Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2019

ΒΡΑΔΥ 6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018


Το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου 2018 η Α. μου τηλεφωνεί ότι έρχεται. Με κυνηγάει η θλίψη μού λέει. Θα σε περιμένω, της απαντώ και κλείνω το τηλέφωνο.  
Συνεπής στην υπόσχεσή της ή Α. φτάνει στις 20:15. Βιάζεται να προφυλαχτεί πίσω από την πλάτη μου. Εκεί νομίζει ότι θα βρει ασφάλεια. Την ακούω να κυλάει στον γκρεμό. 
Δυστυχώς δεν είχα προλάβει να την ειδοποιήσω.

Απαραίτητη διόρθωση: Επειδή δεν θυμάμαι καλά την επίμαχη λέξη που μου είπε η Α. στο τηλέφωνο, αν την κυνηγάει η απελπισία ή η θλίψη, για να είμαι ακριβής, θα γράφω Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή τη λέξη "απελπισία" και Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο τη λέξη "θλίψη".
Την Κυριακή μέρα αργίας και ξεκούρασης η θέση της  λέξης θα  παραμένει κενή.


Παρασκευή, Οκτωβρίου 25, 2019

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


-Εσύ τι κάνεις εδώ;
-Τίποτα·κοιτάζω.
-Τι κοιτάζεις;
-Τον δρόμο, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους, τα βουνά, τα δένδρα, τα σπίτια, τη θάλασσα, τα λουλούδια, τα σύννεφα, τον ουρανό, τον αέρα, τα χρώματα, τα πουλιά, την άσφαλτο, τις πέτρες, το χώμα, τα σκουπίδια, το κενό.
-Και μετά;
-Γυρίζω σπίτι. Πίνω καφέ, τηλεφωνώ, δέχομαι φίλους, φίλες, ακούω μουσική, βλέπω κάπου-κάπου καμιά ταινία, πίνω τσίπουρο ή κόκκινο κρασί, τρώω, διαβάζω λίγο, γράφω λιγότερο, κοιμάμαι. Όχι βέβαια με την σειρά που τα είπα.
-Κτίζεις μ’αυτά;
-Κτίζω.
-Τι;
-Τη ζωή μου.
-Σου αρκούν;
-Ναι.
-Θα τη βγάλεις καθαρή έτσι;
-Δεν ξέρω·μπορεί.
-Υπάρχει κάτι άλλο που επιθυμείς;
-Υπάρχει.
-Τι;
-Να εκτελώ κόρνερ.
-Μπορείς;
-Δεν ξέρω·επιθυμία είναι μόνο.
-Γιατί δεν προσπαθείς;
-Φοβάμαι.
-Τι φοβάσαι;
-Τις γωνίες.
-Αν φύγω θα νιώθεις καλύτερα;
-Δεν ξέρω·ίσως.
-Σε ενοχλούν οι ερωτήσεις μου;
-Ούτε με ενοχλούν ούτε μου είναι ευχάριστες.
-Τότε γιατί απαντάς;
-Γιατί με ρωτάς.
-Πάντα έτσι κάνεις;
-Ναι.
- Με οποιονδήποτε;
-Ναι.
-Να σε ρωτήσω γιατί;
-Όχι.
-Φεύγω.
-Φεύγεις;
-Ναι, μήπως θέλεις να μείνω;
-Όχι.
-Θα νοιώσεις μοναξιά;
-Όχι.
-Θλίψη;
-Όχι.
-Χαρά;
-Όχι.
-Ανακούφιση;
-Μπορεί.
-Φεύγω.
-Κλείδωσε.





"Conversion" 1912
Egon Schiele




Παρασκευή, Οκτωβρίου 18, 2019

ΔΙΑΚΟΣΙΕΣ ΠΕΝΗΝΤΑ!



«Όλο ξεχνάω να φέρω πλαστικές σακούλες. Ξέρετε πόσες έχω; 249!».
Ο υπάλληλος δεν φάνηκε να εκπλήσσεται από τον αριθμό. Συνέχισε να περνάει το barcode των προϊόντων από την ταμειακή μηχανή.
«Μην νομίζετε, έχω κι εγώ αρκετές στο σπίτι, όχι βέβαια τόσες, αλλά αρκετές. Δεν τις μετράω βέβαια όπως εσείς» μου απάντησε, κι ένα απορημένο συννεφάκι που σχηματίστηκε  στο πρόσωπό του δεν στάθηκε ικανό να κρύψει το αίσθημα μειονεξίας, για τον αριθμό από πλαστικές σακούλες που διέθετα, κατά δήλωσή μου.
«Δεν πειράζει, κάποτε θα μου τελειώσουν» ισχυρίστηκα μονολογώντας, περισσότερο για να παρηγορήσω τον εαυτό μου, παρά τον υπάλληλο. «Τις χρησιμοποιώ σαν σακούλες σκουπιδιών, ταιριάζουν απόλυτα» συνέχισα τη συνομιλία, ανεβάζοντας ελαφρά τον τόνο της φωνής μου, νοιώθοντας ενδόμυχα την αποτυχία του στόχου που είχα θέσει να τις μηδενίσω, γνωρίζοντας, ο επαρκής αυτογνώστης, την αδυναμία της μνήμης μου.
«Δώσε μου μία, σε παρακαλώ, να βάλω τα πράγματα» του ζήτησα με σεμνότητα, λες και φοβόμουν μη με ακούσει κάποιος παράνομος ωτακουστής.
Ο υπάλληλος φαίνεται ότι διασκέδαζε με τον απολογητικό τόνο της ομιλίας μου, και δίνοντάς μου την σακούλα, είπε θριαμβευτικά: «Και μία ακόμη, διακόσιες πενήντα!», κτυπώντας με το χέρι του την παλάμη μου, ένα είδος σύγχρονου χαιρετισμού, που συνόψιζε τον ενθουσιασμό του, για μια επιτυχία στην οποία είχε συμβάλλει κι ο ίδιος.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2019

"ανάσκελα" Rita Bullwinkel


Λίγα λόγια από τον ετερώνυμο στο περιοδικό Fractal:

Κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω τις εκδόσεις «Χαραμάδα» για το θάρρος τους να εκδώσουν τα έξοχα διηγήματα της πρωτοεμφανιζόμενης πεζογράφου Rita Bullwinkel, με τον τίτλο «ανάσκελα». Γράφω έξοχα, όχι τόσο για την αφηγηματική τους αρτιότητα, ούτε για την γλωσσική τους κομψότητα, αλλά για την θεματική τόλμη των ιστοριών που μας αφηγείται η Βullwinkel. Η συγγραφέας ανοίγει νέους αφηγηματικούς δρόμους, δημιουργώντας μέσω της γραφής έναν κόσμο ανοίκειο, προκλητικό, ενδιαφέροντα και ελκυστικό, που η απορρόφηση των κραδασμών του είναι μια συνεχής, πυρετώδης διαπραγμάτευση με τη αναγνωστική εμπειρία. Τα διηγήματά της είναι μια ενοχλητική και ρηξικέλευθος πρόταση στην καταθλιπτική ομοιομορφία και ομοφωνία των βιβλίων που κυριαρχούν στην λογοτεχνική εκδοτική παραγωγή. Αντιλαμβάνομαι ότι η Bullwinkel θέλει να δώσει μια απάντηση στην πλήξη, την ανία, την ισοπέδωση της λογοτεχνικής παραγωγής, να μας πει ότι, ευτυχώς, δεν έχουν ειπωθεί όλα, όπως ισχυρίζονται πολλοί, στην διαδρομή της λογοτεχνικής παράδοσης, εδώ είμαι εγώ για να αμφισβητήσω το δόγμα σας. Βγάζει τη γλώσσα της στο παρελθόν, κοιτάζει αισιόδοξα το μέλλον, και αρχίζει να γράφει πετώντας κατάμουτρα στην φιλάρεσκη λογοτεχνική κοινότητα ιστορίες που αμφισβητούν τις αναγνωστικές βεβαιότητες, γνωρίζοντας ότι θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια, την έκπληξη, και την δυσπιστία των αφυδατωμένων ναυαγών της λογοτεχνικής συντεχνίας. Δείτε είναι σαν να τους λέει, εσείς μπορεί να γράφετε για την αγάπη, τον έρωτα, τη μνήμη, την μοναξιά, την απελπισία, για τις αξίες του πολιτισμού, κι εγώ θα γράφω για παιδιά που βάζουν την γλώσσα τους στην πρίζα, γλείφουν τα καλώδια που μοιάζουν με μακαρόνια, η γλώσσα τους γίνεται αστραφτερή, καυστική, μαύρη. Για ανθρώπους που κοιμούνται στα κρεβάτια χηρών πενθούντων, την πρώτη βραδιά μετά την τελετή ταφής, προσφέροντας ζεστή σοκολάτα, κέικ καφέ, ένα ταψί κολοκυθάκια, κοτόπουλο με δενδρολίβανο, μπισκότα φασκόμηλου, και μπάρες λεμονιού για επιδόρπιο. Γράφω για φαντάσματα που συζητούν μεταξύ τους, παλεύουν με τους ζωντανούς, μέχρι να καταλήξουν διπλωμένοι στα τέσσερα σ’ένα κουβά. Γράφω για ένα παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε νεκρούς, αλλά και διηγήματα, όπως το «Τι θα ήμουν αν δεν ήμουν αυτό που είμαι», για την αυτογνωσία, την επικοινωνία, το μέλλον, την απώλεια, τη μοναξιά, τις διαταραχές του μυαλού, τα υπαρξιακά ερωτήματα, για οικογενειακές σχέσεις που φυλλορροούν, για τη δυσκολία να κατανοήσουμε το μυαλό των ανθρώπων που βρίσκονται πολύ κοντά μας, αλλά και για την κατανόηση του εαυτού μας. Φτιάχνω ιστορίες, και δεν φοβάμαι να τις διηγηθώ, για εκκλησίες που έχουν κοιλιά, πεινούν, γουργουρίζουν, και τις ταΐζουν με μπάρες δημητριακών και κρακεράκια. Γράφω για έφηβες που θέτουν ερωτήματα για το τι σημαίνει να έχεις την επιθυμία να φας τον εαυτό σου, συζητούν για την ικανότητα να αυτοκαταστραφείς, διαβάζουν βιβλία με θέμα τον κανιβαλισμό, συνομιλούν για την επιθυμία να κατέχεις κάποιον άλλον τόσο ολοκληρωτικά που να θέλεις να τον καταστρέψεις. Μου αρέσει να γράφω προκλητικά, ενοχλητικά διηγήματα για στηθοκράτες, για κοπέλες που αλληλογραφούν με καταδικασμένους για παιδεραστία, για τον Καρλ, το φίδι, που παίρνει σχήμα αχλαδιού, τον Καρλ που προσποιείται πως είναι αχλάδι και δαγκώνει τα παιδιά που προσπαθούν να το φάνε, συμπεριφορά που αποδίδεται στην ξενική καταγωγή του ή σε κάποιο παιδικό τραύμα, διηγήματα στα οποία συνομιλούν μεταξύ τους αράχνες, σκίουροι, αρουραίοι, ζωύφια και γάτες, που πιστεύουν ότι ο Καρλ είναι τρελός και μπερδεμένος, «τον έχει βαρέσει η ζέστη».
Η Bullwinkel μπορεί να γράψει μια υπέροχη ιστορία αγάπης για δυο άσχημους έφηβους που λαμβάνει χώρα σε ντονατσάδικο, που η αντίληψή τους για τον κόσμο έχει ταρακουνηθεί, ψάχνουν κάτι αλλά δεν είναι σίγουροι τι, έχουν μεγάλες φαντασιώσεις, θέλουν να βρουν άλλον έναν άνθρωπο που θέλει να βιώσει τον κόσμο μαζί τους, αισθάνονται πως δεν θα είναι ποτέ κάτι παραπάνω από το σύνολο των πραγμάτων που κατέχει και τις λέξεις που αρθρώνουν, τους αρέσει όταν τους βλέπουν σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι, κάθε αντίληψη του κόσμου που διαμορφώνουν είναι δυνατή μόνο και μόνο επειδή κάθονται μαζί, σκέφτονται μαζί, ότι μόνο μαζί θα μπορέσουν να καταλάβουν τον κόσμο, και, ίσως, τον δαμάσουν, ώστε να τους παραχωρήσει ένα μικρό μέρος στο οποίο θα μπορούν να μείνουν για πάντα μαζί. Έφηβοι που τακτοποιούνται μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό, κι ο ένας μέσα στον άλλο, και μέσα στους ανθρώπους που τους περιτριγυρίζουν, διαβάζουν φωναχτά, ουρλιάζοντας, ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο, που της κοπέλας της φάνηκε ομορφότερο από οτιδήποτε άλλο της είχαν παρουσιάσει σαν ομορφιά στο παρελθόν, Σ’αυτή την υπέροχη και εκλεκτική ιστορία οι έφηβοι δεν δίνουν δεκάρα, γιατί η ανάγνωση εκεί μέσα, στο ντονατσάδικο, είναι ένα αίσθημα απόλυτης ευτυχίας, όταν διαβάζουν όλοι μαζί, διαβάζουν την ίδια σελίδα, ουρλιάζουν τις λέξεις σαν χορωδία και μετά, στο τέλος, ανεβαίνει ο πελάτης της πουτάνας σε μια καρέκλα και κάνει υπόκλιση, ενός ανθρώπου που έχει εισέλθει σε αυτόν τον χώρο στη ζωή του, όπου δεν υπήρχε ομορφιά και, ξαφνικά, η ομορφιά φάνηκε από θαύμα.
Διαβάζουμε ιστορίες για δυο εξορισμένα αδέλφια, τον Γκλεμπ, που είναι χειρουργός, και τον Όλεγκ, που είναι γλύπτης, στο αναρρωτήριο των φυλακών, οι οποίοι κάνουν επανασυγκολλήσεις δαχτύλων κρατουμένων, ακόμη και μεταμόσχευση ματιών από κούκλα σε κρατούμενο, που προηγουμένως του έχουν βγάλει τα μάτια, για να αποδειχθεί ότι η επέμβαση πέτυχε, κι ο κρατούμενος βλέπει με εικόνες που είναι πιο ευσεβείς, ώσπου στο τέλος σ’ένα πανδαιμόνιο χορού, αποθέωσης, και τραγουδιού τα δύο αδέλφια ανακηρύσσονται προφήτες από τους κρατούμενους.
Η Bullwinkel δεν διστάζει να μεταφέρει, αφηγηματικά, στην πλάτη της, έναν ασθενή με τεχνητό λάρυγγα και φιάλη οξυγόνου, σε μια λίμνη, όπου τα ψάρια κολυμπούν, ως και στο στόμα σου, αν το έχεις ανοιχτό. Ένα διήγημα που ο ασθενής κάνει φουσκάλες με το νερό από την τρύπα του λαιμού του, και απολαμβάνει το κολύμπι, απελευθερωμένος από σωληνάκια και φιάλες οξυγόνου. Γράφει για να πει ότι αφηγηματικά μπορεί να υπάρξουν κορίτσια που μπορούν να φτιάξουν μέσα σε μια νύχτα εκατό καρέκλες, για να πραγματοποιήσουν την επιθυμία του ξαδέλφου τους. Τέλος, δεν δυσκολεύεται να επαναφέρει τα πνεύματα των πεθαμένων συγγενών σε μια συγκέντρωση, μ’ένα υπονομευτικό και σαρκαστικό τρόπο, που αναδεικνύει την ευφυΐα και την ικανότητά της να παίζει με τις προκαταλήψεις και την αφέλεια του κόσμου.
Η γραφή της Bullwinkel είναι στοχαστική, ειρωνική, παιγνιώδης, σατιρική, υπονομευτική, προκλητική, ρομαντική, μην ξεχνάμε την υπέροχη ερωτική ιστορία «Τηγανητό ζυμάρι», δείγμα σύγχρονης, φρέσκιας, τολμηρής και ανατρεπτικής γραφής, κυρίως όμως ο αφηγηματικός της προσδιορισμός συνοψίζεται σε μια λέξη. Μια λέξη που δύσκολα μπορείς να προφέρεις για αρκετούς σύγχρονους συγγραφείς. Η Rita Bullwinkel, όταν γράφει είναι εύστροφη. Και αυτό μας ενδιαφέρει, πρωτίστως, ως αναγνώστες.

https://www.fractalart.gr/anaskela/

Δευτέρα, Οκτωβρίου 07, 2019

ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΝΣΕΚΑ "Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΥ ΝΑ ΚΛΑΨΕΙ"





Σκέφτηκα να γράψω λίγα λόγια γι’αυτό το βιβλίο, αλλά προσπαθώντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσω γραπτά τις σκέψεις μου είδα ότι αυτό είναι αδύνατον.”Ο συνταγματάρχης δεν έχει που να κλάψει”  είναι ένα τόσο πληθωρικό βιβλίο, τόσο επιβλητικό έργο, ένα έργο ώριμο και επιδραστικό, αλλά ταυτόχρονα ας το ονομάσω κρυπτικό, αν φοβίζει η  λέξη ας πω πολυσχιδές, στην κατανόηση και αποκρυπτογράφηση της μυθοπλασίας του, που οποιαδήποτε προσπάθεια καταγραφής της επιρροής και διασποράς της εξεγερτικής χαράς που προσφέρει η ανάγνωσή του είναι μια ατελέσφορη παρηγορία.  Το βιβλίο του Κάρλος Φονσέκα άφοβα και με θράσος μπορείς να το ονοματίσεις ως μια διδακτική πράξη ανάγνωσης, όπου η πυκνογραμμένη γραφή, το αισθητικό διανοητικό πεδίο της αφήγησης είναι υποστηρικτικό της ανησυχαστικής σκέψης, ότι η αναγνωστική κουλτούρα δεν θεωρείται επ’ουδενί λόγω αρκετή  να το προσεγγίσει, να αφομοιώσει και αποδεχθεί το διδαχτόν του λογοτεχνικού κειμένου. Η εμβρίθειά του είναι αποτρεπτική κάθε προσπάθειας διερμηνευτικής κριτικής των αφηγηματικών προσδιορισμών που συνθέτουν τον μυθοπλαστικό κόσμο του βιβλίου. Η γλωσσική πρόνοια και η αναγνωστική αντιληπτικότητα αδυνατεί να φανεί επαρκής για την ερμηνεία και παρουσίαση του βιβλίου. Αντίθετα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα, διότι δεν διαθέτει  την ικανότητα να ανελκύσει τον μυστήριο φωτισμό που σκορπίζουν οι γενέθλιες ιδέες και αφηγηματικοί δρόμοι των διηγηματικών προθέσεων και χειρισμών, στερείται την δραστική μέθοδο που θα σταθεί αντιμέτωπη με την γλωσσική και μυθοπλαστική εμβέλεια ενός τέτοιου βιβλίου,  που αντιδρά και εμπαίζει την αναγνωστική νομιμοφροσύνη κάθε εθιμοτάκτου αναγνώστη.
Αν κάποτε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί η καταδικασμένη προσπάθεια καταγραφής και αποδελτίωσης της αφηγηματικής αυτάρκειας και εκφραστικής αρτιότητας του βιβλίου είναι σίγουρο ότι δεν θα καταφέρει να μεταφέρει την ηδύτητα του κειμένου, αυτή την άπιαστη γεύση μιας λογοτεχνικής ευρεσιτεχνίας, που γράφτηκε για να είναι ένα αφηγηματικό σούρουπο που ερωτοτροπεί με την μελαγχολία των ιδεών και προκαλεί παιγνιωδώς την μεγαλοπρέπεια των εκλεκτικών  αφηγηματικών απολαύσεων.