Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2014

Ο ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΣ


"Η επιτυχία του κουραμπιέ δεν οφείλεται στη συνταγή του, αλλά στην επιδεξιότητα του κατασκευαστή του. Δηλαδή, με λίγα λόγια, εξαρτάται από την κουραμπιεδοσύνη του δημιουργού του"

Από το λήμμα " Ο κουραμπιές", του βιβλίου "Δυνατότητες και χρήση της μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής τέχνης" του Αθανάσιου Χύμα, που κυκλοφορεί εκτός εμπορίου σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2014

ΙΣΤΑΜΑΙ ΕΠΙ ΑΝΘΡΑΚΩΝ *


Κι αν τελικά έχετε δίκιο εσείς; 
 Ίσταμαι επί ανθράκων.

* Από το βιβλίο του Γιάννη Ν. Γιαννουλόπουλου "Η ευγενής μας τύφλωσις"

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2014

DEVENDRA BANHART!




Μπορούμε να μιλήσουμε για φωνητικό ενύπνιο;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2014

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ"


-Γιατί γράφεις;
-Για να ξεχωρίσω. 
-Από τι;
-Από το πλήθος των θαλερών συνδαιτυμόνων μου.
-Τα καταφέρνεις;
-Δεν ξέρω. Επικουρία χρειάζομαι.
-Από πού;
-Από το χρόνο.
-Ελλιπής;
-Ελλιπής.
.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2014

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΣΥΓΓΝΩΜΗ


Περίμενα κάτι να συμβεί. Δεν συνέβη, όμως, τίποτα. Όπως καταλαβαίνετε, μετά απ’αυτό, δεν έχω τίποτα να σας διηγηθώ.

Ο πίνακας είναι του Kazimir Malevich

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 03, 2014

ΟΤΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ Ο ΓΛΥΚΟΦΩΝΟΣ


Όταν τραγουδούσε ο Γλυκόφωνος, όλα τριγύρω έπαυαν να κινούνται. Η ζωή αποτραβιόταν σαν γατάκι στην αγκαλιά του Ζωρζ Περέκ. Μέσα στη γλυκιά ακινησία, ακουγόταν μόνο η γλυκόφωνη φωνή του Γλυκόφωνου.


Ο πίνακας είναι του Kazimir Malevich "Singer"

Σάββατο, Νοεμβρίου 29, 2014

ΠΟΛΥ "ΜΕΤΑ", κ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Εξ αφορμής της επανέκδοσης του βιβλίου του Νίκου Μπακόλα "Η μεγάλη πλατεία", ο κ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου δημοσίευσε στην ιστοσελίδα "ο αναγνώστης" ένα σημείωμα για το βιβλίο. Επίτηδες δεν επιλέγω τη λέξη "κριτική" γιατί δεν είναι. Το ενδιαφέρον στο σημείωμα αυτό είναι η προσπάθεια του συντάκτη να τοποθετήσει το βιβλίο στο "μετα". Γράφει "μεταμυθοπλασία", "μεταμοντέρνα εκδοχή", "τροπικότητα". Μάλιστα γίνεται πιο συγκεκριμένος γράφοντας: "τροπικότητα σε ένα διπλό επίπεδο: πρώτα στο επίπεδο της αφηγηματικής τεχνικής και ύστερα στο επίπεδο της διακειμενικότητας."
Βέβαια δικαίωμα του να εκφράζεται με αυτούς τους όρους. Δεν μπορεί κανείς να του το αμφισβητήσει ή να τον αποτρέψει. Αλλά, βρε αδελφέ, με τα πολλά "μετα", αν σε διαβάσει κανείς, πως θα πλησιάσει αυτό το υπέροχο βιβλίο; Ο Μπακόλας είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, κατά την ταπεινή μου γνώμη ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας, και δεν χρειάζεται, νομίζω, όρους επιστημολογικούς για να γίνει κατανοητός. Γιατί, επειδή είναι σπουδαίος συγγραφέας, η αφηγηματική του έκφραση είναι απλή . Το έργο του στηρίζεται  στη γλωσσική του ικανότητα να προσεγγίζει το ευρύ αναγνωστικό κοινό και να διατηρεί με την αφηγηματική δεξιοτεχνία του τη διαχρονικότητά του.  Οι "μεταμοντέρνες" ερμηνείες δυσκολεύουν την προσέγγιση του έργου του. Το απομακρύνουν από εκεί που ανήκει: στον κόσμο που το αγάπησε .
Ολόκληρη το κείμενο του κ. Χατζηβασιλείου εδώ:

Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2014

ΜΑΣ ΠΕΙΣΑΤΕ, ΚΥΡΙΑ ΜΗΤΣΟΡΑ! ΘΑ ΣΑΣ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ!


Όταν διαβάζετε τα κείμενά σας ξανά, από πού βρίσκετε ότι είναι επηρεασμένα;
«Θα έλεγα ότι μου φέρνουν στο μυαλό τη Ναστάζια Φιλίποβνα να συναντά τον "Ξένο" του Αλμπέρ Καμί».

Ολόκληρη η συνέντευξη της κ. Μαρίας Μήτσορα εδώ:

Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2014

Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2014

ARCADE FIRE "DEEP BLUE"



Έτσι για να θυμηθούμε το "Boyhood" και ν'απολαύσουμε αυτό το υπέροχο τραγούδι.

Σάββατο, Νοεμβρίου 15, 2014

IDA




Σ’αυτήν την ταινία ο κινηματογραφικός χρόνος είναι τόσο συμπυκνωμένος, ώστε τα συναισθήματα που πηγάζουν από την παρακολούθηση της ταινίας, εκφραζόμενα σωματικά στον βιωμένο χρόνο, βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τον χρόνο που τα δημιουργεί. Η ταινία ως δημιούργημα έχει τους δικούς της χρόνους, ουσιαστική προϋπόθεση για την αφήγηση της ιστορίας. Η προσπάθεια συγχρονισμού του βιωμένο χρόνου με τον κινηματογραφικό είναι επίμονη και πολλές φορές αδιέξοδη. Ο βιωμένος χρόνος αναλισκόμενος στη διεκπεραίωση του βίου είναι χρόνος συμβατικός, ενώ ο χρόνος μιας κινηματογραφικής ιστορίας είναι αντισυμβατικός.  Διότι μπορεί, αφού είναι αφηγηματικός χρόνος, δηλαδή αβίωτος, να διαχειριστεί την πνευματικότητα ανάλογα την ικανότητα του δημιουργού. Ο σκηνοθέτης φτιάχνοντας μια ταινία είναι τεκμηριωτής μιας άλλης πραγματικότητας από εκείνη που βιώνει ο θεατής όταν προσέρχεται να παρακολουθήσει την ταινία. Όταν όμως ο θεατής, καταφέρει να συντονίσει τους δύο ανεξάρτητους χρόνους σε μία μοναδική χρονική αλληλουχία, η μαγεία του κινηματογράφου έχει συντελεστεί. Βρισκόμαστε στην υλοποίηση μιας τετριμμένης, αλλά ουσιαστικής φράσης: «η ταινία κατάφερε να μιλήσει στο θεατή». Αλλά σε ποια πλευρά   του θεατή; Ο θεατής ως άνθρωπος δεν είναι ένα ενιαίο σύνολο, και η ουσία που ξεχωρίζει τις σπουδαίες ταινίες, σαν την Ida, από τις ταινίες του συρμού είναι η ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Η προσαρμογή του χρόνου μας στην αφηγηματικό χρόνο της ταινίας εξαρτάται από εμάς. Αν τα καταφέρουμε θα περάσουμε καλά. Διαφορετικά…..


Υ.Γ Για τη σκηνοθεσία, τις ερμηνείες, το μοντάζ, τη φωτογραφία, τη μουσική, τη σκηνογραφία, τα κουστούμια, τη μεγάλη τραγουδίστρια Joanna Kulig ας μιλήσουν άλλοι. 

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2014

Ο "Στεναγμός..." της Έλενας Σταγκουράκη


Διαβάζω, ως Σπύρος, το υπέροχο ποίημα της κ. Έλενας Σταγκουράκη, την οποία ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανε ν' αναρτήσει την απαγγελία μου.

Η απαγγελία εδώ:
https://soundcloud.com/elena-120/79r2hkuf6ktc

Το ποίημα:
Στεναγμός

Οι λέξεις κάποτε προδίδουνε, το ίδιο και οι σιωπές.
Μα τα μάτια να προδώσουν; Της ψυχής μου οι καθρέφτες;
Αυτό θα ήταν παράδοξο, αληθώς πρωτοφανές!
Τα μάτια μου εμπιστεύομαι για εκείνο που αντικρίζουν
μέσα μου, μα και στων άλλων την ψυχή. Καθόλου κλέφτες
δεν τα θεωρώ της αλήθειας και, αν γυαλίζουν,
είναι από ενθουσιασμό παιδαριώδη και αφελή.
Μα πώς τους άλλαξες το νόημα και είπες απρεπή
την έκφραση που εκείνα είχαν πάρει
σε μια στιγμή ασήμαντη, ακύμαντη και επιδερμική;
Δεν διαβάζεις το βαθύ τους ρεύμα,
το στιλπνό ποτάμι που τα διαπερνά,
τη χρυσή τη λάμψη που θυμίζει κέρμα
χρυσό από μνημείο μέγα, αρχαίου βασιλιά,
σαν εσένα ανταμώσουν, λιόντα μες στου λιόντα τη σπηλιά;
Ξεχνάς πως άλλοι το αναγνώρισαν αυτό το βλέμμα
που σε σένα έτρεχε, σε ένα υπόγειο με λέξεις, με ιδέες και τα αυτά;
Ή μήπως αγνοείς το άγριο ρίγος
τη φλέβα που τα ζώνει την πορφυρή
τη φωτεινή τους κάψα, το ερωτικό τους σφρίγος
σαν μετά τον έρωτα ξαπλώνουμε αγκαλιά;
Τα μάτια μου από ψέματα δεν ξέρουν
και από τότε που σ’ αντίκρισαν, γυρίζουνε τυφλά
αφού άλλο δεν θέλουνε, δεν ξέρουν, δεν λογίζουν
παρά την όψη, την εικόνα των ματιών σου μοναχά.
Ο στεναγμός τους τώρα να αξίζει;
Η πίκρα τους, αλήθεια, να ωφελεί;
Ο πόνος τους πώς τάχα να σε πείσει
πως η καρδιά για σένα μόνο αιμορραγεί;
Δεν απομένει άλλο τίποτε,
παρά η ελπίδα μόνο και η ευχή.


Σάββατο, Νοεμβρίου 08, 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ


Ωραία, έγραψες αυτή τη σημείωση για το βιβλίο σου « Η εξιχνίαση μιας δολοφονίας», που τη θεωρείς κομβικό σημείο για την εξέλιξη της ιστορίας: «Έριξε το βλέμμα του στον τοίχο, σαν να υπήρχε εκεί μια τρύπα, και πίσω από αυτήν κάποιος να έδενε τα παπούτσια του».
Υπάρχει όμως η πιθανότητα:
Να μην έριξε το βλέμμα του στον τοίχο, αλλά κάπου αλλού.
Να ήταν τυφλός, συνεπώς ακυρώνεται η πρόταση. Αλλά μην φτάσουμε στα άκρα. Δεν υπάρχει τυφλός στην ιστορία.
Να μην υπήρχε τοίχος.
Να μην υπήρχε τρύπα.
Να υπήρχε τοίχος, αλλά χωρίς τρύπα.
Να υπήρχε τρύπα, αλλά χωρίς τοίχο.
Να μην υπήρχε κάποιος, πίσω από τον τοίχο, που να έδενε τα παπούτσια του.
Να υπήρχε κάποιος, πίσω από τον τοίχο, αλλά να μην έδενε τα παπούτσια του.
Ακραίο θα ήταν, να υπήρχε κάποιος που 
φορούσε τα παπούτσια του, αλλά αυτά να ήταν χωρίς κορδόνι, όπως επίσης να μην φορούσε παπούτσια αλλά παντόφλες ή να ήταν ξυπόλητος. Ακραίο-ξεακραίο με τις πιθανότητες δεν παίζεις. Ειδικά τις αφηγηματικές.
Εκτός απ' αυτές τις πιθανότητες, το γεγονός που εξιστορώ:
Eίναι κάτι που συνέβη κι εγώ απλά το διηγούμαι ;
Eίναι κάτι που συνέβη, το οποίο αγνοώ, κι εγώ απλά το διηγούμαι;
Eίναι κάτι που δεν συνέβη κι εγώ απλά το διηγούμαι;
Μήπως αυτό που έγραψα είναι ιδέα κάποιου άλλου που του την έκλεψα χωρίς να το καταλάβω; Αν είναι έτσι, πράγμα το οποίο απεύχομαι, με συγχωρείς άλλε. Αν και δω που τα λέμε, η ιδιοκτησία είναι κλοπή, ειδικά η πνευματική. Μην ακούσω για πνευματικά δικαιώματα. Που τα βρήκες, ρε συ, αυτά που γράφεις ή σκέφτεσαι; Από τον κήπο του μυαλού σου τα μάζεψες; Και από που νομίζεις ότι ποτίζεται αυτός ο κήπος, αν ποτίζεται; Από την απέραντη λεξηπηγή της ζωής ποτίζεται, από τον απέραντο λεξότοπο του λόγου, προφορικού ή γραπτού.
Μήπως είναι μια αφηγηματική ιλαρότητα;

Ή μήπως μια ανομολόγητη ομολογία;

Ο πίνακας είναι του John Atkinson Grimshaw

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΙΧΝΙΑΣΗ ΜΙΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ


Έριξε το βλέμμα του στον τοίχο, σαν να υπήρχε εκεί μια τρύπα, και πίσω απ'αυτήν κάποιος να έδενε τα παπούτσια του.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2014

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ ΚΛΕΨΥΔΡΑ

Ο Χρόνης Κλεψύδρας ανέβηκε στο ποδήλατο του κι άρχισε να κάνει βόλτες στους τοίχους και την οροφή του δευτέρου ορόφου του πολυκαταστήματος «The Question Center». Ο κόσμος σταμάτησε κάθε είδους δραστηριότητα, παρακολουθώντας τις επικίνδυνες ακροβασίες του νεαρού. Αυτός συνέχισε την υλοποίηση του στόχου του, που δεν ήταν άλλος από την ποδηλατοδρομία στις γυάλινες κατασκευές του προαναφερθέντος ορόφου. Δημιουργώντας με επιδεξιότητα πεπειραμένου  χορευτή, κάθε μορφή γεωμετρικών σχημάτων, σχημάτιζε νοητές ευθείες, καμπύλες, γωνίες, κύκλους. H αυτοπεποίθηση που αποκτούσε διαρκώς με την πάροδο του χρόνου, και η τόλμη, ακατάληπτη σε μας τους θεατές, τον οδήγησε στους εξωτερικούς γυάλινους τοίχους του κτιρίου. Με παράτολμη αυθάδεια, άρχισε ν’ανεβαίνει ποδηλατώντας μέχρι τον δωδέκατο όροφο, κι από κει άφηνε το ποδήλατο του να κυλήσει στο γυαλί, συνεχίζοντας να φτιάχνει γεωμετρικά σχέδια. Ώσπου λίγα μέτρα πριν από το έδαφος, με μια επιδέξια κίνηση στο τιμόνι, άλλαζε κατεύθυνση πριν συντριβεί στο πλακόστρωτο, κι άρχιζε να ανεβαίνει ξανά το κτίριο. Εμείς, απλώς, παρακολουθούσαμε. Μέχρι τη στιγμή, που ο Χρόνης έχασε τον έλεγχο του ποδηλάτου, στο ύψος του εβδόμου ορόφου, στην κορύφωση του σχεδιασμού ενός ρόμβου, και σωριάστηκε με πάταγο στο έδαφος.

Ο πίνακας είναι του Γιάννη Ζαχαράκη

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2014

ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΚΑΙΡΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ


Έξω βρέχει. Θα βγω να μαζέψω στις χούφτες μου νερό της βροχής,  να φτιάξω μια νερόμπαλα, να την πετάξω ψηλά. Δίχως στόχο, δίχως σκοπό. Έτσι για το γαμώτο.

Έξω ό ήλιος λάμπει. Θα βγω να μαζέψω στις χούφτες μου ηλιαχτίδες, να φτιάξω μια ηλιόμπαλα, να την πετάξω ψηλά. Δίχως στόχο, δίχως σκοπό. Έτσι για το γαμώτο.

Έξω φυσάει. Θα βγω να μαζέψω στις φούχτες μου τον άνεμο, να φτιάξω μια ανεμόμπαλα, να την πετάξω ψηλά. Δίχως στόχο, δίχως σκοπό . Έτσι για το γαμώτο.


Έξω χιονίζει. Θα βγω να πιάσω μια-δυο χούφτες χιόνι, θα τις κάνω χιονόμπαλα, να την πετάξω ψηλά. Δίχως στόχο, δίχως σκοπό. Έτσι για το γαμώτο.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 24, 2014

Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου(Τελευταίο)

Στο βιβλίο υπάρχουν ορισμένες αφηγηματικές ενότητες όπου η έμπνευση του συγγραφέα δεν είναι στις καλύτερες στιγμές της. Είναι στιγμές που νοιώθεις ότι ο αφηγητής θέλει να τα πει όλα. όσα συγκροτούν τον ορατό και αόρατο κόσμο του, μέσα σ’ένα βιβλίο.
Από την έκθεση της Λαουράνιας για το  απόσπασμα του Όττο Γέσπερσεν από το βιβλίο του The  Philosophy of Grammar, για τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στην πραγματικότητα  και τη γλώσσα, στο αμφιθέατρο Τζοβάννι Πάσκολι, όπου το εξποζέ της κρίνεται από το αφηγητή, σαν π ρ ώ ι μ η  ρ η τ ο ρ ι κ ή  α σ υ δ ο σ ί α , σαν «λόγος που έσφυζε από ένα ορατό πλούτο γεροσύνης», και καλά κάνει και το γράφει, τον αγνωστικισμό,  και τη γνώμη που είχε γι’αυτόν ο παππούς Φρειδερίκος Ένγκελς, δημοσιεύοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ουτοπικός Και Επιστημονικός Σοσιαλισμός, με τίτλο Η καλή και η κακή πουτίγκα, μεταφρασμένο από την αγγλική έκδοση του 1892, από τον επιμελητή του βιβλίου Γιώργο Κεντρωτή,  μέχρι την Έκθεση του Κολιγιάννη, όχι του γραμματέα του Κ.Κ.Ε, αλλά του άλλου, του Θεόδωρου, παλιού φασίστα του Παλέρμου, που είχε συμμετάσχει ως «Εθνικός Σύμβουλος» του Συνδέσμου Ελλήνων Σπουδαστών Παλέρμου, σε κάποιο συνέδριο το 1969 κλπ., η παρεμβολή τόσων εξωκειμενικών μυθιστορηματικών παρεμβάσεων, αυτό το εφήμερο «διανοητικό χασομέρι», επιβαρύνει το κειμενικό περιβάλλον. Η καταγραφή τόσων λεπτομεριών, εξασθενίζει  την αφήγηση, το κείμενο γίνεται ανιαρό, ας πούμε όταν ο Τόρι, ο «Δεύτερος Γοργίας», αφηγείται στον Νταμιάνο και την Λαουράνια την ιστορία της  Λινγκουαγκλόσσα στο ξενοδοχείο Happy Day ή όταν ο Μπερλινκουέρ απαντά στις τρεις ερωτήσεις της Λαουράνιας.
Νοιώθεις ότι το αφηγηματικό κίνητρο του συγγραφέα, ο έρωτας του Βικέντιου και της Λαουράνιας, απομακρύνεται, όταν οι γνώσεις του συγγραφέα από την ακαδημαϊκή του πορεία αποκτούν μυθιστορηματική λειτουργία, χρησιμοποιούμενες με διαφορετικό ρόλο και στόχο από εκείνον που έχουν οριστεί να έχουν, σε μια προσπάθεια να αποτελέσουν μέρος της σκηνογραφίας της αφήγησης, να οριστούν ώς μέρος της ατμόσφαιρας της ιστορίας. Η φύση τους όμως, η επιστημονική και φιλοσοφική τους ιδιότητα,  δεν βοηθά το λόγο για τον οποίο επελέγησαν.
Έκπληξη, επίσης, προκαλεί το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος η Λαουράνια. Παρά την εξαντλητική περιγραφή της εξωτερικής της εμφάνισης, οι εξαίσιες αφηγηματικές σελίδες για το βλέμμα της, τα χείλη της, το αφτί της, τα μάτια της, τα θεσπέσια πόδια της, «ως κίονες ιωνικοί», δεν είναι επιθυμητή, δεν ολοκληρώνει ένα μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι όταν ανοίξει το στόμα της είναι απωθητική. Μπορεί να ξέρει τον Γέσπερσεν, τον Λέρμοντοφ, τον Σολωμό, να γνωρίζει όλα τα μουσεία του Παλέρμου, να ξεναγεί τον Βικέντιο στο Εθνογραφικό Μουσείο Πιτρέ, στην Πινακοθήκη της Σύγχρονης Τέχνης, στο Περιφερειακό Αρχαιολογικό Μουσείο, κυρίως στο Παλάτσο Αμπατέλις, με τα γλυπτά του Φραντσέσκο Λαουράνα, να μιλάει στον Βικέντιο για τα έργα του Λαουράνα ή για την Annunziata του Αντονέλο Ντα Μεσίνα,  να δίνει διαλέξεις, έστω με ρητορική ασυδοσία, αλλά δεν αποπνέει ερωτισμό. Παρόλο που ο λόγος της, είναι όπως γράφει ο Βικέντιος, η προσωποποίηση της υγείας του λόγου, το ακόρεστο τέρμα της δεινής υγείας του λόγου, ο τρόπος συνομιλίας της με τον Ντιαμάνο στην Αίθουσα Σαν Φραντσέσκο υπό το διακριτικό φως των κηρίων ή στο ξενοδοχείο Happy day, περισσότερο αποσπάσματα από σελίδες επιστημονικών βιβλίων θυμίζει, παρά μέρος ερωτικής επιθυμίας. Μια γλυκιά κουβέντα δεν ακούσαμε από το θεσπέσιο στοματάκι της. Μόνο αυτά τα λόγια, τα γλυκά, λέει στο Βικέντιο, «καλέ μου», «γλυκό μου, πεντάγλυκό μου αγόρι», «αγαπούλα μου», «αγόρι μου», και πέραν τούτου ουδέν. Εκτός κι αν θεωρηθεί το Κομμουνί, αν θυμάμαι καλά τη λέξη, γλυκόλογο. Άσε που είναι μια εγωίστρια, που όμοιά της δεν έχει παρουσιαστεί στην λογοτεχνική ιστορία. Να διώχνει τον καημένο τον Βικέντιο από το κρεβάτι, μετά την ερωτική πράξη, να του ανακοινώνει δηλαδή, ότι «Από απόψε κιόλας εσύ θα κοιμάσαι εκεί!» με τεντωμένο τον γνωστό δείχτη-μουσκεμένον ακόμα μπροστά στο νύχι-εκσκαφέα- «από τα καυτά μέσα νερά», συστήνοντας του τον καναπέ του άλλου δωματίου, όταν της ανακοινώνει ότι δεν θα πάνε μαζί διακοπές στην Κέρκυρα.
Ακόμα τα αφηγηματικά τεχνάσματα, τα τρυκ για να συνεννοούμαστε, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι τα αδύνατα σημεία του βιβλίου. Ο ισχυρισμός στον πρόλογο, ότι συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Βικέντιος Καρμπονάρος και επιμελητής  του βιβλίου ο Γιώργος Κεντρωτής, καταρρίπτεται,  αν κάποιος γνωρίζει τα γραπτά και  την δημόσια παρουσία του δεύτερου. Οριστικό και αμετάκλητο. Ο Βικέντιος Καρμπονάρος και ο Γιώργος Κεντρωτής είναι το ίδιο πρόσωπο. Μην πω ότι και η Λαουράνια είναι το ίδιο πρόσωπο και θεωρηθώ υπερβολικός. Κάτι ψελλίζει γι’αυτό ο Βικέντιος αλλά ας το αφήσουμε.
Η αναφορά στην αλήθεια και το ψεύδος. Η προσπάθεια του Βικέντιου Καρμπονάρου να «μυθιστορηματοποιήσει», να δώσει μυθιστορηματικό εύρος στις δύο διατριβές του Ιερού Αυγουστίνου σχετικές με το ψέμα: De Mendacio, δηλαδή Περί Ψεύδους, και Contra Mendacium, ήτοι Κατά του Ψεύδους τις οποίες εκ των πραγμάτων φαίνεται να υιοθετεί, πέφτει στο κενό.  Στο μυθιστόρημα δεν ενδιαφέρει η αλήθεια ή το ψέμα, ούτε αν υπάρχει Λαουράνια, Νταμιάνο, Βικέντιος, Βολτέρρα κλπ. Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν στην πραγματική ζωή δεν μας ενδιαφέρει. Υπάρχουν ως μυθιστορηματικά πρόσωπα κι αυτό μας φτάνει. Αυτό  που ενδιαφέρει την λογοτεχνία είναι, αυτό που είναι αναγκαίο να ειπωθεί, να ειπωθεί καλά. Δηλαδή η οικουμενικότητα του θέματος και ικανότητα του συγγραφέα να διηγηθεί. Όλα τ’άλλα είναι βιταμινούχα αφηγηματικά βοηθήματα που υποκαθιστούν, προσωρινά, την ανεπάρκεια του συγγραφέα.
Ενδιαφέρον έχει στο βιβλίο η αμηχανία του συγγραφέα να επικολλήσει θεωρητικά ζητήματα στη ροή της αφήγησης. Επειδή τα σχήματα αυτά δεν τα πάνε καλά με την λογοτεχνία, ακόμα και στα κλασικά έργα, ο συγγραφέας αποτυγχάνει να τα εντάξει στο αφηγηματικό σχέδιο, με ένα τρόπο που να δικαιολογούν την παρουσία τους. Έτσι όπως παρουσιάζονται φαίνονται ξεκομμένα και καμιά φορά αυθαίρετα πχ την στιγμή που ο Νταμιάνο με την Λαουράνια δίνουν το μεγάλο φιλί τους στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Happy day», ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Τόρι με το ουκρανέζικο τσάι και αρχίζει να διηγείται την ιστορία της Λινγκουαγκλόσα, εκδηλωτικά της αδυναμίας του συγγραφέα να διαχειριστεί το υλικό το οποίο έχει επιλέξει να τοποθετήσει στο corpus της ιστορίας.
Οι λεκτικές υπερβολές του αφηγητή, ο οποίος την βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας την εκτοξεύει σε αφηγηματικά ύψη, ως τον Καύκασο του λόγου, έχει σαν  αποτέλεσμα αυτή η αυτάρκεια της γνώσης, να οδηγεί σε μια αλαζονική αντιμετώπιση της αφηγηματικής τεχνικής, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε μπροστά σε λεκτικές υπερβάσεις της αναγνωστικής νομιμότητας, όπως στην περιγραφή της κ ο ρ ι τ σ ί λ α ς, της Λαουράνιας, φτάνοντας στο ανεκδιήγητο ρήμα υπερκατακεράννυμαι, «έ σ τ ο ν τ α ς στην κορύφωση μιας ερωτικής επαφής» με την Ανζελίκ, που εκτός από αμηχανία και έκπληξη,  θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.
Αυτάααααα!




Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2014

Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου(Μέρος δεύτερον)


Μα τι είναι αυτό το βιβλίο; Για ποιο πράγμα μιλάει ο αφηγητής; Ποιος είναι αυτός ο Βικέντιος Καρμπονάρος;
Να ξεκαθαρίσω ότι εδώ δεν επιχειρώ μια αξιολόγηση του βιβλίου. Πρώτον, διότι ο συγγραφέας το απαγορεύει ρητά, “Απ’την άλλη πλευρά, πάλι…για να ξηγιόμαστε και να μην παρεξηγιόμαστε….επειδή εσύ και αυτός είσαστε φίλοι, δεν πα’να πει, φίλε, ότι γίνατε και συνεταίροι ή εσύ απέκτησες ξαφνικά δικαιώματα εξελεγκτικά πάνω στο έργο του. Σιγά, δηλαδή, τώρα μη σε ρωτήσει κιόλας να του πεις και αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με γνώσιν ορδινιάζει!....Και καλά κάνεις και έχεις, και έχε την! Απλώς, σου λέω και σου το τονίζω, μην έχεις την απαίτηση να σε ρωτήσει να του πεις αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με φρόνεψη πορεύγεται» σ.376, αν και αργότερα αναιρεί την άποψή του, όχι μία φορά αλλά δύο, «Γιατί , σ’το λέω και να το ξέρεις, η γνώμη σου μ’ενδιαφέρει και μ’ενδιαφέρει όχι μόνο για να ξέρω ότι σ’έχω ευχαριστημένο αλλά και για να μπορώ να σου πω κάποια στιγμή, όταν το κρίνω, ότι είμαι κι εγώ ευχαριστημένος» σ.384, «…αν επρόκειτο να τεθεί θέμα αυστηρής κριτικής αποτίμησης του κειμένου μου, πρώτος εγώ θα έσπευδα να μεμφθώ τις-συγγνωστές πάντως-αταξίες της γραφίδας μου…..τις μουντζαλιές της, για να το πω κάπως αλλιώς…κομμάτι πιο παραστατικά δηλαδή.» σ.276
Δεύτερον, στη λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση, διότι δεν υπάρχουν μετρήσιμα στοιχεία, ούτε μπορεί να να απoτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ενός έργου με εργαλεία εμπορευματικών κριτηρίων.
Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Ναι, ναι, όπως το διαβάσατε. Είναι ένα βιβλίο για τον  έρωτα και τη μνήμη. Ο αφηγητής ερωτεύεται και θυμάται. Τόσο απλά. Πρίν όμως απ’ αυτά, πριν μας αποκαλύψει ενθυμούμενος την ερωτική του ιστορία,  είναι ερωτευμένος με τη γλώσσα. Όταν λοιπόν νοιώσει το γλωσσικό πάθος να ξεχειλίζει, η διέξοδος είναι η εκφραστική του απόδοση αποτυπωμένη στο βιβλίο «Ο Συνονόματος ή πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου». Υπάρχει, όμως, ο κίνδυνος ο αναγνώστης  να χάσει την κεντρική ουσία της ιστορίας, διότι ο αφηγητής διαπραγματεύεται, ενδιαμέσως, κι άλλα ζητήματα όπως ο λόγος, η γλώσσα, η πτώση, η ιστορία, ο μαρξισμός, η ποίηση, που καταλαμβάνουν μεγάλη αφηγηματική έκταση στο βιβλίο. Αλλά σκέφτομαι πως είναι δυνατόν ένας συγγραφέας να γράψει ένα μυθιστόρημα - αν και ο συγγραφέας δεν δέχεται τον όρο «μυθιστόρημα» αλλά ιστορία, όμως παρακάτω, για άλλη μια φορά, αναιρεί τα λόγια του, γράφοντας «Δεν χρειάζεται, λέω, και θα συμφωνείς και συ …..στα μυθιστορήματα , λέω, δεν χρειάζεται να είμαστε να 'μαστε πάντα ούτε εξαιρετικά ακριβείς, αλλά ούτε και – για να το πω έτσι-φανατικά φιλαλήθεις» σ.375- για τη γλώσσα, το λόγο, το μαρξισμό; Τα ζητήματα αυτά δεν είναι διαπραγματεύσιμα αφηγηματικά. Μπορούν να είναι διεκπεραιωτικά της πλοκής, αλλά ποτέ δεν αποτελούν κεντρικό πυρήνα της αφηγηματικής τακτικής. Οι επιστημονικές και ιστορικές αναφορές παίζουν περιθωριακό ρόλο στην αφηγηματική λειτουργία και μάλλον αποτελούν ανάγκη του αφηγητή να απαλλαγεί από το ακαδημαϊκό τους βάρος. Οι αναφορές αυτές αποδυναμώνουν την πλοκή, η οποία όπως ομολογεί ο συγγραφέας είναι εντυπωσιακά  υποτυπώδης, αλλά το απογειώνουν εκφραστικά, αφού αρκετές απ’αυτές αποτελούν μοναδικά λογοτεχνικά αξιώματα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο έρωτας, για να το επαναλάβω, είναι το κεντρικό θέμα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας, προφανώς διότι είναι η  κυρίαρχη  ιδιότητα στην ανθρώπινη  κατάσταση και γι’αυτό ανεξάντλητη σε έμπνευση.
Λίγα λόγια για το στόρυ του βιβλίου. Ο αφηγητής γράφει για τον έρωτά του με τη Λαουράνια, όνομα που της δίνει ο ίδιος στην πρώτη τους συνάντηση, από το Λάουρα και ουρανός, έρωτας που κρατάει περίπου οκτώ μήνες, παράλληλα δε, για τον έρωτα  του Νταμιάνο με την Λαουράνια, που ξεκινά μερικούς μήνες μετά την διακοπή της σχέσης της με τον Βικέντιο, με χρονικά άλματα που τεμαχίζουν την αφήγηση, και απαιτούν την προσοχή και εγρήγορση του αναγνώστη, την επιστράτευση της αναγνωστικής εμπειρίας του, γεγονός που αποδεικνύεται από την αβλεψία του συγγραφέα ή του επιμελητή της έκδοσης, όσον αφορά τη χρονική περίοδο της άρνησής του στη Λαουράνια να επισκεφτούν μαζί τη Κέρκυρα το καλοκαίρι του 73 και όχι του 72, όπως αναφέρεται στη σελίδα 496, και κρατάει μέχρι τη χρονική στιγμή που ξεκινάει η αφήγηση.
Βέβαια υπάρχουν κι άλλες αφηγηματικές παρεμβάσεις στο βιβλίο, όπως προανέφερα, αλλά ο λόγος που γράφω αυτό το σημείωμα, είναι να δείξω ότι οι εμβόλιμες αυτές παρεμβάσεις, παρά την εκτενή αφηγηματική τους έκταση, δεν είναι ικανές να αποδυναμώσουν την κεντρική στόχευση του συγγραφέα.
Όταν θέλεις να μιλήσεις για έρωτα το γλωσσολογικό σου στήριγμα δεν μπορεί παρά να είναι η ποίηση. Μάλιστα δε, η ερωτική ποίηση. Τι καλύτερο, από το ομορφότερο ερωτικό ποίημα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον «Ερωτόκριτο»; Ρωτόκριτο τον ονομάζει ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Η στήριξη που δίνει το ποίημα αυτό στην αφηγηματική ερμηνεία του έρωτα του «συνονόματου» Βικέντιου με τον μεγάλο Ποιητή, είναι ουσιαστική για την διεκπεραίωση της αφηγηματικής λειτουργίας. Υποστηρικτικά ποιήματα και ποιητές αναφέρονται κι άλλα στη διήγηση, ας πούμε του Δάντη, που του αφιερώνεται ολόκληρο κεφάλαιο, με ερμηνευτικά σχόλια από τον παπα-Χαρίδημο Κοδεσποτίνη, αλλά όχι στην έκταση και επαναληπτικότητα των αναφορών του αφηγητή στον «Ερωτόκριτο».
Αφού χρησιμοποίησα το επιχείρημα της ποιητικής συνεισφοράς  για να υποστηρίξω τη σκέψη μου, ας καταθέσω ένα άλλο κορυφαίο δείγμα της επιχειρηματολογίας μου, όσον αφορά την ομορφιά της αφήγησης, ωραία, ωραία λόγια να σου ανασταίνουν τα φρένα, σαν να τρως παντεσπάνι, όπως γράφει κάπου στο βιβλίου ο Έντυ, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα του αφηγητή. Η βαθύτατη ερωτική σχέση των πρωταγωνιστών δεν μπορεί να εκφραστεί παρά σε παραλληλία με τη βαθιά ερωτική σχέση του αφηγητή με τη γλώσσα. Η αγάπη του για την γλώσσα και η λεκτική της εκπροσώπηση, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αν το θέμα με το οποίο συνδιαλέγεται δεν ήταν ερωτικό. Αυτή η σύζευξη μορφής και περιεχομένου, επιτυγχάνεται με μεγάλη επιτυχία, και είναι χαρακτηριστικό της πρωτοτυπίας του βιβλίου. Η ερωτική σχέση της ιστορίας βρίσκει την ερωτική της αποκορύφωση στην γλωσσική έκφραση. Ο έρωτας διαχέεται στη γλωσσική απεικόνιση, που κάποιες φορές φτάνει σε λεξιγραφικό οργασμό. Κορυφαίο παράδειγμα εκφραστικής ευδαιμονίας, η εκσπερμάτωση «πραγματική» και εκφραστική στη σκηνή με την Αγγελική Βολτέρρα σ.356-357, οι περιγραφές του βλέμματος της Λαουράνιας, ή της κ ο ρ ι τ σ ί λ α ς. Για να μην αναφέρω το δαιμόνιο κεφάλαιο, «Η χαρά της ζωής».
Βέβαια αυτή η σχέση είναι ανισομερής. Ο έρωτας για τη γλώσσα αποδεικνύεται βαθύτερος. Κι αυτό γιατί γνωρίζουμε τη Λαουράνια, όχι απ’αυτό που είναι σαν λογοτεχνικός χαρακτήρας, αλλά από την περιγραφή της. Η Λαουράνια σπάνια κινείται σαν λογοτεχνική περσόνα, πως άλλωστε θα ήταν δυνατόν; Περισσότερο ζωγραφίζεται λεκτικά, σαν μούσα και μοντέλο του δημιουργού, εικονογραφείται και τελικά, αγιοποιείται. Αλλά τι περιμένεις από έναν ερωτευμένο;
 Ο «Συνονόματος» είναι ένα από τα σπάνια βιβλία που η γλώσσα του δεν είναι ξεκομμένη από το περιεχόμενό του. Και δεν νομίζω να υπάρχουν πολλά βιβλία να το καταφέρνουν, κι αν συμβαίνει αυτό προέρχεται από μεγάλους μάστορες του λόγου. Ας μην τους ονομάσω, γιατί θα θεωρηθεί προπέτεια να ορίζω ισοΰψή τον Βικέντιο Καρπονάρο με όσους  «έχουν ανοίξει περικαλλείς ναούς του λόγου» στην ελληνική λογοτεχνία
Δεν είπα, όμως, ποιος είναι ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Μα δεν χρειάζεται εγώ για να τον συστήσω. Είναι γνωστός στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ. Ένα όμως θα σας πω. Είναι Ο λ υ μ π ι α κ ό ς. Αυτό τα λέει όλα.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2014

Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου

Με το «Συνονόματο» έχω ανοιχτούς λογαριασμούς από παλιά. Έλεγα πάντα να γράψω γι’αυτό το βιβλίο. Μα δυσκολεύομαι τόσο πολύ στην λεκτική έκφραση των εντυπώσεών μου, ειδικά όταν προέρχονται από την αναγνωστική απόλαυση που μου προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο, στην προκειμένη περίπτωση το βιβλίο του Βικέντιου Καρμπονάρου, που αδυνατώ να σύρω(άκου να σύρω!) δυο γραμμές στο χαρτί. Τις τελευταίες μέρες ξαναδιάβασα το βιβλίο και είπα: «Δεν γίνεται Σπυράκο, γράψε για το βιβλίο, γιατί θα σκάσεις, κι ό,τι βγει.». Όπερ και εγένετο.
Από την πρώτη ανάγνωση κατάλαβα, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες που θα συναντήσει ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, επιχειρεί να επικοινωνήσει μαζί του, χρησιμοποιώντας διάφορες λεκτικές  προσφωνήσεις, ώστε να διατηρήσει το ενδιαφέρον του, γνωρίζοντας πως ο αναγνώστης προσέρχεται σ’αυτή την πρωτόγνωρη κειμενική ατμόσφαιρα με εφόδια τα οποία μπορεί ν’ αποδειχθούν άκαπνα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το βιβλίο στην τύχη του, δηλαδή στο ράφι. Διότι «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο  κάθετο ρήγμα του λόγου» είναι ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το με τις αναγνωστικές συνήθειες που κουβαλάς από προηγούμενες αφηγηματικές προσεγγίσεις, νιώθεις άβολα, δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς. Αργότερα και όσο προχωρά η ανάγνωση,  όταν πια νοιώσεις ασφάλεια και αφεθείς σ’αυτό το λεκτικό ταξίδι της γλώσσας, χρειάζεσαι ζώνη ασφαλείας για να μην απογειωθείς. Αλλά γι’αυτό αργότερα.
Γιατί όμως μετά από επτά χρόνια από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο αποφασίζω σήμερα να γράψω γι’αυτό; Δεν είναι αρκετός χρόνος από τότε που εκδόθηκε, το βιβλίο δεν «πάλιωσε», ειδικά τώρα που τα βιβλία έχουν ημερομηνία λήξης; Ρίξτε μια ματιά γύρω σας, τα βιβλία καταναλώνονται σε ρυθμούς fast-food. Αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει, ούτε νοιάζομαι. Τα βιβλία γράφονται για να αντέχουν στο χρόνο, να αντιστέκονται στη φθορά της πραγματικότητας, στη λήθη, στους ρυθμούς και τις προτεραιότητες, άνωθεν επιβαλλόμενες. Ένα απ’αυτά τα λίγα βιβλία που αντέχουν στη ραφίλα είναι ο «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο  κάθετο ρήγμα του λόγου».
Μα γιατί τώρα και όχι χθες ή αύριο. Εν τάξει, θα σας αποκαλύψω ένα μικρό, τόσο δα, μυστικό. Είταν μέσα προς τέλη Οκτώβρη του 1972, καλή ώρα σαν τις μέρες μας, πριν σαράντα δύο χρόνια, που αρχίζει η ολιγόμηνη ερωτική ιστορία του Βικέντιου και της Λαουράνιας. Αλλά μέχρις εδώ. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο.
Σ’αυτό το «προλογικό», ας πούμε, σημείωμα, θα αναφερθώ στην έκπληξη που μου προκάλεσε, η ανάγκη του αφηγητή να πλησιάσει, μέσω των πολλαπλών λεκτικών επικλητικών αναφορών, τον αναγνώστη(προσέξτε ΜΟΝΟ τον αναγνώστη, αγαπητή μου αναγνώστρια) κατά τη διάρκεια της αφήγησης του. Γεγονός που συμβαίνει, απ’όσο γνωρίζω, με τις ελλιπείς γνώσεις μου σε προτεραιότητα,  για πρώτη φορά σε μυθιστόρημα. Αν υπάρχει κι άλλο, ας με διορθώσει κάποιος.
Στις εκατόν οκτώ προσφωνήσεις που σημείωσα, υποψιάζομαι ότι θα υπάρχουν κι άλλες που δεν πρόσεξα -θα μπορούσα βέβαια να σκανάρω το βιβλίο, να το αποθηκεύσω σε pdf ή σε word με το ABBYY, και μετά στην αναζήτηση γράφοντας την λέξη που με ενδιαφέρει, να βρω τον ακριβή αριθμό, αλλά ποιος κάθεται τώρα να κάνει αυτή τη δουλειά, αν υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο υπομονετικός, ας προσφέρει την δική του  καταγραφή, η επιμέλεια άλλωστε επιβραβεύεται-οι οποίες δεν είναι αρκετές  να αλλοιώσουν το δείγμα που παρουσιάζω, κυρίαρχη θέση κατέχει η προσφώνηση «φίλε αναγνώστη» με 26 επαναλήψεις, δείγμα πως ο αφηγητής προσπαθεί να κρατηθεί σε κάποια ουδέτερη, επαγγελματική σχέση, οχ! από τον αναγνώστη, αν και αρκετές φορές δεν τα καταφέρνει. Αυτό σαν υποσημείωση.
 Εδώ να σημειώσω ότι περιλαμβάνονται στο σύνολο και οι ελάχιστες επικλητικές προσφωνήσεις του επιμελητή του βιβλίου κ. Γιώργου Κεντρωτή.
Οι προσφωνήσεις, όσες κατάφερα, επαναλαμβάνω, να συγκεντρώσω είναι οι εξής:
Με αλφαβητική σειρά(εδώ με βοήθησε σημαντικά το Excel).
*Δίπλα αναφέρεται ο αριθμός της σελίδας
dear reader 461
bel ami 364
Αναγνώστη 173
αναγνώστη μου 98
αγαπητέ αναγνώστη 21,226
αγαπητέ μου φίλε 294
αγαπητέ μου φίλε αναγνώστη
αγαπητέ μου142
αγαπητέ φίλε, αδελφικέ μου φίλε αναγνώστη 444
αγαπητέ φίλε, αδελφικέ φίλε αναγνώστη 443
ακριβέ μου σύντροφε αναγνώστη 294
αναγνώστη 148,173,294,295,327
αναγνώστη καλέ 358
αναγνώστη μου καλέ 61,95
αναγνώστη φίλε 99
αναγνώστη μου φίνε 211
γκαρδιακέ μου φίλε αναγνώστη 448
εκλεκτέ φίλε αναγνώστη 97
καλέ μου 135
καλέ μου αδιάκριτε αναγνώστη 376
καλέ μου άνθρωπε 445
καλέ μου και ευγενικά υπομονετικέ μου φίλε
καλέ μου φίλε 455,465
καλέ μου φίλε και αναγνώστη 476
καλό μου φίλο 350   καχύποπτε Έλληνα 496
κύριε αναγνώστη 384,448
μαλάκα, αι μαλάκα 468
παλιομαλάκα μου 468
ρε αδερφέ 282
ρε παλιόφιλε αναγνώστη 468
ρε φίλε 282,490
σύντροφε αναγνώστη 492
υπομονετικέ μου αναγνώστη 94
φιλαράκο 264
φίλε 51,296,476,480,446,467    φίλε αναγνώστη   103,116,118,119,121,135,190,195,207,294,351,353,375,388,396,482,486,489,492,412,419,421(δύο φορές),440,470,479 
φίλε αναγνώστη τόσο ευγενικέ και υπομονετικέ
φίλε και αδερφέ μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ 431
φίλε και σύντροφε αναγνώστη 411
φίλε καλέ 490
φίλε καλέ αναγνώστη 286,512
φίλε καλέ και ανεκτικέ και υπερπολύτιμε αναγνώστη 455
φίλε μου αθώε και αφελέστατε 449
φίλε μου αναγνώστη 57,77,81,95(δύο φορές),171,272,481
φίλε μου ανεκτικέ αναγνώστη 375
φίλε μου καλέ 450
φίλε μου καλέ και συγκινητικέ 471
φίλτατε 469,478,499
φίλτατε αναγνώστη 102,244,231,278,116(δύο φορές)
φίλτατέ μου αναγνώστη 479
φίλτατο αναγνώστη 116(δύο φορές)
Από τον παραπάνω κατάλογο φαίνεται η ανάγκη του συγγραφέα να απευθυνθεί  μ’ένα τρόπο οικείο στον κόσμο που διαβάζει το βιβλίο, αποκλείοντας για έναν ανεξήγητο λόγο τις αναγνώστριες από το εν δυνάμει κοινό της ανάγνωσης. Η επίκληση του συγγραφέα στον αναγνώστη, εκτός από την προσπάθεια του να αποδείξει την συμμετοχική  παρουσία του στη συγγραφική δημιουργία, η αναγνώριση εκ μέρους του, πως αυτόν έχει διαρκώς στο μυαλό του, και όχι ένα ιδεατό κοινό, ότι δίχως αυτόν διαρκώς παρόντα δεν θα μπορούσε να γράψει το βιβλίο, πως η παρουσία του είναι που δίνει διέξοδο στα αφηγηματικά αδιέξοδα, ανακοινώνεται δημόσια με τις προσφωνήσεις που παρουσίασα παραπάνω. Πως να ερμηνευτεί η μετάβαση από το «φίλε και αδερφέ μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ» στο «μαλάκα, αι μαλάκα» αν όχι σαν καταλυτική επίδραση του αναγνώστη στην αφηγηματική δημιουργία;  Κρίνει σκόπιμο, λοιπόν, με αυτή τη λεκτική παγαποντιά να δείξει ότι δεν βαδίζει μόνος του, αλλά χρειάζεται τη βοήθεια του αναγνώστη, την προσοχή του, τις ενστάσεις του, φοβούμενος ότι θα τον εγκαταλείψει, πριν αποκαλύψει ολοκληρωμένο το συγγραφικό του σύμπαν. Αυτή τη συμμετοχή του αναγνώστη την επιβραβεύει στο τέλος του βιβλίου με τα εξής λόγια: «Χαίρε!.....Χαίρε! και πάλι χαίρε! Σ’ευχαριστώ από καρδιάς για τη συμπαράστασή σου, κι αν καμιά φορά σου θύμωσα ή σ’έβρισα, συμπάθα με: όλοι όσοι με ξέρουν ξέρουνε πολύ καλά πως είμαι θυμωσιάρης …..Εσύ μη δώσεις σημασία, σε παρακαλώ, ακόμα και κει που σε βρίζω. Μη με αφήσεις να πέσω στη λήθη και μη-σε παρακαλώ- πεις για μένα ά σ η μ ο ς  ο υ ρ γ ά τ η ς  τ ι ς  η ν, ακόμα κι αν το πιστεύεις…. » σ.515-516.
Συνεπώς για να τελειώνω, συμπερασματικά υποστηρίζω, ότι οι προσφωνήσεις δεν είναι ξεκομμένες εκφραστικές και ρητορικές προσκλήσεις ή προκλήσεις, ότι θέλετε διαβάζετε, περισσότερο δε, επικοινωνιακά τεχνάσματα του αφηγητή, αλλά αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο του αφηγηματικού υλικού. 
Εμένα με κάλεσε στο συγγραφικό του σύμπαν και προσήλθα. Τι  αποκόμισα απ’αυτό σε επόμενο σημείωμα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 12, 2014

LIKE!




Cavalo Morto – ένα ποίημα του Juan Carlos Mestre

Mετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου

Το Cavalo Morto είναι ένας τόπος που υπάρχει σ’ ένα ποίημα του Λέντο Ίβο.
Ένα ποίημα του Λέντο Ίβο είναι μια πυγολαμπίδα που ψάχνει ένα χαμένο νόμισμα. Κάθε χαμένο νόμισμα είναι ένα χελιδόνι με την πλάτη γυρισμένη, που στέκεται επάνω στο φως ενός αλεξικέραυνου. Μέσα σ’ ένα αλεξικέραυνο υπάρχει ένα σμάρι προϊστορικών μελισσών γύρω από ένα καρπούζι. Στο Cavalo Morto τα καρπούζια είναι γυναίκες μισοκοιμισμένες που μέσα στην καρδιά έχουν το θόρυβο μιας αρμαθιάς κλειδιών.

Το Cavalo Morto είναι ένας τόπος που υπάρχει σ’ ένα ποίημα του Λέντο Ίβο.
Ο Λέντο Ίβο είναι ένας γέρος άνθρωπος που ζει στη Βραζιλία και στις ανθολογίες εμφανίζεται με τη φάτσα ενός τρελού. Στο Cavalo Morto οι τρελοί έχουν φτερά μύγας και τα καμένα σπίρτα τα ξαναβάζουν στο κουτάκι τους, σαν να ήταν λέξεις ψαυσμένες από την αντάυγεια άλλου κόσμου. Άλλος κόσμος είναι ο πάτος ενός ποτηριού, ένας τόπος όπου το ίσιο έχει μορφή πετάλου και όπου υπάρχει μονάχα ένας δρόμος, επενδυμένος με το ύφασμα της γκαμπαρντίνας.

Το Cavalo Morto είναι ένας τόπος που υπάρχει σ’ ένα ποίημα του Λέντο Ίβο.
Ένας τόπος που υπάρχει σ’ ένα ποίημα του Λέντο Ίβο είναι ένα ποτάμι που ξαγρυπνά για να πάει να φτιάξει το νερό των δακρύων, μικρά ψεύδη βροχής που πληγώθηκαν από ένα αγκάθι ακακίας. Στο Cavalo Morto τα αεροπλάνα δένουν τον ουρανό με κορδέλες ατμού, σαν τα σύννεφα να ’ταν δώρα Χριστουγέννων και οι ευτυχείς και οι δυστυχείς ανεβαίνουν απευθείας στους αιώνιους ιππόδρομους από τη στριφογυριστή σκάλα των γλάρων.

Το Cavalo Morto είναι ένας τόπος που υπάρχει σ’ ένα ποίημα του Λέντο Ίβο.
Ένα ποίημα του Λέντο Ίβο είναι ο εραστής ενός ηλιακού ρολογιού, που εγκαταλείπει ακροπατώντας τους ξενώνες του επόμενου πρωινού. Το επόμενο πρωί είναι αυτό που θα έλεγαν εκείνοι που ποτέ δεν κατάφεραν να συναντηθούν, εκείνοι που ακόμα κι έτσι αγαπήθηκαν και βγαίνουν χέρι χέρι με τη νυχτερινή αύρα, για να γιορτάσουν τα γενέθλια των δέντρων και συνθέτουν παρτιτούρες για το κουδουνάκι των ποδηλάτων.

Το Cavalo Morto είναι ένας τόπος που υπάρχει σ’ ένα ποίημα του Λέντο Ίβο.
Ο Λέντο Ίβο είναι ένα σχολειό γεμάτο σπίνους κι ένας τιμονιέρης που τραγουδά μες στο πιατάκι με το γάλα. Ο Λέντο Ίβο είναι ένας νοσοκόμος που εμπορεύεται τα κύματα και ανάβει με το φιλί του τα φώτα των πλοίων. Στο Cavalo Morto όλα τα τέλεια πράγματα ανήκουν σε άλλον, όπως το περικόχλιο των θαλάσσιων άστρων ανήκει στον κλέφτη των κεφαλιών που υπνοβατούν και ο ταχυδρόμος των κυριακάτικων τριαντάφυλλων στο φωτοστέφανο των οικιακών βοηθών.

Το Cavalo Morto είναι ένας τόπος που υπάρχει σ’ ένα ποίημα του Λέντο Ίβο.
Στο Cavalo Morto, όταν ένα άλογο πεθαίνει, καλούν τον Λέντο Ίβο για να το αναστήσει, όταν πεθαίνει ένας ευαγγελιστής καλούν τον Λέντο Ίβο για να τον αναστήσει, όταν πεθαίνει ο Λέντο Ίβο φωνάζουν τον ράφτη των πεταλούδων για να τον αναστήσει. Δώστε σημασία σε αυτά που λέω, οι όμορφες αναμνήσεις είναι φευγαλέες σαν τους σκίουρους, κάθε αγάπη που τελειώνει είναι ένα νεκροταφείο αγκαλιών και το Cavalo Morto είναι ένας τόπος που δεν υπάρχει.

CAVALO MORTO

Cavalo Morto es un lugar que existe en un poema de Lèdo Ivo.
Un poema de Lèdo Ivo es una luciérnaga que busca una moneda perdida. Cada moneda perdida es una golondrina de espaldas, posada sobre la luz de un pararrayos. Dentro de un pararrayos hay un bullicio de abejas prehistóricas alrededor de una sandía. En Cavalo Morto las sandías son mujeres semidormidas que tienen en medio del corazón el ruido de un manojo de llaves.

Cavalo Morto es un lugar que existe en un poema de Lèdo Ivo.
Lèdo Ivo es un hombre viejo que vive en Brasil y sale en las antologías con cara de loco. En Cavalo Morto los locos tienen alas de mosca y vuelven a guardar en su caja las cerillas quemadas como si fuesen palabras rozadas por el resplandor de otro mundo. Otro mundo es el fondo de un vaso, un lugar donde lo recto tiene forma de herradura y hay una sola calle forrada con tela de gabardina.

Cavalo Morto es un lugar que existe en un poema de Lèdo Ivo.
Un lugar que existe en un poema de Lèdo Ivo es un río que madruga para ir a fabricar el agua de las lágrimas, pequeñas mentiras de lluvia heridas por una púa de acacia. En Cavalo Morto los aviones atan con cintas de vapor el cielo como si las nubes fuesen un regalo de Navidad y los felices y los infelices suben directamente a los hipódromos eternos por la escalerilla del anillador de gaviotas.

Cavalo Morto es un lugar que existe en un poema de Lèdo Ivo.
Un poema de Lèdo Ivo es el amante de un reloj de sol que abandona de puntillas los hostales de la mañana siguiente. La mañana siguiente es lo que iban a decirse aquellos que nunca llegaron a encontrarse, los que aún así se amaron y salen del brazo con la brisa del anochecer a celebrar el cumpleaños de los árboles y escriben partituras para el timbre de las bicicletas.

Cavalo Morto es un lugar que existe en un poema de Lèdo Ivo.
Lèdo Ivo es una escuela llena de pinzones y un timonel que canta en el platillo de leche. Lèdo Ivo es un enfermero que venda las olas y enciende con su beso las bombillas de los barcos. En Cavalo Morto todas las cosas perfectas pertenecen a otro, como pertenece la tuerca de las estrellas marinas al saqueador de las cabezas sonámbulas y el cartero de las rosas del domingo a la coronita de luz de las empleadas domésticas.

Cavalo Morto es un lugar que existe en un poema de Lèdo Ivo.
En Cavalo Morto cuando muere un caballo se llama a Lèdo Ivo para que lo resucite, cuando muere un evangelista se llama a Lèdo Ivo para que lo resucite, cuando muere Lèdo Ivo llaman al sastre de las mariposas para que lo resucite. Háganme caso, los recuerdos hermosos son fugaces como las ardillas, cada amor que termina es un cementerio de abrazos y Cavalo Morto es un lugar que no existe.

Η αντιγραφή από δω: http://frear.gr/?p=1971


Παρασκευή, Οκτωβρίου 10, 2014

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο THELONIOUS MONK




Thelonious Monk (10 Οκτωβρίου 1917-17 Φεβρουαρίου 1982)

Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2014

ΧΥΜΟΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ


Μετά το τέλος της ανάγνωσης-τώρα θέλει ή δεν θέλει κόμμα, γαμώ τις γραμματικές και τα συντακτικά, αφήστε μας να γράψουμε, τι επικαθήσατε ως λαιμητόμος πάνω απ’ το κεφάλι μας, έτοιμες και έτοιμα, εναλλάξ, ν' αποκεφαλίσετε δυο τρεις προτασούλες που προσπαθούμε να κουτσοβολέψουμε στο άνυδρο λευκό χαρτί της λεωφόρου, δρόμου, παράδρομου, μονοπατιού, όπως θέλετε πέστε το, της ματαιοδοξίας, αλλά συνεχίζω γιατί δεν θα βγάλω άκρη- το σώμα μου, λέω, έπαψε να  υπακούει  στο νόμο της βαρύτητας. Ικανοποιημένος απ’ αυτή την πνευματική κατάκτηση, άνοιξα το παράθυρο για να πιάσω ένα χυμό απ’ το ράφι, καθότι διψασμένος από την επίμονη και επιμελή προσπάθεια ανάγνωσης των λεγομένων της γραφίδος του αφηγητή.  Ο ροδώνας τ’ουρανού, ή αν θέλετε επί το ποιητικότερον, ποιοτικότερον να τ'ονομάσω, δεν ξέρω, τέλος πάντων για να μη μακρηγορούμε, ο επουράνιος ροδώνας, είχε αποτραβηχτεί σε άλλες μεριές του κόσμου. Τ’ άστρα, ήδη,  αχνόφεγγαν στον ουρανό. Η γλυκύτητα της νύχτας εισέβαλε στο δωμάτιο. Ήπια λίγο απ' το κουτί και το άφησα ξανά στη θέση του. Το φως του φεγγαριού, κουρασμένο από το μακρύ ταξίδι του, ξεκουράστηκε στο πρόσωπό μου. Έκλεισα το παράθυρο και συνέχισα ν’ απολαμβάνω τις νοηματικές ακροβασίες μου.


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 28, 2014

Στη σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης

-Μα μικρέ μου(το δαιμόνιε το παραλείπω), εκθεσιογράφε είσαι εκτός θέματος.

«Πήρε μονάδα, γιατί όλο «εκτός θέματος» του γκαρίζανε......Και λέω, ας πούμε, είναι άτιμο να του γκαρίζεις όλο «εκτός θέματος», εκεί που αρχίζει και παθιάζεται για τα καλά...Αλλά τώρα, τι να σας εξηγώ. Δεν είναι κι εύκολο.» σ. 234-235

Αυτό που μου αρέσει σ’αυτό το βιβλίο είναι που δε σε πλακώνει στις παπαριές. Ούτε νοιώθω, διαβάζοντάς το, να με πλακώνει ένα κήρυγμα φοβερό και τρομερό, όπως τόσα άλλα, που ξερωγώ τα διάβαζα για να αποδείξω τι νορμάλ είμαι, μέχρι που μου ερχότανε ένα χασμουρητό, ρε Χριστούλη μου, να ψοφήσω στη βαρεμάρα.
Τέτοια τρομερή κολληματάρα έχω πάθει μ’αυτή την ιστορία, τέτοιο μπρίζωμα έχω φάει, αν και δεν πολυπαθαίνω την πλάκα μου με τα βιβλία, ώστε δεν μου έφτανε η παλιά έκδοση του βιβλίου, έτρεξα να διαβάσω την καινούργια μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.
Εκεί που παθαίνω χοντρά την πλάκα μου, είναι όταν μιλάει για όλα αυτά τα καραϊμιτασιονάκια, με τα σουπαμούπες, τα περιγραφικά τους και τα ξερωγωτέτοια, εμένα το μυαλό πηγαίνει στους πολύ μουράτους, που γράφουνε διάφορα ψαγμένα, από τους άμβωνες του διαδικτύου, πολύ βεριτάμπλ.
Ούτως ή άλλως στην κοσμάρα μου είμαι, αλλά θέλω θα μιλήσω και γω για τη θαλπωρίτσα που ένοιωσα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, αν και το λεξιλόγιό μου είναι σκατά. Αλλά δεν θα κάτσω να σκάσω κιόλας.
Μου έρχεται ένα χασμουρητό με αυτές τις πάνχαζες ιστοριούλες, προς το σχολικολευκωματικό κυρίως, που δημοσιεύονται καθημερινά, να  ξεράσεις τ’αντερά σου. Όλοι αυτοί οι μουρόχαβλοι που περνιούνται για πολύ πρώτοι, που εντάξει έχει και την πλάκα του, δε λέω, μας πλακώνουν στις φιγούρες και τα περιγραφικά του σκασμού, όλο μπλαμπλα και ιμιτασιονιά, που εμένα μου τη σπάει αυτοκρατορικά, ειδικά όταν μπουκάρει γκαζάτος, ο δικός μου, κι αρχίζει τις παπαριές και τα σουπαμούπες, μ’ένα σπέχεν- που άμα λέμε κόλαση, κόλαση, με τη μεγάλη τρέλα που έχει για την εαυτάρα του, οπότε αρχίζω να κατεβάζω κερατιλίκια και κρετινιλίκια, μ’αυτές τις μεγαλοφυίες του κώλου, μέχρι που  σκέφτομαι να γράψω  και γω κανένα σχόλιο, του τύπου, μωράκι μου είσαι και πολύ άρχοντας, με φωνή σκέτη εντιμότητα, να το παίξω και γω ξερόλας, αν και έχω υποσχεθεί ότι θα κόψω τα χοντρά χαβαλεδιαστικά.
Πάντως ξερωγώ βρίσκεις και κανένα φριχτά γοητευτικό άτομο, αλλά στο εντελώς πατινιάρικο, που το παίζει ξερωγώ και συγγραφέας, που στο συζητητικό είναι πολύ καλό, εμπάση περιπτώσει, και εκεί που το πάει καλά, αμολάει εκειπέρα στο άξαφνο μια φοβερή ηλιοθιομάρα, που με κάνει  όταν λέμε λιώμα, λιώμα. Και απαντάει κείνος ο εντελώς Γεηλόπουλος, που είναι μιλάμε για μεγάλη ιμιτασιονιά, και δώστου σπέχεν, ο βρωμοκρετίνος, φτιάχνουν μια ομάδα κουρελέ, ιμιτασιονπαρτάκι με τα διάφορα σαλιαριστικά, και δώστου να θάβουν το βιβλίο, πως είναι σάχλα, ώσπου με πιάνει μια αγχούρα, να θέλω να το  υπερασπιστώ, να μπω στην συζήτηση ιγκόγκνιτο σαν κάποιος άρχοντας του κώλου και δεν συμμαζεύεται, και ν’αρχίσω στο πολύ πνευματώδες να υπερασπίζομαι το βιβλίο μέχρις εσχάτων, το κάνω φοβερά αυτό όταν είμαι κάπως, να πετάξω καμιά ψιλαπαπάρα με σασπένς, στο φιλαρίστικο, γιατί του ειρηνιστικού είμαι, αλλά είναι όλοι φοβερά κουλτουριάρηδες, τρελαμένοι με την φρασεολογία τους και δεξερωγώ, και όλο λέω να ξεμπερδεύω με το μουρμούρ και τις χαριτωμενιές του κερατά, με τους κουλτουριάρηδες του κώλου,  που είπαμε έχουνε πλούσιο λεξιλόγιο, ρε συ Θεούλη μου, όταν πετάνε κανένα ακαταλαβίστικο και ο άλλος βασικά, μένει με τα νεύρα κάγκελο, μέχρι να με σουτάρουνε από την κουβέντα σαν καμιά δευτεράτζα, και να κάθομαι να τα γράφω όλα αυτά μόνος μου δίχως κοινό.


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2014

ΡΑΧΗΛ

Τον συνάντησα στο τέρμα της γραμμής Πολύγωνο-Καισαριανή. Στεκόταν ακίνητος, ευθυτενής, παρά τα χρονάκια του. Φαινόταν λιγάκι ανήσυχος, σαν κάτι να περίμενε, απροσδιόριστο δια γυμνού οφθαλμού.
- Ραχήλ, τι κάνεις εδώ; Τον ρώτησα.
. Στο χέρι του κρατούσε το αιώνιο τσιγάρο, που ποτέ δεν είχα δει να το φέρνει στο στόμα του.
- Δεν βλέπεις; Περιμένω να κτυπήσει το πέναλτυ. Μη! Μη μιλάς! Έχω αποφασίσει σε ποια γωνία θα πέσω.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 18, 2014

ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ




ΣΑΒΒΑΤΟ 20.09.2014
ΝΕΡΙΤ 21:45

Μην πείτε μετά ότι δεν σας  το είπα; Ή μάλλον ότι δεν σας το έγραψα;
Υ.Γ
Πόσο προνομιούχοι πρέπει να αισθάνονται  οι επισκέπτες των αναρτήσεων μου!


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2014

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2014

ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ *




 Στο «Δεκάλογο» η κάμερα είναι αυτή που αφηγείται. Η κάμερα, η γλώσσα αφήγησης του σκηνοθέτη, είναι ο τρόπος έκφρασής του. Η κάμερα γράφει. Είναι δηλαδή ότι το πληκτρολόγιο για τον συγγραφέα, το πινέλο για τον ζωγράφο, οι νότες για τον συνθέτη. Η κάμερα λοιπόν, αντί για τη λευκή σελίδα του συγγραφέα, το λευκό καμβά του ζωγράφου, έχει μπροστά της το χώρο, τους ηθοποιούς, την ιστορία. Ο σκηνοθέτης έχει, πριν από την ταινία, τα υλικά της αφήγησης του . Αυτό το υλικό πρέπει να το κάνει Τέχνη. Βλέποντας με το μάτι της κάμερας, εγγράφει τη δική του άποψη πάνω στην Ιστορία. Αποκαλύπτει την προσωπική του ματιά, απέναντι σ’αυτό που συμβαίνει. Είναι ο αφηγητής, ο οποίος αναπλάθει κινηματογραφικά μια ιστορία, η οποία θα μπορούσε να τελειώσει μέσα σε λίγα λεπτά, σε πλήρη αδιαφορία, αν το μέσο δεν ήταν το κινηματογραφικό βλέμμα. Με την κινηματογραφική αφήγηση, ο Κισλόφσκι απεικονίζει τη συνείδηση της ιστορίας. Βλέπει με την κάμερα του αυτό που δεν βλέπουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας, αλλά βλέπουμε εμείς οι προνομιούχοι θεατές. Οι πρωταγωνιστές, όσο ικανοί κι αν είναι, δεν παύουν να είναι ερμηνευτές. Είναι μέρος της κινηματογραφικής αφήγησης. Οι ηθοποιοί δεν είναι παρά μόνο αυτό που παίζουν, ο σκηνοθέτης, όμως, είναι αυτό που κινηματογραφεί. Είναι η μόνη πραγματικότητα σε μια κινηματογραφική μυθοπλασία. Η κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας, που μας αφηγείται ο σκηνοθέτης, αποκτά πνευματικότητα. Η ταινία με αυτό τον τρόπο γίνεται έργο τέχνης. 
Η προσωπική έκφραση στον κινηματογράφο μας έχει λείψει. Ο Κισλόφσκι είναι από τους κορυφαίους εκφραστές του σκηνοθέτη-δημιουργού. Αξίζει, λοιπόν, να στρέψουμε το βλέμμα μας σ’αυτή τη σειρά, για να θυμηθούμε τι σημαίνει ο κινηματογράφος εσωτερικής επάρκειας. Γιατί από κινηματογραφικές εντάσεις είμαστε πλήρεις.

*Ας είναι καλά η κ. Rosa Mund που μου το συνέστησε. Το ίδιο καλά ας είναι και ο άνθρωπος που «ανέβασε» τις δέκα ιστορίες στο Υou Tube.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2014

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ " ΑΛΜΠΕΡΤΙΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΗ"

Όποιος ενδιαφέρεται για την πλοκή του μυθιστορήματος, ας  μην σπαταλήσει το χρόνο του διαβάζοντας ολόκληρο το βιβλίο. Υπάρχουν άλλα εξαίρετα μυθιστορήματα που περιμένουν την ανάγνωσή τους. Η πλοκή της ιστορίας βρίσκεται συμπυκνωμένη, όπως στους άλλους τόμους, στο τέλος τους βιβλίου. Πέρα, όμως, από τα γεγονότα που συμβαίνουν στο μυθιστόρημα, υπάρχει  η εξέλιξη της σκέψης του ήρωα. Η προσπάθειά του να κατανοήσει και να ερμηνεύσει  αυτό που συμβαίνει, αλλά παράλληλα να παρακολουθήσει την διαδικασία της εσωτερικής μετάβασης από τη μνήμη στη λήθη, και τον επαναπροσδιορισμό του Χρόνου μέσω της Τέχνης. Είπαμε ότι το βιβλίο είναι, όπως γράφει ο Παναγιώτης Πούλος στο «Επίμετρο» του τόμου, «…βιβλίο των παθών της ψυχής».
Όμως όταν ο αφηγητής εγκαταλείπει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, προσωρινά, εντός παραγράφου, μακροσκελούς ενίοτε, περνώντας στη πληθυντική αφηγηματική εκδοχή , απομακρύνεται από τη δική του ερμηνεία της συμπεριφοράς των ηρώων του μυθιστορήματος, διευρύνοντας τη ματιά του, πεισμένος από τη γενικευμένη ορθότητα της άποψής του, συμπεριλαμβάνοντας εμάς τους αναγνώστες στη αφήγησή του, ως υποκείμενα της συλλογικής εμπειρίας. Τότε η αμφιβολία του απομακρύνεται, σβήνει. Στον πληθυντικό, η διεύρυνση του αφηγηματικού προτύπου  δεν αφορά την ικανότητα ή την τακτική του αφηγητή, αλλά την πεποίθησή του για την ερμηνευτική απόδοση της αφηγηματικής τακτοποίησης της ιστορίας, και, κυρίως, την εγωπαθή στάση του πρώτου προσώπου απέναντι στα γεγονότα.
Η πρωτοπρόσωπη ερμηνεία μπορεί να δείχνει περισσότερο εγωπαθής, αφού μόνο εγώ μπορώ να σας αφηγηθώ τι μπορεί να συμβαίνει, όχι μόνο στην ιστορική κατάθεση των γεγονότων, αλλά και την ψυχολογική διάσταση των ηρώων της διήγησης, όμως μεταβαίνοντας στον πληθυντικό περιλαμβάνω και σας στην αλήθεια μου. Για να το καταφέρω, παύω να μιλώ με τον ατομικό λόγο, αφηγούμαι στον πληθυντικό, που συμπεριλαμβάνει το κύρος του κοινωνικοποιημένου λόγου, βασιζόμενος στην εμπειρική, βιωματική του εκδοχή. Ο αφηγηματικός λόγος αποκτά τώρα  την καθαρότητα, προσεγγίζει την ακρίβεια του επιστημονικού λόγου, ξεφεύγει από τον συναισθηματισμό και την αμφιβολία του ένός, γενικεύει το συλλογισμό και τον κάνει οικουμενικό.
Η ανάγκη του αφηγητή να τεκμηριώσει την αλήθεια του, τον οδηγεί στην συλλογική αλήθεια. Όμως εδώ βρίσκεται η δυσκολία, περισσότερο θα έλεγα, η αντίφασή του. Ναι, η συλλογική πιστοποίηση των επιχειρημάτων μας βοηθά, αν υπάρχει σαν συλλογικότητα. Μήπως όμως οι «αλήθειες» είναι όσοι και οι αναγνώστες; Τότε μήπως ο αφηγητής οδηγείται σε αδιέξοδο;
Ο αφηγητής στην προσπάθειά του για αυτογνωσία, μεταφέρεται στη συλλογική εμπειρία, ως αποδεικτικό στοιχείο της προσπάθειάς του για την εξέλιξη της μεταμόρφωσης της μνήμης και το Χρόνου σε Τέχνη, που αποτελεί το ζητούμενο της στοχαστικής προσέγγισης των γεγονότων. 
Αν αυτό βοηθά στην αφηγηματική τακτική είναι κάτι που θα λύσει ο χρόνος. Γιατί το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» δεν τελειώνει ποτέ.