Απόσπασμα
[...] Πριν αποπειραθούμε μια εξέταση των προαναφερθέντων έργων,
θεωρούμε αναγκαίο να επαναλάβουμε ότι ο Νιλς Ρούνεμπεργκ, μέλος της Εθνικής
Ευαγγελικής Ένωσης, ήταν βαθύτατα θρήσκος. Στους κύκλους των διανοουμένων του
Παρισιού ή του Μπουένος Άιρες, ένας άνθρωπος των γραμμάτων θα μπορούσε κάλλιστα
ν’ ανακαλύψει εκ νέου τις θέσεις του Ρούνεμπεργκ· και σε τέτοιους κύκλους,
θέσεις σαν κι αυτές θα θεωρούνταν ελαφρές, άχρηστες ασκήσεις της ολιγωρίας ή
της βλασφημίας. Για τον Ρούνεμπεργκ, όμως, στάθηκαν το κλειδί για τη λύση ενός
από τα κεντρικά μυστήρια της θεολογίας· στάθηκαν θέμα διαλογισμού και ανάλυσης,
ιστορικής και φιλολογικής διαμάχης, υπερηφάνειας, αγαλλίασης και τρόμου.
Δικαίωσαν και κατέστρεψαν τη ζωή του. Όσοι διαβάζουν τώρα αυτό το άρθρο, ας
έχουν επίσης υπόψη τους ότι δεν περιλαμβάνει παρά μόνο τα συμπεράσματα του
Ρούνεμπεργκ - ούτε τη διαλεκτική του ούτε τις αποδείξεις του. Θα πείτε: μα
καλά, το δίχως άλλο, το συμπέρασμα προηγείται των «αποδείξεων»! Ποιος, όμως,
αφοσιώνεται ν’ αποδείξει κάτι στο οποίο δεν πιστεύει ή του οποίου τα κηρύγματα
δεν τον ενδιαφέρουν;
Η πρώτη έκδοση του kristus och Judas φέρει την εξής κατηγορική προμετωπίδα, το
νόημα της οποίας έμελλε να διαπλατύνει τερατωδώς, χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο
Νιλς Ρούνεμπεργκ: Όχι μόνο ένα πράγμα, αλλά όλα τα πράγματα που η παράδοση
αποδίδει στον Ιούδα Ισκαριώτη, είναι ψευδή (Ντε Κουίνσυ, 1857). Ακολουθώντας
κάποιον Γερμανό,208 ο Ντε Κουίνσυ διατύπωσε την άποψη πως ο Ιούδας
κατέδωσε τον Ιησού Χριστό για να τον εξαναγκάσει να διακηρύξει τη θεότητά του
και να πυροδοτήσει μια εξέγερση κατά του ρωμαϊκού ζυγού· ο Ρούνεμπεργκ
προτείνει μια υπεράσπιση μεταφυσικής τάξεως. Αρχίζει επιδέξια, καταδεικνύοντας
την περιττότητα της ενέργειας του Ιούδα. Παρατηρεί (όπως ο Ρόμπερτσον) πως, για
ν' αναγνωριστεί ένας διδάσκαλος που αγορεύει κάθε μέρα στη συναγωγή και
θαυματουργεί μπροστά σε συγκεντρώσεις χιλιάδων ανθρώπων, δεν απαιτείται η
προδοσία ενός αποστόλου. Κι όμως, αυτό συνέβη. Το να υποθέσει κανείς ένα σφάλμα
στην Αγία Γραφή, είναι ασύγγνωστο· εξίσου ασύγγνωστο· είναι να δεχτείς ένα
τυχαίο συμβάν στο πιο ανεκτίμητο επεισόδιο της παγκόσμιας Ιστορίας. Ergo209
η προδοσία του Ιούδα δεν ήταν τυχαία· ήταν ένα προκαθορισμένο συμβάν, που
κατέχει τη μυστηριώδη θέση του στην οικονομία της Λύτρωσης. Και συνεχίζει ο
Ρούνεμπεργκ: Όταν ενσαρκώθηκε ο Λόγος, πέρασε από την πανταχού παρουσία στο
χώρο, από την αιωνιότητα στην Ιστορία, από την απεριόριστη ευτυχία στην αλλαγή
και στο θάνατο· μια τέτοια θυσία απαιτούσε το αντίστοιχό της: ένας άνθρωπος,
εκπροσωπώντας όλους τους ανθρώπους, έπρεπε να προβεί σε μια θυσία αντάξια. Ο
άνθρωπος αυτός ήταν ο Ιούδας Ισκαριώτης· ο Ιούδας, ο μόνος από τους αποστόλους
που διαισθάνθηκε τη μυστική θεότητα και τον τρομερό σκοπό του Ιησού. Ο Λόγος
είχε ταπεινωθεί ώς τον εξανθρωπισμό· ο Ιούδας, μαθητής του Λόγου, μπορούσε να
ταπεινωθεί ώς την προδοσία (τη χειρότερη μορφή ατιμίας) και να ενοικήσει αιώνια
το πυρ το εξώτερον. Η κατώτερη τάξη καθρεφτίζει την ανώτερη· οι μορφές της Γης
αντιστοιχούν στις μορφές του ουρανού· οι δερματικές κηλίδες μας είναι ένας
χάρτης των ακατάλυτων αστερισμών· κατά κάποιον τρόπο, ο Ιούδας αντικατοπτρίζει
τον Ιησού. Εξού και τα τριάκοντα αργύρια και το φιλί· εξού και ο εκούσιος
θάνατος: έτσι, είναι ακόμα πιο επάξια κολασμένος. Με αυτά τα επιχειρήματα, ο
Νιλς Ρούνεμπεργκ διαφώτισε το αίνιγμα του Ιούδα.
Τον πολέμησαν, φυσικά, οι θεολόγοι όλων των δογμάτων. Ο Λαρς Πέτερ Ένγκστρομ
τον κατηγόρησε ότι αγνοούσε, ή αποσιωπούσε, την υποστατική ένωση·210 ο
Αξελ Μπορέλιους, ότι αναζωπύρωνε την αίρεση των Δοκητών, που αρνούνταν την
ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού· ο αυστηρός επίσκοπος του Λουντ, ότι αντιστρατευόταν
τον τρίτο στίχο του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.211
Αυτά τα ποικίλα αναθέματα επηρέασαν τον Ρούνεμπεργκ, που
ξανάγραψε ένα μέρος του κατάκριτου βιβλίου και μετέβαλε τη θεωρία του. Άφησε το
θεολογικό πεδίο στους επικριτές του και πρόβαλε πλάγια επιχειρήματα ηθικής
τάξεως. Παραδέχτηκε πως ο Ιησούς, «ο οποίος διέθετε τα σημαντικά εφόδια που
μπορεί να προσφέρει η παντοδυναμία», δεν είχε την ανάγκη ενός ανθρώπου για να
λυτρώσει την ανθρωπότητα. Στη συνέχεια, διέψευσε όλους όσοι υποστηρίζουν πως δε
γνωρίζουμε τίποτα για τον αινιγματικό προδότη· γνωρίζουμε, είπε, πως ήταν ένας
απ’ τους αποστόλους, ένας απ’ αυτούς που επελέγησαν για ν’ αναγγέλλουν τη
βασιλεία των ουρανών, να θεραπεύουν τους ασθενείς, να καθαρίζουν τους λεπρούς,
να εγείρουν τους νεκρούς και να εξορκίζουν τα δαιμόνια (Κατά Ματθαίον ι' 7-8,
Κατά Λουκάν θ' 1). Ένας άνθρωπος που αξιώθηκε τέτοια προνόμια από τον Λυτρωτή,
δικαιούται να ερμηνεύσουμε τις πράξεις του όσο μπορούμε καλύτερα. Αν αποδώσουμε
το κρίμα του στην απληστία (όπως το ’χουν κάνει κάποιοι, μνημονεύοντας το ιβ' 6
του Κατά Ιωάννην)212 ενδίδουμε στο πιο ποταπό κίνητρο. Ο Νιλς Ρούνεμπεργκ
προτείνει το αντίθετο κίνητρο: έναν υπέρμετρο, εκτός παντός ορίου ασκητισμό. Ο
ασκητής, προς μείζονα δόξαν του Θεού, τιμωρεί και ταπεινώνει τη σάρκα· ο Ιούδας
έκανε το ίδιο με το πνεύμα. Απαρνήθηκε την τιμή, το Καλό, την ειρήνη, τη
βασιλεία των ουρανών, όπως άλλοι -λιγότερο ηρωικά- απαρνούνται τις ηδονές.*
Προμελέτησε τα κρίματά του με μια τρομερή διαύγεια. Συνήθως στη μοιχεία είναι
συμμέτοχες η τρυφεράδα κι η αυταπάρνηση· στο φόνο, το θάρρος· στη βλαστημία και
τις ανοσιουργίες, κάποια σατανική έκλαμψη. Ο Ιούδας επέλεξε τα αμαρτήματα
εκείνα με τα οποία καμιά αρετή δε συγχρωτίστηκε ποτέ: την κατάχρηση
εμπιστοσύνης (Κατά ίωάννην, ιβ' 6) και την προδοσία. Έδρασε με γιγαντιαία
ταπεινοσύνη· πίστευε πως ήταν ανάξιος να ’ναι καλός. Ο Απόστολος Παύλος έχει
γράψει: Ό καυχώμενος έν Κυρίω καυχάσθω (Προς Κορινθίους Α', α 31)· ο Ιούδας
γύρεψε την κόλαση, γιατί η ευτυχία του Κυρίου τού αρκούσε. Σκέφτηκε πως η
ευτυχία, όπως και το Καλό, είναι μια θεϊκή ιδιότητα και δεν πρέπει να τη
σφετερίζονται οι άνθρωποι.**
Πολλοί ανακάλυψαν, post factum,213 πως η εξωφρενική κατάληξη του
Ρούνεμπεργκ ενυπήρχε στο συγγνωστό του ξεκίνημα και πως το Den hemlige
Frälsaren δεν είναι παρά μια διαστροφή ή
ένας παροξυσμός του Kristus och Judas. Στα τέλη του 1907, ο Ρούνεμπεργκ
τελείωσε κι αναθεώρησε το χειρόγραφο κείμενο· πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια πριν το
στείλει για εκτύπωση. Τον Οκτώβριο του 1909, το βιβλίο έκανε την εμφάνισή του
μ’ έναν πρόλογο (τόσο χλιαρό, ώστε να είναι αινιγματικός)του δανού εβραϊστή
Έρικ 'Ερφγιορντ και με αυτή την επίβουλη προμετωπίδα: Έν τω κόσμω ήν, καί ό
κόσμος δι ’ αύτού έγένετο, και ό κόσμος αύτόν ούκ έγνω (Κατά Ιωάννην, α' 10). Η
γενική επιχειρηματολογία δεν είναι περίπλοκη, αλλά το συμπέρασμα είναι
τερατώδες. Ο Θεός, ισχυρίζεται ο Νιλς Ρούνεμπεργκ, ταπεινώθηκε ώς τον
εξανθρωπισμό, για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους· είναι εύλογο να υποθέσουμε
πως η θυσία Του ήταν τέλεια, πως ούτε υπονομεύτηκε ούτε απισχνάνθηκε από
παραλείψεις. Το να περιορίζουμε όλα όσα υπέστη, στην αγωνία ενός δειλινού πάνω
στο σταυρό, είναι βλασφημία.*** Αν δεχόμαστε ότι ήταν άνθρωπος κι ότι ήταν
ανίκανος ν’ αμαρτήσει, υποπίπτουμε σε αντίφαση· οι ιδιότητες impeccabilitas214
και humanitas215 είναι ασύμβατες. Ο Κέμνιτς δέχεται ότι ο Λυτρωτής
μπορούσε να νιώσει κούραση, κρύο, στενοχώρια, πείνα και δίψα· γιατί, λοιπόν, να
μη δεχτούμε ότι μπορούσε και ν’ αμαρτήσει και να απολεσθεί; Το περίφημο
απόσπασμα: Άνηγγείλαμεν ώς Παιδίον εναντίον αύτοΰ, ώς ρίζα έν γή διψώση ·ούκ
έστιν είδος αυτώ ούδέ δόξα• καί είδομεν αύτόν, καί ούκ είχεν είδος ούδέ κάλλος·
άλλα τό είδος αύτοΰ άτιμον καί έκλεΐπον παρά πάντας τούς υιούς τών ανθρώπων·
άνθρωπος έν πληγή ών καί είδώς φέρειν μαλακίαν (Ησαΐας, νγ' 2-3) αποτελεί για
πολλούς ένα προείκασμα του Εσταυρωμένου, την ώρα του θανάτου του- για άλλους
(λ.χ. τον Χανς Λάσσε Μάρτενσεν), μια διάψευση του κάλλους που η λαϊκή συναίνεση
αποδίδει στον Χριστό- για τον Ρούνεμπεργκ, την αψευδή προφητεία όχι μιας
στιγμής, αλλά ολόκληρου του αποτρόπαιου μέλλοντος -στο Χρόνο και στην
Αιωνιότητα- του ενσαρκωμένου Λόγου. Ο Θεός έγινε ολοκληρωτικά άνθρωπος -
άνθρωπος, όμως, ώς την ατιμία- άνθρωπος ώς τον κολασμό και την άβυσσο. Για να
μας σώσει, θα μπορούσε να επιλέξει οποιαδήποτε από τις μοίρες που συνθέτουν το
περίπλοκο δίκτυο της Ιστορίας- θα μπορούσε να γίνει ο Αλέξανδρος ή ο Πυθαγόρας
ή ο Ρούρικ ή ο Ιησούς- διάλεξε την πιο ουτιδανή: έγινε ο Ιούδας.
Μάταια τα βιβλιοπωλεία της Στοκχόλμης και του Λουντ διατυμπάνισαν αυτή την
αποκάλυψη. Οι δύσπιστοι τη θεώρησαν, a priori,216 ένα ανούσιο και
επίπονο θεολογικό παιχνίδι- οι θεολόγοι την περιφρόνησαν. Ο Ρούνεμπεργκ διείδε
σ’ αυτή την οικουμενική αδιαφορία μια σχεδόν θαυμαστή επιβεβαίωση. Αυτή την
αδιαφορία τη διέταξε ο Θεός- ο θεός δεν ήθελε να διαδοθεί στη Γη το τρομερό
μυστικό Του. Ο Ρούνεμπεργκ κατάλαβε πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Ένιωσε να
πέφτουν πάνω του αρχαίες θεϊκές κατάρες- θυμήθηκε τον Ηλία και τον Μωυσή, που
κάλυψαν το πρόσωπό τους πάνω στο βουνό για να μη δουν τον Θεό- τον Ησαΐα, που
τρομοκρατήθηκε όταν τα μάτια του αντίκρισαν Εκείνον ού ή δόξα πληροί τήν γήν
τον Σαούλ, που τυφλώθηκε στο δρόμο της Δαμασκού- τον ραβίνο Συμεών μπεν Αζάι,
που είδε τον παράδεισο και πέθανε- τον ξακουστό μάγο Ιωάννη του Βιτέρμπο, που
τρελάθηκε όταν αντίκρισε την Αγία Τριάδα· τα Μιντρασίμ, που αποστρέφονται όσους
ασεβείς προφέρουν το σεμ χαμεφοράς217 το Μυστικό Όνομα του Θεού.
Ήταν, λοιπόν, κι ο ίδιος ένοχος αυτού του σκοτεινού εγκλήματος; Κι ήταν αυτή η
του Πνεύματος βλασφημία που δε θα συγχωρηθεί ποτέ (Κατά Ματθαίον, ιβ' 31);218
Ο Βαλέριος Σοράνος θανατώθηκε219 γιατί είχε αποκαλύψει το απόκρυφο
όνομα της Ρώμης·220 αυτόν, που είχε ανακαλύψει και αποκαλύψει το
φοβερό όνομα του Θεού, ποια αιώνια τιμωρία τον περίμενε;Μεθυσμένος απ’ την
αϋπνία και τους ιλιγγιώδεις συλλογισμούς, ο Νιλς Ρούνεμπεργκ βγήκε στους
δρόμους του Μάλμο, ικετεύοντας με δυνατές φωνές να του δοθεί η χάρις να
μοιραστεί την κόλαση με τον Λυτρωτή.
Πέθανε από ρήξη ανευρύσματος, την 1η Μαρτίου 1912. Οι αιρεσιολόγοι θα τον
θυμούνται: είναι αυτός που πρόσθεσε στην εξαντλημένη (όπως φαινόταν) εικόνα του
Υιού τις επιπλοκές της δυστυχίας και του Κακού.
1944
σ.269-276
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
* Ο Μπορέλιους ρώτησε χλευαστικά:Και γιατί δεν απαρνήθηκε
την απάρνηση; Γιατί όχι την απάρνηση της απάρνησης;
** Ο Εουκλίντες ντα Κούνια,* σ’ ένα βιβλίο που ο Ρούνεμπεργκ
δεν είχε υπόψη τoυ, σημειώνει πως, για τον αιρεσιάρχη του Κανούντος,* Αντόνιο
Κονσεγιέιρο,* η αρετή ήταν «μια οιονεί ασέβεια». Ο αργεντινός αναγνώστης θα
θυμηθεί ανάλογα αποφθέγματα στο έργο του Αλμαφουέρτε.* Ο Ρούνεμπεργκ, στο
συμβολιστικό φύλλο Sju insegel (Η έβδομη σφραγίδα), δημοσίευσε ένα φροντισμένο
περιγραφικό ποίημα, «Τα μυστικά νερά»· οι πρώτες στροφές αφηγούνται τα συμβάντα
μιας περιπετειώδους μέρας· οι τελευταίες, την ανακάλυψη μιας παγωμένης
λιμνούλας· ο ποιητής υπαινίσσεται πως η αειζωία αυτών των σιωπηλών νερών
θεραπεύει την ανώφελη βία μας και, κατά κάποιον τρόπο, την ανέχεται και τη
συγχωρεί. Το ποίημα καταλήγει έτσι: Το νερό του δάσους είναι ευτυχισμένο·
μπορούμε να ’μαστε βασανισμένοι και κακοί.
* Ντα Κούνια, Εουκλιντες(Euclides Da
Cuhna(1866-1909):βραζιλιάνος συγγραφέας
*Κανούντος(Canudos):πόλη της Βραζιλίας, στην πόλη Μπαίας
*Κονσεγιέρο, Αντόνιο(Antonio Conselheiro(1828-1897):
βραζιλιάνος θρησκευτικός ηγέτης και επαναστάτης·ηγήθηκε της εξέγερσης των
χωρικών του Κανούντος, η οποία πνίγηκε στο αίμα.
*Αλμαφουέρτε(Almafuerte): λογοτεχνικό ψευδώνυμο του
αργεντινού συγγραφέα Πέδρο Μπονιφάσιο Παλάσιο(Pedro Bonifacio
Palacio(1854-1917). «Πιστεύω πως ο Αλμαφουέρτε ανανέωσε την ηθική και πήγε το
χριστιανισμό πολύ πιο πέρα απ’το Χριστό. Καταδίκαζε τη συγγνώμη, γιατί τη
θεωρούσε μια μορφή αλαζονείας, δεδομένου ότι αυτός που συγχωρεί, θεωρεί τον
εαυτό του ανώτερο του άλλου»(Συζήτηση με τον Οσβάλντο Φερράρι, στο En Diálogo,
I y II, Μπουένος Άιρες, 1985).
***Ο Μωρίς Αμπραμοβίτς* παρατηρεί: «Jesus, d’après ce
Scandinave, a toujours de beau rôle; ses dèboires, grâce a la science de
typographes, jouissent d’une reputation
polyglotte; sa rèsidene de trente-trois ans parmi le humans ne fut, en somme,
qu’une villègiature» («Σύμφωνα μ’ αυτόν
τον Σκανδιναβό, ο Ιησούς παίρνει πάντα το καλύτερο κομμάτι· χάρη στη
δεξιοτεχνία των τυπογράφων, οι απογοητεύσεις του χαίρουν μιας πολύγλωσσης
φήμης· η παραμονή του επί τριάντα τρία χρόνια μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν,
τελικά, παρά ένας παραθερισμός». Ο'Ερφγιορντ, στο τρίτο παράρτημα της
Christelige Dogmatik, αντικρούει αυτή την περικοπή. Σημειώνει πως η θεία
Σταύρωση δεν έχει πάψει, γιατί ό,τι συμβαίνει άπαξ στο Χρόνο, επαναλαμβάνεται
αδιάκοπα στην Αιωνιότητα. Τώρα, ο Ιούδας εξακολουθεί να εισπράττει τα αργύρια·
εξακολουθεί να καταφιλεί τον Ιησού Χριστό· εξακολουθεί να ρίχνει τα αργύρια στο
ναό· εξακολουθεί να δένει βρόχο στον αγρό του αίματος. (Για να στηρίξει την
άποψή του, ο'Ερφγιορντ επικαλείται το τελευταίο κεφάλαιο του Πρώτου Τόμου της
Υπεράσπισης της αιωνιότητας του Γιάρομιρ Χλάντικ.)
*Δεν υπάρχει παραπομπή στο λήμμα.
208 Πιθανότατα υπονοείται ο Γιοχάννες Βαλεντίνους Αντρέα*
209 Λατινικά στο κείμενο; Όθεν, άρα, επομένως
210 Η ένωση, στο
πρόσωπο του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης φύοης
211Είσήλθεν δέ o Σατανάς είς Ιούδαν τόν έπικαλούμενον
Ίσκαριώτην, όντα έκ τού άριθμοϋ τών δώδεκα.
212Είπε δέ τούτο ούχ ότι περί τών πτωχών έμελεν αύτώ, άλλ’
ότι κλέπτης ήν, καί τό γλωσσόκομον είχε καί τά βαλλόμενα έβάσταζεν.
213Λατινικά στο κείμενο: εκ των υστέρων, «κατόπιν εορτής».
214Λατινικά στο κείμενο: αναμαρτησία.
215 Λατινικά στο κείμενο: ανθρώπινη φύση.
216Λατινικά στο κείμενο: εκ προοιμίου.
217Το (αντίστοιχο του Τετραγράμματου (JΗVΗ)] υπερισχύoν
(μεφοράς) όνομα (σεμ) του Θεού.
218Διά τούτο λέγω ύμϊν, πάσα άμαρτία καi βλασφημία
άφεθήσεται τοϊς άνθρώποις, ή δέ τού Πνεύματος βλασφημία ούκ άφεθήσεται τοϊς
άνθρωποις.
219 Το 82 π.Χ., κατά διαταγήν του Πομπήιου.
220 Βλ. και «Κάποιος ονειρεύεται» [Οι συνωμότες (Απαντα τα
Πεζά II)], καθώς και «Η ιστορία των απόηχων ενός ονόματος» [Διερευνήσεις
(Δοκίμια I)].
ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
ΑΠΑΝΤΑ ΠΕΖΑ[Ι]
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις "Πατάκη"