Με το
«Συνονόματο» έχω ανοιχτούς λογαριασμούς από παλιά. Έλεγα πάντα να γράψω γι’αυτό
το βιβλίο. Μα δυσκολεύομαι τόσο πολύ στην λεκτική έκφραση των εντυπώσεών μου,
ειδικά όταν προέρχονται από την αναγνωστική απόλαυση που μου προσφέρει ένα
λογοτεχνικό έργο, στην προκειμένη περίπτωση το βιβλίο του Βικέντιου Καρμπονάρου,
που αδυνατώ να σύρω(άκου να σύρω!) δυο γραμμές στο χαρτί. Τις τελευταίες μέρες
ξαναδιάβασα το βιβλίο και είπα: «Δεν γίνεται Σπυράκο, γράψε για το βιβλίο, γιατί
θα σκάσεις, κι ό,τι βγει.». Όπερ και εγένετο.
Από την πρώτη
ανάγνωση κατάλαβα, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ένα βιβλίο στο οποίο ο
συγγραφέας, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες που θα συναντήσει ο αναγνώστης κατά
τη διάρκεια της ανάγνωσης, επιχειρεί να επικοινωνήσει μαζί του, χρησιμοποιώντας
διάφορες λεκτικές προσφωνήσεις, ώστε να
διατηρήσει το ενδιαφέρον του, γνωρίζοντας πως ο αναγνώστης προσέρχεται σ’αυτή την πρωτόγνωρη κειμενική ατμόσφαιρα με
εφόδια τα οποία μπορεί ν’ αποδειχθούν άκαπνα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το
βιβλίο στην τύχη του, δηλαδή στο ράφι. Διότι «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας
στο κάθετο ρήγμα του λόγου» είναι ένα
βιβλίο που διαβάζοντάς το με τις αναγνωστικές συνήθειες που κουβαλάς από
προηγούμενες αφηγηματικές προσεγγίσεις, νιώθεις άβολα, δυσκολεύεσαι να
προσαρμοστείς. Αργότερα και όσο προχωρά η ανάγνωση, όταν πια νοιώσεις ασφάλεια και αφεθείς σ’αυτό
το λεκτικό ταξίδι της γλώσσας, χρειάζεσαι ζώνη ασφαλείας για να μην
απογειωθείς. Αλλά γι’αυτό αργότερα.
Γιατί όμως μετά από επτά χρόνια από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο αποφασίζω
σήμερα να γράψω γι’αυτό; Δεν είναι αρκετός χρόνος από τότε που εκδόθηκε, το
βιβλίο δεν «πάλιωσε», ειδικά τώρα που τα βιβλία έχουν ημερομηνία λήξης; Ρίξτε
μια ματιά γύρω σας, τα βιβλία καταναλώνονται σε ρυθμούς fast-food. Αλλά εμένα
δεν με ενδιαφέρει, ούτε νοιάζομαι. Τα βιβλία γράφονται για να αντέχουν στο
χρόνο, να αντιστέκονται στη φθορά της πραγματικότητας, στη λήθη, στους ρυθμούς
και τις προτεραιότητες, άνωθεν επιβαλλόμενες. Ένα απ’αυτά τα λίγα βιβλία που
αντέχουν στη ραφίλα είναι ο «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου».
Μα γιατί τώρα και όχι χθες ή αύριο. Εν τάξει, θα σας αποκαλύψω ένα μικρό, τόσο
δα, μυστικό. Είταν μέσα προς τέλη Οκτώβρη του 1972, καλή ώρα σαν τις μέρες μας,
πριν σαράντα δύο χρόνια, που αρχίζει η ολιγόμηνη ερωτική ιστορία του Βικέντιου
και της Λαουράνιας. Αλλά μέχρις εδώ. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο.
Σ’αυτό το «προλογικό»,
ας πούμε, σημείωμα, θα αναφερθώ στην έκπληξη που μου προκάλεσε, η ανάγκη του
αφηγητή να πλησιάσει, μέσω των πολλαπλών λεκτικών επικλητικών αναφορών, τον
αναγνώστη(προσέξτε ΜΟΝΟ τον αναγνώστη, αγαπητή μου αναγνώστρια) κατά τη
διάρκεια της αφήγησης του. Γεγονός που συμβαίνει, απ’όσο γνωρίζω, με τις
ελλιπείς γνώσεις μου σε προτεραιότητα,
για πρώτη φορά σε μυθιστόρημα. Αν υπάρχει κι άλλο, ας με διορθώσει
κάποιος.
Στις εκατόν οκτώ
προσφωνήσεις που σημείωσα, υποψιάζομαι ότι θα υπάρχουν κι άλλες που δεν πρόσεξα
-θα μπορούσα βέβαια να σκανάρω το βιβλίο, να το αποθηκεύσω σε pdf ή σε word με το ABBYY, και μετά στην
αναζήτηση γράφοντας την λέξη που με ενδιαφέρει, να βρω τον ακριβή αριθμό, αλλά
ποιος κάθεται τώρα να κάνει αυτή τη δουλειά, αν υπάρχει κάποιος που είναι
περισσότερο υπομονετικός, ας προσφέρει την δική του καταγραφή, η επιμέλεια άλλωστε επιβραβεύεται-οι οποίες δεν είναι αρκετές να αλλοιώσουν το δείγμα που παρουσιάζω, κυρίαρχη θέση κατέχει
η προσφώνηση «φίλε αναγνώστη» με 26 επαναλήψεις, δείγμα πως ο αφηγητής
προσπαθεί να κρατηθεί σε κάποια ουδέτερη, επαγγελματική σχέση, οχ! από τον
αναγνώστη, αν και αρκετές φορές δεν τα καταφέρνει. Αυτό σαν υποσημείωση.
Εδώ να σημειώσω ότι περιλαμβάνονται στο
σύνολο και οι ελάχιστες επικλητικές προσφωνήσεις του επιμελητή του βιβλίου κ.
Γιώργου Κεντρωτή.
Οι
προσφωνήσεις, όσες κατάφερα, επαναλαμβάνω, να συγκεντρώσω είναι οι εξής:
Με αλφαβητική
σειρά(εδώ με βοήθησε σημαντικά το Excel).
*Δίπλα
αναφέρεται ο αριθμός της σελίδας
dear reader 461
bel ami 364
Αναγνώστη 173
αναγνώστη μου
98
αγαπητέ
αναγνώστη 21,226
αγαπητέ μου
φίλε 294
αγαπητέ μου
φίλε αναγνώστη
αγαπητέ μου142
αγαπητέ φίλε,
αδελφικέ μου φίλε αναγνώστη 444
αγαπητέ φίλε,
αδελφικέ φίλε αναγνώστη 443
ακριβέ μου
σύντροφε αναγνώστη 294
αναγνώστη
148,173,294,295,327
αναγνώστη καλέ
358
αναγνώστη μου
καλέ 61,95
αναγνώστη φίλε
99
αναγνώστη μου
φίνε 211
γκαρδιακέ μου
φίλε αναγνώστη 448
εκλεκτέ φίλε
αναγνώστη 97
καλέ μου 135
καλέ μου
αδιάκριτε αναγνώστη 376
καλέ μου
άνθρωπε 445
καλέ μου και
ευγενικά υπομονετικέ μου φίλε
καλέ μου φίλε
455,465
καλέ μου φίλε
και αναγνώστη 476
καλό μου φίλο
350 καχύποπτε Έλληνα 496
κύριε αναγνώστη
384,448
μαλάκα, αι
μαλάκα 468
παλιομαλάκα μου
468
ρε αδερφέ 282
ρε παλιόφιλε
αναγνώστη 468
ρε φίλε 282,490
σύντροφε
αναγνώστη 492
υπομονετικέ μου
αναγνώστη 94
φιλαράκο 264
φίλε 51,296,476,480,446,467 φίλε αναγνώστη
103,116,118,119,121,135,190,195,207,294,351,353,375,388,396,482,486,489,492,412,419,421(δύο
φορές),440,470,479
φίλε αναγνώστη
τόσο ευγενικέ και υπομονετικέ
φίλε και αδερφέ
μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ 431
φίλε και
σύντροφε αναγνώστη 411
φίλε καλέ 490
φίλε καλέ
αναγνώστη 286,512
φίλε καλέ και
ανεκτικέ και υπερπολύτιμε αναγνώστη 455
φίλε μου αθώε
και αφελέστατε 449
φίλε μου
αναγνώστη 57,77,81,95(δύο φορές),171,272,481
φίλε μου
ανεκτικέ αναγνώστη 375
φίλε μου καλέ
450
φίλε μου καλέ
και συγκινητικέ 471
φίλτατε
469,478,499
φίλτατε
αναγνώστη 102,244,231,278,116(δύο φορές)
φίλτατέ μου
αναγνώστη 479
φίλτατο
αναγνώστη 116(δύο φορές)
Από τον παραπάνω κατάλογο φαίνεται η ανάγκη του συγγραφέα να απευθυνθεί μ’ένα τρόπο οικείο στον κόσμο που διαβάζει το
βιβλίο, αποκλείοντας για έναν ανεξήγητο λόγο τις αναγνώστριες από το εν δυνάμει
κοινό της ανάγνωσης. Η επίκληση του συγγραφέα στον αναγνώστη, εκτός από την
προσπάθεια του να αποδείξει την συμμετοχική
παρουσία του στη συγγραφική δημιουργία, η αναγνώριση εκ μέρους
του, πως αυτόν έχει διαρκώς στο μυαλό του, και όχι ένα ιδεατό κοινό, ότι δίχως
αυτόν διαρκώς παρόντα δεν θα μπορούσε να γράψει το βιβλίο, πως η παρουσία του
είναι που δίνει διέξοδο στα αφηγηματικά αδιέξοδα, ανακοινώνεται δημόσια με τις
προσφωνήσεις που παρουσίασα παραπάνω. Πως να ερμηνευτεί η μετάβαση από το «φίλε
και αδερφέ μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ» στο «μαλάκα, αι
μαλάκα» αν όχι σαν καταλυτική επίδραση του αναγνώστη στην αφηγηματική
δημιουργία; Κρίνει σκόπιμο, λοιπόν, με
αυτή τη λεκτική παγαποντιά να δείξει ότι δεν βαδίζει μόνος του, αλλά χρειάζεται
τη βοήθεια του αναγνώστη, την προσοχή του, τις ενστάσεις του, φοβούμενος ότι θα
τον εγκαταλείψει, πριν αποκαλύψει ολοκληρωμένο το συγγραφικό του σύμπαν. Αυτή
τη συμμετοχή του αναγνώστη την επιβραβεύει στο τέλος του βιβλίου με τα εξής
λόγια: «Χαίρε!.....Χαίρε! και πάλι χαίρε! Σ’ευχαριστώ από καρδιάς για τη
συμπαράστασή σου, κι αν καμιά φορά σου θύμωσα ή σ’έβρισα, συμπάθα με: όλοι όσοι
με ξέρουν ξέρουνε πολύ καλά πως είμαι θυμωσιάρης …..Εσύ μη δώσεις σημασία, σε
παρακαλώ, ακόμα και κει που σε βρίζω. Μη με αφήσεις να πέσω στη λήθη και μη-σε
παρακαλώ- πεις για μένα ά σ η μ ο ς ο υ
ρ γ ά τ η ς τ ι ς η ν, ακόμα κι αν το πιστεύεις…. » σ.515-516.
Συνεπώς για να
τελειώνω, συμπερασματικά υποστηρίζω, ότι οι προσφωνήσεις δεν είναι ξεκομμένες
εκφραστικές και ρητορικές προσκλήσεις ή προκλήσεις, ότι θέλετε διαβάζετε,
περισσότερο δε, επικοινωνιακά τεχνάσματα του αφηγητή, αλλά αποτελούν
ουσιαστικό στοιχείο του αφηγηματικού υλικού.
Εμένα με κάλεσε στο συγγραφικό του σύμπαν και προσήλθα. Τι αποκόμισα απ’αυτό σε επόμενο σημείωμα.