Μετά απ'αυτή τη απαραίτητη διευκρίνηση, περνώντας στα κολακευτικά σχόλια που αναφέρονται στο «αυτί» του βιβλίου επιλέγω να σημειώσω τα λόγια του Joseph Brodsky: «Η πένα της Φλερ Γιέγκυ είναι η ακίδα του χαράκτη που απεικονίζει τις ρίζες, τους βλαστούς και τα κλωνάρια του δένδρου της τρέλας· εξαιρετική», και της Margaret Drabble: “Οι φανταστικές ιστορίες του «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ» ασχολούνται με τα ήδη γνωστά στο έργο της συγγραφέως μοτίβα: εμπρησμοί, κακή υγεία, αϋπνία, αυτοκτονία, απομόνωση, βεντέτες και δολοφονίες. Μερικά είναι γοτθικά παραμύθια του υπερφυσικού, με φαντάσματα, αγίους και μανδαγόρες....».
Ειπώθηκαν όλα για το βιβλίο στις λίγες αυτές προτάσεις; Φυσικά όχι, χρειάζονται κι άλλες προσθετικές απόψεις, θετικές ή αρνητικές. Σημασία έχει τα διηγήματα αυτά να διευρύνουν την επιδραστικότητά τους πέρα από το στενό κύκλο των μυημένων με το έργο της συγγραφέως. Από την άλλη πλευρά σκέφτομαι ότι δεν είμαι εγώ που θα μπορούσα να παρουσιάσω μια συγγραφέα του μεγέθους της Γιέγκυ αλλά το κάνω, πρώτον, γιατί το υποσχέθηκα πριν ένα χρόνο στην Ξένια Γερμενή που μου το πρότεινε, δεύτερον, γιατί λίγα πράγματα παραπάνω για το συγκεκριμένο βιβλίο πιστεύω ότι βοηθούν τον διάλογο με αναγνώστες που θεωρούν ευπρόσδεκτη τη συμμετοχή οποιοδήποτε αναγνώστη που καταθέτει την άποψή του, όσο κι αν τα γνωσιακά του εργαλεία του δεν είναι επαρκή και συγκρίσιμα με μια κριτική αποτίμηση του μεγέθους αναγνωρισμένων κριτικών έγκυρων εντύπων του γραπτού και ηλεκτρονικού τύπου.
Η Γιέγκυ φτιάχνει ένα αφηγηματικό κόσμο όπου τα πρόσωπα που συμμετέχουν ζουν σε ένα ζοφερό περιβάλλον το οποίο δεν συγχρονίζεται με την οικονομική άνεση των ηρώων της. Η γραφή της διεισδύει στον ψυχικό κόσμο τους, σ’αυτό τον σκοτεινό κόσμο, το «θείο σκότος», τον κόσμο της αποξένωσης, του εγκλεισμού, της ηθελημένης σιωπής, τον πόνο και την αδιαφορία. Ένα κόσμο ανάποδα, για να αναφέρω τον τίτλο ενός βιβλίου του αγαπημένου μου συγγραφέα Εντουάρντο Γκαλεάνο, που ξεδιπλώνεται μ'ένα μικροπερίοδο λόγο, ασθματικό, που αποτυπώνει την ένταση των ιστοριών που διηγείται. Κόσμο που πάσχει από έλλειψη στοργής, θλίψη, δυστυχία, έλλειψη επικοινωνίας. Η Γιέγκυ γράφει για εφήβους που νοιώθουν μοναξιά, φοιτούν σε ακριβά ιδιωτικά κολέγια, για γυναίκες που οδηγούν καμπριολέ αυτοκίνητα, φορούν χρυσά ρολόγια Λονζίν, με πολλές αισθητικές αρετές, αλλά είναι βουτηγμένες στην αυταρέσκεια, τον κυνισμό και τη ματαιοδοξία. Καταγράφει ανθρώπινες ψυχικές καταρρεύσεις, ζωές που ξεφεύγουν από τη γραμμή του ορίζοντος των κοινωνικών συμβάσεων, ασφυκτιούν στο περιβάλλον που ανακυκλώνει τις συμβάσεις αυτές, αγνοεί, κρύβει ή αδιαφορεί για την διαφορετικότητα των υποκειμένων που τον συγκροτούν και τον καθορίζουν. Όταν ο κυρίαρχος σκοπός αυτού του κόσμου είναι η επιτακτική ανάγκη να πετύχεις, αγνοώντας την μοναξιά και την απελπισία, το είναι και το φαίνεσθαι, ένας κόσμος που θεμελιώδης αρχή του είναι ότι η ευτυχία, το υπαρξιακό βάθος κρίνεται από το αποτέλεσμα της επαγγελματικής και κοινωνικής ανάδειξης, η κοινωνική αποδοχή ορίζεται ως υπέρτατο αγαθό, οι ήρωες της Γιέγκυ βιώνουν αυτόν τον κόσμο με εσωτερικό πόνο, ψυχρότητα, αποστροφή, προσπαθώντας να βιώσουν και να αντέξουν το βάρος του, συζητώντας με το φλυτζάνι τους, τα κουταλοπήρουνα τους, πετώντας χιόνι στα πορτραίτα, πίνοντας υπνωτικά από παιδιά ακόμη. Οι ήρωες των διηγημάτων είναι ξεχωριστοί γιατί εκτιμούν το κενό της ζωής, είναι απελπισμένοι μπροστά έλλειψη αγάπης, προετοιμασμένοι για τα τρομακτικά γηρατειά ως προμήνυμα, ως φόβο.
Στα διηγήματα συναντούμε μητέρες όμορφες, αμετάκλητα καταθλιπτικές, γοητευτικές που παίζουν μπριζ, γυναίκες εξαφανισμένες, ψυχικά και συναισθηματικά κατεστραμμένες, γυναίκες που ελκύονται από τα ουράνια, επιδιώκουν τη δολοφονία του ιερέα που αρνείται τη βάπτιση του παιδιού τους, που μεγαλώνει βιαστικά, επισκέπτονται τον Πάπα, αλλά είναι θλιμμένες μπροστά του. Τι καλύτερο υπάρχει από την απελπισία, ρωτάει η κόρη όταν κοιτάζει την εικόνα της μητέρας της με τον Άγιο Πατέρα. Γυναίκες εγκαταλελειμένες, με εσωτερική παγωνιά, αλκοολικές, συζύγους φυλακισμένες σε κλουβιά. Συναντούμαι εννιάχρονα παιδιά θλιμμένα, κακιασμένα, μορφές που ξεκολλούν από τις απεικονίσεις τους στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, το οποίο επισκέπτεται η Άντζελα ντα Φολίνιο, που ευωδιάζει σα μια μικρή ανθισμένη πορτοκαλιά, αυτή την αιρετική, η οποία το Μεγάλο Σάββατο παρασυρμένη από μια πνευματική έξαρση, βρίσκεται στο μνήμα μαζί με το Χριστό, τον φιλάει στο στήθος και μετά τον φιλάει στο στόμα. Ο Χριστός τη σφίγγει πάνω του, και την 1 Ιανουαρίου στριφογυρίζει ξανά και ξανά στο στόμα της, την τρυφερή σαν το δέρμα του αυγού πόσθη του Χριστού, Οι μορφές επιστρέφουν στη ζωγραφική τους φυλακή, παρατηρώντας το δικό τους τίποτα.
Η Γιέγκυ γράφει για παιδιά που καρφώνουν το μαχαίρι στην καρδιά του πατέρα τους, μετά πίνουν μπύρα μαζί με τη μητέρα τους. Γράφει διηγήματα για κούκλες που μασούν ξερά λουλούδια και φύλλα, για μικρούλες πέντε χρονών που βγάζουν τα μάτια από τις κούκλες τους, για εμπρησμούς, για την τυφλή που επισκέπτεται το Άουσβιτς και το Μπίρκεναου, που αναγνωρίζει τι υπάρχει πίσω από τις βιτρίνες, τα μάτια της πέφτουν πάνω σε κάθε αντικείμενο, τα παπούτσια, τα καπέλα, τα ορθοπεδικά είδη, τις κούτες με το Zyklon B, σαν να σημαδεύει στόχους, με οξυμένη νοητική όραση. Γράφει για τον μικρό κήρυκα που δεν καταφέρνει να ανυψωθεί από το έδαφος, τον ξύλινο άγγελο που τα χρόνια της μοναξιάς και της απομόνωσης ψηλώνει περισσότερο, για την κατά ένα τέταρτο εκκλησάρισσα και κατά τα τρία τέταρτα οραματίστρια, που την είχε καλέσει ο άγγελος και ζει σ’ενα κελί με δύο καρέκλες, μία δίχως πλάτη και μία χωρίς κάθισμα, συνομιλεί με τον Κύριο και όταν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της ως εκκλησάρισσα η ψυχή της ανεβαίνει στα πιο ψηλά σημεία της εκκλησίας, στις κάσες των παραθυριών, στις ροζέτες, σε όλα τα σημεία που φαινόταν ανθρωπίνως αδύνατο να ανεβεί . Η Γιέγκυ αναφέρεται στη γραφή, στο εξαιρετικό, αλληγορικό διήγημα «Γάτα». Για τον Ιωσήφ Μπρόντσκυ που του φτάνει το χαρτί και το μελάνι για όλο το μήκος του σκοταδιού, για το γεύμα με τον Όλιβερ Σακς στο εστιατόριο με τα ψάρια που θα καταναλωθούν στο ενυδρείο, για συναντήσεις συγγραφέων και εκδοτών.
Όλη αυτή η λογοτεχνική αναδημιουργία του κόσμου γίνεται μ’ένα λυρικό, πυκνό, ακριβή, αποστασιοποιημένο λόγο, που παρατηρεί δίχως να παρεμβαίνει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων αλλά η παρεμβατική του λειτουργία περιορίζεται στο σκηνικό δραματουργικό περιβάλλον της αφήγησης. Διηγήματα που εκτοξεύονται από την εξαιρετική απόδοση του έργου της Φλερ Γιέγκυ από τον κ. Σταύρο Παπασταύρου, στον οποίο είμαστε ευγνώμονες για τη μεταφορά του έργου με τα εκλεκτά ελληνικά του.
FLEUR JAEGGY
"ΕΙΜΑΙ Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΧΧ"
Μετάφραση
Σταύρος Παπασταύρου
Εκδόσει "Άγρα"
FLEUR JAEGGY
"ΕΙΜΑΙ Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΧΧ"
Μετάφραση
Σταύρος Παπασταύρου
Εκδόσει "Άγρα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου