Ήμουν κλεισμένος από τις οχτώ μέχρι τις τρεις ανάμεσα σ’ εκείνους
τους τοίχους, ο κάπτεν Νέμο στο υποβρύχιό του και ο Ροβινσόνας Κρούσος στο νησί
του, και επίσης ο Αόρατος Άνθρωπος και ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου και ο
Μπερνάρδο Σοάρες του Φερνάντο Πεσσόα και οποιοσδήποτε από τους συναδέλφους του
Φραντς Κάφκα στο γραφείο, σκιές του ίδιου και της δουλειάς του στην εταιρεία πρόληψης
εργατικών ατυχημάτων στην Πράγα. Φανταζόμουν πως ανήκα, όπως κι εκείνοι, σε μια
γενιά εκτοπισμένων, ξένων στο μέρος όπου έζησαν πάντα και στατικών δραπετών που
κρύβουν την ιδιαιτερότητά τους και την εκ
γενετής εξορία τους κάτω από μια εικόνα απόλυτης κανονικόιητας και που, καθισμένοι
σ’ ένα γραφείο ή κάνοντας με λεωφορείο τη διαδρομή προς τη δουλειά, μπορούν να
πετύχουν λαμπρά οράματα περιπετειών που δε θα τους συμβούν, ταξιδιών που δε θα
κάνουν ποτέ. Στο γραφείο του στην Εταιρείας Ύδρευσης της Αλεξάνδρειας ο
Κωνσταντίνος Καβάφης φαντάζεται τη μουσική που άκουσε ο Μάρκος Αντώνιος τη
νύχτα που προηγήθηκε του οριστικού του χαμού, το θίασο του Διόνυσου που τον
εγκαταλείπει. Σ’ ένα εστιατόριο της Λισσαβόνας ή στη διαδρομή ενός τραμ,ο
Φερνάντο Πεσσόα σκιαγραφεί στοχαστικά τους στίχους ενός ποιήματος σχετικά μ’ ένα
υπέροχο ταξίδι στην Ανατολή με υπερωκεάνιο. Σ’ ένα ξενοδοχείο στο Τορίνο φτάνει
ένας άντρας με γυαλιά, ήρεμος, καλοντυμένος, αν και με κάποια ιδιομορφία που
τον εμποδίζει να φανεί ταξιδιώτης, κλείνει δωμάτιο για κείνη μόνο τη νύχτα και
κανείς δεν ξέρει πως είναι ο Τσέζαρε Παβέζε και πως στην πολύ μικρή του βαλίτσα
έχει μια δόση δηλητηρίου με την οποία μέσα σε λίγες ώρες θα βάλει τέρμα στη ζωή
του. Εγώ φανταζόμουν την αυτοκτονία με νοσηρές λεπτομέρειες και πίστευα
πράγματι πως το να φυτέψεις μια σφαίρα στο κεφάλι σου ή να αφεθείς να σε
σκοτώσει αργά το αλκοόλ ήταν δραστικές μορφές ηρωισμού. Έβλεπα τους μεθυσμένους
στις σκοτεινές ταβέρνες των δρομίσκων κι αισθανόμουν ένα ρυπαρό μείγμα έλξης
και απόρρριψης σαν να έκρυβε ο καθένας τους μια τρομερή αλήθεια της οποίας το
τίμημα ήταν η αυτοκαταστροφή. Διασταυρωνόμουν με άντρες με απόμακρα βλέμματα και
κινήσεις διανοητικώς διαταραγμένων ανθρώπων και σκεφτόμουν τον Μποντλαίρ στα
τελευταία παραληρήματα της ζωής του, χαμένο στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι, και
τον Ζέρεν Κίρκεγκορ, περιπλανώμενο και ναυαγό στους δρόμους της Κοπεγχάγης, να
εξυφαίνει βιβλικούς μύδρους εναντίον των συμπατριωτών του και των ομοίων του, να
γράφει νοερά γράμματα σε μια γυναίκα, τη Ρεγγίνα Όλσεν, απή την οποία είχε
χωρίσει, πεθαμένος ίσως από φόβο, όταν ήταν ήδη αρραβωνιασμένος μαζί της, και
την οποία ωστόσο δε συγχωρούσε που παντρεύτηκε μετά άλλον άντρα. Κλεισμένος στο
γραφείο μου, διάβαζα γράμματα και ημερολόγια και τετράδια του Ζέρεν Κίρκεγκορ
και μάθαινα από τον Πασκάλ ότι οι άνθρωποι δε ζουν σχεδόν ποτέ στο παρόν, αλλά
στην ανάμνηση του παρελθόντος ή στον πόθο ή στο φόβο του μέλλοντος, και πως
όλες οι συμφορές τους συμβαίνουν επειδή δεν ξέρουν να μένουν μόνοι στο δωμάτιό_τους.
σ.427-428
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου