Τρίτη, Δεκεμβρίου 29, 2015

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 2015


ΖΑΝ ΝΤ'ΟΜΕΡΣΟΝ  "Συνοπτική ιστορία του παντός"

«Με κάθε άνθρωπο που πεθαίνει, το παν, μονομιάς, χάνεται στο μηδέν. Με κάθε παιδί που γεννιέται, το σύμπαν ανασταίνεται» σ.145


Το βιβλίο αυτό το διάβασα δυο φορές μέσα σ’αυτόν τον χρόνο. Την πρώτη φορά έκανα μια γρήγορη, σκαναρισματική ανάγνωση, τη δεύτερη  το διάβασα πιο προσεχτικά. Όλο αυτό το διάστημα των δέκα μηνών,  από την πρώτη ανάγνωση στη δεύτερη,  διάβασα αρκετά βιβλία, από τα οποία μερικά μου άρεσαν, τα περισσότερα όμως όχι. Πάντως, το βιβλίο  του Ντ’Ομερσόν ήταν πάντα στο μυαλό μου, σαν μια υπόσχεση να το ξαναδώ καλύτερα,  όταν πια θα είχα τη διάθεση να το διαβάσω .
Το βιβλίο του Ντ’Όμερσόν είναι, όπως γράφει ο τίτλος, η συνοπτική ιστορία του Παντός. Όλα λοιπόν περιέχονται στον τίτλο του.  Γνωρίζουμε τι είναι ιστορία, όλοι συμφωνούμε σ’αυτό,  αλλά  πρέπει να διευκρινίσουμε,  την έννοια του παντός που δίνει ο συγγραφέας. Το παν είναι αυτό που υπάρχει στη θέση του τίποτα, μεταφέρω πρόχειρα. Επικαλούμαι τα λόγια του συγγραφέα για να μην παρερμηνεύσω τη σκέψη του : «Το παν είναι το διαστελλόμενο σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε και του οποίου η Γη αποτελεί ένα σημείο μικροσκοπικό....Είναι ο κόσμος με την ευρύτερη δυνατή έννοια» σ.261. «Το παν γεννιέται από μια πρωταρχική διάκριση: του παντός απ’ το μηδέν»σ.269. συνεχίζω για να είμαι ακριβής και, μέρες που 'ναι, αποκαλυπτικός. Αυτό είναι ένας γενικός ορισμός. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την ιστορία του παντός, αν δεν μιλήσουμε για την ιστορία του ανθρώπου; Να απαντήσω πάλι εγώ είναι ανώφελο. Επικαλούμαι ξανά τον συγγραφέα, για να επικυρώσει τα γραφόμενά μου: «Η συνοπτική ιστορία του παντός δεν είναι παρά μια εισαγωγή στην καθημερινή ζωή».σ.134. Να τη λοιπόν η απάντηση. Θέλετε κι άλλο; «Εμείς είμαστε μέσα στο παν, και το παν είναι μέσα μας αυτό μας διαποτίζει, κι εμείς το απορροφούμε» σ.150. 

Ωραία, καλά τα πήγαμε. Δυο-τρεις προτάσεις από ένα βιβλίο 393 σελίδων. Κι αν θέλουμε να είμαστε περισσότερο ακριβείς κι αντικειμενικοί, ας αφήσουμε το ίδιο το παν να μας μιλήσει για τον εαυτό του: «Τι είμαι εγώ; Ας πούμε κατ’αρχάς, για ν’απλοποιήσουμε τα πράγματα, που είναι ήδη αρκετά σύνθετα, πως είμαι το σύνολο όλων των πραγμάτων που υπάρχουν στο χώρο και στο χρόνο.» σ.340

Μέχρι εδώ, καλά τα γράφω. Αλλά γιατί μυθιστόρημα.; Πες τα Ζαν, γιατί εμένα ποιος θα με πιστέψει: «Αυτό που προσφέρουμε στους αναγνώστες μας, είναι το Bildungroman του παντός, η φανταστική και συναισθηματική αφήγηση της δημιουργίας και της διαδρομής του»σ.133. Ακόμη περισσότερα θέλετε; «Κάθε ζωή είναι και μια περιπέτεια. Κάθε ζωή είναι κι ένα μυθιστόρημα. Το παν είναι η περιπέτεια των περιπετειών- και το μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων το μέγα μυθιστόρημα του παντός....»σ.327
Αυτά τα λίγα ψήγματα λόγου είναι, νομίζω, αρκετά για να  βιβλίο που το θεωρώ ένα από τα καλύτερα που διάβασα ποτέ.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2015

ΜΕΡΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων φροντίζω το μικρό Χριστούλη. Τον παίρνω από την αγκαλιά της μητέρας του, για να την ξεκουράσω, τον κρατώ προσεχτικά στην αγκαλιά μου, βάζοντας απαλά το χέρι μου κάτω από το κεφαλάκι του, όπως επιβάλλεται, του χαμογελώ και Εκείνος μου το ανταποδίδει. Τον κάνω ένα ζεστό μπάνιο και τον φέρνω στο δωμάτιό μου τυλιγμένο στο μπλε μπουρνούζι του. Του βάζω  πάνες, του φοράω καινούργια εσώρουχα, το ζιπουνάκι του για να τον κρατάει ζεστό τη νύχτα. Τον κοιμίζω δίπλα μου στην κούνια, σε φρεσκοπλυμένα σεντόνια, σκεπασμένο με την κουβερτούλα του, με τους ζωγραφισμένους αγγέλους. Την άλλη μέρα το πρωί, μόλις ξυπνήσει, τον αφήνω, ξανά, στη αγκαλιά της μητέρας του, στη φάτνη.
Είναι το θρησκευτικό μου καθήκον τις μέρες των Χριστουγέννων.

Ο πίνακας "Adoration of the Magi" 1423-1424 είναι του Fra Angelico

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2015

Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ




Ο εθελοντής γίγαντας Πέτρος Αντιόχου επιστρέφει κουρασμένος σπίτι του. Είχε μια κοπιαστική μέρα, συμμετέχοντας σε μια εξαιρετικής σημασίας κι επικινδυνότητας γιγαντική αποστολή. Αυτό που τον ενδιαφέρει, αυτή τη στιγμή, είναι να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, να βάλει τη φόρμα του,  να ετοιμάσει το ουίσκι του, να απλώσει το κορμί του στην πολυθρόνα και να παρακολουθήσει ειδήσεις στην τηλεόραση.
Γι’αυτό όταν κτυπάει το τηλέφωνο, ο κύριος Πέτρος Αντιόχου το αγνοεί, αν και είναι η Γκλόρια Μυλωνά, συνεχίζει να παρακολουθεί τον εκφωνητή των ειδήσεων, πίνει μια γερή δόση ουίσκι, φυσάει τον καπνό με απόλαυση προς το ταβάνι, μέχρις ότου το τηλέφωνο σταματά να καλεί.

Ο πίνακας "Interior with mirrored wall" είναι Roy Lichtenstein

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2015

Ο ΠΕΤΡΟΣ ΜΟΣΧΟΔΟΥΛΟΣ ΠΛΕΚΕΙ


Ο Πέτρος Μοσχόδουλος, συνταξιούχος οδοντοτεχνίτης, καθισμένος στην πολυθρόνα, δίπλα στο παράθυρο του υπνοδωματίου του, πλέκει πουλόβερ για τον εγγονό του, που γιορτάζει το Σάββατο.
Φοράει πιτζάμες, αλλά στους ώμους έχει ριγμένο το πορτοκαλί σάλι της γυναίκας του. Πλέκει γρήγορα, με εντατικό ρυθμό, γιατί είναι Τετάρτη και πρέπει να προλάβει. Η γυναίκα του, μαζί  με τις φίλες της, κάνει  βόλτα  με το ποδήλατό της.  Ο γιος του, κλεισμένος στο δωμάτιό του, ακούει προκλασική μουσική, σε μέτρια ένταση.
Αυτό που δεν μπορεί να δει ο αφηγητής ή αποφεύγει να δει ή δεν θέλει να το συμπεριλάβει στην αφήγησή του, είναι ότι ο Πέτρος Μοσχόδουλος είναι μονόχειρας.


"Self-portrait- nude" 2010 Egon Schiele

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 11, 2015

Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ


-Δείξε μου, τι ξέρεις.
Ξάπλωσε ανάσκελα στο έδαφος, τοποθετώντας τα πόδια τεντωμένα ψηλά, σχηματίζοντας γωνία 45 μοιρών με τον κορμό. Τα χέρια της ανοιχτά, εφάπτονταν στο έδαφος, σχηματίζοντας γωνία 90 μοιρών στον αγκώνα. Τέντωσε  τα χέρια, φέρνοντας  ταυτόχρονα  τα πόδια σε ορθή γωνία με τον κορμό. Επανέλαβε την άσκηση τρεις φορές.
-Κάτι άλλο;
Τοποθέτησε το σώμα της σε ύπτια θέση, με τα χέρια τεντωμένα κάθετα στο έδαφος και τα πόδια λυγισμένα με όλο το πέλμα να πατάει στο έδαφος, σχηματίζοντας έτσι γωνία 90 μοιρών πίσω απ' το γόνατο. Ενεργοποίησε τους μύες του γλουτού, καθώς της κοιλιάς και της ράχης, ώστε να κρατήσει  τη λεκάνη όσο πιο ψηλά απ 'το έδαφος . Στη συνέχεια, έφερε το δεξί χέρι προς το αριστερό πόδι  και αφού επέστρεψε στην αρχική της  θέση, επανέλαβε το ίδιο με το αριστερό χέρι και το δεξί πόδι . Επανέλαβε τρεις φορές.
-Πολύ καλά. Μπορείς να συνεχίσεις.
Στάθηκε  με τον κορμό στον τοίχο και τα πόδια λυγισμένα 90 μοίρες, σε ισομετρική πίεση. Προέκτεινε  το αριστερό χέρι παράλληλα με το έδαφος και το δεξί χέρι τεντωμένο πάνω από το κεφάλι, κάθετα στο έδαφος και τον καρπό προς τα έξω. Κατεύθυνε  τον αγκώνα του δεξιού χεριού πλάγια της λεκάνης, κάνοντας κάμψη του κορμού της, περιστρέφοντας τον καρπό προς τα μέσα και εν συνεχεία τέντωσε το χέρι προς τα κάτω. Επέστρεψε, κάνοντας κάμψη δικεφάλου και έπειτα πάλι στην αρχική θέση. Επανέλαβε τρεις φορές.
-Έχεις  κάτι ακόμη;
Τοποθέτησε τα πόδια σε άνοιγμα μεγαλύτερο από το άνοιγμα των ώμων και τις μύτες των ποδιών να βλέπουν προς τα έξω. Τα χέρια της  τεντωμένα στα πλάγια, με τους αλτήρες να κοιτούν προς τα κάτω και παράλληλα με το έδαφος. Από αυτή τη θέση, έκανε βαθύ κάθισμα, ενώ ταυτόχρονα έκλεισε τα χέρια πάνω απ ‘ το κεφάλι, κάνοντας έσω στροφή των αλτήρων και επανήλθε στην αρχική θέση. Επανέλαβε τρεις φορές.
-Ευχαριστώ. Από αύριο ξεκινάς δουλειά. Οχτώ η ώρα το πρωί θα είσαι εδώ. Θα σου δώσω φόρμα  και μπότες. Θα ξεκινήσεις με το πότισμα των δένδρων. Μετά θα ψεκάσεις τα φυτά στη βεράντα. Όταν τελειώσεις, θα σου έχω στο τραπέζι του κήπου οδηγίες με τι θα συνεχίσεις.

Ο πίνακας" Gardener's Cottage" είναι του Jacek Yerka

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2015

Ο ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ ΤΡΩΕΙ ΠΑΓΩΤΟ


Στον πεζόδρομο της Αγ.Αικατερίνης, ο Δεληολάνης δοκιμάζει το νέο παγωτό «Δεληολάνης» και φαίνεται χαρούμενος. Τα μάτια του λάμπουν κάθε φορά που γλείφει το κουταλάκι με το παγωτό. Δείχνει ανυπόμονος να γευτεί την επόμενη κουταλιά, προσηλωμένος στην απόλαυση, απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα.
Αρκετοί δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία αποθανατίζουν το γεγονός. Πολλοί θαυμαστές του παγωτού «Δεληολάνης», καταγράφουν με τα κινητά τους τον Δεληολάνη, ν’απολαμβάνει το αγαπημένο τους παγωτό.
Ο Δεληολάνης, εμπνευστής της νέας γεύσης, διασκεδάζει με τη δημοσιότητα. Την αποδέχεται με θεατρικότητα και ματαιοδοξία. Κρατά το κύπελλο του παγωτού, κάπως επιδεικτικά, οι κινήσεις του είναι επιτηδευμένες, ώς όφειλαν,  κι όταν το περιεχόμενο  τελειώνει,  το στρέφει προς το μέρος των θεατών σαν τρόπαιο. Φεύγοντας προς το βάθος του μαγαζιού για να συνομιλήσει με τους εργαζόμενους, απαντά σύντομα στις ερωτήσεις των θαυμαστών του, που έχουν πλησιάσει τόσο κοντά στο ίνδαλμά τους, ώστε του δυσκολεύουν την πρόσβαση.
Προσηνής και προσιτός, απλώνει τα χέρια του για να χαιρετίσει το πλήθος που παραληρεί, υπογράφει αυτόγραφα, βγάζει μερικές selfie, μέχρι που χάνεται στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ενώ οι σωματοφύλακές του σχηματίζουν ένα απροσπέραστο ανθρώπινο τείχος προστασίας,  μέχρι να αναπαυτεί , ο στυλίστας, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, που τον περιμένει μπροστά από την έξοδο κινδύνου του μαγαζιού.


Ο πίνακας "Ice" είναι Richard Lindner

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2015

ΤΖΕΣΥ ΟΟΥΕΝΣ Η ΑΜΝΗΜΩΝ


Η Τζέσυ Όουενς στέκεται στο μπαλκόνι του σπιτιού της. Έχει καταφέρει να θυμηθεί πως βουτάνε στο κενό. Το βλέμμα της είναι στραμμένο στο στόχο της. Τον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Όμως, δεν μπορεί να θυμηθεί πως φτάνουνε στο έδαφος. Αυτό ανέβαλε την πτώση της.


υ.γ
Χθες βράδυ έλαβα ένα e-mail από κάποιον που ισχυριζόταν ότι ονομάζεται Κώστας Σαλαμπάσης. Ο ισχυριζόμενος Κώστας Σαλαμπάσης,  μου ζήτησε, ευγενικά, ν’αποσύρω τ’όνομά του από το κείμενο που δημοσίευσα χθες. Μετά τον αιφνιδιασμό μου, του απάντησα, επίσης ευγενικά, ότι τ’όνομα που χρησιμοποίησα είναι ψευδές, αναγκαίο όμως για την αλήθεια του κειμένου μου. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν αναφέρεται σ’αυτόν προσωπικά. Μου ανταπάντησε ότι δεν θέλει να αναφέρεται τ’όνομά του, έστω κι αν δεν αφορά αυτόν προσωπικά, ακόμα κι αν βοηθάει στη αφήγηση μιας λογοτεχνικής ιστορίας. Τελειώνοντας, μου ζήτησε να το αποσύρω, επιβεβαιώνοντας με την ενέργειά μου, την διαγραφή του ονόματος "Κώστας Σαλαμπάσης" δηλαδή, την ευγένεια, έτσι έγραψε, των πνευματικών δημιουργών.
Θα μπορούσα να του απαντήσω ότι αναφέρεται σε λάθος πρόσωπο, όσον αφορά την τελευταία του πρόταση, ότι εγώ δεν φτιάχνω ιστορίες, απλώς τις καταγράφω, με κάποιαν επεξεργασία, ικανοποιητική ή όχι δεν έχει σημασία. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να φύγουν από το μυαλό μου, γιατί μετά δεν ξέρω που θα καταλήξω. Αλλά αυτά είναι προσωπική εξομολόγηση και δεν θέλω να τα μοιράζομαι με κάποιον που δεν γνωρίζω.
Η λέξη «πνευματικός» που προσδιόριζε τον δημιουργό, συμπεριλαμβάνοντας κι εμένα, με αποκαθήλωσε. Έτσι είμαι αναγκασμένος ν’ανασκευάσω το κείμενό μου. Αντί για κάποιο άλλο επινοημένο όνομα, αποφασίζω να χρησιμοποιήσω το πραγματικό όνομα του ατόμου που αναφέρεται στο κείμενο.
Είμαι βέβαιος ότι η Τζέσυ Όουενς, οδηγός ταξί στο Βόλο, φίλη γκαρδιακή, δεν θα ενοχληθεί από την αποκάλυψη μιας βίαιης στιγμής της ζωής της. Γιατί γνωρίζει εκ των προτέρων, πως η συμμαχική υποστήριξη σε μια ιστορία, δεν  εξαρτάται από τη θέληση εκείνου που την αποδίδει, αλλά από την ερμηνευτική ικανότητα του αναγνώστη


Ο πίνακας "Man on a Balcony" είναι του Albert Gleizes

Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2015

ΤΑ ΨΑΡΑΚΙΑ ΤΟΥ


Πήρε τη λεκάνη που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο της  αποθήκης, την έφερε στο μπάνιο, την ακούμπησε στην μπανιέρα, άνοιξε τη βρύση και τη γέμισε νερό . Έβαλε μέσα τα ψαράκια του, δώρο του θείου Πάνου, και άρχισε να παίζει. Τα έκανε να κολυμπούν άλλοτε με ταχύτητα, άλλοτε με βραδύτητα,  να βυθίζονται, να αναδύονται, να κινδυνεύουν από φανταστικούς εχθρούς, να κολυμπούν ανέμελα, απολαμβάνοντας τη μαγεία του βυθού. Η απόσταση που τον χώριζε από το παιγνίδι  δεν τον ικανοποιούσε. Ήθελε να γίνει μέρος του. Έβγαλε τα ρούχα του, τ’άφησε προσεχτικά στο καλάθι με τα άπλυτα και μπήκε στο νερό. Ένοιωσε τη δροσιά της υγρής πραγματικότητας, αλλά παράλληλα έκπληξη από την αδυναμία του να διατηρηθεί στην επιφάνεια της. Σιγά σιγά το νερό ανέβαινε από τα πόδια του στη μέση, στο στήθος, στο λαιμό, ώσπου τον κάλυψε ολόκληρο. Όταν τον βρήκαν πνιγμένο, να επιπλέει στο κοκκινωπό νερό, τα ψαράκια του είχαν αρχίσει να τρέφονται από το σώμα του.


Ο πίνακας "Fish"  είναι του E.C.Escher

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2015

ΤΙ ΕΧΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΟΒΑΣΙΛΗΣ;


Ο  Κοντοβασίλης περνούσε, σκεφτικός, έξω από το ιχθυοπωλείο του Στρατή του Θαλασσινού. 
-Ε, Βασίλη, μια καλημέρα είναι αυτή, πες την  κι ας πέσει χάμω, τον χαιρέτησε ο Στρατής.
Ο Κοντοβασίλης συνέχισε το δρόμο του, δίχως να τον αντιχαιρετήσει .
Τον είδα να έρχεται από την πλατεία με το κεφάλι σκυφτό, συνοφρυωμένος, δύσθυμος.
-Βασίλη καλημέρα,τι έχεις; Δεν φαίνεσαι καλά, τον ρώτησα.
Δεν μου απάντησε, συνέχισε το δρόμο του με τον ίδιο βαρύ βηματισμό.
Τον ακολούθησα.
-Ρε Βασίλη, γιατί δεν μιλάς;
- Άσε με, ρε Δίκαιε, έχω τα δικά μου, μου απάντησε, δίχως να με κοιτάξει. Βάδισε το δρόμο του, φυσώντας τον καπνό τού τσιγάρου του με βαθύ αναστεναγμό.
-Με ποιον μιλάς, με ρώτησε απ’ την κουζίνα η Βανέσα. Τα χέρια της ήταν γεμάτα σαπουνάδες από το πλύσιμο των πιάτων και των ποτηριών.
-Με κανένα, αγάπη μου, την πληροφόρησα.
-Μα σε άκουσα να ρωτάς, κάποιον Βασίλη, αν είναι καλά, επέμεινε.
-Τίποτα, τίποτα, αποκρίθηκα, προσπαθώντας να κλείσω τη συζήτηση.
- Καλά, συγκατένευσε, η εύπιστη, ωτοκούστρια Βανέσα.
Με κίνδυνο να βρεθώ σε δυσχερέστερη θέση, απέναντι στην ερωτηματική σύζυγό μου, δεν συνέχισα το διάλογο με τον Κοντοβασίλη. Τον άφησα τη στιγμή που πετούσε αδιάφορα το τσιγάρο του στο πεζοδρόμιο και έμπαινε στο καφενείο «Η τρελή ροδιά».
Έκλεισα το τετράδιο, άφησα το στυλό στο γραφείο, πλησίασα αθόρυβα τη Βανέσα και τη φίλησα τρυφερά στο σβέρκο. Ανταπέδωσε με μια φωνούλα έκπληξης και με μια κίνηση συμβιβασμού και αποδοχής.


Ο πίνακας "Head of a man" είναι του Joan Miro

Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2015

Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ


Ο Γιώργος Ισμήνης περίμενε, περίλαμπρος, τη Μάρω, με το γαμπριάτικο κουστούμι να του δίνει έναν αέρα αυτοπεποίθησης και επιτυχίας, στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού της Φανερωμένης. Δίπλα του, στα αριστερά, η μητέρα του λαμποκοπούσε μέσα στο καλοσχεδιασμένο, αυστηρό ταγιέρ της. Δεξιά ο πατέρας του αδιάφορος, σκεφτικός, απαντούσε, μονολεκτικά, στα ευφρόσυνα σχόλια των παρευρισκομένων. 
Επιτέλους, στην άκρη του δρόμου, φάνηκε το Audi, κορνάροντας, με τον Ροδόλφο, τον αδελφό της νύφης στο τιμόνι, και τη Μάρω, στο μπροστινό κάθισμα, να διορθώνει το μακιγιάζ της, δίνοντας τις τελευταίες πινελιές. Παρκάρισαν μπροστά στην είσοδο της χαλικόστρωτης αυλής. Η Μάρω εκθαμβωτική, χαμογελαστή, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να βαδίζει σταθερά, σκορπώντας χαιρετισμούς στους καλεσμένους, που χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Το νυφικό, με την λευκότητά του, συμπλήρωνε απόλυτα τον ενθουσιασμό και την άφατη ικανοποίηση τής περιχαρούς συναθροίσεως . Ο Γιώργος Ισμήνης τη φίλησε όταν έφτασε κοντά του, της έπιασε το χέρι και οι δυο, ακολουθούμενοι από τους ελάχιστους, είναι αλήθεια καλεσμένους, βάδισαν προς την είσοδο του μοναστηριού.
Πριν προλάβουν να μπουν στη σκοτεινή, δροσερή αίθουσα του ναού, ένας γκριζόχρωμος, μεγαλόσωμος, αετός, σπαθίζοντας τον αέρα με τα τεράστια φτερά του, με μια κάθετη βουτιά, όρμησε στο έκπληκτο πλήθος, στόχευσε με την πορεία του τη Μάρω, την άρπαξε με τα μυτερά, σκληρά νύχια του, και με μια ανάστροφη πορεία, υψώθηκε, ραμφίζοντας τον αέρα, με τα φτερά του σε γοργό και σταθερό ρυθμό, να οδηγούν το ασυνήθιστο θέαμα, βορειοδυτικά, σαν ένα σύννεφο που το σπρώχνει, νωχελικά, ο άνεμος.
Μετά από μισή ώρα πτήσης, η Μάρω έφτασε στην σπηλιά του Πίκουλα. Η σπηλιά βρισκόταν στην άκρη ενός απλώματος, κρεμασμένη στα χείλη του φαραγγιού του Βίκου. Εκεί την άφησε ο αετός, λίγα μέτρα από την είσοδο, με προσεδάφιση επαγγελματία αλεξιπτωτιστή. Στην άκρη της σπηλιάς, στεκόταν ο Σπήλιος με τα έντεκα παλληκάρια του. Ντυμένος με την στολή του, στολισμένη με ολόχρυσα φλουριά, κρεμασμένα στο στήθος του, ασημένιες αλυσίδες, τις σφαίρες τυλιγμένες ολόγυρα στη μέση του, το σπαθί του στη θήκη, χαιρέτισε τη Μάρω από μακριά.
-Σου είπα ότι θα το κάνω, της μήνυσε.
-Σπήλιο εσύ; φώναξε η απαχθείσα νύφη, κι έκανε να τρέξει προς το μέρος του.
-Στάσου, δεν ταιριάζει σε μια κυρά, είπε ο Σπήλιος και προχώρησε αυτός προς το μέρος της.
Την αγκάλιασε, τη φίλησε, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, καθώς χανόταν στα δάση των πράσινων ματιών της.
Την τράβηξε λίγο μακριά του και είδε ότι η Μάρω αιμορραγούσε στους δυο ώμους.
Δεν προσέχει καθόλου, μονολόγησε, κοιτώντας τον αετό, που είχε κουρνιάσει στην είσοδο της σπηλιάς.
-Ωρέ, Λάμπρο, περιποιείσου την κυρά, είπε σ’ένα από τα παλληκάρια του. Αν χρειαστεί κατέβα στο χωριό, να την φροντίσει ο γιατρός. Εμείς πρέπει να φύγουμε. Δεν ταιριάζει αναβολή.  Ανέβηκε στο άλογό του, και κάνοντας νεύμα στην ομάδα του να τον ακολουθήσει, αποχαιρέτησε τη Μάρω, που τον κοιτούσε με λατρεία στα μάτια.
-Η ζωή που σου υποσχέθηκα, θα την έχεις, την καθησύχασε. Τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του, κτύπησε  ελαφρά τα καπούλια με τα τσαρούχια του και ξεκίνησε.





Ο πίνακας "Actress Margaret" είναι του Niko Pirosmani




Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2015

A WOLF AT THE DOOR




'Αλλα ήθελα να γράψω, για άλλα γράφω. Δεν λένε ότι η ζωή σε  προλαβαίνει; Αν πρόκειται για κινηματογραφική ζωή, τότε άντε να αντισταθείς.
Είδα την ταινία χθες βράδυ. Μετά, έφυγα με το αυτοκίνητο για να συνέλθω από τον ενθουσιασμό. Δεν γουστάρω να ενθουσιάζομαι, με κάνει να νοιώθω αφελής.
Αυτή η ταινία δεν είναι για χώρους συγχρωτισμού. Δεν είναι ταινία για κινηματογραφικές αίθουσες. Δηλαδή τι; Ο Μπερνάρντο φέρνει για πρώτη φορά τη Ρόζα στην γκαρσονιέρα του. Αφοσιώνεσαι στη συνομιλία τους, λατρεύεις τα λόγια τους, ζηλεύεις την αμηχανία τους μέχρι το πρώτο φιλί. Τότε εσύ τι κάνεις; Πώς αντιδράς; Συνεχίζεις να παρακολουθείς την εξέλιξη της ταινίας, καρφωμένος στο κάθισμά σου; Είσαι γεμάτος έκπληξη, θαυμασμό για τη μοναδική κινηματογραφική αποτύπωση της αμήχανης επιθυμίας των δύο προσώπων και κάθεσαι μαζί με τους άλλους θεατές και παρακολουθείς την ταινία σαν να μην συμβαίνει τίποτα μέσα σου; Να μην μπορείς να τιναχτείς από το κάθισμά σου,  να αδειάσεις όσο ποσότητα Vodka χωρά το ποτήρι σου, ναι σκέτη ρε, σκέτη, να την πιεις με δυνατές ρουφηξιές, όσο μπορείς πιο γρήγορα, για να μπορέσεις να αντέξεις τη συγκίνηση, να καταφέρεις να συνεχίσεις να βλέπεις τη Ρόζα να ερωτεύεται, να ονειρεύεται, να ταπεινώνεται, να εκδικείται, με τον πιο σατανικό και βίαιο τρόπο, να μιλάει, να κοιτάζει, να περπατά, να σκέφτεται. Να θαυμάζεις την ερμηνεία ενός κυνικού, φιλάρεσκου, επηρμένου, βολεμένου μικροαστού και συ να συνεχίζεις, δήθεν αδιάφορος να κοιτάς την οθόνη;  Πώς θα αντέξεις το σπίτι της Ρόζας, τον αμίλητο πατέρα της, την άβουλη μητέρα της, τους κλειστούς χώρους, τα σπίτια, τα δωμάτια, την παθητική και εύπιστη Σύλβια, τους δρόμους, τους σταθμούς των τραίνων, τους πιο όμορφους διάλογους που έχεις διαβάσει ποτέ; Πως θα αντέξεις τη σκηνή της γνωριμίας του Μπερνάρντο και της Ρόζας στο σταθμό;
Τη σκηνή της ταπείνωσης της Ρόζας από την λεκτική βιαιότητα του Μπερνάντο πώς την ξεπερνάς; Είσαι καθιστός ακόμη; Αφού το μυαλό σου κόβει βόλτες, εσύ τι κάθεσαι μαζεμένος και σκεφτικός στη θέση σου. Πώς αντέχεις την κτητικότητα και τον εγωισμό τού Μπερνάρντο; Την αμφιβολία, τον διχασμό, την αναποφαστικότητά του; Πες μου πώς; Με ανεπαίσθητες αλλαγές της θέσης σου, μην τυχόν ενοχλήσεις τον διπλανό σου; Τον συμβιβασμό του με την μικροαστική εκδοχή της οικογένειας; Σε ρωτάω πώς; Ανασηκώνοντας το γοφό σου στο κάθισμα, αλλάζοντας θέση στο ίδιο κάθισμα, επειδή η ταινία σε κάνει κομμάτια και δεν θέλεις να το φωνάξεις εκείνη τη στιγμή; Περιμένεις να ανάψουν τα φώτα, να το συζητήσεις με την παρέα σου ή να το ανακοινώσεις στο Facebook; Ή πατώντας ένα νοητό pause σταματάς την ταινία, σηκώνεσαι όρθιος, ανεβαίνεις στη σκηνή και ρωτάς το κοινό, τι ζητάμε εμείς εδώ, αυτό που βλέπουμε μας ξεπερνά, πρέπει να το σταματήσουμε, δεν βλέπεται ομαδικά, θέλει τη μοναξιά του, θέλει  η σκέψη μας να γίνει  στοχασμός κι αυτό δεν γίνεται όταν είμαστε όλοι μαζί. Η ταινία θέλει να της παραδοθούμε, άνευ ορίων άνευ όρων.  
Αυτό έκανα χθες βράδυ βλέποντας την ταινία. Παραδόθηκα. Δεν ανέβηκα σε καμιά σκηνή κινηματογράφου. Ανέβηκα στη σκηνή του μυαλού μου κι έκανα τρεις ώρες να κατέβω. Είπα αυτά που γράφω εδώ σ'ένα ανύπαρκτο ακροατήριο και είδα την ταινία. Όταν με έπιανε από το λαιμό τη σταματούσα. Η θηλιά μετά από λίγο ξέσφιγγε σιγά- σιγά. Στο τέλος η ίδια η  φυλακή των εικόνων με απελευθέρωσε. Απ’ ό, τι φαίνεται προσωρινά.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2015

Ο TONY BASKETA


Ο Tony Basketa είναι αρκετή ώρα που βρίσκεται στο δρόμο. Στέκεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν, το γιακά ανασηκωμένο και το τσιγάρο, σβηστό, κρεμασμένο στα χείλη. Από τη βαλίτσα, αφημένη δίπλα του, κρέμεται το μανίκι ενός μπλε πουκάμισου και τα κορδόνια από τις μπότες του. Κάπου-κάπου ρίχνει ματιές, απέναντι, στο φωτισμένο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου. Τον έχει πετάξει έξω από το σπίτι η γυναίκα του, μετά από άγριο καυγά, με την απειλή να μην τολμήσει να γυρίσει πίσω, στον αιώνα τον άπαντα.
Ο Tony Basketa δεν έχει να πάει πουθενά. Αφού δεν έχει άλλη επιλογή, δεν το σκέφτεται καθόλου. Δεν πάει πουθενά. Μένει εκεί να περιμένει, στον αιώνα τον άπαντα.


Κυριακή, Νοεμβρίου 01, 2015

ΦΑΤΕ ΜΟΝΟΙ


Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει. Νιρβανοποιημένος, βρισκόμουν σε μια γαλήνη και σιγουριά, που δεν χωρούσε αμφισβήτηση. Μες στη μακαριότητά μου έγραφα, μιλούσα, τελεσιδικούσα, έβγαζα αποφάσεις δίχως έφεση. Μετά τον Ροίδη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Θεοτόκη, τον Σκαρίμπα, τον Χατζή, τον Ιωάννου, τον Καζαντζή, τον Χάκκα-το προπύργιο του μικροαστισμού- λίγο Μηλιώνη, τον Καχτίτση, άντε και τον Δημητρίου, τον Σκαμπαρδώνη, τον Φάϊς, τώρα τελευταία τον Μαυρουδή, ελάχιστο, ελαχιστότατο Σερέφα, πλήρη Παπαδημητρακόπουλο, δεν υπάρχει τίποτα να με συγκινήσει, να με τραβήξει από το λαιμό και να με πνίξει μέσα στην αφηγηματική του καταιγίδα.  Έγραφα ή μάλλον σκεφτόμουν, τι να μας πει ο Παπαμόσχος, ο Σεβαστάκης, ο Παπαμάρκος, ο Μακριδάκης, η Πέτσα, η Κιτσοπούλου, πρόχειρα τους αναφέρω. Όλα έχουν ειπωθεί. Αναμασήματα, επαναλήψεις, μιμητισμός, εσωστρέφεια το λογοτεχνικό παρόν. Προβλέψιμο το μέλλον.
        Μα που βρισκόταν, όλο αυτόν τον καιρό, ο δαιμόνιος Ηλίας Κουτσούκος; Σε ποιο ράφι ήταν κρυμμένα τα βιβλία του; Πίσω από ποια ασήμαντα, αδιάφορα βιβλία μού έκλεινε το μάτι;

Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2015

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ



Εντάξει, δεν είναι ότι διαβάζεις. Αρκετοί το θεωρούν καλό. Δεν είναι ότι διαβάζεις τόσο πολύ. Είσαι ελεύθερος να κάνεις τις επιλογές σου. Τότε τι νόημα θα είχαν όλα αυτά τα βιβλία γύρω σου; Εκείνο που με σκοτώνει, είναι το στοχαστικό βλέμμα σου, που κοιτάζει, δήθεν αδιάφορο, δήθεν ενοχλημένο, το φακό. Εμάς δηλαδή. Είναι έμφυτο ή αποτέλεσμα της γνώσης; Παίζει κάποιο ρόλο η ανάγνωση του TLS;

Οι φωτογραφίες του ποιητή Χάρη Βλαβιανού από εδώ
http://fractalart.gr/vlavianos-charis/
   

Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2015

MOEBIUS




Ευτυχώς υπάρχουν, ακόμη, ταινίες που μιλούν για τις σκοτεινές πλευρές της ζωής μέσα από τη σιωπή. Με χορηγό το πάθος των σωμάτων, τα βλέμματα να μελωδούν στη ζοφερή πραγματικότητα, την αργία του λόγου, φτιάχνεται μια αιρετική, υπέροχη ταινία. Ένα έργο τέχνης. 
Η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Αλλά για καλή μας τύχη υπάρχει το διαδίκτυο.

Κυριακή, Οκτωβρίου 25, 2015

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΠΑΡΟΤΡΙΧΕΣ


Ο κριτικός λόγος με την επιτηδευμένη γλώσσα, την αμετροέπεια χαρακτηρισμών, τη χρησιμοποίηση ενός ανέμπνευστου χρηστικού λεξιλογίου, κωδικοποιημένου για τις ανάγκες μιας εφήμερης επαγγελματικής διεκπεραίωσης , αποδυναμώνει το υπό κρίση βιβλίο, δρα αποτρεπτικά για τον αναγνώστη, αλλά στέκεται συνεπής στην κοινοτοπία της κριτικής επικράτειας.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ας δούμε τι γράφει ο Νίκος Βατόπουλος στην "Καθημερινή", στις 24.10.2015, για το βιβλίο του Θοδωρή Ρακόπουλου «Νυχτερίδα στην τσέπη».  Παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα:
"Το μαύρο και το λευκό συμπλέουν, όπως και ο σαρκασμός με αιφνιδιαστικές εξάρσεις τρυφερότητας, ο γήινος ρεαλισμός με την ψευδαίσθηση σκέψεων και πράξεων, σε ένα βουβό πανδαιμόνιο υπερβολής και εγκράτειας."......“Τα διηγήματά του είναι μικρές ιστορίες, αφηγήματα, παραβολές, παράξενοι αστικοί μύθοι, θραύσματα από μνήμες και ίχνη προσώπων, αλληγορίες για τα έμβια όντα και σπήλαια όπου διασώζεται μία αρχέγονη κατανόηση της ζωής. Ολα αυτά συγκλίνουν σε μία αντίληψη του κόσμου σε λοξά κάτοπτρα ή σε κοιλότητες του χρόνου, σε τεθλασμένες γραμμές ή αντανακλάσεις φωτός. Προοδευτικά, αυτή η αντισυμβατικότητα εξελίσσεται σε μία νέα κανονικότητα, μέσα στην οποία οι ήρωες, τα πρόσωπα, τα ζώα, οι σκιές και οι βουβές γλώσσες νομιμοποιούνται να διεκδικήσουν μία άλλη εκδοχή της ζωής.”
......"Η εικονοποιητική του ικανότητα έλκει ένα μέρος της ευελιξίας της από την ποίηση αλλά η οργάνωσή της σε αστικές παραβολές προϋποθέτει κινηματογραφική γραφή, με την οικονομία όμως ενός ασκητικού βλέμματος. Στις ιστορίες του Θοδωρή Ρακόπουλου, οι ήρωες, άνθρωποι, πτηνά, ζώα, αντικείμενα και οπτασίες, συνδέονται από ένα κώδικα που μοιάζει να οδηγεί σε έναν αυθύπαρκτο κόσμο."
Μετά από αυτά ποιος θα διάβαζε το βιβλίο;





Παρασκευή, Οκτωβρίου 23, 2015

ΜΕΓΑΛΟΤΟΥΙΤ(ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟ)


Η ανάγνωση είναι κατάκτηση του πολιτισμού, της κοινωνικής εξέλιξης. Αναφέρομαι περισσότερο στην ανάγνωση, πέραν της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μην πω αντίθετα σ'αυτήν, της λογοτεχνίας και όσων  βιβλίων άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται στο λογοτεχνικό είδος. Πρόσβαση σ'αυτήν έχουν μόνο οι αστικές  και μικροαστικές τάξεις στις αναπτυγμένες χώρες. Η ανάγνωση παρουσιάζεται ως αταξική κατάκτηση, λες και το βιβλίο είναι ανεξάρτητο από την παραγωγική βάση, ένα προϊόν που τοποθετείται πέραν του τρόπου παραγωγής. Το λογοτεχνικό βιβλίο ως καταναλωτικό προϊόν, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ενσωματώνεται και αποτελεί τη βασική παραγωγή πλούτου στην κερδοφορία των μεγάλων εκδοτικών οίκων, απευθυνόμενο σ’ένα κόσμο ταξικό που διαθέτει χρήμα και χρόνο.
Η ανάγνωση λοιπόν ενός βιβλίου είναι καθαρά μια ακόμη ανισότητα, μέσα στις τόσες ανισότητες του καπιταλισμού. Η ανισότητα αυτή γίνεται εντονότερη και πιο ορατή, αν λάβουμε υπόψη μας τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ αναπτυγμένων  και υποανάπτυκτων χωρών. Διευρύνεται, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια με χώρες οι οποίες μαστίζονται από πολέμους και μετανάστευση. Παίρνει εθνικά χαρακτηριστικά ώστε μπορούμε να μιλάμε για ιμπεριαλιστική πνευματική κυριαρχία.
Διαβάζω, λοιπόν, είναι ένα προνόμιο που αποδεικνύει την οικονομική μου ευμάρεια,  τον οικονομικό μου εφησυχασμό, τον συγκροτημένο και απαραβίαστο ατομικό μου κόσμο. Η αναφορά σ’αυτήν, όποια μορφή κι αν πάρει, ως διαδικασία ή ως αποτέλεσμα, πρέπει να γίνεται με προσοχή και σεβασμό  απέναντι σε όσους δεν έχουν πρόσβαση σ'αυτήν είτε ως επιλογή είτε λόγω κοινωνικών δυσχερειών.



Το έργο "open-book"είναι του Bill Woodrow

Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2015

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΜΠΟΔΙΖΕ


Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και ξεκλείδωσε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σαλόνι. Άναψε τα φώτα, όλα οικεία, όπως τα άφησε. Πήγε στο υπνοδωμάτιο, έβγαλε τα ρούχα του, τα κρέμασε στην κρεμάστρα, έβαλε τις παντόφλες του. Φόρεσε τη φόρμα του για να αισθάνεται άνετα. Πέρασε στο σαλόνι και άνοιξε την τηλεόραση. Κανείς δεν τον εμπόδισε. Γέμισε whisky το old fashioned ποτήρι του, έριξε πάγο αρκετό και χαλάρωσε στην πολυθρόνα. Παρακολούθησε ειδήσεις, χάζεψε ένα σήριαλ, μετά το επόμενο. Κανείς δεν τον εμπόδισε. Έκλεισε την τηλεόραση, πήγε στο μπάνιο, έπλυνε τα δόντια του, γύρισε στο υπνοδωμάτιο, έβγαλε τη φόρμα του και ξάπλωσε. Σκεπάστηκε, μέχρι το ύψος του στήθους, διάβασε τη συνέχεια ενός ενδιαφέροντος μυθιστορήματος. Κανείς δεν τον εμπόδισε. Μετά από λίγο, μισή ώρα περίπου, ο ύπνος βάρυνε τα βλέφαρά του. Άφησε το βιβλίο στο κομοδίνο και γύρισε στη βολική του θέση για να κοιμηθεί. Κανείς δεν τον εμπόδισε. Τόσα χρόνια κανείς δεν τον εμπόδιζε.


Ο πίνακας "A splendid Superior Home" είναι του Howard Arkley

Πέμπτη, Οκτωβρίου 15, 2015

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 56


Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα. Ήταν σκυμμένη πάνω από τον γκισέ την ώρα που μετρούσα τα χρήματα στο μηχάνημα.
- Ορίστε, 500 ευρώ, της είπα, αφήνοντας τα χρήματα, μαζί με το βιβλιάριο, στον πάγκο.
Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά Chivancy που φορούσε. Αποκαλύφθηκαν δύο καστανά μάτια, διακριτικά βαμμένα με ρίμελ της Clinique. Οι σακούλες κάτω από τα μάτια προσπαθούσαν να κρυφτούν πίσω από την κρέμα ματιών Idealia Eyes της Vichy, πράγμα το οποίο κατάφερναν με αρκετή επιτυχία, αλλά οι ρυτίδες στο πλάι, παρά την προσπάθεια να δραπετεύσουν, με τη διακριτική βοήθεια και φροντίδα της αντιρυτιδικής κρέμας Le Lift της Chanel, από την κυριαρχία του ορατού κόσμου, άφηναν τα αποτυπώματά τους ακόμα και στο πιο ανυποψίαστο βλέμμα.
-Εσύ; ρώτησα, με τόνο καταφατικό.
-Εγώ, απάντησε.
-Μετά από τόσα χρόνια, συμπέρανα, αφήνοντας τα ουσιώδη ερωτήματα στην άκρη, προς το παρόν.
-Μετά από τόσα χρόνια, συμφώνησε.
Η άκρη ενός πιστολιού  με σημάδευε στο πρόσωπο. Πως δεν το είχα αντιληφθεί; Ή μήπως ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής να μου το παρουσιάσει σαν έκπληξη.
-Τι σημαίνει αυτό; άρχισα τις ουσιαστικές  ερωτήσεις.
- Κάτι που έπρεπε να έχει γίνει πριν από δέκα χρόνια.
Συμφώνησα, αν και δεν ήθελα να συμφωνήσω.
-Υπάρχει πιθανότητα να το ξανασκεφτείς;
-Ποιο;
-Αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις.
-Εσύ τι νομίζεις;
- Δεν ξέρω. Νομίζω πως όχι.
-Συμφωνώ μαζί σου.
- Δεν είναι δική μου ευθύνη. Δεν του είπα να φτάσει μέχρι εκεί.
- Μην συνεχίζεις. Δεν ήρθα εδώ να συζητήσουμε.
Πρώτη διάψευση.
- Ναι, αλλά θα πρέπει να ξέρεις.
- Ξέρω.
- Όχι όμως τη δική μου άποψη. Μόνο του Χειλά.
- Μου είναι αρκετή.
- Τον εμπιστεύεσαι;
- Έχω τους λόγους μου.
- Μπορώ να ρωτήσω ποιοι είναι αυτοί ;
- Όχι.
Προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο. Λένε ότι κάνει καλό στην εκτόνωση της κατάστασης. Κάνει πιο χαλαρό αυτόν που κρατάει την κατάσταση στα χέρια του. Αυτόν που νομίζει ότι ελέγχει τα πάντα. Τον κάνει ν' αρχίσει να σκέφτεται . Ν' απαλλαγεί από την εμμονή του, αρκετές φορές κι από το όπλο του. Έκανα μια προσπάθεια  να επιβεβαιώσω τις επιστημονικές εκτιμήσεις. Να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι το κύρος τους ή την ανεπάρκειά τους. Προσπάθησα να διακρίνω το βλέμμα της. Το όπλο μου έκρυβε τη θέα του προσώπου της. Ήταν, σχεδόν, μπροστά στα μάτια μου. Τα συμπεράσματα των ερευνών αφορούσαν άλλες περιπτώσεις. Δυστυχώς.
-Πάντως δεν ήθελα να σε προδώσω. Να σε εγκαταλείψω καλύτερα, να σε αγνοήσω.
-Ναι; Εντάξει, δεν θα κολλήσουμε στις λέξεις. Τότε γιατί το έκανες αυτό που ονομάζεις εγκατάλειψη, πούλημα το λέω εγώ στη γλώσσα μου.
-Έπρεπε να κρυφτώ. Να μην φανεί ότι είχαμε κάποια σχέση. Αν μας έβλεπαν μαζί, οι υποψίες θα έπεφταν πάνω μου. Παρακολουθούσαν το σπίτι μου, το τηλέφωνό μου, από την πρώτη στιγμή.
-Η αστυνομία έβαλε την υπόθεση στο αρχείο. Ο Βασίλης βρέθηκε νεκρός, η φιλενάδα του καταδικάστηκε για δολοφονία. Κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι ο ταμίας της τράπεζας είχε κάποια σχέση με την ληστεία, μετά από αυτό που συνέβη.
- Δεν έχεις δίκιο. Με υποπτεύονταν ακόμα και μετά την αντίδρασή μου στη διάρκεια της ληστείας. Είναι περισσότερο έξυπνοι από ό,τι φαίνονται. Τελοσπάντων, μερικοί απ’αυτούς. Ελάχιστοι, αλλά δυστυχώς υπάρχουν. Με ανέκριναν. Προσπάθησαν να συνδέσουν το γεγονός ότι σύχναζα στο «Παπάκι».  Πέρασα αρκετές ώρες στην ασφάλεια.
-Ναι, αλλά σε άφησαν ελεύθερο. Έγινες διευθυντής σε υποκατάστημα τράπεζας. Σε αντάμειψαν για τον ηρωισμό σου, όταν πείστηκαν ότι δεν είχες καμία σχέση με τη ληστεία. Κυνήγησες το δράστη μέχρι να μπει στο αυτοκίνητό του. Ήξερες ότι  στόχος του Βασίλη δεν ήταν να σε πετύχει.  Έκανε αυτό που έπρεπε για να γίνει πιο πιστευτό το σχέδιο. Ήταν μέρος της δουλειάς. Έριξε δυο τρεις πυροβολισμούς για την τιμή των όπλων. Αν ήθελε να σε χτυπήσει θα το έκανε. Όλα ήταν σχεδιασμένα. Το μόνο που δεν μπορούσα να προβλέψω ήταν ο χαρακτήρας σου. Σε είχα ερωτευθεί. Νόμιζα ότι θα ξεφύγω από τη μιζέρια. Έστω κι αν πρόδιδα τον άνθρωπο που με είχε εμπιστευτεί. Εσύ έδωσες τον αριθμό του αυτοκινήτου του στην αστυνομία. Βέβαια ο αριθμός ήταν κλεμμένος, αλλά η αστυνομία όταν βρήκε το αυτοκίνητο, είχε ένα στοιχείο. Έστειλες κάποιον στο διαμέρισμα που κρυβόταν, πριν προλάβει η αστυνομία, να πάρει το μερίδιο σου από τα χρήματα της ληστείας. Ο Βασίλης, όταν έφτασε η αστυνομία ήταν νεκρός. Τα χρήματα της ληστείας δεν βρέθηκαν ποτέ.  Με υποπτεύτηκαν, με κατηγόρησαν και με καταδίκασαν. Δεν είχα άλλοθι. Βρέθηκαν αρκετοί «πρόθυμοι» να καταθέσουν εις βάρος μου. Τη ώρα του φόνου ήμουν στο κρεβάτι μαζί σου. Ποιος θα φανταζόταν ότι μια μπαρόβια θα είχε σχέση μ’έναν ευυπόληπτο πολίτη. Έπρεπε να κρυβόμαστε. Σε προστάτευσα και το πλήρωσα. Μόνο που δεν ανταμείφθηκα. Μια μέρα, μια ώρα φυλακή είναι απάνθρωπο, άδικο για έναν αθώο. Πόσο αν ο χρόνος είναι δέκα χρόνια. Τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνει μετά την απελευθέρωσή του; 
Ένα σκίρτημα φάνηκε στην άκρη των χειλιών της. Σαν ένα μικρό έντομο να προσπαθούσε να πετάξει κάτω από το δέρμα της. Περίμενα να συνεχίσει τις ερωτήσεις , αλλά δεν το έκανε.
-Αν θέλεις μπορούμε να συναντηθούμε κάπου αλλού να συζητήσουμε. Σου οφείλω κάποιες εξηγήσεις. Δεν είναι ο κατάλληλος χώρος εδώ, μ’αυτό το σιδερικό να με σημαδεύει.
-Δεν ήρθα για να συζητήσω, διέψευσε δεύτερη φορά τον εαυτό της.
Δεν τόλμησα να ρωτήσω ευθέως το σκοπό της επίσκεψής της. Μην το κάνουμε κωμωδία. Το όπλο που με σημάδευε, τα μαύρα γυαλιά, τα βαμμένα χείλη, το ηλιοκαμένο πρόσωπο, το εφαρμοστό παντελόνι, η μπλούζα της, που ένας από τους ελάχιστους  λόγους που τη φορούσε ήταν να αναδεικνύει τα στήθη της, ο χείμαρρος των μαύρων μεταξένιων μαλλιών της, επιβεβαίωναν αυτό που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, βγαλμένο από  έγχρωμη ταινία φιλμ νουάρ βήτα διαλογής. Ηλίου φαεινότερον. Όλα συνηγορούσαν στη δολοφονία μου.
Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να σχηματίζονται στο πρόσωπό μου. Σε λίγο θα κυλούσαν στις παρειές του προσώπου μου.
-Έχεις τίποτα; με ρώτησε ο συνάδελφος από το διπλανό γκισέ. Φαίνεσαι χλωμός.
-Όχι δεν είναι τίποτα, τον καθησύχασα.
Έριξα το βλέμμα μου στην Μπάρμπαρα. Είχε βάλει ξανά τα γυαλιά στο πρόσωπο της. Ως προς αυτό είχε δείξει μια αλλαγή στάσης. Γεγονός άνευ σημασίας, αν αυτή η αλλαγή δεν επεκτεινόταν στο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της. Τα γυαλιά τής έδιναν μια εικόνα μυστηρίου, αλλά αυτό που την χαρακτήριζε ήταν το πιστόλι που με σημάδευε. Αν ήθελε ν’ αλλάξει την εμφάνισή της, έπρεπε να βάλει, αυτοστιγμεί, το όπλο στην τσάντα της. Να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση. Όπως ακριβώς ήταν, όταν ο αριθμός 56 στον ηλεκτρονικό πίνακα την καλούσε να πλησιάσει το ταμείο που εργαζόμουν. Η εικασία μου, αν εύλογη και λογική, δεν εισακούστηκε ούτε από αυτήν ούτε από το Θεό που επικαλέστηκα στιγμιαία. Εξακολουθούσε να με σημαδεύει με το πιστόλι.
-Λοιπόν, είπα, για να πω κάτι, να κερδίσω χρόνο. Το δάχτυλό μου ακουμπούσε το κουμπί συναγερμού. Υπολόγιζα στον πανικό που θα της προκαλούσα και στην αναποφασιστικότητά της όταν θα το πατούσα. Αν και το παρελθόν της δεν  συναινούσε σε κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων το πάτησα. Αυτή πάτησε κάτι άλλο. Όπως αποδείχτηκε ήταν η σκανδάλη.



Ο πίνακας "Robbers II" είναι του Hiro Yamagata



Κυριακή, Οκτωβρίου 11, 2015

IN BLOOM(DANCE SCENE)




 Ο χωρισμός, ο αποχαιρετισμός, η χαμένη αθωότητα. Η θλίψη είναι ο κύκλος, τα βήματα, η σκιά στο πρόσωπο. Τ'απλωμένα χέρια, υψωμένα, λυγισμένα, η έκφραση του σώματος. Τα σκουπισμένα δάκρυα, το ατάραχο βλέμμα, ανέκφραστο, πικρό. Ωστόσο ονειροπόλο, μα τόσο απελπισμένο. Ο εγκλωβισμός της ψυχής σ’αυτό το λυτρωμένο σώμα. Η σκέψη περιορισμένη στην περίμετρο του μυαλού, τα φυλακισμένα συναισθήματα. Η διαφυγή από τη φυλακή του προγραμένου μέλλοντος. Μέλλον χωρίς εκπλήξεις παραμένει πάντα παρόν. Αδιάφορο και ισοπεδωτικό. Δίχως εναγκαλισμούς ονείρων και ανιχνεύσεις ουτοπιών.


 Απογευματάκι Κυριακής. Λίγα ακόμα λόγια το βραδάκι.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 09, 2015

IN BLOOM


 

Τώρα που ο χρόνος λιγοστεύει, τώρα που ζω εντός του μέλλοντός μου, μου αρκούν τα λίγα και ταχτικά.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 05, 2015

Ο ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ ΚΙ Ο ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ(ΤΕΛΙΚΟ)


Ο Θανάσης Βαρουφάκης και ο Ντίνος Καμπουράκης ήταν φίλοι από μικρά παιδιά. Δεν τους χώριζαν πολιτικές πεποιθήσεις, ιδέες, σεξουαλικές προτιμήσεις, η κοινωνική τους θέση, η αισθητική προσέγγιση του κόσμου, η γνώση, τα βιβλία, οι ενδυματολογικές επιλογές, οι παρέες, οι φιλίες, η επαγγελματική αποκατάσταση, η οικογένεια, τα παιδιά. Υπήρχε, όμως, μια ουσιαστική, υπαρξιακή ας την ονομάσουμε, διαφορά μεταξύ των δύο φίλων. Ο Ντίνος Καμπουράκης ήταν ανύπαρκτος. Δεν υπήρχε.
Το γεγονός ότι ήταν ανύπαρκτος, δεν εμπόδισε τους κοινούς φίλους τους να καταδικάσουν την απουσία του Ντίνου Καμπουράκη από την κηδεία του Θανάση Βαρουφάκη. Επικριτικοί σε βαθμό μνησικακίας προς τον οιονεί απόντα Καμπουράκη αναθυμήθηκαν τις οικονομικές ευεργεσίες του Θανάση στο Ντίνο, τις αξέχαστες οινοποσίες τους, τη συντροφιά των οικογενειών τους, τις καλοκαιρινές διακοπές τους, τις πλάκες με τους φίλους, τα καυστικά τους σχόλια , την εξυπηρέτηση του Θανάση στον Ντίνο όταν  αντιμετώπιζε επαγγελματικές δυσκολίες, τις από κοινού μοιχείες τους. Εδώ χαμήλωναν οι τόνοι της συζήτησης. Εκ των δύο απόντων φίλων οι επικρίσεις στρέφονταν αναφανδόν στο Ντίνο, δίχως να βρεθεί κάποιος να τον υπερασπιστεί, λες και θα βεβήλωναν την μνήμη του Βαρουφάκη. Τούτων ούτως εχόντων τι ποιητέον; Κατέληξαν στο προφορικό ανακοινωθέν, ομοφώνως ψηφισθέν απ’ όλους τους παρευρισκομένους στη εξόδιο ακολουθία, ότι ο Ντίνος Καμπουράκης  καταδικάζεται στη λήθη.  

Ο πίνακας είναι του Δημήτρη Μυταρά

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 30, 2015

Ο ΖΟΡΟ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ


-Να μου φέρετε τον Ζορό, εδώ μπροστά μου, ζωντανό ή νεκρό. Φύγετε τώρα!
Τι άλλο να κάνουμε, φύγαμε. Δεν ξέραμε που θα ξεσπούσε η οργή του.
Γύρισα σπίτι σκυθρωπός. Η Ελένη με ρώτησε, γιατί ήμουν έτσι. Της εξήγησα. Το βλέμμα της βάρυνε.
-Τώρα τι θα κάνεις; ρώτησε.
-Αυτό που πρέπει. Να τον βρω.
Δεν είπε τίποτα. Φάγαμε σιωπηλοί. Εγώ ξάπλωσα για λίγο, περισσότερο για να σκεφτώ. Εκείνη έπλυνε τα πιάτα και ήπιε καφέ καπνίζοντας.
Η ενέδρα ήταν καλά στημένη. Το σχέδιο ήταν στην εντέλεια επεξεργασμένο. Τον βρήκαμε σ’ ένα βράχο να ψαρεύει. Φαινόταν καλή ψαριά, γιατί δίπλα του είχε αρκετά ψάρια στο πανέρι. Φορούσε τη μαύρη στολή και την μπέρτα του. Στο πρόσωπο φορούσε τη μάσκα του. Ανέλαβα εγώ να τον αιφνιδιάσω. Θα τον άρπαζα απ’ το λαιμό και μετά οι άλλοι δύο συνάδελφοι θα τον έπιαναν από τα χέρια και θα τον ακινητοποιούσαν. Γνωρίζαμε ότι ήταν σκληρό καρύδι. Η δουλειά έπρεπε να γίνει με προγραμματισμό και ψυχραιμία. Ένα λάθος στη λεπτομέρεια και όλα θα γίνονταν καπνός.
Κατέβηκα  αθόρυβα την πλαγιά, σπαρμένη μυτερά βράχια. Ο παραμικρός θόρυβος, ένα παραπάτημα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η αναπνοή μου σχεδόν δεν ακουγόταν. Το κύμα που έσκαγε λικνιστικά στα βράχια,  άφηνε την δροσερή ανάσα του με ένα μονότονο μουρμουρητό, όπως κάνει κάθε κύμα.
Έφτασα ακριβώς πίσω του, τον άρπαξα αστραπιαία από το λαιμό και τον ξάπλωσα κάτω. Αιφνιδιάστηκε αλλά προσπάθησε ν’ αμυνθεί, μάλλον επιπόλαια. Προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά τη στιγμή που τα χέρια του έκαναν την ενστικτώδη κίνηση να στραφούν απειλητικά προς το μέρος μου, οι σύντροφοί μου ήταν ήδη δίπλα μου. Του άρπαξαν τα χέρια και με μια αποτελεσματική λαβή τα έφεραν πίσω στη μέση του. Άφησα το λαιμό του και με μια κίνηση κεραυνοβόλα του πέρασα τις χειροπέδες. Ο Ζορό με τα χέρια δεμένα, έκανε να βουτήξει στη θάλασσα. Οι ικανότητές του ήταν δεδομένες. Μπορούσε να κολυμπήσει με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Αυτό το γνωρίζαμε, γι’αυτό ήμασταν προετοιμασμένοι. Τον άρπαξε ο Νίκος «ο περιφρονημένος», έτσι τον φωνάζαμε στο «Σώμα», πριν προλάβει να βουτήξει στο νερό. Έσφιξε το Ζορό με τα χέρια του, που ήταν δυο ανθρώπινες τανάλιες. Τον ακινητοποίησε, ενώ οι ενισχύσεις των συναδέλφων είχαν φτάσει. Ο Ζορό έπαψε να αντιστέκεται, συμβιβασμένος με τη μοίρα του. Τον μεταφέραμε στο περιπολικό πετώντας τον, βίαια, στο πίσω κάθισμα. Το περιπολικό ξεκίνησε μουγκρίζοντας, αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω του, όπως αρμόζει μετά από μια πετυχημένη αποστολή. Οι συνάδελφοι τον οδήγησαν στη διεύθυνση ασφαλείας, όπου περίμενε ο αρχηγός.
Κοίταξα τα χέρια μου, μετά τον ήλιο που έδυε και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου. Δεν τα είχα ανάγκη, αλλά μου έδιναν έναν αέρα αυτοπεποίθησης και χαλάρωσης. Οδήγησα αργά, κοιτώντας το τοπίο που σκούραινε.  Τα χρώματα παρέδιδαν τη θέση τους στο σκοτάδι. Τα φώτα που άναβαν σιγά-σιγά φώτιζαν μια πόλη έτοιμη να υποδεχθεί την επιτυχία μας. Έβγαλα τα γυαλιά και άνοιξα το ραδιόφωνο. Αν έλεγα ότι η μουσική που με συντρόφευε ήταν του Jacob Pavek θα έχανε σε ρεαλισμό η ιστορία μου.
Σε λίγο θα ήμουν κι εγώ στο αρχηγείο. 

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2015

ΚΕΛΙ ΑΠΟ ΧΡΥΣΑΦΙ




Σπουδαίες ταινίες είναι αυτές που βρίσκονται διαρκώς μπροστά μας. Είτε ως τέχνη είτε ως πραγματικότητα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 21, 2015

Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΟΥΜΠΙΓΙΑΣ


Όταν δεν έχω δουλειά, μετά τον μεσημεριανό ύπνο, το απογευματάκι, επισκέπτομαι τον μπατζανάκη μου, τον Θεόφιλο Κουμπίγιας.
Το πραγματικό του όνομα είναι Θεόφιλος Κεφάλας, αν και το κεφάλι του είναι τόσο μικρό όσο μια ελιά Καλαμών. Αρκετό όμως να χωρέσει τα μαλλιά του, το μέτωπο, τα φρύδια, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, το σαγόνι, τα αυτιά και το μυαλό του.  Ο πατέρας του, Μυτιληναίος στην καταγωγή, φανατικός οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Περού, ειδικά του Τεόφιλο Κουμπίγιας, ποδοσφαιριστού διαπρέψαντος στο Μουντιάλ του Μεξικό το 70,  τον οποίο λάτρευε, ονόμασε, προς τιμήν του, το γιο του, Θεόφιλο Κουμπίγιας. Ο Θεόφιλος γεννήθηκε την ίδια μέρα της ήττας του Περού από τη Βραζιλία στις 14 Ιουνίου 1970. Ο Θεόφιλος Κεφάλας δεν επέδειξε τάσεις ποδοσφαιρικού ταλέντου, απέφυγε ή αδυνατούσε, υποψιάζομαι ότι η σωματοδομή ή μάλλον η κεφαλοδομή του έπαιξε ανασταλτικό παράγοντα στην εξέλιξή του, να τιμήσει το ένδοξο όνομα του ινδάλματος του πατέρα του, απογοητεύοντας όσοι τον πίστεψαν, πρώτα απ’όλους τον πατέρα του, και μετά τους άλλους, που  εδώ που τα λέμε δεν έκοψαν φλέβες από την αποτυχία του οράματος και των προσδοκιών του προδομένου πατέρα.  Αλλά το όνομα έμεινε.
 Οι δυο μας δουλεύουμε επαγγελματικά, παρά τα χρονάκια μας, ως ναυαγοσώστες στο πολυτελές ξενοδοχείο «Fabulous», για να διαβιούμε εντίμως, αλλά πρωταρχική μας ανάγκη είναι, εμένα το γράψιμο, κι  εκείνου η «μεγάλη ζωή».
Σήμερα, λοιπόν, τον βρήκα να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού του φορώντας σατέν ρόμπα και μ’ένα Davidoff στο χέρι.
-Καλώς τον Τσέχωφ.
Έτσι με προσφωνούσε όταν βρισκόμασταν μεταξύ μας. Γνώριζε ότι αγαπημένοι μου συγγραφείς ήταν ο Τσέχωφ κι ο Μωπασσάν. Για έναν απόκρυφο λόγο, δεν με είχε ποτέ προσφωνήσει Μωπασσάν.
-Γεια σου Λουδοβίκε, τον αντιχαιρετούσα, εν κρυπτώ, αποφεύγοντας το «Δέκατε τέταρτε», χάριν συντομίας, γνωρίζοντας τις αυτοκρατορικές του τάσεις.
-Θα πιεις τσάι; με ρώτησε. Πριν απαντήσω, έστρεψε το κεφάλι του προς το εσωτερικό του σπιτιού και σαν να απευθυνόταν στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα φώναξε:
-Μισέλ, έλα ένα λεπτό που σε θέλω.
Εν ριπή οφθαλμού στην πόρτα εμφανίστηκε ένας μεσόκοπος κύριος, με λιβρέα, ελάχιστα μαλλιά, κοκκινωπό πρόσωπο, 1,57 ύψος, 62 κιλά βάρος με τα ρούχα, παπούτσια καλογυαλισμένα, καθρέφτης. Έκανε μια υπόκλιση, η οποία επιβεβαίωνε ότι ήταν ο Μισέλ και όχι κανένας άλλος.
-Τι επιθυμεί ο κύριος; απευθύνθηκε στον Θεόφιλο Κουμπίγιας
-Μπορείς να φέρεις το τσάι.
-Ότι επιθυμεί ο κύριος, απάντησε δουλικά ο υπηρέτης.
Έριξα το βλέμμα μου στο τοπίο. Απέναντι αχνόφεγγε το γαλαζωπό βουνό, που έκρυβε με τον όγκο του την τουριστική περιοχή που μας έθρεφε. Πέρα η θάλασσα σκούραινε, αλλάζοντας χρώμα. Γινόταν βαθύ μπλε, ανταριαζόταν από μια υπόγεια θαλασσινή ανάσα, που σίγουρα, μετά από τόσα χρόνια επιστημονικής προόδου, γνωρίζαμε ότι δεν ήταν του θεού Ποσειδώνα.
O ήλιος, για να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο, όπως τα  δένδρα, την αυλή, τον δρόμο, το σπίτι, βάθαινε στην άκρη του ορίζοντα, μέσα σ’ένα απέραντο γαλάζιο πηγάδι, που τον τραβούσε αργά και ηδονικά στην αγκαλιά του, βάφοντας ρόδινη την άκρη του ουρανού ή σύμφωνα με τις νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές έπαιρνε το χρώμα του κρόκου φρέσκου τηγανιτού αυγού.
Ο Μισέλ επέστρεψε κρατώντας το δίσκο με το σερβίτσιο τσαγιού. Το ακούμπησε προσεχτικά σ’ένα πάγκο από μάρμαρο, που χρησιμοποιούσε για πάσο, και με τα γαντοφορεμένα χέρια του το μετέφερε με επισημότητα,  ζεστό, με το άρωμά του να δραπετεύει από τη φυλακή της πορσελάνης, στο τραπεζάκι.
Με το αριστερό χέρι πίσω στη μέση, ξεκίνησε να με σερβίρει ερχόμενος από τη δεξιά πλευρά μου, όπως όριζε το εθιμοτυπικό δίκιο του σέρβις.
-Ευχαριστώ, Μισέλ, θα βάλω μόνος μου, του είπα.
Ο Μισέλ ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ κύριε» και απομακρύνθηκε, για να επανέλθει αφήνοντας στο τραπέζι τα συνοδευτικά γλυκά του τσαγιού.
-Ρεπό έχεις αύριο; ρώτησα τον Θεόφιλο.
-Ναι, θα το διασκεδάσουμε λίγο, μετά από τόσο καιρό. Έχει ρεπό και η Λέλα. Δεν ξέρεις τι τραβάει εκεί στη λινοθήκη. Σαράντα βαθμούς, χωρίς αιρκοντίσιον. Έχουν για δροσιά κάτι ανεμιστήρες που βαριούνται να γυρίσουν. Τέλος πάντων, υπομονή είπαμε. Θα πάμε με το κότερο στη Σύμη. Μαζί με τους Εξαρχόπουλους. Θέλουν να γνωρίσουν το καινούργιο μας σκάφος. Θα σκάσουν απ’ το κακό τους. Τους το φύλαγα, όμως.
-Πολύ καλά κάνετε, εγώ δουλεύω, αλλά έμεινε ένας μήνας για να ξεκουραστούμε.
-Και να γράψουμε, συμπλήρωσε ο Κουμπίγιας.
-Και να γράψουμε, συμφώνησα.
Το τσάι ήταν απολαυστικό, έβαλα ακόμη λίγο στην κούπα μου, και γεύτηκα τα υπέροχα κρουασάν μελιού.
-Το επίδομα ανεργίας θα μειωθεί κι άλλο; ρώτησε ο Θεόφιλος, αναγνωρίζοντας τις γνώσεις μου επί των εργατικών θεμάτων.
-Όχι, αλλά με τριακόσια ευρώ το μήνα για τρεις μήνες, πως να ζήσεις, γνωμοδότησα. Ευτυχώς που περισσεύουν κάποια λεφτά το καλοκαίρι και περνάμε, επέκτεινα τον ορισμό μου.
-Ευτυχώς, επικύρωσε τα λεγόμενά μου, σφραγίζοντας τα μάλιστα μ’ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
-Αγάπη μου, ετοιμάζεσαι; Ακούστηκε από μέσα η λυρική φωνή της κουνιάδας μου.
Η φωνή της απόκτησε σωματική ύπαρξη και η Λέλα φάνηκε στην είσοδο της πόρτας, να λάμπει μέσα στο κόκκινο φόρεμά της, αφήνοντας το άρωμα του Chivancy να κυριεύσει το χώρο.
-Θεέ μου, με τη ρόμπα είσαι ακόμα; Μα σε μισή ώρα πρέπει να είμαστε στους Λυκιαρδόπουλους για το απεριτίφ, αναφώνησε σαν τραγωδός στην Επίδαυρο.
-Εντάξει, αγάπη μου, δεν θ’αργήσω, σηκώνομαι, απάντησε ο πρωταγωνιστής της κωμωδίας.
-Πρέπει να υπακούσω, γιατί ξέρεις την κατάληξη, γύρισε και μου ψιθύρισε ο Θεόφιλος.
-Θεέ μου, συγνώμη Γκυ, έτσι με φώναζε, από το μικρό όνομα του Μωπασσάν, τον οποίο θυμόταν, αν και παιδευόταν στο υπόλοιπο του ονόματος του κορυφαίου πεζογράφου, δεν σε χαιρέτησα, είμαι τόσο αναστατωμένη, πρέπει να είμαστε στους Λυκιαρδόπουλους σε μισή ώρα. Εγώ είμαι σχεδόν έτοιμη και ο Τεό είναι με τη ρόμπα.
-Έχουμε ώρα, μωρό μου, ακούστηκε η φωνή του Τεό από το μπάνιο, καθησυχαστική. Άλλωστε ο Ζοζέ δεν έχει γυρίσει από το πλυντήριο. Τον έστειλα να πλύνει το αμάξι.
Από το πρόσωπο της Λέλας πέρασε μια σκιά ανησυχίας η οποία απομακρύνθηκε αμέσως όταν ακούστηκε ο ήχος της Μερσεντές που ανέβαινε ρολάροντας την ανηφόρα.
-Ευτυχώς ήρθε ο Ζοζέ, απευθύνθηκε σε μένα, που δεν ανησυχούσα αν έρθει ή δεν έρθει ο Ζοζέ, ούτε εδώ που τα λέμε ακόμα κι αν ερχόταν ο Μουρίνιο.
-Πρέπει να πηγαίνω, είπα, μην σας καθυστερώ.
Η Λέλα δεν φάνηκε να διαφωνεί με την απόφασή μου. Με συνόδευσε μέχρι την πόρτα του κήπου.
-Τελικά δεν μου είπες ο Μωπασσάν είναι καλός; με ρώτησε, ενώ τα μάτια της άφηναν ένα γλυκό βλέμμα να με αγκαλιάσει.
-Καλός είναι, άμα τον διαβάζεις, απάντησα, ενώ η βαριά πόρτα του κήπου έκλεινε πίσω μου, υπακούοντας νωχελικά στο τηλεκοντρόλ του Ζοζέ.

-   

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2015

ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΣΤΗ ΣΤΟΚΤΟΝ!




"Ύστερα από μια πολύ μεγάλη παύση, ο Μπολάνιο απάντησε στην ερώτησή μου με μια άλλη ερώτηση: —Έχεις δει το Fat City; Είπα πως ναι. —Στον Μιράλλες αρέσει πολύ το σινεμά, συνέχισε ο Μπολάνιο. Έβλεπε ταινίες στην τηλεόραση, που τοποθετούσε κάτω από την τέντα του τροχόσπιτού του μερικές φορές πήγαινε στο Καστελντεφέλς και σ’ ένα απόγευμα έβλεπε τρεις ταινίες, ολόκληρο το πρόγραμμα, δεν τον ένοιαζε ό,τι κι αν έπαιζαν. Εγώ εκμεταλλευόμουν τις λίγες μέρες που είχα ελεύθερες για να πάω στη Βαρκελώνη, κάποια μέρα όμως τον συνάντησα στο δρόμο για το Καστελντεφέλς, ήπιαμε μαζί μια ορτσάτα και μετά μου πρότεινε να πάω μαζί του σινεμά. Μια και δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, πήγα. Τώρα μπορεί να ακούγεται σαν ψέμα ότι σ’ ένα παραθεριστικό χωριό έπαιζαν μια ταινία του Χιούστον, όμως τότε αυτά τα πράγματα συνέβαιναν. Ξέρεις τι πάει να πει Fat City; Κάτι σαν Πόλη των ευκαιριών ή Φανταστική πόλη ή, ακόμα καλύτερα, Τι πόλη! Ε, λοιπόν, τι ειρωνεία! Γιατί η Στόκτον, η πόλη της ταινίας, είναι απάνθρωπη, όπου δε δίνονται ευκαιρίες σε κανέναν, παρά μόνο για την αποτυχία. Για την πιο απόλυτη και ολοκληρωτική αποτυχία, ουσιαστικά. Είναι παράξενο:σχεδόν όλες οι ταινίες με μποξέρ διηγούνται την ιστορία της ανόδου και της πτώσης του πρωταγωνιστή, το πώς έρχεται η επιτυχία και μετά ακολουθεί η αποτυχία και η λήθη. Στο Fat City κανένας από τους δυο πρωταγωνιστές —ένας γέρος κι ένας νέος μποξέρ— δεν μπορεί να ρίξει καν μια γρήγορη ματιά στην επιτυχία, ούτε κανένας άλλος απ’ όσους βρίσκονται γύρω τους, όπως εκείνος ο γέρος και τελειωμένος Μεξικάνος μποξέρ, δεν ξέρω αν τον θυμάσαι, που κατουράει αίμα πριν ανέβει στο ριγκ, ενώ μπαίνει και βγαίνει μόνος του από το στάδιο, σχεδόν στο σκοτάδι. Τέλος πάντων, εκείνο το βράδυ, όταν τελείωσε η ταινία, πήγαμε στο μπαρ, καθίσαμε στην μπάρα, παραγγείλαμε μπίρες, κάτσαμε εκεί, κουβεντιάζαμε και πίναμε μέχρι πολύ αργά, μπροστά σ’ ένα μεγάλο καθρέφτη που μας αντικατόπτριζε, όπως και το μπαρ, όπως τους δυο μποξέρ της Στόκτον στο τέλος του Fat City, και νομίζω ότι η σύμπτωση και οι μπίρες ήταν αυτό που έκανε τον Μιράλλες να πει κάποια στιγμή ότι κι εμείς θα είχαμε την ίδια κατάληξη, αποτυχημένοι, μόνοι και ελάχιστα γνωστοί σε μια απάνθρωπη πόλη, κατουρώντας αίμα πριν βγούμε στο ριγκ,για να παλέψουμε μέχρι θανάτου με την ίδια μας τη σκιά, σ’ ένα άδειο στάδιο. 0 Μιράλλες δεν το είπε, φυσικά.τα λόγια τα βάζω εγώ τώρα, είπε όμως κάτι παρόμοιο. Εκείνο το βράδυ γελάσαμε πολύ και όταν φτάσαμε πια τα ξημερώματα στο κάμπιγκ και είδαμε ότι όλος ο κόσμος κοιμόταν και ότι το μπαρ ήταν κλειστό, συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε και να γελάμε μ’ εκείνο το αμήχανο γέλιο που πιάνει τον κόσμο στις κηδείες ή σε παρόμοιες καταστάσεις, ξέρεις, και όταν πια είχαμε αποχαιρετιστεί κι εγώ είχα ξεκινήσει για τη σκηνή μου, παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι, ο Μιράλλες με φώναξε ψιθυριστά και γύρισα και τον είδα, χοντρό και φωτισμένο από το αμυδρό φως μιας λάμπας, καμαρωτό και με τη γροθιά στον αέρα και προτού ξεσπάσει πάλι σε γέλια, τον άκουσα να ψιθυρίζει μέσα στην κοιμισμένη σιωπή του κάμπινγκ: «Μπολάνιο, θα τα πούμε στη Στόκτον!» και από κείνη τη μέρα, κάθε φορά που αποχαιρετούσαμε ο ένας τον άλλο μέχρι το επόμενο πρωί ή μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, ο Μιράλλες πρόσθετε πάντα: «Θα τα πούμε στη Στόκτον!»."

"Στρατιώτες της Σαλαμίνας"
Χαβιέρ Θέρκας
Μετάφραση: Ελισώ Λογοθέτη


 σ.228, 229., 230

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΒΕΡΗ

SAVOIR MOURIR

Αν έρθετε στην κηδεία μου
θα’ρθω κι εγώ στη δική σας.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
 Απ’ τη συλλογή «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ» (1986)


Στεκόμουν στο παράθυρο του σπιτιού μου και κοίταζα την κίνηση στο δρόμο. Πίσω μου, εκεί που τερματίζει ο διάδρομος, στεκόταν ο Γιάννης Βαρβέρης. Αισθάνθηκα την παρουσία του και γύρισα.
-Πλησίασε, μου είπε.
Έκανα δυο τρία βήματα προς το μέρος του και στάθηκα.
-Θα έρθω στην κηδεία σου, με καθησύχασε.
-Μα δεν είμαι πεθαμένος, τον διαβεβαίωσα
-Ούτε εγώ ζωντανός, διευκρίνισε.
Μετά χάθηκε.