Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ

AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ

Θέλου' να μπούνε σ' ορδινιά, γιατί άλλοι δεν έλειπα',
όντε γρικούν από μακρά σα βούκινο κ' εκτύπα.
Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο,
και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο.
Mαύρο φαρί, μαύρ' άρματα, και μαύρο το κοντάρι, 585
μαύρη ήτονε κ' η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
Aντρειωμένος, δυνατός, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
κ' εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης.
95Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην
όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην. 590

§H αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος,
και με πολλούς, οπού φορού' μαύρα, συντροφιασμένος,
Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη
από τον Xάρον που ποτέ χαρά δε μας αφήνει.
Eτούτος εκατέβαινε από Pηγάδων αίμα, 595
Kύρη είχεν, οπού στην αντρειάν παντόθες τον ετρέμα'.
Kι απόθανε, κι αφήκε τον τριών ημερών παιδάκι,
κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι.
Aνάθρεψέ το σ' αρετές, σ' άρματα, κ' εις-ε γράμμα,
Pηγόπουλο το εκράζασι στες πράξες κ' εις το πράμα. 600
Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του,
και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ' ήρεσέ του.
Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι
κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι,
περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην, 605
μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην.
Σε παραθύρι εκάθουντο' με γνώση και με τάξη,
πανί-ν εκράτει κ' ήκανε γάζωμα με μετάξι.
Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι,
το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι. 610

Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα',
κ' είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα.
Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη
ήριξε, κ' εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη.
Δεν είχ' εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα, 615
αμ' ήτον ολομόναχος, γιατί κ' οι δυό αποθάνα'.
Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει,
να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει·
96μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει,
κ' εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει· 620
και μ' όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει―
ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει
(σ' έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει,
γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)―
αγαπηθήκασι κ' οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει, 625
κ' ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι.
Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη,
στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη.
Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ' ώρα εξεφαντώνα',
ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ' γιαλού λιμιώνα. 630
Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
δέντρη μ' ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια, 635
μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.
Kι απ' όλους κείνους, που'σανε εκεί κατοικημένοι,
μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ' ήβλεπε το κουράδι,
συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ' αυτόν το νιόν ομάδι. 640
O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
κι ως του'χε λάχει να το δει, δεν τ' άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.
Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει, 645
να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.

§Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη,
γιατ' είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη.
97M' ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει,
πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει! 650
Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει,
τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει.
Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν' αγαπά άλλην κόρη
το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει.
K' εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει, 655
εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει.
Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη,
τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη.
K' εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει,
αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει. 660

§Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι
επήγε και τ' ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει.
K' οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ' εγελούσαν,
γιατί δεν εσιμώνασι σ' κείνον τον τόπο που'σαν.
Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ' αφήσει, 665
μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει.
Eκούμπησ' ο Xαρίδημος σ' ένα δεντρό αποκάτω,
τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο·
ήβαλε κ' εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι,
σ' τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη. 670
O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν,
και το μουρμούρι του νερού, σ' γλυκότη τον εβάναν,
κ' ύπνος τον αποκοίμισε. K' η λυγερή τής φάνη
πως είν' καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι, 675
η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι.
Λέγει· "Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση,
κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι.
98Nα'μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω,
κι ως σηκωθεί, να δω από 'κεί, σημάδι να γνωρίσω." 680
Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει,
εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει,
αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση.

§K' εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη 685
πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει.
Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι,
κ' εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει.
Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,
το ταίρι του αναζήτησε, στ' άρματα επαραδόθη. 690
Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα,
δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα.
Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει,
μα ελόγιαζε πως να'τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει.
Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει, 695
ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα',
λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πως να'τονε σ' εκείνα,
και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη.
(Ώφου κακόν οπού'καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!) 700
Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι,
και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει,
οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει
παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει.
K' ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη, 705
κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη.
Kαι φαίνετ' εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει.
(Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!)
99Eγρίκησε απ' το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη,
και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη. 710

K' εγλάκησε με τη χαράν, κ' εμπαίνει μες στα δάση,
και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει.
Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει,
για το κυνήγι, οπού'καμε, Θάνατο θέ' να πάρει.
Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη. 715
Eίχε πνοήν, κ' εμίλησε, κ' είπεν του κι αποθαίνει,
κ' επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν' αγαπά περίσσα.
Kι ως το'πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα'.

§Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ' εχάθη,
και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη. 720
Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει,
οπού να πάρει Θάνατο με τ' άρματα γυρεύγει.
Kαι τόσα το'πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη,
που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη.
Mα'ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι, 725
πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ' είπασι τα χείλη.
Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα', ελυπηθήκα',
κι αρχίσα' να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα,
και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά'μορφα του λέσι,
καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει, 730
μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα,
μ' ας δείξει στ' ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα'.
Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει,
σ' τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει.
K' ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει, 735
και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει.
K' επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ' άλλη Xώρα,
τα κονταροκτυπήματα, κ' εκέρδαινε τα Δώρα.
100K' εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του,
επήγαινε κ' εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του. 740
Kαι μετ' αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει,
κ' ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι.
Kι ως ήκουσε κ' εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα
τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα,
να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει 745
για την Kεράν του, οπού'χασε, κι όλπιζε να νικήσει.
K' ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει,
στον τάφον τση σαν το'ζαρε, να πά' να το κρεμάσει.
Ήργησε, γιατί του'λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα,
μ' από την πρώτη εκίνησε, που'κουσε τα μαντάτα. 750

§Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει,
και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει.
Σπίθες σιδέρω', αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει,
και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση.
Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο, 755
τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο.
Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει,
με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει·
"Kείνη η φωτιά, που μου'φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει,
κι άνεμος μου την ήσβησε, κ' εδά'μαι στο σκοτίδι." 760
Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι,
φωνιάζουν· "Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι!
Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη,
οπού'χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη.
Kι α' ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ' ν' αλλάξει, 765
'πειδή κ' η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει."
"Ερωτόκριτος" Μέρος δεύτερον
"Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού"
Επεξεργασία Γ.Π.Σαββίδη

Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008

ΣΤΙΓΜΕΣ (ΑΠΑΝΤΑ) Έκδοση "Φίλοι της μνήμης"

Έμαθα να κάνω ποδήλατο στου Νίκου. Δικό μου δεν είχα, ούτε σκεφτόμουν ότι ποτέ θα αποκτήσω. Αργότερα, η κυρά Λίτσα πρότεινε στη μάνα μου, να πάρω της κόρης της, που είχε πια μεγαλώσει, σωστή κοπέλα. Ορισμένες στιγμές μεγαλοθυμίας του Νίκου τις εκμεταλλευόμουν, ζητώντας επιπλέον να κρατά το ποδήλατό του από πίσω για να ισορροπώ . Σιγά-σιγά έμαθα κι όταν αισθάνθηκα ασφαλής αποφάσισα να απομακρυνθώ από κοντά του. Η δυσκολία ήταν στα φρένα. Δυσκολευόμουν να σταματήσω γιατί έπρεπε να κοντράρεις τα πετάλια, σε αντίθετη ροπή από την κατεύθυνση που οδηγούσες. Όταν βρέθηκα σε έναν δρόμο κατηφορικό αποτυγχάνοντας να σταματήσω, πέφτοντας εκτός τις γραντζουνιές και τους μώλωπες έσκισα και το παντελόνι μου. Σε αυτή την κατάσταση με είδε η Ματούλα, στενή φίλη της μητέρας μου, που άνοιξε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού της παραξενεμένη από το γδούπο της πτώσης μου. Φοβήθηκα μήπως με μαρτυρήσει στην μητέρα μου.


*******
Υπήρχε μια έντονη φημολογία ότι ο Μπούρας, συμμαθητής μου, μέτριος μαθητής, μπορούσε, μετά από εξάσκηση, να φτάνει τον πούτσο του με το στόμα . Προσπάθησα κι εγώ αλλά δεν τα κατάφερα.

*******

Πήγαινα για μπάνιο στη Βάρκιζα με την κυρία Φωφώ και τις κόρες της. Με κρατούσε κάτω από την κοιλιά, και εγώ ασφαλής κολυμπούσα τινάζοντας χέρια και πόδια με μανία. Παίρνοντας θάρρος μετά από καιρό της ζήτησα να με αφήσει μόνο μου. Τώωωωωρα! Απάντησε χαμογελώντας, αφήνοντας το βαρύ της σώμα στον αφρό της θάλασσας.

********

Μια μέρα, παίζοντας, άρπαξα μια χούφτα χώμα και την πέταξα στη μούρη του Φιούδα. Εκείνος κλαίγοντας έτρεξε σπίτι του. Μετά από λίγο έρχεται σπίτι μας η μάνα του έξαλλη. Ο γυιός σου τύφλωσε το γυιο μου! φώναζε. Θα τον κλείσω φυλακή!

********

Την εβδομάδα των Παθών πήγαινα κάθε μέρα στην εκκλησία. Εκεί συναντούσα τους φίλους μου, στο προαύλιο. Καθισμένοι στο παγκάκι, με μια έξαψη δυσανάλογη με το πνεύμα των ημερών, καταστρώναμε τα σχέδια μας. Μετά ξεφεύγοντας από το βλοσυρό βλέμμα του νεωκόρου, και μιας γριούλας που κούτσαινε ελαφρά γέρνοντας μπροστά, ανεβαίναμε στο γυναικονίτη, ένα μέρος απαγορευμένο, γεμάτο μυστήριο και άβατο. Από εκεί ρίχνοντας ματιές στα κορίτσια που δεν μπορούσαμε να συναντήσουμε αλλού, ανεβαίναμε στο καμπαναριό και καπνίζαμε, ικανοποιημένοι από την ανταπόδοση των βλεμμάτων μας, έχοντας στα πόδια μας μια Αθήνα που μας χαιρετούσε με τη σιωπή της.

*******

Την είδα καθώς παρακολουθούσε την ταινία. Το γαλαζωπό φως της οθόνης φώτιζε τα γλυκά μαύρα μάτια της. Ήταν απορροφημένη από την εξέλιξη του έργου, στεκόταν σχεδόν ακίνητη στην καρέκλα της, σαν μια συστολή να διαπερνούσε το σώμα της. Το πρόσωπό της φαινόταν αδιάφορο, αλλά τα πόδια της, εκείνα τα αδύνατα ποδαράκια με το ευλογημένο χνουδάκι, κάρφωναν σφιγμένα το χαλίκι, λες και μόνα αυτά εισέπρατταν τη δράση που εξελισσόταν στην οθόνη.

********

Πήγαμε να τρυγήσουμε στην Κόρινθο, φιλοξενούμενοι από την Ελένη και τον Στέλιο, φίλους των γονιών μου. Βοήθησα κι εγώ. Στο γυρισμό βρήκαμε ένα μποστάνι με πεπόνια. Έκανε ζέστη. Ο ήλιος χαμήλωνε βάφοντας τον Κορινθιακό. Φορούσα φανέλα δίχως μανίκια. Μου άρεσε που δίπλα μου βάδιζε η Κική. Να κλέψουμε κανα πεπόνι, αλλά που θα το κρύψουμε, πρότεινε η Ελένη. Μην στεναχωριέστε, είπα. Άρπαξα ένα και τόχωσα κάτω από την μπλούζα μου.
*******
Ορισμένες μέρες πήγαινα για μπάνιο με τον πατέρα μου. Ένα μεσημέρι γύρισε από τη δουλειά τη συνηθισμένη του ώρα, εγώ περίμενα ήδη έτοιμος, έφαγε και πήραμε το λεωφορείο για τη Γλυφάδα. Μόλις φτάσαμε άρχιζα να βγάζω τα ρούχα μου με λαχτάρα. Ο πατέρας μου φαινόταν πιο βιαστικός. Είχε το τσιγάρο στο στόμα, προσπαθώντας να βγάλει με επιδέξιες κινήσεις τη μπλούζα του. Μόλις την έβγαλε, την είχε κάψει με την κάφτρα του τσιγάρου του. –Τώρα πως το λένε στη μάνα σου, με ρώτησε, σαν να ζητούσε τη γνώμη μου.

*******

Μεσημέρι έξω από το 4ο δημοτικό σχολείο Καισαριανής. Περιμένω τον αδελφό μου να σχολάσει. Οι συμμαθητές του κατεβαίνουν από το κτίριο, ο αδελφός μου δεν φαίνεται πουθενά. Βλέπω τον Στέλιο και τον ρωτάω. Είναι τιμωρία, μου λέει, θα κατέβει αργότερα. Η αίσθηση της τιμωρίας σ’ένα αποκλειστικά δικό μου άτομο, από κάποιον που δεν γνωρίζω, μου προκαλεί αναστάτωση, μελαγχολία, αλλά και επιθετικότητα.
********

Ανεβασμένος πάνω σε μια μαρμάρινη πέτρα, αρκετά ογκώδη, μαζί με άλλα παιδιά, πηδάμε, ορίζοντας ως νικητή εκείνον που θα φτάσει πιο μακριά. Το παιγνίδι έχει ανάψει, ώσπου πηδώντας βρίσκω πεταμένο κάτω ένα πενηντάρικο. Το αρπάζω, ξεχνώ το παιγνίδι, τρέχω προς το σπίτι μου φωνάζοντας. «Ένα πενηνταράκι, ένα πενηνταράκι», . Η τύχη ή η οικονομική ένδεια υπερίσχυσε του παιγνιδιού;
********
Μεσημέρι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου πιπιλίζω ένα πενηνταράκι. Σε μια στιγμή απροσεξίας γλιστράει στο στόμα μου και το καταπίνω. Μετά από τις απαραίτητες επιπλήξεις η μητέρα μου με αναγκάζει να αφοδεύσω, με την ελπίδα ότι θα το αποβάλλω. Μου φέρνει ένα γκιογκιό και την στιγμή της προσπάθειας, για να με ενθαρρύνει μου λέει ότι αν τα καταφέρω τα λεφτά είναι δικά μου να αγοράσω ότι θέλω. Μετά από έντονη, καταναγκαστική προσπάθεια καταφέρνω να το βγάλω, το βρίσκουμε ανάμεσα στα κόπρανα, το πλένουμε και τρέχω στον κύριο Ιωσήφ να αγοράσω ένα ζαχαροκάλαμο.

*********
Παίζω με τον Διονύση χαρτάκια. Εκείνα με τα πρόσωπα ποδοσφαιριστών ,και τα απαραίτητα ποδοσφαιρικά στοιχεία. Είναι μεγαλύτερός μου πέντα περίπου χρόνια. Αν και είμαι καλός στον «κότσο» ότι θα παίξω με κάποιον μεγαλύτερό μου μού προκαλεί δέος. Κερδίζω χρησιμοποιώντας τον δικό μου. Ο Διονύσης δυσανασχετεί γιατί θεωρεί την ηλικία του προσόν για την επιβολή της τύχης. Αφού δεν κατορθώνει να το επιβεβαιώσει στην πορεία του παιγνιδιού, μου δίνει το δικό του «κότσο» θεωρώντας ότι ο δικός μου έχει ένα ειδικό τρόπο ριξίματος που μόνο εγώ γνωρίζω. Αρχίζει να νυχτώνει και ο Διονύσης ποντάρει περισσότερα χαρτάκια ελπίζοντας να με γονατίσει με αυτόν τον τρόπο. Συνεχίζω να κερδίζω ώσπου η τελική νίκη έρχεται όταν φεύγει άδειος. Πηγαίνω σπίτι και το ανακοινώνω ενώ οι τσέπες μου ξεχειλίζουν από το κέρδος. Ο αδελφός μου που είναι συνομήλικος με τον Διονύση, την άλλη μέρα μεταφέρει το κατόρθωμά μου σε όλους τους φίλους του. Είναι η περηφάνεια για τον αδελφό του ή ο ανταγωνισμός του με τον Διονύση που τον οδηγεί;
**********

Το καλοκαίρι συνήθιζα να επισκέπτομαι καθημερινά τη νονά μου. Έμενε κοντά στο σπίτι μας σέ ένα σπίτι με αυλή, κληματαριά και πολλά λουλούδια. Κάθε φορά που πήγαινα μου έδινε λεφτά για παγωτό. Μια μέρα το ξέχασε; Δεν είχε λεφτά; Δεν μου έδωσε. Έκανα δεκαοχτώ χρόνια να την ξαναδώ.

*********

Ήμουν καλός μαθητής. Το αποδεικνύει ότι εγώ κουβαλούσα τα ψώνια του δασκάλου μου στο σπίτι του.

**********

Ο θείος μου ο Κυριάκος, αδελφός της μάνας μου, ερχόταν στο σπίτι μας μόνο όταν έλειπε ο πατέρας μου. Έτρωγε βιαστικά, κάπνιζε το τσιγάρο του με βαθιές και νευρικές κινήσεις, και έφευγε πάντα με δυο μήλα βαλμένα στις τσέπες του σακακιού του.


********

Ο Μπεμπίνης έκλεισε το ραντεβού. Η Ρένα με τον Πάσσαρη θα συναντιόντουσαν στο σπίτι της. Η μάνα της δούλευε και ο χώρος ήταν κατάλληλος. Ο Πάσσαρης ειδοποιημένος από εμάς ήρθε λίγο καθυστερημένος. Μετά την αρχική αμηχανία άρχισε να φιλάει τη Ρένα άγαρμπα, αδέξια. Εμείς αποσυρθήκαμε και κρυφτήκαμε στη γωνιά της αυλής βλέποντας τις νεανικές ερωτικές διαχύσεις. Είμασταν χαρούμενοι και αυτό φαινόταν στα πρόσωπά μας που έλαμπαν. Είχαμε βρεθεί μάρτυρες σε κάτι απαγορευμένο και μάλιστα οργανωμένο από εμάς. Σε ανταπόδοση η Ρένα μας άφησε να χαιδεύουμε τα μπούτια της ενώ εκείνη έβλεπε τη «Σίσυ» στον κινηματογράφο «Αιολία».

**********

Στον κινηματογράφο «Αιολία» προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να δούμε την ταινία δωρεάν. Που επτάμιση δραχμές για εισιτήριο. Ανεβασμένοι στον χαμηλό μαντρότοιχο που σχημάτιζε ο πίσω χώρος από το «Χάραμα», κατορθώναμε να βλέπουμε από πλάγια και δεξιά την μισή οθόνη. Τα πρόσωπα των ηθοποιών τα βλέπαμε ολόκληρα. Οι πιο ριψοκίνδυνοι ανέβαιναν στον τοίχο από τσιμεντόλιθο που μάντρωνε τον κινηματογράφο από την πλευρά του σκοπευτηρίου. Είχαν σκάψει τον τσιμεντόλιθο για να τον χρησιμοποιούν για στήριγμα του ενός ποδιού και με το άλλο ισορροπούσαν το σώμα τους, ακουμπώντας στα κυπαρίσσια, δίνοντας μικρές ωθήσεις στο σώμα τους. Καθισμένοι στην γεμάτη με γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια μάντρα , ακόμη και στα κλαδιά των δένδρων, συνομιλούσαν μεταξύ τους, μιλώντας δυνατά, κάνοντας κρίσεις για τους ηθοποιούς, τη δράση, την εξέλιξη της υπόθεσης, ακόμα και καζούρα αν η ταινία δεν ήταν του γούστου τους. Ένα βράδυ όταν έφτασαν τα χέρια του Χαρδαλούπα στην κορυφή του τοίχου, κάηκαν από το τσιγάρο του ιδιοκτήτη που περίμενε να φανούν τα δάχτυλα του πρώτου λαθροθεατή. Ο γδούπος από το πέσιμο ακούστηκε μέχρι του νόμιμους θεατές. Την άλλη μέρα τον είδα να προσπαθεί και πάλι να ανέβει τον τοίχο.

***********

Ο Γιάννης ο μπακάλης, είχε ένα μικρό υπόγειο μαγαζί στην οδό Σολομωνίδου. Στον δρόμο αυτόν μαζευόμασταν και παίζαμε ποδόσφαιρο. Το πάθος ήταν μεγάλο, η ένταση κυριαρχούσε. Εκείνος που έδινε τον ρυθμό ήταν ο Γιάννης, που άφηνε τις πελάτισσες να περιμένουν, μέχρι να ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική του προσπάθεια. Εκείνες περίμεναν υπομονετικά, με τα άδεια διχτάκια κρεμασμένα στα χέρια.
**********
Μετά τον τους ποδοσφαιρικούς αγώνες που έβλεπα στην τηλεόραση, έβγαινα βιαστικός να παίξω στην αλάνα ποδόσφαιρο. Εκεί θα επαναλάμβανα αυτά που είδα δίνοντας τη δική μου εκδοχή. Ένοιωθα ανάλαφρος, ευδιάθετος, σαν να πετούσα. Ο Πεπίτο όμως με καθήλωνε στο έδαφος.
***********

Πηγαίναμε με το πούλμαν στην Πάτρα. Έπαιζε ο «Εθνικός Αστέρας» με την ομώνυμη ποδοσφαιρική ομάδα. Στην διαδρομή ο κυρ Γιάννης μας αφηγήθηκε μια ιστορία για τον Κολοκοτρώνη. Φαίνεται εμπνεύστηκε από τον τόπο που επισκεπτόμασταν. Παρακολουθούσαμε μαγεμένοι, ούτε καταλάβαμε πως πέρασαν τρεις ώρες. Κερδίσαμε 1-0 και η χαρά μου ήταν διπλή.
***********

Η κηδεία του παππού μου γινόταν την Κυριακή. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας μου έμεινα στο σπίτι μόνος . Ήπια κονιάκ, έβαλα το ράδιο δυνατά, βγήκα στο μπαλκόνι και άναψα τσιγάρο. Απολάμβανα την ελευθερία μου.

***********

Αποφασίσαμε να παίξουμε τους γιατρούς. Για ασθενής προσφέρθηκε η Βούλα. Την ξαπλώσαμε σ’ένα σιδερένιο κρεβάτι στην αυλή. Την σκεπάσαμε με μια ελαφριά κουβέρτα και βάλαμε τα κεφάλια μας από κάτω. Η εγχείρηση απαιτούσε τομή που δεν αργήσαμε να τη βρούμε. Το μουνί της Βούλας. Μετά από πολύωρη επέμβαση όπου τα δάχτυλά μας άγγιζαν, χάιδευαν, μάλαζαν την πολυφίλητη τομή μεταφέραμε την ασθενή στο δωμάτιό της. Ένοιωσα μια πρωτόγνωρη γλύκα να ποτίζει το σώμα μου, κι από 'κείνη τη στιγμή περίμενα πότε θα έκανα την επόμενη επέμβαση.

********

Μας άρεσε να πηγαίνουμε στις κηδείες. Μπαίναμε στο ταξί μετά την λειτουργία, μαζί με τους συγγενείς του νεκρού, και απολαμβάναμε καθισμένοι αναπαυτικά την διαδρομή, πέντε χιλιομέτρων, πήγαινε έλα. Όταν φτάναμε στο νεκροταφείο, ουδείς λόγος για την τελετή της ταφής. Ανοίγαμε την πόρτα του οστεοφυλάκιου και με έκπληξη, γεμάτοι περιέργεια διαβάζαμε την ημερομηνία θανάτου, που αναγραφόταν πάνω στο κασελάκι της ανακομιδής. Όσο πιο παλιά ήταν, τόσο πιο σίγουροι αισθανόμασταν.
*********
Ο Ηλίας, ένα χρόνο μεγαλύτερός μου, πέθανε. Η "κότα", δεν το λένε "κότα" το παιδί, Δημήτρη τονε λένε, φώναζε από το κουζινάκι η μάνα του, στο σχολείο καυχιόταν ότι ο ξάδελφός του είναι άρρωστος. Στην κηδεία του κόσμος πολύς, θλίψη. Η Ρένα έκλαιγε δίπλα μου. Ήθελα να ήμουν στη θέση του.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2008

ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑ

Οι λέξεις είναι ίχνη, που αφήνει ο συγγραφέας διασχίζοντας τα λευκά δάση του χαρτιού. Ίχνη που ακροβατούν στο γκρεμό της ανέφικτης αρμονίας. Κάτι αδιόρατο μας κάνει να παρακολουθήσουμε την πορεία της επικείμενης πτώσης. Οι υποθέσεις που κάνει ο συγγραφέας, γίνονται παραδοχές, κατανόηση, προθέσεις αλλά και απώλεια. Ο αναγνώστης οδηγημένος από τα ίχνη πάνω στο χαρτί, παρακολουθεί ασφαλής από τον ιδιωτικό χώρο του, την αγωνία του συγγραφέα να ξεφύγει από το λευκό δάσος. Από παρατηρητές οι αναγνώστες γινόμαστε συμμέτοχοι, οικείοι με τον συγγραφέα. Όχι όμως με τον ήρωα της ιστορίας. Τελειώνοντας το βιβλίο φτάνουμε στο ξέφωτο του πραγματικού κόσμου. Προσοχή όμως, όχι απαραιτήτως και αληθινού . Τους ήρωες τους αφήνουμε στην αδιάκοπη επαναλαμβανόμενη ουτοπία τους. Τα ίχνη λοιπόν που ακολουθήσαμε, μας οδηγούν στην εξαπάτηση. Γιατί το επαναλαμβάνουμε;

Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2008

ΜΕ ΕΜΠΑΘΕΙΑ

Τα φαινόμενα κατάπνιξης διαφορετικών ιδεών και απόψεων, στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, πρέπει να μεταφέρονται από τα νοσηρά παρασκήνια του συμφιλιωτισμού και των συντεχνιακών αντιλήψεων, στο προσκήνιo του δημιουργικού διαλόγου. Τότε μόνο είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί ότι η ανελευθερία που επιχειρείται να εφαρμοστεί, εν σπέρματι, τουλάχιστον σήμερα, στον διαδικτυακό χώρο, εκτός της κρατικής παρέμβασης, έχει τους συνοιδοιπόρους της που ανθούν στους λειμώνες του σκοταδισμού και της συντήρησης. Όποια μορφή κι αν λαμβάνει η προσπάθεια επέμβασης των αυτόκλητων πληκτροφόρων ιεραρχών του σκοταδισμού, είτε με το φόβο απειλών, χυδαιολογιών, γραμματολογικών διορθώσεων(έχουμε κι αυτό αυτό το φαινόμενο της παιδαγωγικής συμμόρφωσης), αστυνομικών μεθόδων(υπάρχει ένας κνώδαλος «κομιστής», προσφάτως μετανοήσας, για να μην ξεχνάμε την επικαιρότητα, που το κρεσέντο του, στα εμετικά σχόλια που στέλνει, είναι ότι «έχουμε τα στοιχεία σου»), η απαξίωση του διαφορετικού λόγου και η συμμόρφωσις προς τας υποδείξεις , των εμπαθών δικαστών της επιμονής μας για προσωπική έκφραση, πρέπει να καταδικαστεί εν τη γεννέσει της. .
Καλές οι ποιητικές και πεζογραφικές προτάσεις, οι μουσικές προσφορές , η ανάγκη προσωπικής έκφρασης με την ταχύτητα και ελευθερία που μας προσφέρει το μέσον, αλλά η αποστασιοποίηση απέναντι στον κίνδυνο της επιβολής των μετρήσεων ως άλλοθι για την επιβράβευση της εγκυρότητας που γεννά αυταρέσκεια και υπεροψία, ξεχνώντας ή αδιαφορώντας ότι δίπλα μας ελλοχεύει ο κίνδυνος να κυριαρχήσει η μαγγανεία των αριθμών, καλλιεργεί το έδαφος για την ανάδειξη της αλαζονείας και ματαιοδοξίας στο διαδικτυακό χώρο. Οι όροι της αγοράς μεταφέρονται αυτούσιοι στο καινούργιο χώρο, έτοιμοι να επιβάλλουν τον αγοραίο ρόλο τους, το όνειρο της καταξίωσης και της επιτυχίας ελκυστικό και προβαλλόμενο από τους διαμορφωτές της κοινωνικής συμπεριφοράς, αποκτά πρωτεύουσα σημασία για την εκφραστική παρέμβαση. Μετά τα ευπώλητα έχουμε τα ευ!επισκεπτόμενα Μην ξεχνάμε ιστολογι-κους –κους χώρους που δημοσιεύουν στοιχεία κατάταξης των μπλόκερς, ιστολόγους που κομπορρημονούν για την δημοφιλία τους, προβάλλοντας πίνακες τύπου AGB, αχ ξελογιάστρα! Η εξουσιαστική σχέση που κυοφορεί η προσπάθεια αυτή, με τον γητεμένο μπλοκοκαταστηματάρχη να ελπίζει ότι θα κυριαρχήσει στον ανταγωνισμό του διαδικτύου, λειτουργεί αυταρχικά και κατασταλτικά. Ο αριθμοεπικυρωμένος μπλόκερ καλουπομένος τώρα πια από την εξουσία της κατάταξής του, προβάλλει ακόμα και νομικές λύσεις, το προπύργιο των κυρίαρχων κατασταλτικών μηχανισμών, για θέματα που δεν μπορεί να λύσει με διάλογο, αντιγράφοντας πρακτικές μεταφερμένες από την ανελευθερία της αστικής δημοκρατίας.
Η λύση λοιπόν δεν είναι ο οχαδελφισμός, αλλά η αποκάλυψη, η αντιπαράθεση, η καταδίκη του νέου φαινομένου. Αν θεωρούμε όλα αυτά υπερβολικά, δεν θα αργήσει ο καιρός που θα αυτολοκρινόμαστε. Αυτό όμως δεν είναι ο λόγος που διαλέξαμε την παρουσία μας στο διαδίκτυο. .



Τετάρτη, Οκτωβρίου 01, 2008

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

-Γειά χαρά, χαιρέτησα.
-Καλησπέρα, ανταπέδωσε το χαιρετισμό μου, αφήνοντας τις σταγόνες από το συννεφάκι της καρδιάς της να κυλήσουν ελεύθερα.
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της και, έσκασε δίχως αφρό, ραγίζοντας απαλά το σταρένιο πρόσωπό της, σαν την αμμουδιά που δέχεται απλόχερα στην αγκαλιά της, τους λυτρωμένους αναστεναγμούς της θάλασσας. Το πρόσωπο επανερχόμενο στη φυσική του κατάσταση, είχε απορροφήσει διακριτικά και ανεπαίσθητα το συναίσθημα της ευαρέσκειας, δίχως ίχνη.
Τώρα το υπέδαφος του πρόσωπου της, εμπεριέχει μια στιγμή του χρόνου που διαμορφώθηκε από την δική μου παρουσία, έστω ανεπιθύμητης. Κι αυτό δεν μπορεί να το ανατρέψει κανένας επόμενος χρονικός επαναπροσδιορισμός, αναπόδραστος ομολογουμένως, ούτε ο σκηνοθέτης του χρόνου, ακόμα κι όταν θα είμαι ανύπαρκτος.