Τρίτη, Ιουλίου 01, 2014

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΜΟΥΝΤΙΑΛ "ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΚΑΤΗ"


Ο ΠΕΡΓΑΜΟΝΤΟ ΣΟΥΑΡΕΖ
Ο  Περγαμόντο Σουάρεζ ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που θα έχανε τον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου. Είχε παρακολουθήσει όλους τους τελικούς των τελευταίων σαράντα χρόνων. Αλλά φέτος, την ημέρα του τελικού, είχε βάρδια στο εργοστάσιο παπλωμάτων, στο οποίο δούλευε σαν φύλακας.  Να προφασισθεί ασθένεια, δική του ή των μελών της οικογένειάς του, θα ήταν τουλάχιστον αφέλεια, αφού ήταν γνωστό το πάθος του για το ποδόσφαιρο. Ειδικά αν επρόκειτο για τελικό Μουντιάλ. Είχε σκεφτεί όλους τους πιθανούς τρόπους να αποφύγει τη δουλειά την ώρα του τελικού, αλλά μάταια. Το μόνο που του απόμεινε ήταν να σκηνοθετήσει το θάνατό του ή να πάει με βαριά καρδιά στη δουλειά. Επέλεξε, φυσικά, το πρώτο.
Το πτώμα του βρέθηκε, κατά την διάρκεια του αγώνα, τσακισμένο, στα βράχια μιας απόκρημνης ακτής, μετά από ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα στη γυναίκα του, ενώ αυτός απολάμβανε μια παγωμένη μπύρα στην καφετέρια του Ραμίρεζ, πανηγυρίζοντας, έξαλλα, το γκολ του Γκόμεζ, αν και γνώριζε πολύ καλά τι του είχε συμβεί λίγα χιλιόμετρα παρακάτω.

Ο πίνακας "Landscape" είναι του Salvador Dali

2 σχόλια:

Rosa Mund είπε...

Το βρήκα και σκέφτηκα ότι πρέπει να φτάσει στο σωστό αποδέκτη: εσάς.
Ωραίο ποίημα, όντως.


Το Πέναλτυ

Στέκεται μοναχός κάτω από τα δοκάρια.
Δεν αντικρύζει τον εκτελεστή ή τη μπάλα.
Απέναντί του είναι μια άβυσσος από μάτια.

Η σφυρίχτρα σκίζει στα δυο το στερέωμα, πέφτει νύχτα
στη μεριά του. Αυτός στον αέρα με φτερά πληγωμένα.
Και η μεριά που πάλλεται από το τράνταγμα στα δίχτυα.

Μπράβο στον που έβαλε το γκολ, η Ιστορία θα τον τιμήσει.
Η μνήμη μας, όμως, θα κρατήσει το σώμα εκείνο σε πτήση,
ηρωικά δοσμένο στη στιγμή, ακόμα και με λάθος την κρίση.

Χρήστος Τσιάμης: Ποιήματα της εποχής

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Αυτό το υπέροχο ποίημα για σας!

Τάκη Καρβέλη, «Ο Φόβος του Τερματοφύλακα»

Χιλιάδες μάτια σε καρφώνουν. Δύο τα δικά σου.
Τι κι αν σταυροκοπηθείς κι αφήσεις, ανάμεσα από σένα και την μπάλα,
που ρουφάει τα μάτια σου, μικρό σταυρό για φυλαχτό.
Αυτή θ' ακολουθήσει την πορεία της. Εσύ στηλώσου
όσο μπορείς στα πόδια σου. Είσαι το ελάφι που ακροβατεί πάνω στην
τεντωμένη χορδή των νεύρων μας κι εκείνο τρέχει τρέχει μες στο δάσος
και το φοβίζει του ανάλαφρου τρεχαλητού του η αντήχηση.
Θα περάσει; Δεν θα περάσει; Αυτή η αγωνία μάς κρατάει τώρα στη ζωή.
Ομως εσύ σφίξου στον φόβο σου. Πόνταρε ακόμη
στον νόμο των πιθανοτήτων που σ' έχουνε τυλίξει σαν μια τεράστια
αράχνη. Γιατί, νεαρέ μου μονομάχε, ιππότη της νέας μας ζωής, κάθε
κατεύθυνση είναι πιθανή.
Μέχρι την ύστατη στιγμή όλα πουλιούνται κι
όλα παίζονται. Μονάχα ο φόβος δεν πουλιέται και δεν παίζεται. Ο φόβος
της στιγμής αγχόνης που καλπάζει. Ο φόβος να 'σαι μόνος μες στο
γήπεδο αρένα και να σπαθίζουν γύρω σου αναρίθμητα μάτια στιλέτα. Ο
φόβος ν' αντικρίσεις το φόβο σου».

[πηγή: Τάκης Καρβέλης, «Ο φόβος του Τερματοφύλακα», Δεν είναι ο περσινός καιρός, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1988, σ. 14]