-Να μου φέρετε τον Ζορό, εδώ μπροστά μου, ζωντανό ή νεκρό.
Φύγετε τώρα!
Τι άλλο να κάνουμε, φύγαμε. Δεν ξέραμε που θα ξεσπούσε η
οργή του.
Γύρισα σπίτι σκυθρωπός. Η Ελένη με ρώτησε, γιατί ήμουν έτσι. Της εξήγησα. Το βλέμμα της βάρυνε.
Γύρισα σπίτι σκυθρωπός. Η Ελένη με ρώτησε, γιατί ήμουν έτσι. Της εξήγησα. Το βλέμμα της βάρυνε.
-Τώρα τι θα κάνεις; ρώτησε.
-Αυτό που πρέπει. Να τον βρω.
Δεν είπε τίποτα. Φάγαμε σιωπηλοί. Εγώ ξάπλωσα για λίγο,
περισσότερο για να σκεφτώ. Εκείνη έπλυνε τα πιάτα και ήπιε καφέ καπνίζοντας.
Η ενέδρα ήταν καλά στημένη. Το σχέδιο ήταν στην εντέλεια
επεξεργασμένο. Τον βρήκαμε σ’ ένα βράχο να ψαρεύει. Φαινόταν καλή ψαριά, γιατί
δίπλα του είχε αρκετά ψάρια στο πανέρι. Φορούσε τη μαύρη στολή και την μπέρτα
του. Στο πρόσωπο φορούσε τη μάσκα του. Ανέλαβα εγώ να τον αιφνιδιάσω. Θα τον
άρπαζα απ’ το λαιμό και μετά οι άλλοι δύο συνάδελφοι θα τον έπιαναν από τα
χέρια και θα τον ακινητοποιούσαν. Γνωρίζαμε ότι ήταν σκληρό καρύδι. Η δουλειά
έπρεπε να γίνει με προγραμματισμό και ψυχραιμία. Ένα λάθος στη λεπτομέρεια και
όλα θα γίνονταν καπνός.
Κατέβηκα αθόρυβα την
πλαγιά, σπαρμένη μυτερά βράχια. Ο παραμικρός θόρυβος, ένα παραπάτημα μπορούσε
να αποβεί μοιραίο. Η αναπνοή μου σχεδόν δεν ακουγόταν. Το κύμα που έσκαγε
λικνιστικά στα βράχια, άφηνε την δροσερή ανάσα του με ένα μονότονο
μουρμουρητό, όπως κάνει κάθε κύμα.
Έφτασα ακριβώς πίσω του, τον άρπαξα αστραπιαία από το λαιμό
και τον ξάπλωσα κάτω. Αιφνιδιάστηκε αλλά προσπάθησε ν’ αμυνθεί, μάλλον
επιπόλαια. Προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά τη στιγμή που τα χέρια του έκαναν
την ενστικτώδη κίνηση να στραφούν απειλητικά προς το μέρος μου, οι σύντροφοί μου ήταν ήδη
δίπλα μου. Του άρπαξαν τα χέρια και με μια αποτελεσματική λαβή τα έφεραν πίσω
στη μέση του. Άφησα το λαιμό του και με μια κίνηση κεραυνοβόλα του πέρασα τις
χειροπέδες. Ο Ζορό με τα χέρια δεμένα, έκανε να βουτήξει στη θάλασσα. Οι
ικανότητές του ήταν δεδομένες. Μπορούσε να κολυμπήσει με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα.
Αυτό το γνωρίζαμε, γι’αυτό ήμασταν προετοιμασμένοι. Τον άρπαξε ο Νίκος «ο
περιφρονημένος», έτσι τον φωνάζαμε στο «Σώμα», πριν προλάβει να βουτήξει στο
νερό. Έσφιξε το Ζορό με τα χέρια του, που ήταν δυο ανθρώπινες τανάλιες. Τον
ακινητοποίησε, ενώ οι ενισχύσεις των συναδέλφων είχαν φτάσει. Ο Ζορό έπαψε να
αντιστέκεται, συμβιβασμένος με τη μοίρα του. Τον μεταφέραμε στο περιπολικό πετώντας τον, βίαια, στο πίσω κάθισμα. Το περιπολικό ξεκίνησε μουγκρίζοντας, αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω του, όπως αρμόζει μετά από μια πετυχημένη αποστολή. Οι συνάδελφοι τον
οδήγησαν στη διεύθυνση ασφαλείας, όπου περίμενε ο αρχηγός.
Κοίταξα τα χέρια μου, μετά τον ήλιο που έδυε και φόρεσα τα
γυαλιά ηλίου. Δεν τα είχα ανάγκη, αλλά μου έδιναν έναν αέρα αυτοπεποίθησης και
χαλάρωσης. Οδήγησα αργά, κοιτώντας το τοπίο που σκούραινε. Τα χρώματα παρέδιδαν τη θέση τους στο σκοτάδι.
Τα φώτα που άναβαν σιγά-σιγά φώτιζαν μια πόλη έτοιμη να υποδεχθεί την επιτυχία μας. Έβγαλα τα γυαλιά και άνοιξα το ραδιόφωνο. Αν έλεγα ότι η μουσική που με συντρόφευε ήταν του Jacob Pavek θα έχανε σε ρεαλισμό η ιστορία μου.
Σε λίγο θα ήμουν κι εγώ στο αρχηγείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου