Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΛΗ ΚΑΖΑΝΤΖΗ


Αυτές τις μέρες έχουμε συχνή αναφορά στο έργο του πεζογράφου Τόλη Καζαντζή. Αφιέρωμα του περιοδικού «Εντευκτήριο». Στην εβδομαδιαία στήλη «Λόγου χάριν» στην «Ελευθεροτυπία» της περασμένης Παρασκευής, ο κ. Χατζηβασιλείου αναφέρεται στο αφιέρωμα του περιοδικού, ομολογώντας ότι ο Τόλης Καζαντζής «είναι ένας από τους συγγραφείς για τους οποίους δεν μιλάμε πια πολύ συχνά». Έχουμε επίσης την αναφορά του Νίκου Δαββέτα στον συγγραφέα, όπου το όνομά του συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των συγγραφέων που του αρέσουν, απαντώντας στο ερωτηματολόγιο του Προυστ, στο ένθετο της εφημερίδας «Τα νέα» του Σαββάτου. Βέβαια ο κ. Χατζηβασιλείου προσπερνά το έργο του Καζαντζή με κρίσεις όπως «...Οι μαύρες κωμωδίες του, οι περίπλοκες και πολύχρωμες σκηνοθεσίες με τις οποίες περιβάλλει κατά κανόνα τους ήρωές του, το κοροϊδευτικό ύφος με το οποίο αντιμετωπίζει (και ξεμπροστιάζει) τις συμβάσεις της λογοτεχνικής πιάτσας και, πάνω απ' όλα, το μείγμα λογιοσύνης και λαϊκότητας το οποίο συνέχει κάθε του λέξη...», βιαστικός να κλείσει το συμβατικό κείμενο του πιεζόμενος προφανώς από το όριο των λέξεων που επιβάλεται να χρησιμοποιήσει.
Τα γράφω όλα αυτά γιατί η επαναφορά του ονόματος Τόλη Καζαντζή μου θύμισε ένα γράμμα που έγραψα πριν από αρκετά χρόνια απευθυνόμενο στον συγγραφέα, με συμβολικό χαρακτήρα αφού ο συγγραφέας είχε ήδη πεθάνει. Χρησιμοποιήσα αυτόν τον τρόπο για λόγους λογοτεχνικής σύμβασης. Το ποστάρω για τον ίδιο λόγο που το έδωσα τότε για δημοσίευση στην εφημερίδα «Ροδιακή». Νομίζω ότι και σήμερα διατηρεί την επικαιρότητά του. Το γράμμα αυτό δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Στον Τόλη Καζαντζή
Αγαπητέ Τόλη,
Εδώ τα πράγματα είναι όπως τ’άφησες. Καλά έλεγες ότι οι πεθαμένοι δεν μιλάν και δεν δαγκώνουνε. Ότι ελέχθη, ελέχθη και πάει σχόλασε. Κάποια παιδόπουλα, αιθέρια αερικά της εποχής , ψιθυρίζουν τις μεγαλοστομίες τους, με μυαλουδάκι κοφτερό κι εύστοχο, πανταχού παρόντα, με τη φάτσα τους χαλκομανία, κολλημένη παντού. Λαλίστατοι, λοιπόν, ωοτοκούν το χρυσό αυγό προς χάριν μας, καλοκαθισμένοι στις πρωτοκαθεδρίες τους, οι τυχεράκηδες, βολεύουνε τη φήμη και την υστεροφημία τους, αλληλολιβανιζόμενοι κι αυτάρεσκοι. Όσο για μας, έχουμε μάτια και βλέπουμε αλλά και πετσί ν’ανατριχιάζουμε σαν ξεπουπουλιασμένα κοτόπουλα, καταβροχθίζουμε με τη σέσουλα όλες αυτές τις αηδίες. . Η πολύτιμη αυτή συνομοταξία, οι ξεμωραμένες καρακάξες των σεντερ φορ της εξουσίας, εισβάλει με το σημαντικό ύφος των επαιόντων, εκλεπτυσμένοι και εκλεκτικοί, προορισμένοι για εντυπωσιασμούς και ηχητικές τυμπανοκρουσίες, μιας αχαλίνωτης και σπουδαιοφανούς τιποτολογίας. Καρύδια τα λογάκια τους στις καρδούλες του κοσμάκη, για να σε αντιγράψω. Γιατί αυτό κάνω σ’αυτό το γράμμα, τα δικά σου λόγια χρησιμοποιώ, για να σου πω ότι τίποτα δεν άλλαξε από αυτά που έγραφες. Ανίσχυροι, τι να κάνουμε, ακουμπάμε τις ελπίδες μας σε κάθε καινούργιο κουμάσι, μέχρι να καταλάβουμε την ασημαντότητά του, και επιστρέψουμε στο σίγουρο λιμάνι, στο καταφύγιό μας, αγανακτισμένοι από το χρόνο που χάσαμε, για την διάψευση που νοιώσαμε για μια ακόμη φορά.
Είναι θαυμάσιο και άκρως τηλεοπτικό, να βλέπεις βυθισμένος στην πολυθρόνα σου, με το ουίσκυ και τους ξηρούς καρπούς δίπλα σου, τη λυσίκομη νέα με τις ηδονικές της καμπυλότητες, να προκαλεί το σαρκοβόρο βλέμμα σου, ίδιο κάρβουνο αναμμένο, να προσπαθεί να διαπεράσει τους γαργαλιστικούς πέπλους, κι άντε να μαζέψεις τους νταλκάδες που σε ζώνουν. Παίρνεις το γαργαλιστικό υγρό από δίπλα σου, και το αφήνεις ανεξέλεγκτο στον καταπιόνα σου, να σφενδονίζεται στα μέλη σου και να σε παραλύει. Βλέπεις το τεκνάριο, να εισβάλει συνάμενο-κουνάμενο, βεργολυγερή, και πρέπει σαν έμπειρος τηλεθεατής να πατικώνεις τους συναισθηματισμούς σου, πριν γίνουνε επικίνδυνες γλυκάντζες και γίνεις ρεντίκουλο των χασοπόσκυλων που παραμονεύουν.
Ή πρέπει να γίνεις σοβαρός, θυμίσου τον Σκαρίμπα, αναρωτιέμαι τώρα που σου γράφω, αν εσύ ήσουν που πέρασες μια μέρα μαζί του, ν’αλλάξεις συχνότητα, για να βρεθείς στο πλάνο ενός ανθρώπου με βαθυστόχαστο ύφος, σακουλιασμένο πρόσωπο, ελαφρά αξύριστο, για να σχηματιστεί μια σαφέστατη σκιά στο πρόσωπο και λίγο κατεβασμένο το σαγόνι του, γιατί ένα ταυτόχρονο σκύψιμο όλου του κεφαλιού θα φανέρωνε το κρανίο του, που είχε αρχίσει να φεγγρίζει επικίνδυνα, παρ’όλες τις προσπάθειες να σταματήσει τη ραγδαία τριχόπτωση, με όλα τα θαυματουργά φάρμακα που του συστήνανε οι γιατροί, και διάφοροι κομπογιαννίτες. Το φουλάρι που τόσο πολύ τον δυσκόλεψε να το σιάξει, σε κείνη τη συνέντευξη, που δεν έγινε, ή έγινε τελικά, επτά δεσίματα είχε προσπαθήσει, τώρα έχει αντικατασταθεί από τα μαύρα γυαλιά, που δίνουν αέρα καλλιτεχνικής αφροντισιάς, μοντερνισμού, όλα. Ο κεντρικός άξονας του πορτραίτου, όπως έγραψες.
Από την άλλη αποφασίζεις ότι η τηλεοπτική εικόνα σε καθιστά άβουλο, ανενεργό πολίτη, και συμμορφούμενος με τις πιο έγκυρες κοινωνιολογικές αναλύσεις , ανάβεις το ραδιόφωνο. Ψάχνεις φυσικά για εκπομπές υψηλής ποιότητας και υψηλότερου λόγου και πέφτεις πάνω σ’ένα ενοχλητικό και επίμονο παιδόπουλο, από εκείνους τους καλά πληροφορημένους αγράμματους, με την κουτσουρεμένη πονηριά, την ανυποχώρητη φωνή, που όλα του μυρίζουνε και όλα του βρωμάνε. Άδικα ο συνεντευξιαζόμενος πασχίζει να τον κάνει να το βουλώσει, δίνοντας ο φουκαράς εντυπωσιακές απαντήσεις. O αυτόκλητος εισαγγελεύς κάνει παρατηρήσεις, κοινόχρηστες υποδείξεις, με μια αυστηρότητα και υπεροψία, λες και κρέμασε μια αρμαθιά κονσερβοκούτια στον πισινό του για να χαλάνε τον κόσμο.
Αναγκάζεσαι να παραδεχτείς ότι η μοίρα σου είναι προδιαγραμμένη. Μέσα στις τακτοποιημένες ιδέες σου, απόλυτα σύμφωνες φυσικά με τις ιδέές του περιβάλλοντός σου, μια ζωή εξασφαλισμένη, ανιαρή, συμμαζεύεις το κλουβιασμένο μυαλό σου, γεμάτο από ανοησίες, τους στομφώδεις και κούφιους λόγους, και τουμπανιασμένος από τους σαλιάρηδες της δόξας, αλλάζεις σταθμό. Να βρεις, βρε αδελφέ, ένα μουσικό σταθμό, να στανιάρεις, να ξεδώσεις. Εδώ πέφτεις σε κάθε μαραζωμένο από τα δεκάξι θηλυκό, που έχει τη ζωή με τα κουτάλια, να ξέρει που τον πονά και που τον σφάζει τον κακόμοιρο τον κοσμάκη. Είναι, που λες, ακαθόριστης ηλικίας, ζωηρή κι αεικίνητη, ντυμένη ανέμελα, αφού εμείς κρεμόμαστε από τη φωνή και όχι από το γαιώδες πετσί. Άτομο με λίγα λόγια, πιο μπασμένο στα πράγματα από σένα, πιο περπατημένο που λένε.
Αλλάζεις διάθεση με έντονη την επιθυμία να ξεφύγεις από δύσοσμες και καπνογόνες φούσκες, βρε αδελφέ, να ξεφυλλίσεις μια εφημερίδα, ένα περιοδικό, τελοσπάντων. Εδώ η φιγούρα σ’όλη τη λαμπρότητα, η «επικοινωνία με το λαό» σ’όλο το μεγαλείο. Ξεχειλίζει το μυστηριακό βάθος που χαρίζει στον άνθρωπο, η συνεχής κι επίμοχθη εσωτερική ζωή του. Εδώ δεν έχεις τον σμιχτοφρύδη ξερακιανό παρουσιαστή, με τις κρεατοελιές σήμα κατατεθέν. Η φαντασία σου όμως οργιάζει. Φαντάζεσαι τον αρθρογράφο, να εξασκείται στα κεφάλια τόσων κασιδιάριδων, στρογγυλοκαθισμένο μ’όλη του την άνεση στη φαρδιά περιστρεφόμενη πολυθρόνα του, δίπλα στο παράθυρο, τυλιγμένο στο απερίγραπτο ντουμάνι καπνού από το τσιγάρο που καίει δίπλα του, γνωρίζοντας ότι ο πολυφίλητος εαυτός του είναι ο μοναδικός αναγνώστης και μόνιμος θαυμαστής του. Τι σημασία έχει, τώρα πια, εσύ ένας παρείσακτος που έχει στρώσει έτσι τη ζωή του, που είναι πολύ αργά να αλλάξεις ρότα, αν και ξέρεις πολύ τι κουράδες ξεραμένες είναι όλοι τους. Εσένα σε ξεπερνούνε οι έξωμες εσθήτες, τα ακριβά μπιζού, τα τσιτωμένα από αβάσταγα καλλυντικά πρόσωπα, τα παλιοσκουπίδια που μας περιτριγυρίζουνε και αποκτούν κάθε δικαίωμα μετά από όλα αυτά να σνομπάρουνε τους πάντες και τα πάντα. Έτσι εξηγείται η ανεξήγητη περιφρόνησή τους, γιατί ενώ όλα γίνονται προς χάρη σου, αυτοί λογαριάζονται για υπεύθυνοι. Διότι ποιος είναι υπεύθυνος παρά εκείνος που πουλάει ξεδιάντροπα πόζες, πιπιλώντας του κόσμου τις ανοησίες, αποβλέποντας στον έπαινο.
Λοιπόν από το τελευταίο μου καταφύγιο στα γράφω όλα αυτά. Κι εγώ στο λαχανιασμένο κι αγωνιώδες κυνηγητό του μίζερου επιούσιου, σ’ένα διαμέρισμα θορυβώδες, δίχως τη θέλησή μου. Ενώ έχω καταφέρει η οικογένειά μου να σέβεται την ησυχία, ένα πολύτιμο αγαθό που κανείς δεν λογαριάζει, πάνω ακριβώς από την κρεβατοκάμαρά μου ζουν, ενοχλητικά, οι καλοζωισμένοι ένοικοι, ασχημονώντας ανερυθρίαστα, δίχως να δίνουν σημασία στην αναστάτωσή μου. Άσε που με θεωρούν, το καταλαβαίνω εγώ, όταν κοιτάζω την απέραντη φάτσα τους, ματαιόδοξο και υπερόπτη, εξυπνάκια άνευ αντικρύσματος, δηλαδή. Εσύ τα έγραφες, θυμάσαι.
Έχω πάψει να είμαι ο καλόβολος και πειθήνιος ακροατής που οι άλλοι θα μου φορτώσουν την απέραντη πλήξη τους. Πάλεψα κι εγώ εναντίον όλων αυτών των απρόσκλητων, των παρείσακτων, που με το σιχαμερό και οικείο αέρα τους, εισβάλλουν στο σπίτι μου, και μου τα κάνουν μαντάρα, στέλνοντας στον αγύριστο τη δικιά μου βολή. Δίχως χοντροκοπιές ολοφάνερες, όπως θέλεις πάρτο, ίδιος πυγμάχος της ξεφτίλας, μεταχειρίστηκα ποικίλους τρόπους. Τους υποδεχόμουνα με ξινισμένα μούτρα, με χασμουρητά, κατάφερνα να τους κάνω να ξεκουμπιστούν. Αποσύρθηκα κι εγώ στα χωρικά ύδατα των βιβλίων μου, μακριά από τους ηλίθιους και σιχαμερούς ρόλους που αναγκάζομαι να υποδύομαι για να ζήσω, βρίσκοντας παρηγοριά στη δική σου παρουσία.
Χρησιμοποίησα και με το συμπάθειο δικά σου λόγια, γιατί νομίζω ότι θα χαρείς, αν και τα βλέπεις όλα από κει πάνω, ότι αυτό που άφησες δεν πήγε χαμένο. Τα βάσανά σου, οι αναζωογονητικές στιγμές, οι μπαταριές της μνήμης, που είναι και δικές μας, όλο αυτό το σμάρι των ψευδαισθήσεων, που σε ευδαιμονούσαν προσωρινά, μα και πραγματικά, μπόλιασαν αρκετές συνειδήσεις. Μην το ξεχάσεις εκεί που βρίσκεσαι.

4 σχόλια:

LOCUS SOLUS είπε...

Δυνατό κείμενο. Το καλύτερο μνημόσυνο που θα μπορούσε να γίνει στον άδικα ξεχασμένο συγγραφέα της ''Κυράς-Λισάβετ'' και των ''Καταστροφών''. Μπράβο σας, φίλε μου!

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Αγαπητέ locus solus καλησπέρα σας,
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Το κείμενο αυτό γράφτηκε μέσα σ'ένα παροξυσμό αγάπης και σεβασμού για τον μεγάλο διηγηματογράφο. Ίσως αυτό να βοήθησε το κείμενο να πάρει τη μορφή αυτή αναζητώντας ανθρώπους που με την ανάγνωσή του θα το βοηθήσουν να πετάξει στους ουρανούς.

LOCUS SOLUS είπε...

Αντιγράφω για το blog ένα ποίημα του Ανέστη Ευαγγέλου για τον Τ.Κ. απο τη συγκεντρωτική έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1956-1963),εκδ.ΚΑΠΑΝΙ,2007

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ
Άς γράψουν άλλοι για το έργο σου, ας πουν
για την Κυρά-Λισάβετ, την Παρέλαση,
το Τελευταίο σου καταφύγιο, τον Σκαρίμπα.
Αρμοδιότεροι υπάρχουν, να το κάνουν.

Σ'εμένα πέφτει ο κλήρος να θυμίσω
την άλλη σου διάσταση, τη θρυλική,
δόξα και καύχημα των μακεδονικών γηπέδων.

Πρωταθλητή των πόνων, σέντερ φορ
οι μαγικές σου ντρίπλες δε θα ξεχαστούν
το ψυχωμένο παίξιμό σου και τα γκολ
ενάντια στην ομάδα του Θανάτου.

Ήσουν πάντα το ίνδαλμά μου.
Εσύ
στην πρώτη ομάδα, χαρισματικός,
κι εγώ αναπληρωματικός, να περιμένω.

Στις προπονήσεις προσπαθούσα να σε μιμηθώ
κι απο τον πάγκο σε καμάρωνα τις Κυριακές
και ζητωκραύγαζα σε κάθε ενέργειά σου.

Τώρα, που ήρθε η ώρα μου να καθιερωθώ
-δυόμισι χρόνια παίζω ανελλιπώς
στην πρώτη ομάδα-
ορκίζομαι σε στάση προσοχής
τη θέση σου να μην ντροπιάσω, παλικάρι.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ(1937-1994)


Χαιρετώ σας.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Κύριε locus solus,
Το ποίημα είναι υπέροχο!
Σας ευχαριστώ για την συγκίνηση που χαρίσατε! Τύφλα να χουν οι καρακάξες της πρωτοκαθεδρίας. Μια "αμφίστομη" και γιατί όχι αμφίστροφη μούντζα στους βιομήχανους της λογοτεχνίας.
Τους χαιρετισμούς μου?