της ύπαρξης , ανατρέποντας την ιεραρχική τάξη του κόσμου. Η ατέρμονη αυτή διαδικασία γοητεύει γιατί δεν έχει οριστικές λύσεις, που θεωρούνται προπύργιο της επιτυχημένης συμβίωσης, αναιρώντας στην πράξη την συμβατικότητα της τελικής φράσης που κλείνει το βιβλίο που μας προτείνει.
Ο συνασπισμός των έτοιμων λύσεων που διαβάζουμε καθημερινά στο διαδίκτυο, λειτουργούν αμυντικά απέναντι στους επικυρωμένους μεντιακούς δημιουργούς, γιατί εμπεριέχει εν σπέρματι αυτό που φαίνεται ότι πολεμά. Την επικύρωση από την ανωνυμία του ιδιωτικού χώρου στην κοινωνική επωνυμία, από την αμφιβολία της μοναξιάς στην πολλαπλασιασμένη επιτυχία της διαδικτυακής αναγνώρισης.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2008

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΩ ΜΕΤΑ.............

Του πεύκου δάκρυ
ή
Χυμός καρδιάς
ή
Αχτίνα όρκου
ή
Καπνός μνήμης
ή
Κορμός χελιδονιού
ή
Κυπαρίσσι του θόλου
ή
Καρπός της ανάσας
ή
Χώμα πλεχτό
ή
Η σκηνή των σωμάτων
ή
Το υγρό χέρι
ή
Σκαστό ποτάμι
ή
Ο δρόμος μιας γυναίκας
ή
Χιόνι λησμονημένο

Τρίτη, Απριλίου 08, 2008

ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Τις νύχτες κοιμάμαι μ’ένα σφυρί δίπλα μου, ακουμπισμένο στον τοίχο. Ξυπνώ, γύρω μου κατοικεί η αλήθεια. Μόνο που εντός μου, μένει το θρυμματισμένο είδωλο της πραγματικότητας.

Πέμπτη, Απριλίου 03, 2008

TO KINHTO


Στους φίλους μου

Είμαι αντίθετος στο κινητό. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, και για το σταθερό τηλέφωνο έχω τις ενστάσεις μου. Εν πάση περιπτώσει, έχω από καιρό ηττηθεί οριστικά, και ορισμένα ψήγματα ενστάσεων, που κατορθώνω να ψελλίσω , όταν οι συνθήκες με ευνοούν, είναι αποχαιρετισμός στα όπλα.
Κάθομαι λοιπόν και το συζητάω με τον Γιώργο, το μπετατζή. Φανατικός υπέρμαχος των ευκολιών του ο Γιώργος, το κουβαλά πάντα μαζί του. Λασπωμένο από τη δουλειά, κάθεται και το καθαρίζει στο τέλος της κουραστικής βάρδιας, προσεχτικά, και αλλάζει διαρκώς θήκες. Είναι κι αυτός, ανάμεσα στους πολλούς, που το υπερασπίζεται όχι μόνο με επιχειρήματα αλλά και με πράξεις.
Αρχικά απεχθανόμουν αυτούς που το κρεμούσαν στη ζώνη τους. Ήταν σαν να κουβαλούσαν το είδωλο ενός αόρατου συνομιλητή, που δίχως αναβολή, έπρεπε να συνομιλήσουν μαζί του, λες και τα σπουδαία που θα τους μεταφέρουν, συμβαίνουν μόνο όταν βρίσκονται εκτός της εργασίας τους ή του σπιτιού τους. Τώρα όμως η πλειοψηφία αποτελείται από κείνους που το αφήνουν στο τραπέζι. Συνομιλούν μαζί σου, αλλά η τοποθέτηση τού αποκτήματός τους, φάτσα κάρτα, δείχνει ότι δεν κοιτούν εσένα, κατάματα, ντόμπρα, αλλά το μικρό τεχνολογικό επίτευγμα, που διαρκώς μικραίνει και ελαφραίνει, ώστε τα δάχτυλά σου, που διατηρούν, δυστυχώς, το μέγεθος τους, δυσκολεύονται να βρουν τα κατάλληλα πλήκτρα, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της αγοράς του. Το κοιτάζουν με λαγνεία, σαν τσίλικι λιμουζίνα, ή καλύτερα επειδή είναι διακριτικοί, το κρυφοκοιτάζουν, σαν ένα κομμάτι του εαυτού τους, διχασμένοι, ανάμεσα σε σένα και την μελλοντική διακοπή του θέματος που έχεις αναπτύξει, από τους κλωνοποιημένους οπαδούς της συσκευής.
Έρχεται λοιπόν η Χριστίνα κι εκεί που το κέφι έχει ανάψει, φτάνει το μήνυμα και μας διακόπτει. Γίνεται μια μικρή παύση για να το διαβάσει, και ακόμη μεγαλύτερη για να απαντήσει. Γιατί το σαβουάρ βιβρ, των απανταχού κινητοκλωνοποιημένων, απαιτεί η απάντηση να είναι άμεση. Χάνω λοιπόν τον ειρμό των σκέψεων μου, το νήμα των πάντα επίκαιρων και εύστοχων λόγων μου, την διάθεσή μου, που δεν είναι πάντα η καλύτερη δυνατή, αγανακτώ, αλλά περιμένω υπομονετικά. Χρονομετρώ τώρα πια τις κλήσεις, και ανάλογα τις διαθέσεις της στιγμής, μετά από πέντε δέκα επαναλήψεις, μέσα στο χρονικό διάστημα που ήδη έχω ορίσει, αποχωρώ, δήθεν αγανακτισμένος, δίχως βέβαια η απουσία μου να επηρεάσει την ευφορία που διακατέχει την ομονοούσα ομήγυρη. Είναι ένα ακόμη επιχείρημα που καταθέτω όταν έχω στριμωχθεί από τους οπαδούς της επικοινωνίας. Στα τόσα άλλα που αντιπαραθέτω, ξεκινώντας, ο ανίσχυρος, από τα πιο αφελή, δηλαδή από το αυτονόητο ερώτημα , που να το βάλω για να το μεταφέρω. Το χειμώνα έχω περισσότερες εναλλακτικές λύσεις, περισσότερες τσέπες δηλαδή. Αλλά το καλοκαιράκι, με τα μπλου τζην και τα μακό μπλουζάκια που είναι τα αγαπημένα μου; Εδώ τα κλειδιά και τον αναπτήρα μου δεν μπορώ να υποφέρω. Και τα τσιγάρα; Να ελέγχω το μυαλό πριν ξεκινήσω, σκουντούφλης, για τη δουλειά. Με κλειστά σχεδόν μάτια, ναρκωμένα τα κύτταρα του εγκεφάλου, να απαριθμώ: Τοστ, τσιγάρα, αναπτήρας, λεφτά, και τώρα κινητό.
Τα επιχειρήματά τους είναι πρέπει να ομολογήσω πειστικά. Αρχινάνε τη ραγάνα τους, τάχα από αμέριστο ενδιαφέρον , Απόστολε, συγκλίνουν στο ίδιο πυρήνα, ανεξάρτητα από την επί μέρους συλλογιστική τους: τη δύσκολη στιγμή. Κάτι να σου συμβεί, επιμένουν, οι αλιτήριοι, σχεδόν σίγουροι για την δυναμική του επιχειρήματός τους, τι θα κάνεις, ρωτούν, σίγουροι για την απάντηση, που έχουν δώσει μόνοι τους, και ακόμη πιο σίγουροι για την αδυναμία μου, να αντιπαρατεθώ στο ακαταμάχητο του ερωτήματός τους. Προοπτική, που η υπενθύμισή της μου προκαλεί, αλλεργία, φόβο, που καλά την έχω εξορισμένη στην ακρότατη παρειά του εγκεφάλου μου, σχεδόν ξεχασμένη. Αναλογίζομαι τη δύσκολη στιγμή, προσπαθώ να την φανταστώ, να την επιβάλλω εν προκειμένω. Να πάω, δηλαδή, για ψάρεμα, να ανοιχτώ στη θάλασσα, να πιάσει μπουρίνι, να αναγκαστώ να ζητήσω βοήθεια, μέσω του κινητού μου. Εύχομαι να με πιάσει λάστιχο, καθώς έρχομαι από την Έμπονα, πέντε η ώρα το πρωί, μετά από ολονύχτιο γλέντι. Να ξεχάσω την παραγγελία της γυναίκας μου, όταν ψωνίζω από το SUPER MARKET. Για να μη σκεφτώ τα χειρότερα, και βρεθώ σε κανένα ναυάγιο ή τρομοκρατική ενέργεια. Εκείνη τη στιγμή, αν ο Χάρος το επιτρέψει, πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, να της πω ότι την αγαπώ, γιατί τέτοιες στιγμές ο νους παραλογίζεται, και όταν εγώ αναπαύομαι ψαροφαγωμένος στην αγκαλιά του Κυρίου, μεταδοθεί το μήνυμά μου σε πανελλήνια εμβέλεια από το MEGA, προς τέρψιν των βαρυπενθούντων τηλεθεατών.
Για να πω την αλήθεια, όμως, μου αρέσουν οι ήχοι όταν κτυπά. Όλες οι επιτυχίες, τα σουξέ της εποχής, δείχνουν τι καπνό φουμάρει ο κάτοχός του. Βέβαια επειδή ο ήχος διαρκεί ελάχιστα, δυσκολεύομαι να διακρίνω σε ποιο τραγούδι αντιστοιχεί, αλλά η επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως. Μπορεί, ερωτώ, μέσα μου, πάντα υπερβολικός, να χτυπάει η Βανδή και να διαβάζει Αριστηνό, Βίσσυ και να βλέπει Λύντς, Γονίδη και να του αρέσει ο Καραβάτζο; Τους ζηλεύω, όμως, γιατί το κινητό τους είναι ο καθρέφτης της μοναξιάς τους, και η δημόσια επίδειξή της , καλύπτει τη δική μου, δίχως φόβο να αποκαλυφθώ τι κουμάσι είμαι.