Κυριακή, Αυγούστου 30, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Ο ήλιος βασίλευε απέναντι στον ματωμένο ουρανό, όταν γύρισε σπίτι. Φορούσε μπλουζάκι αθλητικό, τρυπητό, ένοιωθε άκεφος, μελαγχολικός. Όταν έφτασε, ο πατέρας του θα πήγαινε να πιεί καμμιά μπύρα με το Μιχάλη. Είχε παρέες, δεν υποστήριζαν το ίδια κόμμα, οι περισσότεροι είχαν φαλακρίνει, μιλούσαν για μάρκες αυτοκινήτων, για καλές ταβέρνες, στου «Θωμά» είχε την καλύτερη ρετσίνα, απίθανη, τους έφερνε κι ο Στάθης φασολάκια από το σπίτι, ζητούσε όμως άλλο αέρα, τους βαρέθηκε, κόλλησε στη διπλανή ΕΒΓΑ. Περίμεναν κάποιον να του πουν για την ακρίβεια, τους μισθούς, ν’ακουμπήσουν τους καημούς τους, στο υπουργείο δούλευε, ανώτατος υπάλληλος, σεβαστό πρόσωπο, εκείνος ήξερε. Γρήγορα τους παράτησε κι αυτούς, τελευταία δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι, πήγαινε από το Μιχάλη, τα λέγανε. Κατέβασε προγούλι, φορούσε σπορ ρούχα , τώρα με τις ζέστες ακόμη και μπλούζα κολεγίου φορούσε τα δροσερά βράδια, Lacoste. Το αντίθετο του πατέρα της, σκεφτόταν την ώρα που έμπαινε στο μπάνιο. Ο πατέρας της δούλευε σε δικηγορικό γραφείο, γύριζε κουρασμένος, όταν έμπαινε κλεινόταν στο δωμάτιο, η Δέσποινα δεν άντεχε το βλέμμα του. . Καλοντυμένος πάντα, γυαλισμένα παπούτσια, καφέ, έσερνε λιγάκι το αριστερό του πόδι. Δεν έβγαινε από το σπίτι ,έμενε έρημος, δίχως παρέα. Του άρεσε ν’αρχίζει πρώτος την κουβέντα, φοβόταν πως αν άνοιγε κάποιος άλλος το στόμα του, θα έλεγε κάτι καλό για την κόρη του και τον Δημήτρη. Φυσικά ούτε και τη γυναίκα του άκουγε, όλη τη ζωή τής μάθαινε το σωστό, είχε δικό του θεό. Ήθελε να τον παινεύουν για τη στάση του, αναγκαζόταν κι ο Γιώργος να συμφωνεί μαζί του, κι ας μην το ήθελε. Όταν καμιά φορά ανέβαινε στα γραφεία της νεολαίας, γιατί όλα κι όλα, προοδευτικός ήτανε, ο Γιώργος ήταν ο πρώτος που έτρεχε να του μιλήσει. Κι όταν δέχτηκε την υποψηφιότητα δημοτικού συμβούλου, ο Γιώργος έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, για να εκλεγεί, ενίσχυε την υπόληψή του υποψηφίου, χρησιμοποιούσε τη νεανικότητά του, κι ας ήξερε. Το έβρισκε άτιμο, μα έπρεπε να κάνει το καθήκον του. Τα συζητούσαν με την Δέσποινα ένα μεσημέρι, είχαν πάει εκδρομή με τον πολιτιστικό σύλλογο. Γύρω τους τα βουνά, το ποτάμι στερεμένο κάτω στα πόδια τους, τα σώματά τους ακουμπούσαν ανεπαισθήτως.

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Το απόγευμα ο Γιώργος πήγε σπίτι της, δεν ήταν εκεί, ανέβα δεν θ’αργήσει, είπε η μητέρα της , να την περιμένεις. Ανέβηκε επάνω στο δωμάτιό της, κάθε που πήγαινε, εκεί καθόντουσαν. Αυτή τη φορά δεν ήθελε καφέ, του έφερε ούζο, η σκάλα έτριζε, απέναντι τα σπίτια, οι πόρτες ξύλινες, κλειστές, τα έβλεπε όλα από το παράθυρο. Αργούσε, η φωτογραφία της στο γραφείο αντικρυστά, καθισμένη σ’ένα παγκάκι, πουκαμίσα κόκκινη, ριγέ, παντελόνι τζην, κοίταζε πέρα μακριά στο δρόμο, κοίταζε κι αυτός μαζί της. Λένε πως είναι όμορφη με το κόκκινο φόρεμα που κολούσε πάνω της, το λευκό δέρμα, το μηλάτο πρόσωπο, η κρεατοελιά στο αριστερό της μάγουλο, το παιγνιδιάρικο βλέμμα της. Η Δέσποινα γύρισε με μάτια κόκκινα. Τα έβαλε με τον πατέρα της που δεν την άφηνε να τον βλέπει, πρέπει να τον παντρευτεί, να είναι πάντα δίπλα του, την έχει ανάγκη, δεν το βλέπουνε, εθελοτυφλούνε; Να πέρασα πάλι από τον Δημήτρη, άρχισε πάλι τα ίδια, καταλαβαίνεις, τον βρήκε μούσκεμα στον ιδρώτα, ξαπλωμένο. Αν και το είχε καταλάβει της κόπηκαν τα πόδια, τον έπιασε από το χέρι τρυφερά, έλυσε τα μαλλιά της, απόμεινε να τον κοιτάζει στα μάτια. Η κουρασμένη της όψη στον καθρέφτη, το χρώμα της χλωμό, μια ρυτίδα αχνοφέγγιζε στο μέτωπό της. Ένοιωθε να μεγαλώνει, έσφιγγε τα χείλη της, τον έκανε να μελαγχολεί. Ήταν ανώφελο να υπερασπιστεί μια υπόθεση που είχε χαθεί πριν ακόμη αρχίσει, πρέπει να πηγαίνω, θα σε πάρω τηλέφωνο, ψιθύρισε, αφήνοντας το βλέμμα του να πέσει στα δάχτυλά της. Δεν ξέκοψε από το σπίτι, οι δικοί της του είπανε να έρχεται όποτε θέλει. Ήθελε να βρίσκεται μακριά από οικογενειακές υποθέσεις, η παρουσία του ήταν διακριτική, ήταν όμως λιγάκι ντροπαλός. Στεναχωρήθηκαν που έφυγε, κάτι μάντευαν, καλό παιδί, ξεχνιόταν η κόρη τους.

Κυριακή, Αυγούστου 23, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ


Τώρα που άλλαξε όψη η πλατεία, θυμούνται όλοι τον κόσμο που μάζευε τα βράδια. Υπάρχουν ακόμη οι λεμονιές, εκεί καθόντανε οι άντρες με καλό καιρό, φιλικό, έπιναν και συζητούσαν. Τα πρωινά συχνάζανε κάτι γέροι Μικρασιάτες, μετά άρχισαν να πηγαίνουν κι εκείνοι. Τώρα χάθηκαν, λες κι έφυγαν σ’ένα βράδυ. Το μαγαζί στη γωνία είχε λίγο απ’όλα, αναψυκτικά, μπύρα, ούζο με ποικιλία μεζέδων, κονιάκ χύμα για το χειμώνα. Τώρα βουβάθηκε, πήραν τα τραπέζια και τις καρέκλες, έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε μόνο η ανάμνηση του μπαρμπα-Γιάννη, τα μεσημέρια τους μάζευε, η διήγησή του κυλούσε αυτάρεσκα, τότε να δεις δύσκολο να οργανωθείς, όχι σαν τώρα, την «Αυγή» την αγόραζες πέντε στενά παρακάτω, όλοι οι περιπτεράδες χαφιέδες ήτανε, τουλάχιστον να μην γνωρίζουν την οικογένεια σου, τα παιδιά σου, κι αν είχες θάρρος να τη διαβάσεις στο καφενείο, να πεις κι εμείς εδώ είμαστε δεν χαθήκαμε, έπεφταν πάνω σου οι χασικλήδες, άντε να ξεμπερδέψεις. Εμένα που με βλέπεις ήμουνα από τους πρώτους που χαιρέτησα τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας στη φυλακή, στην Κέρκυρα ήμουνα, όταν γύρισα το εξήντα, να εδώ παρακάτω ήταν τα γραφεία της ΕΔΑ, αυτοί που υπέγραψαν και μετά έφυγαν από το κόμμα, το εξήντα οκτώ, οι αναθεωρητές, πρόσεχε μην τα πάρεις στραβά αυτά που σου λέω, ήρθε και με βρήκε ο Τσεμπελέκος, είχε υπογράψει, δυο χρόνια έμεινε μέσα, άρχισε την κριτική, είμαστε κόμμα της εργατικής τάξης , του λέω, έχουμε ευθύνες απέναντί της, πρέπει να ιεραρχούμε τους στόχους μας, δεν μιλούσα προσωπικά, στη δικτατορία άνοιξε μαγαζί, κουζίνες, πλυντήρια ,τέτοια, κανείς δεν τον ενόχλησε. Να προσέχετε τις παρέες σας, είμαι χρόνια στο κίνημα, σας μιλάει η πείρα. Εντάξει μπάρμπα-Γιάννη, κι εμείς στο ίδιο κόμμα πιστεύουμε, τα γνωρίζουμε, τα διαβάσαμε. Στην κατοχή στην ΟΠΛΑ, μέχρι και τρομοκράτη με είπανε, τους είπα ότι σημασία έχει η εθνική ανεξαρτησία, είναι το πρώτο πράγμα, κοντεύαμε ν’αρπαχτούμε, ευτυχώς ήρθε η Δωδέκατη Ολομέλεια και ξεκαθαρίσαμε από τα καθάρματα. Μύριζε ούζο, τα δόντια του αραιά και κίτρινα, αργούσε κι η Δέσποινα, μα τι είχε γίνει;

Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2009

Περνούσαν οι μέρες, ο Γιώργος τριγύριζε στην ερημιά της πλατείας, στους δρόμους που είχαν περπατήσει μαζί, να τον ποτίζει η μοναξιά και ένα αβέβαιο μέλλον. Προχθές είδε ξανά τη φωτογραφία της. Ξαπλωμένη στην άμμο, με μαγιώ, βρεγμένα κολλημένα μαλλιά. Μια θολή φωτογραφία ή ένα θολό πρόσωπο, φαίνεται η στρογγυλάδα του προσώπου της, έντονη, χαρακτηριστική, κι έχει ανασηκωμένο το αριστερό της πόδι. Τραβηγμένη από το Γιάννη, είχαν πάει μαζί για μπάνιο στη Ν.Μάκρη, μαζί η Ελένη και ο Γιώργος. Η παρέα τους δέθηκε στενά, όλοι μαζί σινεμά, βόλτα ακόμα και στο «Μαγεμένο Αυλό», θα πάω την Ελένη στο σπίτι, έλεγε ο Γιάννης, αυτοί συνεχίζανε, έφταναν σπίτι την καληνύχτιζε, στο κρεβάτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σ’αγαπάω, της είπε ένα απόγευμα, ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Υμηττό, ακουμπούσαν οι χλωμές αχτίνες του στην άκρη του μπαλκονιού, κουρασμένες από το ημερήσιο ταξίδι τους, παίζοντας με τα φύλλα του γιασεμιού, ο Γιάννης δεν μασούσε τα λόγια του, με τρελαίνουν τα μάτια σου, τα μαλλιά σου, το κορμί σου, αποφάσισε εδώ και τώρα, την προκάλεσε. Η Ελένη έγειρε στην αγκαλιά του, η αποδοχή ήταν ολοφάνερη.
Παλιά κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο, ξάπλωνε και περίμενε, τι, ούτε αυτή γνώριζε. Τον γνώρισε σε μια ταινία του Τσάπλιν, ο Γιάννης στεκόταν όρθιος, αργοπορημένος, έτοιμος πάντα να φύγει, η Ελένη ετοιμαζόταν για εξετάσεις, της κρατούσαν συντροφιά ο Γιώργος και η Δέσποινα τις ελεύθερες ώρες, της εμπιστοσύνης παιδί ο Γιωργάκης, παντού περιζήτητος συνομιλητής. Ο Γιάννης ζούσε εργένης, ο πατέρας του πολιτικός πρόσφυγας, το σπίτι του στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, είχε δική του δουλειά, στρωμένη, τάχε πατήσει τα τριανταπέντε, εκείνη μόνο είκοσι. Τα απογεύματα έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι, μέτριος στο ανάστημα, εύσωμος, καστανός. Με τον Γιώργο δεν μιλούσανε πολύ, τον γνώριζε λίγο καιρό. Τον κάλεσε ένα βράδυ, ήρθε η Ελένη με την Δέσποινα, με το ουίσκυ είχαν αιγινήτικα που του άρεσαν, δέθηκαν. Την Ελένη την συνάντησε την άλλη μέρα στα γραφεία, περίμενε να τον καλέσουν, τον χαιρέτησε πρώτη. Περίμενε άπρακτος, μέσα οι υπεύθυνοι καθισμένοι γύρω από ένα γραφείο, άλλαζαν ψιθυριστά τις γνώμες τους, τον κοίταζαν από απόσταση. Δεν τολμούσε να πλησιάσει, μύριζε σκουπίδι και κλεισούρα. Όταν αποφάσισαν να του μιλήσουν, έλα Γιάννη πέρασε, χαιρέτησε την Ελένη, θα τα πουν στην πλατεία, πάτησε χάμω το τσιγάρο και μπήκε.

Παρασκευή, Αυγούστου 14, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Της το είχαν πει, απέξω απέξω, στη «Ζέμπρα», ήταν ολοφάνερο, κανείς δεν περίμενε απ’αυτόν να την αγαπάει, τουναντίον μάλιστα, ήθελε να παίξει μαζί της, είχανε παραδείγματα με τις άλλες, κάθε μέρα με διαφορετική στη μηχανή, να ανεβοκατεβαίνουν τη λεωφόρο. Δεν τους πίστεψε, οι διακοπές στην Πάρο προχωρούσαν, τα βράδια δεν έβγαιναν έξω, κάπνιζαν τσιγάρο ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες, με τα μάτια καρφωμένα στον κόσμο με τα κοντομάνικα ανοιχτά πουκάμισα που περνούσε, μονάχα για περιοδικά και εφημερίδα κατέβαινε η Δέσποινα. Όταν ξάπλωναν, ήθελε να του πει τα όνειρά της, να κουβεντιάσει μαζί του, ήθελε να τον παντρευτεί, θα πήγαιναν αν ήθελε να ζήσουν στην Καλαμάτα, έχεις πάει στην Καλαμάτα; Μιλούσε σιγά, τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι. Τώρα ήταν μοναχικός, απόμακρος, γιατί; Μήπως έπαψε να την αγαπά, δεν μπορώ να τον αγαπήσω όπως οι άλλες, σκεπτόταν. Γυρνούσε προς το μέρος του, τον χάιδευε, της είπε να τον αφήσει, ήταν κουρασμένος, ήθελε να κοιμηθεί, γύρισε την πλάτη της στο πλάι και το δάκρυ κύλισε καυτό στο μαξιλάρι. Το άλλο πρωί, εκείνη ήταν στο μπάνιο, πρέπει να φύγουμε της είπε, με πήραν τηλέφωνο από τη δουλειά μου, δεν υπήρχαν περιθώρια για αντιδράσεις, χωρίσανε ψυχρά, ούτε τη φίλησε πεταχτά όπως το συνήθιζε, θα της τηλεφωνήσει αύριο, χάθηκε πέρα στο δρόμο.
Τα επόμενα βράδια με το φεγγάρι να λούζει τα μαλλιά τους, απόμεναν μονάχες αυτή και η Στέλλα καθισμένες στο πεζούλι. Πιο πέρα τα γιασεμιά τις έλουζαν με το άρωμά τους, ριγούσαν από τον αέρα που σηκώθηκε. Κουβέντα στην κουβέντα, περνούσε η ώρα, ο Δημήτρης δεν ερχόταν , ένοιωθε αδύναμος ψυχολογικά, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος, να επανεξετάσει ορισμένα πράγματα που αυτός θεωρούσε θεμελιώδη , για να προχωρήσει δίχως πισωγυρίσματα και αναβολές. Η Δέσποινα πεταγόταν ξαφνικά απάνω, έχω αργήσει φώναζε τρομαγμένη , κι έφευγε. Ακούγονταν τα τσόκαρα στο στενό, μέχρι που έφτανε σπίτι της.
Συνεχίζεται

Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Έφυγε για διακοπές το δεκαπενταύγουστο με τον Δημήτρη στην Πάρο. Είπε στη μητέρα της ότι θα πάει με τη Στέλλα, της είχε εμπιστοσύνη, τον πατέρα της ούτε καν τον χαιρέτησε, την άφησε. Τα μεσημέρια ζέστη πολλή, ένας ήλιος φωτεινός, άσπρος, πύρωνε τους δρόμους, πλακοστρωμένους, στεγνούς, τριγυρνούσαν στην παραλία. Η Δέσποινα μ’ένα μωβ μαγιό, εκείνος με άσπρο σορτς, γυμνός από πάνω, ηλιοκαμένος. Μετρούσαν τα βήματά τους σιωπηλά, βουτούσαν κάπου κάπου τα πόδια τους στη θάλασσα για δροσιά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε διακοπές με τον Δημήτρη. Πέρσι έφυγε μαζί του, κόντευε να βγει το φθινόπωρο, είχε δoθεί σιωπηλή άδεια στη Δέσποινα από τη μητέρα της, εν γνώσει της με ποιον θα πήγαινε, σ'ένα χωριό στην Πελοπόννησο, κοντά στην πατρίδα της την Καλαμάτα.Οι πλαγιές πράσινες, τα δέντρα τους χαιρετούσαν, γερμένα στους μισοχαλασμένους δρόμους, το θρόισμά τούς συντρόφευε νοσταλγικά, ένα τραγούδι μαγευτικό, ξένοιαστο. Στα ψηλώματα κατέβαζε ο ουρανός μαυρίλα, το δειλινό μουντό, γκρίζο, ο Δημήτρης μ’ένα βλέμμα σκληρό, απλανές, άκαμπτος πάνω στη βαριά μηχανή, πίσω η Δέσποινα γερμένη πάνω του. Χωριά απλωμένα, άσπρες πινελιές, φωτισμένα από χλωμά φώτα που τρεμόσβηναν, μακρινά. Μόλις φάνηκαν τα πρώτα σπίτια το σκοτάδι είχε πέσει πριν την ώρα του.Η Δέσποινα κρατήθηκε πάνω του και κατέβηκε. Μπήκαν στο πρώτο καφενείο που βρήκαν. Ήταν γεμάτο, με δυσκολία βρήκαν καρέκλες άδειες. Οι πελάτες σταμάτησαν τις ομιλίες, το χαρτί και το τάβλι, και τους κοιτούσαν ερευνητικά.Ο Δημήτρης έβγαλε το μπουφάν του, χαμογέλασε αόριστα, βολεύτηκαν σ’ένα τραπεζάκι τραβηγμένο στην άκρη. Ο Δημήτρης άρχισε να εξετάζει προσεχτικά γύρω του τους κιτρινισμένους τοίχους με τις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες, τα ρυτιδωμένα πρόσωπα των ομοτράπεζων, τα απορημένα βλέμματα που εξακολουθούσαν να αναζητούν, ενδόμυχα, μια εξήγηση για την απρόσκλητη παρουσία τους. Παράγγειλαν νες με γάλα, το σπίτι του κυρίου Γρηγορίου είναι εδώ κοντά, ρώτησε τον καφετζή, ο γυιός του ο Μάκης τους είχε δώσει τα κλειδιά, οι γέροι μου δεν πηγαίνουν τώρα τελευταία, τόχουμε σχεδόν εγκαταλείψει, καθείστε όσες μέρες θέλετε, τους είχε πει.
Το τελευταίο πίσω από την εκκλησία, δίπλα από το μαγαζί της κυρά Πίτσας, το φουρνάρικο, ρωτήστε παρακάτω, θα σας πούνε.Φτάσανε, τι ιδέα κι αυτή να έρθουμε εδώ, βούλιαζαν τα πόδια τους στο χώμα, δεν μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, άλλα τους έλεγε ο Μάκης, βρήκαν επιτέλους την πόρτα, σκοτεινιά, μπήκαν, όμορφα είναι λέει η Δέσποινα, ησυχία. Έγειρε πάνω του, ο καπνός από τα τσιγάρα κρατούσε ακόμη στα μαλλιά του, μαύρα, πυκνά, σ’αγαπάω κι είναι όλα ψεύτικα, ένα χαμόγελο έβρεξε τα χείλη της, τα δάχτυλά της στην πλάτη του, στο κορμί, τα πόδια της του τώρα πια ανάμεσα στα δικά της να τυλίγονται, αξεχώριστα, η βροχή έξω κάλυπτε τους αναστεναγμούς τους.

Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Είχε μπει για καλά το καλοκαίρι. Απόγευμα, ένας ήσυχος δρόμος, περνούσε με τη μηχανή ο Δημήτρης από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, μαρσάροντας, κουραζόταν, φώναζαν οι γείτονες, είχαν ανοίξει τα παράθυρα για δροσιά, καθόταν σ’ένα καφενείο λίγο παρακάτω, δυο τρεις καρέκλες είχε μόνο κάτω από την τέντα, πράσινη, ξεβαμμένη. Κοίταζε από μακριά το ανοιχτό παράθυρο, η κουρτίνα έκρυβε το δωμάτιο που τόσο γνώριζε, έβαζε κι εκείνη το ράδιο δυνατά, έψαχνε , έβρισκε τραγούδια παραπονιάρικα, ούτε κι ή ίδια γνώριζε, για αυτήν ή για τον Δημήτρη. Η κουρτίνα τραβιόταν, πρόβαλε η Δέσποινα, χλωμή με την κίτρινη ρόμπα, κοίταζε τον δρόμο δεξιά-αριστερά, τον έβλεπε, έσπρωχνε την κουρτίνα με θόρυβο, σκίαζε το δωμάτιο. Τον Δημήτρη τον έπιανε πανικός, του φαίνονταν όλα ανόητα, έκανε και ζέστη, καβαλούσε τη μηχανή, κι ανηφόριζε για το σπίτι. Η Δέσποινα χαμήλωνε το ραδιόφωνο, λαχταρισμένη, τον άκουγε που έφευγε. Περίμενε ώσπου ο θόρυβος της μηχανής χανόταν, κατέβαινε, φώναζε το Χρήστο, ξάδελφός της ήτανε, τα λέγανε και ξεχνιότανε.

Τρίτη, Αυγούστου 04, 2009

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

Μα, κύριε "Άδωνί" μου, αφήστε τον κόσμο να γράφει. Μην τον μαλώνετε, πια!

Δευτέρα, Αυγούστου 03, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Στη meril που γράφει ότι περιμένει τη συνέχεια

Όταν μαθεύτηκε ότι έκαναν παρέα με το Γιώργο, ο Δημήτρης έψαξε να την βρει. Την συνάντησε βράδυ, καλοκαίρι ήτανε, στην πλατεία. Μια νύχτα αστραφτερή, μύριζε κρέας και μπύρα. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο, φωτισμένοι, τα μπαλκόνια ξέχειλα από λουλούδια, άσπρες βιολέτες και γεράνια. Ανοιχτά τα παράθυρα, έβλεπες τα σαλόνια άδεια, σκοτεινά. Την τράβηξε πάνω του, την κοίταξε στα μάτια, λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Τράβηξε τα χέρια του από το πρόσωπό της φοβισμένα. Η Δέσποινα ένοιωθε τρομαγμένη, έτρεξε μέσα στους δρόμους, έφτασε στο σπίτι του.
Από τότε που άνοιξε το μαγαζί κι αποφάσισε να νοικοκυρευτεί δεν βγαίνει συχνά, η δουλειά καταλαβαίνεις , τον κούραζε, έλεγε να σταματήσει. Τον άκουγε ήρεμα, αδιάφορα, σαν τότε, Πέτρου και Παύλου, στο ξενοδοχείο πίσω από το λιμάνι, μ’ένα φεγγάρι ταξιδιάρικο να φιλάει τα καστανά μαλλιά της, στεφανωμένα στο υγρό μαξιλάρι, με την ανάσα των περαστικών στα δέρμα της. Ο πατέρας του, ναι συνέχιζε να πίνει, σαν παντρεύτηκα τη Γεωργία, τον θυμόταν να της λέει, μ’ εκείνη τη φωνή που ψεύδιζε από το κρασί, και τα αμυγδαλωτά μπλε μάτια του να παιγνιδίζουνε, διατηρώντας ακόμη τη λάμψη τους, άρχισαν ν’έρχονται τόνα πίσω από τ’άλλο τα παιδιά, το νησί δεν τους χώραγε. Έχεις πάει, τη ρωτούσε, όμορφο νησί, μια θάλασσα κλειστή, αντικριστά το χωριό, κατηφορίζει την πλαγιά, λευκό, γλάρος μ’ απλωμένα φτερά, το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία ψηλά στο βουνό, προστάτης, καντήλι φυσικό να φωτίζει τις απλές και καθημερινές φροντίδες .
Μια βαθιά ρυτίδα του αυλάκωνε το μέτωπο, οριζόντια, σαν να το έκοβε στη μέση, σημάδι πελαγίσιο, δάκρυζε. Γρήγορα άδειασε, συνέχισε τη διήγησή του, οι άνθρωποι φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, κατατρεγμένοι, έψαχναν αλλοτινό καταφύγιο, έφυγαν πέρα μακριά στην Αθήνα οι περισσότεροι. Μικρό το μεροκάματο στα καίκια, μεγάλες οι ανάγκες, προοπτική δεν υπήρχε. Μας απόδιωξε κι εμάς ο τόπος και ήρθαμε εδώ πέρα. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Εγώ στο εργοστάσιο, η γυναίκα μου στο πλεκτήριο, ο Δημητράκης στο σχολειό. Δύσκολα στην αρχή, στο μυαλό μου συνέχεια στο νησί. Ξέρεις, το μαριδόδυχτο και το σουπιόδιχτο δουλεύονται Σαρακοστή.Τ’ απλάδια, συνέχιζε παρασυρμένος την διήγησή του, δίχως να νοιάζεται ποιος ήταν ο αποδέκτης των λόγων του, με το φεγγάρι. Ο ψαράς πρέπει να ξέρει που είναι η πέτρα, και που η τραγάνα για αστακό, μπαρμπούνια. Τα δίχτυα τ’αγοράζαμε έτοιμα. Περνούσαμε στο πάνω μέρος, στο καλαμέτο ο φελλός, στο κάτω το μολύβι.Τα μπαρμπουνόδιχτα έχουν τρεις στρώσεις. Από τις δυο εξωτερικές βάζουμε μανό και στο κέντρο το δίχτυ. Αγοράζουμε πανιά και τα κρεμάμε στον τοίχο. Βάζουμε στο μέσα μέρος το δίχτυ κι από μέσα το μανό. Αφού στήσουμε το δίχτυ κόβουμε το σκοινάκι, το καλαμέτο, περνάμε το φελλό. Αρχίζουμε να τ’αρματώνουμε, κάνουμε καμάρια στις άκρες με το μοδέλο. Αφού τελειώσει ο φελλός, το μπατάρουμε και γίνεται η ίδια δουλειά με το μολύβι.Τώρα που πέρασα στη σύνταξη, σκέφτομαι να γυρίσω πίσω, στο φαρδύ του πρόσωπο κόμπιαζε ο ιδρώτας, έχω λίγα λεφτά στην τράπεζα, τ’άλλα τα φυλάω για τη Μαρία μου, το στερνοπούλι μου, εκτός το Γιάννη και την Αλεξούλα που πέθαναν μικρά. Παράτησε το σχολείο, δεν τα πάει καλά με τα γράμματα, βοηθάει προς το παρόν στο σπίτι, έγινε ο καημός του Πέτρου, ένα παιδί μελαχρινό, το σπίτι τους απέναντι, φτωχός βέβαια , χρυσοχόος, στο μεροκάματο, ναι η μάνα της τα συνηθισμένα, για το καλό του παιδιού της μιλούσε, έτσι της έλεγε, να βρει ένα καλό παλληκάρι, μορφωμένο, ντρεπόταν που του μιλούσε έτσι, εμμέσως κακολογούσε το γυιό του, ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Έπρεπε να πηγαίνει, τον χαιρετούσε με μάτια κόκκινα. Ο πατέρας της την περίμενε στην εξώπορτα, καπνίζοντας.
Συνεχίζεται

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2009

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ

Καλά, μου λένε ότι έχω μεγάλη κοιλιά. Γιατί, λοιπόν, το μέγεθος του παντελονιού μου, όπου κι αν ψάξω, μου λένε ότι έχει εξαντληθεί;