Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2015

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΕ LIKE-ΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ LIKE-ΣΜΕΝΕΣ


ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ


Γράφοντας, σχολιάζοντας, κοινοποιώντας τις σκέψεις σου στο facebook είναι σαν να οδηγείς με βατραχοπέδιλα, να τρως σούπα με πιρούνι, ν’ απλώνεις τα ρούχα σου στο κουρτινόξυλο της κρεβατοκάμαρας, να μιλάς με τον α3 στο τηλέφωνο, να κόβεις το κρέας με το μαξιλάρι, να περπατάς με τα χέρια, να χιονίζει λεμόνια, το χιονολέμονο να βάφει το τοπίο λεμονί, να οδηγείς καρότο, να πλένεις τα δόντια σου με κραδασμούς, να ταξιδεύεις με πατίνι στα γαλάζια νερά του Αιγαίου, να κολυμπάς σε κρέμα γάλακτος, να λατρεύεις τα βήματά σου, να φωτογραφίζεις το ρέψιμό σου εν είδει selfie, να ερωτεύεσαι την πάπια σου τη στιγμή που σε κοιτάει με ονειροπόλο βλέμμα, να γεννάς κραγιόν, να είσαι βοηθός σερβιτόρου, αμισθί, σε πικ νικ  φίλων σου, να τρως τα παντελόνια σου, να βάφεις ροζ την περισπωμένη, να περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου διπλώνοντας καρώ κεραμίδια, να πληρώνεις με πετσέτες μπάνιου, να καπνίζεις φιστίκια άφιλτρα, το γαμήλιο δώρο σου να είναι πατάτες φούρνου, να δουλεύεις ως δρυοκολάπτης στο δενδροκομικό κέντρο Χαλανδρίου, να δοξάζεις τον αδόξαστο, να κοιμάσαι στο κρεβάτι του ανυπόμονου κηπουρού, να παίζεις με κουδουνίστρες απ’τη χαμένη Ατλαντίδα, να μετατρέπεις την πραγματικότητα σε δεκαδικούς αριθμούς, να γαβγίζεις όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν σε σεληνιακά τοπία, να διεκδικείς τον οβολόν του πενιχρού διδασκάλου εν ασυνταξία, να διαπιστώνεις, μόνο εσύ, δερματοπάθεια στον αχινό που σου προσφέρουν, να διαδρομείς με τρενάκι νυχτός, να δροσίζεσαι, εν μέσω καύσωνος, με κάρτα απεριορίστων διαδρομών, γείτονάς σου να είναι ο Μικρός Σερίφης, η βροχή που απολαμβάνεις να είναι γκολ του Μέσι, τα μελαγχολικά απογεύματα του φθινοπώρου να είναι o μεθυσμένος Κουρουπός,  μετανιωμένος, να ξεκουράζεις τα πόδια σου σε βερνίκι νυχιών, τα ρούχα σου να είναι κεραυνοί εν αιθρία, να ζηλεύεις τα ψάρια στο τηγάνι, να γράφεις με το κορδόνι του δεξιού παπουτσιού σου, να διαβάζεις ποίηση και τις σελίδες του βιβλίου να τις γυρίζει, εκστατικός, ο Νότης Σφακιανάκης. 

Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2015

Κυριακή, Αυγούστου 23, 2015

ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΟΥΝΙΟΘ ΜΟΛΙΝΑ "ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ"


Είσαι ο καθένας και δεν είσαι κανείς, αυτός που εσύ επινοείς ή θυμάσαι και αυτός που άλλοι επινοούν ή θυμούνται, εκείνοι που σε γνώρισαν πριν καιρό, σε άλλη πόλη και σε άλλη ζωή, και κράτησαν από σένα μια παγωμένη εικόνα αυτού που ήσουν τότε, μια απ’ αυτές τις ξεχασμένες φωτογραφίες που παραξενεύουν κάποιον, ακόμα και τον απωθούν όταν τις ξαναβλέπω έπειτα από χρόνια. Είσαι αυτός που φανταζόταν χιμαιρικά μέλλοντα που τώρα σου φαίνονται παιδαριώδη, κι αυτός που αγάπησε πολύ γυναίκες που τώρα ούτε καν θυμάσαι, κι αυτός που ντρέπεται για το ότι υπήρξε, αυτός που έφυγε μερικές φορές, χωρίς να το μάθει κανείς. Είσαι αυτό που άλλοι, τώρα, κάπου, διηγούνται για σένα, κι αυτό που κάποιος που δε σε γνώρισε διηγείται πως του έχουν διηγηθεί, κι αυτό που κάποιος που σε μισεί φαντάζεται πως είσαι.
Αλλάζεις δωμάτιο, πόλη, ζωή, υπάρχουν όμως σκιές και σωσίες σου που εξακολουθούν να κατοικούν στα μέρη απ’ όπου έφυγες, που δεν έπαψαν να υπάρχουν επειδή εσύ δεν είσαι πια μαζί τους. Μικρός έτρεχες στο δρόμο και φανταζόσουν πως ίππευες, και ήσουν ταυτόχρονα υ καβαλάρης που σπιρουνίζει το άλογο με κραυγές καουμπόι από ταινία γουέστερν και το άλογο που καλπάζει, και επίσης το
το παιδί που έβλεπε αυτόν τον καλπασμό σε μια ταινία και που τη διηγείται με θέρμη την επομένη στους φίλους του που δεν πήγαν να τη δουν στο θερινό κινηματογράφο, κι αυτός που ακούει κάποιον άλλον να διηγείται ταινίες και ιστορίες με την ίδια προσοχή και με τα μάτια να λάμπουν, αυτός που ζητά ακόμη ένα παραμύθι για να μη φύγει η μητέρα του και σβήσει το αυτός που τελειώνει τη διήγηση ενός παραμυθιού στο παιδί του και βλέπει στο βλέμμα του, αναγνωρίζοντας τον εαυτό του, όλο σ’ αυτό, όλο το νευρικό ενθουσιασμό της φαντασίας, την επιθυμία να συνεχίσει να ακούει, να μη σωπάσει η στοργική φωνή που διηγείται, ούτε να γίνει σκοτάδι στο δωμάτιο που κατακλύστηκε γρήγορα από τις σκιές του φόβου.

Αλλάζεις ζωή, δωμάτιο, πρόσωπο, πόλη, αγάπη, ακόμα όμως αν απαλλαγείς ή χάσεις τα πάντα, παραμένει κάτι, που είναι μέσα σου από τότε που έχεις μνήμη και πολύ πριν φτάσεις στη χρήση της λογικής, ο πυρήνας ή το μεδούλι αυτού που είναι, αυτού που ποτέ δε σβήνει, όχι μια πεποίθηση ούτε μια επιθυμία,αλλά ένα συναίσθημα, μερικές φορές άτονο, σαν κρυμμένη καύτρα κάτω από τις στάχτες της φωτιάς της προηγούμενης νύχτας, αλλά σχεδόν πάντα πολύ οξύ, που πάλλεται στις πράξεις σου και που δίνει στα πράγματα μια απόχρωση διαρκούς απόστασης: είσαι το συναίσθημα του ξεριζώματος και της έκπληξης που δεν είσαι εξολοκλήρου πουθενά, που δε μοιράζεσαι τις βεβαιότητες του να ανήκεις κάπου, βεβαιότητες που σε άλλους φαίνονται τόσο φυσικές ή εύκολες, τη σιγουριά με την οποία πολλοί απ’ αυτούς βολεύονται ή πράγματι κατέχουν, ή αφήνονται να βολεύονται ή να κατέχουν, ή θεωρούν δεδομένη τη σταθερότητα του εδάφους όπου πατούν, τη στερεότητα των ιδεών τους, τη μελλοντική διάρκεια των ζωών τους. Είσαι πάντα ένας επισκέπτης που δεν είναι σίγουρος αν είναι καλεσμένος, ένας μισθωτής που τρέμει μην τον διώξουν, ένας ξένος που του λείπει ένα χαρτί για να ρυθμίσει μια υπόθεση, ένα παχουλό και ντροπαλό παιδί ανάμεσα στα δυνατά και άξεστα της αυλής του σχολείου, ο βραδύνους ανάμεσα στους στρατιώτες της μονάδας, ο θηλυπρεπής κι ο αποτραβηγμένος ανάμεσα στα επιθετικά αρσενικά, ο ταπεινός μαθητής που πεθαίνει μέσα του από μοναξιά και ντροπή και που θα ήθελε να είνα ένα από τα βρομόπαιδα της τάξης που σε κοροϊδεύουν, ο πατέρας της οικογένειας ο γεμάτος συζυγική πλήξη που λοξοκοιτάζει τις γυναίκες καθώς περπατά πιασμένος στο μπράτσο της δικής του τα κυριακάτικα απογεύματα, σ’ ένα δρόμο της επαρχιακής σου πόλης, ο επί συμβάσει υπάλληλος που δεν κατορθώνει να μονιμοποιηθεί, ο μαύρος ή ο Μαροκινός που πηδά σε μια ακτή στην Κάδιξ από μια παράνομη βάρκα και μπαίνει νύχτα σε μια άγνωστη χώρα, βρεγμένος, πεθαμένος από το κρύο, διαφεύγοντας από τους φακούς των πολιτοφυλάκων, ο δημοκρατικός Ισπανός που διασχίζει τα σύνορα της Γαλλίας τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο του 1939 και σου φέρονται σαν σε σκυλί ή σαν σε κάποιον που έχει λοιμώδη ασθένεια και πρέπει να σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στη σκοτεινή όχθη της θάλασσας, κλεισμένος σε μια μοχθηρή γεωμετρία παραπηγμάτων και συρμάτων, στη γεωμετρία και στη φυσική γεωγραφία της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια, από τις επονείδιστες παραλίες του Αρζελέ-συρ-Μερ, όπου στοιβάζονται σαν ζώα οι δημοκρατικοί Ισπανοί, ως τα έσχατα της Σιβηρίας, απ’ όπου επέστρεψε ζωντανή η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν για να σταλεί όχι στην ελευθερία αλλά στο γερμανικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρυκ.


σ. 389-390

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Ένα έργο τέχνης δεν κατακερματίζεται. Δεν γίνεται μικρά κομμάτια. Προσλαμβάνεται ολόκληρο, αυτόνομο. Δεν λέω καινούργια πράγματα. Το ξέρω. Προσπάθησα να παρουσιάσω κάποιες πινελιές ενός αριστουργήματος. Αν κατάφερα να προσελκύσω το ενδιαφέρον κάποιων, καλώς. Αν πάλι όχι, πάλι καλώς.

Παρασκευή, Αυγούστου 21, 2015

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΟΥΝΙΟΘ ΜΟΛΙΝΑ!


Antonio Muñoz Molina retratado por Jesús de Miguel

"Το να γράφω και να διαβάζω ήταν σαν να υφαίνω γύρω μου τα νήματα του προστατευτικού και ασφυκτικού κουκουλιού στο οποίο τυλιγόμουν, τη φορεσιά και το φαρμακευτικό ποτό του αόρατου ανθρώπου , ήταν σαν να ξεφεύγω ακίνητος μέσ’ από ένα τούνελ το οποίο κανείς δε θα μπορούσε να ανακαλύψει, να γρατζουνάω στον τοίχο του κελιού με την ίδια υπομονή που είχε ο Εδμούντο Νταντές στον Κόμη Μοντεκρίστο. Η μπλε γραμμή του μελανιού της πένας ήταν το μεταξένιο νήμα που έκρινα ακούραστα για να κρύβομαι, για να επινοώ γύρω μου έναν κόσμο που δεν πήρχε, που κατοικείτο από γυναίκες και άντρες σχεδόν τελείως  φανταστικούς, που μου απάλυνε την τραχιά σχέση με την πραγματικότητα. Η απαλή επαφή της πένας πάνω στο χαρτί, τα  χτυπήματα των πλήκτρων στη γραφομηχανή, που ήταν ακόμη μηχανική και πολύ θορυβώδης, όπως οι γραφομηχανές των μυθικών συγγραφέων του κινηματογράφου, αυτές που φανταζόταν κανείς πως χρησιμοποιούσε ο Τσάντλερ ή ο Χάμμετ, λογοτεχνικοί ήρωες και δοξασμένοι μεθύστακες της εποχής, τους οποίους εγώ σεβόμουν με την κακογουστιά που μας κάνει ίδιους με τους συγχρόνους μας, καθώς μας επιτρέπει να αισθανόμαστε ταυτόχρονα μοναχικοί, πρωτότυποι και αδιάφθοροι.
 Όνειρα οινοπνεύματος και καπνού της δεκαετίας του 1980, τόσο ντροπιασμένα αναδρομικά όσο ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξής μου της αποξενωμένης από το τότε, τόσο μακρινά όσο η ανάμνηση εκείνου του γραφείου και της γυναίκας στην οποία έγραφα τα γράμματα χωρίς να συνειδητοποιώ πως την αγαπούσα όχι παρά το ότι ζούσε στην άλλη πλευρά του ωκεανοί και με άλλον άντρα αλλά ακριβώς γι’ αυτό, γιατί η αγάπη μου ήταν φτιαγμένη από την απόσταση και το αδύνατο, κι αν εκείνη η γυναίκα επέστρεφε εγκαταλείποντας τα πάντα και ήταν διατεθειμένη να φύγει μαζί μου, εγώ θα είχα ίσως παραλύσει, θα είχα τρομοκρατηθεί και θα είχα φύγει από κείνη, όπως ίσως έκανε πίσω ο Φραντς Κάφκα μπροστά στο κατασταλαγμένο και γήινο πάθος, προτιμώντας το καταφύγιο των γραμμάτων, την άφεση και το καταφύγιο της απόστασης."

σ.431-432

«ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ»
Μετάφραση: Δημήτρης Δημουλάς

Πέμπτη, Αυγούστου 20, 2015

"ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ" ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Δ'


Ήμουν κλεισμένος από τις οχτώ μέχρι τις τρεις ανάμεσα σ’ εκείνους τους τοίχους, ο κάπτεν Νέμο στο υποβρύχιό του και ο Ροβινσόνας Κρούσος στο νησί του, και επίσης ο Αόρατος Άνθρωπος και ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου και ο Μπερνάρδο Σοάρες του Φερνάντο Πεσσόα και οποιοσδήποτε από τους συναδέλφους του Φραντς Κάφκα στο γραφείο, σκιές του ίδιου και της δουλειάς του στην εταιρεία πρόληψης εργατικών ατυχημάτων στην Πράγα. Φανταζόμουν πως ανήκα, όπως κι εκείνοι, σε μια γενιά εκτοπισμένων, ξένων στο μέρος όπου έζησαν πάντα και στατικών δραπετών που κρύβουν την ιδιαιτερότητά τους και την  εκ γενετής εξορία τους κάτω από μια εικόνα απόλυτης κανονικόιητας και που, καθισμένοι σ’ ένα γραφείο ή κάνοντας με λεωφορείο τη διαδρομή προς τη δουλειά, μπορούν να πετύχουν λαμπρά οράματα περιπετειών που δε θα τους συμβούν, ταξιδιών που δε θα κάνουν ποτέ. Στο γραφείο του στην Εταιρείας Ύδρευσης της Αλεξάνδρειας ο Κωνσταντίνος Καβάφης φαντάζεται τη μουσική που άκουσε ο Μάρκος Αντώνιος τη νύχτα που προηγήθηκε του οριστικού του χαμού, το θίασο του Διόνυσου που τον εγκαταλείπει. Σ’ ένα εστιατόριο της Λισσαβόνας ή στη διαδρομή ενός τραμ,ο Φερνάντο Πεσσόα σκιαγραφεί στοχαστικά τους στίχους ενός ποιήματος σχετικά μ’ ένα υπέροχο ταξίδι στην Ανατολή με υπερωκεάνιο. Σ’ ένα ξενοδοχείο στο Τορίνο φτάνει ένας άντρας με γυαλιά, ήρεμος, καλοντυμένος, αν και με κάποια ιδιομορφία που τον εμποδίζει να φανεί ταξιδιώτης, κλείνει δωμάτιο για κείνη μόνο τη νύχτα και κανείς δεν ξέρει πως είναι ο Τσέζαρε Παβέζε και πως στην πολύ μικρή του βαλίτσα έχει μια δόση δηλητηρίου με την οποία μέσα σε λίγες ώρες θα βάλει τέρμα στη ζωή του. Εγώ φανταζόμουν την αυτοκτονία με νοσηρές λεπτομέρειες και πίστευα πράγματι πως το να φυτέψεις μια σφαίρα στο κεφάλι σου ή να αφεθείς να σε σκοτώσει αργά το αλκοόλ ήταν δραστικές μορφές ηρωισμού. Έβλεπα τους μεθυσμένους στις σκοτεινές ταβέρνες των δρομίσκων κι αισθανόμουν ένα ρυπαρό μείγμα έλξης και απόρρριψης σαν να έκρυβε ο καθένας τους μια τρομερή αλήθεια της οποίας το τίμημα ήταν η αυτοκαταστροφή. Διασταυρωνόμουν με άντρες με απόμακρα βλέμματα και κινήσεις διανοητικώς διαταραγμένων ανθρώπων και σκεφτόμουν τον Μποντλαίρ στα τελευταία παραληρήματα της ζωής του, χαμένο στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι, και τον Ζέρεν Κίρκεγκορ, περιπλανώμενο και ναυαγό στους δρόμους της Κοπεγχάγης, να εξυφαίνει βιβλικούς μύδρους εναντίον των συμπατριωτών του και των ομοίων του, να γράφει νοερά γράμματα σε μια γυναίκα, τη Ρεγγίνα Όλσεν, απή την οποία είχε χωρίσει, πεθαμένος ίσως από φόβο, όταν ήταν ήδη αρραβωνιασμένος μαζί της, και την οποία ωστόσο δε συγχωρούσε που παντρεύτηκε μετά άλλον άντρα. Κλεισμένος στο γραφείο μου, διάβαζα γράμματα και ημερολόγια και τετράδια του Ζέρεν Κίρκεγκορ και μάθαινα από τον Πασκάλ ότι οι άνθρωποι δε ζουν σχεδόν ποτέ στο παρόν, αλλά στην ανάμνηση του παρελθόντος ή στον πόθο ή στο φόβο του μέλλοντος, και πως όλες οι συμφορές τους συμβαίνουν επειδή δεν ξέρουν να μένουν μόνοι στο δωμάτιό_τους.

σ.427-428

Τρίτη, Αυγούστου 18, 2015

"ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ" ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Γ΄

"Υπήρχαν δύο κόσμοι, ένας ορατός και πραγματικός και ένας άλλος, αόρατος και δικός μου, κι εγώ προσαρμοζόμουν μειλίχια στους κανόνες του πρώτου, για να με αφήνουν να καταφεύγω χωρίς μεγάλη δυσφορία στο δεύτερο. Πού και πού, τόσα χρόνια μετά, ονειρεύομαι εκείνες τις εποχές στο γραφείο, και δεν έχω μια αίσθηση άχθους αλλά αταραξίας και μελαγχολίας. Ονειρεύομαι πως επιστρέφω στη δουλειά έπειτα από πολύ μεγάλη απουσία, και το κάνω χωρίς αγωνία, χωρίς να έχει μείνει, σ’ εκείνο το τμήμα του υποσυνείδητου που τρέφει τα όνειρο κανένα ίχνος από τις πικρίες και τις πιέσεις του τότε.

Τώρα, με το πέρασμα των χρόνων, καταλαβαίνω πως η πειθήνια εμφάνισή μου δεν ήταν μόνο μάσκα, η ψεύτικη ταυτότητα ενός κατασκόπου, αλλά επίσης ένα ουσιαστικό και αληθινό κομμάτι του εαυτού μου: το τρομαγμένο και υπάκουο κομμάτι που πάντα υπήρχε στο χαρακτήρα μου,η ικανοποίηση να έχω μπροστά στους άλλους μια σεβαστή παρουσία, γιος και μαθητής και μετά υπάλληλος και σύζυγος και υποδειγματικός πατέρας. Στα όνειρά μου της επιστροφής στο δημοτικό γραφείο από το οποίο έφυγα πριν τόσα χρόνια, οι συνάδελφοί μου με υποδέχονται πολύ ζεστά και δεν παραξενεύονται που επιστρέφω, ούτε με ρωτούν τους λόγους της τόσο μεγάλης απουσίας. Επί χρόνια μού άρεσε να θυμάμαι, μυθοποιώντας τις, τις ταραχώδεις επαναστάσεις της εφηβείας μου, τώρα όμως δεν πιστεύω πως αποτελούσαν μέρος του χαρακτήρα μου περισσότερο απ’ ό,τι η κλίση μου προς την υποταγή, που τόσο ισχυρά με οδήγησε ως το τέλος της παιδικής ηλικίας και που ξανάρχισε αναμφίβολα να δρα πάνω μου στην ενήλικη ζωή, όταν δέχτηκα να παντρευτώ και δεν αρνήθηκα να εκπληρώσω κάποιες παράπλευρες υποχρεώσεις ή ταπεινώσεις που κατά βάθος μου προκαλούσαν βουβή έχθρα: το θρησκευτικό γάμο,την υποκρισία της θείας κοινωνίας, τις οικογενειακές γιορτές, όλα όσα ήταν ανέκαθεν προδιαγεγραμμένα και στα οποία εγώ υπάκουα κατά γράμμα, χωρίς αντίσταση. Ήξερα πως έκανα λάθος, αλλά δε μου κόστιζε τίποτα να αφήνομαι να άγομαι και να φέρομαι, και υπήρχαν στιγμές στις οποίες ξεγελούσα με κάποια επιτυχία τον εαυτό μου, όπως ξεγελούσα τη γυναίκα την οποία παντρευόμουν χωρίς να το πολυσυνειδητοποιώ και τους συγγενείς και των δύο οικογενειών, που αλληλοσυγχαίρονταν που επιτέλους τελείωσε αισίως ένας τόσο αμφίβολος και μακρύς αρραβώνας. Ποτέ δε σκεφτόμουν την ανευθυνότητα εκείνης της σιωπής, την πικρία και τη δόση ψέματος που έσπερνα, έξω από μένα, από τη μυστική περιοχή των φαντασιώσεων μου, στην πραγματική ζωή του ανθρώπου που ήταν πλάι μου."

σ. 203-204

Μετάφραση: Δημήτρης Δημουλάς

Δευτέρα, Αυγούστου 17, 2015

"ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ" ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ Β'


"Μάταια θα προσπαθήσεις να θυμηθείς το μέταλλο της φωνής της, που χρόνια τώρα έπαψε να σε επισκέπτεται στα όνειρα· θα ξανάχεις την αίσθηση ότι μαντεύεις τις λέξεις που θα είχε σκεφτεί, ότι εξακολουθεί να σου λέει στα ενδότερα της συνείδησής σου τα πράγματα που θα ήθελε να ξέρεις και που δε βρήκε το χρόνο να σου πει, τις συμβουλές που τόσο θα σου είχαν χρησιμεύσει, θα σε είχαν βοηθήσει ίσως να αποφύγεις κάποια λάθη.
Ή ίσως σε ακολούθησε προστατεύοντας σε και καθοδηγώντας σε χωρίς εσύ να το καταλαβαίνεις, παρούσα και αόρατη στη ζωή σου, όπως οι ψυχές στις οποίες η θεία σου άναβε καντήλια σε φλιτζάνια λαδιού πάνω στους μπουφέδες και στα κομοδίνα, και που έδιναν ένα τρεμούλιασμα φασματικών παρουσιών στις σκιές. Ίσως επέστρεψε σε όνειρα τα οποία εσύ δε θυμόσουν όταν ξυπνούσες και σου είπε πράγματα που σε έσωσαν από πολύ δύσκολες καταστάσεις, όπου χάθηκαν πολλοί από τη γενιά σου, γείτονες και σύντροφοι της νιότης που κατέληξαν ζωντανοί νεκροί και έμειναν παγωμένοι με μια βελόνα στο χέρι και μάτια ανοιχτά, γερασμένοι και εξοντωμένοι από το θάνατο τα χρόνια που θα έπρεπε να είναι τα καλύτερα της νιότης. Θα μπορούσες να έχεις τη μοίρα της πρώτης σου ξαδέρφης, που επίσης σε επισκέφτηκε αφού πέθανε σε κάποια όνειρα, που μοιράστηκε μαζί σου τα παιδικά καλοκαίρια στο χωριό και ήταν σχεδόν ίδια με σένα όταν πέθανε η μητέρα σου, οι δυο σας αγκαλιασμένες στην κηδεία της, εκείνη όμως ήταν πάντα πιο ατίθαση, πιο ριψοκίνδυνη σε όλα, στα παιχνίδια με τα αγόρια και στις ερωτικές απόπειρες με τους πρώτους φίλους, στην έκσταση της ταχύτητας μ’ ένα μηχανάκι και στη ζάλη ενός τσιγάρου χασισιού, και αργότερα σε πράγματα πιο παράτολμα και ριψοκίνδυνα, όπου κι εσύ επίσης θα μπορούσες να έχεις πέσει, κι ας σου προκαλούσαν τόσο πανικό, όταν καταλάβαινες τη χωρίς εμφανή λόγο ανησυχία σου και τη λάμψη της αγωνίας που από πάντα υπήρχε στα μάτια σου."

Σ.104


ΜετάφρασηΔημήτρης Δημουλάς

Κυριακή, Αυγούστου 16, 2015

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Α'



"Νομίζεις πως ξέρεις ποιος είσαι και αίφνης προκύπτει πως έχεις μετατραπεί σ’ αυτό που κάποιοι άλλοι θέλουν να βλέπουν σε σένα, και σιγά σιγά φαίνεσαι πιο ξένη στον ίδιο σου τον εαυτό, η σκιά σου είναι η κατάσκοπος που ακολουθεί τα βήματά σου, και στα μάτια σου βλέπεις τη ματιά αυτών που σε κατηγορούν, αυτών που αλλάζουν πεζοδρόμιο για να μη σε χαιρετήσουν και που σε λοξοκοιτούν με το κεφάλι κατεβασμένο όταν σε συναντούν. Η ζωή όμως αργεί ν’ αλλάξει, και στην αρχή αρνείται κανείς να παρατηρήσει τα σήματα κινδύνου, να θέσει εν αμφιβάλω την τάξη και τη στερεότητα του κόσμου, που ωστόσο έχει αρχίσει να διαλύεται, την καθημερινή πραγματικότητα, όπου αρχίζουν να ανοίγονται μεγάλα κενά και σκοτεινές τάφροι, στο άπλετο φως της μέρας, τους συνηθισμένους χώρους της ζωής, την πόρτα που ανά πάσα στιγμή μπορούν να ρίξουν κάτω τα χτυπήματα, την τραπεζαρία όπου τα παιδιά παίρνουν το κολατσιό τους ή κάνουν τα μαθήματα του σχολείου και όπου το τηλέφωνο προσλαμβάνει μια πικρή και δυσοίωνη παρουσία, γιατί κάθε χτύπημα διασχίζει τον αέρα σαν παγωμένη ατσάλινη λεπίδα, με τη φονική ταχύτητα και τη συντομία πυροβολισμού."

σ.75-76

Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2015

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ


Διαβάζοντας ένα βιβλίο το ενδιαφέρον μου εστιάζεται στα πρόσωπα της μυθιστορίας, ήρωες τους χαρακτηρίζουν πολλοί, στις ιδέες τους, στα συναισθήματά τους, στις πράξεις τους, στο γεωγραφικό χώρο που κινούνται, στο μυθιστορηματικό χρόνο που τους προσφέρεται για να ξετυλίξουν το λόγο της μυθιστορηματικής τους ύπαρξης. Ο τρόπος απόδοσή τους στην αφηγηματική ιστορία  είναι το κέντρο της προσοχής μου κατά τη διάρκεια του αναγνωστικού ταξιδιού. Αν θεωρήσουμε λοιπόν ως δεδομένο ότι ο θεματικός πυρήνας του έργου έχει ενδιαφέρον, τότε η δική μου συμμετοχή στην ανάγνωση ορίζεται ως μηχανισμός ανάδειξης της ικανότητας του συγγραφέα να απορρίπτει τις δοκιμασμένες τεχνικές του αφηγηματικού λόγου και να δοκιμάζεται η αναγνωστική μου συμπεριφορά από την προσωπική του έκφραση, που με διαφορετικό τρόπο ονομάζεται εφευρετική δημιουργία, το στίγμα του δηλαδή για να καταλαβαινόμαστε, που τον κάνει διακριτό στη λογοτεχνική πιάτσα.
Τοποθετώντας τον Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα στους αγαπημένους μου συγγραφείς και κορυφαίο σύγχρονο Ισπανό λογοτέχνη, αν και είναι πολλοί  οι Ισπανοί συγγραφείς που δεν έχω διαβάσει, είτε δεν έχω χρόνο και χρήμα είτε όταν προσπάθησα να διαβάσω αρκετούς απ' αυτούς η σύγκριση με τον Μολίνα ήταν απαγορευτική στην κρίση και στην αξιολόγησή μου διαπράττω ύβρι καθόλου δεν με ενδιαφέρει. Τώρα πια που δεν είμαι κριτής των βιβλίων του αλλά οπαδός του, λέω ότι τα κριτήριά μου βρίσκονται φυσικά στην επιλογή των θεμάτων του, το στόρυ πρώτα απ’όλα, αλλά και στην εκφραστική δύναμη της ερμηνείας τους από το αφηγηματικό υλικό περισσότερο όμως η αξιολογική μου κρίση στηρίζεται στη μακαριότητα της τελεσίδικης απόφασης. Η γλωσσική επάρκεια, η επιλογή των ιδεών, η αφηγηματική  ευμάρεια, η διεισδυτικότητα στην συνειδησιακή κατάσταση των ηρώων, η μυθιστορηματική έκφραση της νοητικής επεξεργασίας των επιλογών των πρωταγωνιστών της ιστορίας, η γνώση του μυθιστορηματικού χώρου, ο τρόπος σκιαγράφησης των χαρακτήρων, η καταγραφή του ιστορικού χρόνου, ο ρόλος της Ιστορίας στις επιλογές και πράξεις των μυθιστορηματικών προσώπων, ο καταλυτικός ρόλος της ιδεολογίας στον πυρήνα των μυθιστορημάτων του, είναι αυτά που ξεχωρίζουν τον Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα στη σκέψη μου ως μεγάλο συγγραφέα πέρα από την υπέρβαση της οπαδικής ματαιοδοξίας.
Αλλά για ποιους μιλάει και τι λέει ο συγγραφέας σ’αυτό το βιβλίο. Ποια είναι τα πρόσωπα που κινούνται στο μυθιστορηματικό χώρο, γιατί κάνουν αυτό και όχι κάτι άλλο, ποια είναι η σκέψη τους, η δράση τους, η συνείδησή τους, οι προθέσεις τους, οι σκέψεις τους, ο βηματισμός τους στο λογοτεχνικό περιβάλλον, τα αποτελέσματα των πράξεών τους; Τι έκαναν και αξίζει να αποκτήσουν λογοτεχνική μορφή;  Τι δουλειά έχει η λογοτεχνία εδώ; Παντού και σε όλα θα μπλέκεται η κουτσομπόλα; Ποια είναι η ιστορία, ο μύθος, αν υπάρχει, τελικά;
Σ’αυτό το μυθιστόρημα η κλασική αφηγηματική τεχνική, με όλες τις ανανεωτικές επιβοήθειες της λογοτεχνικής γλωσσολογικής επιμήκυνσης  που είναι γνωστές στον αφηγηματικό λόγο, είναι απούσα. Το μυθιστόρημα αποτελείται από δεκαεπτά διαφορετικές ιστορίες που τις συνδέει ο ιστορικός χρόνος, ο χώρος, που είναι η Ευρώπη, οι ιδέες, η διάψευση των ιδεολογιών, η μοναξιά, η ανθρώπινη τραγωδία. Στις δεκαεπτά ιστορίες ο Μολίνα μιλάει για το φόβο, την απόγνωση, την ελπίδα, το παρελθόν που επιστρέφει μέσω της μνήμης για να ανασυνθέσει, να καταδικάσει, να δικαιολογήσει, να ανιχνεύσει τους λόγους που  οδήγησαν στην καταστροφή, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το ολοκαύτωμα, τον εκπατρισμό χιλιάδων ανθρώπων. Η μνήμη επιστρέφει για να μιλήσει για τις ζωές των ανθρώπων που χάθηκαν νικημένοι από τη βία των ιστορικών γεγονότων, αναστοχάζεται για να μας κάνει συμμέτοχους στην κατανόηση και ερμηνεία της Ιστορίας, για να υπενθυμίσει, να επαναλάβει τι συνέβη και διαψεύστηκαν τα οράματα, που οφείλεται η απώλεια των ιδανικών, να μιλήσει για την ελευθερία επιλογής ταυτότητας, για την κατηγορία και καταδίκη ανυπεράσπιστων ανθρώπων που η μόνη τους ενοχή ήταν και είναι η φυλετική τους καταγωγή,  για τις συλλήψεις, τις διώξεις, τα σύνορα, τη μετανάστευση, τη βία του πολέμου, τη βαρβαρότητα, για το κλάμπ των αθώων. Να μιλήσει για τους εύπιστους,  τους ανόητους με καλή θέληση, τους ξεγελασμένους, τους θυσιασμένους χωρίς ανταμοιβή, για τους συμβιβασμούς της ζωής, τη μονοτονία των υποχρεώσεων, το βάρος του γραφείου και του σπιτιού, την ήρεμη και άτονη ζωή, τις συνήθειες, τον συμβιβασμό, το βόλεμα,, τις δειλίες, τις αναβολές, την αγάπη, το πάθος,την αβεβαιότητα, την αναμονή, την ασφάλεια της κανονικότητας που χάνεται δίχως αιτία, τον παραλογισμό, την απέλαση, την εκδίωξη, για τους φυγάδες της Ευρώπης, την κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το Μάουτχαουζεν, το Άουσβιτς, το Μπέργκεν- Μπέλσεν, το Ράβερνσμπουργκ, για νυχτερινούς σταθμούς συνόρων που θυμίζουν την είσοδο στον Άδη, για δωμάτια, για γραφεία, δρόμους, πλατείες,  και τέλος για την  εξορία. Ο Μολίνα μιλάει για την εξορία που γνωρίζουμε από το παρελθόν της ανθρώπινης ιστορίας, για την εξορία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αλλά και για την εξορία της εσωτερικής μας μετανάστευσης.
Είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για τον Πρίμο Λέβι, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, την Μαργκαρέτε Μπούμπερ- Νόυμαν, την Ευγενία Γκίνζμπουργκ, τον Μπρους Τσάτγουιν, τον Ζέρεν Κίρκεγκορ, τον Κάφκα και την Μιλένα Γεσένκα, τον Σαούλ Σέλιγκμαν, τον Νιθέτο Αλκαλά Θαμόρα, τον Προυστ, την Καμίλ Πέντερσεν-Σάφρα, τον Τρότσκι, τον καθηγητή Κλεμπέρερ, τον Χανς Μάγερ, τη Ναντέζντα Μάντελσαμ, τον  Λένιν, τον Στάλιν, τον Λεβρέντυ Μπέρια, τον Χάιντς Νόυμαν, τον Ραφαέλ Αλμπέρτι, την Μαρία Τερέζα Λεόν, τον Βίλλυ Χάας, τον Χόρχε Μανρίκε, τον Ισαάκ Σαλάμα, τον Μπαναβέντε, τον Χίμλερ, τον Άιχμαν, τον Μπραμς, τον Σούμπερτ, τον Μότσαρτ, τον Ρίλκε, τον Λίστ, τον Μποντλαίρ, τον Βίλλι Μύντσενμπεργκ, τον Ζηνόφιεφ, τον Μπουχάριν, την Μπαμπέτε Γκρος, τον Άρθρουρ Καίσλερ, τον Ζιντ, τον Γουέλς, τον Ρομαίν Ρολλάν, τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, τον Αϊζενστάιν, τον Μπέρτραντ Ράσσελ, τον Όττο Κάτς ή Αντρέ Σιμόν, τον Αντόνιο Ματσάδο,  τον Μπουτόφκιν, τον Ερβίν Πισκάτορ, τον Φρανθίσκο Γαρθία Λόρκα, τον Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα, τον Θερνούδα, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον Χεμινγουέυ, τον Φελίξ Ντρεζίνσκι, τον Ντιμιτρόφ, τον Τολιάτι, τον Μπόρχες, τον Πάου Κασάλς και τις σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ, τον Βελάσκεθ, τον Γκόγια, τον Γκρεγκόρ Αντρέσκου, τον Μανουέλ Αθάνια, τον Χουάν Νεγρίν, τον Μπεργκόφ, την Πασιονάρια,, τον Γέζνοφ, την Λάουρα Γαρθία Λόρκα, τον Βαρούχ Σπινόζα, τον Τζίμ Αμέρυ ή Χάνς Μάγερ, τον Μπένυ Γκούτμαν, τον Τζορτζ Γκέρσουιν, τον Ντιουκ Έλλιγκτον, τον Καβάφη, τον Μπερνάντο Σουάρες, τον Φερνάντο Πεσόα, τον Τσέζαρε Παβέζε, την Ρεγγίνα Όλσεν, τον Πασκάλ, τον Κλαρκ Γκέιμπλ, τον Σπένσερ Τρέισυ, τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, την Λορίν Μπακόλ, την Μέριλιν Μονρόε, την Ϊγκριντ Μπέρκμαν, την Άβα Γκάρντνερ, την Ρίτα Χέυγουορθ, τον Γκλεν Φόρντ,τον Τσάντλερ, τον Χάμμετ, τον Άλμπενιθ, τον Φάγια, τον Ντεμπυσσύ, τον Ραβέλ, τον Δον Κιχώτη, τον Έντουαρντ Χόππερ, τον Εμίλ Ρομάν, τον εκατομμυριούχο Άρτσερ Μίλτον Χάντιγκτον. Όχι όμως όλοι ισομερώς. Υπάρχουν κι άλλοι που μου διαφεύγουν. Ζέστη γαρ.
Για να τελειώνουμε, ο Μολίνα γράφει για «τη μάταιη επιπολαιότητα της επινόησης» επί το λογοτεχνικότερον.




Τρίτη, Αυγούστου 04, 2015

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΑ




Υπάρχουν πράγματα που δεν γνωρίζουμε ούτε θα τα μάθουμε ποτέ.
 Υπάρχουν πράγματα που γνωρίζουμε και δεν υπήρξαν ποτέ. 
Υπάρχουν πράγματα που θα τα μάθουμε έστω και αργά.

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2015

ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ




 Ας βγάλουμε τα γιορτινά ρούχα της ωριμότητας. Ας αφήσουμε το βάρος της γνώσης στη ζυγαριά να αγκομαχάει. Aς φορέσουμε τα ανάλαφρα ρούχα της αθωότητας.
 Το σινεμά είναι για τους αφελείς και τους ονειροπόλους.