Πέμπτη, Απριλίου 30, 2009

Η ΑΒΛΕΨΙΑ ΚΑΙ Ο ΝΑΝΟΜΥΑΛΟΣ ΜΥΩΠΑΣ

Υπό του Σπυρίδωνος Ταχτίτση

Προ μηνός, ο έμπυρος Γιώργος Μίχος πληροφορημένος, όπως ισχυρίζεται, από τους χαφιέδες αυλοκόλακες του, για μια αβλεψία μου , ανάρτησε το παρακάτω κείμενο το οποίο αναδημοσιεύω σχολιασμένο.
Η ακριβής του διατύπωση βρίσκεται εδω: Γιώργος Μίχος: O Ταχτίτσης (Απεσύρθη από τον συγγραφέα).

Συμπαθής πτωχαλαζών ελληνάκος(εγώ), από αυτούς που ο καιρός έπαιξε καλά(παίζει κι ο καιρός;). Θέλει όμως να γίνει των γραμμάτων(ποιος τι χάρη μου. Πουσαι μάνα να δεις το γιόκα σου). Και γιατί να μη γίνει(έλα ντε). Επιφανειακά τί του λείπει που το έχουν οι άλλοι(για εμένα γράφει, επαναλαμβάνω). Μέχρι και δυο ραφάκια βιβλιοθήκη έχει(ο φτωχούλης). Ξέρει και ονόματα (ευχαριστώ). Ονόματα συγγραφέων από αυτά που ξέρουν οι "ψαγμένοι"(ξανά ευχαριστώ). Ξέρει πως ο ψεύτης κι άδικος ντουνιάς(Καζαντζίδης) το πολύ πολύ σηκώνει λαϊκό άσμα(Τάκης Σούκας πχ), αλλά μια ζωή λαϊκά άσματα(έλα ντε); Του θυμίζουν τη μιζέρια του σπιτιού του(εδώ το παρατράβηξες το σχοινί, αθερίνα). Αυτός θέλει να είναι διανοούμενος(γιατί, κουμάντο θα μου κάνεις;). Να μιλάει όπως αυτοί στα παράθυρα και στις παρουσιάσεις(τι μόνο στον καθρέφτη και στο δρόμο;). Έψαξε και βρήκε(ας είναι καλά το διαδίκτυο) ονόματα που τον κάνουν αξιοσέβαστο(άκου τα, Παντελή!). Ένα όμως το παράκουσε(το ριμάδι το ακουστικό!). Το άρπαξε το αυτί του αλλά όχι καλά(ελαττωματικό θα είναι, έχασα και την εγγύηση). Έτσι αντί Καχτίτσης, του βγήκε Ταχτίτσης(αχ, αχ, θα σε μαλώσω παλιόπαιδο.). Έτσι τον φωνάζαμε από ένα διάστημα και μετά. Ταχτίτση(ούτε καν Ταχτσίδη, να ανέβω και λίγο, αν και Ολυμπιακός). Αλλά προσεχτικά(πολιτικώς ορθόν). Να μην το πάρει χαμπάρι ο καημένος(σνιφ, σνιφ). Γιατί όπως όλοι οι καημένοι(όπα μεγαλοθυμία!) είναι και εύθικτος(για ένα φιλότιμο ζούμε, ρεεεεεε!). Συμπαθής πτωχαλαζών ελληνάκος(την τρίτη καίγεσαι). Αντάλλαξε την λεβεντιά(α ρε γλέντια) που πιθανόν(κρατάμε και μια πισινή) είχε σαν άνθρωπος με τον εξευτελισμό του ημιμαθούς(τώρα τα χαλάμε). Και γίνεται γελοίος(ε, ε, σεμνά) και αποκαλύπτεται, για ένα ταυ(κεφαλαίο έτσι, να το επισημαίνουμε). Του Ταχτίτση, με το όνομα (όχι το επώνυμο)...
Και μην τολμήσετε να του πείτε ότι είναι συμπαθής(Thank you, my Lord), θυμώνει(γκουουουρ, γκουουουρ) ...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Έλα ντε που μια μικρή λεπτομέρεια του τα χάλασε όλα. Το κλίκ στην εικόνα. Μάλιστα την εποχή που ζούμε για ένα κλικ.

Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

ΠΡΩΙΝΟ


-Καλημέρα σας!
-Καλημέρα σας! Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
-Ξέρετε τα γυαλιά μου ήταν σφιχτά, εδώ στο αυτί και μ'ενοχλούσαν. Προσπάθησα να τα διορθώσω και μάλλον τα χάλασα.
-Μόνος σας το κάνατε; Δεν ξέρατε ότι έπρεπε να έρθετε, εδώ στο μαγαζί, να τα φτιάξουμε εμείς; Δεν σας το είπα όταν τα αγοράζατε;
-Από το χωριό; Που να βρω χρόνο, τώρα με τη δουλειά;
-Να προσέχατε, κύριε.
-Α, μη με μαλώνετε, δεν έχω πιει και τα χάπια μου.
-Συγνώμη, παρακαλώ δώστε τα γυαλιά σας, θα τα φτιάξουμε αμέσως. Καθήστε εδώ στην καρέκλα και περιμένετε.
-Μάρκοοο!

Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009

ΓΙΑ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥΣ


ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Προειδοποίηση περιεχομένου
Ορισμένοι αναγνώστες αυτού του ιστολογίου επικοινώνησαν με τη Google επειδή θεωρούν ότι το περιεχόμενο αυτού του ιστολογίου είναι απρεπές. Γενικά, η Google ούτε αναθεωρεί ούτε επιδοκιμάζει το περιεχόμενο αυτού ή οποιουδήποτε ιστολογίου. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές περιεχομένου, επισκεφθείτε τους
Όρους υπηρεσίας του Blogger

Κατανοώ και επιθυμώ να συνεχίσω

Κυριακή, Απριλίου 26, 2009

WAITING FOR THE MIRACLE

Στην αγαπητή Lapsus digiti



Baby, I've been waiting,
I've been waiting night and day.
I didn't see the time,
I waited half my life away.
There were lots of invitations
And I know you sent me some,
But I was waiting
For the miracle, for the miracle to come.
I know you really loved me.
But, you see, my hands were tied.
I know it must have hurt you,
It must have hurt your pride
To have to stand beneath my window
With your bugle and your drum,
And me I'm up there waiting
For the miracle, for the miracle to come.

Ah I don't believe you'd like it,
You wouldn't like it here.
There ain't no entertainment
And the judgments are severe.
The Maestro says it's Mozart
But it sounds like bubble gum
When you're waiting
For the miracle, for the miracle to come.

Waiting for the miracle
There's nothing left to do.
I haven't been this happy
Since the end of World War II.

Nothing left to do
When you know that you've been taken.
Nothing left to do
When you're begging for a crumb
Nothing left to do
When you've got to go on waiting
Waiting for the miracle to come.

I dreamed about you, baby.
It was just the other night.
Most of you was naked
Ah but some of you was light.
The sands of time were falling
From your fingers and your thumb,
And you were waiting
For the miracle, for the miracle to come

Ah baby, let's get married,
We've been alone too long.
Let's be alone together.
Let's see if we're that strong.
Yeah let's do something crazy,
Something absolutely wrong
While we're waiting
For the miracle, for the miracle to come.

Nothing left to do

When you've fallen on the highway
And you're lying in the rain,
And they ask you how you're doing
Of course you'll say you can't complain
If you're squeezed for information,
That's when you've got to play it dumb
You just say you're out there waiting
For the miracle, for the miracle to
come

Σάββατο, Απριλίου 25, 2009

ΒΡΑΔΑΚΙ


Ελαφρώς θυμωμένα:
-Γιατί άργησες;
-Άκουγα Leonard Cohen

Τρίτη, Απριλίου 21, 2009

ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΗ ΕΥΘΙΞΙΑ



Το συνεταιράκι μου, ο άνθρωπος που κρατάει το μαγαζί, που κατ’ευφημισμόν ονομάζεται μπλογκ, τα καλοκαίρια, φεύγοντας, μετά από τις ολιγοήμερες διακοπές του Πάσχα , μου άφησε να δημοσιοποιήσω το παρακάτω κείμενο, το οποίο κάνω με μεγάλη μου χαρά.

«Βάδιζε τον αμυδρά φωτισμένο δρόμο, απογοητευμένος από την αποτυχημένη προσπάθεια μίμησης του νερού κατά τη διάρκεια μιας ακόμη ανώφελης συζήτησης, ανυπόμονος να βρεθεί στο καταφύγιό του, ένα παλιό δίπατο αρχοντικό, με μπαλκόνι στολισμένο γλάστρες με γεράνια, βασιλικό, και μια βαριά δίφυλλη πόρτα πού έτριζε ενοχλητικά. Στο μυαλό του τριγύριζαν τα λόγια των συνομιλητών του για την ανεπάρκεια των μελετητών του θανάτου, όταν από το μισοσκόταδο πρόβαλε ένας ευθυτενής κύριος, με μακρύ βουλιαγμένο πρόσωπο, ριγωτό καλοραμμένο κουστούμι, που επίμονα δίχως να τον χαιρετίσει τον τράβηξε κάτω από το εξαντλημένο φως του τσιμεντένιου στύλου.
-Σίγουρα θα θελήσετε, είπε επιφυλακτικά, ν’ακούσετε μια διαφορετική εκδοχή για την εξαφάνιση της μητέρας σας. Το πάθος σας για την αλήθεια είναι γνωστό. Τις προσπάθειες σας τις γνωρίζουν όλοι από την δημοσιότητα που δώσατε στην υπόθεση. Μην ρωτήσετε όμως ποιος είμαι, αφοσιωθείτε στα λόγια μου.
Ένας ξένος, απρόσκλητος, αναφερόταν σ’ένα θέμα που τον είχε απασχολήσει και είχε γίνει σκοπός της ζωής του. Μα ο τρόπος του ήταν απαγορευτικός για έναν άνθρωπο σαν αυτόν. Προσπάθησε να τον αποφύγει προφασιζόμενος το ακατάλληλο της ώρας και την κούρασή του. Η συνωμοτικότητα τον ενοχλούσε. Υπήρχαν άλλωστε κι άλλοι τρόποι να επικοινωνήσει μαζί του, πιο αξιοπρεπείς. Ένα τηλεφώνημα ίσως, μια επιστολή. Προσπάθησε να τραβηχτεί, μα το τραχύ χέρι του επισκέπτη τον επανέφερε στη θέση του.
-Ήταν μια γλυκιά μέρα, συνέχισε, ο ουρανός σκοτεινός, γαλάζιος, συντρόφευε με το φως του τις ευχάριστες διαθέσεις του κόσμου, που πλήθαινε στους δρόμους. Η μητέρα είχε ξυπνήσει ευδιάθετη από έναν ύπνο δίχως όνειρα. Κατέβηκε στον κήπο να περιποιηθεί τα αγαπημένα της λουλούδια. Μιλούσε με τα πουλιά, ζωγράφιζε καράβια στον ουρανό, καλούσε τη θάλασσα να γίνει κτήμα της, ψιθύριζε γλυκά τραγούδια της πρώτης νιότης. Το λεπτό άρωμα των λουλουδιών τύλιγε το σώμα της, τα δέντρα την έλουζαν με τα φύλλα τους, λύγιζαν τους σκαμμένους κορμούς να την στεφανώσουν.
Ένα λευκό περιστέρι πέταξε και στάθηκε στον μαντρότοιχο. Η μητέρα το κοίταξε εκστατικά, το αγκάλιασε με τα λεπτά χέρια της και χάθηκε μαζί του πετώντας στον ουρανό. Η ανάσα της, σταγόνες γαλαζωπές στο διάφανο φύλλο του κισσού, δεν θεωρήθηκε επαρκές στοιχείο από την αστυνομία κι επεστράφη δίχως κανείς να γνωρίζει μέχρι σήμερα που βρίσκεται φυλαγμένη . Γνωρίζετε ότι το σπίτι μένει σφραγισμένο μέχρι σήμερα αφού αναγκαστήκατε μετά την εξαφάνιση της μητέρα σας να φύγετε, αναζητώντας την μητρική προστασία στα ξεπλυμένα μάτια της θείας Ασημώς.
Η διήγησή του βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με την επίσημη εκδοχή που ήταν αποδεκτή απ’όλους, όπως διηγιόταν αργότερα τα χρόνια της εφηβείας μια μεσόκοπη γυναίκα, αγνώστου προελεύσεως, που γνώριζε, έλεγε, το παρελθόν της οικογένειας. Ισχυριζόταν, επιβεβαιώνοντας την άποψη της αστυνομίας, σύμφωνα με τα αρχεία του αστυνομικού τμήματος, ότι ο θάνατος της μητέρας κι όχι η εξαφάνιση, όπως ισχυριζόταν ο άγνωστος, προήλθε από το γεγονός ότι η καρδιά της δεν άντεξε στην απώλεια της μνήμης, που την συντρόφευε τις ώρες της περισυλλογής, γλυκαίνοντας το αυστηρό πρόσωπο με τα λυτά μαλλιά που χάνονταν στην άκρη τ’ουρανού ζεσταίνοντας τ’αστέρια.
Το σώμα της αναπαμένο στο χώμα του ονείρου, συντροφεύει το ταξίδι του φεγγαριού.
Τον παρακολουθούσε δύσπιστος, έτοιμος να ξεφύγει από το σφίξιμό του αλλά ένοιωθε ενδόμυχα την ανάγκη να παρακολουθήσει τη διήγησή του μέχρι το τέλος.
-Θέλετε να με ακολουθήσετε, υπάρχει ένα μικρό bar λίγο παρακάτω. Άλλωστε έχει λίγο κρύο εδώ πέρα, συνέχισε, και ξεκίνησε με σταθερό βήμα.
Η απαίτηση και ο αυταρχισμός του αγνώστου μετέβαλαν την έντονη επιφύλαξη του σε εχθρότητα. Ήταν έτοιμος ν’αρνηθεί την πρόσκληση όταν ο αυθάδης κύριος γύρισε τον κοίταξε ερευνητικά και με ήρεμη φωνή ρώτησε:
-Πιστεύετε στη θυσία με σκοπό την εξιλέωση;
Το θέμα δεν τον είχε απασχολήσει καθόλου, και φυσικά η απάντησή του υπήρξε αρνητική.
-Οι ήρωες αυτόν τον σκοπό έχουν, θυσιάζονται για ιδέες ακατανόητες στους πολλούς. Αυτό που τους κάνει να ξεχωρίζουν δεν είναι η πράξη τους, αλλά μια εσώτερη επιταγή που τους χαρακτηρίζει. Ένας καθαρός διάλογος με την απλότητα. Μια ματιά στον ερωτισμό της ανυπαρξίας και μετά η συμφιλίωση με την αιωνιότητα.
Φαινόταν παρασυρμένος από την έξαρση της αφήγησης, που είχε ενδιαφέρον, μα η ευχέρεια να συνομιλεί ή καλύτερα να παρακολουθεί παραδομένος τις εκκεντρικότητες ενός άγνωστου άντρα συνέχισε να τον ενοχλεί. Αποφάσισε να τον ακολουθήσει σ’ένα υπόγειο χαμηλό bar, γεμάτο καπνούς, ξύλινη διακόσμηση και χοντροκομμένους καθρέφτες, έτοιμος να αντιμετωπίσει την ματαιοδοξία του αυτόκλητου επισκέπτη.
-Σίγουρα δεν είχατε δει μια φράση που είχε χαράξει στο μπράτσο. Φυσικά όταν χάθηκε, εσείς ήσασταν μικρός. «Το λάθος της παρουσίας του είναι υπαρκτό».
Κανείς δεν γνώριζε που και πότε η μητέρα είχε σκαλίσει την ακατανόητη αυτή φράση, ούτε κάποια μεταγενέστερη αφήγηση επιβεβαίωνε την πληροφορία. Δεν υπήρχαν υπαινιγμοί για ανεξήγητες απουσίες, που θα δικαιολογούσαν την πράξη. Οι ψίθυροι αφορούσαν κάποιον παχουλό κύριο, που επισκεπτόταν το σπίτι, μετά το θάνατο του πατέρα. Συναντούσε τη μητέρα στο σαλόνι, μιλούσαν χαμηλόφωνα, αφού πρώτα του είχαν δώσει την πολυπόθητη άδεια για παιχνίδι . Αποδείχτηκαν όμως αβάσιμοι όσον αφορά την εντιμότητά της, άλλωστε η μελαγχολική φυσιογνωμία της δεν συναινούσε σε ουσιαστικές αλλαγές. Ότι δεν είχε ακούσει τίποτα για τη φράση το θεώρησε απόδειξη εσωστρέφειας, απαραίτητο στοιχείο κάθε ηθικής γυναίκας , αν και μια ακατανίκητη παρόρμηση τον οδηγούσε να παραδεχτεί την εγκυρότητα της μαρτυρίας.
- Γνωρίζετε ότι η μητέρα σας ήταν θαυμαστής του φόβου, τον ρώτησε, κοιτάζοντας το υποψιασμένο πρόσωπό του.
Ένα λεπτό στρώμα χιονιού είχε καλύψει αθόρυβα το πεζοδρόμιο. Το βραδινό αεράκι το ανασήκωσε και το έστειλε να καλύψει το εσωτερικό του χαμηλόφωτου μαγαζιού.
- Διαβάστε αυτό το γράμμα. Έχει σταλεί στη μητέρα σας. Θα αναγνωρίσετε το άρωμα της παρουσίας της.
“Μαδρίτη 12/10/57
Συμφωνώ με τη σκέψη σου, μα πρέπει να καταλάβεις ότι τα όνειρά μας είναι η αιχμαλωσία των ανείπωτων παραστάσεων.
Κάποτε, ξέρεις καλύτερα εσύ, διαλέγαμε τους μύθους μας. Τον κορμό της ύπαρξής μας.
Σε φιλώ ’’

Το γράμμα δεν ήταν απόδειξη φερεγγυότητας του αγνώστου. Αντίθετα περιέπλεκε περισσότερο τα πράγματα. Οι αστυνομικές μέθοδοι αναγνώρισης του αποστολέα, η παραλαβή από τη μητέρα του, και η μυστηριώδης ανεύρεση του γράμματος από τον συνομιλητή του, βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τον εφησυχασμένο χαρακτήρα του.
-Η μητέρα σας ακολούθησε το δρόμο της διάψευσης. Πίστεψε στη γοητεία του μυστηρίου. Η αναχώρησή της ήταν ένας χλευασμός στη ματαιοδοξία. Η ανυπαρξία της συντηρεί την άγνοιά μας. Η επιστροφή μας κύριε, είναι θέμα επιλογής. Αρκεί να την θεωρήσουμε αναγκαία.
Ο θριαμβευτικός τόνος του συμπεράσματός του και η αναίδειά του ν’αναφέρεται σ’ένα αγαπημένο πρόσωπο που μόνο αυτός είχε την κυριότητα να υπερασπίζεται, τον αναστάτωναν. Ήταν αναγκασμένος να τον εγκαταλείψει κι αν χρειαζόταν με τη βία.
Σκυφτοί οι διαβάτες, περνούσαν βιαστικά, τυλιγμένοι στα βαριά παλτά τους, αφήνοντας τις παγωμένες ανάσες τους στη θολή ατμόσφαιρα. Έκλεισε το παράθυρο, απομάκρυνε με μια κίνηση την ομορφιά του πρωινού, κι ελευθέρωσε το σώμα του.
Από πάνω μας περνάει ο δρόμος του».







Κυριακή, Απριλίου 19, 2009

ΣΟΛΩΜΟΣ FOR EVER

Get this widget Track details eSnips Social DNA



Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
XXI.
1.
Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
τ᾿ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ ῾κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ᾿ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα·
«γλυκειὰ ἡ ζωή κι᾿ ὁ θάνατος μαυρίλα».

2.
Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι, καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς ἁγίους, καὶ φιληθῆτε·
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε· Χριστὸς ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι.

3.
Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,
καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τὲς ζωγραφι-
σμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·
λάμπει τὸ ἀσήμι, λάμπει τὸ χρυσάφι,
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ᾿ τ᾿ ἁγιοκέρι,
ὁποῦ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοὶ στὸ χέρι.

XXII.
Βγαίνει, γιατί στὰ σωθικά του ἀνάφτει,
καὶ γιὰ πρῶτο ἀπαντᾶ τὸν νεκροθάφτη.

XXIII.
Κανεὶς δὲν τοῦ μιλεῖ, καὶ δὲν τοῦ δίνει
τὸ φιλὶ τὸ γλυκὸ ποὺ φέρνει εἰρήνη.

XXIV.
Πάντα, χτυπάει, σὰν νἄλπιζε ἐκεῖ κάτω
ν᾿ ἀγροικηθεῖ στῆς κόλασης τὸν πάτο.

Πέμπτη, Απριλίου 16, 2009

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

Get this widget Track details eSnips Social DNA


Διαβάζει: Λαζαρίδου Όλια, Nίκος Ξυδάκης, Hμερολόγιο δεύτερο, Mercury/Universal Music 2005

1. Μοῦ φαίνεται πὼς πάω καὶ ταξιδεύω
Στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ᾿ ὄνειρό μου
Μὲ τὸ κῦμα, μὲ τσ᾿ ἄνεμους, παλεύω
Μοναχή, καὶ δὲ εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου·
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
Πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου·
Τόνε τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω
Πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω.

2. Κι᾿ ὅτι τέτοια τοῦ λέω, μέσα μὲ θάρρος
Νά σου τὰ τρία τ᾿ ἀρσενικὰ πετιοῦνται·
Τοῦ καραβιοῦ τὰ ξύλα ἀπ᾿ τὸ βάρος
Τρίζουν τόσο, ποὺ φαίνεται καὶ σκιοῦνται·
Τότε προβαίνει ἀφεύγατος ὁ χάρος,
Καὶ στρυμωμένα αὐτὰ κρυφομιλιοῦνται,
Κι᾿ ἀφοῦ ἔχουν τὰ κρυφὰ λόγια ᾿πωμένα,
Λάμνουν μὲ κάτι κουπιὰ τσακισμένα.

3. Μ᾿ ἕνα πικρὸ χαμόγελο στὸ στόμα
Ἔρχεται ἡ κόρη ἐκεῖ καὶ μὲ σιμώνει·
Τῆς τυλίζει ἕνα σάβανο τὸ σῶμα,
Ποὺ στὸν ἀέρα ὁλόασπρο φουσκώνει·
Ἀλλὰ πλιὰ χλωμιασμένο εἶναι τὸ χρῶμα
Τοῦ χεριοῦ ποὺ ὀμπροστά μου ἀντισηκώνει,
Καὶ τῆς τρέμει, ὅπως τρέμει τὸ καλάμι,
Δείχνοντας τὸ σταυρὸ στὴν ἀπαλάμη.

4. Καὶ βλέπω ἀπ᾿ τὸ σταυρὸ καὶ βγαίνει αἷμα
Μαῦρο μαῦρο, καὶ τρέχει ὡσὰν τὴ βρύση
Μοῦ δείχνει ἡ κόρη ἀνήσυχο τὸ βλέμμα,
Τάχα πὼς δὲ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσῃ.
Ὅσο ἐκειὰ τὰ κουπιὰ σχίζουν τὸ ῥέμα,
Τόσο τὸ κάνουν γύρω μου ν᾿ αὐξήσῃ·
Συχνοφέγγει ἀστραπή, σχίζει τὸ σκότος,
Καὶ τῆς βροντῆς πολυβουΐζει ὁ κρότος.

5. Καὶ τὰ κύματα πότε μᾶς πηδίζουν,
Ποὺ στὰ νέφη σοῦ φαίνεται πὼς νἆσαι,
Καὶ πότε τόσο ἀνέλπιστα βυθίζουν,
Ποὺ νὰ μὴν ἀνοίξῃ ἡ κόλαση φοβᾶσαι·
Οἱ κουπηλάτες κατὰ μὲ γυρίζουν.
Βλασφημοῦν, καὶ μοῦ λένε: Ἀνάθεμά σε.
Ἡ θάλασσα ἀποπάνου μας πηδάει,
Καὶ τὸ καράβι σύψυχο βουλιάει.

6. Μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια ἐνῷ σ᾿ ἐκείνη
Τὴν τρικυμιά, ποὺ μ᾿ ἄνοιξε τὸ μνῆμα,
Τινάζομαι μὲ βία, καὶ δὲ μ᾿ ἀφίνει
Νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κῦμα,
Βρίσκομαι ἡ ἔρμη ἀνάποδα στὴν κλίνη,
Ποὺ ἄλλες φορὲς τὴ ζέσταινε τὸ κρῖμα,
Καὶ πικρότατα κλαίω πὼς εἶναι δίχως
Τὸ στεφάνι, ποὺ μὤταξες, ὁ τοῖχος.

Δευτέρα, Απριλίου 13, 2009

Και των μαλλιώνε της τ'ωραίο πλήθος

Μ΄ένα κλικ στην εικόνα μπορείτε να διαβάσετε το ποίημα

Το ποίημα το βρήκα εδώ

Τρίτη, Απριλίου 07, 2009

ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ



My man don't love me
Treats me oh so mean
My man he don't love me
Treats me awfully
Hes the, lowest man
That Ive ever see

He wears high trimmed pan
Stripes are really yellow
He wears high trimmed pan
Stripes are really yellow

But when he starts in to love me
Hes so fine and mellow

Love will make you drink and gamble
Make you stay out all night long repeat
Love will make you drink and gamble
Make you stay out all night long repeat

Love will make you do things
That you know is wrong

But if you treat me right baby
Ill stay home everyday
But if you treat me right baby
Ill stay home everyday

But you're so mean to me baby
I know you're gonna drive me away

Love is just like the faucet
It turns off and on
Love is just like the faucet
It turns off and on

Sometimes when you think it's on baby
It has turned off and gone

Δευτέρα, Απριλίου 06, 2009

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ

Η λογοτεχνία, και κατ'επέκτασιν η τέχνη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα παιγνίδι, όπου οι ερωτήσεις κερδίζουν και οι απαντήσεις χάνουν.

Υ.Γ Μπορεί να μην είναι δικό μου αλλά δεν παύει να είναι ωραίο!

Παρασκευή, Απριλίου 03, 2009

ΣΤΟ "ΝΑΥΤΙΛΟ" ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΑΡΧΕΙΟ

"Ο ΠΥΡΓΟΣ"
Μετάφραση Κώστας Προκοπίου
Εκδόσεις "ΕΓΝΑΤΙΑ"


Διαβάζω το κεφάλαιο Κ

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ...

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2009

ΠΕΜΠΤΗ, 2γ

ΕΒΑΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ στα ράφια και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική.

Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το
ξόδεψα όλο.

Έτσι θέλω να μ’εύρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ’ένα κουρελιασμένο παντελόνι, ν’ανακατεύω άγραφα χαρτιά σα να οδηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου.
"Ημερολόγιο
ενός αθέατου
Απριλίου"

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2009

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ


Το παρόν κλείνει επ' αόριστον...