Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2015

ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΣΤΗ ΣΤΟΚΤΟΝ!




"Ύστερα από μια πολύ μεγάλη παύση, ο Μπολάνιο απάντησε στην ερώτησή μου με μια άλλη ερώτηση: —Έχεις δει το Fat City; Είπα πως ναι. —Στον Μιράλλες αρέσει πολύ το σινεμά, συνέχισε ο Μπολάνιο. Έβλεπε ταινίες στην τηλεόραση, που τοποθετούσε κάτω από την τέντα του τροχόσπιτού του μερικές φορές πήγαινε στο Καστελντεφέλς και σ’ ένα απόγευμα έβλεπε τρεις ταινίες, ολόκληρο το πρόγραμμα, δεν τον ένοιαζε ό,τι κι αν έπαιζαν. Εγώ εκμεταλλευόμουν τις λίγες μέρες που είχα ελεύθερες για να πάω στη Βαρκελώνη, κάποια μέρα όμως τον συνάντησα στο δρόμο για το Καστελντεφέλς, ήπιαμε μαζί μια ορτσάτα και μετά μου πρότεινε να πάω μαζί του σινεμά. Μια και δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, πήγα. Τώρα μπορεί να ακούγεται σαν ψέμα ότι σ’ ένα παραθεριστικό χωριό έπαιζαν μια ταινία του Χιούστον, όμως τότε αυτά τα πράγματα συνέβαιναν. Ξέρεις τι πάει να πει Fat City; Κάτι σαν Πόλη των ευκαιριών ή Φανταστική πόλη ή, ακόμα καλύτερα, Τι πόλη! Ε, λοιπόν, τι ειρωνεία! Γιατί η Στόκτον, η πόλη της ταινίας, είναι απάνθρωπη, όπου δε δίνονται ευκαιρίες σε κανέναν, παρά μόνο για την αποτυχία. Για την πιο απόλυτη και ολοκληρωτική αποτυχία, ουσιαστικά. Είναι παράξενο:σχεδόν όλες οι ταινίες με μποξέρ διηγούνται την ιστορία της ανόδου και της πτώσης του πρωταγωνιστή, το πώς έρχεται η επιτυχία και μετά ακολουθεί η αποτυχία και η λήθη. Στο Fat City κανένας από τους δυο πρωταγωνιστές —ένας γέρος κι ένας νέος μποξέρ— δεν μπορεί να ρίξει καν μια γρήγορη ματιά στην επιτυχία, ούτε κανένας άλλος απ’ όσους βρίσκονται γύρω τους, όπως εκείνος ο γέρος και τελειωμένος Μεξικάνος μποξέρ, δεν ξέρω αν τον θυμάσαι, που κατουράει αίμα πριν ανέβει στο ριγκ, ενώ μπαίνει και βγαίνει μόνος του από το στάδιο, σχεδόν στο σκοτάδι. Τέλος πάντων, εκείνο το βράδυ, όταν τελείωσε η ταινία, πήγαμε στο μπαρ, καθίσαμε στην μπάρα, παραγγείλαμε μπίρες, κάτσαμε εκεί, κουβεντιάζαμε και πίναμε μέχρι πολύ αργά, μπροστά σ’ ένα μεγάλο καθρέφτη που μας αντικατόπτριζε, όπως και το μπαρ, όπως τους δυο μποξέρ της Στόκτον στο τέλος του Fat City, και νομίζω ότι η σύμπτωση και οι μπίρες ήταν αυτό που έκανε τον Μιράλλες να πει κάποια στιγμή ότι κι εμείς θα είχαμε την ίδια κατάληξη, αποτυχημένοι, μόνοι και ελάχιστα γνωστοί σε μια απάνθρωπη πόλη, κατουρώντας αίμα πριν βγούμε στο ριγκ,για να παλέψουμε μέχρι θανάτου με την ίδια μας τη σκιά, σ’ ένα άδειο στάδιο. 0 Μιράλλες δεν το είπε, φυσικά.τα λόγια τα βάζω εγώ τώρα, είπε όμως κάτι παρόμοιο. Εκείνο το βράδυ γελάσαμε πολύ και όταν φτάσαμε πια τα ξημερώματα στο κάμπιγκ και είδαμε ότι όλος ο κόσμος κοιμόταν και ότι το μπαρ ήταν κλειστό, συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε και να γελάμε μ’ εκείνο το αμήχανο γέλιο που πιάνει τον κόσμο στις κηδείες ή σε παρόμοιες καταστάσεις, ξέρεις, και όταν πια είχαμε αποχαιρετιστεί κι εγώ είχα ξεκινήσει για τη σκηνή μου, παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι, ο Μιράλλες με φώναξε ψιθυριστά και γύρισα και τον είδα, χοντρό και φωτισμένο από το αμυδρό φως μιας λάμπας, καμαρωτό και με τη γροθιά στον αέρα και προτού ξεσπάσει πάλι σε γέλια, τον άκουσα να ψιθυρίζει μέσα στην κοιμισμένη σιωπή του κάμπινγκ: «Μπολάνιο, θα τα πούμε στη Στόκτον!» και από κείνη τη μέρα, κάθε φορά που αποχαιρετούσαμε ο ένας τον άλλο μέχρι το επόμενο πρωί ή μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, ο Μιράλλες πρόσθετε πάντα: «Θα τα πούμε στη Στόκτον!»."

"Στρατιώτες της Σαλαμίνας"
Χαβιέρ Θέρκας
Μετάφραση: Ελισώ Λογοθέτη


 σ.228, 229., 230

Δεν υπάρχουν σχόλια: