Παρασκευή, Ιανουαρίου 30, 2009

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΟΥ

Σκέφτομαι όλους αυτούς που κάνουν αναφορές σε βιβλία, παραθέτουν αποσπάσματα, δημοσιεύουν σχόλια στο διαδίκτυο, συζητούν στις παρέες τους, στα σχολεία τους, στα πανεπιστήμια, κάνουν κριτική σε περιοδικά, σε ένθετα βιβλίου των εφημερίδων, που τοποθετούν τα βιβλία στα οποία αναφέρονται. Φυσικά απαντώ, μόνος μου όπως πάντα, στις βιβλιοθήκες των σπιτιών τους.
Προσπερνώ το οικονομικό κόστος που είναι αβάσταχτο, που να δίνεις τόσα λεφτά κάθε τόσο για βιβλία, δίχως να αναφέρομαι στους κριτικούς, που φαντάζομαι δεν δαπανούν δεκάρα, αφού προβλέπουν άλλοι γι’αυτούς, εν προκειμένω οι εκδοτικοί οίκοι, ούτε στους αναγνωρισμένους δημιουργούς, που ο καθένας θέλει να προσεγγίσει ώστε μια καλή λέξη τους, θα δώσει στο βιβλίο που τους προσφέρουν, εντελώς δωρεάν, το κύρος που χρειάζεται για την αναγνωρισιμότητα του, απαραίτητου όρου για τη προώθησή του στην αγορά . Δόξα τω Θεό, η παραγωγή βιβλίου με εγχώρια έργα αλλά και μεταφράσεις είναι αρκετά πλούσια, που φτάνεις σε σημείο, αν είσαι «συνεπής» αναγνώστης, να τρέχουν τα σάλια σου, από τους τίτλους βιβλίων που τυπώνονται κάθε χρόνο. ¨Οσες προτεραιότητες να κάνεις πάντα θα διαφεύγουν βιβλία που δεν κατάφερες ν’αγοράσεις για οικονομικούς λόγους.
Απομένει ο «ελεύθερος» χρόνος για την ανάγνωση των βιβλίων που ποθείς να διαβάσεις. Δεν θέλω να αναφερθώ στον ρυθμό ανάγνωσης των βιβλίων. Η διαφορετικότητα της ανάγνωσης είναι όσοι και οι αναγνώστες. Αλλά πάντα υπάρχει ο φόβος η ανεξέλεγκτη κατοχή βιβλίων να καταντήσει καταναλωτική ανάγκη. Όπως όμως με τις καταναλωτικές συνήθειες μας, συσσωρεύουμε άχρηστα καταναλωτικά προιόντα, έτσι και με τα βιβλία γεννιέται η επιθυμία, οδηγημένη από τις προτεραιότητες της αγοράς, να αγοράζουμε δίχως ουσιαστικά να το επιθυμούμε. Ο ανταγωνισμός έχει εισέλθει και στα αναγνωστικά γούστα, οδηγημένος , εν μέρει, από την μπλογκοκατάσταση. Ο χώρος αυτός, από μέσο έκφρασης και ενημέρωσης, τείνει να γίνει πεδίο ανταγωνιστικής γνώσης, πέρα από όλα τα άλλα.
Ας παραδεχθούμε λοιπόν ότι η ανάγνωση ήταν πάντα προνόμιο των πλουσίων ή καλύτερα της αστικής τάξης, άσχετα αν δεν εξασκούσε το προνόμιο που της κληροδότησε η θέση της. Ας παραδεχθούμε τη φιλελεύθερη άποψη ότι όλοι τώρα πια έχουμε πρόσβαση στη γνώση. Ας παραδεχθούμε ότι η οικονομική ανέχεια που πλήττει τον κόσμο, επιτρέπει την αγορά βιβλίων που «κρίνουμε» ή κρίνουν, απαραίτητα να διαβάσουμε. Το ερώτημα είναι που θα βρούμε χώρο να τα τοποθετήσουμε.
Εκτός της χυδαιολογικής, προσπαθώ να βρώ κάποια άλλη πιο ευπρεπή απάντηση. Βέβαια η ευπρέπεια και η λογική μας οδηγεί στο αβίαστη απάντηση. Στη βιβλιοθήκη. Μα εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Μπορεί να μην αγοράσουμε το παντελόνι που είδαμε στη βιτρίνα, να προσπεράσαμε τα παπούτσια του Σεβαστάκη, να βολευτήκαμε με το περσινό κουστούμι, να οδηγήθηκαμε στα Sprider stores και στο Glou, αλλά το ζήτημα του χώρου για να τοποθετήσουμε τα βιβλία πως θα το λύσουμε; Και τα ρημάδια δεν είναι αναλώσιμα, να τα πετάς, όπως αδειάζεις την ντουλάπα σου ή την παπουτσοθήκη σου, θέλεις να επανέρχεσαι σ’αυτά. Που θα βάλεις τον Σταντάλ, τον Ουγκώ, τον Φλωμπέρ, τον Μπαλζάκ(έγραψε και τόσα βιβλία ο ....) τον Προυστ (άλλος αυτός, 7 τόμοι), τον Θερβάντες, τον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι, τον Γκόγκολ, τον Παβέζε, τον Καλβίνο, τον Σβέβο, τον Κανέτι, τον Τόμας Μαν, τον Σαίξπηρ, τον Τζόυς, την Ωστεν, την Μπροντέ, τον Ντίκενς, τον Λώρενς, την Γουλφ, τον Κόνραντ, τον Μέλβιλ, τον Μαρκ Τουαίν, τον Φώκνερ(είναι δυνατόν να μην έχεις τα άπαντά του), τον Φιτζέραλντ, τον Σταινμπεγκ, τον Μπέλοου, τον Σάλιντζερ, τον Πάσος, τον Κάφκα, τον Μούζιλ(έστω με την άθλια μετάφραση του «Ανθρώπου...), τον Μπροχ, τον Μπέρνχαρτ, τον Άντριτς, τον Σαραμάγκου, τον Πεσσόα, τον Μάρκες, τον Σάμπατο, τον Φουέντες, τον Μπόρχες, τον Κορτάσαρ, τον Ονέτι; Αυτά με τους κλασσικούς, αλλά δεν μπορείς να τη βγάλεις μόνο με τους κλασσικούς. Με τους ¨Ελληνες; Δεν πρέπει να έχεις τον Παπαδιαμάντη σου, το Βιζυηνό σου, τον Σκαρίμπα σου, τον Χατζηαργύρη, τον Αλεξάνδρου, τον Ταχτίτση, τον Κοσμά Πολίτη, τον Μπεράτη, τον Τερζάκη( τουλάχιστον την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ»), τον Χατζή, τον Καζαντζή, τον Ιωάννου, τον Κοτζιά, τον Τσίρκα, τον Βαλτινό, την Μέλπω Αξιώτη, τον Πεντζίκη;
Αυτά με την πεζογραφία. Με την ποίηση τι γίνεται; Ειδικά τώρα που το διαδίκτυο έχει γεμίσει με ποιητικούς οίστρους; Πως θα αντιμετωπίσεις του ευδαίμονες, μέχρις εξαρθρώσεως των σιαγόνων, ευεργετημένους αναγνώστες και δημιουργούς; Θα αφήσεις τον Σολωμό, τον Κορνάρο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, και τόσους άλλους έξοχους Έλληνες ποιητές; Και τους ξένους ποιητές, που τα τελευταία χρόνια γίνονται θαυμάσιες μεταφράσεις τους, αν δεν μπορείς να τους διαβάσεις στο πρωτότυπο; Θα τους αφήσεις απέξω;
Με την Ιστορία τι γίνεται; Με το δοκίμιο; Το πολιτικό βιβλίο; Τη λογοτεχνική θεωρία, για να πουλήσεις και λίγο μούρη; Τη φιλοσοφία; Τους αρχαίους Έλληνες, που δεν πρέπει να λείπουν από κάθε σπίτι, όπως λέει η διαφήμηση; Που τους βάζεις; Αναγνώστες είμαστε, δεν χρειαζόμαστε το λεξικό μας, τη γραμματική μας, το συντακτικό μας;
Γι’αυτό αναρωτιέμαι όταν διαβάζω κριτικούς ή τώρα τελευταία μπλόγκερς. Πως τα τοποθετείτε, ρε παιδιά, αυτά που διαβάζετε στις βιβλιοθήκες σας, και μας τα παρουσιάζετε; Να μάθω και γω για να μου φύγει το άγχος. Γιατί από χώρο το βλέπω αδύνατο.
Μπας και πρέπει να διαβάσουμε το «Πως να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει»;


Υ.Γ
Μην ξεχάσουμε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται φυλακισμένος γιατί έγραψε ένα βιβλίο. εδώ

Τετάρτη, Ιανουαρίου 28, 2009

Η ΚΥΡΙΑ ΝΤΕ ΓΚΑΛΛΑΝΤΡΟΝ ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΝΤΕ ΛΩΜ

Η κυρία ντε Γκαλλαντρόν ορθώνοντας την κορμοστασιά της και ψυχραίνοντας την όψη της προσκαλεί την ξαδέλφη της:
"Οριάν, πολύ θα 'θελα να ερχόσουν για λίγο αύριο βράδυ στο σπίτι μου ν'ακούσεις ένα κουιντέτο με κλαρινέτο του Μότσαρτ. Θα 'θελα να είχα τη γνώμη σου"



Σάββατο, Ιανουαρίου 24, 2009

Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Η ανάγνωση της κ.Ειρήνης Παπά από τον ιστότοπο "Σπουδαστήριο
Νέου Ελληνισμού".


Η δική μου εκδοχή μετά τον ηχηρό "κελαιδισμός" της Ειρήνης Παπά.


Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,

Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,

Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους

Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.

Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,

Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,

Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,

Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,

Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.

Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.

Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,

Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,

Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,

Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.

Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,

Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,

Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,

Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,

Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 21, 2009

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ ΕΝΟΣ ΦΟΝΙΑ

Ριζοσπάστης 28 Δεκεμβρίου 2008
ΔΙΗΓΗΜΑ

Ακου με προσεχτικά φίλε, χωρίς να με διακόψεις.
Ξέρω πως έχεις βοηθήσει πολλούς ανώνυμους ν' ακουστεί η φωνή τους, γι' αυτό σε παίρνω κι εγώ.
Ελπίζω να φερθείς και σε μένα όπως στους άλλους.
Λοιπόν, ναι του την άναψα!
Και δεν το μετανιώνω, να το ξέρεις, μόνο που άλλον νόμιζα ότι βαρούσα, αν και καλά να πάθει το κωλόπαιδο, το πλουσιόπαιδο που γύρευε να κάνει πλάκα σε μας, που μας έβριζε κωλόμπατσους και τα τέτοια...
Κι όλοι εσείς που ουρλιάζετε τώρα στα κανάλια και μυξοκλαίτε, δεν ξέρετε τίποτα ή ξέρετε και κάνετε τον παλαβό. Λένε λοιπόν κάποιοι από σας πως έπρεπε να πάω σε ψυχίατρο αφού ήμουνα λέει με σπασμένα νεύρα, ή να φύγω από την Αστυνομία και να μην κρατάω όπλο και άλλα τέτοια... Τόσα ξέρουν οι κοπρίτες, οι καναλάκηδες και όλοι οι βολεμένοι. Μόνο εκείνη η καριόλα η Λιάνα σα να μου φάνηκε πως το πλησίασε το θέμα, λέγοντας πως μ' έχουνε καρφωμένο δέκα χρόνια στα Εξάρχεια! Εχει τις πληροφορίες της αυτή, όπως όλοι στο σινάφι σας, μόνο που τις χρησιμοποιείτε όπως και όταν σας βολεύει...
Νομίζω λοιπόν πως ακούω τους αραχτούς όλους στους καναπέδες να λένε, «δηλαδή δεν πρέπει όλοι να περνούν από ψυχίατρο;» και άλλες τέτοιες μαλακίες. Οπως ας πούμε, περνάνε από ψυχίατρο οι γιατροί, οι δικαστές και τόσοι άλλοι που σε σφάζουν ή σε ξεφτιλίζουν όταν σε πετυχαίνουν στο «γήπεδό» τους, τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια δηλαδή. Δηλαδή, πόσοι σε υπεύθυνες θέσεις περνάνε από ψυχίατρο κανονικά και μετά από κάποια διαστήματα στην υπηρεσία; Δεν μπορεί να είσαι ή να φαίνεσαι καλά και ξαφνικά κάτι να στη βαρέσει; Να σε κερατώνει η γυναίκα σου ας πούμε ή κάτι άλλο σοβαρότερο ή να σε κάψει η καθημερινή υπηρεσία, ειδικά αν δε σου δίνουν άδεια, δεν πας διακοπές γιατί πότε το ένα πότε το άλλο, η υπηρεσία θεωρεί πως πρέπει να ανακαλέσει τις άδειες και όλα τα σχετικά; Για να μη σου θυμίσω πως οι τελευταίοι που μπορούν να εξετάσουν και να κρίνουν αν είσαι ψυχικά εντάξει είναι οι ψυχίατροι, έτσι δε λένε; Και να μη σου θυμίσω πόσοι πολιτικοί αποδείχτηκε πως ήταν βαρεμένοι και σε άλλη περίπτωση θα τους είχανε δεμένους, όχι αμολητούς να κυβερνάνε τον κοσμάκη, ούτε να σου θυμίσω πόσοι στρατιωτικοί που δίνουν διαταγές στα παιδάκια είναι για τα σίδερα, άσε που... αλλά τι να πρωτοπείς...
Λοιπόν, εγώ, είν' αλήθεια πως υπηρετώ κοντά δέκα χρόνια εκεί, που λέει η έτσι. Το προσπάθησα τρεις φορές μετά τα τρία πρώτα χρόνια να την κάνω με μετάθεση, έπιασα διάφορους, παρακάλεσα αλλά τίποτα! Δεν είχα βλέπεις βύσμα, άσε που είχα και τη φωλιά μου λερωμένη από την αρχή. Υστερα τα παράτησα και κάπου μάλλον βολεύτηκα, έμαθα τη «δουλειά», έμαθα να λουφάρω και κοίταξα να στήσω κι εγώ μια οικογένεια που μέχρι τότε είχα στερηθεί. Αλλά ησυχία δεν είχαμε ποτέ. Πότε ο ένας πότε ο άλλος είμαστε οι μόνιμοι στόχοι. Οι πολιτικοί και οι διάφοροι κομπιναδόροι κάνουν τις αρπαχτές τους κι εμείς γινόμαστε σάκοι του μποξ - «γι' αυτό πληρώνεστε ρεμάλια!» φωνάζει συχνά ο διοικητής, ενώ οι υψηλά ιστάμενοι είναι πιο ευγενείς αλλά και πιο σκληροί. «Κυρίους» μας προσφωνούν αλλά στάζουνε φαρμάκι και μας στέλνουν στο στόμα του λύκου.
Ξέρεις πόσες φορές πήγαν να με κάψουν σαν λαμπάδα αυτά τα κωλόπαιδα, οι φονιάδες οι κουκούλες; Ξέρεις με τι τέχνη φτιάχνουν και πετάνε τις μολότοφ; Πάνω στη μαρκίζα τις αμολάνε κάτω από κει που καθόμαστε να προστατευτούμε, κι έρχεται η φωτιά και σε λούζει... τρεις φορές με έχουνε κάψει και τη γλίτωσα με μέτρια εγκαύματα σε όλο το σώμα. Ξέρεις εσύ που με δείχνεις με το δάχτυλο, ξέρεις πόσες φορές γύρισα στο σπίτι με τα αίματα και το δέρμα μου καμένο και με ρωτούσαν τα παιδιά μου τι έπαθα και κρυβόμουνα για να μη με δουν καμένο και κλαίγανε;
Ενα κομμάτι ψωμί έβγαζα κι εγώ, το παιδί της παραδουλεύτρας από το χωριό, με τον πατέρα χαμένο στο πιοτό, να γυρίζει στο σπίτι και να τσακίζει στα χαστούκια κι εμένα και τη μάνα μου γιατί δεν του άρεσε πότε το ένα πότε το άλλο...
Και πώς βρέθηκα στο Σώμα δε θα το αναλύσω, αν και ξέρω πως όλοι ξέρετε πάνω - κάτω με ποιο τρόπο μας χώνουν στο τσουβάλι, όπως τα φίδια που τα αμολάνε μετά - μας αμολάνε δηλαδή, γιατί να μην το ομολογήσω; - μας στέλνουνε καταπάνω στον κοσμάκη. Λεπτομέρειες δεν τολμάω να σου πως, πάντως εκείνο το βράδυ αφού με σύρανε με κλοτσιές και μπουνιές στην Ασφάλεια, με μούρη πρησμένη και αίματα να τρέχουν από τα χείλια και τη σπασμένη μύτη - όλα για μια μηχανή που είχα κλέψει από το πάρκινγκ, κάναμε απίθανες κόντρες τότε, τι άλλο να κάναμε, πεταμένοι απ' όλους, μάνα, πατέρα, χωρίς φράγκο στην τσέπη, από το σχολείο τρεις αποβολές και στο τέλος έπρεπε ν' αλλάξω σχολείο, και τι να το κάνω το σχολείο; - αφού λοιπόν με αφήσανε χωρίς φαΐ και νερό τρεις μέρες, μου είπαν: «ή δέκα χρόνια μέσα ή στην Αστυνομία και θα κάνεις ό,τι σου λέμε, γκέγκε μάγκα;». Διάλεξα τα σίγουρο ψωμί και να μας, δέκα χρόνια στη σφηκοφωλιά, στα Εξάρχεια με όλο εκείνο το αληταριό, που τους ήξερα και από τη μια και από την άλλη - και ανάμεσά τους κάμποσους παραστρατημένους. Μήπως ξέρεις φίλε τι ρόλο παίζουν πολλοί από αυτούς; Δικοί μας είναι, τι δικοί μας δηλαδή, της Ασφάλειας είναι και από κει παίρνουν οδηγίες, πότε θα την ανάψουν τη μια ή την άλλη φωτιά εδώ κι εκεί! Για πες μου εσύ που είσαι έξυπνος και σπουδαγμένος, γιατί δε χτυπάνε κανένα στόχο πλουτοκρατίας, κανέναν με γιοτ, με αυτοκίνητα ακριβά και τεράστιες περιουσίες; Γιατί χτυπάνε τον μεροκαματιάρη με το μαγαζάκι, τον περιπτερά και άλλους ανυπεράσπιστους; Δειλά πραχτοράκια της μαύρης συμφοράς είναι, πεμπτοφαλαγγίτες τους έλεγε ο μόνος σοβαρός και τίμιος άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου, ένας δικηγόρος που έλεγε πως είναι με το ΚΚΕ, αλλά είναι έξω και απ' αυτό γιατί θέλει λέει να είναι ανεξάρτητος.
Λοιπόν, τον φουκαρά το μικρό τον έφαγα.
Είχα φτάσει στο αμήν, και πώς φτάνει κανείς στο αμήν δε θα στο αναλύσω, πάντως είχα μπουχτίσει. Με βρίζανε τα κωλόπαιδα, με είχαν βρίσει τουλάχιστον άλλες πενήντα φορές την ίδια μέρα, βρίζανε τη μάνα μου - «γαμώ το μ... που σε πέταγε» μου είχε φωνάξει ένα καθίκι το ίδιο απόγευμα - και είχα φτάσει ως το λαιμό - σου είπα ότι η μάνα μου ήταν παραδουλεύτρα, τίποτε άλλο δε σου λέω. Κάτι αυτές οι βρισιές, κάτι οι σπόντες του αστυνόμου την προηγουμένη «δεν κάνετε για τη δουλειά για την οποία προσληφθήκατε, και πλησιάζει η λήξη ή ανανέωση της σύμβασής σας και πρέπει να αποδείξετε πως αξίζετε το ψωμί που τρώτε...» και άλλα τέτοια.
Ξέρεις πώς είναι να έχεις το σιδερικό στη θήκη και να σε βλαστημάνε και να σου πετάνε μπουκάλια που μπορεί να είναι και μολότοφ; Οχι φίλε, δεν ξέρεις, και να μην αξιωθείς να μάθεις, στο λέω εγώ, ο γιος της πλύστρας που θέλησα να ζήσω έξω στην κοινωνία και με στολή εξουσίας και όχι στη φυλακή.
Τον σημάδεψα και πρώτη φορά το χέρι μου δεν έτρεμε. Γιατί πρώτη φορά δεν είχα πιει πριν βγω περιπολία - στο λέω κι αυτό και να μείνει μεταξύ μας: αν κρατήθηκα τόσα χρόνια και δε σκότωσα, είναι που έπινα μισό μπουκάλι ουίσκι πριν βγούμε περίπολο και έτσι ό,τι κι αν άκουγα για τη μάνα μου και το αντριλίκι μου το πέρναγα ντούκου - έχω ακούσει πως άμα μεθύσεις βγαίνει ο πραγματικός εαυτός σου κι εγώ είμαι καλό παιδί στο βάθος και όλοι στην υπηρεσία το ξέρουν και μ' αγαπάνε, αλλά και με εκμεταλλεύονται. Και δε θα σου πω τι καλοσύνες έχω κάνει εγώ στη ζωή μου, γιατί θα με περάσεις ή για παινεψιάρη ή για μαλάκα. Μέσα στο πιοτό κατάλαβα σιγά σιγά και τον πατέρα μου, που δεν ήταν κακός άνθρωπος έστω κι αν μεθώντας έβγαινε η κακή του πλευρά. Να σου πω κάτι; Αποτυχημένος σε όλα ήτανε, γι' αυτό έπινε. Οπως κι εγώ δηλαδή: Τι πέτυχα στη ζωή μου; Τίποτα! Ενας μπάτσος έγινα κι αυτό από σπόντα, όπως σου είπα, και μάλιστα χωρίς καν μόνιμη σύμβαση. Και να 'ρχονται αυτά τα κωλόπαιδα, που δεν έχουν δουλέψει στη ζωή τους, που δεν ξέρουν τι θα πει βάρδια και ξενύχτι, τι πάει να πει μεροκάματο και τι σφαλιάρα κάθε είδους από το αφεντικό και να σου ρίχνονται μετά από δώδεκα ώρες ορθοστασία στις γωνίες ή στις εισόδους τραπεζών, να 'ρχονται και να σε βρίζουν και να σου πετάνε ό,τι βρουν στο δρόμο. Και να σου πω κάτι άλλο; Πόσοι από αυτά τα κωλόπαιδα είναι εργαζόμενοι των 700 ευρώ που λένε και ξαναλένε; Να σου πω εγώ; Κανένας! 'Η κάτι πρεζόνια είναι ή κάτι τύποι από τα βόρια προάστια που βαριούνται στη σιγουριά του σπιτιού ή τα πραχτοράκια, οι πεμπτοφαλαγγίτες που λέγαμε πριν. Ποιος μεροκαματιάρης προλαβαίνει να βγει στους δρόμους, πόσοι από τους αναγκεμένους έχουν τέτοιες πολυτέλειες; Εντάξει, είμαι απόλυτος θα μου πεις, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία αυτού που λέω.
Λοιπόν, για να τελειώνω γιατί σε ζάλισα: το έκανα!
Πριν, σου έλεγα πως τον σημάδεψα και έτσι έγινε, όπως ήμουνα με το αίμα στο κεφάλι. Ομως, φίλε, πρέπει να σου πω πως δε θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή που πάτησα τη σκανδάλη, σημάδευα ακόμη τον πιτσιρικά ή το χέρι μου είχε κατέβει. Και μη νομίσεις πως πάω να πω ότι δεν το 'κανα, αφού ξέρω ότι εσύ δε θα με δώσεις. Απλά, δε θυμάμαι γιατί το μυαλό μου έχει σκεπαστεί από μια θολούρα και έχω χάσει εκείνες τις στιγμές τελείως. Για να μη λέω πολλά: δεν ξέρω ποια δύναμη ή ποια κούραση μου κατέβασε το χέρι - αν το κατέβασε - πάντως ό,τι έγινε, έγινε χωρίς τη θέλησή μου.
Και να στο πω; Ενα βουνό έχει πέσει πάνω μου από την επόμενη στιγμή που έφυγε η σφαίρα και είδα το κορμάκι του πιτσιρικά να διπλώνεται στις πλάκες. Οταν σκέφτομαι πως θέρισα μια ψυχούλα που δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα ακόμα στη ζωή, άνετο ή ζόρικο βήμα - τι σημασία έχει;
Αλλά φίλε, είχε φτάσει ένας κόμπος και μ' είχε πνίξει, αν δεν τράβαγα το πιστόλι εκείνη τη στιγμή θα είχα πεθάνει από ασφυξία. Ολο τον τελευταίο καιρό με είχε μαγκώσει ένα μούδιασμα - ξέρεις τι σημαίνει μούδιασμα; - ένα μούδιασμα που ξεκίνησε από τα πόδια και σκαρφάλωνε σιγά σιγά στο λαιμό. Δε θα το πιστέψεις φίλε, όμως με το που έφυγε η σφαίρα, μου φάνηκε πως πήρε μαζί της κι αυτόν τον βραχνά, έστω κι αν αυτό κράτησε όσο και η διαδρομή του βλήματος που άφησα να φύγει μέσα στο πάθιασμά μου. Ξέρω καλά πως θα με κυνηγάει πάντα αυτή η στιγμή αλλά πίσω δεν μπορώ να τη φέρω ούτε τη σφαίρα ούτε τη ζωούλα του πιτσιρικά. Ολοι εσείς που σήμερα φωνάζετε και χτυπιέστε τάχα, θα το προσπεράσετε γρήγορα, θα το ξεχάσετε μέχρι τις επόμενες δυο - τρεις μέρες, όπως ξεχάστηκαν τόσα και τόσα φριχτά εγκλήματα, δικά μας ή των άλλων, των επωνύμων που δεν τους αγγίζει ούτε νόμος ούτε συνείδηση. Ετσι κυλάει η ζωή, με όλες τις καθημερινές σκοτούρες, γιατί έτσι πρέπει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς. Εγώ βέβαια εδώ σημαδεύτηκα και εδώ θα καρφωθώ, αλλά δε θ' αφήσω να το καταλάβει κανείς και πιστεύω πως εσύ θα κρατήσεις το μυστικό που σου εμπιστεύτηκα.
Να το ξέρεις: ό,τι και να δείξει η βαλλιστική που θα γίνει, όπως πάντα, εγώ δε θα το παραδεχτώ δημόσια πως του την άναψα και μάλιστα εν βρασμώ, που λένε, ούτε πως τον σημάδεψα κατάστηθα. Εχω τρία παιδιά να μεγαλώσω κι εγώ. Ναι, σαν εκείνο που σκότωσα, θα μου πεις, το ξέρω και τα δικά μου έχουν μόνο εμένα και τη μάνα τους, δεν έχουν σπίτι ιδιόκτητο, δεν έχουν τρία αυτοκίνητα, δεν έχουνε νταντάδες και καθηγητές στο σπίτι. Δε θα έχουν καλά καλά να φάνε άμα εγώ μπω φυλακή.
Ούτε συγγνώμη με παίρνει να ζητήσω, γιατί θα είναι σα να ομολογώ. Αλλωστε, πόσοι απ' όλους αυτούς που κακοποιούν κάθε μέρα τους ανθρώπους - και δεν είναι και λίγοι, κοίταξε στα ρετιρέ της παλιοκοινωνίας μας και θα καταλάβεις τι εννοώ - πόσοι απ' αυτούς ζήτησαν συγνώμη; Οχι, δεν οφείλω κανένα συγγνώμη σε κανέναν, κανέναν από τούτη τη βρωμοκοινωνία που ζούμε, εκτός ναι, εκτός από κείνο το παιδάκι που έστειλα στον άλλο κόσμο, αλλά όπως σου είπα, θα είναι η καταδίκη μου, άλλωστε τι θα άλλαζε αν ζητούσα συγγνώμη; Θα έφερνα πίσω τον πιτσιρικά ή θα μου το αναγνώριζαν σαν ελαφρυντικό;
Εμένα η μόνη μου ελπίδα τώρα είναι οι εγγυήσεις που μας έχουν δώσει από τότε που μπήκαμε στο Σώμα, πως ό,τι κι αν κάνουμε θα το κουκουλώσουν, αρκεί να πειθαρχούμε στις διαταγές των ανωτέρων.
Και μου το 'χουν υποσχεθεί πως κι εγώ θα πέσω στα μαλακά.
Τόσα χρόνια κάνω τον μαλάκα, μου το χρωστάνε.
Κυρίως φοβούνται, μην ανοίξω εγώ και άλλοι πολλοί το στόμα μας.
Γι' αυτό θα μου το κλείσουν απαλά και κομψά. Κρατώντας, μέχρι να περάσει η μπόρα μου, το στόμα των παιδιών μου γεμάτο. Που με τη σειρά τους, μεγαλώνοντας, θα βαδίσουν στα χνάρια μου, τη λαμπρή «σταδιοδρομία» μου.
Γιατί άλλη επιλογή δεν έχουν.
Οπως κι εσύ και τόσοι άλλοι που νομίζουν πως ποτέ δε θα τους αγγίξει η κακιά η ώρα.
Ολοι στο ίδιο καζάνι κλωθογυρνάμε βλαστημώντας την τύχη μας που δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε.
Για την αντιγραφή,
Α. Σ. Α.


Το σχόλιο του Γιώργου Κοροπούλη για το διήγημα
εδώ
ΥΓ Υπάρχουν βέβαια και άλλοι "υπερασπιστές" της λογοτεχνικής έκφρασης. Βρήκαν την ευκαιρία να καταθέσουν τη δημοκρατική τους ευαισθησία.
Ιδαλγοί της ελευθερίας, γρηγορείτε!

Παρασκευή, Ιανουαρίου 16, 2009

ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΑ


Φαίνεται ότι ο Θεός δεν είναι καλός χριστιανός.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 12, 2009

Η ΤΟΥΑΛΕΤΑ

Πριν αρχίσω να διηγούμαι τα ακατανόμαστα, απορώ που βρήκα το θράσος να τα εξιστορήσω, με κίνδυνο να μην ορθοποδήσω ποτέ συγγραφικά, χλευασμένος από τους ανύπαρκτους αναγνώστες μου, που με ξυνισμένα μούτρα θα παρακολουθήσουν, αν καταφέρουν να φτάσουν μέχρι το τέλος, την αφήγησή μου, πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι δυσκοίλιος. Αυτό, ίσως, εξηγεί την επιμονή μου να εκφράσω τη δυσαρέσκεια μου για τις τουαλέτες του ξενοδοχείου όπου εργάζομαι, γιατί σκέφτομαι ότι δεν είμαι ο μοναδικός που ταλαιπωρούμαι από την αρχιτεκτονική αυτών των χώρων. Οι άλλοι, οι αξιοπρεπείς, οι κοινωνικώς κόσμιοι, που αφήνουν τέτοιες λεπτομέρειες του βίου τους απαρατήρητες ή μάλλον αποφεύγουν , ώς υπεράνω, να αναφέρονται σ’αυτές, κακό του κεφαλιού τους κάνουν και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ. Όσο δε σκέφτομαι το μακάριο μουσικό του μαντολίνου, που αφόδευσε στις απέραντες εξοχές του ποταμού Χειμωναδιά, μάλιστα στην αριστερή όχθη, περιμένοντας την άφιξη του Ασημάκη Ζαρντή και του Θανάση Δημητρίου στο θαυμάσιο μυθιστόρημα του Κώστα Χατζηαργύρη, τόσο κατηγορώ την τύχη μου, που για μια ακόμη φορά παίζει παράξενο και υποκριτικό, το τονίζω αυτό, παιγνίδι μαζί μου.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, οι τουαλέτες του ξενοδοχείου είναι τόσο μικρές και στενάχωρες, που δυσκολεύεσαι να μετακινηθείς. Οι κινήσεις σου είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα ο εκνευρισμός να εκδηλώνεται πριν ακόμη αρχίσει η εξαντλητική προσπάθεια, που ξέρεις ότι θα σε καταβάλει. Τα διαχωριστικά είναι φτιαγμένα από σανίδες, επιμελώς βαμμένες, ώστε να φαίνονται σαν τοίχος. 'Eλα ντε, όμως, που ο μύθος καταρίπτεται όταν από δίπλα, ακούς, σαν να είστε στην ίδια τουαλέττα, το βογκητό του δυσκοίλιου πελάτη, που προσπαθεί να αφοδεύσει αλλά απ’ ότι φαίνεται μάταια. Πρέπει όμως να ομολογήσω, ότι κάτι τέτοιες στιγμές θαυμάζω τους Ευρωπαίους, για τον πολιτισμό αιώνων που κουβαλούν πάνω τους. Και εξηγούμαι: δεν καταβάλουν, οι αθεόφοβοι, την παραμικρή προσπάθεια να περιορίσουν την προσπάθεια τους, στο καθαρά ατομικό καθήκον, αλλά την ανακοινώνουν με βογκητά αποτυχημένων προσπαθειών, επιτυχών δε, όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα, με μακρόσυρτες ανακουφιστικές κραυγούλες, που συνοδεύονται από τον ήχο των περιτωμμάτων τους στο νερό. Τότε είναι που χάνω την αυτοσυγκέντρωσή μου, τη στιγμή που έχω επικεντρώσει στο στόχο, και ο στόχος στην προκειμένη περίπτωση είναι να απαλλαγώ από τα άχρηστα περιττώματα. Θα ήθελα να επανέλθω, που λένε δριμύτερος, αλλά έχω εξαντληθεί και η καινούργια προσπάθεια είναι λιγότερο αποτελεσματική. Παρόλα αυτά παίρνω βαθιά ανάσα, κρατώ την αναπνοή μου και σφίγγομαι. Οι φλέβες στο λαιμό μου φουσκώνουν έτοιμες να σπάσουν, το πρόσωπό μου κοκκινίζει από την ένταση, αφήνω μια μικρή ανάσα και επανέρχομαι. Επαναλαμβάνω δίχως ανταπόκριση. Τότε ακούω το καροτσάκι της καθαρίστριας . Είναι ευδιάθετη και αρχίζει να καθαρίζει τους νιπτήρες. Διακριτική όταν βλέπει το κόκκινο απογορευτικό χρώμα στο πόμολο της πόρτας, ασχολείται με παράπλευρες δουλειές, τραγουδώντας χαμηλόφωνα. Εκνευρίζομαι όταν ακούω κάποιον να τραγουδάει μόνος του, κυρίως εκείνες τις δύσμοιρες σερβιτόρες, με τις μπλε φλέβες που ταξιδεύουν δυσάρεστα στα πόδια τους, όταν τραβούν το καροτσάκι με τα άπλυτα πιάτα, σιγομουρμουρίζοντας ένα μουσικό σκοπό από τα σουξέ της εποχής. Δείχνει ανεμελιά γνωρίζοντας ότι η ευδιαθεσία της στιγμής ξορκίζει τα βάσανα. Τυραννισμένες από τις απαιτήσεις του δύστροπου πελάτη, ξεσπούν σε κάτι ελαφρύ που απαλύνει τις πληγές. Έτσι και γω, αν δεν έχω ραδιόφωνο ανοιχτό, δεν μπορώ να δουλέψω. Αρχίζω να καταλαβαίνω ότι η συντροφιά του ραδιοφώνου γίνεται απαραίτητη, όταν αυτό που κάνω δεν είναι τόσο σημαντικό. Η ρουτίνα, η ανυπαρξία ενδιαφέροντος, η επανάληψη, μας οδηγεί στην ανάγκη να ακούμε ένα τραγούδι, που θα κεντάει τη μοναξιά μας, με μικρά ανθάκια μουσικής. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στη δουλειά, αλλά και στις αναγνώσεις μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα διαβάζω τον Ιωάννου ή τον Αλεξάνδρου, ας πούμε, και να ακούω μουσική. Πράγμα το οποίο κάνω, όταν διαβάζω Μιχαλοπούλου ή Σωτηροπούλου . Εδώ έχω και την εναλλακτική λύση της τηλεόρασης, σε συνδιασμό με την Στεφανίδου που το πρόγραμμά της είναι ελαφρύ, και δεν απαιτεί επιμελή παρακολούθηση.
Έρχεται λοιπόν η καθαρίστρια και εγκαταλείπω την προσπάθειά μου. Αφήνω να περάσουν ελάχιστα λεπτά, για να μη δείξω ότι η παρουσία της είναι ενοχλητική, και βγαίνω από την τουαλέτα. Η στιγμή της αφόδευσης είναι καθαρή ιδιωτική στιγμή, και γιαυτό εξοργίζομαι όταν βλέπω πελάτες να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες των κοινόχρηστων χώρων, ενώ θα μπορούσαν να πάνε στις μοναχικές και άνετες των δωματίων τους. Πόσες εφημερίδες και περιοδικά δεν διαβάσαμε σε αυτούς τους χώρους. Ακόμα και βιβλία, αρκετοί δε, εκεί παίρνουν τις πιο σπουδαίες αποφάσεις τους. Μην ξεχνάμε ότι στον καμπινέ του σπιτιού του, ένας φίλος τους Ιωάννου είχε διαβάσει τον Καντ, και δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλω για τη μαρτυρία. Σκουπίζω τον ιδρώτα με την ανάστροφη του χεριού, με πρόσωπό άσπρο από την προσπάθεια, το πουκάμισο ιδρωμένο κατά τόπους, αποφασισμένος να δείξω αδιαφορία και ανεμελιά, βγαίνω και χαιρετώ την καθαρίστρια, με ένα χαιρετισμό μέσα από τα δόντια μου και απομακρύνομαι με σταθερό βήμα.
Βέβαια υπάρχει η εναλλακτική λύση. Οι τουαλέτες προσωπικού. Και εκεί υπάρχει έντονη κινητικότητα, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό, διότι εργάζονται και δεν μπορούν οι εργαζόμενοι να βρίσκονται διαρκώς στην τουαλέτα, όπως οι αργόσχολοι τουρίστες που με το παραμικρό τις επισκέπτονται σαν τόπο αναψυχής. Αν κατά τύχη είναι καθαρές, οι πόρτες δεν κλείνουν. Αναγκάζομαι λοιπόν να τοποθετώ το καλάθι των σκουπιδιών πίσω από την πόρτα και να τραβώ συνέχεια το καζανάκι, δηλώνοντας την παρουσία μου, αποφεύγοντας κάποιον αναιδή που θα εισβάλλει και θα με δει σε έξαλλη κατάσταση.
Πάντα είχα πρόβλημα με τις τουαλέτες εκτός σπιτιού. Στο στρατό σιγά σιγά συνήθισα την βρωμιά και την ελευθεριότητα που επικρατεί, ας έκανα κι αλλοιώς. Στην Εκάλη στο σπίτι της Ματούλας, που περπατούσαμε αρκετά για να φτάσουμε, σε σημείο να μελαγχολώ, όταν μάθαινα ότι θα πηγαίναμε, γιατί εκτός από το περπάτημα, έχανα την Κυριακή όπου θα έπαιζα, θα κοιμόμουν μέχρι αργά το πρωί, γενικά θα τεμπέλιαζα, στη τουαλέτα εκείνου του σπιτιού, λοιπόν, η κόρη της με παρακολουθούσε την ώρα που αφόδευα. Περιττό να πω ότι όταν την αντελήφθηκα μου κόπηκε η όρεξη, ένοιωσα ντροπή και αμηχανία, αλλά ευτυχώς κατέβηκε γρήγορα από τα τελάρα της μπύρας, που χρησιμοποιούσε για να φτάσει το υπερυψωμένο παράθυρο. Οι επαφές μας σταμάτησαν, έχω άλλωστε χρόνια να τη δω, ελπίζω όμως να μη συνέβει εξ αιτίας αυτού που είδε. Για τις δημόσιες τουαλέτες δεν μιλώ, διότι δεν θα τις χρησιμοποιούσα ποτέ, ακόμα κι αν χεζόμουν πάνω μου. Δεν το έπαθα άλλωστε στο σχολείο, που τηρώντας τη συνήθειά μου, να βρίσκομαι μόνο στην τουαλέτα του σπιτιού μου, δεν κατάφερα να κρατηθώ, και στο δρόμο του γυρισμού συνέβη το δυσάρεστο;
Τώρα που συνήθισα τις τουαλέτες του ξενοδοχείου, υποχρεωτικά βέβαια, διότι δεν παίζω με την υγεία μου, πρόσφατα που γιορταζόταν η παγκόσμια μέρα διατροφής, άκουσα ότι για τον καρκίνο του παχέος εντέρου ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η δυσκοιλιότητα, γεγονός που με ταρακούνησε δεόντος, πρέπει να σημειώνω τις ώρες που η καθαρίστρια δεν θα είναι εκεί. Βέβαια του πελάτες δεν μπορώ να τους αποφύγω, αλλά αυτά που περνούν από το χέρι μου προσπαθώ να τα παλέψω. Νοιώθω αποστροφή εάν κάποιο πρόσωπο άγνωστο σε μένα, κυρίως αν το εκτιμώ, και αυτό είναι η καθαρίστρια του ξενοδοχείου, με βλέπει να μπαίνω στην τουαλέτα. Να ακούει άθελά της τις προσπάθειες μου, ίσως δε το αποτέλεσμα που επιβραβευέται με τον απαίσιο ήχο του νερού. Νοιώθω ότι βρίσκεται μαζί μου μέσα στην τουαλέτα, στην πιο προσωπική στιγμή, και δεν ξέρω ποιος διάβολος μ’έβαλε να εξιστορήσω αυτές τις αδιάφορες σκέψεις, που δεν αφορούν κανένα, και ίσως για αυτό το λόγο κάθομαι και τα γράφω. Λίγα έχουμε διαβάσει αδιάφορα στη ζωή μας; Κάτι παραπάνω δεν χάθηκε ο κόσμος. Τουλάχιστον δεν πληρώνουμε τίποτα, τζάμπα όλα, όπως η αξιοπρέπεια μας.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 09, 2009

Τρίτη, Ιανουαρίου 06, 2009

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤ’ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Πως πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους......
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ’τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ωραία παραλία
επεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και μακριά πως ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’όλα τ’άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ως τα κοράσια που δεν χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
Οι απαίσιες χιλιετηρίδες

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ "ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ"



Κυριακή, Ιανουαρίου 04, 2009

ROSA LUXEMBURG-ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΓΙΑ ΦΟΝΙΑΔΕΣ

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη

Στον Γιώργο Κεντρωτή, που μου θύμισε το σπουδαίο αυτό δίσκο, με τη σημερινή του ανάρτηση