Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2014

Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου(Μέρος δεύτερον)


Μα τι είναι αυτό το βιβλίο; Για ποιο πράγμα μιλάει ο αφηγητής; Ποιος είναι αυτός ο Βικέντιος Καρμπονάρος;
Να ξεκαθαρίσω ότι εδώ δεν επιχειρώ μια αξιολόγηση του βιβλίου. Πρώτον, διότι ο συγγραφέας το απαγορεύει ρητά, “Απ’την άλλη πλευρά, πάλι…για να ξηγιόμαστε και να μην παρεξηγιόμαστε….επειδή εσύ και αυτός είσαστε φίλοι, δεν πα’να πει, φίλε, ότι γίνατε και συνεταίροι ή εσύ απέκτησες ξαφνικά δικαιώματα εξελεγκτικά πάνω στο έργο του. Σιγά, δηλαδή, τώρα μη σε ρωτήσει κιόλας να του πεις και αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με γνώσιν ορδινιάζει!....Και καλά κάνεις και έχεις, και έχε την! Απλώς, σου λέω και σου το τονίζω, μην έχεις την απαίτηση να σε ρωτήσει να του πεις αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με φρόνεψη πορεύγεται» σ.376, αν και αργότερα αναιρεί την άποψή του, όχι μία φορά αλλά δύο, «Γιατί , σ’το λέω και να το ξέρεις, η γνώμη σου μ’ενδιαφέρει και μ’ενδιαφέρει όχι μόνο για να ξέρω ότι σ’έχω ευχαριστημένο αλλά και για να μπορώ να σου πω κάποια στιγμή, όταν το κρίνω, ότι είμαι κι εγώ ευχαριστημένος» σ.384, «…αν επρόκειτο να τεθεί θέμα αυστηρής κριτικής αποτίμησης του κειμένου μου, πρώτος εγώ θα έσπευδα να μεμφθώ τις-συγγνωστές πάντως-αταξίες της γραφίδας μου…..τις μουντζαλιές της, για να το πω κάπως αλλιώς…κομμάτι πιο παραστατικά δηλαδή.» σ.276
Δεύτερον, στη λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση, διότι δεν υπάρχουν μετρήσιμα στοιχεία, ούτε μπορεί να να απoτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ενός έργου με εργαλεία εμπορευματικών κριτηρίων.
Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Ναι, ναι, όπως το διαβάσατε. Είναι ένα βιβλίο για τον  έρωτα και τη μνήμη. Ο αφηγητής ερωτεύεται και θυμάται. Τόσο απλά. Πρίν όμως απ’ αυτά, πριν μας αποκαλύψει ενθυμούμενος την ερωτική του ιστορία,  είναι ερωτευμένος με τη γλώσσα. Όταν λοιπόν νοιώσει το γλωσσικό πάθος να ξεχειλίζει, η διέξοδος είναι η εκφραστική του απόδοση αποτυπωμένη στο βιβλίο «Ο Συνονόματος ή πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου». Υπάρχει, όμως, ο κίνδυνος ο αναγνώστης  να χάσει την κεντρική ουσία της ιστορίας, διότι ο αφηγητής διαπραγματεύεται, ενδιαμέσως, κι άλλα ζητήματα όπως ο λόγος, η γλώσσα, η πτώση, η ιστορία, ο μαρξισμός, η ποίηση, που καταλαμβάνουν μεγάλη αφηγηματική έκταση στο βιβλίο. Αλλά σκέφτομαι πως είναι δυνατόν ένας συγγραφέας να γράψει ένα μυθιστόρημα - αν και ο συγγραφέας δεν δέχεται τον όρο «μυθιστόρημα» αλλά ιστορία, όμως παρακάτω, για άλλη μια φορά, αναιρεί τα λόγια του, γράφοντας «Δεν χρειάζεται, λέω, και θα συμφωνείς και συ …..στα μυθιστορήματα , λέω, δεν χρειάζεται να είμαστε να 'μαστε πάντα ούτε εξαιρετικά ακριβείς, αλλά ούτε και – για να το πω έτσι-φανατικά φιλαλήθεις» σ.375- για τη γλώσσα, το λόγο, το μαρξισμό; Τα ζητήματα αυτά δεν είναι διαπραγματεύσιμα αφηγηματικά. Μπορούν να είναι διεκπεραιωτικά της πλοκής, αλλά ποτέ δεν αποτελούν κεντρικό πυρήνα της αφηγηματικής τακτικής. Οι επιστημονικές και ιστορικές αναφορές παίζουν περιθωριακό ρόλο στην αφηγηματική λειτουργία και μάλλον αποτελούν ανάγκη του αφηγητή να απαλλαγεί από το ακαδημαϊκό τους βάρος. Οι αναφορές αυτές αποδυναμώνουν την πλοκή, η οποία όπως ομολογεί ο συγγραφέας είναι εντυπωσιακά  υποτυπώδης, αλλά το απογειώνουν εκφραστικά, αφού αρκετές απ’αυτές αποτελούν μοναδικά λογοτεχνικά αξιώματα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο έρωτας, για να το επαναλάβω, είναι το κεντρικό θέμα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας, προφανώς διότι είναι η  κυρίαρχη  ιδιότητα στην ανθρώπινη  κατάσταση και γι’αυτό ανεξάντλητη σε έμπνευση.
Λίγα λόγια για το στόρυ του βιβλίου. Ο αφηγητής γράφει για τον έρωτά του με τη Λαουράνια, όνομα που της δίνει ο ίδιος στην πρώτη τους συνάντηση, από το Λάουρα και ουρανός, έρωτας που κρατάει περίπου οκτώ μήνες, παράλληλα δε, για τον έρωτα  του Νταμιάνο με την Λαουράνια, που ξεκινά μερικούς μήνες μετά την διακοπή της σχέσης της με τον Βικέντιο, με χρονικά άλματα που τεμαχίζουν την αφήγηση, και απαιτούν την προσοχή και εγρήγορση του αναγνώστη, την επιστράτευση της αναγνωστικής εμπειρίας του, γεγονός που αποδεικνύεται από την αβλεψία του συγγραφέα ή του επιμελητή της έκδοσης, όσον αφορά τη χρονική περίοδο της άρνησής του στη Λαουράνια να επισκεφτούν μαζί τη Κέρκυρα το καλοκαίρι του 73 και όχι του 72, όπως αναφέρεται στη σελίδα 496, και κρατάει μέχρι τη χρονική στιγμή που ξεκινάει η αφήγηση.
Βέβαια υπάρχουν κι άλλες αφηγηματικές παρεμβάσεις στο βιβλίο, όπως προανέφερα, αλλά ο λόγος που γράφω αυτό το σημείωμα, είναι να δείξω ότι οι εμβόλιμες αυτές παρεμβάσεις, παρά την εκτενή αφηγηματική τους έκταση, δεν είναι ικανές να αποδυναμώσουν την κεντρική στόχευση του συγγραφέα.
Όταν θέλεις να μιλήσεις για έρωτα το γλωσσολογικό σου στήριγμα δεν μπορεί παρά να είναι η ποίηση. Μάλιστα δε, η ερωτική ποίηση. Τι καλύτερο, από το ομορφότερο ερωτικό ποίημα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον «Ερωτόκριτο»; Ρωτόκριτο τον ονομάζει ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Η στήριξη που δίνει το ποίημα αυτό στην αφηγηματική ερμηνεία του έρωτα του «συνονόματου» Βικέντιου με τον μεγάλο Ποιητή, είναι ουσιαστική για την διεκπεραίωση της αφηγηματικής λειτουργίας. Υποστηρικτικά ποιήματα και ποιητές αναφέρονται κι άλλα στη διήγηση, ας πούμε του Δάντη, που του αφιερώνεται ολόκληρο κεφάλαιο, με ερμηνευτικά σχόλια από τον παπα-Χαρίδημο Κοδεσποτίνη, αλλά όχι στην έκταση και επαναληπτικότητα των αναφορών του αφηγητή στον «Ερωτόκριτο».
Αφού χρησιμοποίησα το επιχείρημα της ποιητικής συνεισφοράς  για να υποστηρίξω τη σκέψη μου, ας καταθέσω ένα άλλο κορυφαίο δείγμα της επιχειρηματολογίας μου, όσον αφορά την ομορφιά της αφήγησης, ωραία, ωραία λόγια να σου ανασταίνουν τα φρένα, σαν να τρως παντεσπάνι, όπως γράφει κάπου στο βιβλίου ο Έντυ, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα του αφηγητή. Η βαθύτατη ερωτική σχέση των πρωταγωνιστών δεν μπορεί να εκφραστεί παρά σε παραλληλία με τη βαθιά ερωτική σχέση του αφηγητή με τη γλώσσα. Η αγάπη του για την γλώσσα και η λεκτική της εκπροσώπηση, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αν το θέμα με το οποίο συνδιαλέγεται δεν ήταν ερωτικό. Αυτή η σύζευξη μορφής και περιεχομένου, επιτυγχάνεται με μεγάλη επιτυχία, και είναι χαρακτηριστικό της πρωτοτυπίας του βιβλίου. Η ερωτική σχέση της ιστορίας βρίσκει την ερωτική της αποκορύφωση στην γλωσσική έκφραση. Ο έρωτας διαχέεται στη γλωσσική απεικόνιση, που κάποιες φορές φτάνει σε λεξιγραφικό οργασμό. Κορυφαίο παράδειγμα εκφραστικής ευδαιμονίας, η εκσπερμάτωση «πραγματική» και εκφραστική στη σκηνή με την Αγγελική Βολτέρρα σ.356-357, οι περιγραφές του βλέμματος της Λαουράνιας, ή της κ ο ρ ι τ σ ί λ α ς. Για να μην αναφέρω το δαιμόνιο κεφάλαιο, «Η χαρά της ζωής».
Βέβαια αυτή η σχέση είναι ανισομερής. Ο έρωτας για τη γλώσσα αποδεικνύεται βαθύτερος. Κι αυτό γιατί γνωρίζουμε τη Λαουράνια, όχι απ’αυτό που είναι σαν λογοτεχνικός χαρακτήρας, αλλά από την περιγραφή της. Η Λαουράνια σπάνια κινείται σαν λογοτεχνική περσόνα, πως άλλωστε θα ήταν δυνατόν; Περισσότερο ζωγραφίζεται λεκτικά, σαν μούσα και μοντέλο του δημιουργού, εικονογραφείται και τελικά, αγιοποιείται. Αλλά τι περιμένεις από έναν ερωτευμένο;
 Ο «Συνονόματος» είναι ένα από τα σπάνια βιβλία που η γλώσσα του δεν είναι ξεκομμένη από το περιεχόμενό του. Και δεν νομίζω να υπάρχουν πολλά βιβλία να το καταφέρνουν, κι αν συμβαίνει αυτό προέρχεται από μεγάλους μάστορες του λόγου. Ας μην τους ονομάσω, γιατί θα θεωρηθεί προπέτεια να ορίζω ισοΰψή τον Βικέντιο Καρπονάρο με όσους  «έχουν ανοίξει περικαλλείς ναούς του λόγου» στην ελληνική λογοτεχνία
Δεν είπα, όμως, ποιος είναι ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Μα δεν χρειάζεται εγώ για να τον συστήσω. Είναι γνωστός στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ. Ένα όμως θα σας πω. Είναι Ο λ υ μ π ι α κ ό ς. Αυτό τα λέει όλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: