Δευτέρα, Δεκεμβρίου 21, 2009

ΚΛΕΙΣΤΟΝ ΛΟΓΩ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Χαρούμενες  γιορτές και καλή χρονιά σε όλους!!!
Γειααααααα!!!!!


Σάββατο, Δεκεμβρίου 19, 2009

ΔΙΑΚΟΠΕΣ


«Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού», τα «Πρόσωπα» του Κασσαβέτη, η εγκυμοσύνη της Καριένινα, η ευκολία που έτρωγε τα χοτ-ντογκ η Δέσποινα, ο παρασημοφορημένος έρωτας της Κυριακής, ο ήρωας του γλεντιού Γιώργος Μαργαρίτης, οι ατελείωτες ώρες μπροστά στο «Jules et Jim”, τα «Notorium» που με περιμένουν, η γυναίκα που προσπάθησε να βρει την έξοδο στην ντουλάπα, η φάτσα του Ben Arfa που μου τη δίνει, ο γάμος του Παναγιώτη, δεν είναι λίγα για δέκα μέρες διακοπών.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2009

JULES ET JIM

Όλη μέρα για να συντονίσω τους ελληνικούς υπότιτλους. Τελικά δεν τα κατάφερα, αλλά το είδα τόσες φορές, ώστε αναρωτιέμαι γιατί δεν μου άρεσε, όταν το είχα δει πριν από πολλά χρόνια, στο "EMBASSY", καθηλωμένος αρκετές ώρες, στις προβολές της κινηματογραφικής λέσχης.






Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2009

ΤΟ ΜΕΝΟΥ ΤΟΥ "ΙΝΤΕΑΛ"



Εσπρέσσο και γαλλικός καφές

***
Σαλάτα πράσινη με σπανάκι, ρόδι, αβοκάντο
Σαλάτα με ρόκα και παρμεζάνα
****
Φιλέτο σχάρας(τι φιλέτο; Για να το υπολογίσουμε στην τιμή)
Σολομός σχάρας
****
Καφές ή γλυκό(extra;)
***
Μοσχάτο κρασί (κέρασμα)

Cola cola light φιάλες 2

Τιμή με το φιλοδώρημα 70 ευρώ( Πόσο το φιλοδώρημα;)

Οι "πολιτισμένοι" ομοτράπεζοι, Απόστολος Δοξιάδης και Ηλίας Μαγκλίνης, συζητούν για τους βάρβαρους και αναρωτιούνται τι θα απογίνουν χωρίς αυτούς.
Τα ενδιαφέροντα που ειπώθηκαν στο restaurant «Ιντεάλ» στην Καθημερινή της Κυριακής

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2009

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ένα μεγάλο τραγούδι που έπαιξε και χορεύτηκε πολύ χθες.

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης
Πρώτη εκτέλεση: Ντίνος Βρεττός
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Μαργαρίτης


Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια
και θα βάλεις δικηγόρους
για να περπατώ υπό όρους
και να πάρουν οι εχθροί μας
τα συγχαρητήρια.
Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια.
Πώς εφτάσαμε ως τα άκρα
είν’ απ’ τα μυστήρια.
Κι όταν είδαν τις πληγές μου
κλάψανε κι οι δικαστές μου,
και πώς άντεξα ρωτούσαν
πόνους και μαρτύρια.
Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια.
Η κατάθεσή σου εκείνη
τότε με γονάτισε,
κι η χαριστική βολή σου
της αχάριστης ψυχής σου
δίχως να με λογαριάσει
μια ζωή τραυμάτισε.
Η κατάθεσή σου εκείνη
τότε με γονάτισε.
Πώς εφτάσαμε ως τα άκρα
είν’ απ’ τα μυστήρια.
Κι όταν είδαν τις πληγές μου
κλάψανε κι οι δικαστές μου,
και πώς άντεξα ρωτούσαν
πόνους και μαρτύρια.
Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2009

ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ


Αγαπημένε μου,

Εδώ που έφτασαν τα πράγματα πρέπει να σου εξομολογηθώ την αγάπη που νοιώθω για σένα. Απόφευγα να σου γράψω τόσο καιρό, γιατί η αναμφισβήτητη ικανότητα που έχεις να κρίνεις με απαράμιλλη ευρηματικότητα και πρωτοτυπία την καθημερινότητα και, να αποφαίνεσαι επί παντός επιστητού, νόμιζα ότι ήταν αρκετή για να αντιληφθείς ότι η στάση μου απέναντί σου, ήταν ένα πάθος που γεννήθηκε παρακολουθώντας τη διεισδυτική ματιά σου απέναντι στη ζωή. Η επάρκεια της γνώσης σου, η καταλυτική παρουσία σου, ο ασυμβίβαστος λόγος σου, μου δημιούργησαν την ανάγκη να βρίσκομαι διαρκώς μαζί σου, έστω από μακριά. Να παρακολουθώ κάθε λέξη σου, κάθε φράση σου, κάθε σκέψη σου, αφού δεν μπορούσα να σε πλησιάσω σωματικά. Σιγά-σιγά αυτή η ανάγκη έγινε πάθος, φοβάμαι να το ονομάσω έρωτα, η λέξη αυτή με λυγίζει. Ένα πάθος καταδικασμένο και ανομολόγητο.
Όπως αποδεικνύεται ήταν λάθος η εκτίμησή μου και αυτό πληρώνω τόσο καιρό. Δεν είναι η απόσταση που μας χωρίζει, αυτό διορθώνεται, θα βρίσκαμε τον τρόπο να βρεθούμε, αν το θέλαμε. Ούτε οι σχέσεις που έχουμε με τους συντρόφους μας είναι εμπόδιο. Δεν θα μιλήσω για το φόβο του κοινωνικού αποκλεισμού, γιατί η πνευματική σου αυτάρκεια είναι αρκετή για να σε κάνει να ξεπεράσεις αυτές τις μίζερες απαγορεύσεις. Το σφάλμα είναι αποκλειστικά δικό μου, αν μπορώ να μιλήσω για σφάλμα και όχι για αδυναμία να ξεπεράσω όλη την προηγούμενη συμβατική μου πορεία στη ζωή.
Όσο διάβαζα στις αναρτήσεις σου, τα λόγια που χρησιμοποιούσες, μαγευόμουνα, ναι, ναι, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Βαπτιζόμουνα στο ποτάμι της μεγαλοσύνης σου, που πήγαζε από την αταλάντευτη ανάγκη σου να αντισταθείς σε κάθε μορφή εξουσίας, να αποκαλύψεις, αταλάντευτα, με κάθε κόστος, τους πουλημένους στην εξουσία, τους συμβιβασμένους, έμενα εκστασιασμένος από τον ανδρισμό που ξεχείλιζε απο τη λεβέντικη, αυθεντική λαική φωνή σου. Όσο σε διάβαζα τόσο το πάθος μου για σένα μεγάλωνε. Σκεφτόμουν να τα βροντήξω όλα και να έρθω να σε βρω, να σου τα πω όλα Ας μην με δεχόσουν, τουλάχιστον να σ’έβλεπα για μια στιγμή.
Θυμάσαι πως σε γνώρισα; Ίσως το έχεις ξεχάσει. Εμένα αυτά τα λόγια με έχουν σημαδέψει. Έγραψα αυτές τις φράσεις, τότε, όχι για να διαφωνήσω μαζί σου αλλά για να σου προκαλέσω την προσοχή. Βέβαια ο τρόπος που χρησιμοποίησα ήταν λάθος, αλλά το πάθος με είχε τυφλώσει. Αυτόν τον τρόπο διάλεξα, καταδίκασέ με αν θέλεις. Η απόφασή σου όποια κι αν είναι θα τη δεχθώ.
Η απόγνωσή μου μεγάλωνε όταν σκεφτόμουν ότι κάποια γυναίκα σε διεκδικεί. Δεν ξέρεις πόσο χαιρόμουν για την παλικαρίσια και αντρική στάση που κράτησες στη διένεξή σου με τη μαρούχα, που ήθελε, στην ουσία, να σε τυλίξει. Εσύ το έγραψες, θυμάσαι; Ήθελε να σε πάρει από τα χέρια τα δικά μου, συμβολικά μιλάω, ελπίζω να με καταλαβαίνεις.
Τη σύντροφό σου, γιατί δεν μπορεί να είσαι μόνος, είσαι ωραίο παιδί, και καλός γαμιάς απ’ότι λες, συγγνώμη για την έκφραση, για ένα ανεξήγητο λόγο δεν τη ζήλευα. Ίσως γιατί οι κατακτημένοι δεν δημιουργούν αποστροφή. Λιγάκι ζήλεψα όταν την κρατούσες αγκαλιά και πίνατε μπύρες αλλά ένα “XANAX” με επανέφερε στη θέση μου, «έστρωσε ο νους και κατέβηκα πάλι στον ευατό μου», λόγια ξεχασμένα από κάποιον ανώνυμο σχολιαστή.
Σκεφτόμουν ότι ένα λαικό παιδί, μορφωμένο, έντιμο, παθιασμένο με το δίκιο των κοινωνικά αποκλεισμένων, που η λαική ψυχή και λεβεντιά ήταν το ιδανικό του, δεν θα ασχολιόταν μ’ένα πρόσωπο μίζερο, ασθενικό, ψυχοπαθολογικό, συμβιβασμένο. Πόσο δίκιο είχες όταν με χαρακτήριζες ανίατη περίπτωση.
Όταν όμως με αποκάλεσες συμπαθή, το υπόλοιπο το ξεχνάω, η καρδιά μου σκίρτησε, η φλόγα του έρωτα άρχιζε ξανά να φουντώνει. Είμαι απερίγραπτος, έλεγα, πως είναι είναι δυνατόν ν’ανταποκριθεί, αφού ούτε ένα σημάδι συμπάθειας, έστω, δεν του στέλνω, αλλά, αντίθετα, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί τον κρίνω αυστηρά. Γιατί δεν μπορώ να το αρνηθώ, όπου κι αν βρισκόσουν σε ακολουθούσα, με είχες μάλιστα ειρωνευτεί που ξημεροβραδιαζόμουνα στο ιστολόγιό σου, βλέπεις δεν ξεχνώ τίποτα, όλα τα έχω γράψει στο σκληρό δίσκο του πάθους μου. Όλα αυτά τα έκανα, χαζούλη, για να φορτίσω την ψυχή μου από το μεγαλείο που εξέπεμπες, να φωτιστεί το πρόσωπό μου από την ακτινοβολία που σκορπούσες, να βυθιστώ στα κείμενά σου για να εξαγνιστώ, να μην κοιμηθώ χωρίς το νανούρισμα από τα λόγια σου.
Τι κι αν με αποκαλούσες μαλακοκαύλη, μήπως δεν ήμουνα, αλλά για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που νόμιζες. Μην γίνεσαι αυστηρός, τώρα, καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση μου, οικτίρω τον ευατό μου για τη συμπεριφορά μου.
Ίσως αυτό το γράμμα να σου δώσει μια εξήγηση. Όχι, όχι, δεν θέλω μια απάντηση, συνέχισε το δρόμο σου, έχεις οριστεί για σπουδαία πράγματα, κι άσε εμένα να σβήνω τον πόθο μου με όποιους τρόπους βρίσκω πρόσφορους.
Άλλωστε τα δάκρυα που έχυσα για σένα, δεν πρόκειται να τα δεις ποτέ.
Φιλάκια παντού.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2009

ΠΟΝΑΝΕ, ΩΡΕ ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ;


Τα ιστολόγια είναι ένας από τους πολλαπλούς αποδέκτες των κοινωνικών διεργασιών. Είναι τόσο μεγάλη και πολύμορφη η γκάμα της κοινωνικής παρέμβασης στο διαδίκτυο, που δυσκολεύεσαι να την παρακολουθήσεις. Όλα τα πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά ρεύματα βρίσκουν έκφραση στο καινούργιο «μέσον». Η πρωτοτυπία και μοναδικότητα του «χώρου», άρα η έλξη που προκαλεί, βρίσκεται στην ελευθερία που προσφέρει, σε οποιονδήποτε θελήσει να εκφράσει την άποψή του. Άποψη που καταγράφεται δίχως καμμιά διαμεσολάβηση ή λογοκρισία, σ’ένα απεριόριστο, εν δυνάμει, ακροατήριο. Η κοινωνία λοιπόν παύει να λειτουργεί δια αντιπροσώπων, όσον αφορά την παραγωγή λόγου, οι πολίτες έχουν πια τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους απ’ευθείας στην αγορά των ιδεών, δίχως το φιλτράρισμα της γνώμης τους από την ιδεολογική και πολιτική επεξεργασία των κομματικών μηχανισμών, ούτε από τη δημοσιογραφική αποτύπωση και σχολιασμό.

Η πρωτόγνωρη αυτή διαδικασία ρίχνει στο παιγνίδι αναρίθμητες δυνάμεις της κοινωνικής ρητορικής, οι οποίες παγιδευμένες μέχρι τώρα στον οικείο χώρο τους, δεν είχαν τις διεξόδους εκείνες που θα τις έκαναν να αποκτήσουν δημόσιο λόγο. Βρίσκοντας λοιπόν ο ιστολόγος στο δημόσιο χώρο του διαδικτύου ένα ακροατήριο διψασμένο ν’ απαλλαγεί από τους αναγνωρίσιμους χώρους παραγωγής λόγου, αποτυπώνει την προσωπική του κατάθεση στη δημόσια σφαίρα δίχως εξουσιαστικές διαμεσολαβήσεις. Αποσπασμένος από την ανωνυμία  της εντοπιότητας, τοποθετείται στην οικουμενικότητα της δημοσιότητας.
Η ριζική αυτή μετάσταση του ιδιωτικού σε δημόσιο, σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί σ’ένα λαικισμό, ο οποίος κυριαρχεί στον καινούργιο λυτρωτικό τόπο, μεταφέροντας όλο τον κεντρικό πυρήνα της ιδεολογικής καταγωγής του στο νέο μέσο.
Το λαικισμό σε γενικές γραμμές τον διακρίνει η ρητορική που αποφεύγει ή αγνοεί την πολυπλοκότητα της κοινωνίας. Ο λαικιστικής απλοποιεί τα προβλήματα, κολακεύει την έννοια «λαός», δίνοντας στον όρο μια γενική ερμηνεία, αγνοώντας τις ταξικές διαστρωματώσεις. Ο λαικιστής φορά το διανουμενίστικο αμπέχωνό του, γίνεται κυνικός, αγαπησιάρικος και λεβέντης, ασπαζόμενος την «μικροηδονή του υβρεολογίου» και απευθύνεται στο συναίσθημα του ακροατηρίου του. Λοιδωρεί και πολεμά τις πολιτικές και πολιτισμικές ελίτ, απ’όλο το φάσμα του κοινωνικού χώρου, υπηρετεί την εντιμότητα και τον αντικομφορισμό, βρίσκεται διαρκώς απέναντι σ’αυτούς που συμβιβάστηκαν με την εξουσία. Η γλώσσα του είναι δίχως ιδεολογικό προσανατολισμό, απαραίτητα καταγγελτική, με λεξιλόγιο αρκετές φορές της πιάτσας, ώστε η απόσταση με τον λόγο των καταγγελούμενων όχι μόνο να απέχει αλλά να διαφοροποιείται κοινωνικά. Με επικαιροποιημένα στοιχεία και ευρεία νοηματική χωρητικότητα ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο του ακροατηρίου του, ο λόγος του λαικιστή εξαντλείται στην καταγγελία και στιγματισμό των στοχοποιημένων ελίτ, που κατόρθωσαν με το συμβιβασμό και την απεμπόλιση των ιδανικών που κάποτε υπηρετούσαν, να υπηρετούν την εξουσία.
Η γενική αυτή τοποθέτηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως ήδη καταχωρημένη ανάγνωση του λαικισμού. Υπάρχει όμως τώρα στα ιστολόγια μια κατηγορία λαικισμού, που εκτός των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν, εμφανίζει κάποια στοιχεία που διαφεύγουν από τις μέχρι τώρα προσπάθειες καταγραφής του φαινομένου. Πρέπει λοιπόν, να ανιχνεύσουμε ωρισμένα χαρακτηριστικά που τον εμπλουτίζουν αλλά παράλληλα τον διαφοροποιούν από την παραπάνω ανάλυση.
Η ιδιαιτερότητα αυτή του λαικισμού χαρακτηρίζεται από την πολυμορφία της τοποθέτησής του. Με άκριτη ευκολία καταργεί τα όρια παράδοσης – νεωτερισμού, λαικού και ελίτ, κατορθώνοντας να ελίσσεται ανάμεσα σ’αυτά τα αντιθετικά ζεύγη.
Ο λαικιστικής μας αναρτά στο ιστολόγιό του πενιές και σονάτες, Γιώτα Λύδια και άριες, Τσε και Γιανναρά, Sex pistols και Καζαντζίδη, υποστηριζόμενος, προφανώς, από την ευρυμάθειά του, την υποσιτισμένη πνευματική του αυτάρκεια, και την ανάγκη του ν’ αναδείξει την ελευθερία που του προσφέρει η γνώση.
Οι επιλογές του λειτουργούν σαν άλλοθι του συντηρητικού του λόγου. Η προσπάθειά του να επενδύσει σε στοιχεία λαικότητας, αφυδατώνουν τη δυναμική των προτύπων που επικαλείται. Αποσπά τους αυθεντικούς λαικούς δημιουργούς από το χώρο που τους έχει αναδείξει, και τους παρουσιάζει αποδυναμωμένους από τη γνήσια λαική καταγωγή τους. Οι γνήσιοι λαικοί δημιουργοί με την μεταχείρηση του λαικιστή μας, αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα, γεγονός που τους απογυμνώνει από τα επενδυμένα όνειρα των λαικών στρωμάτων, και τους καθιστά μνημεία στην ταφική ζώνη του διαδικτύου.
Η διαρκής αυτή μετακίνηση μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης, εθνικισμού και διεθνισμού, φοβισμού και συναδέλφωσης, δεν τον διαφοροποιεί από τον πυρήνα της ιδεολογίας του. Ιδεολογία βαθύτατα συντηρητική που στοχοποιεί κάθε μορφής ετερότητα, η οποία εστιάζει τη δημόσια παρουσία της στη διεύρυνση και διαρκή ρήξη με τη συλλογική αδιαφορία, τη μισαλλοδοξία, την πολιτική και ιδεολογική ορθότητα, την κρατική αναλγησία, την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της αστικής τάξης, διατηρώντας στο προσκήνιο την ανάγκη για ριζική ανατροπή του κόσμου που τις εκτρέφει.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009

SENECA ET HOC GENUS OMNE


Γράφουν κι όλο γράφουν τις ανυπόφορα
Σοφές τους κουταμάρες
Σαν ν'αλήθευε το: primum scribere
Deinde philosophari

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009

ΤΟ Χ2 ΣΥΛΛΟΓΙΖΕΤΑΙ



Σ'όλους του "ανώνυμους" που μοιάζουν και σκέφτονται το ίδιο.



Τρίτη, Νοεμβρίου 17, 2009

COPY KAI PASTE ΓΙΑ COPY KAI PASTE



Ο ιστολόγος είχε σκοπό να κατατροπώσει αυτά τα παιδαρέλια, τους φουκαριάρηδες σαλιάρηδες, τους γαλβανιζέ γκαζοτενεκέδες της μποκόσφαιρας, που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τα λαμπρά πονήματα που δημοσίευε στο διαδίκτυο και τον είχαν καθιερώσει ως τον σέντερ φορ της διαδικτυακής κοσμετολογίας, άτομο εξόχου ευφυίας, κάργα διανοούμενος δηλαδή .Τα ατέρμονα σχόλια του, κυρίως, είχαν την παραδοχή των μεμυημένων, των επαιόντων, των θαυμαστών του, εν τέλει, που ο περιορισμένος κύκλος τους είχε αυξηθεί τελευταία, όπως έδειχνε ο δείκτης επισκεπτιμότητας, που τον είχε κολλήσει σα χαλκομανία στα μούτρα όσων τολμούσαν να αμφισβητήσουν τη διεισδυτικότητά του στην ιντερνετική μπλοκόσφαιρα.
Κατείχε την αρμαθιά των κλειδιών της κατανοήσης του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, και επειδή το γνώριζε την κρατούσε σφιχτά σφαλισμένη στο πιο απόμακρο συρτάρι του μυαλού του, αυτοθαυμαζόμενος πως είχε καταφέρει να γίνει τόσο εκλεπτυσμένος και ακαταμάχητος οπαδός της λεβέντικης λογοτεχνικής αρχοντιάς.
Μακριά απ’αυτόν ο εντυπωσιασμός και οι ηχητικές τυμπανοκρουσίες. Σήμερα ήθελε να δώσει μια φιλοπαίγμονα διάθεση στα γραπτά του, να βάλει λίγο χιούμορ, ρε αδερφέ, να ξεφύγει από τη επανάληψη, από τη φυσική ροή των πραγμάτων με την αρχοντιά και την άνεση που τον διέκριναν, γεγονός που ανταποκρινόταν στο γούστο των ανυπόκριτων και δεδηλωμένων οπαδών του. Βέβαια έπρεπε, μην το ξεχνάμε, να είναι σαφέστατος, αποκαλυπτικός, πεντακάθαρος, ταυτόχρονα όμως διφορούμενος και παραπλανητικός , δεν θα ξέφευγε από τις αρχές του, αλλά λίγη τσαχπινιά και παιχνιδιάρα διάθεση δεν έβλαπτε. Υπήρχαν μέρες να επανέλθει στο σκωπτικό ύψος, το πολυσήμαντα σχόλια του, και τις επιβλητικές απαντήσεις του.
Όμως σήμερα έπρεπε να εξονυχίσει, να αναλύσει, να εξαρθρώσει, να κατακερματίσει, εις τα εξ ων συνετέθη, ο ορυμαγδός των απρόσκητων επισκεπτών της μακαριότητάς του, να ρίξει τον λίθο τού αναθέματος επί της κεφαλής κάθε αχάριστου, ειδικά μερικών πλανημένων αναγνωστών του, που ανερυθρίαστα, οι αλητάμπουρες, αμφισβητούσαν την οικουμενικότητα των σχολίων του.
Τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του τον κατέκλυσε. Ασυμμάζευτη, ξεχύλιζε ακάθεκτη μαζί με τον καπνό που ξέφευγε από τον καταπιόνα του και απλωνόταν σε όλο του το σώμα. Το σεκλετισμένο βλέμμα του ακούμπησε στην οθόνη του υπολογιστή. Αδιαχώρητα ικανοποιημένος απ’ τον ευατό του, με τις ευλογημένες αθέατες δυνάμεις μετουσιωμένες σε απροσδόκητες εμπνεύσεις, έμπειρος καθώς ήταν, πατίκωσε το συναισθηματισμό και τις γλυκάντζες που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επανέλθουν στο θυμικό του, τι διάολο, άνθρωπος ήτανε μην το ξεχνάμε, και με μια ζογκλερική εφευρετικότητα τις ξεπέταξε με συνοπτικές διαδικασίες στα λιμνάζοντα νερά της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του.
Είχε αυτοχαραχτηριστεί ο αμείλικτος τιμωρός κάθε ελεεινής συναλλαγής, απάτης, εμπαιγμού, σπουδαιοφανούς τιποτολογίας, και το ρόλο του έπρεπε να τον τιμήσει. Οι υφέσεις, οι συμβιβασμοί τσαλάκωναν το προφίλ που με τόσο κόπο, τόσα χρόνια, με αισθητική ποιότητα και δεινότητα, αισθητική ποικιλία, εξαντλητικά, είχε καλλιεργήσει και τον είχαν κάνει να ξεχωρίζει στο σταθερό και σεβαστό κεφάλαιο της λογοτεχνικής παραγωγής, με το ταλέντο του και την μεθοδικότητά του. Ώρες διαρκούς, ανελέητης και εξαντλητικής περισυλλογής δεν θα πήγαιναν χαμένες. Η επιβλητική εικόνα του θα παρέμενε ατσαλάκωτη άσχετα αν κάποιοι παπάρες, υστερικοί και κοθώνια που δεν είχαν ιδιόκτητο έργο να προβάλουν, είχαν τα κότσια να αμαυρώσουν την προσφορά του. Η απάντησή του θα ήταν συντριπτική και τελειωτική αλλά κυρίως εντυπωσιακή. Θα μπορούσε να ειρωνευτεί, να σαρκάσει, να μαστιγώσει, να κάνει παρατηρήσεις, υποδείξεις, αλλά αυτά δεν ταίριαζαν σε κάποιους καλά πληροφορημένους αγράμματους που έγραφαν ανοησίες, παραδοξολογίες, κούφιες λέξεις που δεν ήξεραν καν τι σήμαιναν. Το κακόγουστο απόστημα από δύσοσμες και καπνογόνες φούσκες χρειαζόταν δραστική αντιμετώπιση, ο απαίδευτος αντίπαλος έπρεπε να νικηθεί με νοκ ντάουν. Ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει, έστω και με απειλές και εκβιασμούς, αν η κατάσταση ξέφευγε από τα στιβαρά χέρια του. Δεν θα άφηνε κανέναν να παίξει στο γήπεδό του, να εισβάλει απρόσκλητος ο κάθε τυχάσπαρτος, που με θράσος, ο αλιτήριος, και κακεντρέχεια, πετούσε αβέρτα μπάγκα ασήμαντα κειμενάκια . Η άνετη σιγουριά επανήλθε στο πρόσωπό του. Το μυστηριακό βάθος του βλέμματος, που χάριζε η επίμοχθη εσωτερική ζωή, αυτή τη φορά άφησε το κενό του υπολογιστή και ακολούθησε τους κύκλους του καπνού του τσιγάρου του. Ο εξαυλωμένος προφήτης της διαδικτυακής πασαρέλας τούς είχε στο χέρι του αυτούς τους κασιδιάρηδες που τόλμησαν να σηκώσουν το σταφιδιασμένο κεφάλι τους. Στρογγυλοκάθησε στην καρέκλα του, έβγαλε από τη φαρέτρα του το βαρύτατο πνευματικό οπλισμό του, η θερμαντική εικόνα που εξέπεμπε στα ιστολόγιά του μεταφέρθηκε στην πραγματικότητα του γραφείου του, ο πολυφίλητος ευατός του τού έκλεισε πονηρά το μάτι και, άρχισε να γράφει.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 12, 2009

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Τώρα που το σκέφτομαι έπρεπε να την είχα σκοτώσει. Τη γλύτωσε ο τρόπος που με μεγάλωσε. Να διαμορφώσει ένα παιδί, που δεν είχε το θάρρος να πάρει ένα μαχαίρι από την κουζίνα και να την καθαρίσει την ώρα που κοιμόταν, να την πνίξει με το μαξιλάρι του πατέρα του, γεμάτο τρίχες από την τριχόπτωση, την ώρα που εκείνος παιδευόταν να βρεί το τιμολόγιο του Παπαστεφάνου ή να τη σπρώξει από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου, την ώρα που άπλωνε, αμέριμνη, τα ευωδιαστά, κιτρινισμένα εσώρουχά της.

Σε άθλια νοικιασμένα σπίτια, το μόνο που νοιαζόταν, η μητέρα μου, με τα πεσμένα βυζιά, που τα έβλεπα καθώς προσπαθούσε να τα κρύψει, όταν έμπαινα στο δωμάτιό της, χωρίς να χτυπήσω την πόρτα, την ώρα που φορούσε το στηθόδεσμό της, δεχόμενος τις χαλαρές παρατηρήσεις της, και το σφιχτό, ανασηκωμένο κώλο, που δεν είχα δει ποτέ γυμνό, ήταν πως θα γίνω καλό παιδί. Καλό παιδί με τα δικά της μέτρα. Να είμαι καλός μαθητής, να μην βρίζω, να μην χάνω μέρα στο σχολείο, κι ας βαριόμουν, να πηγαίνω να μεταλάβω στην εκκλησία, όπου έβαζα στο στόμα μου εκείνο το επιχρυσωμένο κουταλάκι, γεμάτο σάλια από τα στόματα των γέρων και των γριών, που στριμώχνονται από τα μαύρα μεσάνυχτα για να σώσουν τις ψυχές τους, να επιλέγει εκείνη τους φίλους που θα έκανα παρέα. Ήτοι μεθερμηνευόμενον, να διώξω αυτοστιγμεί το Ρέμπελο, γιατί υπήρχαν υποψίες ότι η μάνα του ήταν πουτάνα, κι ας ήταν καλός στη Γεωγραφία, να μην βρεθώ και κάνω παρέα με τον κατά δύο τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, Βασίλη, μην τυχόν με γαμήσει και μου αρέσει, να μην περνώ το σύνορο της λεωφόρου που χώριζε την περιοχή μας σε αξιοπρεπείς οικογένειες, σαν την δική μας, και την άλλη πλευρά, με τις αναξιοπρεπείς οικογένειες και τους αλήτες.
Τα ακολουθούσα αυτά με θρησκευτική ευλάβεια όχι γιατί συμφωνούσα, αλλά γιατί φοβόμουν το βαρύ χέρι του πατέρα μου, άλλος αλήτης αυτός, που με ξυλοφόρτωσε για ασήμαντη αφορμή, ένα βραδάκι μπροστά στη μάνα μου και το μεγαλύτερο αδελφό μου, για παραδειγματισμό, γιατί δεν ζήτησα συγγνώμη για κάτι κακό που είχα κάνει, κατά την άποψή τους. Μ’έκανε, με λίγα λόγια, μαύρο στο ξύλο, αλλά εγώ τελικά τα κατάφερα και δεν του έκανα το χατήρι, να ταπεινωθώ μπροστά στο οικογενειακό σκυλολόι, και να ζητήσω συγγνώμη. Βαρέθηκε φαίνεται να με βαράει και με άφησε, κι εκείνη ούτε κουβέντα να με προστατεύσει, άσε που επιδοκίμαζε τη βιαιότητα με φράσεις όπως, ζήτα συγγνώμη από τον πατέρα σου και θα σε αφήσει, το ανήθικο γύναιο. Ο αδελφός μου, ο σπυριάρης, κοιτούσε αδιάφορα, ίσως να την έβρισκε, μπορεί να του σηκωνόταν κιόλας.
Μεγάλωνα σε μια αξιοπρεπή οικογένεια, με τον πατέρα να μεθοκοπά και να τον ψάχνουμε στις ταβέρνες, να προσπαθεί να χέσει , από τη σούρα του, στο συρτάρι του κομοδίνου, Θανάση, Θανάση, δεν είναι τουαλέτα εδώ, τον τραβούσε η μάνα μου να σηκωθεί, άκουγα μόνο τις φωνές της, δεν με άφηνε να μπω στο δωμάτιο, μη τυχόν δω τον πατέρα μου με κατεβασμένα βρακιά και την ψωλή του πεσμένη, και χάσω την εκτίμησή μου στο πρόσωπό του. Εκείνος να επιμένει ν’αφήσει την κουράδα του μέσα στο συρτάρι με τα βιβλιάρια του ΙΚΑ και τα προφυλακτικά.
Έβλεπα την μητέρα μου σκυμμένη στο ράψιμό της κάθε μέρα, να περιμένει υπομονετικά το βράδυ του Σαββάτου την οικογενειακή μάζωξη, συκωταριά αρνίσια περιλάμβανε συνήθως το μενού, το θυμάμαι γιατί αναζητούσα εναγωνίως την καρδιά, και το συνοδευτικό κρασί, που είχα αγοράσει το απόγευμα, μετά από έντονους καυγάδες, από τον «καρβουνιάρη», χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, ενώ ο Διονύσης και ο Μάκης περίμεναν να παίξουμε τη συνηθισμένη μαλακία μας.Οι γονείς μου, όμως, είχαν το οικογενειακό προνόμιο, ευλογημένο από την υποκρισία της εκκλησίας και της κονωνίας, να κάνουν έρωτα, κλείνοντας ερμητικά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, για να μην ακούμε εγώ και ο αδελφός μου τις κραυγές και τους αναστεναγμούς τους, με κίνδυνο να τον παίξουμε κάτω από τις κουβέρτες, αν και για τον αδελφό μου δεν το πολυπιστεύω, αυτός θα το θεωρούσε ανήθικο, και θα έκλεινε τις δύσκολες στιγμές τ’αυτιά του για να μην ακούει.
Γι’αυτό, τα πρωινά του καλοκαιριού, όταν ο πατέρας μου έλειπε στη δουλειά, όταν ζητούσα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μαζί με τη μητέρα μου, εκείνη με απόφευγε γιατί διαπίστωνε ότι ήμουν καυλωμένος. Ενώ εγώ αναζητούσα τη ζεστασιά του κρεβατιού, εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τα λεκιασμένα σεντόνια από τα χύσια του πατέρα μου.
Μεγάλωνα ακολουθώντας τους κανόνες και τα ωράρια του σπιτιού. Πότε θα σηκωθώ για να πάω στο σχολείο, τι ώρα θα φάμε το μεσημέρι, τις Κυριακές όλοι μαζί, με το αναθεματισμένο κοτόπουλο ν’αχνίζει στην πιατέλα, ενώ στο μυαλό μου κλωθογύριζε διαρκώς η σκέψη πότε θα βγω να παίξω, να βρω τον Μπάμπη, συνομήλικός μου, να φτιάξουμε την ομάδα που μας αρέσει, να διώξουμε τους παρείσακτους που είχαν καταλάβει το χώρο που παίζαμε εμείς, να πάρουμε μάτι τη Μαρία, την αδελφή του «σπουργίτι», την ώρα που έκανε μπάνιο στο μικρό λουτρό με την ξύλινη ραγισμένη πόρτα, να πείσουμε το «τσιγκάκι» ότι το τσιμπούκι δεν ήταν και τόσο κακό όσο φαινόταν, να φάμε τα εικονογραφημένα του κούτσαβλου, όσα λοιπόν ήταν απαραίτητα για την σωστή ανατροφή μας.
Ακολουθούσα τις υποδείξεις της μητέρας μου, ενώπιος ενωπίω, ο πατέρας μου ούτε ασχολιόταν, πλην του περιστατικού που ανάφερα, εμπιστευόταν τις αυταρχικές και παιδαγωγικές ικανότητες της συντρόφου που διάλεξε να περάσει τη ζωή μαζί της, την αδελφή του δοσίλογου, που ευτυχώς, δήθεν, σκοτώθηκε από νάρκη, κατά την αποχώρηση των Γερμανών, ενώ είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι τον εκτέλεσαν οι αντάρτες, το καθίκι. Αλλά έλα που τον είχαν σαγηνεύσει τα τσακίρικα, μαύρα μάτια της, κι ας μη το παραδεχόταν, ο εγωιστής, ο κομμουνιστής, που είχε πάρει μέρος στο Δεκέμβρη, δίχως ποτέ να μας ξεκαθαρίζει το ρόλο του.
Μακάριζα τον Πέτρο που ένα υπέροχο πρωινό του Απριλίου, μπροστά στα μάτια μας και τ’αυτιά μας μάθαινε ότι η μητέρα του πέθανε. Ο δάσκαλός μας δάκρυσε, σταμάτησε το μάθημα, ενώ εγώ ζήλευα τον Πέτρο που για όλη την υπόλοιπη ζωή του δεν θα είχε το μαρτύριο της επίβλεψης και της μητρικής καθοδήγησης. Πόσο θα θελα να είχε πεθάνει και η δικιά μου!
Τι θα έκανα στην υποθετική αυτή περίπτωση αν έπιαναν οι ευχές μου;
Δεν μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, το μόνο που χρειαζόμουν ήταν να μην τη βλέπω. Να μην βλέπω το σκυφτό κορμί της πάνω στα ρούχα που έραβε, την αγωνία της να φάω όλο το φαγητό μου, την ενδελεχή της προσπάθεια να μην απογοητεύσει τον πατέρα μου στο φαγητό που θα έτρωγε, διαβάζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» τα μεσημέρια, τη συγκατάβασή της στη γνώμη του μεγαλύτερου αδελφού μου, την υποταγή της στις κανιβαλικές ορέξεις των γειτόνων.
Όλες οι προσπάθειες της μητέρας μου ήταν να φτιάξω ένα χαρακτήρα ώστε να γίνομαι αρεστός στους άλλους, αυτούς που είχε αυτή υπόψη της κι όχι εγώ. Εγώ έβλεπα ότι ήμουν αποδεκτός στην παρέα μου, όταν έκανα ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που μου μάθαινε, κρυφά βέβαια. Έκανα παρέα με το Ρέμπελο, κάπνιζα με τον Μπέμπη στο ρέμα, πέρα από το απογορευτικό σύνορο της λεωφόρου, προσπαθούσα να γαμήσω τον Ηλία, με το άσπρο, στρογγυλό κολλαράκι, που ακόμα και τώρα που το θυμάμαι καυλώνω, αλλά κάτι συνέβαινε τελευταία στιγμή και τραβιόταν, ανέβαινα στα δέντρα και τις πολυκατοικίες για να δω ταινίες τα καλοκαίρια, έπαιζα τα μεσημέρια στους δρόμους, όταν οι ξενέρωτοι ενήλικες αναζητούσαν λίγη ησυχία να ξεκουραστούν, αγνοούσα τις συμβουλές των μεγαλυτέρων μου, είχα ινδαλμα τον Λυκούδη που έσπασε το τζάμι με το χέρι του, όταν έμαθε ότι έμεινε στην ίδια τάξη, προσπαθούσα να πείσω τη Σταυρούλα να μου δείξει λίγο το μουνάκι της.
Όλη της η προσπάθεια να γίνω σωστός άνθρωπος στην κοινωνία, την έσωσε. Αφού δεν μπορούσα να την σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια , νόμιζα ότι ο καλός Θεούλης, θα με λυπόταν και θα την έπαιρνε κοντά του. Πόσα μεσημέρια δεν γύριζα από το σχολείο, με τη σκέψη να βρω έξω από το σπίτι μου κόσμο να την μοιρολογά, να την επαινεί, τον πατέρα μου για πρώτη φορά δακρυσμένο, τον αδελφό μου κόκκινο σαν μήλο στάρκιν, και όλο το σόι της, αυτό που, τελοσπάντων, είχε απομείνει, μέσα στο μαύρο χάλι. Πόσες φορές δεν προσευχόμουν το λεωφορείο που πήγαινε ή ερχόταν από την Πάτρα, με την μητέρα μου καθισμένη στις πρώτες θέσεις, μετά από την επίσκεψη στην μισότρελη αδελφή της, το πουτανί το ανηψάκι της, και τις μαραζωμένες φίλες της, να συγκρουόταν πλαγιομετωπικά, η πρόσκρουση, που θα γινόταν από την πλευρά που καθόταν, να ήταν τόσο σφροδρή ώστε από τα συντρίμμια το άψυχο κουφάρι της, ότι θα είχε βρεθεί δηλαδή, να μην μπορεί να αναγνωριστεί. Γιατί να μην είχε συμβεί σ’εκείνη, αυτό που συνέβη στο μικρό αγοράκι, που προσπαθώντας να περάσει το δρόμο, ένα αυτοκίνητο με ταχύτητα το τίναξε ψηλά, κάνοντάς το να διαλυθεί, σκάζοντας μ’ ένα βαθύ, αποκρουστικό θόρυβο στην άσφαλτο.
Το ατύχημα δεν της συνέβη ποτέ, η υγεία της παρέμεινε ακμαιότατη, η δολοφονία της ήταν ανέφικτη, με ορατά αποτελέσματα στην ύπαρξή μου, όπως καταλαβαίνετε.



Δευτέρα, Νοεμβρίου 09, 2009

Ο ΓΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΕΣΤΗΔΕΣ


Το ποίημα φτιάχνεται από αναπηρία
από διαμελισμένα σώματα
ακατανόητα τα πράγματα
απρόσιτοι οι άνθρωποι
η μέσα ήπειρος όσο κι αν μεγαλώνω άγνωστη
κι οι στίχοι μου εντόσθια χυμένα
-οδός ερώτων ίσως, το ξημέρωμα-
ψάχνουνε κάποτε για απαντήσεις
σε στοιχειώδη μαθηματικά, το ομολογώ:
πολλαπλασιασμούς
και προσθαφαιρέσεις.
Για τα ανώτερα μαθηματικά έχουν μιλήσει άλλοι.
Το ποιημα φτιάχνεται από την ανεπάρκεια
από τη δική μου ανεπάρκεια
από τη δική μου ανικανότητα
ότι γράφω
για τη γυναίκα που πηδάω
αλλά αδυνατώ να την ζήσω αξιοπρεπώς
δουλεύοντας ταξιτζής στη βραδινή βάρδια,
μηχανικός σε φέρι μποτ
ή ρεσεψιονίστας σε μπουρδελοξενοδοχείο.
Πρέπει να έχουν καλό μεροκάματο, σκέφτομαι.
Αν από περιέργεια υπάρχω κι από καραγκιοζιλίκι,
συνεπώς γελοίος.
είναι γιατί ξόδεψα χρόνια ολόκληρα στην παραλία
στο καφενείον "Κοσμικόν" παίζοντας στα ζάρια
εσένα που καθόσουνα σε μπαρ
με μάσκες αυτοκινήτων στην οροφή τους.
Έφτιαξα τις Καρυάτιδες τραβεστί
και πήγα την Ακρόπολη στο Δέλτα του Φαλήρου
μετά τις 11 το βράδυ
mazda rx άρματα μάχης
παραμονεύαν στο σκοτάδι.
Δεν το πολυδιαφημίζω πάντως.
Εσύ όμως ρε παιδάκι μου
με τόσες βεβαιότητες
εκτός από το ότι σε αποκαλώ "χέστη"
και θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου κραυγάζοντας:
"νίκησα!", "νίκησα!"
τι λόγο έχεις να γράφεις;
Λέω μήπως γι' αυτό δεν σου βγαίνει τίποτα της προκοπής...
Τουλάχιστον γαμάς καθόλου;

Το «ποίημα» από τον  Χ2

Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ "ΜΟΜΠΙ-ΝΤΙΚ"
Δεν είναι ένα σύμπαν. όπου γοητεύεσαι από την ατμόσφαιρά του ούτε μια ιστορία βγαλμένη από πραγματικά συμβατικά γεγονότα. Η αφήγηση δημιουργεί μια ονειρική διάθεση στον αναγνώστη, όπου νοιώθεις να συμμετέχεις, όχι σαν προσκαλεσμένος που διαβάζει μια ιστορία, ούτε σαν μέρος της αφήγησης, πως θα γινόταν άλλωστε, αλλά σαν να σε άρπαξε από το χέρι ο συγγραφέας και να σε πέταξε στον ωκεανό των εικόνων του. 
Παρών, από ένα πνεύμα που απλώνεται και πλημμυρίζει την ύπαρξή σου, με τη μουσικότητα ενός παράξενου αλλά ιδιοφυούς κόσμου, βρίσκεσαι εκεί που συμβάλλονται η αβρότητα του ονείρου και το απεριχώρητο χάος της ζωής.  

04.03.2009
Βράδυ

Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



Ο συγγραφέας είναι ένας κατ'ανάγκην κλέφτης.  Κλέβει όμως αυτά που προσφέρονται δωρεάν.

07.11.2009
Απόγευμα

Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Η ανάγνωση είναι ένα ταξίδι. Όμως ένα ταξίδι αυτιστικό.

05.11.2009
Απόγευμα

Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι η απώλεια της νοσταλγίας.  Απλά, διαβάζουμε επειδή δεν νοσταλγούμε.

02.11.2009
Μεσημέρι, μετά την πίτσα.

Κυριακή, Νοεμβρίου 01, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Είναι καύλα να βλέπεις τον κόσμο μεθυσμένος.
Μεσημέρι
01.11.2009

Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



Η αφήγηση μιας ιστορίας είναι ο μάρτυρας υπεράσπισης σ'ένα ανύπαρκτο δικαστήριο.

30.10.2009
Μεσημέρι.





Τετάρτη, Οκτωβρίου 28, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Ο συγγραφέας αν και φαίνεται σαν κουτσομπόλης μιας επινοημένης πραγματικότητας, στην ουσία είναι ένας κουτσομπόλης της ύπαρξής του.
28.10.2009
Πρωί

Δευτέρα, Οκτωβρίου 26, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



Η νίκη της οργής μπορεί να είναι φαντασμαγορική, αλλά δεν παύει, ουσιαστικά, να είναι μια νίκη.
26.10.2009
Βράδυ

Σάββατο, Οκτωβρίου 24, 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



Η ατέρμονη επανάληψη απειλεί τας σώας φρένας.

24.10.2009
Βράδυ.

Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2009

ΦΡΑΝΥ ΚΑΙ ΖΟΥΙ -D.J Salinger

Διαβάζω για τη Νιόβη Λύρη που της αρέσουν οι θεότητες.








|
Tra
|
eSnips Social DNA




"ΦΡΑΝΥ ΚΑΙ ΖΟΥΙ" D.J SALINGER
Μετάφραση: Αλάτσης Κώστας
Εκδόσεις "Επίκουρος"

Δευτέρα, Οκτωβρίου 19, 2009

ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ-ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ-ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

Στον κ.Κεντρωτή που μου θυμίζει με τις αναρτήσεις του παλιές, καλές εποχές.



Μεις, με τη δόξα, θα λογαριαστούμε αλλιώς –

δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει –
ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
μες απ’ τη Λήθη
θ’ αναδυθούν
φάσματα λέξεις σαν αυτές :
«πορνεία»,
«φυματίωση»,
«αποκλεισμός», όχι άλλες.
Για σας,
τους σβέλτους
και γερούς, για δες,
ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
τις φθισικές ροχάλες.
Όσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά,
τόσο θα μοιάζω
με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε, λοιπόν, συντρόφι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δε μου’φεραν
ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία,
κ’ εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής
δεν έχω τίποτ’ άλλο χρεία.
Όταν θα παρουσιαστώ
στου φωτεινού σας
μέλλοντος
την Κ.Ε
θα’ ρθω, πάνω απ’ τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλων μου των
κομματικών βιβλίων.

Τους στίχους τους βρήκα στο  stixoi.info και τους δημοσιεύω με κάποιες αλλαγές βασισμένες στο βιβλίο "Μαγιακόβσκη-Ποιήματα" σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου

Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ

Δύο νέα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα σημειώθηκαν χτες σε Χαλκιδική και Σαλαμίνα αυξάνοντας τον αριθμό των εργατών που σκοτώνονται στον χώρο δουλειάς εξαιτίας των ελλιπών συνθηκών ασφαλείας. Στα μεταλλεία χρυσού στην Στρατονίκη Χαλκιδικής, ένας εργάτης σκοτώθηκε, ένας ακρωτηριάστηκε και αρκετοί κινδύνευσαν όταν, στις 10 το πρωί, υπόγεια στοά κατέρρευσε και τους καταπλάκωσε. Και πριν δύο χρόνια είχε γίνει ατύχημα με νεκρό εργάτη στα συγκεκριμένα μεταλλεία που εκμεταλλεύεται η "Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.". Συγχρόνως στην Σαλαμίνα ο 43χρονος οικοδόμος Αν. Βραχάμης έχασε την ζωή του από ηλεκτροπληξία, όταν το μηχάνημα που χειριζόταν ακούμπησε ηλεκτροφόρα καλώδια κατά την διάρκεια εργασιών από την εταιρεία σκυροδέματος στην οποία δούλευε.

Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ




Ο συγγραφέας είναι ο νομοθέτης μιας επινοημένης πραγματικότητας.  

Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2009

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΩ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ


Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω maitre d’hotel. Βέβαια το μειονέκτημα που διακρίνω πάνω μου, ορατό δια γυμνού οφθαλμού, είναι το παρουσιαστικό μου. Φορώ γυαλιά από μικρό παιδί και πολύ φοβάμαι ότι οι βαθμοί μυωπίας θα αυξηθούν μέχρι να φτάσω στο κρίσιμο σημείο των είκοσι ενός χρόνων, στο οποίο, όπως λέγεται, η μυωπία σταθεροποιείται. Το θεωρώ μειονέκτημα γιατί τα γυαλιά θα κρύβουν, όπως και να το κάνουμε, τη σιγουριά του προσώπου μου, την εκφραστικότητα των ματιών μου, την επιθυμία να εκπληρώσω οποιαδήποτε απαίτηση του πελάτη, αν θέλουμε να τον ξαναδούμε την επόμενη τουριστική σαιζόν. Οι φακοί επαφής είναι μια λύση αλλά απ’ότι βλέπω από τη μητέρα μου, που τους φορά για να τονίζει τα γαλάζια μάτια της, μετά από τρεις τέσσερεις ώρες, η λάμψη δίνει τη θέση της σ’ένα έντονο κόκκινο που κυριαρχεί στα αστραποβόλα μάτια της και την αναγκάζει, εκτός το συνεχές ανοιγόκλειμα των βλεφάρων της, να κουβαλά όπου πηγαίνει το κολλύριό της για να το απομακρύνει. Βέβαια όλα αυτά αντικαθίστανται από τις κινήσεις του υπολοίπου σώματος, ελπίζοντας ότι ο υπεύθυνος για την πρόσληψή μου, κατ’αρχήν, θα έχει την ικανότητα να τις διαβάσει.
Ευελπιστώ τα μαλλιά μου να διατηρηθούν στη θέση τους, γιατί είναι απαραίτητο στη συνέντευξη που θα δώσω για να την πρόσληψή μου, να δείχνω την εντύπωση στον συνεντευξιαστή, εκτός της σωματικής μου παράστασης, ότι η νεανικότητά μου θα διατηρηθεί αναλλοιώτη επ’ άπειρον. Τα μαλλιά είναι δείγμα νεανικότητας και ζωντάνιας, ανεξαρτήτου ηλικίας, ώστε η ικανότητα επικοινωνίας με τους πελάτες να συμπληρώνεται, εκτός της fashion statement στυλιστικής ενδυματολογικής εμφάνισης, παντελόνι που σταματά εκεί ακριβώς που ξεκινά το τακούνι του παπουτσιού, σακάκι που το μανίκι του σταματά ελαφρώς κάτω από τον καρπό, πουκάμισο σε αντίθετο χρώμα με το κουστούμι, γραβάτα με διπλό ή μονό κόμπο ανάλογα με το πάχος της γραβάτας, με σωματική επιβεβαίωση. Γιατί τι να τα κάνεις τα κουστούμια του Hugo Boss και του Armani, την σχεδόν καθημερινή παρουσία στο γυμναστήριο του «Paradise», όταν σε προδίδει το ανώτερο σημείο του καλοδιατηρημένου σώματός σου, η κορωνίδα της ύπαρξής σου.
Λαμβάνω λοιπόν στο μέτρο του δυνατού τα μέτρα μου, όσον αφορά την εμφάνισή μου από τώρα, για να μην αισθάνομαι τύψεις ότι δεν φρόντισα τον ευατό μου, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν και αφοσοιωθώ στο αγαπημένο μου επάγγελμα. Αν τώρα η φύση, στην περίοδο που απομένει, μέχρι την επαγγελματική μου αποκατάσταση με αδικήσει, νίπτω τας χείρας μου.
Φυσικά στηρίζομαι στις ικανότητές μου που μάλλον είναι ανεπτυγμένες, διότι έχω ήδη καταστρώσει την εκπαιδευτική μου πορεία, σ’αυτή την ηλικία. Είμαι υποχρεωμένος, σύμφωνα με την κοινωνικά αποδεκτή διαδικασία να τελειώσω το Λύκειο, να φοιτήσω στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Ρόδου, την επίσημη και εγκεκριμένη σχολή στελεχών τουριστικών επιχειρήσεων. Παράλληλα μου χρειάζεται η στοιχειώδης γνώση δυο τουλάχιστων ξένων γλωσσών, αγγλικών και γερμανικών. Γι’αυτό παρακάλεσα τον πατέρα μου να με γράψει εκτός των Αγγλικών και Γερμανικά. γιατί καθυστερούσε, και εγώ ήμουν ανυπόμονος. όχι όμως και πολύ μελετηρός, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Διότι πρέπει να ομολογήσω ότι το επάγγελμα του maitre δεν μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, ευτυχώς δηλαδή, γιατί παραμονεύει ο κίνδυνος να χαρακτηριστώ σπασίκλας σ’αυτή την ηλικία, αλλά πάντα όταν με ρωτούν, τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, απαντώ maitre. Τις τεμπέλικες ώρες μου, σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να αποφύγω την εκπαιδευτική οδό και να ακολουθήσω την επαγγελματική σταδιοδρομία. Τι εννοώ; Να ξεκινήσω από σερβιτόρος β’, μετά σερβιτόρος και αφού θα έχει διαγνωστεί από την εργοδοσία η εργατικότητά μου, οι γνώσεις μου, η υπακοή μου, ο συμβιβαστικός χαρακτήρας μου, η προσαρμογή μου στις απαιτήσεις του maitre, που θα με καθοδηγεί στο συγκεκριμένο διάστημα, θα κάνω το άλμα στην αγαπημένη μου επαγγελματική θέση. Παράλληλα αν δεν συμβεί κάτι απρόοπτο στο επόμενο διάστημα της ζωής μου στη σωματική μου κατασκευή και το ομολογουμένως ευχάριστο πρόσωπό μου, οι εφήμερες σχέσεις με τις ανυπομονούσες να με γνωρίσουν πελάτισσες είναι κάτι παραπάνω από βέβαιες. Συνεπώς οι ξένες γλώσσες που θα έχω μάθει με τις μεθόδους γρήγορης εκμάθησης θα βελτιωθούν, από τα χειμερινές διακοπές στην Ελβετία, Γερμανία, Αγγλία, που θα μου προσφέρουν οι εκστασιασμένες, ας τις πούμε ερωμένες μου, φυσικά όχι αφιλοκερδώς.
Προς το παρόν όμως ακολουθώ τους κανόνες της κοινωνικής ιεραρχίας, και εντάσσομαι στο εκπαιδευτικό σύστημα με όλες τις συνέπειες. Οι θυσίες που κάνω τώρα θα βρουν την δικαίωσή τους όταν με το λουσάτο κουστούμι μου θα υποδέχομαι τους πελάτες του ξενοδοχείου στην είσοδο του εστιατορίου, χαμογελαστός και σίγουρος ότι μόνο εγώ είμαι αυτός που διοργανώνει την ιεροτελεστία του σερβιρίσματος του φαγητού, με τους εκπαιδευμένους σερβιτόρους να ρολάρουν κάτω από την καθοδήγηση της μπαγκέτας μου. Πελάτες που θα ανυπομονούν να απολαύσουν το αποτέλεσμα της προσπάθειας μου, στημένοι τουλάχιστον δέκα λεπτά στο χώρο έξω από το εστιατόριο, τάχαμου ότι επιβραβεύουν τις προσπάθειες τού προσωπικού εστιάσεως του ξενοδοχείου, παραλλήλως δε η λόρδα να σαρώνει τα σωθικά τους.
Μετά την υποδοχή των πελατών θα είμαι υποχρεωμένος να περνώ από τα τραπέζια των πελατών με τα ηλιοκαμένα πρόσωπα, στα χείλη, ίσως, υπολλείματα τροφής, διαθέσιμους, τώρα πια, να συνομιλήσουν μεταξύ τους και οσονούπω μαζί μου. Θα αναπτύσσω όλο το επικοινωνιακό μου χάρισμα. που απέκτησα από την αυτοπεποίθηση που θα εκπέμπει το φουσκωτό καλογυμνασμένο σώμα μου, η σιγουριά του βαδίσματός μου μέσα στα Bruno Magli παπούτσια μου, τα καλοχτενισμένα μαλλιά μου, η εβδομαδιαία απολέπιση προσώπου, τα καθαρισμένα αυτιά και μύτη από την παρουσία ανεπιθύμητων τριχών. Με τη βοήθεια κάποιας Γεωργίας, βοηθού εμπίστου, καρφί δηλαδή, με ζωγραφιστά χείλη, ελαφρώς κρεμασμένα, τα τοξωτά φρύδια μου θα είναι πάντα περιποιημένα από τα χεράκια της, το αρρενωπό μου πρόσωπο περιποιημένο από την καθημερινή φροντίδα της Clinique για την γήρανση και την λέπτυνση των ρυτιδών από την Vichy, ένα αρμονικό σύνολο που θα επικυρώνει την μοναδική παρουσία μου.
Αφού λοιπόν οι παρέες μου που παίζουμε τώρα δεν με κάνουν αρχηγό, για να μην πω ότι δεν με βάζουν να παίξω στην ομάδα ποδοσφαίρου, ούτε μπασκετ, εδώ βέβαια έχουν λίγο δίκαιο γιατί προς το παρόν είμαι πιο κοντός από όσο απαιτεί η ηλικία μου, αλλά σ’αυτό δεν κολώνω, γιατί όπως λέει και η μάνα μου θα δώσω απότομα μπόι, κανείς από το σόι μας δεν είναι κοντός, λέω λοιπόν, ότι η αρχηγική μου εμφάνιση θα πάρει σάρκα και οστά όταν θα μαζεύω τους καλόμοιρους σερβιτόρους, καλόμοιρους γιατί θα βρίσκονται υπό την καθοδήγησή μου, γιατί κατά τ’άλλα βράστα, και θα τους επισημαίνω τα λάθη τους, θα διορθώνω τις ατέλειες τους, θα δίνω κατευθύνσεις για το στρώσιμο των τραπεζιών, μεγαλόψυχος καθώς είμαι, θα ακούω τις ανάγκες τους και θα τους δίνω τα ρεπό τους συμβιβάζοντας τα ασυμβίβαστα, με το αζημίωτο φυσικά, ενώ εκείνοι θα με κοιτούν έμπλεοι σεβασμού στα εκφραστικά μου μάτια, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να αμφισβητήσουν την αυθεντία μου.
Όταν λοιπόν θα πηγαίνω στη δουλειά το πρωί, με τα τρία κουμπιά του πουκαμίσου μου ξεκούμπωτα, ώστε να ξεπροβάλει το ευρύστερνο στήθος μου, στεφανωμένο από το δάσος των τριχών, δεν θα χτυπάω κάρτα, αυτό το δυσβάσταχτο προνόμιο των εργαζομένων, θα πίνω τον καφέ στο γραφείο μου, ήδη έτοιμο από την Σοφία, την μπουφετζού, που θα γνωρίζει την ώρα άφιξής μου. Όλα αυτά με δυο τρεις παρατηρήσεις που θα έχω κάνει μέχρι η πρώτη σταγόνα του Λουμίδη αναπαυθεί στον καταπιόνα μου, γοητευμένος από την ελευθερία να τσιμπάω από τα ρεσώ με τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά μου, την ευχαρίστηση να μου σερβίρουν γεύματα της επιλογής μου οι δύστροποι μάγειροι, υποχρεωμένοι όμως, αφού θα έχουν παρακολουθήσει το τηλεφώνημα του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου που θα με καλεί για «ενημέρωση» στο γραφείο του. Παραλλήλα με τη άκρη του ματιού τους θα έχουν παρακολουθήσει, δια ζώσης, τις συνομιλίες μου με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου στην αίθουσα του εστιατορίου, όταν θα επισκέπτεται τους πληβείους μια φορά, και αν, το χρόνο, στο χώρο εργασίας τους. Τα γεύματα μου θα γίνονται σε αξιοπρεπείς χώρους, και όχι στους χώρους εστιάσεως του προσωπικού, με τις πλαστικές βρώμικες καρέκλες, έτοιμες να σπάσουν και να σε αδειάσουν στη στιγμή στο πάτωμα, την ανυπόφορη ζέστη και τις γάτες στα πόδια σου να εκλιπαρούν για την γενναιοδωρία σου.
Αναγνωρίσιμος λοιπόν από πελάτες και προσωπικό, θα επεκτείνω την επωνυμία μου σε χώρους εκτός ξενοδοχείου. Ποιο είναι το σχέδιο μου; Θα διοργανώνω εκδηλώσεις στην αίθουσα του ξενοδοχείου ή σε κάποιον άλλο χώρο που αν δεν υπάρχει θα επιβάλω να δημιουργηθεί, γιατί θα πω στον ιδιοκτήτη ότι οι γάμοι φέρνουν λεφτά. Θα του παρουσιάσω το μπάτζετ μιας εκδήλωσης, το κόστος και την αναμενόμενη είσπραξη, και βέβαιος ότι θα συμφωνήσει, θα επεκτείνω την αναγνωρισιμότητά μου και την τσέπη μου. Τι το όνομά μου σε διαφήμηση πρώτη σελίδα φάτσα στις τοπικές εφημερίδες, τι επαφές με μελλοντικούς, επικυρωμένους ενώπιον θεού και ανθρώπων οικογενειάρχες, πολιτικούς μηχανικούς, κυρίως εμπόρους, ανθρώπους που θα στηρίζονται στα λεγόμενά μου για να ικανοποιήσουν τους ανυπόμονους για μάσα και χορό καλεσμένους, τι υποδοχές στον προθάλαμο δεξιώσεων, τι διαρρύθμιση αίθουσας, ούτε ντεκορατέρ νάμουνα. Ευθυτενής και αποφασιστικός θα κατευθύνω το σέρβις με την μαεστρία που με διακρίνει, ώστε όταν έρθει η στιγμή της πληρωμής, το φιλοδώρημα, αποκλειστικά για μένα, να ικανοποιεί τις οικονομικές μου ανάγκες.
Αν με λέγανε Αλέξη ακόμα καλύτερα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 04, 2009

ΣΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΜΟΥ!



Η δημοκρατία σε αδιέξοδο θεσμικό
Tου Χρηστου Γιανναρα
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 καλλιεργείται στην
Ελλάδα μεθοδικά το δόλιο μύθευμα ότι «η Δημοκρατία
δεν γνωρίζει αδιέξοδα». Το μύθευμα ενισχύει την
υποβολιμαία ψευδαίσθηση ότι στη χώρα λειτουργεί
Δημοκρατία. Και μάλιστα, τις τρεις τελευταίες
δεκαετίες, υποδειγματικά!
Η ανίσχυρη, όλο και πιο ισχνή μειονότητα των με
σκέψη και κρίση πολιτών, ξέρει ότι η Δημοκρατία
είναι άθλημα και σε κάθε άθλημα υπάρχουν
επιδόσεις, άρα και ενδεχόμενα αποτυχίας. Είναι
σαφώς συνάρτηση η Δημοκρατία τής κατά κεφαλήν
καλλιέργειας, αδύνατο να εφαρμοσθεί από κάφρους
έστω και με υψηλούς δείκτες καταναλωτικής
ευχέρειας. Αναπόφευκτο λοιπόν το αδιέξοδο της
Δημοκρατίας όταν στον πολιτικό στίβο πλεονάσει η
αλογία, ο πρωτογονισμός της ιδιοτέλειας. Δεν είναι
Δημοκρατία να πιθηκίζουμε θεσμούς που αποτέλεσαν
επιτεύγματα του Διαφωτισμού, συντηρώντας το
κέλυφος, την επίφαση και διαστρέφοντας τους
στόχους. Δεν είναι κατάκτηση του Διαφωτισμού ο
λαϊκισμός της ισοπέδωσης όλων προς τα κάτω, η
δικτατορία της μετριότητας και οι ρεβεράντζες στην
αναίδεια της ασημαντότητας. Ναι, σεβασμός και
κατοχύρωση των δικαιωμάτων κάθε πολίτη, αλλά η
θεσμική εξασφάλιση του σεβασμού και της
κατοχύρωσης δεν μπορεί να αυτονομείται από τη
λογική της κοινωνικής συνοχής, τον ορθολογισμό των
κανονιστικών αρχών που ελέγχουν (και τιμωρούν) την
αντικοινωνική συμπεριφορά.
Από καταγωγής του ελλαδικού κρατιδίου και κατ’
εξοχήν μετά τη μεταπολίτευση του 1974, πηγή
παρανομίας, φαυλότητας και διαφθοράς, αιτία
κοινωνικής υπανάπτυξης, ευτελισμού και διαστροφής
των θεσμών της Δημοκρατίας, είναι στην Ελλάδα το
πολιτικό σύστημα. Δεν υπάρχει θεσμός ή τρόπος που
να υποχρεώνει το αυτοθωρακισμένο στην αυθαιρεσία
του σύστημα εξουσίας να τηρεί τους νόμους, να
λογοδοτεί στη Δικαιοσύνη, να πειθαρχεί με
στοιχειώδη συνέπεια στο «κοινωνικό συμβόλαιο»,
δηλαδή στο Σύνταγμα. Ολες αυτές οι υποχρεώσεις της
εξουσίας ίσως έχουν θεσμικά προβλεφθεί, αλλά με
θεσμούς κατ’ επίφασιν, a priori υπονομευμένους,
προορισμένους να μη λειτουργήσουν.
Δεν υπάρχει τρόπος ή δυνατότητα στην Ελλάδα να
ελεγχθεί ρεαλιστικά και να τιμωρηθεί έμπρακτα η
κλοπή κοινωνικού χρήματος από τους διαχειριστές
του κρατικού κορβανά. Να ελεγχθεί και τιμωρηθεί η
ραδιοτηλεοπτική ασυδοσία: η πλύση εγκεφάλου των
πολιτών από την ιδιοτέλεια κομμάτων και
μεγαλεμπόρων, η σκόπιμη παραπλάνηση, η μεθοδική
υποβάθμιση της νοημοσύνης, της αισθητικής, της
ηθικής ευαισθησίας, του πατριωτισμού. Δεν υπάρχει
δυνατότητα στην ελλαδική «Δημοκρατία» να οδηγήσουν
οι πολίτες στη Δικαιοσύνη ένα κόμμα που
προπαγανδίζει και οργανώνει την κατάλυση της
έννομης τάξης, την προγραμματισμένη βία, τις
απόπειρες δολοφονίας από πρόθεση ένστολων
κοινωνικών λειτουργών. Να εγκαλέσουν οι πολίτες,
κάποιοι πολίτες, ενώπιον δικαστηρίου (και όχι
περιμένοντας τις οψέποτε φαλκιδευμένες από τους
«επικοινωνιολόγους» εκλογές) μια κυβέρνηση ή ένα
κόμμα που εγκληματεί ανήκεστα στη διαχείριση
συνόρων και κοιτίδων του Ελληνισμού, που
κατασυκοφαντεί την Ιστορία στη συνείδηση της νέας
γενιάς των Ελλήνων, που ασκεί πολιτική καθ’
υπαγόρευσιν αλλότριων συμφερόντων – αποκλείεται να
εγκαλέσει ο πολίτης πολιτικούς για «προδοσία» όπως
το Σύνταγμα την προβλέπει.
Τριάντα χρόνια τώρα καλλιεργείται το δόλιο μύθευμα
ότι, επιτέλους, έχει παγιωθεί στη χώρα η
Δημοκρατία, ο λαός εκλέγει τους διαχειριστές της
εξουσίας, δεν κινδυνεύει από τη φιλοπάτριδα
αυθαιρεσία οποιουδήποτε συνταγματάρχη ή λοχία.
Ομως, κάποιων πολιτών τα μάτια κάποτε ανοίγουν,
ξεθολώνουν, οσφραίνονται οι πολίτες το δόλιο
μύθευμα. Πρέπει να είναι κανείς μειωμένης
νοημοσύνης ή ψυχανώμαλα φανατισμένος για να μην
αντιλαμβάνεται ότι παγιωμένη τώρα είναι η
αυθαιρεσία, επαγγελματικά ιδιοτελής και καθόλου
φιλόπατρις. Οτι ζούμε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα
ένα κατεστημένο διαρκές πραξικόπημα, που ακυρώνει
στην πραγματικότητα το Σύνταγμα «ερμηνεύοντάς» το
με νόμους αναιρετικούς των στόχων και της λογικής
του.
Εξόφθαλμη πραγματικότητα, αδιόρατη από τα
ευνουχισμένα παράγωγα της υποβαθμισμένης παιδείας
και του ραδιοτηλεοπτικού κρετινισμού: το πολίτευμα
στην Ελλάδα είναι ολοκληρωτικού χαρακτήρα
φεουδαρχία, τα δήθεν «κόμματα» είναι φέουδα που
μεταβιβάζονται κληρονομικά, ο εκάστοτε φεουδάρχης
είναι απόλυτος μονάρχης, οικογένειες «βαρόνων»
ραδιουργούν στην «αυλή» του και ελέγχονται με
παροχές. Κάθε αξίωμα πηγάζει από τον φεουδάρχη,
την ανεξέλεγκτη βούλησή του – κάθε θώκος υπουργού,
βουλευτή, δήμαρχου, νομάρχη, κρατικού τιμαριούχου.
Πιόνια οι βουλευτές, points στο προσωποπαγές
παιχνίδι του φεουδάρχη, και το παιχνίδι «στημένο»
από έμπειρους μαγείρους εκλογικών νόμων, με τον
λαό κομπάρσο.
Οπτική συγκεφαλαίωση του αδιεξόδου της
«δημοκρατίας» οι έξι θλιβερές προσωποποιήσεις της
ασημαντότητας στο προεκλογικό «ντιμπέιτ»:
συντριπτικά υποδεέστεροι οι ερωτώμενοι από τους
ερωτώντες, οι δημοσιογράφοι ήξεραν τι ρωτάνε, οι
«αρχηγοί» ούτε που καταλάβαιναν πόσο
αυτοδιασύρονται με τα άλλα αντ’ άλλων που
απαντούσαν. Θλιβερά έκγονα της μεταπολίτευσης,
όλοι φορείς του κενού, της απουσίας κάθε
«νοήματος», στόχου ή άξονα της κοινωνικής
συνύπαρξης και συνοχής, βλαστήματα της
αναξιοκρατίας, της οικογενειοκρατίας, της
ηγεμονίας των «επικοινωνιολόγων». Ολοι
βοσκηματωδώς αδιάφοροι για την ποιότητα ζωής που
εγγυάται η «ευγένεια» καταγωγής, δηλαδή η Ιστορία
και ο πολιτισμός ως κατά κεφαλήν καλλιέργεια. Να
μην σπιθίζει τίποτα, ούτε ένα λεκτικό επιτέλους
εύρημα, ούτε ένα ευφάνταστο πρόταγμα.
Τον ένα, τον καινοφανή, τον ανέβασε στο πάλκο των
«αρχηγών» η επιπόλαιη αγανάκτηση των ψηφοφόρων για
τα μεγάλα κόμματα, στις ευρωεκλογές. Και ο
θλιβερός εισέπραξε τη συγκυρία σαν λαϊκή
συγκατάθεση να πρακτορεύει το κόμμα του τη
διαστροφή της Ιστορίας και ο ίδιος να μας εμπαίζει
αποφαινόμενος ότι «άλλο η πολιτική, άλλο οι περί
Ιστορίας απόψεις»!
Δίπλα του ο δεξιοτέχνης του λαϊκισμού, ικανός να
«αξιοποιεί» πολιτικά το κοινωνικό περιθώριο: τη
διαστροφή της ελληνικής πρότασης πολιτισμού σε
επαρχιώτικο εθνικισμό και του εκκλησιαστικού
γεγονότος σε θρησκευτικό ιδεολόγημα. Ευτυχώς η
αλίευση στελεχών από τηλεοπτικές ζώνες ντροπής και
οι αδαήμονες δηλώσεις του περί «εκκλησιαστικής
περιουσίας» αποκάλυψαν την πραγματική εικόνα του
ανδρός.
Παραδίπλα η μουσειακή «θεούσα» του παλαιού
πολιτικού ημερολογίου, κολλημένη στο αναμηρύκασμα
του σταλινικού της οράματος, έρμαιο της
συνδικαλισμένης ιδιοτέλειας. Εθαβε, ως παρουσία
και μόνο, κάθε ελπίδα να αρθρωθεί στον τόπο μας
αριστερός λόγος, τίμια και μαχητικά
κοινωνιοκεντρικός.
Ανάλογης συντήρησης φιγούρα και ο γηραιόγλωσσος
νεανίας, ηγέτης των «ανανεωτικών» αγκυλώσεων του
συνασπισμένου, τάχα και αριστερού, καριερισμού.
Καταλύτης σήμερα ο νεανίας, ευτυχώς, διάλυσης της
καλοστημένης φενάκης και της τριαντάχρονης
ιδεολογικής τρομοκρατίας που άσκησε και ασκεί η
φενάκη.
Συμπληρωνόταν ο θίασος στο πάλκο από τους γνωστούς
κορυφαίους του εμπαιγμού μας: Εναν πρωθυπουργό που
μας ζητάει, δίχως ντροπή, την ευκαιρία, λέει, να
πραγματοποιήσει τα όσα, επί πέντε χρόνια,
βαρέθηκε, αμέλησε ή στάθηκε εξευτελιστικά ανίκανος
να προσπαθήσει. Και από το πολιτικό του έκγονο,
τον αντίπαλο που ο ίδιος ανάστησε εκ νεκρών και
τον έφτασε να διεκδικεί τώρα την πρωθυπουργική
μοναρχία – φτωχοπροδρομικό μουστακάκι κάτω από
ανύπαρκτο βλέμμα, δίχως διόλου ντροπή, να εκθέτει
σε κοινή θέα την ασημαντότητα των επαγγελιών του
και της παρουσίας του. Ποτέ, μα ποτέ άλλοτε το
αδιέξοδο της δημοκρατίας δεν ήταν στην Ελλάδα τόσο
στεγανό.
 Καθημερινή 04.10.2009