Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2019

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ


Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς παίζουμε χαρτιά στο σπίτι μου, εγώ, ο χαρτοφύλακας, ο χαρτοκόπτης, ο χάρτινος τίγρης, ο χαρταετός, ο χαρτογιακάς, ο χαρτοπόλεμος, και το χαρτόμουτρο. Οι γυναίκες μας-κάποιοι από μας από μας είμαστε ακόμη συζευγμένοι- η χαρτορίχτρα, η χαρτομάντισσα, η χαρτοσήμανση, είναι στο διπλανό δωμάτιο και πίνουνε ρούμι, σκέτο. Ακούμε το γέλιο τους, αλλά συνεχίζουμε αφοσιωμένοι το χαρτοπαίγνιό μας. Τα χαρτόπουλά μας έχουν αμπαρωθεί στο υπνοδωμάτιο, δίχως να ακούγονται, μάλλον απορροφημένοι στην ηλεκτρονική τους ευδαιμονία. 
Γνωρίζουμε ότι στο τέλος θα κερδίσει το χαρτόμουτρο, χαρτόλιθος πραγματικός, αλλά συνεχίζουμε την προσπάθειά μας, μέχρι τη στιγμή που ένας-ένας μένουμε ρέστοι.
Μ’αυτό τον τρόπο, την τήρηση του εθίμου, πιστεύουμε, και δεν έχουμε διαψευστεί μέχρι τώρα, ότι ο νέος χρόνος, που βρίσκεται ήδη προ των πυλών, θα μας βρει ακόμη μια φορά χαρτογραφημένους στην επικράτεια του ζην-συν-πλην και την επόμενη χρονιά, όταν δώδεκα η ώρα ακριβώς, θα εισβάλει ξανά νεόπνευστος και ελπιδοφόρος, και θα τον υποδεχθούμε με ευχές, ανταλλαγή φιλιών, άνοιγμα σαμπάνιας και παρατεταμένο χειροκρότημα.

"The Card Players" 1892
Paul Cezanne


Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2019

ΡΕΒΕΓΙΟΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Κάθε χρόνο κάνουμε ρεβεγιόν Χριστουγέννων στο πατρικό μου σπίτι, ακόμα και τώρα καβατζάρησα τα εξήντα, εγώ, η γυναίκα μου, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, ο πεθερός μου, η πεθερά μου, οι δυο  παππούδες μου, οι δυο γιαγιάδες μου, και ο θείος ο Ιωσήφ, που έρχεται μαζί με μια γυναίκα με μπλε φόρεμα και μπλε μάτια. Στην αγκαλιά της κρατάει ένα νεογέννητο αγοράκι, που μας το συστήνει «Ο Χριστούλης μου», σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζουμε αλλά καταλαβαίνουμε.Η γυναίκα τρώει σιωπηλά και κάπου κάπου ρίχνει τρυφερές ματιές στο γιο της,  ενώ μια γλυκιά, νεόκτιστη άλως φωτίζει το πρόσωπό της.
Δεν την βλέπουμε ξανά, μέχρι το επόμενο ρεβεγιόν, να συνοδεύει το θείο μου, κρατώντας στην αγκαλιά της το ίδιο νεογέννητο αγοράκι, και να επαναλαμβάνει τη φράση: «Ο Χριστούλης μου».




"The Visit" 1899
Felix Vallotton



Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2019

ΟΡΑΤΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) Όταν γράφεις να σκέφτεσαι το Λιόπεσι και όχι την Ανδραβίδα.

2) Όταν γράφεις μη σκέφτεσαι
την όμορφη Φιλίτσα
Μα τα βιβλία που διάβαζε
μια μακρινή σου θείτσα

3) Μην σαντορινίζεις όταν γράφεις. Η όμορφη θέα κρύβει τη έμπνευση.

4) Η εντατική προπόνηση δεν σε κάνει απαραίτητα καλό συγγραφέα. Δεν βλέπεις γύρω σου τους σκληρά προπονημένους, τι βιβλία γράφουν; Διαβάζουν φορώντας τη φόρμα τους, αθλητικά παπούτσια Nike air max, και η εξάντληση φαίνεται στο παιγνίδι τους.

5) Μην αποκαλύπτεις ποτέ την ηλικία σου. Έτσι κι αλλιώς θα φανεί στο κείμενό σου.

6) Όταν γράφεις να αμολάς τον λύκο σου και όχι το γατί σου.

7) Όταν γράφεις μη μένεις σιωπηλός. Θέλει τρυφερά λογάκια η έμπνευση για να καυλώσει. Τι περιμένεις, να τα καταφέρεις μόνο με τη δική σου στύση;

8) Όταν δεν «τσουλάει» το γραπτό σου, μην κατεβαίνεις για να σπρώξεις. Μέχρι πού νομίζεις ότι θα φτάσεις με αυτόν τον τρόπο;

9) Στο κείμενο που έγραψες να φαίνεται ότι είσαι απών. Αρκεί να μην το καταλάβουν οι αναγνώστες.

10) Να είσαι ακριβής, εύστοχος και σύντομος. Μην κάνεις κατάχρηση της τύχης που είσαι συγγραφέας.

11) Όταν ξεκινάς να γράψεις, μην είσαι σίγουρος ότι το κλειδί της έμπνευσης είναι πάντα αφημένο κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας τού αφηγηματικού λαβύρινθου σου.

12) Δεν χρειάζεται να σηκώσεις τα μανίκια πριν αρχίσεις να γράφεις. Μπορείς να γράψεις ενδιαφέροντα κείμενα και με κοντομάνικο.

13) Όταν γράφεις να κάνεις πάντα το σταυρό σου και να προσεύχεσαι:
"Θεέ μου, βοήθησέ με να μην ανέβω ξανά στην επιφάνεια".

14) Το συνεχές χτένισμα του κειμένου σου μπορεί να του δημιουργήσει τριχόπτωση.

15) Πριν ξεκινήσεις να γράψεις, μην ξεχάσεις να ξεκρεμάσεις απ' το μυαλό σου την ταμπέλα "Μην ενοχλείτε".

16) Να αποφεύγεις τη λέξη "είμαστε" στα κείμενά σου. Μην παίρνεις και τους άλλους στο λαιμό σου.

17) Μη φυσάς και ξεφυσάς όταν η έμπνευση δεν σου κάνει τα χατίρια. Η έμπνευση δεν είναι στρώμα θαλάσσης που προσπαθείς να το φουσκώσεις με το στόμα.

18) Όταν γράφεις μην απλώνεις τόσο πολύ τη γραφίδα σου, αλλά την αρίδα σου. Θα νοιώσεις καλύτερα. Γράφεις για να περνάς καλά όχι για να βασανίζεσαι.

19) Αυτό που έγραψες να δίνει την εντύπωση ότι δεν ανήκεις στην τάξη των πεζών, αλλά των αναβατών.

20) Τη στιγμή που γράφεις γίνεσαι ένας ελεύθερος σκοπευτής. Στοχεύεις τις δυσεπίλυτες μεταλλάξεις σου και αστοχείς. Παραμένεις αναμορφωτικά ζωντανός, μέχρι την επόμενη φορά που θα προσπαθήσεις ξανά. Πείσμων και ειρωνικός γοητεύεσαι από το αδύνατο.

Bonus

21) Δείξε λίγο αδεξιότητα, βρε αδελφέ! Άνθρωπος είσαι, όχι λογισμικό.


21 Νοεμβρίου- 10 Δεκεμβρίου 2019

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 05, 2019

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ



Όταν τον Απρίλιο του 1981 δημοσίευα στο περιοδικό «Το δένδρο» τρία ποιήματά μου, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ένα άλλο περιοδικό, που διάβαζα με θαυμασμό, θα δημοσίευε μετά 38 χρόνια ένα κείμενό μου. Να όμως που το περιοδικό «Χάρτης» δέχθηκε να φιλοξενήσει ένα μικρό αφήγημά μου στο τεύχος του Δεκεμβρίου, ώστε η αποδοχή της πρότασης για συνεργασία να αποτελέσει μια ευχάριστη έκπληξη, που με ικανοποίησε και με κολάκεψε. Η δημοσίευση αυτή είναι πιστεύω μια δικαίωση για την προσπάθεια που κάνω σαράντα χρόνια να γράψω κάποια κείμενα που θα με βοηθήσουν να αντισταθώ στην τάξη των πραγμάτων, στην συγκροτημένη και συμμορφωμένη πραγματικότητα, που η πειθάρχηση των συναισθημάτων και των ουτοπικών επιθυμιών είναι προτεραιότητά της.
Όσοι πιστοί προσέλθετε στην ανάγνωση κάνοντας κλικ στο link. Οι υπόλοιποι  είμαι σίγουρος ότι θα περάσετε καλύτερα χωρίς να κάνετε τον κόπο να διαβάσετε τις  εκμυστηρεύσεις, εξομολογήσεις, ψευδαισθήσεις, γλωσσικές και νοητικές παραβάσεις μου, όλα αυτά που τέλος πάντων ελπίζω να με κάνουν μια εξοχότατη βόμβα στην περιπολία των φλύαρων  ζηλωτών μιας άπτερης πραγματικότητας.

Σπύρος Παύλου

https://www.hartismag.gr/hartis-12/poiisi-kai-pezografia/dwrodokhmenh-afhghsh

Κυριακή, Νοεμβρίου 24, 2019

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Τερπνέ! Ε, τερπνέ! μου φώναξε ο ωφέλιμος, μα εγώ δεν γύρισα ούτε καν να τον κοιτάξω.


A Sunday on La Grande Jatte -1884

Georges Seurat

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2019

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ;


Τρίτη εκδοχή

Με βλέμμα πολυεδρικό, προφίλ εκλογικού αντιπρόσωπου, δόντια εντόμου εν κυήσει, φωνή αεροπορικού μεταφορέα, πόδια πιθανόν ποταμίσια, μάτια λαδερά , δεν το λες άφυλο σαλιγκάρι, ούτε καν ενικό αριθμό σε νυχτερινή βάρδια.

Φυσάει κάτω από τη γλώσσα σου;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 18, 2019

ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΕ;


Με χαμόγελο μύγας, προφίλ κουναβιού, δόντια εντόμου, φωνή αηδονιού, πόδια τραχανί, μάτια αναρριχώμενα, δεν το λες πρόβατο, αλλά ούτε φυσικά corn flakes με γάλα.

Φυσάει μέσα στο μυαλό σου;

"2 Sheep's Heads" 
Joseph Beuys

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2019

ΑΞΥΠΝΗΤΟΣ



" Έφτασα στο ξενοδοχείο «Manifesto» αργά το απόγευμα. Η κράτηση είχε γίνει από το πρακτορείο «Οδύνη» στο όνομα  Θανάση Ανεξύπνητου, όπως μου ανακοίνωσε ο receptionist του ξενοδοχείου, με τον οποίο συμφώνησα. Ο George, έτσι έγραφε η χρυσαφί ταμπέλα που είχε καρφιτσωμένη στο μπλε σακάκι του, με τη σειρά του επιβεβαίωσε τ' όνομά μου, όταν έλεγξε τα στοιχεία της ταυτότητάς μου. Πήρα το κλειδί του δωματίου και ανέβηκα στον δεύτερο όροφο. Το δωμάτιο 234 ήταν ένα τυπικό δωμάτιο ξενοδοχείου, όπως όλοι μας, ή σχεδόν όλοι μας, γνωρίζουμε. Άφησα το σακίδιό μου στο εντοιχισμένο ξύλινο ράφι και τράβηξα τις κουρτίνες. Άνοιξα το παράθυρο και βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει•τα φώτα του κήπου είχαν ανάψει. Στον ουρανό ταξίδευαν, νωχελικά, βαριά σύννεφα. Δεν σκέφτηκα ότι θα βρέξει, δεν ήταν προτεραιότητά μου να το σκεφτώ εκείνη τη στιγμή. Ανάπνευσα βαθιά κι άφησα ανακουφισμένος τον αέρα να βγει από τους πνεύμονές μου, ααααχχχ! κι αισθάνθηκα καλύτερα· ήρεμος και χαλαρός. Γύρισα στο δωμάτιο, έκλεισα την μπαλκονόπορτα, τράβηξα τις κουρτίνες, ξάπλωσα στο κρεβάτι όπως ήμουν, με τα ρούχα και τα παπούτσια, και κοιμήθηκα βαθιά, ακαριαία. Δεν ξύπνησα ποτέ."

Διήγηση Θανάση Ανεξύπνητου, ξημερώματα Σαββάτου στα επείγοντα του μπαρ "Help"

Από την ανέκδοτη συλλογή "Συναντήσεις με τους φίλους μου"

Κυριακή, Νοεμβρίου 10, 2019

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ


Η μητέρα μου τερμάτισε στην τέταρτη θέση του μαραθωνίου της Αθήνας μεταξύ των Ελλήνων αθλητριών που συμμετείχαν στον αγώνα. Γνώριζα ότι θα τερμάτιζε σε μια καλή θέση, μετά από τόση προσπάθεια που κατέβαλε στις προπονήσεις, τους χρόνους που είχε φέρει, οι οποίοι, ειδικά  τους τελευταίους μήνες,  συνεχώς μειώνονταν, με αποτέλεσμα τις τελευταίες εβδομάδες να σταθεροποιηθεί ο χρόνος της γύρω στο τρεις ώρες και δεκαπέντε πέντε λεπτά.  Η κατάταξή της οφείλω να ομολογήσω με εξέπληξε, όπως και ο χρόνος τερματισμού, που κατέβηκε κάτω από τα τρεις ώρες και δέκα λεπτά,  συγκεκριμένα τρεις ώρες, πέντε λεπτά και πενήντα δύο δευτερόλεπτα.
Όταν επιστρέψαμε σπίτι φορούσε ακόμη τα αθλητικά ρούχα με τα οποία έλαβε μέρος στον αγώνα. Μπλε σορτσάκι, μπλε φανέλα με άσπρα γράμματα, που έγραφαν «Hellas», τον αριθμό 69 στην πλάτη,  παπούτσια “Adidas”, τα οποία είχε δοκιμάσει στις δύο τελευταίες προπονήσεις, και της ταίριαζαν απόλυτα, όπως ισχυριζόταν. Την βοήθησα να κάνει μπάνιο, κι όταν ήρθε στην κουζίνα, ενώ εγώ της στέγνωνα τα μαλλιά με το σεσουάρ, εκείνη έπινε τον καφέ της με απολαυστικές γουλιές, τραβώντας βαθιές ηδονοφόρες ρουφηξιές από το τσιγάρο της, φυσώντας τον καπνό από τα ρουθούνια, στοχαστικά κι ονειροπόλα.
Μπορεί η υγεία της να ήταν κλονισμένη, τα χάπια της τοποθετημένα  στο κουτάκι με τις διαχωριστικές θήκες στο τραπέζι της κουζίνας, η ηλικία της να μην της επέτρεπε υπερβολές, αλλά δεν μπορούσα να της στερήσω το όνειρο να συμμετάσχει, έστω μία φορά, στον διεθνή μαραθώνιο της Αθήνας. 
«Πόσα χρόνια μου έμειναν;» ήταν το διαρκές, ρητορικό της ερώτημα, «μια επιθυμία έχω, και συ θέλεις να μου την στερήσεις» συνέχιζε τον ασυμμάζευτο μονόλογό της, κοιτάζοντας το κενό με θλιμμένο βλέμμα.
Μόλις τελείωσε τον καφέ, πήγε στο υπνοδωμάτιό της, φόρεσε ένα ροζ νυχτικό, που πρώτη φορά έβλεπα, και ξάπλωσε στο κρεββάτι. Την σκέπασα προσεχτικά, τακτοποιώντας το μαξιλάρι στην κατάλληλη θέση. Ακουγόταν η ανάσα της, χαμηλή,ανεπαίσθητη, σιγά σιγά όμως έσβησε. Το κορμί της χάθηκε, σκεπασμένο από τα λουλούδια των κλινοσκεπασμάτων.
Δεν την είδα ποτέ ξανά.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 04, 2019

ΚΑΔΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ


Να πετάς τα σκουπίδια  στον κάδο απορριμάτων κάθε βράδυ δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Χιλιάδες άνθρωποι επαναλαμβάνουν την ίδια πράξη με σένα την ίδια στιγμή. Αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις είναι, την ώρα που είσαι έτοιμος να πετάξεις τη σακούλα με τα σκουπίδια, να ακούς από το βάθος του κάδου τη σειρήνα ενός περιπολικού, τη βαριά ανάσα του κυνηγημένου που τρέχει να γλυτώσει, την απελπισμένη φωνή του που σε καλεί για βοήθεια. Είναι η απρόβλεπτη στιγμή που δεν ξέρεις τι να κάνεις, τι να αποφασίσεις, μπροστά σ’αυτή την αναπάντεχη εμπλοκή, να βρίσκεσαι σε αδιέξοδο και να παραμένεις ακίνητος μπροστά στον κάδο. Από τον πανικό σου αρχίζεις να καλείς και συ για βοήθεια, ακούγεται τώρα η απεγνωσμένη έκκληση από δύο φωνές, η σειρήνα του περιπολικού συνεχίζει να ουρλιάζει από τα έγκατα του κάδου, σιγά-σιγά ανοίγουν τα παράθυρα από τα γύρω σπίτια, οι ένοικοι σε κοιτούν παράξενα, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει. Τότε αποφασίζεις να επιστρέψεις πανικόβλητος σπίτι σου. Όταν φτάνεις κτυπάς το κουδούνι, δεν σε ακούει κανείς ή κάνει πως δεν σε ακούει, εσύ χτυπάς πιο έντονα , αρχίζεις να βαράς  την πόρτα με τις γροθιές σου, φωνάζεις το όνομα της γυναίκας σου, των παιδιών σου, δεν ακούγεται τίποτα από μέσα, κανένας ψίθυρος, καμιά ομιλία, ενώ τα φώτα είναι αναμμένα, σαν έχουν εγκαταλείψει το σπίτι την ώρα που εσύ πήγαινες να πετάξεις τα σκουπίδια. Τότε είναι που αισθάνεσαι μοναδικός, αλλά απροστάτευτος,  κάθεσαι στα σκαλοπάτια και περιμένεις να λήξει ο συναγερμός.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2019

ΒΡΑΔΥ 6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018


Το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου 2018 η Α. μου τηλεφωνεί ότι έρχεται. Με κυνηγάει η θλίψη μού λέει. Θα σε περιμένω, της απαντώ και κλείνω το τηλέφωνο.  
Συνεπής στην υπόσχεσή της ή Α. φτάνει στις 20:15. Βιάζεται να προφυλαχτεί πίσω από την πλάτη μου. Εκεί νομίζει ότι θα βρει ασφάλεια. Την ακούω να κυλάει στον γκρεμό. 
Δυστυχώς δεν είχα προλάβει να την ειδοποιήσω.

Απαραίτητη διόρθωση: Επειδή δεν θυμάμαι καλά την επίμαχη λέξη που μου είπε η Α. στο τηλέφωνο, αν την κυνηγάει η απελπισία ή η θλίψη, για να είμαι ακριβής, θα γράφω Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή τη λέξη "απελπισία" και Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο τη λέξη "θλίψη".
Την Κυριακή μέρα αργίας και ξεκούρασης η θέση της  λέξης θα  παραμένει κενή.


Παρασκευή, Οκτωβρίου 25, 2019

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


-Εσύ τι κάνεις εδώ;
-Τίποτα·κοιτάζω.
-Τι κοιτάζεις;
-Τον δρόμο, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους, τα βουνά, τα δένδρα, τα σπίτια, τη θάλασσα, τα λουλούδια, τα σύννεφα, τον ουρανό, τον αέρα, τα χρώματα, τα πουλιά, την άσφαλτο, τις πέτρες, το χώμα, τα σκουπίδια, το κενό.
-Και μετά;
-Γυρίζω σπίτι. Πίνω καφέ, τηλεφωνώ, δέχομαι φίλους, φίλες, ακούω μουσική, βλέπω κάπου-κάπου καμιά ταινία, πίνω τσίπουρο ή κόκκινο κρασί, τρώω, διαβάζω λίγο, γράφω λιγότερο, κοιμάμαι. Όχι βέβαια με την σειρά που τα είπα.
-Κτίζεις μ’αυτά;
-Κτίζω.
-Τι;
-Τη ζωή μου.
-Σου αρκούν;
-Ναι.
-Θα τη βγάλεις καθαρή έτσι;
-Δεν ξέρω·μπορεί.
-Υπάρχει κάτι άλλο που επιθυμείς;
-Υπάρχει.
-Τι;
-Να εκτελώ κόρνερ.
-Μπορείς;
-Δεν ξέρω·επιθυμία είναι μόνο.
-Γιατί δεν προσπαθείς;
-Φοβάμαι.
-Τι φοβάσαι;
-Τις γωνίες.
-Αν φύγω θα νιώθεις καλύτερα;
-Δεν ξέρω·ίσως.
-Σε ενοχλούν οι ερωτήσεις μου;
-Ούτε με ενοχλούν ούτε μου είναι ευχάριστες.
-Τότε γιατί απαντάς;
-Γιατί με ρωτάς.
-Πάντα έτσι κάνεις;
-Ναι.
- Με οποιονδήποτε;
-Ναι.
-Να σε ρωτήσω γιατί;
-Όχι.
-Φεύγω.
-Φεύγεις;
-Ναι, μήπως θέλεις να μείνω;
-Όχι.
-Θα νοιώσεις μοναξιά;
-Όχι.
-Θλίψη;
-Όχι.
-Χαρά;
-Όχι.
-Ανακούφιση;
-Μπορεί.
-Φεύγω.
-Κλείδωσε.





"Conversion" 1912
Egon Schiele




Παρασκευή, Οκτωβρίου 18, 2019

ΔΙΑΚΟΣΙΕΣ ΠΕΝΗΝΤΑ!



«Όλο ξεχνάω να φέρω πλαστικές σακούλες. Ξέρετε πόσες έχω; 249!».
Ο υπάλληλος δεν φάνηκε να εκπλήσσεται από τον αριθμό. Συνέχισε να περνάει το barcode των προϊόντων από την ταμειακή μηχανή.
«Μην νομίζετε, έχω κι εγώ αρκετές στο σπίτι, όχι βέβαια τόσες, αλλά αρκετές. Δεν τις μετράω βέβαια όπως εσείς» μου απάντησε, κι ένα απορημένο συννεφάκι που σχηματίστηκε  στο πρόσωπό του δεν στάθηκε ικανό να κρύψει το αίσθημα μειονεξίας, για τον αριθμό από πλαστικές σακούλες που διέθετα, κατά δήλωσή μου.
«Δεν πειράζει, κάποτε θα μου τελειώσουν» ισχυρίστηκα μονολογώντας, περισσότερο για να παρηγορήσω τον εαυτό μου, παρά τον υπάλληλο. «Τις χρησιμοποιώ σαν σακούλες σκουπιδιών, ταιριάζουν απόλυτα» συνέχισα τη συνομιλία, ανεβάζοντας ελαφρά τον τόνο της φωνής μου, νοιώθοντας ενδόμυχα την αποτυχία του στόχου που είχα θέσει να τις μηδενίσω, γνωρίζοντας, ο επαρκής αυτογνώστης, την αδυναμία της μνήμης μου.
«Δώσε μου μία, σε παρακαλώ, να βάλω τα πράγματα» του ζήτησα με σεμνότητα, λες και φοβόμουν μη με ακούσει κάποιος παράνομος ωτακουστής.
Ο υπάλληλος φαίνεται ότι διασκέδαζε με τον απολογητικό τόνο της ομιλίας μου, και δίνοντάς μου την σακούλα, είπε θριαμβευτικά: «Και μία ακόμη, διακόσιες πενήντα!», κτυπώντας με το χέρι του την παλάμη μου, ένα είδος σύγχρονου χαιρετισμού, που συνόψιζε τον ενθουσιασμό του, για μια επιτυχία στην οποία είχε συμβάλλει κι ο ίδιος.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2019

"ανάσκελα" Rita Bullwinkel


Λίγα λόγια από τον ετερώνυμο στο περιοδικό Fractal:

Κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω τις εκδόσεις «Χαραμάδα» για το θάρρος τους να εκδώσουν τα έξοχα διηγήματα της πρωτοεμφανιζόμενης πεζογράφου Rita Bullwinkel, με τον τίτλο «ανάσκελα». Γράφω έξοχα, όχι τόσο για την αφηγηματική τους αρτιότητα, ούτε για την γλωσσική τους κομψότητα, αλλά για την θεματική τόλμη των ιστοριών που μας αφηγείται η Βullwinkel. Η συγγραφέας ανοίγει νέους αφηγηματικούς δρόμους, δημιουργώντας μέσω της γραφής έναν κόσμο ανοίκειο, προκλητικό, ενδιαφέροντα και ελκυστικό, που η απορρόφηση των κραδασμών του είναι μια συνεχής, πυρετώδης διαπραγμάτευση με τη αναγνωστική εμπειρία. Τα διηγήματά της είναι μια ενοχλητική και ρηξικέλευθος πρόταση στην καταθλιπτική ομοιομορφία και ομοφωνία των βιβλίων που κυριαρχούν στην λογοτεχνική εκδοτική παραγωγή. Αντιλαμβάνομαι ότι η Bullwinkel θέλει να δώσει μια απάντηση στην πλήξη, την ανία, την ισοπέδωση της λογοτεχνικής παραγωγής, να μας πει ότι, ευτυχώς, δεν έχουν ειπωθεί όλα, όπως ισχυρίζονται πολλοί, στην διαδρομή της λογοτεχνικής παράδοσης, εδώ είμαι εγώ για να αμφισβητήσω το δόγμα σας. Βγάζει τη γλώσσα της στο παρελθόν, κοιτάζει αισιόδοξα το μέλλον, και αρχίζει να γράφει πετώντας κατάμουτρα στην φιλάρεσκη λογοτεχνική κοινότητα ιστορίες που αμφισβητούν τις αναγνωστικές βεβαιότητες, γνωρίζοντας ότι θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια, την έκπληξη, και την δυσπιστία των αφυδατωμένων ναυαγών της λογοτεχνικής συντεχνίας. Δείτε είναι σαν να τους λέει, εσείς μπορεί να γράφετε για την αγάπη, τον έρωτα, τη μνήμη, την μοναξιά, την απελπισία, για τις αξίες του πολιτισμού, κι εγώ θα γράφω για παιδιά που βάζουν την γλώσσα τους στην πρίζα, γλείφουν τα καλώδια που μοιάζουν με μακαρόνια, η γλώσσα τους γίνεται αστραφτερή, καυστική, μαύρη. Για ανθρώπους που κοιμούνται στα κρεβάτια χηρών πενθούντων, την πρώτη βραδιά μετά την τελετή ταφής, προσφέροντας ζεστή σοκολάτα, κέικ καφέ, ένα ταψί κολοκυθάκια, κοτόπουλο με δενδρολίβανο, μπισκότα φασκόμηλου, και μπάρες λεμονιού για επιδόρπιο. Γράφω για φαντάσματα που συζητούν μεταξύ τους, παλεύουν με τους ζωντανούς, μέχρι να καταλήξουν διπλωμένοι στα τέσσερα σ’ένα κουβά. Γράφω για ένα παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε νεκρούς, αλλά και διηγήματα, όπως το «Τι θα ήμουν αν δεν ήμουν αυτό που είμαι», για την αυτογνωσία, την επικοινωνία, το μέλλον, την απώλεια, τη μοναξιά, τις διαταραχές του μυαλού, τα υπαρξιακά ερωτήματα, για οικογενειακές σχέσεις που φυλλορροούν, για τη δυσκολία να κατανοήσουμε το μυαλό των ανθρώπων που βρίσκονται πολύ κοντά μας, αλλά και για την κατανόηση του εαυτού μας. Φτιάχνω ιστορίες, και δεν φοβάμαι να τις διηγηθώ, για εκκλησίες που έχουν κοιλιά, πεινούν, γουργουρίζουν, και τις ταΐζουν με μπάρες δημητριακών και κρακεράκια. Γράφω για έφηβες που θέτουν ερωτήματα για το τι σημαίνει να έχεις την επιθυμία να φας τον εαυτό σου, συζητούν για την ικανότητα να αυτοκαταστραφείς, διαβάζουν βιβλία με θέμα τον κανιβαλισμό, συνομιλούν για την επιθυμία να κατέχεις κάποιον άλλον τόσο ολοκληρωτικά που να θέλεις να τον καταστρέψεις. Μου αρέσει να γράφω προκλητικά, ενοχλητικά διηγήματα για στηθοκράτες, για κοπέλες που αλληλογραφούν με καταδικασμένους για παιδεραστία, για τον Καρλ, το φίδι, που παίρνει σχήμα αχλαδιού, τον Καρλ που προσποιείται πως είναι αχλάδι και δαγκώνει τα παιδιά που προσπαθούν να το φάνε, συμπεριφορά που αποδίδεται στην ξενική καταγωγή του ή σε κάποιο παιδικό τραύμα, διηγήματα στα οποία συνομιλούν μεταξύ τους αράχνες, σκίουροι, αρουραίοι, ζωύφια και γάτες, που πιστεύουν ότι ο Καρλ είναι τρελός και μπερδεμένος, «τον έχει βαρέσει η ζέστη».
Η Bullwinkel μπορεί να γράψει μια υπέροχη ιστορία αγάπης για δυο άσχημους έφηβους που λαμβάνει χώρα σε ντονατσάδικο, που η αντίληψή τους για τον κόσμο έχει ταρακουνηθεί, ψάχνουν κάτι αλλά δεν είναι σίγουροι τι, έχουν μεγάλες φαντασιώσεις, θέλουν να βρουν άλλον έναν άνθρωπο που θέλει να βιώσει τον κόσμο μαζί τους, αισθάνονται πως δεν θα είναι ποτέ κάτι παραπάνω από το σύνολο των πραγμάτων που κατέχει και τις λέξεις που αρθρώνουν, τους αρέσει όταν τους βλέπουν σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι, κάθε αντίληψη του κόσμου που διαμορφώνουν είναι δυνατή μόνο και μόνο επειδή κάθονται μαζί, σκέφτονται μαζί, ότι μόνο μαζί θα μπορέσουν να καταλάβουν τον κόσμο, και, ίσως, τον δαμάσουν, ώστε να τους παραχωρήσει ένα μικρό μέρος στο οποίο θα μπορούν να μείνουν για πάντα μαζί. Έφηβοι που τακτοποιούνται μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό, κι ο ένας μέσα στον άλλο, και μέσα στους ανθρώπους που τους περιτριγυρίζουν, διαβάζουν φωναχτά, ουρλιάζοντας, ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο, που της κοπέλας της φάνηκε ομορφότερο από οτιδήποτε άλλο της είχαν παρουσιάσει σαν ομορφιά στο παρελθόν, Σ’αυτή την υπέροχη και εκλεκτική ιστορία οι έφηβοι δεν δίνουν δεκάρα, γιατί η ανάγνωση εκεί μέσα, στο ντονατσάδικο, είναι ένα αίσθημα απόλυτης ευτυχίας, όταν διαβάζουν όλοι μαζί, διαβάζουν την ίδια σελίδα, ουρλιάζουν τις λέξεις σαν χορωδία και μετά, στο τέλος, ανεβαίνει ο πελάτης της πουτάνας σε μια καρέκλα και κάνει υπόκλιση, ενός ανθρώπου που έχει εισέλθει σε αυτόν τον χώρο στη ζωή του, όπου δεν υπήρχε ομορφιά και, ξαφνικά, η ομορφιά φάνηκε από θαύμα.
Διαβάζουμε ιστορίες για δυο εξορισμένα αδέλφια, τον Γκλεμπ, που είναι χειρουργός, και τον Όλεγκ, που είναι γλύπτης, στο αναρρωτήριο των φυλακών, οι οποίοι κάνουν επανασυγκολλήσεις δαχτύλων κρατουμένων, ακόμη και μεταμόσχευση ματιών από κούκλα σε κρατούμενο, που προηγουμένως του έχουν βγάλει τα μάτια, για να αποδειχθεί ότι η επέμβαση πέτυχε, κι ο κρατούμενος βλέπει με εικόνες που είναι πιο ευσεβείς, ώσπου στο τέλος σ’ένα πανδαιμόνιο χορού, αποθέωσης, και τραγουδιού τα δύο αδέλφια ανακηρύσσονται προφήτες από τους κρατούμενους.
Η Bullwinkel δεν διστάζει να μεταφέρει, αφηγηματικά, στην πλάτη της, έναν ασθενή με τεχνητό λάρυγγα και φιάλη οξυγόνου, σε μια λίμνη, όπου τα ψάρια κολυμπούν, ως και στο στόμα σου, αν το έχεις ανοιχτό. Ένα διήγημα που ο ασθενής κάνει φουσκάλες με το νερό από την τρύπα του λαιμού του, και απολαμβάνει το κολύμπι, απελευθερωμένος από σωληνάκια και φιάλες οξυγόνου. Γράφει για να πει ότι αφηγηματικά μπορεί να υπάρξουν κορίτσια που μπορούν να φτιάξουν μέσα σε μια νύχτα εκατό καρέκλες, για να πραγματοποιήσουν την επιθυμία του ξαδέλφου τους. Τέλος, δεν δυσκολεύεται να επαναφέρει τα πνεύματα των πεθαμένων συγγενών σε μια συγκέντρωση, μ’ένα υπονομευτικό και σαρκαστικό τρόπο, που αναδεικνύει την ευφυΐα και την ικανότητά της να παίζει με τις προκαταλήψεις και την αφέλεια του κόσμου.
Η γραφή της Bullwinkel είναι στοχαστική, ειρωνική, παιγνιώδης, σατιρική, υπονομευτική, προκλητική, ρομαντική, μην ξεχνάμε την υπέροχη ερωτική ιστορία «Τηγανητό ζυμάρι», δείγμα σύγχρονης, φρέσκιας, τολμηρής και ανατρεπτικής γραφής, κυρίως όμως ο αφηγηματικός της προσδιορισμός συνοψίζεται σε μια λέξη. Μια λέξη που δύσκολα μπορείς να προφέρεις για αρκετούς σύγχρονους συγγραφείς. Η Rita Bullwinkel, όταν γράφει είναι εύστροφη. Και αυτό μας ενδιαφέρει, πρωτίστως, ως αναγνώστες.

https://www.fractalart.gr/anaskela/

Δευτέρα, Οκτωβρίου 07, 2019

ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΝΣΕΚΑ "Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΥ ΝΑ ΚΛΑΨΕΙ"





Σκέφτηκα να γράψω λίγα λόγια γι’αυτό το βιβλίο, αλλά προσπαθώντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσω γραπτά τις σκέψεις μου είδα ότι αυτό είναι αδύνατον.”Ο συνταγματάρχης δεν έχει που να κλάψει”  είναι ένα τόσο πληθωρικό βιβλίο, τόσο επιβλητικό έργο, ένα έργο ώριμο και επιδραστικό, αλλά ταυτόχρονα ας το ονομάσω κρυπτικό, αν φοβίζει η  λέξη ας πω πολυσχιδές, στην κατανόηση και αποκρυπτογράφηση της μυθοπλασίας του, που οποιαδήποτε προσπάθεια καταγραφής της επιρροής και διασποράς της εξεγερτικής χαράς που προσφέρει η ανάγνωσή του είναι μια ατελέσφορη παρηγορία.  Το βιβλίο του Κάρλος Φονσέκα άφοβα και με θράσος μπορείς να το ονοματίσεις ως μια διδακτική πράξη ανάγνωσης, όπου η πυκνογραμμένη γραφή, το αισθητικό διανοητικό πεδίο της αφήγησης είναι υποστηρικτικό της ανησυχαστικής σκέψης, ότι η αναγνωστική κουλτούρα δεν θεωρείται επ’ουδενί λόγω αρκετή  να το προσεγγίσει, να αφομοιώσει και αποδεχθεί το διδαχτόν του λογοτεχνικού κειμένου. Η εμβρίθειά του είναι αποτρεπτική κάθε προσπάθειας διερμηνευτικής κριτικής των αφηγηματικών προσδιορισμών που συνθέτουν τον μυθοπλαστικό κόσμο του βιβλίου. Η γλωσσική πρόνοια και η αναγνωστική αντιληπτικότητα αδυνατεί να φανεί επαρκής για την ερμηνεία και παρουσίαση του βιβλίου. Αντίθετα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα, διότι δεν διαθέτει  την ικανότητα να ανελκύσει τον μυστήριο φωτισμό που σκορπίζουν οι γενέθλιες ιδέες και αφηγηματικοί δρόμοι των διηγηματικών προθέσεων και χειρισμών, στερείται την δραστική μέθοδο που θα σταθεί αντιμέτωπη με την γλωσσική και μυθοπλαστική εμβέλεια ενός τέτοιου βιβλίου,  που αντιδρά και εμπαίζει την αναγνωστική νομιμοφροσύνη κάθε εθιμοτάκτου αναγνώστη.
Αν κάποτε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί η καταδικασμένη προσπάθεια καταγραφής και αποδελτίωσης της αφηγηματικής αυτάρκειας και εκφραστικής αρτιότητας του βιβλίου είναι σίγουρο ότι δεν θα καταφέρει να μεταφέρει την ηδύτητα του κειμένου, αυτή την άπιαστη γεύση μιας λογοτεχνικής ευρεσιτεχνίας, που γράφτηκε για να είναι ένα αφηγηματικό σούρουπο που ερωτοτροπεί με την μελαγχολία των ιδεών και προκαλεί παιγνιωδώς την μεγαλοπρέπεια των εκλεκτικών  αφηγηματικών απολαύσεων.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2019

ΣΠΥΡΟ!ΣΠΥΡΟ!



Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια του εστιατορίου στο ξενοδοχείο «Ο ίσκιος του ονείρου». Τη στιγμή  που βρίσκομαι στο κατώφλι της εισόδου ακούω να με φωνάζουν: «Σπύρο!Σπύρο!». Είναι μια γυναικεία φωνή προστακτική κι απαιτητική. Γυρίζω να δω ποια με φωνάζει, αλλά δεν βλέπω κανένα οικείο πρόσωπο, κανείς δεν φαίνεται ν’απευθύνεται σε μένα. Μόνο ένα μικρό κοριτσάκι, δύο-τριών χρονών, με κίτρινο φορεματάκι, τρέχει και χώνεται στην αγκαλιά της μητέρας του. 
«Σπύρο, δεν σου είπα να μην απομακρύνεσαι από κοντά μου;», ακούω να της λέει επιτιμητικά, καθώς βαδίζουν προς το εσωτερικό του εστιατορίου, ενώ  παράλληλα της χαϊδεύει καθησυχαστικά τα ξανθά μαλλιά  με το λευκό της χέρι.

" Жизнь в большой гостинице"
Kazimir Malevich
1914


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 20, 2019

ΒΑΔΙΖΩ ΑΡΓΑ, ΠΕΤΑΩ ΓΡΗΓΟΡΑ




Βαδίζω αργά, πετάω γρήγορα. Όταν αισθανθώ απειλή δεν τρέπομαι σε άτακτη φυγή, αλλά με ψυχραιμία, συντεταγμένους ελιγμούς, παράτολμες καταβυθίσεις, περιστροφικές ακροβασίες, θριαμβευτικές ανυψώσεις,  ριψοκίνδυνες αναστροφές, εμπνευσμένες προσποιήσεις, εναλλακτικές διαδρομές, με όλα τέλος πάντων τα αναβαθμισμένα τεχνάσματα που επινοώ, αυτοσχεδιάζοντας πειθαρχημένα, απομακρύνομαι από το πεδίο βολής, μέχρι να βρω το κατάλληλο σημείο να προφυλαχθώ• θάμνους, τοίχους, δένδρα, κι από κει ανταποδίδω τα πυρά. 
Αποτέλεσμα της συμπλοκής είναι να έχουμε θύματα. Εγώ, προς το παρόν, βρίσκομαι από την πλευρά των ζωντανών.




υγ. Αντιγράφω λέξεις, φτιάχνω ιστορίες.



"Person Throwing a Stone at a Bird"
Joan Miro
Date: 1926





Σάββατο, Σεπτεμβρίου 14, 2019

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΟΙΜΑΜΑΙ ΣΙΩΠΗΛΟΣ


Στριφογυρνώντας στο κρεβάτι μου, κατά τη διάρκεια του ύπνου REM, ακούω κρωξίματα γλάρων. Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα και πρωτόγνωρη εικόνα, που πρέπει οπωσδήποτε να αποθανατίσω. Ερασιτέχνης, αλλά φανατικός φωτογράφος, δεν αφήνω την ευκαιρία να πάει χαμένη. Η υπνική αδράνεια δεν είναι πολύ έντονη για να με εμποδίσει να πάρω το κινητό μου, που είναι αφημένο δίπλα στο κομοδίνο, να καδράρω στο σημείο απ'όπου έρχονται οι ήχοι, να πατήσω το κλείστρο στην οθόνη αφής, και να περιμένω να τελειοποιηθεί η φωτογραφία. Αυτό όμως που εμφανίζεται στην οθόνη είναι τσαλακωμένα σεντόνια, ένα μέρος του τοίχου, και τα δάχτυλα των ποδιών μου που είναι ξεσκέπαστα. Απογοητευμένος από την επιμονή της πραγματικότητας να φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν, κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι τώρα σιωπηλός. Τίποτα πια δεν διαταράσσει τον ύπνο μου.

Οριστικό, Τρίτη μεσημέρι 17.09.2019



"Landscape with seagulls" 1889
Lev Lagorio


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 11, 2019

Η ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΑΠΙΘΑΝΟΣ


Βαδίζω εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο. Ξαφνικά νοιώθω ένα τσίμπημα στο δεξί μου πόδι. Γυρίζω και βλέπω τον δηλητηριώδη άντρα ν’ απομακρύνεται έρποντας. Δεν φοβήθηκα. Γιατί να φοβηθώ; Εξόριστος ήμουν. 
Συνεχίζω τον περίπατό μου, όσο απίθανος κι αν φαίνομαι.


"Santo versus Second Avenue" 1982
Jean-Michel Basquiat

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 08, 2019

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ



Πίστεψα πολύ σ' αυτό το κείμενο, γι' αυτό το έστειλα στο περιοδικό “ΑΣΣΟΔΥΟ», το οποίο εκτιμώ για το κειμενικό του παράδοξο. Ένα περιοδικό πρωτότυπο και αντισυμβατικό, θεματικά μετέωρο και απρόβλεπτο, ώστε να με κάνει να ονειρεύομαι, όλον αυτόν τον καιρό που το διαβάζω, να δημοσιεύσω κάποτε ένα κείμενο μου στις στήλες του. Τώρα που το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα, θα ξεκουραστώ, γιατί νομίζω ότι αυτό που γράφω εδώ, είναι το επιστέγασμα της σκέψης μου για το είδος της λογοτεχνίας που αγαπώ. Μετά αν τα καταφέρω και γράψω ένα κείμενο, που θα γίνει αποδεκτό από ένα ακόμη περιοδικό για αποφυλακισμένους φαντασιόπληκτους, το οποίο δεν θα αποκαλύψω, τότε μπορώ να πω ότι τόσα χρόνια δεν πήγαν χαμένα.

Το δημοσιευμένο κείμενο εδώ:


http://1-2.gr/2019/09/06/ena-paraxeno-symvan-sthn-ag-dhmhtrioy/

Σάββατο, Αυγούστου 24, 2019

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΑΣΙΝ

Ο φίλος μου ο Γιασίν βρίσκεται υπό  παρακολούθηση από τον τερματοφύλακα της Χόνβεντ Κορυδαλλού. Η ομάδα του Κορυδαλλού έχει δημιουργηθεί από Ούγγρους πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι διωγμένοι την εποχή του κομμουνιστικού καθεστώτος, βρήκαν πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, όπου έφτιαξαν μια πολυπληθή κοινότητα.  Ο τερματοφύλακας της Χόνβεντ, γνωστός από τον τοπικό αθλητικό τύπο ώς  «ο πορτιέρο με τα κίτρινα γάντια», παρακολουθεί τον Γιασίν από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου της  πολυκατοικίας της οδού Στρατηγού Παπάγου,  κάθε φορά που ο Γιασίν βγαίνει από το σπίτι του. Εξοπλισμένος με πλήρη εξάρτηση ασύρματης ενδοεπικοινωνίας, δίνει εντολές για τις κινήσεις του Γιασίν σε κάποιον αόρατο αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια τις μεταδίδει  σε κάποιον άλλον, ο οποίος τις μεταφέρει  στον επόμενο  κ.ο.κ. Όλα αυτά σύμφωνα με τα λόγια του Γιασίν, όταν βρίσκει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί μας, πράγμα εντελώς επικίνδυνο και τολμηρό.
Αποτέλεσμα αυτής της ενδελεχούς και επίμονης παρακολούθησης είναι o Γιασίν να μην βρίσκεται ποτέ στον προορισμό τον οποίο έχει επιλέξει, αλλά σε κάποιον άλλον, ο οποίος είναι αναντίστοιχος με τη βούλησή του. Περιπλανιέται ατέρμονα, με ελιγμούς και παραπλανητικές διαδρομές , προσπαθώντας να βρει τρόπο να παραβρεθεί στον  χώρο των επιθυμιών και των αναγκών του, δίχως να γίνεται αντιληπτός απ’τους διώκτες του.
Η προσπάθειά του αυτή τον έχει οδηγήσει σε οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο και οι προσπάθειές μας να τον βοηθήσουμε να βρει μια λύση, ώστε να τελειώσει αυτή η απρόσμενη διαταραχή της ζωής του, έχει εδώ και καιρό βαλτώσει. Πρέπει να αποδεχθούμε ότι,  πρώτον  η παρακολούθηση είναι πραγματική, πράγμα  για το οποίο έχουμε αρχίσει να αμφιβάλουμε τον τελευταίο καιρό, διότι τα στοιχεία που μας παρουσιάζει ο Γιασίν γίνονται όλο και πιο αντιφατικά,  δεύτερον,  οι αποδείξεις  για την στήριξη καταγγελίας να είναι πειστικές, τεκμηριωμένες, ώστε να ζητήσουμε τη βοήθεια των αστυνομικών αρχών. Στηριζόμαστε στις αφηγήσεις του, όταν τον συναντούμε, πράγμα σπάνιο, μετά από μια σειρά ευρηματικών σχεδίων και συνωμωτικών κανόνων, κατάλοιπο του πάλαι ποτέ επαναστατικού μας παρελθόντος, αλλά η μονοκρατορία του λόγου του δεν είναι ισχυρό κίνητρο για να πείσει τις αρχές να αναλάβουν την υπόθεση.
Είμαστε  μαζεμένοι εδώ οι φίλοι του, στο μπαρ «Το ναυάγιο» και τον περιμένουμε,  μπλεγμένοι και μεις σ’αυτό το ακατανόητο παιχνίδι, προσπαθώντας να ανακεφαλαιώσουμε και να μελετήσουμε την μέχρι τώρα πορεία μας, να συζητήσουμε τις επόμενες κινήσεις μας, ώστε ο Γιασίν να απαλλαγεί από το άχθος της παρανομίας , αλλά η ώρα περνάει κι ο Γιασίν δεν φαίνεται πουθενά. Κάπου αλλού βρίσκεται, κάτι δεν πήγε καλά στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την παγίδα που του έχουν στήσει, κι εμείς έπρεπε να το είχαμε αντιληφθεί .
Από το διπλανό τραπέζι ακούω ένα ψηλό, με περιποιημένο μούσι, απρόσχετο ντύσιμο, ελαφρά καραφλό, να αναφέρεται  στο όνομα του Γιασίν. Στήνω αυτί και προσπαθώ να πιάσω τη συνομιλία. Μιλάει για κάποιον που βρίσκεται υπό  παρακολούθηση, από τον τερματοφύλακα της Χόνβεντ Κορυδαλλού. Τα λόγια του  αποκτούν ενδιαφέρον, «ο τερματοφύλακας της Χόνβεντ, γνωστός από τον τοπικό αθλητικό τύπο ώς  «ο πορτιέρο με τα κίτρινα γάντια», παρακολουθεί τον Γιασίν από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου της  πολυκατοικίας της οδού Στρατηγού Παπάγου,  κάθε φορά που ο Γιασίν βγαίνει από το σπίτι του. Εξοπλισμένος με πλήρη εξάρτηση ασύρματης ενδοεποικινωνίας, δίνει εντολές για τις κινήσεις του, σε κάποιον αόρατο αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια τις μεταδίδει  σε κάποιον άλλον, ο οποίος τις μεταφέρει  στον επόμενο  κ.ο.κ,» αφηγείται , οι άλλοι τον κοιτούν δύσπιστα, και για να τεκμηριώσει τη διήγησή του βγάζει  από την τσέπη του το κινητό του τηλέφωνο και κάτι τους δείχνει στην οθόνη. Οι άλλοι αρχίζουν να διαβάζουν, περνώντας το τηλέφωνο από χέρι σε χέρι. Η ανάγνωση διαρκεί ελάχιστα λεπτά και μόλις τελειώνουν, κοιτάζουν τον ψηλό αμίλητοι. «Και σου αρέσει αυτό που διαβάσαμε;» τον ρωτά, σπάζοντας  την αμήχανη σιωπή, αυτός που κάθεται δίπλα του, με το ρολόι Bergstern στο δεξί του χέρι, καπνίζοντας συνέχεια. Εκείνος στρέφει το βλέμμα του σε μένα, με κοιτάζει σαν να βλέπει κάποιον που γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί πού.
«Καλό είναι, αλλά δεν δίνει διέξοδο, αφήνει την ιστορία μετέωρη» τους απαντά. 
Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο, ο Γιασίν δεν φαίνεται πουθενά, και η ώρα περνά.

"Goalkeeper" 1950
Sergiy Grigoriev


Τρίτη, Αυγούστου 20, 2019

ΛΙΓΑ ΑΚΟΜΗ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ "ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ"



Βιβλία διαβάζουμε αρκετά, όσοι τέλος πάντων διαβάζουμε. Εγώ διαβάζω ελάχιστα  και πολύ καλά κάνω. Η ζωή δεν μπορεί να περιοριστεί στις σελίδες ενός βιβλίου. Η ομορφιά βρίσκεται έξω από το τυπωμένο χαρτί. Αυτή είναι η επιλογή μου και την χαίρομαι.
Από τα ελάχιστα βιβλία που διαβάζω , αναρωτιέμαι ποια είναι εκείνα που με κάνουν να σταθώ περισσότερο χρόνο μαζί τους,  που δεν θα τα εγκαταταλείπω μετά την ανάγνωσή τους στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, αλλά νοιώθω την επιθυμία να επανέρχομαι συχνά σ’αυτά. Είναι τα  βιβλία που νοιώθω την ανάγκη  να μιλήσω γι’αυτά, να κάνω μια δημόσια εξομολόγηση για την αφηγηματική γενναιοδωρία  που μου πρόσφερε η ανάγνωσή τους.
Να μεταφέρω την απόλαυση που μου προκάλεσε η αφήγηση της ιστορίας, ενός αποσβεσμένου εγώ,στη δική μου επικράτεια,τ η λαχτάρα να αποκτήσει το εγώ μου νέα σύνορα, να διαρρήξει την μικροαστική ατομικότητα της ανάγνωσης, να γίνει ασύνορη ευχαρίστηση, και η μελαγχολία του αναγνωστικού εγωτισμού να διευρυνθεί σε μια συλλογικότητα που θα οικειώνει τον αναγνώστη με τους εσωτερικούς τόπους ενός άλλου σώματος και σκέψης.
Ωραία όλα αυτά, αλλά πώς ένα κείμενο που σε γοήτευσε, η μυθοπλαστική εικόνα ενός άλλου κόσμου, ανοίκειου με τον κόσμο που ζεις, μια εικασία για την πραγματικότητα, θα μεταφερθεί ώστε να γίνει προσβάσιμη και αποδεκτή από τον εμπράγματο κόσμο που κυριαρχεί στην νόηση των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεσαι; Πώς το αλλότριο του πράγματος θα αποκτήσει γνωστικό ενδιαφέρον, δηλαδή από επιφύλαξη θα γίνει γνωστικό αντικείμενο; Ο περιορισμός γίνεται όλο και πιο περιοριστικός όταν θέλεις να γράψεις για βιβλία που δεν υιοθετούν  μια περιγραφική αφήγηση, αλλά είναι ένας υπαινικτικός σχολιασμός  για την νοητική υπερβολή της γλωσσικής γεωγραφίας;
Στα ερωτήματα αυτά δεν βρήκα κάποια ικανοποιητική απάντηση, που να με οδηγήσει σε μια ακόμη συμβατική παρουσίαση ενός βιβλίου που με εξέπληξε, εφαρμόζοντας τους δικούς μου κώδικες, που έτσι κι αλλιώς είναι αυθαίρετοι, καθαρά προσωπικοί, ελλειπτικοί και ενστικτώδεις .


Κυριακή, Αυγούστου 18, 2019

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ


Στο παρόν κείμενο δεν χρησιμοποίησα καμία δική μου λέξη. Είναι ένα μονταρισμένο κείμενο από τα επιλεγόμενα του μεταφραστή τού βιβλίου Συμεών Γρ. Σταμπουλού και από τη  συζήτηση για το βιβλίο που έγινε τον Απρίλιο του 2019 στο πατάρι του βιβλιοπωλείου των εκδόσεων Gutenberg. Ελπίζω να μην πρόδωσα το πνεύμα του συγγραφέα, αν και η τυχόν αδυναμία μου να τα καταφέρω, αναιρείται από την απ’ευθείας ανάγνωση των επιλεγομένων και την παρακολούθηση της συζήτησης https://www.youtube.com/watch?v=R6zgmBoXaT0&pbjreload=10, που είναι φυσικά περισσότερο τεκμηριωμένα. 
Μια αναγνωστική εμπειρία που εκλεπτύνει το βλέμμα μας για την μερική κατανόηση του κόσμου. 

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
1) Τα 34 πεζόμορφα ποιήματα με τον επινοημένο τίτλο «Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ» διά χειρός μαΐστορα Ρουστικέλο ντα Πίζα, ποιητή από την Πίζα, περιέχει τις συνομιλίες του μέσερ Μάρκο Πόλο, ευγενούς από τη Βενετία, με τον Ρουστικέλο, στο δεσμωτήριο Παλάτσο ντελ Καπιτάνο στη Γένουα, όπου κρατήθηκε μετά τη σύλληψή του την 1η Ιουλίου του 1298 , ύστερα από την ήττα του Βενετσιάνικου στόλου από τους Γενουάτες κατά τη ναυμαχία στη νήσο Κούρτσουλα. Το χειρόγραφο, κατά τον Jurgen Buchmann, χρονολογημένο στα 1299, εντοπίστηκε σην Ρώμη το 1985, από την ερευνήτρια Beatrice Signorelli (αγνώστων λοιπών στοιχείων!). 
Είναι ένα είδος σημειώσεων περιθωρίου, βασισμένων στις αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο, που δεν εντάχθηκαν στο κυρίως έργο του, μεταφρασμένο στα Ελληνικά ως «Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο». Το βάρος της αφήγησης εδώ βρίσκεται στις λεπτουργικές παρατηρήσεις για τη λειτουργία των αρχέγονων γλωσσών, περισσότερο στις χειρονομίες και τη μιμική και λιγότερο στα λόγια των ανθρώπων. Το ταξίδι του Μάρκο Πόλο γίνεται τώρα εσωτερικό, πραγματεία γλωσσολογική, άναρχο σχόλιο στη δύναμη και τη φθαρτότητα της γλώσσας και της εκφοράς της ως ομιλίας απόπειρα ερμηνείας του μύθου για τον Πύργο τη Βαβέλ. Επιπλέον είναι  ένα πολυστρωματικό σχόλιο για τη λειτουργία της μετάφρασης. Τις(υποτιθέμενες) αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο,τις οποίες η Signorelli μεταγράφει από  το βενετσιάνικο ιδίωμα στη σύγχρονη ιταλική, απ΄όπου ο Buchmann μεταφέρει το χειρόγραφο στη γερμανική γλώσσα•όθεν η μεταφορά στην ελληνική κ.ο.κ
Μία υψηλών προδιαγραφών λογοτεχνία καμωμένη από άηχους, δασείς φθόγγους και μετέωρες χειρονομίες.
 ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ κ.ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
2) Ο Buchmann είναι ένας μεταφραστής, ένας αναμεταφραστής μιας αρχέγονης αρχικής γλώσσας η οποία έχει χαθεί, μόνο από θραύσματα μπορούμε να την υποπτευτούμε, στις χειρονομίες των κατοίκων της Άπω Ανατολής της εποχής του Μάρκο Πόλο, που διατηρούσαν ίχνη της αρχέγονης εκείνης γλώσσας. Στη μιμική που υπήρχε ακόμη, στο ρήμα μιας ιδιολέκτου που χρησιμοποιούσαν με ένα ρήμα στο λόγο τους με πολλαπλές σημασίες, και αυτό ίσως είναι το ρήμα του Θεού.
Ο συγγραφέας παίρνει την persona του Μάρκο Πόλο, ταυτίζεται μαζί του, και αντί να βάλει στο κέντρο την πόλη βάζει τη γλώσσα. Γιατί βάζει τη γλώσσα; Εδώ μπαίνουμε στην ουσία του έργου, που παύει να είναι αλληγορία μόνο και μεταφορά, και κυριολεκτικά γίνεται λόγος στα πράγματα της Ευρώπης, στον σημερινό  πολιτικό λόγο , στο δημοσιογραφικό λόγο,  στην εφαρμοσμένη εμπράγματη δημοκρατία, στην εργαλειοποίηση της γλώσσας, η οποία έχει γίνει ακριβώς το όργανο για να χάσουμε την επαφή μας με αυτή.
Το βιβλίο δεν είναι παιγνίδι, είναι κυριολεξία, είναι γραμμένο από τον Buccmann, αφού κάθε μετάφραση δημιουργεί ένα νέο γεγονός. Η ουσία του βιβλίου βρίσκεται στο ότι υπάρχει μια αναγωγιμότητα της γλώσσας, η δημιουργία ενός υπερβατικού εγώ, όπου έχει καταληθεί η ουσίωση της ύπαρξής μας, που κάποτε ήτανε μέσω της γλώσσας. Κάποτε είμασταν συνομιλία(Χαίντερλιν), όχι εν διαλόγω, τώρα είμαστε σε συνομιλία. Αυτή η διαφορά που φαίνεται μικρή αλλά είναι ουσιώδης. Το βιβλίο αυτό μας βάζει στο όχι είμαι σε συνομιλία, αλλά είμαστε συνομιλία. Την εποχή που οι άνθρωποι ήταν κατηγορούμε νό, δεν ήταν κατάσταση.

υγ. Ας μου συγχωρεθούν οι τυχόν αβλεψίες στην μεταγραφή του προφορικού λόγου και οι συντελεστές του βιβλίου ας φανούν επιεικείς για την πρωτοβουλία μου.

Ιούλιος και μισός Αύγουστος 2019




Κυριακή, Αυγούστου 04, 2019

Η ΚΑΘΟΔΟΣ


Προσπαθούν να με πείσουν ότι βρίσκομαι σε κάθοδο, ενώ εγώ πίνω τον απογευματινό καφέ μου, καπνίζω τα Luckies τσιγάρα μου, τραβώντας εθιστικές καπνοφόρες τσούρες, καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου στο μικροκαμωμένο μπαλκονάκι μου. Απολαμβάνω τον ουρανό που βάφεται πορφυρός,  από έναν ήλιο  που βυθίζεται σαν ένα ουράνιο κεράσι, επηρμένο από το μέγεθος και τη μεγαλοπρέπειά του. Το θεραπευτικό, ιλαρό αεράκι που κατεβαίνει από τον Υμηττό με γαληνεύει και με ζωοποιεί. Αλλάζω σταθμούς στο τραντζιστοράκι, που κληρονόμησα από τον πατέρα μου, χαϊδεύω το σκύλο μου, που είναι ξαπλωμένος δίπλα μου, ανταποδίδοντας την αφοσοίωσή του, ενώ σκέφτομαι να του χαϊδέψω την ουρά, αλλά το αναβάλω για μια ακόμη φορά, όπως κάνω χρόνια τώρα. Αλλάζω θέση στη στάση των ποδιών μου, προσπαθώντας να βρω την πιο ξεκούραστη θέση για το σώμα μου, κι αυτοί κάτω, οι οπαδοί της ευκοσμίας του βίου,  στο πεζοδρόμιο, έκπληκτοι και αναστατωμένοι,  περιμένουν ανυπόμονα την τελική και οριστική πρόσκρουσή μου στον πυρακτωμένο δρόμο. 
Η σύγκρουση στο έδαφος είναι ολέθρια και συντριπτική. Οι αυτόπτες μάρτυρες σε πανικό, άλλοι απομακρύνονται έξαλλοι και φοβισμένοι, μη μπορώντας να αντέξουν το αιματοβαμμένο θέαμα του διαλυμένου κορμιού μου, οι πιο ψύχραιμοι στέκονται πάνω από το άψυχο σώμα μου, που έχει πάρει μια αποκρουστική, ακατανόητη στάση, τσακισμένο και δύσμορφο, προσπαθώντας να συντάξουν τα λόγια τους με λογική αντιστοιχία,  με προοπτική να βρουν μια συναινετική απόφαση για το τι θα πρέπει να αποφασίσουν για μένα ή καλύτερα για το πτώμα μου.
Σκύβω ν’ακούσω τη συνομιλία τους. Η απόσταση είναι μεγάλη, ο θόρυβος από το δρόμο δυσκολεύει την ακοή. Το μόνο που φτάνει στα αυτιά μου είναι η τρεμάμενη φωνή ενός μεσήλικα, σκυμμένου πάνω μου, να λέει: «Είναι ο ένοικος του τρίτου ορόφου, εκείνος που σκέφτεται διαρκώς να χαϊδέψει την ουρά  του σκύλου του, αλλά δεν το κάνει ποτέ». 
Δεν ακούω σειρήνες ασθενοφόρου και έχει ήδη νυχτώσει.


Xanti Schawinsky on a Bauhaus balcony
Laszlo Moholy-Nagy
1928

Κυριακή, Ιουλίου 21, 2019

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΡΟΜΑΝΤΙΚΩΝ


Μετά από μάχη εκατό ημερών ο στρατός του ηττήθηκε. Ο Τρενόγαυρος αναγκάστηκε να παραδοθεί. Έβαλε το τεταρτημόριό του στη θήκη και βάδισε ευθυτενής, αγέρωχος, με σταθερά βήματα, εξόχως τολμηρός, προς τον μεγάλο, άσπονδο και οριστικό νικητή, που τον περίμενε καθισμένος αναπαυτικά στο θρόνο του, η ένδον φαντασμαγορία του απολύτως ακύμαντη, έτοιμος να δεχθεί την υποταγή τού ταπεινωμένου εχθρού του.
Ο Τρενόγαυρος γονάτισε και άφησε το θηκάρι με το τεταρτημόριο στον Γονύσαυρο, αποδεχόμενος την ήττα του. Δεν έμενε τίποτε άλλο, παρά να τον κόψουν κομμάτια, πράγμα το οποίο και έγινε μετά από τρία λεπτά.

Παρασκευή, Ιουλίου 19, 2019

Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Ο ΦΟΙΒΟΣ!




Ο Γιώργος Αριστηνός με την επανέκδοση του βιβλίου του “Ο δολοφόνος”, αποκαθιστά τον Φοίβο, δολοφόνο τεσσάρων γυναικών, σύμφωνα με τον συγγραφέα της έκδοσης του 2001, αφού ντοκουμέντα της εποχής δεν υπάρχουν, για να επιβεβαιώσουν τις δολοφονίες, δίχως όμως να αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόκρυψη τού πραγματικού δολοφόνου για 17 ολόκληρα χρόνια. Ο Αριστηνός αποκαλύπτει στην αναθεωρημένη έκδοση του 2018 ότι δολοφόνος είναι ο Μάριος, ο οποίος δρα στον ίδιο χώρο και χρόνο με τον Φοίβο , έχει το ίδιο επάγγελμα, οικογενειακή καταγωγή, ιδέες, εμφάνιση, γούστα, διαδρομές, στέκια, φίλους, κοινό παρελθόν, και κυρίως δολοφονεί με τον ίδιο τρόπο, τα ίδια πρόσωπα, στους ίδιους τόπους 
Όλοι εμείς που καταδικάσαμε τις πράξεις ενός δολοφόνου, εμπιστευόμενοι τα λόγια του συγγραφέα, κάποιοι τις δικαιολόγησαν κιόλας, πριν 17 χρόνια που διαβάσαμε το βιβλίο, απαιτούμε τη δημόσια αποκατάσταση της τιμής του άδικα συκοφαντημένου αυτόχειρα από τον συγγραφέα, ελπίζοντας ότι σε μία πιθανή επανεκτίμηση της μυθιστορηματικής εκδοχής, δεν θα αλλάξει ξανά το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ιστορίας.

Δευτέρα, Ιουλίου 15, 2019

Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ



Kάθε απόγευμα, γύρω στις τέσσερις, την ώρα που σχολάω απ’ τη δουλειά, με περιμένει υπομονετικά ένας άντρας, στο απέναντι πεζοδρόμιο, γύρω στα σαράντα, με καστανά μαλλιά, εκεί βέβαια που υπάρχουν,  μπλου τζην παντελόνι και  φανέλα με τ’όνομά μου γραμμένο στην πλάτη του. Μόλις με βλέπει να βγαίνω απ’το θυρωρείο, όπου χτυπάω την κάρτα εισόδου-εξόδου, σηκώνει τα χέρια ψηλά, αρχίζει να τα χτυπάει ρυθμικά, κάνοντας επιτόπια ελαφρά πηδηματάκια, και μελωδεί ενθουσιασμένος:
“Σπύρος Παύλου ολέ!ολέ!ολέ!»

Είναι  ένας τρόπος να δηλώσει την εμπιστοσύνη, την πίστη και  την αφοσοίωσή του,  στην προσπάθεια που καταβάλλω καθημερινά   να ανταποκριθώ στα επαγγελματικά μου καθήκοντα, με  ευσυνειδησία, εντιμότητα και τιμιότητα, σε παραγωγικούς ρυθμούς που θυμίζουν σταχανοβίτη σε σοβιετικό πεντάχρονο.

Δεν αντέχω στον πειρασμό  παρά να υποκλιθώ μπροστά του, με ανεπαίσθητο λύγισμα της μέσης μου, εκφράζοντας μ’αυτόν τον τρόπο  την ευχαριστία μου για την συμβολή του στην αναπτέρωση του ηθικού μου,  ώστε να συνεχίσω την προσπάθειά  μου με περισσότερο ζήλο και αυτοπεποίθηση. Όποιες φορές μου ζητάει αυτόγραφο, που δεν είναι λίγες, αν και δεν γνωρίζω σε τι αποσκοπεί η επαναλαμβανόμενη παράκλησή του, το κάνω δίχως να δυσανασχετώ, πρόθυμος να ανταποκριθώ στο πάθος του για την απόκτηση κάποιας ιδιόχειρης αφιέρωσης από το ίνδαλμα του, εκφράζοντας τη λατρεία του για μένα. Υπερβολή που κορυφώνεται όταν επιμένει να υπογράψω στη φανέλα ή το μπουφάν του , προτείνοντάς μου έναν ανεξίτηλο μαρκαδόρο, επιθυμία στην οποία ανταποκρίνομαι δίχως κανένα ίχνος αυταρέσκειας.

Ικανοποιημένος από την χειρονομία και την  προσήνειά μου, εγκαταλείπει την θέση του, όταν πια εγώ έχω ήδη απομακρυνθεί από το υπόγειο πάρκιγκ, τουλάχιστον εκατό μέτρα, ενώ τον παρακολουθώ  από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου, να ρίχνει ματιές θαυμασμού κι αφοσοίωσης στη θέση του οδηγού, στην οποία βρίσκομαι εγώ αυτοπροσώπως,  

Κάποιοι ισχυρίζονται πως ο ενθουσιώδης οπαδός μου είναι ο εργοδότης μου. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η καθημερινή μου αποθέωση γίνεται από τον ιδιοκτήτη της ανταγωνίστριας εταιρείας ,  με σκοπό να με προσελκύσει, ώστε να υπογράψω συμβόλαιο συνεργασίας μαζί του. 
Οτιδήποτε από τα δύο κι αν συμβαίνει, εγώ απολαμβάνω τη δημοφιλία μου, και τον υγιή ανταγωνισμό του καπιταλισμού, όπως εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου.


"Hotel Worker" 1952

Varlin


Κυριακή, Ιουνίου 30, 2019

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ (NEW VERSION)


Κάπου-κάπου ρίχνουμε και καμιά πενιά σε φιλόξενα μαγαζιά
Σημερινή δημοσίευση στο περιοδικό "φρέαρ" το οποίο και ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
(Επαυξημένο κείμενο)

Με προσκάλεσαν από τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης «Το αχινόπαπο* 97,3», να παραχωρήσω συνέντευξη στο πολιτιστικό ένθετο του προγράμματος. Θα γινόταν μια ελεύθερη κουβέντα, όπως μου υποσχέθηκαν, δίχως πρόγραμμα, σκοπό και στόχο, φουσκολογίες και παρλαπίπες, γενικόλογη, ανέμελη, όλα αυτά δικά τους λόγια, και παρακμιακή, τουλάχιστον εκ μέρους μου, πρόσθεσα, με αφορμή το τελευταίο μου διήγημα «Innova ANF 125», δημοσιευμένο στο περιοδικό "Οδική επαγρύπνηση", που εξέδιδε μια ομάδα φιλότεχνων και φιλότιμων υπαλλήλων του υπουργείου Συγκοινωνιών. Το διήγημα αναφερόταν σε κάποιον τύπο, μέσης ηλικίας, ο οποίος μετά από ένα οδυνηρό ατύχημα, αποφάσισε να οδηγεί το μηχανάκι του, ένα Innova ANF 125, όρθιος πάνω στη σέλα, ισχυριζόμενος ότι σε περίπτωση πιθανού ατυχήματος θα είχε τη δυνατότητα να το εγκαταλείψει, πηδώντας έγκαιρα σε ασφαλές έδαφος, και να αποφύγει τα δυσάρεστα.
Αποδέχθηκα την πρόσκληση, ευχαριστώντας για την τιμή που μου έκαναν. Έθεσα όμως μια προϋπόθεση: να καπνίζω κατά τη διάρκειά της. Δεν δέχθηκαν, κι έτσι η συνέντευξη δεν δόθηκε ποτέ. 
Με εξέπληξε η άρνησή τους, αφού η συνέντευξη θα δινόταν τηλεφωνικά.

* Το όνομα τού ραδιοφωνικού σταθμού το εμπνεύστηκαν οι συντελεστές του από το γνωστό παραμύθι του Λοραίν Παπιγιόν (1793-1845), «Το αχινόπαπο», στο οποίο μια μάγισσα από το Τζιμπουτί, αποφασίζει να κολυμπήσει στα άγνωστα νερά της θάλασσας των αστεριών. Εκεί πατάει έναν αχινό, τα αγκάθια του βυθίζονται στο δέρμα του δεξιού ποδιού της, ο πόνος είναι έντονος και επίμονος, με αποτέλεσμα η μάγισσα, δυσαρεστημένη και προσβεβλημένη, να μετατρέψει τον αχινό σε αχινόπαπο. Το αχινόπαπο μοναδικό είδος στο ζωικό βασίλειο, υποχρεώνεται να επιβιώσει μόνο του, αποδιωγμένο από τα άλλα ζώα και τους ανθρώπους, περιπλανιέται τρώγοντας υπολείμματα τροφών, κυρίως τις νύχτες, ώσπου πεθαίνει σε βαθιά γεράματα επιστρέφοντας στη γενέθλια γη.

"Man Smoking"
Fernando Botero