Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2015

A WOLF AT THE DOOR




'Αλλα ήθελα να γράψω, για άλλα γράφω. Δεν λένε ότι η ζωή σε  προλαβαίνει; Αν πρόκειται για κινηματογραφική ζωή, τότε άντε να αντισταθείς.
Είδα την ταινία χθες βράδυ. Μετά, έφυγα με το αυτοκίνητο για να συνέλθω από τον ενθουσιασμό. Δεν γουστάρω να ενθουσιάζομαι, με κάνει να νοιώθω αφελής.
Αυτή η ταινία δεν είναι για χώρους συγχρωτισμού. Δεν είναι ταινία για κινηματογραφικές αίθουσες. Δηλαδή τι; Ο Μπερνάρντο φέρνει για πρώτη φορά τη Ρόζα στην γκαρσονιέρα του. Αφοσιώνεσαι στη συνομιλία τους, λατρεύεις τα λόγια τους, ζηλεύεις την αμηχανία τους μέχρι το πρώτο φιλί. Τότε εσύ τι κάνεις; Πώς αντιδράς; Συνεχίζεις να παρακολουθείς την εξέλιξη της ταινίας, καρφωμένος στο κάθισμά σου; Είσαι γεμάτος έκπληξη, θαυμασμό για τη μοναδική κινηματογραφική αποτύπωση της αμήχανης επιθυμίας των δύο προσώπων και κάθεσαι μαζί με τους άλλους θεατές και παρακολουθείς την ταινία σαν να μην συμβαίνει τίποτα μέσα σου; Να μην μπορείς να τιναχτείς από το κάθισμά σου,  να αδειάσεις όσο ποσότητα Vodka χωρά το ποτήρι σου, ναι σκέτη ρε, σκέτη, να την πιεις με δυνατές ρουφηξιές, όσο μπορείς πιο γρήγορα, για να μπορέσεις να αντέξεις τη συγκίνηση, να καταφέρεις να συνεχίσεις να βλέπεις τη Ρόζα να ερωτεύεται, να ονειρεύεται, να ταπεινώνεται, να εκδικείται, με τον πιο σατανικό και βίαιο τρόπο, να μιλάει, να κοιτάζει, να περπατά, να σκέφτεται. Να θαυμάζεις την ερμηνεία ενός κυνικού, φιλάρεσκου, επηρμένου, βολεμένου μικροαστού και συ να συνεχίζεις, δήθεν αδιάφορος να κοιτάς την οθόνη;  Πώς θα αντέξεις το σπίτι της Ρόζας, τον αμίλητο πατέρα της, την άβουλη μητέρα της, τους κλειστούς χώρους, τα σπίτια, τα δωμάτια, την παθητική και εύπιστη Σύλβια, τους δρόμους, τους σταθμούς των τραίνων, τους πιο όμορφους διάλογους που έχεις διαβάσει ποτέ; Πως θα αντέξεις τη σκηνή της γνωριμίας του Μπερνάρντο και της Ρόζας στο σταθμό;
Τη σκηνή της ταπείνωσης της Ρόζας από την λεκτική βιαιότητα του Μπερνάντο πώς την ξεπερνάς; Είσαι καθιστός ακόμη; Αφού το μυαλό σου κόβει βόλτες, εσύ τι κάθεσαι μαζεμένος και σκεφτικός στη θέση σου. Πώς αντέχεις την κτητικότητα και τον εγωισμό τού Μπερνάρντο; Την αμφιβολία, τον διχασμό, την αναποφαστικότητά του; Πες μου πώς; Με ανεπαίσθητες αλλαγές της θέσης σου, μην τυχόν ενοχλήσεις τον διπλανό σου; Τον συμβιβασμό του με την μικροαστική εκδοχή της οικογένειας; Σε ρωτάω πώς; Ανασηκώνοντας το γοφό σου στο κάθισμα, αλλάζοντας θέση στο ίδιο κάθισμα, επειδή η ταινία σε κάνει κομμάτια και δεν θέλεις να το φωνάξεις εκείνη τη στιγμή; Περιμένεις να ανάψουν τα φώτα, να το συζητήσεις με την παρέα σου ή να το ανακοινώσεις στο Facebook; Ή πατώντας ένα νοητό pause σταματάς την ταινία, σηκώνεσαι όρθιος, ανεβαίνεις στη σκηνή και ρωτάς το κοινό, τι ζητάμε εμείς εδώ, αυτό που βλέπουμε μας ξεπερνά, πρέπει να το σταματήσουμε, δεν βλέπεται ομαδικά, θέλει τη μοναξιά του, θέλει  η σκέψη μας να γίνει  στοχασμός κι αυτό δεν γίνεται όταν είμαστε όλοι μαζί. Η ταινία θέλει να της παραδοθούμε, άνευ ορίων άνευ όρων.  
Αυτό έκανα χθες βράδυ βλέποντας την ταινία. Παραδόθηκα. Δεν ανέβηκα σε καμιά σκηνή κινηματογράφου. Ανέβηκα στη σκηνή του μυαλού μου κι έκανα τρεις ώρες να κατέβω. Είπα αυτά που γράφω εδώ σ'ένα ανύπαρκτο ακροατήριο και είδα την ταινία. Όταν με έπιανε από το λαιμό τη σταματούσα. Η θηλιά μετά από λίγο ξέσφιγγε σιγά- σιγά. Στο τέλος η ίδια η  φυλακή των εικόνων με απελευθέρωσε. Απ’ ό, τι φαίνεται προσωρινά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: