Κυριακή, Μαρτίου 22, 2020

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 14η


Στέκομαι Κυριακή μεσημέρι στη στάση των λεωφορείων. Τον βλέπω να κρατάει από το χέρι του, δεμένο με σκοινί, ένα αρνί. Πλησιάζω και τον ρωτάω:
-Πώς το λένε;
- Αρνάκι, μου απαντάει.
- Ωραίο όνομα, λέω, και χαϊδεύω και τους δυο στο κεφάλι τρυφερά.
Ανεβαίνοντας στο λεωφορείο, που έφτασε πέντε λεπτά αργότερα, δεν μου έριξαν ούτε μια ματιά.

"Sheep" 1952
Milton Avery

Κυριακή, Μαρτίου 15, 2020

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 13η


Τις Κυριακές επισκέπτομαι το καφενείο «Στου Θωμά το μαγαζί», για να πιω  γάλα που σερβίρεται μόνο εδώ, με υπέροχη γεύση και πορτοκαλί χρώμα. Η παραγωγή του είναι επτασφράγιστο μυστικό, αποκλειστικό προνόμιο της οικογένειας Κορωναίου, η οποία είναι και ιδιοκτήτρια του μαγαζιού. Όταν οι πελάτες ρωτούν, περισσότερο για να πειράξουν τον γερο-Κορωνιό, γιατί το χρώμα του γάλατος είναι πορτοκαλί, αν και γνωρίζουν πως δεν θα έχουν απάντηση, εκείνος με περιπαικτική διάθεση τους απαντά:

«Γιατί οι γελάδες μας τρώνε πορτοκαλί χορτάρι!».

υγ. Το κείμενο αντλεί το έμπνευσή του από την εκπομπή  «Απίθανα ταξίδια με τρένο» που μεταδίδεται από την ΕΡΤ3. Αν δεν είχα παρακολουθήσει, τυχαία, ένα επεισόδιο, δεν θα είχε γραφτεί το κείμενο.


"The milkmaid" 1889
Paul Gauguin

Κυριακή, Μαρτίου 08, 2020

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 12η



12) Με ύψος 1,62 ο Κυριάκος Κυριακόπουλος, πενηνταοχτώ χρόνια τώρα, έχει αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής και τα έχει καταφέρει καλά. Τώρα πώς θα μπορέσει να διαχειριστεί τη μεταμόρφωσή του, η οποία συνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας, με αποτέλεσμα ξυπνώντας το πρωί Κυριακής της 8ης Μαρτίου 2020, το ύψος του να φτάνει το 1,83, είναι δικό του θέμα.
Η δημοσίευση της είδησης δεν δίδεται με σκοπό τη δυσκολία προσαρμογής του Κυριακόπουλου στις νέες συνθήκες ζωής, αλλά στην δυσπιστία του αναγνώστη να αποδεχθεί την είδηση ως αληθινή. O αναγνώστης έχει να διαχειριστεί μια πληροφορία που δεν ταιριάζει στην αλληλουχία προκαθορισμένων νοητικών συνειρμών, οι οποίοι καθορίζουν τον τρόπο και τα όρια πρόσληψης του κόσμου, στον οποίο συμμετέχει ως μέλος της κοινωνικής και ταξικής διάρθρωσής του. Η διαχείριση εκ μέρους του δεν είναι εύκολη υπόθεση, διότι δεν προσδιορίζεται από την οικεία και αναγνωρίσιμη εικόνα της πραγματικότητας. Δεν έχει να διανύσει την απόσταση μεταξύ Άνω και Κάτω Ραχούλας Κρητηνίας, ούτε να αλλάξει την τελεία με άνω τελεία ή το αντίστροφο, πράξη η οποία θεωρείται σχετικά προσβάσιμη από την σωματική και νοητική συγκρότησή του, αν και κανείς δεν ξέρει.
Ο αναγνώστης χρειάζεται να διαθέτει ανεπτυγμένη ικανότητα προσαρμογής ευρύτερου γένους, ώστε, παραδείγματος χάριν, από περιπατητής στη λεωφόρο ΝΑΤΟ, να βρεθεί επιβάτης σε ιπτάμενο χαλί στην πτήση Αθήνα-Βουκουρέστι. Μόνο τότε, θα μπορέσει να ακούσει τα κουδουνίσματα μιας παιγνιδιάρας πραγματικότητας, και το μακρόσυρτο "ααααααααααααααααα» που θα εκφωνήσει, δεν θα δηλώνει έκπληξη, αλλά κατανόηση και αποδοχή.



"Winged Old Man with a Long White Beard" 1900
Odilon Redon


Δευτέρα, Μαρτίου 02, 2020

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


11) Την Κυριακή της Τυροφάγου, ο Πεντοδόλαρος κτυπάει το κουδούνι του σπιτιού μου. Είμαι στο σαλόνι καθισμένος στην πολυθρόνα και διαβάζω εφημερίδα. Το τσιγάρο μου ξεχασμένο στο τασάκι αργοκαίει, ο καφές έχει κρυώσει, κι εγώ βρίσκομαι βυθισμένος στην έντυπη επικαιρότητα. Σηκώνομαι κι ανοίγω την πόρτα. Βλέπω τον Πεντοδόλαρο άσπρο σαν κερί.
-Πέρασε, του λέω, ανήσυχος.
Ο Πεντοδόλαρος μπαίνει στο σαλόνι, στέκεται όρθιος και με κοιτάζει.
-Μα εσύ είσαι χλωμός. Σου συμβαίνει τίποτα; τον ρωτάω, και περιμένω μια καθυσυχαστική απάντηση, η οποία έρχεται αυτοστιγμεί.
- Μα τι έπαθες, μου λέει, και με κοιτάει παράξενα. Α, κατάλαβα, φοβήθηκες για το χρώμα μου; Ησύχασε, μεταμφιεσμένος είμαι · άσπρο κερί. Έχει γιορτή στην πλατεία και πέρασα να σε πάρω.
Εκείνη τη στιγμή μια φλόγα τρεμόσβησε στην κορυφή το κεφαλιού του. Πώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα;
-Γρήγορα, ντύσου, με προτρέπει. Εσύ έχεις δεκάδες στολές, φόρα όποια βρεις και πάμε.
Πήγα στην αποθήκη, δίχως να διαμαρτυρηθώ, έψαξα στη ντουλάπα την κατηγορία «Βλέποντας και κάνοντας», έβγαλα την στολή τού καντηλανάφτη, επέστρεψα στο σαλόνι μεταμφιεσμένος, πλησίασα τον Πεντοδόλαρο, φύσηξα τη φλόγα του κεριού, που λάμπρυνε την κορυφή του κεφαλιού του, ενεργοποιώντας το λόγο της μεταμφίεσής μου. Αφού βεβαιώθηκα ότι έσβησε η φλόγα, πως δεν πρόκειται για ψευδαίσθηση, κάποιο από τα τρικ που συνήθιζε να κάνει ο Πεντοδόλαρος, όταν διακατεχόταν από εορταστική διάθεση, ή κάποιο θαύμα, άναψα το κερί με τον αναπτήρα μου, έβαλα τα τσιγάρα στην τσέπη μου και βάδισα προς την έξοδο.
Άνοιξα την πόρτα και βρεθήκαμε στο δρόμο. Σε λίγο θα ξεφαντώναμε στην πλατεία. Αρκεί να μη έβρεχε κι ο Πεντοδόλαρος γινόταν ημιτελής, παρά την έκδηλη προσπάθειά του να φανεί πειστικός, με τη φλόγα σβησμένη στο κεφάλι του.



"Grand carnival Ostendais" 1934
Felix Labisse