Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει. Νιρβανοποιημένος, βρισκόμουν σε
μια γαλήνη και σιγουριά, που δεν χωρούσε αμφισβήτηση. Μες στη μακαριότητά μου έγραφα,
μιλούσα, τελεσιδικούσα, έβγαζα αποφάσεις δίχως έφεση. Μετά τον Ροίδη, τον
Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Θεοτόκη, τον Σκαρίμπα, τον Χατζή, τον Ιωάννου,
τον Καζαντζή, τον Χάκκα-το προπύργιο του μικροαστισμού- λίγο Μηλιώνη, τον Καχτίτση, άντε και τον Δημητρίου, τον Σκαμπαρδώνη, τον Φάϊς, τώρα τελευταία τον Μαυρουδή, ελάχιστο, ελαχιστότατο Σερέφα,
πλήρη Παπαδημητρακόπουλο, δεν υπάρχει τίποτα να με συγκινήσει, να με τραβήξει
από το λαιμό και να με πνίξει μέσα στην αφηγηματική του καταιγίδα. Έγραφα ή μάλλον σκεφτόμουν, τι να μας πει ο
Παπαμόσχος, ο Σεβαστάκης, ο Παπαμάρκος, ο Μακριδάκης, η Πέτσα, η Κιτσοπούλου, πρόχειρα τους αναφέρω. Όλα
έχουν ειπωθεί. Αναμασήματα, επαναλήψεις, μιμητισμός, εσωστρέφεια το λογοτεχνικό παρόν. Προβλέψιμο το μέλλον.
Μα που βρισκόταν, όλο αυτόν τον καιρό, ο δαιμόνιος Ηλίας
Κουτσούκος; Σε ποιο ράφι ήταν κρυμμένα τα βιβλία του; Πίσω από ποια ασήμαντα,
αδιάφορα βιβλία μού έκλεινε το μάτι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου