Κυριακή, Νοεμβρίου 24, 2019

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Τερπνέ! Ε, τερπνέ! μου φώναξε ο ωφέλιμος, μα εγώ δεν γύρισα ούτε καν να τον κοιτάξω.


A Sunday on La Grande Jatte -1884

Georges Seurat

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2019

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ;


Τρίτη εκδοχή

Με βλέμμα πολυεδρικό, προφίλ εκλογικού αντιπρόσωπου, δόντια εντόμου εν κυήσει, φωνή αεροπορικού μεταφορέα, πόδια πιθανόν ποταμίσια, μάτια λαδερά , δεν το λες άφυλο σαλιγκάρι, ούτε καν ενικό αριθμό σε νυχτερινή βάρδια.

Φυσάει κάτω από τη γλώσσα σου;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 18, 2019

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ;


Με χαμόγελο μύγας, προφίλ κουναβιού, δόντια εντόμου, φωνή αηδονιού, πόδια τραχανί, μάτια αναρριχώμενα, δεν το λες πρόβατο, αλλά ούτε φυσικά corn flakes με γάλα.

Φυσάει μέσα στο μυαλό σου;

"2 Sheep's Heads" 
Joseph Beuys

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2019

ΑΞΥΠΝΗΤΟΣ



" Έφτασα στο ξενοδοχείο «Manifesto» αργά το απόγευμα. Η κράτηση είχε γίνει από το πρακτορείο «Οδύνη» στο όνομα  Θανάση Ανεξύπνητου, όπως μου ανακοίνωσε ο receptionist του ξενοδοχείου, με τον οποίο συμφώνησα. Ο George, έτσι έγραφε η χρυσαφί ταμπέλα που είχε καρφιτσωμένη στο μπλε σακάκι του, με τη σειρά του επιβεβαίωσε τ' όνομά μου, όταν έλεγξε τα στοιχεία της ταυτότητάς μου. Πήρα το κλειδί του δωματίου και ανέβηκα στον δεύτερο όροφο. Το δωμάτιο 234 ήταν ένα τυπικό δωμάτιο ξενοδοχείου, όπως όλοι μας, ή σχεδόν όλοι μας, γνωρίζουμε. Άφησα το σακίδιό μου στο εντοιχισμένο ξύλινο ράφι και τράβηξα τις κουρτίνες. Άνοιξα το παράθυρο και βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει•τα φώτα του κήπου είχαν ανάψει. Στον ουρανό ταξίδευαν, νωχελικά, βαριά σύννεφα. Δεν σκέφτηκα ότι θα βρέξει, δεν ήταν προτεραιότητά μου να το σκεφτώ εκείνη τη στιγμή. Ανάπνευσα βαθιά κι άφησα ανακουφισμένος τον αέρα να βγει από τους πνεύμονές μου, ααααχχχ! κι αισθάνθηκα καλύτερα· ήρεμος και χαλαρός. Γύρισα στο δωμάτιο, έκλεισα την μπαλκονόπορτα, τράβηξα τις κουρτίνες, ξάπλωσα στο κρεβάτι όπως ήμουν, με τα ρούχα και τα παπούτσια, και κοιμήθηκα βαθιά, ακαριαία. Δεν ξύπνησα ποτέ."

Διήγηση Θανάση Ανεξύπνητου, ξημερώματα Σαββάτου στα επείγοντα του μπαρ "Help"

Από την ανέκδοτη συλλογή "Συναντήσεις με τους φίλους μου"

Κυριακή, Νοεμβρίου 10, 2019

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ


Η μητέρα μου τερμάτισε στην τέταρτη θέση του μαραθωνίου της Αθήνας μεταξύ των Ελλήνων αθλητριών που συμμετείχαν στον αγώνα. Γνώριζα ότι θα τερμάτιζε σε μια καλή θέση, μετά από τόση προσπάθεια που κατέβαλε στις προπονήσεις, τους χρόνους που είχε φέρει, οι οποίοι, ειδικά  τους τελευταίους μήνες,  συνεχώς μειώνονταν, με αποτέλεσμα τις τελευταίες εβδομάδες να σταθεροποιηθεί ο χρόνος της γύρω στο τρεις ώρες και δεκαπέντε πέντε λεπτά.  Η κατάταξή της οφείλω να ομολογήσω με εξέπληξε, όπως και ο χρόνος τερματισμού, που κατέβηκε κάτω από τα τρεις ώρες και δέκα λεπτά,  συγκεκριμένα τρεις ώρες, πέντε λεπτά και πενήντα δύο δευτερόλεπτα.
Όταν επιστρέψαμε σπίτι φορούσε ακόμη τα αθλητικά ρούχα με τα οποία έλαβε μέρος στον αγώνα. Μπλε σορτσάκι, μπλε φανέλα με άσπρα γράμματα, που έγραφαν «Hellas», τον αριθμό 69 στην πλάτη,  παπούτσια “Adidas”, τα οποία είχε δοκιμάσει στις δύο τελευταίες προπονήσεις, και της ταίριαζαν απόλυτα, όπως ισχυριζόταν. Την βοήθησα να κάνει μπάνιο, κι όταν ήρθε στην κουζίνα, ενώ εγώ της στέγνωνα τα μαλλιά με το σεσουάρ, εκείνη έπινε τον καφέ της με απολαυστικές γουλιές, τραβώντας βαθιές ηδονοφόρες ρουφηξιές από το τσιγάρο της, φυσώντας τον καπνό από τα ρουθούνια, στοχαστικά κι ονειροπόλα.
Μπορεί η υγεία της να ήταν κλονισμένη, τα χάπια της τοποθετημένα  στο κουτάκι με τις διαχωριστικές θήκες στο τραπέζι της κουζίνας, η ηλικία της να μην της επέτρεπε υπερβολές, αλλά δεν μπορούσα να της στερήσω το όνειρο να συμμετάσχει, έστω μία φορά, στον διεθνή μαραθώνιο της Αθήνας. 
«Πόσα χρόνια μου έμειναν;» ήταν το διαρκές, ρητορικό της ερώτημα, «μια επιθυμία έχω, και συ θέλεις να μου την στερήσεις» συνέχιζε τον ασυμμάζευτο μονόλογό της, κοιτάζοντας το κενό με θλιμμένο βλέμμα.
Μόλις τελείωσε τον καφέ, πήγε στο υπνοδωμάτιό της, φόρεσε ένα ροζ νυχτικό, που πρώτη φορά έβλεπα, και ξάπλωσε στο κρεββάτι. Την σκέπασα προσεχτικά, τακτοποιώντας το μαξιλάρι στην κατάλληλη θέση. Ακουγόταν η ανάσα της, χαμηλή,ανεπαίσθητη, σιγά σιγά όμως έσβησε. Το κορμί της χάθηκε, σκεπασμένο από τα λουλούδια των κλινοσκεπασμάτων.
Δεν την είδα ποτέ ξανά.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 04, 2019

ΚΑΔΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ


Να πετάς τα σκουπίδια  στον κάδο απορριμάτων κάθε βράδυ δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Χιλιάδες άνθρωποι επαναλαμβάνουν την ίδια πράξη με σένα την ίδια στιγμή. Αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις είναι, την ώρα που είσαι έτοιμος να πετάξεις τη σακούλα με τα σκουπίδια, να ακούς από το βάθος του κάδου τη σειρήνα ενός περιπολικού, τη βαριά ανάσα του κυνηγημένου που τρέχει να γλυτώσει, την απελπισμένη φωνή του που σε καλεί για βοήθεια. Είναι η απρόβλεπτη στιγμή που δεν ξέρεις τι να κάνεις, τι να αποφασίσεις, μπροστά σ’αυτή την αναπάντεχη εμπλοκή, να βρίσκεσαι σε αδιέξοδο και να παραμένεις ακίνητος μπροστά στον κάδο. Από τον πανικό σου αρχίζεις να καλείς και συ για βοήθεια, ακούγεται τώρα η απεγνωσμένη έκκληση από δύο φωνές, η σειρήνα του περιπολικού συνεχίζει να ουρλιάζει από τα έγκατα του κάδου, σιγά-σιγά ανοίγουν τα παράθυρα από τα γύρω σπίτια, οι ένοικοι σε κοιτούν παράξενα, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει. Τότε αποφασίζεις να επιστρέψεις πανικόβλητος σπίτι σου. Όταν φτάνεις κτυπάς το κουδούνι, δεν σε ακούει κανείς ή κάνει πως δεν σε ακούει, εσύ χτυπάς πιο έντονα , αρχίζεις να βαράς  την πόρτα με τις γροθιές σου, φωνάζεις το όνομα της γυναίκας σου, των παιδιών σου, δεν ακούγεται τίποτα από μέσα, κανένας ψίθυρος, καμιά ομιλία, ενώ τα φώτα είναι αναμμένα, σαν έχουν εγκαταλείψει το σπίτι την ώρα που εσύ πήγαινες να πετάξεις τα σκουπίδια. Τότε είναι που αισθάνεσαι μοναδικός, αλλά απροστάτευτος,  κάθεσαι στα σκαλοπάτια και περιμένεις να λήξει ο συναγερμός.