Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2007
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2007
ΛΙΜΠΡΕΤΟ "ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ"
ΣΑΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στέλνοντας προχθές στον διαδικτυακό αγαπητό φίλο LOCUS SOLUS,μαζί με τις ευχές μου, ένα ποίημα του Κ. Κρυστάλλη, «Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας», αποφεύγοντας τα συγγνωστά διηγήματα του Παπαδιαμιάντη, τα επετειακά διηγήματα των σύγχρόνων πεζογράφων οι οποίοι, όπου δει, φέτος ακόμη και στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση», δημοσιεύουν «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», αυθωρεί και παραχρήμα στο μυαλό μου ήρθε το θεατρικό έργο του Γιάννη Καμβύση.(1872-1901) «Το δαχτυλίδι της μάνας», γραμμένο το 1898, που αναφέρεται στη ζωή και το θάνατο του ποιητή, παραλλήλως δε η δράση εξελίσεται τις μέρες των Χριστουγέννων.
Παρουσιάζω λοιπόν το λιμπρέτο του μουσικοδράματος «Το δαχτυλίδι της μάνας», του Μανόλη Καλομοίρη,το οποίο στηρίζεται στο θεατρικό έργο του λησμονημένου λογοτέχνη, με μικρές παραλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο έργο(όποιος ενδιαφέρεται για τις διαφορές μεταξύ των δυο έργων θα βοηθηθεί διαβάζοντας την «Εισαγωγή στην ανάλυση του «Δαχτυλιδιού», από τον Ζ.Τερζάκη ,στην έκδοση του δίσκου με την Φιλαρμονική Σόφιας και Εθνική Χορωδία Βουλγαρίας, Διευθ.Ορχ.Γ. Δάρας, Αθήνα 1983). Το πρωτότυπο θεατρικό έργο επιφυλάσσομαι να ποστάρω όταν καταφέρω να το έχω στα χέρια μου.
Το έργο «Το δαχτυλίδι της Μάνας» σύμφωνα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, προσφέρεται για ανάγνωση, ανεξάρτητα της μουσικής του ερμηνείας, δήλωση η οποία με βοήθησε να άρω τις επιφυλάξεις μου, όσον αφορά την αναγκαιότητα της κειμενικής μεταφοράς του.
Υ.Γ. Η βοήθεια της κ.Όλυς Φράγκου Ψυχοπαίδη στο κείμενο που έγραψα, ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Το κείμενό της «Ιδεολογία και αισθητική δημιουργία στο «Δαχτυλίδι της Μάνας», είναι η βάση για τις γραμμές που έγραψα.
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Η σκηνή παριστάνει ένα φτωχικό δωμάτιο χωριάτικου ελληνικού σπιτιού, στα βορινά της Θεσσαλίας, με λίγα πράγματα. Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μερικά σκαμνιά. Στη γωνιά καίει η φωτιά. Ο Γιαννάκης κάθεται παραστιάς κοιτάζοντας της φλόγα το παιγνίδισμα, παραδομένος σε βαθιά ονειροπόληση. Η Μάνα συγυρίζει, δώθε κείθε, αγροικάει τρομαγμένη το φυσομάνημα του Βοριά και κοιτάζει μ’ ανησυχία και στοργή το γιο της.
ΜΑΝΑ
Πλησιάζει το Γιαννάκη
Ε, φύλακα του ονείρου σου,
σκλάβε των καημών σου,
τραγουδιστή μου ολάκριβε,
αγόρι της καρδιάς μου.
Ε, φτάνει πια η συλλογή
που σαν πουλάκι φτερουγάει
γύρω στ’ αχνό σου μέτωπο.
Έξω ο Βοριάς φυσομανάει!
Άκου πώς ρυάζεται και πώς φρυμάζει!
Μα εδώ γλυκαίνει η μαύρη ώρα.
Στη στια χαρούμενη καίει η φωτιά,
όμοια ολόζεστη και μυροφόρα
η αγάπη μου σε τριγυρνά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, σα μπάλσαμο κυλάν
τα λόγια σου μεσ’ στην καρδιά μου.
Τα περασμένα ανιστορά
παλιές χαρές, σβυσμένα μάγια.
Σαν όραμα περνούν στερνό
τα πρώτα μου ολόχαρα χρόνια.
ΜΑΝΑ
Ευλογημένη η άγια νύχτα
που ξανανιώνει μας τη μνήμη
παλιάς χαράς, πάντα καινούριας.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κρατούμενος στην αγκαλιά σου
επρόσμενα πάντα με λαχτάρα
πότε θα σήμαινε η καμπάνα
-σάμπως αγγέλου προσταγή
κι εκκλησιά η φεγγόβολη
μοσχοβολούσε απ’ τα λιβάνια.
Κρατούμενος στην αγκαλιά σου
επρόσμενα πάντα με λαχτάρα!!
Πέφτει αποκαμωμένος στο σκαμνί του
ΜΑΝΑ
Μη σε πλανεύει τόσο η λύπη.
Θ’ ανθίσει πάλι νέα χαρά.
Χρόνια καλύτερα θα ΄ρθούν. Ποιος ξέρει;
Νυχτιά τα φέρνει, αυγή τα παίρνει
τα σύγνεφα της συφοράς.
Εσύ, χρυσέ, να ‘σαι καλά
και τα τραγούδια σου τ’ αβάσκαντα.
Νυχτιά τα φέρνει, αυγή τα παίρνει
τα σύγνεφα της συφοράς.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, το ξέρω θα πεθάνω!
Κρυφή πληγή με καταλεί, με λιώνει
κι ο πόνος μου διπλός φουντώνει
τα γραμμένα μας σαν θυμηθώ βουνά!
Απόψε ομάδι οι πιστικοί εκεί πάνω
Θ’ ανάψουν τις φωτιές ψηλές ως τ’ άστρα.
Γύρω θα σαλαγάν στοιχειά και παγανά
κι αυτοί με μια γλυκότατη λαχτάρα
κάτω απ’ τα ουράνια τ’ αγιασμένα
θα καρτερούν τη θεία γέννα.
Κι εγώ, κι εγώ γυρτός εδώ αργοπεθαίνω!..
Αχ, να μπορούσα πια ψυχή μου,
σπάζοντας όλα τα δεσμά μου,
να υψωθώ μ’ ένα πέταμα
ελαφρό ως των γεράνιων βουνών
την απόκοσμη πλάση
στα ξέφωτα που οι ανεμικές
αιθέριες στήνουνε φιλιές
και σα χρυσό ρείθρο αναβρύζει
το φέγγος τ’ άυλο του χλωμού
κι ολοανθισμένου φεγγαριού.
Κι ωιμέ, τ’ ασώπαστο μαράζι
που την καρδιά μου αργοσπαράζει
να σκόρπιζα στον πράον αιθέρα,
στην πάχνη της αυγής,
πέρα απ’ τη νύχτα, απ’ τ’ άστρα πέρα.
Του κάκου ανήμπορο κορμί,
δετό της γης και της αρρώστιας,
να παραδέρνει μεσ’ στο χώμα
της Μοίρας σου έταξεν η οργή.
Χτυπούν την πόρτα. Μπαίνει ο Κυριάκος
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Γεια , χαρά σας και καλήν αυγινή
ταχιά και καλωσορισμένη.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Καλώς μας κόπιασες και συ.
ΜΑΝΑ
Έξω η νυχτιά είν’ ανταριασμένη.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Τέτοια αγριάδα δε θυμάμαι χρόνια.
Στ’ άφωτα της νύχτας αλώνια
με του Βοριά τα μαυροφτέρουγα άτια,
τα πάρωρα γυρνούν δαιμόνια.
Ενώ ο Γιαννάκης είναι βυθισμένος σε συλλογή
μπροστά στη φωτιά, ο Κυριάκος παίρνει
παράμερα τη Μάνα.
Απόψε σε προσμένω,
τα μεσάνυχτα άμ’ απλώσουν
από τους μαύρους ουρανούς.
Η εκκλησιά θα ‘χει απολύσει
δε θα μας δει ανθρώπου μάτι.
Ίσκιος στους Ίσκιους θα στέκει
εκεί, κάποιος που ζητάει
ν’ αποχτήσει, ν’ αγοράσει
το πανώριο δαχτυλίδι.
ΜΑΝΑ
Κλαίγοντας
Το δαχτυλίδι!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ονειροπολώντας
Η Ερωφίλη!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στη Μάνα
Του είπα τόσο τριγύρω αστράφτει
μ’ άσωστη φεγγοβολιά
που σαν την πούλια καίνε.
ΜΑΝΑ
Τα μάτια μου τα κλαίνε.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Τ ανεξετίμητα πετράδια.
ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Κύμα η λάμψη στα σκοτάδια
με μιαν εφτάδιπλη φωτιά!
Καμπάνες μέσα από τη σκηνή
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Να, εσήμανε η καμπάνα.
Η λειτουργιά σε λίγο αρχίζει.
Σφίξε την καρδιά σου Μάνα
δύστυχη. Στερνή σου λύπη
να ΄ναι αυτό το δαχτυλίδι.
ΜΑΝΑ
Κλαίγοντας
Το δαχτυλίδι!.. Το δαχτυλίδι!..
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τινάζεται επάνω
Η Ερωφίλη!.. Η Ερωφίλη!..
ΕΡΩΦΙΛΗ
Μέσα από τη σκηνή
Α! Α! Α!
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ
Α! Α! Α!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, πως χτυπάει η καρδιά μου!
Να! Ζυγών΄ η γλυκιά κυρά μου.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στο Γιαννάκη
Οι κοπέλες που περνάνε
σε προσχαιρετάν
και σε τραγουδάνε.
ΜΑΝΑ
Οι κοπέλες σε τραγουδάνε.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, τι γλυκός σκοπός,
πως με μαγεύει!
ΕΡΩΦΙΛΗ
Πάντα μέσα από τη σκηνή.
Αφέντη όντας γεννήθηκες σε τάισαν τ΄ αηδόνια
και σου προφτάσανε το κρύο νερό τα λαφομόσκια.
Και βγήκες συ ο εξακουστός στη γης στην οικουμένη.
ΧΟΡΟΣ
Το κρύο νερό τα λαφομόσκια.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Αχ! Ερωφίλη!
Το τραγούδι σου καινούρια ζωή μου δίνει.
ΧΟΡΟΣ
Κι άλλοι κινάν με δαμασκιά κι άλλοι γυρνάν με δοξάρια.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Και συ, θάμμα και σάστισμα, κουρσεύεις με τραγούδια.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη! Θάμα εσύ και σάστιμα!
ΧΟΡΟΣ
Και βάι, ο αχός του τραγουδιού κάστρα ξεθεμελιώνει.
Κάστρα και μαρμαρόπυργους κι αυλές μαρμαρωμένες.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Κι αν τραγουδήσεις σε στεριά λιγώνονται οι κοπέλες.
Κι αν σε λιμιώναν αγαθό τα κάτεργα βουλιάνε.
ΧΟΡΟΣ
Κι αν σε βραδυά και ξαστεριά τρέμουν να πέσουν τ΄ άστρα. Α! Α!
ΕΡΩΦΙΛΗ
Μπαίνοντας απ΄ την πόρτα
Αφέντη όντας γεννήθηκες σε τάισαν τ΄ αηδόνια!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη, Ερωφίλη
καλώς μας ήρθες με τις κοπέλες.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ήρθα κι εγώ
μαζί με τις κοπέλες
του χωριού ως εδώ.
ΜΑΝΑ
Καλώς μας κοπιάσατε.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Για να σας χαιρετήσω
και σας καλοβραδίσω.
ΜΑΝΑ
Καλές γιορτάδες κοπέλες μου
και χρόνια πολλά.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Γεια - χαρά σου Κυρά.
Α! Χρόνια πολλά.
ΧΟΡΟΣ
Α! Α! Α!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στην Ερωφίλη που ετοιμάζεται να φύγει.
Καρτέρα κόρη
να σώσω το μίλημα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, μείνε Ρωφίλη!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Μόνο δυο λογια
κι έρχομαι να φύγουμε.
Η Ερωφίλη κάνει νεύμα στα κορίτσια πως θα
μείνει.
Ο Κυριάκος παίρνει τη Μάνα και τραβάνε
παράμερα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Με πάθος προς την Ερωφίλη μόλις έμειναν
μόνοι.
Ωραία, που καθώς πρόβαλες
στα θαμπωμένα μάτια,
μιαν αυγή σα να χύθηκεν
ο αγέρας σα ν΄ αστράφτει.
Θιαμάζομαι σαν περπατάς
τα δέντρα δεν ανθούνε
στο διάβα σου το λυγερό
δεν ραίνουν σε τα ρόδα.
Κι ο λογισμός μου ολόφωτος
απ΄ τη δική σου λάμψη
και την αγνή σου θύμηση
βαριά ευωδιά γεμάτος,
σ΄ έκραζε, σε τραγούδαγε, σ΄ αντάμωνε,
ω, λαχτάρα,
την καρδιά μου συ πρώτε καημέ,
στερνό μου εσύ τραγούδι...
ΕΡΩΦΙΛΗ
Δειλά, με μεγάλη τρυφερότητα πλησιάζει
περισσότερο στο Γιαννάκη.
Κι ήρθα να ΄μαι, ολότρεμη.
Πώς ένοιωσα από πέρα
το γλυκό σου κάλεσμα
να ξεσπά σαν τραγούδι.
Κι ήταν σάμπως να καίει
στης ψυχής μου τα τρίσβαθα,
κάποια φλόγα, κάποια έννοια,
ένα μήνυμα απόκρυφο,
όλο πόθος κι όλο πάθος.
Κι ήρθα, πως τ΄ όνειρο έρχεται
στην καρδιά που περιμένει
με λαχτάρα μυστική.
Κι ήρθα, καλέ, για να στο πω
και να στο μολογήσω,
ωραίε, απ΄ το τραγούδι σου
κι από τη φαντασιά σου.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Στάσου σιμά μου.
Σαν όραμα βγαλμένο απ΄ την καρδιά μου.
Τόση άνοιξη και τόσο φως
στη βαρυχειμωνιά μου...
Αχ, στάσου σιμά μου
σαν όραμα βγαλμένο απ΄ την καρδιά
μου...
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μες΄ του ονείρου τ΄ απόσκιο περβόλι
που πετάν αλαφρά τα πουλιά
χτυπημένα απ΄ του πόθου το βόλι
και μια ανάκουστη χύνουν λαλιά,
το κρυφό μας προσμένει παλάτι
σε μια θεία γαλήνη πνιχτό.
Δεν τ΄ αντίκρυσε ανθρώπου μάτι
για μας στέκει μονάχα ανοιχτό.
Τη μακάρια θα πιω εκεί λήθη,
το βαρύ μου θα πνίξω καημό,
μα η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.
Η Ερωφίλη και ο Γιαννάκης βυθισμένοι
πάντοτε στο ερωτικό τους όνειρο ενώ ο
Κυριάκος και η Μάνα ξαναμπαίνουν στο
δωμάτιο τελειώνοντας την κουβέντα τους.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Σύμφωνοι. Σφίξε την καρδιά σου,
Μάνα δύστυχη.
Αν θες να σώσεις το παιδί σου,
τα μεσάνυχτα θυμήσου,
Μάνα δύστυχη, σε προσμένει Ίσκιος στους Ίσκιους
μυστικός.
ΜΑΝΑ
σιγοκλαίγοντας
Το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι
Μάνα δύστυχη
σαν ίσκιος θα προσμένει
για το δαχτυλίδι.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.
Έξαφνα ακούγονται γέλια και φωνές. Ορμά
μέσα πεταχτός και χαρούμενος ο Σωτήρης με
αγόρια και κορίτσια του χωριού που γυρίζουν
απ΄ τα Κάλαντα.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ναν τα πούμε;
Μας θέλετε κι εμάς;
ΜΑΝΑ
Μετά χαράς σου γιε μου.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Μπρος παλικάρια όλοι είμαστ΄ εδώ.
Αδερφέ, άκου τι σου τραγουδώ.
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του κόσμου
εβγάτε, δέστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται.
ΧΟΡΟΣ
Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα
μέλι να τρώνε οι άρχοντες και γάλα οι αφεντάδες.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και στο μελισσοβότανο να λούζονται οι κυράδες.
ΧΟΡΟΣ
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
κυρά μου τον υγιόκα σου και τον πρωτότοκό σου
για λούστονε και χτένιστον και στείλ΄ τον στο σχολειό του
να τόνε δείρει ο δάσκαλος με τριά κλωνάρια μόσκο.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και να του σκούξουν τα παιδιά: Μωρέ μοσκοδαρμένε,
μωρέ και πούν΄ τα γράμματα, μωρέ και πούν΄ ο νους σου.
ΧΟΡΟΣ
Τα γράμματα είναι στο σχολειό κι ο νους μου στις κοπέλες
εδώ πέρα κι αντίπερα πέρα στη μαυρομάτα
που ΄χει τα μάτια σαν ελιές τα φρύδια σα γαϊτάνι.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και του κοράκου το φτερό το ΄χει καμαροφρύδι.
ΧΟΡΟΣ
Και του κοράκου το φτερό το ΄χει καμαροφρύδι.
Κι από χρόνου.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΜΑΝΑ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Χρόνια πολλά και καλά κι ευτυχισμένα.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Παιδιά κοντά σταθείτε
δυο λόγια να σας πω.
Τα φανάρια να μη σβήστε
μη σας λάχει απόψε κακό.
Δεν ξέρετε που είναι φευγάτο
από τον Κάτω Κόσμο το μαύρο φουσάτο
των παγανών κι ως την πρωτάγιαση λαβώνει
το διαβάτη που ξένοιαστος ζυγώνει.
ΧΟΡΟΣ
Με περιέργεια τριγυρίζοντας τον Κυριάκο
Ακουστά το ΄χω από καιρό
μα είν΄ αξήγητο μυστήριο.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Να σας το ξηγήσω εγώ.
Μεσ΄ στα φλόγινα θεμέλια
του Άδη, στης φωτιάς το κέντρο
στυλωμένο ως τη συντέλεια
στέκει γίγαντας το δέντρο
που τη γης αναβαστάζει
και τριγύρω βράζει, βράζει
το κατάρατο γιορτάσι
η οργισμένη μαύρη πλάση.
Ο χορός τραβιέται πίσω φοβισμένος.
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και τον κόσμο να χαλάσουν.
ΧΟΡΟΣ
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και το δέντρο να χαλάσουν.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και με λύσσα πελεκάνε
πελεκάν με τα τσεκούρια
και μ΄ αγώνα πολεμάνε
να το ρίξουν μ΄ άγρια φούρια.
Μα πριχού το καταλύσουν
και το δέντρο ως ίσκιος στέκει,
την καμπάνα θα γροικήσουν
να χτυπάει αστροπελέκι.
ΧΟΡΟΣ
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και το δέντρο να χαλάσουν.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά
που Χριστούγεννα πάλι γιορτάζουν.
Τα σκιασμένα σκορπούν παγανά
΄δω στη γη και βαρειά μας κολάζουν
κι άμ΄ αγιάσουν ξανά τα νερά
μεσ΄ το μαύρο τους πέφτουν Βασίλειο
και το δέντρο ακέριο, γερό
τη γη βαστά προς στην Ήλιο.
ΧΟΡΟΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά
που Χριστούγεννα πάλι γιορτάζουν.
ΧΟΡΟΣ - ΜΑΝΑ - ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και τώρα ώρα να φύγουμε.
ΧΟΡΟΣ - ΜΑΝΑ - ΕΡΩΦΙΛΗ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Έχετε γεια. Ώρα καλή.
Φεύγουν όλοι εκτός από τη Μάνα, το Γιαννάκη
και το Σωτήρη.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και τώρα Μάνα
πού ΄μαστε μόνοι
κάτσε μαζί μας
ύπνος ακόμα δε μας σιμώνει.
Αν θέλεις πες μας, ως να μας κοιμίσεις,
κάτι σα νανούρισμα για σαν παραμύθι
ή πιο καλά ανιστόρα μας το δαχτυλίδι.
Η Μάνα τρομάζει και στενοχωριέται.
ΜΑΝΑ
Το δαχτυλίδι - όχι! Κάλλιο τίποτ΄ άλλο να σας πω.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ναι, η Μάνα μας, διηγήσου μας
για τώριο δαχτυλίδι
που είχαν δώσει οι μοίρες
στη Μάνα σου ως γεννήθη,
μπροστά τους άμα αντίκρυσαν
τα πλούτια,τα καλούδια.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, η Μάνα μας, δηγήσου μας.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Δηγήσου μας Μανούλα μας,
το βλέπεις κι ο Γιαννάκης στο ζητά.
Πολλά τραγούδια ξέρει
κι ο κόσμος μεσ΄ τα τρίστρατα
Τραγουδιστή τον κράζει.
Μα τέτοιον έμνοστο σκοπό
σαν του δαχτυλιδιού δε λέει.
Ναι, η Μάνα μας, δηγήσου μας
για τώριο δαχτυλίδι,
σελήνη είναι στη νυχτιά
σαν λάμπει, σαν την πούλια.
Ναι, η Μάνα μας, ιστόρα.
ΜΑΝΑ
Με την καρδιά
πολύ βαριά
θα σας το πω.
Το τρίτο βράδυ επρόφτασαν
οι τριμερούσες Μοίρες,
διαβαίνοντας μεσόνυχτα
απ΄ τις κλεισμένες θύρες.
Κι άμα τη Μάνα αντίκρυσαν,
πήραν ναν τη μοιράνουν,
να την καλολογιάσουνε
και μ΄ ευχές να ράνουν.
Μύρια καλά της τάξανε
και την καλοστολίσαν.
Το ριζικό της κλείσανε
με μια στερνήν ευχή:
Το γέλιο από τα χείλη της
ποτές να μη στερέψει
κι αν κλάψει, διαμαντόπετρα
απ΄ τα μάτια της να πέσει.
Κι ύστερα, κι ύστερα, βγάλανε
Η Μάνα βγάζει από τον κόρφο της το
δαχτυλίδι και το δείχνει στα παιδιά της.
το πανώριο δαχτυλίδι
που μ΄ εφτά διαμάντια ολόφωτο
σαν την πούλια αντιφεγγίζει.
Και πριν ως καπνός σκορπίσουνε
στον τρομαγμένο αγέρα,
κατάρα - ευχή του ρίξανε
στερνή βαριά φοβέρα!..
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πες την κατάρα Μάνα!
ΣΩΤΗΡΗΣ
Μαζί ας την πούμε Μάνα!
ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Τη Δόξα του όπου αρνηστεί πια
και πάει να το ξεκάνει,
να ΄ρθεί η Νεράιδα του Βουνού
και πίσω ναν το πάρει.
Να ΄ρθεί η Νεράιδα του Βουνού
και πίσω ναν το πάρει.
Ο Γιαννάκης πετιέται παράφορος.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κι αν η Νεράιδα του Βουνού
το πάρει εγώ είμαι άξιος
ν΄ ανέβω ως τις ψηλές κορφές
την ίδια για ν΄ αδράξω.
Σαν αποκαμωμένος από την προσπάθεια που
έκανε πέφτει στο κρεβάτι.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Σώπαινε αλαφροϊσκιωτε
Μόνο στη φαντασία σου
θα βρεις Νεράιδες με ξωθιές.
Τώρα αδερφέ ξενοιάσου.
τα παραμύθια τέλειωσαν
και τώρα ξεκουράσου.
Κι η Μάνα μας νανούρισμα
σιγοκρατάει σιμά σου.
Ο Γιαννάκης ξαπλώνεται στο κρεβάτι.
Η Μάνα πάει να δέσει στο μαντήλι της το
δαχτυλίδι, μα αυτό γλιστράει και πέφτει σιμά
στο Γιαννάκη. Η Μάνα χωρίς να το καταλάβει,
δένει το μαντήλι και το κρύβει στον κόρφο της,
θαρρώντας πως έχει μέσα το δαχτυλίδι.
ΜΑΝΑ
Σκεπάζει καλά το Γιαννάκη και τον νανουρίζει.
Να μου το πάρεις ύπνε μου. Τρεις βίγλες θαν του βάλω.
Ο Σωτήρης ξαπλωμένος κι αυτός παραστιάς, σαν ηχώ της
μάνας του ενώ κι αυτόν τον παίρνει ο ύπνος.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Τρεις βίγλες θαν του βάλω.
ΜΑΝΑ
Τρεις βίγλες, τρεις βιγλάτορες και οι τρεις
αντριωμένοι.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Κι οι τρεις αντρειωμένοι.
ΜΑΝΑ
Βάζω τον Ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και τον αητό στους κάμπους.
ΜΑΝΑ
Τον κυρ - Βοριά το δροσερό ανάμεσα πελάγου.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Το δροσερό ανάμεσα πελάγου.
ΜΑΝΑ
Ο Γήλιος εβασίλεψε κι γιος μου αποκοιμήθει.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ο Γήλιος εβασίλεψε κι γιος σου αποκοιμήθει.
ΜΑΝΑ
Να μου το πάρεις ύπνε μου τρεις βίγλες θαν του βάλω.
ΣΩΣΤΗΡΗΣ
ενώ αποκοιμιέται.
Τρεις βίγλες θαν του βάλω.
Η Μάνα σηκώνεται, βάζει το φακιόλι της,
κοιτάζει στοργικά τα παιδιά της που
κοιμούνται, τα σταυρώνει και κάνει να φύγει
κοιτάζοντας ολοένα το Γιαννάκη. Σταματάει σα
φοβισμένη και μετανιωμένη. Τέλος φεύγει
αργά με σιγαλό περπάτημα.
Η φωτιά σιγοσβήνει στη στια.
Ο Γιαννάκης αναταράζεται στο κρεβάτι του σα
να βλέπει βαρύ όνειρο.
Ένα θαμπό σύγνεφο σαν πέπλος
ομιχλιασμένος πέφτει και κρύβει το Γιαννάκη.
Πέφτει η αυλαία αργά.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
Τ΄ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Η σκηνή παρουσιάζει το εσωτερικό ενός, μυθικού παλατιού σ΄ αραβικό - βυζαντινό ρυθμό. Ψηλή θολωτή σκεπή που αναβαστάνε κιόνια γλυπτά. Μεγάλες ποικιλόχρωμες κουρτίνες φαντάζουν περίγυρα.Στο βάθος η πόρτα και μια σειρά παράθυρα κεντημένα μ΄ αραβουργήματα. Καντήλες όμοια πλουμισμένες κρέμονται από ψηλά. Το χρυσελεφάντινο θρονί της κυράς δεξιά κι αριστερά μεγάλοι αργαλειοί με περίεργα και μυστηριώδικα πλουμιστά υφαντά.
Μισοσκόταδο.
Καθώς ανοίγει η σκηνή, μπαίνουν αργά με συρτά βήματα ο Γιαννάκης οδηγούμενος από μια γριά που ακουμπάει στο ραβδί της. Τα χαρακτηριστικά της θυμίζουνε τη Μάνα μα πιο γερασμένη.
ΓΡΙΑ
Ε, παλικάρι φτάσαμε.
Εδώ ΄ναι τα ξωτικά παλάτια
που συντυχαίνουν Νεράιδες και Ξωθιές
σ΄ ώρες απόκρυφες, σ΄ ώρες μυστικές.
Μα εσύ ποιος είσαι, παλικάρι,
που διάβηκες έτσι απόκοτα
στη μαγεμένη αυτή χώρα
στου ονείρου τ΄ αχνό βασίλειο
στης Μοίρας τα παλάτια;
Θε να ΄σαι αντρειωμένος!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Εγώ ΄μαι ο τραγουδιστής
΄γω που παράτησα τη γης
να ΄ρθω στ΄ ανάερα βασίλεια,
τη Νεράιδα να βρω,
που ξάφνου ήρθε σπίτι
για ν΄ αρπάξει της Μάνας μου
το εφτάπετρο δαχτυλίδι
που μ΄ εφτά διαμάντια ολόφωτα
σαν την πούλια αντιφεγγίζει.
ΓΡΙΑ
΄Γω που ως τώρα σε παραστάθηκα πιστά
θα σ΄ αρμηνέψω
πώς να το βρεις ταχιά.
Τώρα σε λίγο θα ΄ρθει εδώ πέρα
η Μοίρα όπου ορίζει σ΄ αυτά ΄δω τα παλάτια.
Τον αργαλειό της ζωής οι δούλες της θα
στήσουν
κι εκείνη το χρυσόμηλο στα χέρια της θα
παίξει.
Μη δειλιάσεις. Με βια να δράσεις
κι ευτύς το μήλο γοργά ν΄ αρπάξεις
τι έτσι μόνο θα σου πει
τι δρόμο θα τραβήξεις.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κυρά - Μάνα σ΄ όλο το είναι μου
Συ ξαναδίνεις ζωή.
ΓΡΙΑ
Ε, φύλακα του ονείρου σου
σκλάβε των καημών σου
ώρα καλή και καλά νά ΄χεις τέλη.
Η Γρια - Μάνα κάνει να φύγει. Ο Γιαννάκης σκύβει και της φιλά το χέρι. Η Γριά τον ευλογεί και τον σταυρώνει.
ΓΡΙΑ
Η Γριά κοιτάζει γύρω της αλαφιασμένη.
Να, τώρα φτάνουνε. Εδώ σε λίγο θε να ΄ρθούν
Ξωθιές καλοκυράδες.
Τώρα να φεύγω είναι καιρός
εδώ να μη με βρούνε.
ΧΟΡΟΣ
Από τις δούλες και την ακολουθία της Κυράς
Πέρνα σαϊτα μου γοργή
με το ψιλό μετάξι
τάκου - τάκου ΄φαίνει ο αργαλειός μου
τάκου η μοίρα όλου του κόσμου.
ΚΥΡΑ
Τ΄ αχνό μοιρόγραφτο πανί
στον κόσμο να φαντάξει.
Τάκου ΄φαίνε ο αργαλειός μου
τάκου τη μοίρα όλου του κόσμου.
ΔΟΥΛΑ
Αφέντισσα πρωτότιμη και πρωτοτιμημένη
αρχής ο Θεός σε τίμησε κι ύστερα ο κόσμος όλος.
ΚΥΡΑ - ΔΟΥΛΑ
Τάκου - τάκου τώρα΄ φαίνουν
τη βουλή σου και τη δένουν.
ΔΟΥΛΑ
Αφέντρα π΄ όντας θέλησες για να λουστείς, ν΄ αλλάξεις,
η πάπια σού ΄φερε νερό κι η φάσα το σαπούνι.
Τάκου. Παίξε το χρυσόμηλο στα κρινοδάχτυλά σου.
ΧΟΡΟΣ
Πέτα σαϊτα μου γοργή.
Χτύπα χρυσό μου χτένι.
Στα χέρια μας λύπη, χαρά
σαν όνειρο διαβαίνει.
ΚΥΡΑ - ΧΟΡΟΣ
Τάκου υφαίνει ο αργαλειός μου.
Τάκου τη μοίρα όλου του κόσμου.
Ο Γιαννάκης ορμάει απ΄ την κρυψώνα του και της αρπάζει το μήλο.
ΧΟΡΟΣ
Ξεφωνίζουν και χάνονται αλαφιασμένες.
Α! Α!
ΚΥΡΑ
Κατεβαίνοντας από το θρόνο
Ποιος είναι αυτός που μ΄ άρπαξε το χρυσό το μήλο;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Είμ΄ ο Γιαννάκης, της χήρας ο γιος
που τραγουδώντας περνώ τον καιρό μου
και τον καημό μου ξεχνώ
σ΄ ένα ηχοσκόπι γλυκό.
ΚΥΡΑ
Δωσ΄ μου το πίσω
και με φλουριά θα σε γεμίσω.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Φωτιά να κάψει τα φλουριά και τα χρυσά σου.
ΚΥΡΑ
Δωσ΄ μου το πίσω
αν θες τη Μοίρα σου ν΄ αλλάξω.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Το ριζικό μου δεν το τρέμω
κι ουτ΄ ήρθα για ν΄ αλλάξω
την απονιά σου.
Πάλι θα σου το δώσω πάλι
τ΄ ολόχρυσο το μήλο
φτάνει συ να μου δείξεις το δρόμο
που με βγάζει
στα Νεραϊδένια αλώνια
που του βουνού η Νεράιδα χορεύει σαν αχνός.
ΚΥΡΑ
Τόσο μονάχα επιθυμά;
Με μιαν ευτύς πως βγάζω διάτα
θ΄ ανοίξω εμπρός σου τη στράτα
΄κει που χορεύουνε πλανεύτρες οι Ξωθιές
τη Νεράιδα θα σου δείξω ευτύς,
που στα Νεραϊδένια αλώνια το χορό κρατεί.
Λαμπροφέγγει μεσ΄ τις άλλες
σαν τ΄ αστέρι της αυγής.
Στο μαγνάδι της διασμένα
τρέμουν τ΄ άστρα εκστατικά.
Αν το πάρεις, δικιά σου κι υποταχτικιά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κυρά δικό σου πάλι το χρυσόμηλο.
ΚΥΡΑ
Η Κυρά, κρατώντας το χρυσόμηλο που
αστράφτει, με τα χέρια απλωμένα εμπρός,
αρχινά τη μαγική επωδή.
Εμπρός, ξυπνάτε
κόσμοι παραμυθένιοι.
Εμπρός ξυπνάτε.
Η Κυρά κάνει διάφορες κινήσεις μαγγανείας.
Μα τ΄ αστρικού του δράκοντα
κράζω σας την ορμή
και μα τ΄ άγριο λαμπάδιασμα
των εφτ΄ άστρων προστάζω.
Ναι! Λάμψε κόσμε του ονείρου.
Παλάτια πέστε.
Καπνοί σκορπίστε,
άλλη πλάση να φανεί.
Άστρων πλημμύρα
λάμψε τριγύρα.
Δείξε, ω, αλήθεια
με μάγια πλήθια
λάμψε με μιας
λάμψε, κόσμε της ομορφιάς.
Θαμπόφωτο.
Υπάκουο στη μαγική προσταγή της Κυράς, το παλάτι μαζί με τα στέρια κιόνια, με το χρυσό θρονί, τον αργαλειό και όλο τον θαυμαστό του πλούτο, εσκόρπισε σαν καπνός κι αναλήφτηκε. Ένας αχνός μυστηρίου κρύβει το ξέφωτο πέρα που μισοφαίνεται. Ο αχνός σηκώνεται και φαίνεται μια χλοϊσμένη πλατωσιά που οι Νεράιδες του γιαλού και της στεριάς δένουν τον ξωτικό χορό τους. Ψηλά ασπρογαλλιάζει ολάγρια η χιονισμένη κορφή του βουνού. Ο Γιαννάκης κρυμμένος στα πυκνερά κλαδιά παραμονεύει. Οι Νεράιδες φαίνονται να μπαίνουν με χορευτικά βήματα.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Ελάτε νύφες της στεριάς και νύφες του πελάγου
στα νερά τ΄ ασπροπόταμου τα νερά δροσολουσμένες νύφες.
Ελάτε νύφες.
Ελάτε, εμπάτε στο χορό πέρα ο Χριστός γεννιέται.
Αφήστε πια τις όχτριτες και το Σάββατο εδώ ΄ναι.
Τώρα στης ακροποταμιάς την ανθισμένη αλτάνα
δώστε αδελφές τα χέρια σας και το χορό αρχινάτε,
γιατί σε λίγο τ΄ άκραχτα μεσάνυχτα σημαίνουν
με τη λαλιά του πετεινού με τη στριγκιά φωνή του.
Οι Νεράιδες χορεύουν.
Μπαίνουν μέσα χορεύοντας βαρειά και
πειράζοντας τις Νεράιδες οι Νεράιδοι - Σάτυροι.
ΧΟΡΟΣ
Μπάτε αδέρφια στο χορό,
το τραγούδι αρχινώ
ήρθε η ώρα για χαρά
ως ν΄ αγιάσουν τα νερά,
τα νερά, τα νερά,
ως ν΄ αγιάσουν τα νερά.
Πανώρια η Νεράιδα του Βουνού, θυμίζοντας την Ερωφίλη, ξεπροβάλλει από μια κορφή. Όλες την κοιτούν και την χαιρετούνε με θαυμασμό και υποταγή.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Έχω τετράψηλο βασίλειο
τις άγγιχτες βουνοκορφές
και μεσ΄ των πάγων τα διαμάντια
στήνω κρυστάλλινα παλάτια,
λευκότερα κι απ΄ την αυγή.
Ίσκιος πουλιού δεν τα πατάει
μάτι θνητού δεν θα τα δει
μήτε κανείς στην άσπιλη κορφή θ΄ ανέβει
Α! Αα!
Άνθρωπε όσο κι αν ζητάς
όσο κι αν ζητάς, όσο κι αν πονάς
την κορφή δεν πατάς.
Α! είναι δικό μου το δαχτυλίδι. Αα!
με τα διαμάντια ολόλαμπρο. Αα!
και μεσ΄ των πάγων τα διαμάντια φέγγει
μ΄ άσωστη φεγγοβολιά. Αα!
Οι Νεράιδες παρακολουθούν με πλαστικές
κινήσεις το τραγούδι της Νεράιδας του
Βουνού.
Ανάμεσά τους μια ξεχωρίζει και
συνεχίζει το τραγούδι χωρίς λόγια.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΝΕΡΑΪΔΑ
Α! Αα!
Η ΝΕΡΑΪΔΑ
Αα! Φεγγοβολιά!
Ο Γιαννάκης βγαίνει από την κρυψώνα του, ορμάει και αρπάζει απ΄ τα μαλλιά της Νεράιδας του Βουνού το μαγνάδι. Η Νεράιδα προσπαθεί μάταια να τον τρομάξει αλλάζοντας πλάση. Του φανερώνεται πότε σαν θηρίο, πότε σα σαύρα, πότε σα φωτιά. Ο Γιαννάκης άτρομος κρατάει το μαγνάδι. Ακούγεται η λαλιά του πετεινού.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Ο πετεινός ελάλησε. Πάει η αδερφή μας.
Οι νεράιδες αποτραβιούνται τρομαγμένες και θλιμμένες.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Στη Νεράιδα μόλις μείνανε μόνοι με κάποια
περιφρόνηση και περηφάνια.
Συ είσαι η Νεράιδα του Βουνού;
ΝΕΡΑΪΔΑ
Ναι εγώ, τι θέλεις;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πρώτα το δαχτυλίδι να μου δώσεις
που μ΄ αδικιά μου ΄χεις αρπάξει.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Νύχτα καταραμένη μού ΄στησες τα βρόχια
και την κατάρα σου ακούω στα φυλλοκάρδια μου.
Όμως, μεσ΄ στα δυο μου μάτια πάντα θ΄ αχνολάμπει
ο αυγερινός κι ο αποσπερίτης. Να την πούλια!..
Του γυρίζει το δαχτυλίδι.
Σ΄ αφήνω γεια ψηλή κορφή και τιμημένη
σαν την αυγή προβάλλει ο ήλιος και δε μ΄ εύρει,
δώσ΄ του τα μαύρα νέφαλα για να φορέσει
τι εμένα κέρδισε της γης ο γιος και σέρνει
σκλάβα με σέρνει και γυναίκα του με παίρνει.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ε, τι θάρρεψες Νεράιδα
΄γω γυναίκα δεν σε θέλω
κι αν στα δυο σου μάτια
παίζει το φεγγάρι
μα στης καλής μου σμίγουν τα όνειρά μου.
Κι αν στ΄ αγέρινο μαγνάδι σου
κρέμετ΄ η πούλια κι ο αυγερινός
μα για μένα η πλάση ολάκερη
τελειώνει στη σαστική μου,
την Ερωφίλη.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Τότε τι ζητάς από εμένα;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ως την ψηλή κορφή ν΄ ανέβω.
Μονάχ΄ αυτό ζητώ.
Κει όπου πουλί δεν φτέρωσε,
μήτε το είδε ανθρώπου μάτι,
μεσ΄ των πάγων τ΄ ακατάλυτο
κρυστάλλινο παλάτι.
΄Κει με βια με φέρνει ο πόθος μου
με σέρνει κι η ψυχή μου.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Μη γυρεύεις παλικάρι τ΄ ακατόρθωτο
είν΄ ανήμπορ΄ οι θνητοί
ν΄ ανέβουν στο βουνό
που μονάχα ορίζει ο Ήλιος,
Ρήγας, Βασιλιάς
κι οι Νεράιδες, του αγέρα τα παιδιά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Δε με σκιάζει εμένα,
το ανέβασμα προς τα ψηλά
και στ΄ άφταστα να φτάσω δε δειλιάζω.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Ποιος είσαι συ
που αντίκρυ στέκεις
στη Μοίρα και στο Θάνατο;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
(Περήφανα)
Είμ΄ ο Γιαννάκης ο τραγουδιστής
της χήρας ο γιος
που το τραγούδι εγέμισα
στον παθητικό σκοπό
της γητεύτρας μου λύρας
μπαίνουνε στον ξωτικό χορό
ξωθιές ανεμοπόδες.
Μπαίνουνε μέσα οι Νεράιδες χορεύοντας και
τραγουδώντας.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Είν΄ ο Γιαννάκης ο τραγουδιστής.
Χρόνια σ΄ ακούω και σ΄ απαντέχω
γλυκέ τραγουδιστή.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Σε προσμένει πάντα και σε λαχταρά,
των ξωθιών η πλάση μ΄ ανοιχτά φτερά
στο χορό ν΄ απλώσει ώριο το κορμί
με του τραγουδιού σου την πλανεύτρα ορμή.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Θα ξανάρθω πάλι με πλήθια χαρά,
Ρήγισσα του ονείρου και καλοκυρά.
ΧΟΡΟΣ
Είν΄ ο Γιαννάκης, ο τραγουδιστής
χρόνια σ΄ ακούω και σ΄ απαντέχω,
γλυκιέ τραγουδιστή.
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ακουστή μόνο από το Γιαννάκη, ενώ οι
Νεράιδες χορεύουν ανάλαφρα.
Καλέ κι ακριβέ μου και τραγουδιστή
των ξωθιών λυράρη και ξεπλανευτή,
ο χαμός σε κράζει απ΄ το άγριο βουνό
που χυμά όλο λάμψη στο χλωμό ουρανό.
Ο Χορός ξεμακραίνει και χάνεται.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και τώρα Νεράιδα δείξε μου το δρόμο
θέλω τον Ήλιο ψηλά να χαιρετήσω.
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ε! Φύλακα του ονείρου σου
σκλάβε των καημών σου, μη ζητάς
όλο ψηλά να πετάς.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μη μ΄ αντισκόβεις γνώριμη φωνή
π΄ ακούω στην καρδιά μου,
πάμε Νεράιδα.
Ο Γιαννάκης και η Νεράιδα παρατούν τα ριζά του Βουνού και σιγά - σιγά χάνονται ανηφορίζοντας. Ενώ χάνονται, βγαίνει η Μάνα, τους κοιτάζει στοργικά, τους ευλογεί κι ύστερα φεύγει με αργά βήματα. Βγαίνουν μερικές Νεράιδες που προσκαλούν και τις άλλες σειώντας άσπρους πέπλους ενώ
ο Ήλιος αρχίζει να ξεπροβάλλει φωτίζοντας αχνά στην αρχή, πιο έντονα αργότερα τα σκοτάδια.
Ο Χορός των Νεράιδων έχει μαζευτεί στη σκηνή και σιγά - σιγά αρχίζει να χορεύει χαιρετώντας τον Ήλιο.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Η μέρα παίρνει και χαράζει
και τρεμοφέγγει ο αυγερινός
αρχίζει πια κι ασπρογαλλιάζει
το σκοτάδι σκορπά καπνός.
Κι ο Ήλιος άμα σ΄ αντικρίσει,
στα τάρταρα θα σε γκρεμίσει
νύχτα τυφλή, νύχτα θολή
με την πυρή φεγγοβολή.
Ήλιε μου και πυρήλιε μου
και κοσμογυριστή μου
πέφτουν οι αχτίδες σου φιλιά
μεσ΄ τα λυτά μαλλιά μου.
Οι Νεράιδες φεύγουν σιγά - σιγά χορεύοντας.
Ξεπροβάλλει ψηλά σε μια κορφή του Βουνού, όχι όμως την ψηλότερη, ο Γιαννάκης που τον οδηγάει η Νεράιδα τυλιγμένη στο μαγνάδι της.
Ο Γιαννάκης φαίνεται αποσταμένος και με μεγάλη δυσκολία προσπαθεί να προχωρήσει.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Απόστασα, Νεράιδα μου καρτέρα λίγο.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Μην κλαις τραγουδιστή.
Την κορφή κι αν δεν είδες
κανένας άλλος δεν ανέβηκε ΄δω επάνω.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πεθαίνω, πού ΄ναι η Ερωφίλη;
Μάν΄ ακριβή μονάχο μη μ΄ αφήνεις!
ΝΕΡΑΪΔΑ
Πετώντας το πέπλο της εμφανίζεται μπρος στο Γιαννάκη με τη μορφή και τα ρούχα της Ερωφίλης.
Η Ερωφίλη! Δεν τη θωρείς μπροστά σου;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Με έκσταση.
Η Ερωφίλη! Η Ερωφίλη!
Μπαίνουν πάλι οι Νεράιδες τραγουδώντας και χαιρετώντας τον Ήλιο ενώ η Μάνα, σα σκοτεινή οπτασία ορατή μόνο από το Γιαννάκη, παρουσιάζεται στου Βουνού τα ριζά θρηνώντας.
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου,
και κοσμογυριστή μου
πέφτουν οι αχτίδες σου φιλιά
μεσ΄ τα λυτά μαλλιά μου.
ΜΑΝΑ
Χρυσέ μου γιόκα
ολάκριβε τραγουδιστή.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη γλυκιά μου!
ΜΑΝΑ
Τραγουδιστή μου, τραγουδιστή μου ολάκριβε.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Σα χρυσή σάλπιγγα βουίζει στον αιθέρα.
ΜΑΝΑ
Ωιμένα, ωιμέ τραγουδιστή μου ολάκριβε.
Ωιμένα, ωιμέ.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ξύπνα Γιαννάκη
κι ο ήλιος προβάλλει.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Το κρυφό μας προσμένει παλάτι
σε μια θεία γαλήνη πνιχτό.
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Δεν τ΄ αντίκρισε ανθρώπου μάτι
για μας στέκει μονάχ΄ ανοιχτό.
ΧΟΡΟΣ
Κι ο Ήλιος άμα σ΄ αντικρίσει
στα τάρταρα θα σε γκρεμίσει
νύχτα τυφλή, νύχτα θολή.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Τη μακάρια θα πιω εκεί λήθη
το βαρύ μου θα σβήσω καημό
μα η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.
Ο Γιαννάκης γέρνει αποσταμένος στην αγκαλιά της Νεράιδας - Ερωφίλης ενώ ο Ήλιος προβάλλει ολόφεγγος. Οι Νεράιδες τον χαιρετάνε με τα μαγνάδια τους.
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου
και κοσμογυριστή μου.
Ήλιε μου, ω Ήλιε λαμπρέ.
Αυλαία
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ξημέρωμα Χριστουγέννων
Η πρόσοψη μιας χωριάτικης εκκλησίας, ξεχωρίζει με τα ολόφωτα παράθυρα μεσ΄ τη βαθιά νύχτα που κρατάει τριγύρα, ενώ στο βάθος φαίνονται τα βουνά και παρακάτω τα φωτισμένα σπίτια του χωριού. Όταν ανοίγει η αυλαία, η σκηνή είναι άδεια. Μόνο πότε - πότε μερικοί χωριάτες κατεβαίνουν το δρόμο από το χωριό και μπαίνουν στην εκκλησιά απ΄ όπου ακούγεται ο χορός που τραγουδάει τη βυζαντινή υμνωδία των Χριστουγέννων. Αργότερα, σιγά - σιγά, το σκοτάδι διαλύεται, το σύθαμπο της αυγής αρχίζει ν΄ απλώνεται, ώσπου στο τέλος του μέρους, με το θάνατο του Γιαννάκη,ξεπροβάλλει ο ήλιος φωτίζοντας πλατιά τη σκηνή.
ΧΟΡΟΣ
Μεσ΄ την εκκλησιά
Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.
Η Ερωφίλη και ο Κυριάκος φαίνονται να
κατεβαίνουν από το δρόμο του χωριού προς
την εκκλησιά.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ανήσυχη και ταραγμένη
Πατέρα,
δεν ξέρω απόψε πως δειλιάζω
σάμπως μιαν άγνωρη φοβέρα με τριγυρνάει.
Είν΄ η καρδιά μου έτσι σφιγμένη
πηχτό το χιόνι τη γη μαραίνει.
Μεσ΄ το σκοτάδι, άκου, ο Βοριάς βογκάει.
Της νύχτας δέρνεται η άγρια ψυχή.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ε, διώξε πια τις μαύρες έννοιες
απόψε επίσημη νυχτιά.
Χριστούγεννα γεμάτα θάμα
κι ανάερα μυστικό λυχνάρι
φέγγει ψηλά, μ΄ άχραντη λάμπη
το τρίλαμπρο άστρο στο σκοτάδι.
Φαίνεται η Μάνα που μπαίνει με την αγωνία απλωμένη στο πρόσωπό της.
Ωιμένα, ωιμένα τι μαύρη συφορά
που δεν έχει πια γιατρειά.
Το δαχτυλίδι είναι χαμένο
μεσ΄ απ΄ τον κόρφο μου πεσμένο
το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι.
Σβύσαν τ΄ ατίμητα πετράδια
που ανάτρομα αστράφταν σαν μάτια
σε θρήνο λαμπερό πεσμένα
το δαχτυλίδι, ωιμένα - ωιμένα.
Της Μοίρας άγρυπν΄ η οργή
που εξέσπασε βαριά σε μας,
για ν΄ αποσώσει ότ΄ είν΄ γραμμένο
της Μοίρας η άγρυπνη ποινή.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Μη δέρνεσαι έτσι, δύστυχη,
πάλι θε να το βρεις.
Οι πίκρες όλες θα διαβούν
κι ο γιος σου θε να γιάνει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Κοιτάζοντας προς το μέρος του χωριού
Ποιος είν΄ αυτός που τρέχει στο σκοτάδι;
ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Είν΄ ο Σωτήρης!
ΣΩΤΗΡΗΣ
Μπαίνοντας μ΄ ορμή.
Κακό μεγάλο μας βρήκε!
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ο Γιαννάκης!!!
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ξωπίσω μου έρχεται τρεκλίζοντας στο σκότος.
Είναι ξυπνός μα παραλογισμένος
σάμπως να κοίτεται η ψυχή του διπλωμένη
σε βαθιά νυχτιά σε βάρυπνο μεθύσι.
ΜΑΝΑ
Ωιμένα, δυστυχιά μου!
Η Μάνα και η Ερωφίλη βγαίνουν τραβώντας προς το μέρος του χωριού.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Πες μου τώρα τι έτρεξε.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Σ΄ άρρωστον ύπνο ΄μουν πεσμένος
σάμπως νεκρός, σαν μαγεμένος.
Μαύρα όνειρα πετώντας πλήθια
σαν όρνια μού ΄σκιζαν στα στήθια.
Ξυπνώντας, θάρρεψα πως είδα
μια καταχνιά ν΄ απλώνει γύρα
και σα στριγγός αλαλαγμός
ξεσπάε ο ξωτικός αχός!
Κι ήταν σαν άγρια, απόκοσμή φοβέρα
σαν ξώφρενο τραγούδι και χορός
κι αναταράζεται όλος ο αιθέρας
και το Γιαννάκη ακούω πέρα
ν΄ αγκομαχά, να παραδέρνει.
Ήταν κατάκρυος σα μνήμα
κι όλο ένα κλάμα τονε δέρνει.
Ξάφνου, σηκώνεται μ΄ ορμή
τη Μάνα πάει να βρει
κι όλο αυτήν αναζητεί
και μεσ΄ τα παραμιλητά του
ωιμέ! περνά η πνοή του θανάτου.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Κακιά ώρα σας χτύπησε, παιδί μου.
Η άγια μέρα να σας βοηθήσει.
Φαίνεται να κατεβαίνει το δρόμο του χωριού ο Γιαννάκης άρρωστος κι αποσταμένος ακουμπάει στη Μάνα και την Ερωφίλη.
ΓΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, δεν άκουσες που σ΄ έκραζα
βγαίνω απ΄ την άναστρη νυχτιά
που απάνω μου η ίδια είχες ρίξει.
ΜΑΝΑ
Ωιμέ, τα λόγια σου με σφάζουν
φαρμάκι στην καρδιά σταλάζουν
όλα όσα λες γιε μου,
για σένα τα ΄χω καμωμένα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ξαστόχησες τη μαύρη κατάρα
που βάραινε το δαχτυλίδι
κι ήρθ΄ η Νεράιδα του Βουνού
και τ΄ άρπαξε κι εχάθη.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ακόμα, αλί, παραμιλά
και σφραγισμένη κλαίει η ψυχή του
σ΄ άσειστο βύθος ξωτικού ύπνου.
ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ακόμα, αλί, παραμιλά!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μα εγώ τη Νεράιδα την ηύρα
κι εκεί με βια ξανά της πήρα
το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι.
Μα ωιμέ, στην άγγιχτη κορφή
που ο ήλιος σύφλογος πεζεύει
δεν έφτασα ν΄ ανέβω
δεν πρόφτασα να δω.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Αγάλια φέρτε τον στην εκκλησιά
μήπως ξορκίσει το κακό.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τ΄ άρρωστο απόστασε κορμί μου.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, λίγο πιο πέρα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Οι πάγοι μού ΄φραξαν το διάβα
και μου παγώσαν την καρδιά.
ΜΑΝΑ
Πάλι, χρυσέ, θα γιάνεις.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Αλλοί, και πάλι παραμιλά!
ΜΑΝΑ
Κι όλα θα ξεχαστούνε.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ωιμέ ποτές μου δε θα σβήσω
στον άσωστό μου καημό.
ΜΑΝΑ
Θα σβήσει ο καημός σου.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, σιμά.
ΜΑΝΑ
Έλα, χρυσέ.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και λυτρωτή θα καρτερέψω
το θάνατό μου εδώ!
ΜΑΝΑ
Σώπα. Οι καμπάνες Χριστούγεννα
κράζουν σε λίγο εδώ.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ωιμέ, Θανάτου βογκητό γροικώ.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τ΄ άρρωστο απόστασε κορμί μου.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, λίγο ακόμα
και μας προσμένει η ζέστα και το φως.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, μας προσμένει η ζέστα και το φως.
Ο Γιαννάκης κάνει μερικά βήματα προς την εκκλησία. Στέκεται αποκαμωμένος και πέφτει στην αγκαλιά της Ερωφίλης.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Γλυκιά Νεράιδα, δεν μπορώ ν΄ ανέβω πια
δε θα προφτάσω του Ήλιου τη φεγγοβολιά
της ζήσης μου η πηγή στερεύει
και σαν πουλί η καρδιά παλεύει
στα χέρια του θανάτου.
Στηρίζεται στο κατώφλι της εκκλησιάς.
Ακούγεται η ψαλμωδία. Ο Γιαννάκης την
παρακολουθεί εκστατικός και όλοι ενώνουνε μ΄
ευλάβεια την προσευχή τους.
ΧΟΡΩΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Σπλαχνίσου, Παρθένα, Μάνα γλυκιά!
Φανού, Παρθένα, σπλαγχνικιά.
Παρηγοριά χύσε στον καημό μας.
Μάνα γλυκιά φανού σπλαγχνικιά!
Σε σένα μόνο ελπίζω
Παρθένα, Παρθένα γλυκιά μας.
ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Παρθένα, Παρθένα σπλαγχνίσου
και γιάνε το παιδί σου.
Μάνα γλυκιά, φανού σπλαγχνικιά!
Σπλαγχνίσου, Μάνα γλυκιά,
σε σένα μόνο ελπίζω.
Μάνα φανού σπλαγχνικιά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Αχ! Τι γλυκιά ψαλμουδιά
γεμίζει μου την καρδιά!
ΕΡΩΦΙΛΗ
Λίγη Γιαννάκη κάνε απομονή
πάλι θα γιάνεις.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κλειούνε τα μάτια μου και ακούω τη μυρουδιά.
Λούσε με, μάγεψέ με, κοίμισέ με,
κοίμισέ με στη χιλιομύριστή σου την ποδιά
και πες εκείνο που δε λέμε.
Σαν όνειρο ας μου έρθει ο λόγος σου
γιγάντιος κόσμος δε θα γκρεμιστεί
δε θα φκιαστεί
μόνο η σκιά βεργόλιγνου κυπαρισσιού
θα πέσει επάνω μου πιστή.
Πιστή, γιατί όνειρο κι αυτή μαζί θα φύγει.
Μ΄ από της μυρουδιάς σου το μεθύσι
ω ζάλη, ω γλύκα απέραντη,
ποιος σ΄ είπε λίγη!
Του χάρου η σάλπιγγα θα με ξυπνήσει.
Ο Γιαννάκης κάνει μερικά βήματα και πέφτει νεκρός.
Η Ερωφίλη τρέχει κοντά του.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Γιαννάκη!
Ο Γιαννάκης σηκώνει το χέρι του, όπου λάμπει το δαχτυλίδι και το ακουμπάει στο στήθος της Ερωφίλης.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Το Δαχτυλίδι!
ΜΑΝΑ
Πέφτοντας πάνω στο Γιαννάκη τον μοιρολογάει.
Γιόκα μου, γιόκα μου.
Έδωκες την αρρεβώνα της νιότης, γλυκέ μου.
Γιόκα μου σού ΄πρεπε,
τέτοια νύφη σού ΄πρεπε.
Πού ΄σαι, χρυσέ μου, να την πάρεις;
Δική σου είναι και σε θέλει.
Μη φεύγεις, ξανθέ μου,
κι η νύφη σου σε θέλει.
Γύρνα, γύρνα, ξανθέ μου.
Γύρνα!.. Πάει!..
Ενώ γονατιστή η Μάνα θρηνεί γοερά αγκαλιάζοντας τ΄ άψυχο κορμί του γιου της, οι καμπάνες της Εκκλησιάς χτυπάνε της απόλυση κι ο κόσμος αρχίζει να βγαίνει χαρούμενος και γιορταστερός.
ΧΟΡΟΣ
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου! Ax!
Ξαφνιάζονται βλέποντας το Γιαννάκη νεκρό και σταματάνε.
Η αυλαία κατεβαίνει αργά.
ΤΕΛΟΣ
Στέλνοντας προχθές στον διαδικτυακό αγαπητό φίλο LOCUS SOLUS,μαζί με τις ευχές μου, ένα ποίημα του Κ. Κρυστάλλη, «Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας», αποφεύγοντας τα συγγνωστά διηγήματα του Παπαδιαμιάντη, τα επετειακά διηγήματα των σύγχρόνων πεζογράφων οι οποίοι, όπου δει, φέτος ακόμη και στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση», δημοσιεύουν «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», αυθωρεί και παραχρήμα στο μυαλό μου ήρθε το θεατρικό έργο του Γιάννη Καμβύση.(1872-1901) «Το δαχτυλίδι της μάνας», γραμμένο το 1898, που αναφέρεται στη ζωή και το θάνατο του ποιητή, παραλλήλως δε η δράση εξελίσεται τις μέρες των Χριστουγέννων.
Παρουσιάζω λοιπόν το λιμπρέτο του μουσικοδράματος «Το δαχτυλίδι της μάνας», του Μανόλη Καλομοίρη,το οποίο στηρίζεται στο θεατρικό έργο του λησμονημένου λογοτέχνη, με μικρές παραλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο έργο(όποιος ενδιαφέρεται για τις διαφορές μεταξύ των δυο έργων θα βοηθηθεί διαβάζοντας την «Εισαγωγή στην ανάλυση του «Δαχτυλιδιού», από τον Ζ.Τερζάκη ,στην έκδοση του δίσκου με την Φιλαρμονική Σόφιας και Εθνική Χορωδία Βουλγαρίας, Διευθ.Ορχ.Γ. Δάρας, Αθήνα 1983). Το πρωτότυπο θεατρικό έργο επιφυλάσσομαι να ποστάρω όταν καταφέρω να το έχω στα χέρια μου.
Το έργο «Το δαχτυλίδι της Μάνας» σύμφωνα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, προσφέρεται για ανάγνωση, ανεξάρτητα της μουσικής του ερμηνείας, δήλωση η οποία με βοήθησε να άρω τις επιφυλάξεις μου, όσον αφορά την αναγκαιότητα της κειμενικής μεταφοράς του.
Υ.Γ. Η βοήθεια της κ.Όλυς Φράγκου Ψυχοπαίδη στο κείμενο που έγραψα, ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Το κείμενό της «Ιδεολογία και αισθητική δημιουργία στο «Δαχτυλίδι της Μάνας», είναι η βάση για τις γραμμές που έγραψα.
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Η σκηνή παριστάνει ένα φτωχικό δωμάτιο χωριάτικου ελληνικού σπιτιού, στα βορινά της Θεσσαλίας, με λίγα πράγματα. Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μερικά σκαμνιά. Στη γωνιά καίει η φωτιά. Ο Γιαννάκης κάθεται παραστιάς κοιτάζοντας της φλόγα το παιγνίδισμα, παραδομένος σε βαθιά ονειροπόληση. Η Μάνα συγυρίζει, δώθε κείθε, αγροικάει τρομαγμένη το φυσομάνημα του Βοριά και κοιτάζει μ’ ανησυχία και στοργή το γιο της.
ΜΑΝΑ
Πλησιάζει το Γιαννάκη
Ε, φύλακα του ονείρου σου,
σκλάβε των καημών σου,
τραγουδιστή μου ολάκριβε,
αγόρι της καρδιάς μου.
Ε, φτάνει πια η συλλογή
που σαν πουλάκι φτερουγάει
γύρω στ’ αχνό σου μέτωπο.
Έξω ο Βοριάς φυσομανάει!
Άκου πώς ρυάζεται και πώς φρυμάζει!
Μα εδώ γλυκαίνει η μαύρη ώρα.
Στη στια χαρούμενη καίει η φωτιά,
όμοια ολόζεστη και μυροφόρα
η αγάπη μου σε τριγυρνά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, σα μπάλσαμο κυλάν
τα λόγια σου μεσ’ στην καρδιά μου.
Τα περασμένα ανιστορά
παλιές χαρές, σβυσμένα μάγια.
Σαν όραμα περνούν στερνό
τα πρώτα μου ολόχαρα χρόνια.
ΜΑΝΑ
Ευλογημένη η άγια νύχτα
που ξανανιώνει μας τη μνήμη
παλιάς χαράς, πάντα καινούριας.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κρατούμενος στην αγκαλιά σου
επρόσμενα πάντα με λαχτάρα
πότε θα σήμαινε η καμπάνα
-σάμπως αγγέλου προσταγή
κι εκκλησιά η φεγγόβολη
μοσχοβολούσε απ’ τα λιβάνια.
Κρατούμενος στην αγκαλιά σου
επρόσμενα πάντα με λαχτάρα!!
Πέφτει αποκαμωμένος στο σκαμνί του
ΜΑΝΑ
Μη σε πλανεύει τόσο η λύπη.
Θ’ ανθίσει πάλι νέα χαρά.
Χρόνια καλύτερα θα ΄ρθούν. Ποιος ξέρει;
Νυχτιά τα φέρνει, αυγή τα παίρνει
τα σύγνεφα της συφοράς.
Εσύ, χρυσέ, να ‘σαι καλά
και τα τραγούδια σου τ’ αβάσκαντα.
Νυχτιά τα φέρνει, αυγή τα παίρνει
τα σύγνεφα της συφοράς.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, το ξέρω θα πεθάνω!
Κρυφή πληγή με καταλεί, με λιώνει
κι ο πόνος μου διπλός φουντώνει
τα γραμμένα μας σαν θυμηθώ βουνά!
Απόψε ομάδι οι πιστικοί εκεί πάνω
Θ’ ανάψουν τις φωτιές ψηλές ως τ’ άστρα.
Γύρω θα σαλαγάν στοιχειά και παγανά
κι αυτοί με μια γλυκότατη λαχτάρα
κάτω απ’ τα ουράνια τ’ αγιασμένα
θα καρτερούν τη θεία γέννα.
Κι εγώ, κι εγώ γυρτός εδώ αργοπεθαίνω!..
Αχ, να μπορούσα πια ψυχή μου,
σπάζοντας όλα τα δεσμά μου,
να υψωθώ μ’ ένα πέταμα
ελαφρό ως των γεράνιων βουνών
την απόκοσμη πλάση
στα ξέφωτα που οι ανεμικές
αιθέριες στήνουνε φιλιές
και σα χρυσό ρείθρο αναβρύζει
το φέγγος τ’ άυλο του χλωμού
κι ολοανθισμένου φεγγαριού.
Κι ωιμέ, τ’ ασώπαστο μαράζι
που την καρδιά μου αργοσπαράζει
να σκόρπιζα στον πράον αιθέρα,
στην πάχνη της αυγής,
πέρα απ’ τη νύχτα, απ’ τ’ άστρα πέρα.
Του κάκου ανήμπορο κορμί,
δετό της γης και της αρρώστιας,
να παραδέρνει μεσ’ στο χώμα
της Μοίρας σου έταξεν η οργή.
Χτυπούν την πόρτα. Μπαίνει ο Κυριάκος
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Γεια , χαρά σας και καλήν αυγινή
ταχιά και καλωσορισμένη.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Καλώς μας κόπιασες και συ.
ΜΑΝΑ
Έξω η νυχτιά είν’ ανταριασμένη.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Τέτοια αγριάδα δε θυμάμαι χρόνια.
Στ’ άφωτα της νύχτας αλώνια
με του Βοριά τα μαυροφτέρουγα άτια,
τα πάρωρα γυρνούν δαιμόνια.
Ενώ ο Γιαννάκης είναι βυθισμένος σε συλλογή
μπροστά στη φωτιά, ο Κυριάκος παίρνει
παράμερα τη Μάνα.
Απόψε σε προσμένω,
τα μεσάνυχτα άμ’ απλώσουν
από τους μαύρους ουρανούς.
Η εκκλησιά θα ‘χει απολύσει
δε θα μας δει ανθρώπου μάτι.
Ίσκιος στους Ίσκιους θα στέκει
εκεί, κάποιος που ζητάει
ν’ αποχτήσει, ν’ αγοράσει
το πανώριο δαχτυλίδι.
ΜΑΝΑ
Κλαίγοντας
Το δαχτυλίδι!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ονειροπολώντας
Η Ερωφίλη!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στη Μάνα
Του είπα τόσο τριγύρω αστράφτει
μ’ άσωστη φεγγοβολιά
που σαν την πούλια καίνε.
ΜΑΝΑ
Τα μάτια μου τα κλαίνε.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Τ ανεξετίμητα πετράδια.
ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Κύμα η λάμψη στα σκοτάδια
με μιαν εφτάδιπλη φωτιά!
Καμπάνες μέσα από τη σκηνή
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Να, εσήμανε η καμπάνα.
Η λειτουργιά σε λίγο αρχίζει.
Σφίξε την καρδιά σου Μάνα
δύστυχη. Στερνή σου λύπη
να ΄ναι αυτό το δαχτυλίδι.
ΜΑΝΑ
Κλαίγοντας
Το δαχτυλίδι!.. Το δαχτυλίδι!..
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τινάζεται επάνω
Η Ερωφίλη!.. Η Ερωφίλη!..
ΕΡΩΦΙΛΗ
Μέσα από τη σκηνή
Α! Α! Α!
ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ
Α! Α! Α!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, πως χτυπάει η καρδιά μου!
Να! Ζυγών΄ η γλυκιά κυρά μου.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στο Γιαννάκη
Οι κοπέλες που περνάνε
σε προσχαιρετάν
και σε τραγουδάνε.
ΜΑΝΑ
Οι κοπέλες σε τραγουδάνε.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, τι γλυκός σκοπός,
πως με μαγεύει!
ΕΡΩΦΙΛΗ
Πάντα μέσα από τη σκηνή.
Αφέντη όντας γεννήθηκες σε τάισαν τ΄ αηδόνια
και σου προφτάσανε το κρύο νερό τα λαφομόσκια.
Και βγήκες συ ο εξακουστός στη γης στην οικουμένη.
ΧΟΡΟΣ
Το κρύο νερό τα λαφομόσκια.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Αχ! Ερωφίλη!
Το τραγούδι σου καινούρια ζωή μου δίνει.
ΧΟΡΟΣ
Κι άλλοι κινάν με δαμασκιά κι άλλοι γυρνάν με δοξάρια.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Και συ, θάμμα και σάστισμα, κουρσεύεις με τραγούδια.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη! Θάμα εσύ και σάστιμα!
ΧΟΡΟΣ
Και βάι, ο αχός του τραγουδιού κάστρα ξεθεμελιώνει.
Κάστρα και μαρμαρόπυργους κι αυλές μαρμαρωμένες.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Κι αν τραγουδήσεις σε στεριά λιγώνονται οι κοπέλες.
Κι αν σε λιμιώναν αγαθό τα κάτεργα βουλιάνε.
ΧΟΡΟΣ
Κι αν σε βραδυά και ξαστεριά τρέμουν να πέσουν τ΄ άστρα. Α! Α!
ΕΡΩΦΙΛΗ
Μπαίνοντας απ΄ την πόρτα
Αφέντη όντας γεννήθηκες σε τάισαν τ΄ αηδόνια!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη, Ερωφίλη
καλώς μας ήρθες με τις κοπέλες.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ήρθα κι εγώ
μαζί με τις κοπέλες
του χωριού ως εδώ.
ΜΑΝΑ
Καλώς μας κοπιάσατε.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Για να σας χαιρετήσω
και σας καλοβραδίσω.
ΜΑΝΑ
Καλές γιορτάδες κοπέλες μου
και χρόνια πολλά.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Γεια - χαρά σου Κυρά.
Α! Χρόνια πολλά.
ΧΟΡΟΣ
Α! Α! Α!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Στην Ερωφίλη που ετοιμάζεται να φύγει.
Καρτέρα κόρη
να σώσω το μίλημα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ω, μείνε Ρωφίλη!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Μόνο δυο λογια
κι έρχομαι να φύγουμε.
Η Ερωφίλη κάνει νεύμα στα κορίτσια πως θα
μείνει.
Ο Κυριάκος παίρνει τη Μάνα και τραβάνε
παράμερα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Με πάθος προς την Ερωφίλη μόλις έμειναν
μόνοι.
Ωραία, που καθώς πρόβαλες
στα θαμπωμένα μάτια,
μιαν αυγή σα να χύθηκεν
ο αγέρας σα ν΄ αστράφτει.
Θιαμάζομαι σαν περπατάς
τα δέντρα δεν ανθούνε
στο διάβα σου το λυγερό
δεν ραίνουν σε τα ρόδα.
Κι ο λογισμός μου ολόφωτος
απ΄ τη δική σου λάμψη
και την αγνή σου θύμηση
βαριά ευωδιά γεμάτος,
σ΄ έκραζε, σε τραγούδαγε, σ΄ αντάμωνε,
ω, λαχτάρα,
την καρδιά μου συ πρώτε καημέ,
στερνό μου εσύ τραγούδι...
ΕΡΩΦΙΛΗ
Δειλά, με μεγάλη τρυφερότητα πλησιάζει
περισσότερο στο Γιαννάκη.
Κι ήρθα να ΄μαι, ολότρεμη.
Πώς ένοιωσα από πέρα
το γλυκό σου κάλεσμα
να ξεσπά σαν τραγούδι.
Κι ήταν σάμπως να καίει
στης ψυχής μου τα τρίσβαθα,
κάποια φλόγα, κάποια έννοια,
ένα μήνυμα απόκρυφο,
όλο πόθος κι όλο πάθος.
Κι ήρθα, πως τ΄ όνειρο έρχεται
στην καρδιά που περιμένει
με λαχτάρα μυστική.
Κι ήρθα, καλέ, για να στο πω
και να στο μολογήσω,
ωραίε, απ΄ το τραγούδι σου
κι από τη φαντασιά σου.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Στάσου σιμά μου.
Σαν όραμα βγαλμένο απ΄ την καρδιά μου.
Τόση άνοιξη και τόσο φως
στη βαρυχειμωνιά μου...
Αχ, στάσου σιμά μου
σαν όραμα βγαλμένο απ΄ την καρδιά
μου...
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μες΄ του ονείρου τ΄ απόσκιο περβόλι
που πετάν αλαφρά τα πουλιά
χτυπημένα απ΄ του πόθου το βόλι
και μια ανάκουστη χύνουν λαλιά,
το κρυφό μας προσμένει παλάτι
σε μια θεία γαλήνη πνιχτό.
Δεν τ΄ αντίκρυσε ανθρώπου μάτι
για μας στέκει μονάχα ανοιχτό.
Τη μακάρια θα πιω εκεί λήθη,
το βαρύ μου θα πνίξω καημό,
μα η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.
Η Ερωφίλη και ο Γιαννάκης βυθισμένοι
πάντοτε στο ερωτικό τους όνειρο ενώ ο
Κυριάκος και η Μάνα ξαναμπαίνουν στο
δωμάτιο τελειώνοντας την κουβέντα τους.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Σύμφωνοι. Σφίξε την καρδιά σου,
Μάνα δύστυχη.
Αν θες να σώσεις το παιδί σου,
τα μεσάνυχτα θυμήσου,
Μάνα δύστυχη, σε προσμένει Ίσκιος στους Ίσκιους
μυστικός.
ΜΑΝΑ
σιγοκλαίγοντας
Το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι
Μάνα δύστυχη
σαν ίσκιος θα προσμένει
για το δαχτυλίδι.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.
Έξαφνα ακούγονται γέλια και φωνές. Ορμά
μέσα πεταχτός και χαρούμενος ο Σωτήρης με
αγόρια και κορίτσια του χωριού που γυρίζουν
απ΄ τα Κάλαντα.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ναν τα πούμε;
Μας θέλετε κι εμάς;
ΜΑΝΑ
Μετά χαράς σου γιε μου.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Μπρος παλικάρια όλοι είμαστ΄ εδώ.
Αδερφέ, άκου τι σου τραγουδώ.
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του κόσμου
εβγάτε, δέστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται.
ΧΟΡΟΣ
Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα
μέλι να τρώνε οι άρχοντες και γάλα οι αφεντάδες.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και στο μελισσοβότανο να λούζονται οι κυράδες.
ΧΟΡΟΣ
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
κυρά μου τον υγιόκα σου και τον πρωτότοκό σου
για λούστονε και χτένιστον και στείλ΄ τον στο σχολειό του
να τόνε δείρει ο δάσκαλος με τριά κλωνάρια μόσκο.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και να του σκούξουν τα παιδιά: Μωρέ μοσκοδαρμένε,
μωρέ και πούν΄ τα γράμματα, μωρέ και πούν΄ ο νους σου.
ΧΟΡΟΣ
Τα γράμματα είναι στο σχολειό κι ο νους μου στις κοπέλες
εδώ πέρα κι αντίπερα πέρα στη μαυρομάτα
που ΄χει τα μάτια σαν ελιές τα φρύδια σα γαϊτάνι.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και του κοράκου το φτερό το ΄χει καμαροφρύδι.
ΧΟΡΟΣ
Και του κοράκου το φτερό το ΄χει καμαροφρύδι.
Κι από χρόνου.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΜΑΝΑ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Χρόνια πολλά και καλά κι ευτυχισμένα.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Παιδιά κοντά σταθείτε
δυο λόγια να σας πω.
Τα φανάρια να μη σβήστε
μη σας λάχει απόψε κακό.
Δεν ξέρετε που είναι φευγάτο
από τον Κάτω Κόσμο το μαύρο φουσάτο
των παγανών κι ως την πρωτάγιαση λαβώνει
το διαβάτη που ξένοιαστος ζυγώνει.
ΧΟΡΟΣ
Με περιέργεια τριγυρίζοντας τον Κυριάκο
Ακουστά το ΄χω από καιρό
μα είν΄ αξήγητο μυστήριο.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Να σας το ξηγήσω εγώ.
Μεσ΄ στα φλόγινα θεμέλια
του Άδη, στης φωτιάς το κέντρο
στυλωμένο ως τη συντέλεια
στέκει γίγαντας το δέντρο
που τη γης αναβαστάζει
και τριγύρω βράζει, βράζει
το κατάρατο γιορτάσι
η οργισμένη μαύρη πλάση.
Ο χορός τραβιέται πίσω φοβισμένος.
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και τον κόσμο να χαλάσουν.
ΧΟΡΟΣ
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και το δέντρο να χαλάσουν.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και με λύσσα πελεκάνε
πελεκάν με τα τσεκούρια
και μ΄ αγώνα πολεμάνε
να το ρίξουν μ΄ άγρια φούρια.
Μα πριχού το καταλύσουν
και το δέντρο ως ίσκιος στέκει,
την καμπάνα θα γροικήσουν
να χτυπάει αστροπελέκι.
ΧΟΡΟΣ
Τ΄ άγρια παγανά μανιάζουν,
ρυάζονται, το δέντρο αδράζουν
με τα δόντια, το ξεσκίζουν
με τα νύχια και πασκίζουν
θρύψαλα να το σωριάσουν
και το δέντρο να χαλάσουν.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά
που Χριστούγεννα πάλι γιορτάζουν.
Τα σκιασμένα σκορπούν παγανά
΄δω στη γη και βαρειά μας κολάζουν
κι άμ΄ αγιάσουν ξανά τα νερά
μεσ΄ το μαύρο τους πέφτουν Βασίλειο
και το δέντρο ακέριο, γερό
τη γη βαστά προς στην Ήλιο.
ΧΟΡΟΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά
που Χριστούγεννα πάλι γιορτάζουν.
ΧΟΡΟΣ - ΜΑΝΑ - ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Και στα ουράνι΄ αντηχούν ωσαννά.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Και τώρα ώρα να φύγουμε.
ΧΟΡΟΣ - ΜΑΝΑ - ΕΡΩΦΙΛΗ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Έχετε γεια. Ώρα καλή.
Φεύγουν όλοι εκτός από τη Μάνα, το Γιαννάκη
και το Σωτήρη.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και τώρα Μάνα
πού ΄μαστε μόνοι
κάτσε μαζί μας
ύπνος ακόμα δε μας σιμώνει.
Αν θέλεις πες μας, ως να μας κοιμίσεις,
κάτι σα νανούρισμα για σαν παραμύθι
ή πιο καλά ανιστόρα μας το δαχτυλίδι.
Η Μάνα τρομάζει και στενοχωριέται.
ΜΑΝΑ
Το δαχτυλίδι - όχι! Κάλλιο τίποτ΄ άλλο να σας πω.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ναι, η Μάνα μας, διηγήσου μας
για τώριο δαχτυλίδι
που είχαν δώσει οι μοίρες
στη Μάνα σου ως γεννήθη,
μπροστά τους άμα αντίκρυσαν
τα πλούτια,τα καλούδια.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, η Μάνα μας, δηγήσου μας.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Δηγήσου μας Μανούλα μας,
το βλέπεις κι ο Γιαννάκης στο ζητά.
Πολλά τραγούδια ξέρει
κι ο κόσμος μεσ΄ τα τρίστρατα
Τραγουδιστή τον κράζει.
Μα τέτοιον έμνοστο σκοπό
σαν του δαχτυλιδιού δε λέει.
Ναι, η Μάνα μας, δηγήσου μας
για τώριο δαχτυλίδι,
σελήνη είναι στη νυχτιά
σαν λάμπει, σαν την πούλια.
Ναι, η Μάνα μας, ιστόρα.
ΜΑΝΑ
Με την καρδιά
πολύ βαριά
θα σας το πω.
Το τρίτο βράδυ επρόφτασαν
οι τριμερούσες Μοίρες,
διαβαίνοντας μεσόνυχτα
απ΄ τις κλεισμένες θύρες.
Κι άμα τη Μάνα αντίκρυσαν,
πήραν ναν τη μοιράνουν,
να την καλολογιάσουνε
και μ΄ ευχές να ράνουν.
Μύρια καλά της τάξανε
και την καλοστολίσαν.
Το ριζικό της κλείσανε
με μια στερνήν ευχή:
Το γέλιο από τα χείλη της
ποτές να μη στερέψει
κι αν κλάψει, διαμαντόπετρα
απ΄ τα μάτια της να πέσει.
Κι ύστερα, κι ύστερα, βγάλανε
Η Μάνα βγάζει από τον κόρφο της το
δαχτυλίδι και το δείχνει στα παιδιά της.
το πανώριο δαχτυλίδι
που μ΄ εφτά διαμάντια ολόφωτο
σαν την πούλια αντιφεγγίζει.
Και πριν ως καπνός σκορπίσουνε
στον τρομαγμένο αγέρα,
κατάρα - ευχή του ρίξανε
στερνή βαριά φοβέρα!..
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πες την κατάρα Μάνα!
ΣΩΤΗΡΗΣ
Μαζί ας την πούμε Μάνα!
ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ
Τη Δόξα του όπου αρνηστεί πια
και πάει να το ξεκάνει,
να ΄ρθεί η Νεράιδα του Βουνού
και πίσω ναν το πάρει.
Να ΄ρθεί η Νεράιδα του Βουνού
και πίσω ναν το πάρει.
Ο Γιαννάκης πετιέται παράφορος.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κι αν η Νεράιδα του Βουνού
το πάρει εγώ είμαι άξιος
ν΄ ανέβω ως τις ψηλές κορφές
την ίδια για ν΄ αδράξω.
Σαν αποκαμωμένος από την προσπάθεια που
έκανε πέφτει στο κρεβάτι.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Σώπαινε αλαφροϊσκιωτε
Μόνο στη φαντασία σου
θα βρεις Νεράιδες με ξωθιές.
Τώρα αδερφέ ξενοιάσου.
τα παραμύθια τέλειωσαν
και τώρα ξεκουράσου.
Κι η Μάνα μας νανούρισμα
σιγοκρατάει σιμά σου.
Ο Γιαννάκης ξαπλώνεται στο κρεβάτι.
Η Μάνα πάει να δέσει στο μαντήλι της το
δαχτυλίδι, μα αυτό γλιστράει και πέφτει σιμά
στο Γιαννάκη. Η Μάνα χωρίς να το καταλάβει,
δένει το μαντήλι και το κρύβει στον κόρφο της,
θαρρώντας πως έχει μέσα το δαχτυλίδι.
ΜΑΝΑ
Σκεπάζει καλά το Γιαννάκη και τον νανουρίζει.
Να μου το πάρεις ύπνε μου. Τρεις βίγλες θαν του βάλω.
Ο Σωτήρης ξαπλωμένος κι αυτός παραστιάς, σαν ηχώ της
μάνας του ενώ κι αυτόν τον παίρνει ο ύπνος.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Τρεις βίγλες θαν του βάλω.
ΜΑΝΑ
Τρεις βίγλες, τρεις βιγλάτορες και οι τρεις
αντριωμένοι.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Κι οι τρεις αντρειωμένοι.
ΜΑΝΑ
Βάζω τον Ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Και τον αητό στους κάμπους.
ΜΑΝΑ
Τον κυρ - Βοριά το δροσερό ανάμεσα πελάγου.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Το δροσερό ανάμεσα πελάγου.
ΜΑΝΑ
Ο Γήλιος εβασίλεψε κι γιος μου αποκοιμήθει.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ο Γήλιος εβασίλεψε κι γιος σου αποκοιμήθει.
ΜΑΝΑ
Να μου το πάρεις ύπνε μου τρεις βίγλες θαν του βάλω.
ΣΩΣΤΗΡΗΣ
ενώ αποκοιμιέται.
Τρεις βίγλες θαν του βάλω.
Η Μάνα σηκώνεται, βάζει το φακιόλι της,
κοιτάζει στοργικά τα παιδιά της που
κοιμούνται, τα σταυρώνει και κάνει να φύγει
κοιτάζοντας ολοένα το Γιαννάκη. Σταματάει σα
φοβισμένη και μετανιωμένη. Τέλος φεύγει
αργά με σιγαλό περπάτημα.
Η φωτιά σιγοσβήνει στη στια.
Ο Γιαννάκης αναταράζεται στο κρεβάτι του σα
να βλέπει βαρύ όνειρο.
Ένα θαμπό σύγνεφο σαν πέπλος
ομιχλιασμένος πέφτει και κρύβει το Γιαννάκη.
Πέφτει η αυλαία αργά.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
Τ΄ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Η σκηνή παρουσιάζει το εσωτερικό ενός, μυθικού παλατιού σ΄ αραβικό - βυζαντινό ρυθμό. Ψηλή θολωτή σκεπή που αναβαστάνε κιόνια γλυπτά. Μεγάλες ποικιλόχρωμες κουρτίνες φαντάζουν περίγυρα.Στο βάθος η πόρτα και μια σειρά παράθυρα κεντημένα μ΄ αραβουργήματα. Καντήλες όμοια πλουμισμένες κρέμονται από ψηλά. Το χρυσελεφάντινο θρονί της κυράς δεξιά κι αριστερά μεγάλοι αργαλειοί με περίεργα και μυστηριώδικα πλουμιστά υφαντά.
Μισοσκόταδο.
Καθώς ανοίγει η σκηνή, μπαίνουν αργά με συρτά βήματα ο Γιαννάκης οδηγούμενος από μια γριά που ακουμπάει στο ραβδί της. Τα χαρακτηριστικά της θυμίζουνε τη Μάνα μα πιο γερασμένη.
ΓΡΙΑ
Ε, παλικάρι φτάσαμε.
Εδώ ΄ναι τα ξωτικά παλάτια
που συντυχαίνουν Νεράιδες και Ξωθιές
σ΄ ώρες απόκρυφες, σ΄ ώρες μυστικές.
Μα εσύ ποιος είσαι, παλικάρι,
που διάβηκες έτσι απόκοτα
στη μαγεμένη αυτή χώρα
στου ονείρου τ΄ αχνό βασίλειο
στης Μοίρας τα παλάτια;
Θε να ΄σαι αντρειωμένος!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Εγώ ΄μαι ο τραγουδιστής
΄γω που παράτησα τη γης
να ΄ρθω στ΄ ανάερα βασίλεια,
τη Νεράιδα να βρω,
που ξάφνου ήρθε σπίτι
για ν΄ αρπάξει της Μάνας μου
το εφτάπετρο δαχτυλίδι
που μ΄ εφτά διαμάντια ολόφωτα
σαν την πούλια αντιφεγγίζει.
ΓΡΙΑ
΄Γω που ως τώρα σε παραστάθηκα πιστά
θα σ΄ αρμηνέψω
πώς να το βρεις ταχιά.
Τώρα σε λίγο θα ΄ρθει εδώ πέρα
η Μοίρα όπου ορίζει σ΄ αυτά ΄δω τα παλάτια.
Τον αργαλειό της ζωής οι δούλες της θα
στήσουν
κι εκείνη το χρυσόμηλο στα χέρια της θα
παίξει.
Μη δειλιάσεις. Με βια να δράσεις
κι ευτύς το μήλο γοργά ν΄ αρπάξεις
τι έτσι μόνο θα σου πει
τι δρόμο θα τραβήξεις.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κυρά - Μάνα σ΄ όλο το είναι μου
Συ ξαναδίνεις ζωή.
ΓΡΙΑ
Ε, φύλακα του ονείρου σου
σκλάβε των καημών σου
ώρα καλή και καλά νά ΄χεις τέλη.
Η Γρια - Μάνα κάνει να φύγει. Ο Γιαννάκης σκύβει και της φιλά το χέρι. Η Γριά τον ευλογεί και τον σταυρώνει.
ΓΡΙΑ
Η Γριά κοιτάζει γύρω της αλαφιασμένη.
Να, τώρα φτάνουνε. Εδώ σε λίγο θε να ΄ρθούν
Ξωθιές καλοκυράδες.
Τώρα να φεύγω είναι καιρός
εδώ να μη με βρούνε.
ΧΟΡΟΣ
Από τις δούλες και την ακολουθία της Κυράς
Πέρνα σαϊτα μου γοργή
με το ψιλό μετάξι
τάκου - τάκου ΄φαίνει ο αργαλειός μου
τάκου η μοίρα όλου του κόσμου.
ΚΥΡΑ
Τ΄ αχνό μοιρόγραφτο πανί
στον κόσμο να φαντάξει.
Τάκου ΄φαίνε ο αργαλειός μου
τάκου τη μοίρα όλου του κόσμου.
ΔΟΥΛΑ
Αφέντισσα πρωτότιμη και πρωτοτιμημένη
αρχής ο Θεός σε τίμησε κι ύστερα ο κόσμος όλος.
ΚΥΡΑ - ΔΟΥΛΑ
Τάκου - τάκου τώρα΄ φαίνουν
τη βουλή σου και τη δένουν.
ΔΟΥΛΑ
Αφέντρα π΄ όντας θέλησες για να λουστείς, ν΄ αλλάξεις,
η πάπια σού ΄φερε νερό κι η φάσα το σαπούνι.
Τάκου. Παίξε το χρυσόμηλο στα κρινοδάχτυλά σου.
ΧΟΡΟΣ
Πέτα σαϊτα μου γοργή.
Χτύπα χρυσό μου χτένι.
Στα χέρια μας λύπη, χαρά
σαν όνειρο διαβαίνει.
ΚΥΡΑ - ΧΟΡΟΣ
Τάκου υφαίνει ο αργαλειός μου.
Τάκου τη μοίρα όλου του κόσμου.
Ο Γιαννάκης ορμάει απ΄ την κρυψώνα του και της αρπάζει το μήλο.
ΧΟΡΟΣ
Ξεφωνίζουν και χάνονται αλαφιασμένες.
Α! Α!
ΚΥΡΑ
Κατεβαίνοντας από το θρόνο
Ποιος είναι αυτός που μ΄ άρπαξε το χρυσό το μήλο;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Είμ΄ ο Γιαννάκης, της χήρας ο γιος
που τραγουδώντας περνώ τον καιρό μου
και τον καημό μου ξεχνώ
σ΄ ένα ηχοσκόπι γλυκό.
ΚΥΡΑ
Δωσ΄ μου το πίσω
και με φλουριά θα σε γεμίσω.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Φωτιά να κάψει τα φλουριά και τα χρυσά σου.
ΚΥΡΑ
Δωσ΄ μου το πίσω
αν θες τη Μοίρα σου ν΄ αλλάξω.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Το ριζικό μου δεν το τρέμω
κι ουτ΄ ήρθα για ν΄ αλλάξω
την απονιά σου.
Πάλι θα σου το δώσω πάλι
τ΄ ολόχρυσο το μήλο
φτάνει συ να μου δείξεις το δρόμο
που με βγάζει
στα Νεραϊδένια αλώνια
που του βουνού η Νεράιδα χορεύει σαν αχνός.
ΚΥΡΑ
Τόσο μονάχα επιθυμά;
Με μιαν ευτύς πως βγάζω διάτα
θ΄ ανοίξω εμπρός σου τη στράτα
΄κει που χορεύουνε πλανεύτρες οι Ξωθιές
τη Νεράιδα θα σου δείξω ευτύς,
που στα Νεραϊδένια αλώνια το χορό κρατεί.
Λαμπροφέγγει μεσ΄ τις άλλες
σαν τ΄ αστέρι της αυγής.
Στο μαγνάδι της διασμένα
τρέμουν τ΄ άστρα εκστατικά.
Αν το πάρεις, δικιά σου κι υποταχτικιά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κυρά δικό σου πάλι το χρυσόμηλο.
ΚΥΡΑ
Η Κυρά, κρατώντας το χρυσόμηλο που
αστράφτει, με τα χέρια απλωμένα εμπρός,
αρχινά τη μαγική επωδή.
Εμπρός, ξυπνάτε
κόσμοι παραμυθένιοι.
Εμπρός ξυπνάτε.
Η Κυρά κάνει διάφορες κινήσεις μαγγανείας.
Μα τ΄ αστρικού του δράκοντα
κράζω σας την ορμή
και μα τ΄ άγριο λαμπάδιασμα
των εφτ΄ άστρων προστάζω.
Ναι! Λάμψε κόσμε του ονείρου.
Παλάτια πέστε.
Καπνοί σκορπίστε,
άλλη πλάση να φανεί.
Άστρων πλημμύρα
λάμψε τριγύρα.
Δείξε, ω, αλήθεια
με μάγια πλήθια
λάμψε με μιας
λάμψε, κόσμε της ομορφιάς.
Θαμπόφωτο.
Υπάκουο στη μαγική προσταγή της Κυράς, το παλάτι μαζί με τα στέρια κιόνια, με το χρυσό θρονί, τον αργαλειό και όλο τον θαυμαστό του πλούτο, εσκόρπισε σαν καπνός κι αναλήφτηκε. Ένας αχνός μυστηρίου κρύβει το ξέφωτο πέρα που μισοφαίνεται. Ο αχνός σηκώνεται και φαίνεται μια χλοϊσμένη πλατωσιά που οι Νεράιδες του γιαλού και της στεριάς δένουν τον ξωτικό χορό τους. Ψηλά ασπρογαλλιάζει ολάγρια η χιονισμένη κορφή του βουνού. Ο Γιαννάκης κρυμμένος στα πυκνερά κλαδιά παραμονεύει. Οι Νεράιδες φαίνονται να μπαίνουν με χορευτικά βήματα.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Ελάτε νύφες της στεριάς και νύφες του πελάγου
στα νερά τ΄ ασπροπόταμου τα νερά δροσολουσμένες νύφες.
Ελάτε νύφες.
Ελάτε, εμπάτε στο χορό πέρα ο Χριστός γεννιέται.
Αφήστε πια τις όχτριτες και το Σάββατο εδώ ΄ναι.
Τώρα στης ακροποταμιάς την ανθισμένη αλτάνα
δώστε αδελφές τα χέρια σας και το χορό αρχινάτε,
γιατί σε λίγο τ΄ άκραχτα μεσάνυχτα σημαίνουν
με τη λαλιά του πετεινού με τη στριγκιά φωνή του.
Οι Νεράιδες χορεύουν.
Μπαίνουν μέσα χορεύοντας βαρειά και
πειράζοντας τις Νεράιδες οι Νεράιδοι - Σάτυροι.
ΧΟΡΟΣ
Μπάτε αδέρφια στο χορό,
το τραγούδι αρχινώ
ήρθε η ώρα για χαρά
ως ν΄ αγιάσουν τα νερά,
τα νερά, τα νερά,
ως ν΄ αγιάσουν τα νερά.
Πανώρια η Νεράιδα του Βουνού, θυμίζοντας την Ερωφίλη, ξεπροβάλλει από μια κορφή. Όλες την κοιτούν και την χαιρετούνε με θαυμασμό και υποταγή.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Έχω τετράψηλο βασίλειο
τις άγγιχτες βουνοκορφές
και μεσ΄ των πάγων τα διαμάντια
στήνω κρυστάλλινα παλάτια,
λευκότερα κι απ΄ την αυγή.
Ίσκιος πουλιού δεν τα πατάει
μάτι θνητού δεν θα τα δει
μήτε κανείς στην άσπιλη κορφή θ΄ ανέβει
Α! Αα!
Άνθρωπε όσο κι αν ζητάς
όσο κι αν ζητάς, όσο κι αν πονάς
την κορφή δεν πατάς.
Α! είναι δικό μου το δαχτυλίδι. Αα!
με τα διαμάντια ολόλαμπρο. Αα!
και μεσ΄ των πάγων τα διαμάντια φέγγει
μ΄ άσωστη φεγγοβολιά. Αα!
Οι Νεράιδες παρακολουθούν με πλαστικές
κινήσεις το τραγούδι της Νεράιδας του
Βουνού.
Ανάμεσά τους μια ξεχωρίζει και
συνεχίζει το τραγούδι χωρίς λόγια.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΝΕΡΑΪΔΑ
Α! Αα!
Η ΝΕΡΑΪΔΑ
Αα! Φεγγοβολιά!
Ο Γιαννάκης βγαίνει από την κρυψώνα του, ορμάει και αρπάζει απ΄ τα μαλλιά της Νεράιδας του Βουνού το μαγνάδι. Η Νεράιδα προσπαθεί μάταια να τον τρομάξει αλλάζοντας πλάση. Του φανερώνεται πότε σαν θηρίο, πότε σα σαύρα, πότε σα φωτιά. Ο Γιαννάκης άτρομος κρατάει το μαγνάδι. Ακούγεται η λαλιά του πετεινού.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Ο πετεινός ελάλησε. Πάει η αδερφή μας.
Οι νεράιδες αποτραβιούνται τρομαγμένες και θλιμμένες.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Στη Νεράιδα μόλις μείνανε μόνοι με κάποια
περιφρόνηση και περηφάνια.
Συ είσαι η Νεράιδα του Βουνού;
ΝΕΡΑΪΔΑ
Ναι εγώ, τι θέλεις;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πρώτα το δαχτυλίδι να μου δώσεις
που μ΄ αδικιά μου ΄χεις αρπάξει.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Νύχτα καταραμένη μού ΄στησες τα βρόχια
και την κατάρα σου ακούω στα φυλλοκάρδια μου.
Όμως, μεσ΄ στα δυο μου μάτια πάντα θ΄ αχνολάμπει
ο αυγερινός κι ο αποσπερίτης. Να την πούλια!..
Του γυρίζει το δαχτυλίδι.
Σ΄ αφήνω γεια ψηλή κορφή και τιμημένη
σαν την αυγή προβάλλει ο ήλιος και δε μ΄ εύρει,
δώσ΄ του τα μαύρα νέφαλα για να φορέσει
τι εμένα κέρδισε της γης ο γιος και σέρνει
σκλάβα με σέρνει και γυναίκα του με παίρνει.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ε, τι θάρρεψες Νεράιδα
΄γω γυναίκα δεν σε θέλω
κι αν στα δυο σου μάτια
παίζει το φεγγάρι
μα στης καλής μου σμίγουν τα όνειρά μου.
Κι αν στ΄ αγέρινο μαγνάδι σου
κρέμετ΄ η πούλια κι ο αυγερινός
μα για μένα η πλάση ολάκερη
τελειώνει στη σαστική μου,
την Ερωφίλη.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Τότε τι ζητάς από εμένα;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ως την ψηλή κορφή ν΄ ανέβω.
Μονάχ΄ αυτό ζητώ.
Κει όπου πουλί δεν φτέρωσε,
μήτε το είδε ανθρώπου μάτι,
μεσ΄ των πάγων τ΄ ακατάλυτο
κρυστάλλινο παλάτι.
΄Κει με βια με φέρνει ο πόθος μου
με σέρνει κι η ψυχή μου.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Μη γυρεύεις παλικάρι τ΄ ακατόρθωτο
είν΄ ανήμπορ΄ οι θνητοί
ν΄ ανέβουν στο βουνό
που μονάχα ορίζει ο Ήλιος,
Ρήγας, Βασιλιάς
κι οι Νεράιδες, του αγέρα τα παιδιά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Δε με σκιάζει εμένα,
το ανέβασμα προς τα ψηλά
και στ΄ άφταστα να φτάσω δε δειλιάζω.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Ποιος είσαι συ
που αντίκρυ στέκεις
στη Μοίρα και στο Θάνατο;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
(Περήφανα)
Είμ΄ ο Γιαννάκης ο τραγουδιστής
της χήρας ο γιος
που το τραγούδι εγέμισα
στον παθητικό σκοπό
της γητεύτρας μου λύρας
μπαίνουνε στον ξωτικό χορό
ξωθιές ανεμοπόδες.
Μπαίνουνε μέσα οι Νεράιδες χορεύοντας και
τραγουδώντας.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Είν΄ ο Γιαννάκης ο τραγουδιστής.
Χρόνια σ΄ ακούω και σ΄ απαντέχω
γλυκέ τραγουδιστή.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Σε προσμένει πάντα και σε λαχταρά,
των ξωθιών η πλάση μ΄ ανοιχτά φτερά
στο χορό ν΄ απλώσει ώριο το κορμί
με του τραγουδιού σου την πλανεύτρα ορμή.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Θα ξανάρθω πάλι με πλήθια χαρά,
Ρήγισσα του ονείρου και καλοκυρά.
ΧΟΡΟΣ
Είν΄ ο Γιαννάκης, ο τραγουδιστής
χρόνια σ΄ ακούω και σ΄ απαντέχω,
γλυκιέ τραγουδιστή.
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ακουστή μόνο από το Γιαννάκη, ενώ οι
Νεράιδες χορεύουν ανάλαφρα.
Καλέ κι ακριβέ μου και τραγουδιστή
των ξωθιών λυράρη και ξεπλανευτή,
ο χαμός σε κράζει απ΄ το άγριο βουνό
που χυμά όλο λάμψη στο χλωμό ουρανό.
Ο Χορός ξεμακραίνει και χάνεται.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και τώρα Νεράιδα δείξε μου το δρόμο
θέλω τον Ήλιο ψηλά να χαιρετήσω.
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ε! Φύλακα του ονείρου σου
σκλάβε των καημών σου, μη ζητάς
όλο ψηλά να πετάς.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μη μ΄ αντισκόβεις γνώριμη φωνή
π΄ ακούω στην καρδιά μου,
πάμε Νεράιδα.
Ο Γιαννάκης και η Νεράιδα παρατούν τα ριζά του Βουνού και σιγά - σιγά χάνονται ανηφορίζοντας. Ενώ χάνονται, βγαίνει η Μάνα, τους κοιτάζει στοργικά, τους ευλογεί κι ύστερα φεύγει με αργά βήματα. Βγαίνουν μερικές Νεράιδες που προσκαλούν και τις άλλες σειώντας άσπρους πέπλους ενώ
ο Ήλιος αρχίζει να ξεπροβάλλει φωτίζοντας αχνά στην αρχή, πιο έντονα αργότερα τα σκοτάδια.
Ο Χορός των Νεράιδων έχει μαζευτεί στη σκηνή και σιγά - σιγά αρχίζει να χορεύει χαιρετώντας τον Ήλιο.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΡΑΪΔΩΝ
Η μέρα παίρνει και χαράζει
και τρεμοφέγγει ο αυγερινός
αρχίζει πια κι ασπρογαλλιάζει
το σκοτάδι σκορπά καπνός.
Κι ο Ήλιος άμα σ΄ αντικρίσει,
στα τάρταρα θα σε γκρεμίσει
νύχτα τυφλή, νύχτα θολή
με την πυρή φεγγοβολή.
Ήλιε μου και πυρήλιε μου
και κοσμογυριστή μου
πέφτουν οι αχτίδες σου φιλιά
μεσ΄ τα λυτά μαλλιά μου.
Οι Νεράιδες φεύγουν σιγά - σιγά χορεύοντας.
Ξεπροβάλλει ψηλά σε μια κορφή του Βουνού, όχι όμως την ψηλότερη, ο Γιαννάκης που τον οδηγάει η Νεράιδα τυλιγμένη στο μαγνάδι της.
Ο Γιαννάκης φαίνεται αποσταμένος και με μεγάλη δυσκολία προσπαθεί να προχωρήσει.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Απόστασα, Νεράιδα μου καρτέρα λίγο.
ΝΕΡΑΪΔΑ
Μην κλαις τραγουδιστή.
Την κορφή κι αν δεν είδες
κανένας άλλος δεν ανέβηκε ΄δω επάνω.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πεθαίνω, πού ΄ναι η Ερωφίλη;
Μάν΄ ακριβή μονάχο μη μ΄ αφήνεις!
ΝΕΡΑΪΔΑ
Πετώντας το πέπλο της εμφανίζεται μπρος στο Γιαννάκη με τη μορφή και τα ρούχα της Ερωφίλης.
Η Ερωφίλη! Δεν τη θωρείς μπροστά σου;
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Με έκσταση.
Η Ερωφίλη! Η Ερωφίλη!
Μπαίνουν πάλι οι Νεράιδες τραγουδώντας και χαιρετώντας τον Ήλιο ενώ η Μάνα, σα σκοτεινή οπτασία ορατή μόνο από το Γιαννάκη, παρουσιάζεται στου Βουνού τα ριζά θρηνώντας.
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου,
και κοσμογυριστή μου
πέφτουν οι αχτίδες σου φιλιά
μεσ΄ τα λυτά μαλλιά μου.
ΜΑΝΑ
Χρυσέ μου γιόκα
ολάκριβε τραγουδιστή.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ερωφίλη γλυκιά μου!
ΜΑΝΑ
Τραγουδιστή μου, τραγουδιστή μου ολάκριβε.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Σα χρυσή σάλπιγγα βουίζει στον αιθέρα.
ΜΑΝΑ
Ωιμένα, ωιμέ τραγουδιστή μου ολάκριβε.
Ωιμένα, ωιμέ.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ξύπνα Γιαννάκη
κι ο ήλιος προβάλλει.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Το κρυφό μας προσμένει παλάτι
σε μια θεία γαλήνη πνιχτό.
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Δεν τ΄ αντίκρισε ανθρώπου μάτι
για μας στέκει μονάχ΄ ανοιχτό.
ΧΟΡΟΣ
Κι ο Ήλιος άμα σ΄ αντικρίσει
στα τάρταρα θα σε γκρεμίσει
νύχτα τυφλή, νύχτα θολή.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΕΡΩΦΙΛΗ
Τη μακάρια θα πιω εκεί λήθη
το βαρύ μου θα σβήσω καημό
μα η αγάπη θα καίει στα στήθη
και δε θάχ΄ η φωτιά τελειωμό.
Ο Γιαννάκης γέρνει αποσταμένος στην αγκαλιά της Νεράιδας - Ερωφίλης ενώ ο Ήλιος προβάλλει ολόφεγγος. Οι Νεράιδες τον χαιρετάνε με τα μαγνάδια τους.
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε μου και πυρήλιε μου
και κοσμογυριστή μου.
Ήλιε μου, ω Ήλιε λαμπρέ.
Αυλαία
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ξημέρωμα Χριστουγέννων
Η πρόσοψη μιας χωριάτικης εκκλησίας, ξεχωρίζει με τα ολόφωτα παράθυρα μεσ΄ τη βαθιά νύχτα που κρατάει τριγύρα, ενώ στο βάθος φαίνονται τα βουνά και παρακάτω τα φωτισμένα σπίτια του χωριού. Όταν ανοίγει η αυλαία, η σκηνή είναι άδεια. Μόνο πότε - πότε μερικοί χωριάτες κατεβαίνουν το δρόμο από το χωριό και μπαίνουν στην εκκλησιά απ΄ όπου ακούγεται ο χορός που τραγουδάει τη βυζαντινή υμνωδία των Χριστουγέννων. Αργότερα, σιγά - σιγά, το σκοτάδι διαλύεται, το σύθαμπο της αυγής αρχίζει ν΄ απλώνεται, ώσπου στο τέλος του μέρους, με το θάνατο του Γιαννάκη,ξεπροβάλλει ο ήλιος φωτίζοντας πλατιά τη σκηνή.
ΧΟΡΟΣ
Μεσ΄ την εκκλησιά
Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.
Η Ερωφίλη και ο Κυριάκος φαίνονται να
κατεβαίνουν από το δρόμο του χωριού προς
την εκκλησιά.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ανήσυχη και ταραγμένη
Πατέρα,
δεν ξέρω απόψε πως δειλιάζω
σάμπως μιαν άγνωρη φοβέρα με τριγυρνάει.
Είν΄ η καρδιά μου έτσι σφιγμένη
πηχτό το χιόνι τη γη μαραίνει.
Μεσ΄ το σκοτάδι, άκου, ο Βοριάς βογκάει.
Της νύχτας δέρνεται η άγρια ψυχή.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ε, διώξε πια τις μαύρες έννοιες
απόψε επίσημη νυχτιά.
Χριστούγεννα γεμάτα θάμα
κι ανάερα μυστικό λυχνάρι
φέγγει ψηλά, μ΄ άχραντη λάμπη
το τρίλαμπρο άστρο στο σκοτάδι.
Φαίνεται η Μάνα που μπαίνει με την αγωνία απλωμένη στο πρόσωπό της.
Ωιμένα, ωιμένα τι μαύρη συφορά
που δεν έχει πια γιατρειά.
Το δαχτυλίδι είναι χαμένο
μεσ΄ απ΄ τον κόρφο μου πεσμένο
το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι.
Σβύσαν τ΄ ατίμητα πετράδια
που ανάτρομα αστράφταν σαν μάτια
σε θρήνο λαμπερό πεσμένα
το δαχτυλίδι, ωιμένα - ωιμένα.
Της Μοίρας άγρυπν΄ η οργή
που εξέσπασε βαριά σε μας,
για ν΄ αποσώσει ότ΄ είν΄ γραμμένο
της Μοίρας η άγρυπνη ποινή.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Μη δέρνεσαι έτσι, δύστυχη,
πάλι θε να το βρεις.
Οι πίκρες όλες θα διαβούν
κι ο γιος σου θε να γιάνει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Κοιτάζοντας προς το μέρος του χωριού
Ποιος είν΄ αυτός που τρέχει στο σκοτάδι;
ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Είν΄ ο Σωτήρης!
ΣΩΤΗΡΗΣ
Μπαίνοντας μ΄ ορμή.
Κακό μεγάλο μας βρήκε!
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΜΑΝΑ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ο Γιαννάκης!!!
ΣΩΤΗΡΗΣ
Ξωπίσω μου έρχεται τρεκλίζοντας στο σκότος.
Είναι ξυπνός μα παραλογισμένος
σάμπως να κοίτεται η ψυχή του διπλωμένη
σε βαθιά νυχτιά σε βάρυπνο μεθύσι.
ΜΑΝΑ
Ωιμένα, δυστυχιά μου!
Η Μάνα και η Ερωφίλη βγαίνουν τραβώντας προς το μέρος του χωριού.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Πες μου τώρα τι έτρεξε.
ΣΩΤΗΡΗΣ
Σ΄ άρρωστον ύπνο ΄μουν πεσμένος
σάμπως νεκρός, σαν μαγεμένος.
Μαύρα όνειρα πετώντας πλήθια
σαν όρνια μού ΄σκιζαν στα στήθια.
Ξυπνώντας, θάρρεψα πως είδα
μια καταχνιά ν΄ απλώνει γύρα
και σα στριγγός αλαλαγμός
ξεσπάε ο ξωτικός αχός!
Κι ήταν σαν άγρια, απόκοσμή φοβέρα
σαν ξώφρενο τραγούδι και χορός
κι αναταράζεται όλος ο αιθέρας
και το Γιαννάκη ακούω πέρα
ν΄ αγκομαχά, να παραδέρνει.
Ήταν κατάκρυος σα μνήμα
κι όλο ένα κλάμα τονε δέρνει.
Ξάφνου, σηκώνεται μ΄ ορμή
τη Μάνα πάει να βρει
κι όλο αυτήν αναζητεί
και μεσ΄ τα παραμιλητά του
ωιμέ! περνά η πνοή του θανάτου.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Κακιά ώρα σας χτύπησε, παιδί μου.
Η άγια μέρα να σας βοηθήσει.
Φαίνεται να κατεβαίνει το δρόμο του χωριού ο Γιαννάκης άρρωστος κι αποσταμένος ακουμπάει στη Μάνα και την Ερωφίλη.
ΓΑΝΝΑΚΗΣ
Μάνα, δεν άκουσες που σ΄ έκραζα
βγαίνω απ΄ την άναστρη νυχτιά
που απάνω μου η ίδια είχες ρίξει.
ΜΑΝΑ
Ωιμέ, τα λόγια σου με σφάζουν
φαρμάκι στην καρδιά σταλάζουν
όλα όσα λες γιε μου,
για σένα τα ΄χω καμωμένα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ξαστόχησες τη μαύρη κατάρα
που βάραινε το δαχτυλίδι
κι ήρθ΄ η Νεράιδα του Βουνού
και τ΄ άρπαξε κι εχάθη.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Ακόμα, αλί, παραμιλά
και σφραγισμένη κλαίει η ψυχή του
σ΄ άσειστο βύθος ξωτικού ύπνου.
ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ακόμα, αλί, παραμιλά!
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Μα εγώ τη Νεράιδα την ηύρα
κι εκεί με βια ξανά της πήρα
το δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι.
Μα ωιμέ, στην άγγιχτη κορφή
που ο ήλιος σύφλογος πεζεύει
δεν έφτασα ν΄ ανέβω
δεν πρόφτασα να δω.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Αγάλια φέρτε τον στην εκκλησιά
μήπως ξορκίσει το κακό.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τ΄ άρρωστο απόστασε κορμί μου.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, λίγο πιο πέρα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Οι πάγοι μού ΄φραξαν το διάβα
και μου παγώσαν την καρδιά.
ΜΑΝΑ
Πάλι, χρυσέ, θα γιάνεις.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Αλλοί, και πάλι παραμιλά!
ΜΑΝΑ
Κι όλα θα ξεχαστούνε.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ωιμέ ποτές μου δε θα σβήσω
στον άσωστό μου καημό.
ΜΑΝΑ
Θα σβήσει ο καημός σου.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, σιμά.
ΜΑΝΑ
Έλα, χρυσέ.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Και λυτρωτή θα καρτερέψω
το θάνατό μου εδώ!
ΜΑΝΑ
Σώπα. Οι καμπάνες Χριστούγεννα
κράζουν σε λίγο εδώ.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Ωιμέ, Θανάτου βογκητό γροικώ.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Τ΄ άρρωστο απόστασε κορμί μου.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Έλα, καλέ μου, λίγο ακόμα
και μας προσμένει η ζέστα και το φως.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ναι, μας προσμένει η ζέστα και το φως.
Ο Γιαννάκης κάνει μερικά βήματα προς την εκκλησία. Στέκεται αποκαμωμένος και πέφτει στην αγκαλιά της Ερωφίλης.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Γλυκιά Νεράιδα, δεν μπορώ ν΄ ανέβω πια
δε θα προφτάσω του Ήλιου τη φεγγοβολιά
της ζήσης μου η πηγή στερεύει
και σαν πουλί η καρδιά παλεύει
στα χέρια του θανάτου.
Στηρίζεται στο κατώφλι της εκκλησιάς.
Ακούγεται η ψαλμωδία. Ο Γιαννάκης την
παρακολουθεί εκστατικός και όλοι ενώνουνε μ΄
ευλάβεια την προσευχή τους.
ΧΟΡΩΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.
ΕΡΩΦΙΛΗ - ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Σπλαχνίσου, Παρθένα, Μάνα γλυκιά!
Φανού, Παρθένα, σπλαγχνικιά.
Παρηγοριά χύσε στον καημό μας.
Μάνα γλυκιά φανού σπλαγχνικιά!
Σε σένα μόνο ελπίζω
Παρθένα, Παρθένα γλυκιά μας.
ΜΑΝΑ - ΣΩΤΗΡΗΣ - ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Παρθένα, Παρθένα σπλαγχνίσου
και γιάνε το παιδί σου.
Μάνα γλυκιά, φανού σπλαγχνικιά!
Σπλαγχνίσου, Μάνα γλυκιά,
σε σένα μόνο ελπίζω.
Μάνα φανού σπλαγχνικιά.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Αχ! Τι γλυκιά ψαλμουδιά
γεμίζει μου την καρδιά!
ΕΡΩΦΙΛΗ
Λίγη Γιαννάκη κάνε απομονή
πάλι θα γιάνεις.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Κλειούνε τα μάτια μου και ακούω τη μυρουδιά.
Λούσε με, μάγεψέ με, κοίμισέ με,
κοίμισέ με στη χιλιομύριστή σου την ποδιά
και πες εκείνο που δε λέμε.
Σαν όνειρο ας μου έρθει ο λόγος σου
γιγάντιος κόσμος δε θα γκρεμιστεί
δε θα φκιαστεί
μόνο η σκιά βεργόλιγνου κυπαρισσιού
θα πέσει επάνω μου πιστή.
Πιστή, γιατί όνειρο κι αυτή μαζί θα φύγει.
Μ΄ από της μυρουδιάς σου το μεθύσι
ω ζάλη, ω γλύκα απέραντη,
ποιος σ΄ είπε λίγη!
Του χάρου η σάλπιγγα θα με ξυπνήσει.
Ο Γιαννάκης κάνει μερικά βήματα και πέφτει νεκρός.
Η Ερωφίλη τρέχει κοντά του.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Γιαννάκη!
Ο Γιαννάκης σηκώνει το χέρι του, όπου λάμπει το δαχτυλίδι και το ακουμπάει στο στήθος της Ερωφίλης.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Το Δαχτυλίδι!
ΜΑΝΑ
Πέφτοντας πάνω στο Γιαννάκη τον μοιρολογάει.
Γιόκα μου, γιόκα μου.
Έδωκες την αρρεβώνα της νιότης, γλυκέ μου.
Γιόκα μου σού ΄πρεπε,
τέτοια νύφη σού ΄πρεπε.
Πού ΄σαι, χρυσέ μου, να την πάρεις;
Δική σου είναι και σε θέλει.
Μη φεύγεις, ξανθέ μου,
κι η νύφη σου σε θέλει.
Γύρνα, γύρνα, ξανθέ μου.
Γύρνα!.. Πάει!..
Ενώ γονατιστή η Μάνα θρηνεί γοερά αγκαλιάζοντας τ΄ άψυχο κορμί του γιου της, οι καμπάνες της Εκκλησιάς χτυπάνε της απόλυση κι ο κόσμος αρχίζει να βγαίνει χαρούμενος και γιορταστερός.
ΧΟΡΟΣ
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου! Ax!
Ξαφνιάζονται βλέποντας το Γιαννάκη νεκρό και σταματάνε.
Η αυλαία κατεβαίνει αργά.
ΤΕΛΟΣ
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ
Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2007
ΤΟ ΜΟΥΣΙ
Αφήνω μούσι. Γνωρίζω τις αντιδράσεις. Τις έχω έτοιμες στο μυαλό μου, και ετοιμάζω τις απαντήσεις. Την άμυνά μου δηλαδή. Πιθανολογώ τις ενστάσεις, που κυμαίνονται από την αδιαφορία, που είναι κι αυτή μια μορφή αντίδρασης, μέχρι την ακραία αποστροφή, η οποία εκφράζεται με την απαξίωση της ενέργειάς μου.
Ετοιμάζω τα επιχειρήματά μου για να μη βρεθώ εξ απήνης, όταν ο αδιάκριτος συνομιλητής μου, αμφισβητήσει την επιλογή μου, είτε σαν κριτής της αισθητικής μου, είτε σαν αυτεπάγγελτος κατήγορος , της εξ απορρήτου ιδιοτελούς προσπάθειας αλλαγής της εμφάνισής μου, της έτσι ή αλλιώς αποθαρρυντικής μέχρι στιγμής εμβέλειας μου, σε ακαταμάχητη γοητεία, που ως γνωστόν αποτελεί την κυρίαρχη αξία στους κύκλους των γυναικών. Πρέπει να ομολογήσω ότι η φύση δεν με προίκισε με πλούσια κόμη, αθλητικό, καλογυμνασμένο σώμα, ευρύστερνο στήθος, καλοφτιαγμένους μηρούς, και μόνο με μερεμέτια μπορώ,ενδεχομένως, σκέφτομαι, να ρετουσάρω τη φάτσα μου. Όχι βέβαια σ’εκείνα τα αποκρουστικά ινστιτούτα αισθητικής, που άλλωστε χρήματα για να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις τους, αλλά με παρεμβάσεις, που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου, και την τσέπη μου.
Ετοιμάζω λοιπόν τα επιχειρήματά που θα αποστομώσουν τους αμφισβητίες της επιλογής μου και ετοιμάζομαι να εισβάλλω, οιστρήλατος, στα χωρικά τους ύδατα. Τα επιχειρήματά μου τα ταξινομώ ανάλογα με την κοινωνική, πολιτική, καλλιτεχνική τοποθέτηση του αδιάκριτου συνομιλητή μου. Γιατί τους γνωρίζω όλους αυτούς τους τιμητές και υπερασπιστές των αξιών που θρέφουν την χαμοζωή τους, και νανουρίζονται, καλοβολεμένοι, στην αγκαλιά της εφησυχασμένης αυτάρκειας τους. Βέβαια, λέω, το θηλυκό γένος, ανεξαρτήτου τοποθέτησης, περιχαρακωμένο στην υποκριτική κοινωνική σύμβαση που τρέφει το ρόλο του, δεν θα ρωτούσε για την ξαφνική αλλαγή του προσώπου μου, αλλά θα θεωρούσε δεδομένο το αποτέλεσμα και δεν επενέβαινε στη ροή της προβλέψιμης ζωής μου, που μεταξύ μας, θεωρώ ότι είναι και πρέπον. Εδώ θα άφηνα τη σεμνότητά μου να αποκαλύψει την ακεραιότητα του χαρακτήρα μου και πλήρης αυτογνωσίας, θα άφηνα το βλέμμα μου να προσκρούσει στο δάπεδο που θα με φιλοξενεί.
Αν λοιπόν ο αυτόκλητος εκτιμητής της προσωπικής μου φυσιογνωμίας ήταν ένας από τα εκατομμύρια αγανακτισμένους πολίτες της κρατικής αναλγησίας και οπαδός των ανευ όρων και ανευ ορίων αποκαλύψεων της διαφθοράς, θα ανέφερα σαν πρότυπό μου, τον αδέκαστο πρωτεργάτη της δημοσιoγραφικής έρευνας, Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Σ’αυτούς που θα ανησυχούσαν για τη δημόσια εικόνα μου, ικανής να απομακρύνει από το πεδίο εμβέλειας μου, το πλήθος των ευτραφών, απαραίτητων υποστηρικτών του οράματός μας για διαρκή επιτυχία, θα επικαλεστώ τους παρουσιαστές ειδήσεων, Βίκτωρα Βλαχογιάννη, Tάκη Σπηλιωπουλο, που αξιοπρεπείς καθώς είναι τιμούν την εικόνα του μέσου. Δεν κλείνει κανείς την τηλεόραση ή αλλάζει κανάλι, γιατί αυτός που μιλάει έχει μούσι. Αν στριμωχτώ θα αξιοποιήσω τον Γιάννη Λομβέρδο, τον υπέρμαχο της πολιτικής ορθότητας, ή τον ακαταμάχητο Κακαουνάκη, που αποστομώνει τους συνομιλητές τους, χαιδεύοντας διαρκώς το γοητευτικό μούσι του, δείγμα της αντιεξουσιαστικής συνείδησης του. Βέβαια, σκέφτομαι, σαν παλιοκαραβάνα που είμαι, το μούσι λόγω της σημειολογικής του σημασίας, ταυτιζόμενο με την επαναστατικότητα, δεν βρίσκει την πολιτική του έκφραση, σε στελέχη παραθυρόγνωστα, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Λουκάς Αποστολίδης ή Θόδωρος Κασίμης είναι πρότυπα που θα ήθελα να μοιάσω.
Στην αριστερά τα πράγματα είναι ευκολότερα. Ως γνωστόν η ιστορία τους είναι το μέλλον της. Μόνο το όνομα του Μαρξ να αναφέρω ή την ακραία εκδοχή της, που σήμερα σπάζει ταμεία, Άρης Βελουχιώτης, όλα θα γίνονταν απλά. Γιατί, τι να ξεθάβουμε τώρα, τον Λαφαζάνη; Για να μην αφήσω παραπονεμένους τους ανένταχτους αριστερούς, θα ψιθύριζα, το αιώνιο σύμβολό τους, Τσε, κι ο νοών νοήτω.
Ο καλλιτεχνικός χώρος χωρίζεται σε πολλές κατηγορίες. Στον κινηματογράφο, ο βραβευθής με τρία Όσκαρ, Ράσελ Κρόου, ήταν ακαταμάχητο και μη αμφισβητήσιμο επιχείρημα . Εδώ είχα κερδίσει χωρίς αγώνα, γιατί ο πιο σέξυ άντρας του 2001, είναι εκτός συναγωνισμού. Τα ειρωνικά χαμόγελα πίσω από την πλάτη μου, δεν ήθελα ούτε να τα φανταστώ, αν και δω που τα λέμε, εγώ δεν λειτουργούσα με πρότυπα ταύτισης, αλλά αποδοχής.
Στο χώρο της ζωγραφικής δεν είχα αντίπαλο, γιατί δεν είχα φίλους. Αλλά επειδή δεν ξέρεις καμμιά φορά, για να κατακεραυνώσω την αμετροέπεια του αναξιοπαθούντος, στην προκειμένη περίπτωση, συνομιλητή μου, περισσότερο όμως για να εντυπωσιάσω το παρακείμενο ακροατήριο, που σαν το μέλισσα μαζεύεται στο άνθος, απρόσκλητο, μετέφερα στα Temporary files του μυαλού μου τα ονόματα των Ροντέν, Καραβάτζο, Ρενουάρ.
Στους λογοτεχνικούς κύκλους δεν κάνουν τέτοιες αδιάκριτες ερωτήσεις. Η καλλιέργεια του εσωτερικού τους κόσμου, δεν τους επιτρέπει να καταφεύγουν στην προσπάθεια κατανόησης ενεργειών των εμψύχων όντων, τόσο πεζών και καθημερινών, θεωρώντας ότι μόνο ο λογοτεχνικός τους ήρωας συμπυκνώνει όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις και ιδιότητες. Το δικό τους δημιούργημα δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η ανθρωπότητα, συνεχίζοντας το έργο των μεγάλων συγγραφέων, με το μερίδιο φυσικά που τους αναλογεί, και πέραν αυτού ουδέν. Το παράδειγμα του Χεμινγουαίη δεν πρόβαλε επαρκώς την αυταρέσκειά μου, γιαυτό άλλωστε δεν τα έκανα όλα; Ο Μούζιλ που θα δημιουργούσε κάποια αίσθηση δεν γνώριζα το πρόσωπό του, αλλά μήπως κι εκείνοι το γνώριζαν; Ο Παλαμάς θα μ’έριχνε στο βάραθρο των παραδοσιακών νοσταλγών και την περιφρόνηση των μεταμοντέρνων αναγνωστών του Ντεριντά και του Βέλτσου .Ο Σαχτούρης θα ήταν κάποια λύση, απαγγέλοντας μάλιστα το τετράστιχο:
Στα νησιά που δεν μπόρεσα
Να πάω
Πέταξε και πήγε
Ο Άγιος-πεταλούδα
Στη μουσική βέβαια υπήρχαν σκόπελοι. Εδώ όλοι κάτι έχουμε ακούσει, κάτι έχει πιάσει το αυτί μας. Ποιος δεν έχει ακούσει, το όνομα εννοώ, Μπετόβεν, Μπαχ, Σοπέν. Τι διάολο, άδικα πήγαν τόσες προσφορές των εφημερίδων, τόσες διαφημήσεις στην τηλεόραση; Αλλά, λέω μέσα μου, ποιος σήμερα, τον 21ο αιώνα , θέλει να μοιάσει ,φυσιογνωμικά, στον Λίστ; Ούτε κι εγώ ο ίδιος. Να μοιάσουν του Πλούταρχου, του Λιβιεράτου, ναι, το καταλαβαίνω. Μα πως δεν το σκέφτηκα προηγουμένως; Wild look. Μούσι τεσσάρων ή πέντε ημερών.Το ακράδαντο επιχείρημά μου. Ποιός μπορεί να με αμφισβητήσει, όταν αυτό που κάνω το έχει κάνει και ο Σεργιανόπουλος .
Αυτό είναι το ακατάρριπτο, θεμελιώδες επιχείρημά μου. Λιβιεράτος. Συμπεριλαμβάνει τα πάντα, διαπερνά όλο τον κοινωνικό ιστό. Ενώνει τάξεις, πολιτικές, ιδεολογίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις. Το πρότυπο της εφήμερης ζωής μας. Αυτό δεν ονειρευόμαστε, κι αν όχι, γιατί μας τα σερβίρουν διαρκώς οι «σκατοκουράδες» της εξουσίας. Γιατί βασανιζόμουν λοιπόν; Η αποδοχή θα ήταν ολοκληρωτική. Και δεν θέλω αντιρρήσεις. Έτσι;
Ετοιμάζω τα επιχειρήματά μου για να μη βρεθώ εξ απήνης, όταν ο αδιάκριτος συνομιλητής μου, αμφισβητήσει την επιλογή μου, είτε σαν κριτής της αισθητικής μου, είτε σαν αυτεπάγγελτος κατήγορος , της εξ απορρήτου ιδιοτελούς προσπάθειας αλλαγής της εμφάνισής μου, της έτσι ή αλλιώς αποθαρρυντικής μέχρι στιγμής εμβέλειας μου, σε ακαταμάχητη γοητεία, που ως γνωστόν αποτελεί την κυρίαρχη αξία στους κύκλους των γυναικών. Πρέπει να ομολογήσω ότι η φύση δεν με προίκισε με πλούσια κόμη, αθλητικό, καλογυμνασμένο σώμα, ευρύστερνο στήθος, καλοφτιαγμένους μηρούς, και μόνο με μερεμέτια μπορώ,ενδεχομένως, σκέφτομαι, να ρετουσάρω τη φάτσα μου. Όχι βέβαια σ’εκείνα τα αποκρουστικά ινστιτούτα αισθητικής, που άλλωστε χρήματα για να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις τους, αλλά με παρεμβάσεις, που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου, και την τσέπη μου.
Ετοιμάζω λοιπόν τα επιχειρήματά που θα αποστομώσουν τους αμφισβητίες της επιλογής μου και ετοιμάζομαι να εισβάλλω, οιστρήλατος, στα χωρικά τους ύδατα. Τα επιχειρήματά μου τα ταξινομώ ανάλογα με την κοινωνική, πολιτική, καλλιτεχνική τοποθέτηση του αδιάκριτου συνομιλητή μου. Γιατί τους γνωρίζω όλους αυτούς τους τιμητές και υπερασπιστές των αξιών που θρέφουν την χαμοζωή τους, και νανουρίζονται, καλοβολεμένοι, στην αγκαλιά της εφησυχασμένης αυτάρκειας τους. Βέβαια, λέω, το θηλυκό γένος, ανεξαρτήτου τοποθέτησης, περιχαρακωμένο στην υποκριτική κοινωνική σύμβαση που τρέφει το ρόλο του, δεν θα ρωτούσε για την ξαφνική αλλαγή του προσώπου μου, αλλά θα θεωρούσε δεδομένο το αποτέλεσμα και δεν επενέβαινε στη ροή της προβλέψιμης ζωής μου, που μεταξύ μας, θεωρώ ότι είναι και πρέπον. Εδώ θα άφηνα τη σεμνότητά μου να αποκαλύψει την ακεραιότητα του χαρακτήρα μου και πλήρης αυτογνωσίας, θα άφηνα το βλέμμα μου να προσκρούσει στο δάπεδο που θα με φιλοξενεί.
Αν λοιπόν ο αυτόκλητος εκτιμητής της προσωπικής μου φυσιογνωμίας ήταν ένας από τα εκατομμύρια αγανακτισμένους πολίτες της κρατικής αναλγησίας και οπαδός των ανευ όρων και ανευ ορίων αποκαλύψεων της διαφθοράς, θα ανέφερα σαν πρότυπό μου, τον αδέκαστο πρωτεργάτη της δημοσιoγραφικής έρευνας, Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Σ’αυτούς που θα ανησυχούσαν για τη δημόσια εικόνα μου, ικανής να απομακρύνει από το πεδίο εμβέλειας μου, το πλήθος των ευτραφών, απαραίτητων υποστηρικτών του οράματός μας για διαρκή επιτυχία, θα επικαλεστώ τους παρουσιαστές ειδήσεων, Βίκτωρα Βλαχογιάννη, Tάκη Σπηλιωπουλο, που αξιοπρεπείς καθώς είναι τιμούν την εικόνα του μέσου. Δεν κλείνει κανείς την τηλεόραση ή αλλάζει κανάλι, γιατί αυτός που μιλάει έχει μούσι. Αν στριμωχτώ θα αξιοποιήσω τον Γιάννη Λομβέρδο, τον υπέρμαχο της πολιτικής ορθότητας, ή τον ακαταμάχητο Κακαουνάκη, που αποστομώνει τους συνομιλητές τους, χαιδεύοντας διαρκώς το γοητευτικό μούσι του, δείγμα της αντιεξουσιαστικής συνείδησης του. Βέβαια, σκέφτομαι, σαν παλιοκαραβάνα που είμαι, το μούσι λόγω της σημειολογικής του σημασίας, ταυτιζόμενο με την επαναστατικότητα, δεν βρίσκει την πολιτική του έκφραση, σε στελέχη παραθυρόγνωστα, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Λουκάς Αποστολίδης ή Θόδωρος Κασίμης είναι πρότυπα που θα ήθελα να μοιάσω.
Στην αριστερά τα πράγματα είναι ευκολότερα. Ως γνωστόν η ιστορία τους είναι το μέλλον της. Μόνο το όνομα του Μαρξ να αναφέρω ή την ακραία εκδοχή της, που σήμερα σπάζει ταμεία, Άρης Βελουχιώτης, όλα θα γίνονταν απλά. Γιατί, τι να ξεθάβουμε τώρα, τον Λαφαζάνη; Για να μην αφήσω παραπονεμένους τους ανένταχτους αριστερούς, θα ψιθύριζα, το αιώνιο σύμβολό τους, Τσε, κι ο νοών νοήτω.
Ο καλλιτεχνικός χώρος χωρίζεται σε πολλές κατηγορίες. Στον κινηματογράφο, ο βραβευθής με τρία Όσκαρ, Ράσελ Κρόου, ήταν ακαταμάχητο και μη αμφισβητήσιμο επιχείρημα . Εδώ είχα κερδίσει χωρίς αγώνα, γιατί ο πιο σέξυ άντρας του 2001, είναι εκτός συναγωνισμού. Τα ειρωνικά χαμόγελα πίσω από την πλάτη μου, δεν ήθελα ούτε να τα φανταστώ, αν και δω που τα λέμε, εγώ δεν λειτουργούσα με πρότυπα ταύτισης, αλλά αποδοχής.
Στο χώρο της ζωγραφικής δεν είχα αντίπαλο, γιατί δεν είχα φίλους. Αλλά επειδή δεν ξέρεις καμμιά φορά, για να κατακεραυνώσω την αμετροέπεια του αναξιοπαθούντος, στην προκειμένη περίπτωση, συνομιλητή μου, περισσότερο όμως για να εντυπωσιάσω το παρακείμενο ακροατήριο, που σαν το μέλισσα μαζεύεται στο άνθος, απρόσκλητο, μετέφερα στα Temporary files του μυαλού μου τα ονόματα των Ροντέν, Καραβάτζο, Ρενουάρ.
Στους λογοτεχνικούς κύκλους δεν κάνουν τέτοιες αδιάκριτες ερωτήσεις. Η καλλιέργεια του εσωτερικού τους κόσμου, δεν τους επιτρέπει να καταφεύγουν στην προσπάθεια κατανόησης ενεργειών των εμψύχων όντων, τόσο πεζών και καθημερινών, θεωρώντας ότι μόνο ο λογοτεχνικός τους ήρωας συμπυκνώνει όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις και ιδιότητες. Το δικό τους δημιούργημα δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η ανθρωπότητα, συνεχίζοντας το έργο των μεγάλων συγγραφέων, με το μερίδιο φυσικά που τους αναλογεί, και πέραν αυτού ουδέν. Το παράδειγμα του Χεμινγουαίη δεν πρόβαλε επαρκώς την αυταρέσκειά μου, γιαυτό άλλωστε δεν τα έκανα όλα; Ο Μούζιλ που θα δημιουργούσε κάποια αίσθηση δεν γνώριζα το πρόσωπό του, αλλά μήπως κι εκείνοι το γνώριζαν; Ο Παλαμάς θα μ’έριχνε στο βάραθρο των παραδοσιακών νοσταλγών και την περιφρόνηση των μεταμοντέρνων αναγνωστών του Ντεριντά και του Βέλτσου .Ο Σαχτούρης θα ήταν κάποια λύση, απαγγέλοντας μάλιστα το τετράστιχο:
Στα νησιά που δεν μπόρεσα
Να πάω
Πέταξε και πήγε
Ο Άγιος-πεταλούδα
Στη μουσική βέβαια υπήρχαν σκόπελοι. Εδώ όλοι κάτι έχουμε ακούσει, κάτι έχει πιάσει το αυτί μας. Ποιος δεν έχει ακούσει, το όνομα εννοώ, Μπετόβεν, Μπαχ, Σοπέν. Τι διάολο, άδικα πήγαν τόσες προσφορές των εφημερίδων, τόσες διαφημήσεις στην τηλεόραση; Αλλά, λέω μέσα μου, ποιος σήμερα, τον 21ο αιώνα , θέλει να μοιάσει ,φυσιογνωμικά, στον Λίστ; Ούτε κι εγώ ο ίδιος. Να μοιάσουν του Πλούταρχου, του Λιβιεράτου, ναι, το καταλαβαίνω. Μα πως δεν το σκέφτηκα προηγουμένως; Wild look. Μούσι τεσσάρων ή πέντε ημερών.Το ακράδαντο επιχείρημά μου. Ποιός μπορεί να με αμφισβητήσει, όταν αυτό που κάνω το έχει κάνει και ο Σεργιανόπουλος .
Αυτό είναι το ακατάρριπτο, θεμελιώδες επιχείρημά μου. Λιβιεράτος. Συμπεριλαμβάνει τα πάντα, διαπερνά όλο τον κοινωνικό ιστό. Ενώνει τάξεις, πολιτικές, ιδεολογίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις. Το πρότυπο της εφήμερης ζωής μας. Αυτό δεν ονειρευόμαστε, κι αν όχι, γιατί μας τα σερβίρουν διαρκώς οι «σκατοκουράδες» της εξουσίας. Γιατί βασανιζόμουν λοιπόν; Η αποδοχή θα ήταν ολοκληρωτική. Και δεν θέλω αντιρρήσεις. Έτσι;
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2007
Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ;
Την περασμένη Κυριακή δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Βιβλία» της εφημερίδας «Το Βήμα», ένα κείμενο του κ. Μπακουνάκη με τίτλο «Η τυραννία των ηλιθίων».
Το κείμενο δεν έτυχε απάντησης, όσο γνωρίζω, από κανένα, ακόμα και από bloggers, είτε από εκείνους που αναμένουν πότε θα τους καλέσει κάποιος εκδοτικός οίκος για να δημοσιεύσει τα κείμενά τους είτε από αυτούς που η αγωνία τους προσδιορίζεται από τη κατάθεση κάποιας κριτικής αποτίμησης του έργου τους, αρνητικής ή θετικής, δεν έχει σημασία, από τους συνεργαζόμενους με τα μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, αλλά ούτε και από το δημοσιογραφικό συνάφι, που αμφιβάλλω αν διαβάζει τι γράφουν οι συνάδελφοί τους, αν δεν αναφέρονται σε αυτούς.
Ο απαξιωτικός τρόπος που αναφέρεται ο κ. Μπακουνάκης στους bloggers, μου δίνει την αφορμή να γράψω τη γνώμη μου, όχι βέβαια για να υπερασπιστώ το συνάφι μου, αλλά να υποστηρίξω του λόγους για τους οποίους γράφω στο blog.
Βέβαια υπάρχει αίσθημα αποξένωσης, πλήξης, και περιθωροποίησης. Αυτό είναι η αιτία που με κάνει να γράψω μια πρόταση. Αν δεν υπήρχαν αυτά, θα συζητούσα ανούσια με φίλους, θα παρακολουθούσα τηλεόραση, θα έπαιζα στοίχημα, χαρτιά στο καφενείο, θα παρακολουθούσα βιντεοταινίες, κλπ. Την μοναξιά και την πλήξη την κουβαλάει κανείς μόνος του, εν δυνάμει, από την μέρα της ύπαρξής του. Είναι αυτό που τον διαμορφώνει και τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Είναι η ταυτότητά του. Η έκφραση αυτής της πλήξης, σε τοποθετεί είτε στον μικρόκοσμο που εσύ επιλέγεις, άρα η καταναλωτική περιθωριοποίηση παραμονεύει, είτε σε ρίχνει στη μαζικότητα της κοινωνικής συμμετοχής, άρα η αποδοχή σου νομιμοποιημένη από τα κριτήρια του κοινωνικού ελέγχου, ορίζει την αναγνωρισιμότητα σου ως στοιχείο επικύρωσης του ρυθμιστικού της ρόλου.
Αυτό που με ενδιαφέρει λοιπόν είναι να βγάλω από μέσα μου, την αδιαφορία μου γι' αυτόν τον τρόπο ζωής, που εκλαμβάνει την συμμετοχή μας σε αυτόν, σαν διαρκώς ελεγχόμενη κοινωνική προσαρμογή. Διέξοδο μου δίνει το άσπρο του υπολογιστή, που πρέπει να το γεμίσω, με όσα άστοχα ή εύστοχα έχω κατά καιρούς γράψει. Τα δημοσιεύω λοιπόν στο διαδίκτυο γιατί με βαραίνουν, πιέζουν την ύπαρξή μου, ανακυκλώνονται διαρκώς μέσα μου, παγιδεύοντας τη σκέψη μου, νοιώθοντας ανήμπορος να προχωρήσω, να δω τον κόσμο με φρέσκο βλέμμα. Η κατάθεση λοιπόν των εμμονών μου, είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσω τον κόσμο, όπως εγώ τον προσλαμβάνω, από τις εισόδους που έχω προκρίνει. Η προσπάθεια αυτή δεν με ενδιαφέρει αν είναι εκτόνωση ή έκφραση. Αυτή η ιδιωτική προσπάθεια γίνεται επικοινωνία, όταν συναντάς ανθρώπους που είναι ετοιμοι να δεχθούν την ατομικότητά σου, δίχως τους φόβους και περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνική συμβατικότητα. Αυτό δίνει την απαραίτητη διακριτικότητα στο είδος επικοινωνίας που τόσο πολύ καταδικάζει ο κ.Μπακουνάκης. Βέβαια για τον κ.Μπακουνάκη αυτό λέγεται εκτόνωση, και ορίζεται απαξιωτικά σε σχέση με την έκφραση. Η οποία έκφραση στοιχειολογείται ως η προσπάθεια, η θυσία, το ολοκληρωτικό δόσιμο σε αυτό που κάνεις, το συναίσθημα της ταραχής της τέχνης.
Το είδος όμως που προκρίνει ο κ. Μπακουνάκης, το οποίο, προς το παρόν, αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο της διακίνησης των ιδεών, περνά από εμπορικούς οίκους που επιβραβεύουν, σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου, την έκφραση όπως αυτή ορίζεται από τον κ. Μπακουνάκη. Γνωρίζουμε όμως, ότι ο ρόλος των εκδοτικών οίκων, και των υπαλλήλων τους, δεν είναι απλά να νομιμοποιήσουν την ελίτ των δημιουργών, που ξεφεύγουν από τον πολτό των ΜΜΕ, διαχωρίζοντας τα σκουπίδια από την δημιουργική αξία, αλλά και το κέρδος, με ότι αυτό επιφυλλάσει για την πρόκριση εντύπων, πια, σκουπιδιών. Η εξουσιαστική, λοιπόν, λογική, του κ.Μπακουνάκη καταδικάζει την δυνατότητα του αναγνωστικού κοινού, να κρίνει πρωτοτύπως την εκτόνωση ή την δημιουργία, αδιάφορο, ονομάζοντας την προσπάθεια αυταρχικά και αβίαστα «φαινομενική συλλογικότητα της επικοινωνίας», ορίζοντας ποιο είναι άξιο να διαβαστεί και να προκριθεί στην αναγνωστική συνείδηση. Παρουσιάζει τους εκδοτικούς οίκους μοναδικό, κυρίαρχο και οριστικό πεδίο νομιμοποίησης της έκφρασης. Το εξουσιαστικό αυτό μοντέλο, συσχετίζεται με την «πραγματική δημοκρατία», προκρίνοντας την αγορά σαν κριτή της λογοτεχνικής, εν προκειμένω, έκφρασης, επικυρωμένο από τους δείχτες αποδοχής και πρόσληψης του προιόντος απο το αναγνωστικό κοινό, απέναντι στην «δημοκρατία της ψευδαίσθησης» των ηλεκτρονικών μέσων.
Η βελτίωση λοιπόν της λογοτεχνίας θα έρθει, κατά τον κ.Μπακουνάκη, μέσω της ακραιφνούς και αμόλυντης αξιολόγησης των δημιουργών από τους επιμελητές των εκδοτικών οίκων, που από αγάπη για την λογοτεχνία, προκρίνουν λογοτέχνες οι οποίοι στηρίζουν τις αισθητικές τους προτιμήσεις , συναντώντας ένα κοινό που επικυρώνει αβίαστα τις επιλογές τους. Είμαστε πλέον σίγουροι ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός στον χώρο του βιβλίου θα βελτιώσει το προιόν, η «πραγματική δημοκρατία» της αγοράς είναι ο οδηγός της έκφρασης και της δημιουργίας. Η παρουσία λοιπόν καλλιτεχνών που «ρισκάρουν» παρευρισκόμενοι σε τηλεοπτικές εκπομπές ποικίλου είδους, κοσμικές συνταντήσεις, πρεμιέρες θεατρικών έργων, γκαλερί, που αφιερώνονται στη «χίμαιρα» της κοινωνικής καταξίωσης, δίνοντας δυναμικό παρόν σε περιοδιά life style, εκδηλώσεις βιβλιοπωλείων κλπ , είναι απαραίτητος όρος για τον διαχωρισμό τους από τον πολτό της «ψευδαίσθησης» και της «δημοκρατίας του μάταιου», απέναντι στους ανώνυμους του διαδικτύου, που όμως εμείς τους χρειαζόμαστε για να αισθανόμαστε καλά.
Ο απαξιωτικός τρόπος που αναφέρεται ο κ. Μπακουνάκης στους bloggers, μου δίνει την αφορμή να γράψω τη γνώμη μου, όχι βέβαια για να υπερασπιστώ το συνάφι μου, αλλά να υποστηρίξω του λόγους για τους οποίους γράφω στο blog.
Βέβαια υπάρχει αίσθημα αποξένωσης, πλήξης, και περιθωροποίησης. Αυτό είναι η αιτία που με κάνει να γράψω μια πρόταση. Αν δεν υπήρχαν αυτά, θα συζητούσα ανούσια με φίλους, θα παρακολουθούσα τηλεόραση, θα έπαιζα στοίχημα, χαρτιά στο καφενείο, θα παρακολουθούσα βιντεοταινίες, κλπ. Την μοναξιά και την πλήξη την κουβαλάει κανείς μόνος του, εν δυνάμει, από την μέρα της ύπαρξής του. Είναι αυτό που τον διαμορφώνει και τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Είναι η ταυτότητά του. Η έκφραση αυτής της πλήξης, σε τοποθετεί είτε στον μικρόκοσμο που εσύ επιλέγεις, άρα η καταναλωτική περιθωριοποίηση παραμονεύει, είτε σε ρίχνει στη μαζικότητα της κοινωνικής συμμετοχής, άρα η αποδοχή σου νομιμοποιημένη από τα κριτήρια του κοινωνικού ελέγχου, ορίζει την αναγνωρισιμότητα σου ως στοιχείο επικύρωσης του ρυθμιστικού της ρόλου.
Αυτό που με ενδιαφέρει λοιπόν είναι να βγάλω από μέσα μου, την αδιαφορία μου γι' αυτόν τον τρόπο ζωής, που εκλαμβάνει την συμμετοχή μας σε αυτόν, σαν διαρκώς ελεγχόμενη κοινωνική προσαρμογή. Διέξοδο μου δίνει το άσπρο του υπολογιστή, που πρέπει να το γεμίσω, με όσα άστοχα ή εύστοχα έχω κατά καιρούς γράψει. Τα δημοσιεύω λοιπόν στο διαδίκτυο γιατί με βαραίνουν, πιέζουν την ύπαρξή μου, ανακυκλώνονται διαρκώς μέσα μου, παγιδεύοντας τη σκέψη μου, νοιώθοντας ανήμπορος να προχωρήσω, να δω τον κόσμο με φρέσκο βλέμμα. Η κατάθεση λοιπόν των εμμονών μου, είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσω τον κόσμο, όπως εγώ τον προσλαμβάνω, από τις εισόδους που έχω προκρίνει. Η προσπάθεια αυτή δεν με ενδιαφέρει αν είναι εκτόνωση ή έκφραση. Αυτή η ιδιωτική προσπάθεια γίνεται επικοινωνία, όταν συναντάς ανθρώπους που είναι ετοιμοι να δεχθούν την ατομικότητά σου, δίχως τους φόβους και περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνική συμβατικότητα. Αυτό δίνει την απαραίτητη διακριτικότητα στο είδος επικοινωνίας που τόσο πολύ καταδικάζει ο κ.Μπακουνάκης. Βέβαια για τον κ.Μπακουνάκη αυτό λέγεται εκτόνωση, και ορίζεται απαξιωτικά σε σχέση με την έκφραση. Η οποία έκφραση στοιχειολογείται ως η προσπάθεια, η θυσία, το ολοκληρωτικό δόσιμο σε αυτό που κάνεις, το συναίσθημα της ταραχής της τέχνης.
Το είδος όμως που προκρίνει ο κ. Μπακουνάκης, το οποίο, προς το παρόν, αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο της διακίνησης των ιδεών, περνά από εμπορικούς οίκους που επιβραβεύουν, σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου, την έκφραση όπως αυτή ορίζεται από τον κ. Μπακουνάκη. Γνωρίζουμε όμως, ότι ο ρόλος των εκδοτικών οίκων, και των υπαλλήλων τους, δεν είναι απλά να νομιμοποιήσουν την ελίτ των δημιουργών, που ξεφεύγουν από τον πολτό των ΜΜΕ, διαχωρίζοντας τα σκουπίδια από την δημιουργική αξία, αλλά και το κέρδος, με ότι αυτό επιφυλλάσει για την πρόκριση εντύπων, πια, σκουπιδιών. Η εξουσιαστική, λοιπόν, λογική, του κ.Μπακουνάκη καταδικάζει την δυνατότητα του αναγνωστικού κοινού, να κρίνει πρωτοτύπως την εκτόνωση ή την δημιουργία, αδιάφορο, ονομάζοντας την προσπάθεια αυταρχικά και αβίαστα «φαινομενική συλλογικότητα της επικοινωνίας», ορίζοντας ποιο είναι άξιο να διαβαστεί και να προκριθεί στην αναγνωστική συνείδηση. Παρουσιάζει τους εκδοτικούς οίκους μοναδικό, κυρίαρχο και οριστικό πεδίο νομιμοποίησης της έκφρασης. Το εξουσιαστικό αυτό μοντέλο, συσχετίζεται με την «πραγματική δημοκρατία», προκρίνοντας την αγορά σαν κριτή της λογοτεχνικής, εν προκειμένω, έκφρασης, επικυρωμένο από τους δείχτες αποδοχής και πρόσληψης του προιόντος απο το αναγνωστικό κοινό, απέναντι στην «δημοκρατία της ψευδαίσθησης» των ηλεκτρονικών μέσων.
Η βελτίωση λοιπόν της λογοτεχνίας θα έρθει, κατά τον κ.Μπακουνάκη, μέσω της ακραιφνούς και αμόλυντης αξιολόγησης των δημιουργών από τους επιμελητές των εκδοτικών οίκων, που από αγάπη για την λογοτεχνία, προκρίνουν λογοτέχνες οι οποίοι στηρίζουν τις αισθητικές τους προτιμήσεις , συναντώντας ένα κοινό που επικυρώνει αβίαστα τις επιλογές τους. Είμαστε πλέον σίγουροι ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός στον χώρο του βιβλίου θα βελτιώσει το προιόν, η «πραγματική δημοκρατία» της αγοράς είναι ο οδηγός της έκφρασης και της δημιουργίας. Η παρουσία λοιπόν καλλιτεχνών που «ρισκάρουν» παρευρισκόμενοι σε τηλεοπτικές εκπομπές ποικίλου είδους, κοσμικές συνταντήσεις, πρεμιέρες θεατρικών έργων, γκαλερί, που αφιερώνονται στη «χίμαιρα» της κοινωνικής καταξίωσης, δίνοντας δυναμικό παρόν σε περιοδιά life style, εκδηλώσεις βιβλιοπωλείων κλπ , είναι απαραίτητος όρος για τον διαχωρισμό τους από τον πολτό της «ψευδαίσθησης» και της «δημοκρατίας του μάταιου», απέναντι στους ανώνυμους του διαδικτύου, που όμως εμείς τους χρειαζόμαστε για να αισθανόμαστε καλά.
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2007
ΚΑΛΑ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;
Ίσκιος βαθύς λουλουδένιας πεταλούδας
Φορούσες ένα όμορφο φόρεμα καινούργιο
Κενό σταφύλι
Τα μαλλιά δεμένα ψηλά σ'ένα ποτήρι
Τα βήματά σου μάτια των πουλιών
Ψηλά σ'όλη τη θάλασσα
Είχες περάσει τα χέρια στα δένδρα των άστρων
Μάζευες προσεκτικά το φως της νύχτας
Νεφέλωμα σκαστό της θυσίας
Η επαφή δαχτυλιές στην εικόνα σου
Πυρακτωμένη πλάι στο Σαββατόβραδο
Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2007
Η ΚΟΜΨΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΕΜΑ ΤΗΣ
Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ
Με λίγα και απλά λόγια. Διορίστηκε διευθυντής δημοτικού σχολείου, στην πόλη της Ρόδου, ιερωμένος. Οι γονείς κάνουν κατάληψη στο σχολείο γιατί!!! διαφωνούν με την τοποθέτηση του συγκεκριμένου προσώπου, στη θέση του γενικού διευθυντή. Συνεπώς, αν ήταν άλλος; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Ο αγώνας ή μάλλον οι αγώνες της εκκλησίας μας τώρα δικαιώνονται.
Και εις ανώτερα!
http://www.rodiaki.gr/v3/index.asp?archive=51&page=9
Και εις ανώτερα!
http://www.rodiaki.gr/v3/index.asp?archive=51&page=9
Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2007
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ "ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ'
ΑΝΤΙ ΣΧΟΛΙΟΥ
ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
Λέει ο Θερβάντες, ο διάσημος και ποτέ αρκετά διαβασμένος συγγραφέας του «Δον Κιχώτη», στην αρχή της αφήγησής του, ότι ένας ευπατρίδης από τη Μάντσα, ονομαζόμενος Αλόνσο Κιχάνα, άνθρωπος με μικρή περιουσία παρά τη σχετικά αριστοκρατική καταγωγή του, έχασε τα λογικά του επειδή διάβαζε πολύ και επειδή φανταζόταν πολύ. Στην πραγματικότητα τα λόγια που έγραψε ο Θερβάντες δεν είναι ακριβώς αυτά, αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, καταλήγουν να οδηγούν στο ίδιο σημείο. Πράγματι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα, ο λίγος ύπνος και το πολύ διάβασμα ξέραναν το μυαλό του Κιχάνα. Αλλά η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Οποιος διαβάζει φαντάζεται, και αν, επειδή διαβάζει πολύ, κοιμάται λίγο, θα έχει προφανώς περισσότερο χρόνο για να φαντάζεται.
Δεν πιστεύω, αληθινά, ότι στα ψυχιατρικά αρχεία μπορεί να βρεθεί έστω και μια μόνο περίπτωση τρέλας που να προκλήθηκε από το ότι κάποιος έχει διαβάσει πάρα πολύ ή από το ότι έχει φανταστεί υπερβολικά. Αληθεύει μάλιστα το αντίθετο: ανάγνωση και φαντασία είναι δύο από τις τρεις κύριες πύλες πρόσβασης (η τρίτη είναι η περιέργεια) στη γνώση των πραγμάτων. Οποιος δεν έχει ανοίξει κατά καιρούς τις πόρτες της φαντασίας, της περιέργειας και της ανάγνωσης (και μην ξεχνάμε ότι ανάγνωση σημαίνει μελέτη) δεν θα προχωρήσει πολύ μακριά στην κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του.
Οταν ο Θερβάντες δηλώνει με τρόπο τόσο κατηγορηματικό ότι ο Αλόνσο Κιχάνα έχασε τα λογικά του (είναι γραμμένο καθαρά και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε ούτε και να σχίσουμε τη σελίδα που το αποκαλύπτει), υποστηρίζει ότι ο Δον Κιχώτης από τη Μάντσα δεν είναι τελικά άλλος από εκείνο τον τρελό Κιχάνα. Γι' αυτό, αν δεν είχε υπάρξει εξαιτίας της τρέλας ενός ασήμαντου επαρχιακού ιδαλγού, ο πλανόδιος ιππότης δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Η ανήσυχη περιέργεια ρωτά ακόμα: «Μα ο Θερβάντες θα είχε μπορέσει να κάνει να ζωντανέψουν σε έναν συνετό και ειρηνικό Αλόνσο Κιχάνα οι βασανιστικές περιπέτειες που περιμένουν τον αδιάλλακτο Δον Κιχώτη;». Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι: «Και ναι και όχι». «Ναι», επειδή προφανώς μια τέτοια απόφαση θα ήταν λογική και φυσική, δεδομένης της ελευθερίας κάθε συγγραφέα να κάνει αυτό που θεωρεί καλύτερο με τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα. Αλλά ταυτόχρονα και «όχι», επειδή κατά πάσα πιθανότητα οι συγκαιρινοί του Θερβάντες θα είχαν αρνηθεί να αποδεχτούν ότι ένα πνευματικά υγιές πρόσωπο θα μπορούσε σε εκείνους τους καιρούς να γυρνάει από εδώ κι από εκεί στον κόσμο, σαν πλανόδιος ιππότης, ξιφομαχώντας σε κάθε του βήμα (και μάλιστα κατά κακή του τύχη τις πιο πολλές φορές δεχόμενος ο ίδιος τα πιο πολλά χτυπήματα) και κωφεύοντας στις συνετές συμβουλές του πιστού ιπποκόμου Σάντσο Πάντσα, του μοναδικού και αληθινού του φίλου, όπως θα δούμε στο τέλος της αφήγησης.
Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικά παρακινδυνευμένο να φανταστούμε έναν Θερβάντες αβέβαιο για το πώς να αρχίσει την απίστευτη ιστορία του, ο οποίος αφού έψαξε για πολύ βρήκε τελικά ένα μόνο τρόπο για να πείσει τους μελλοντικούς αναγνώστες να αποδεχθούν χωρίς δυσπιστία τις παραληρηματικές συμπεριφορές του Δον Κιχώτη: να τον παρουσιάσει σαν τρελό. Είναι επίσης πιθανό, αν μου επιτραπεί αυτή η συμπληρωματική υπόθεση, ότι το έργο δεν θα είχε καν δει το φως χωρίς την επιδέξια αφηγηματική στρατηγική του Θερβάντες, ο οποίος συμμορφωνόμενος με τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του καιρού του γνώριζε έπειτα να αντλεί όλη την ουσία και όλα τα πλεονεκτήματα.
Υπάρχει όμως και εκείνος που τολμά να υποστηρίζει ότι ο Αλόνσο Κιχάνα διόλου δεν είχε χάσει τα μυαλά του. Σίγουρα στο φως της απλής ορθολογικότητας πολλές από τις ενέργειές του είναι αυθεντικοί παραλογισμοί -όπως το κωμικό επεισόδιο που πάντα μας έρχεται στη μνήμη, όταν ο Δον Κιχώτης εφορμά με τη λόγχη του κονταριού του ενάντια στους ανεμόμυλους στον κάμπο του Μοντιέλ, πιστεύοντας ή προσπαθώντας να κάνει τον Σάντσο να πιστέψει ότι έχει μπροστά του μιαν ορδή από κακούς γίγαντες με μακριά χέρια που φτάνουν τις δύο λεύγες. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: «Μπορεί να υπάρχουν περισσότερο τρελοί από έναν άνθρωπο, ο οποίος θέλει να παλέψει ενάντια στους ανεμόμυλους, πιστεύοντας ότι πρόκειται για γίγαντες;». Στην πραγματικότητα θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε πληροφορίες για μια τρέλα τέτοιου είδους στην ιστορία των πλανόδιων ιπποτών (πάντα αν περιοριστούμε στο να πάρουμε το επεισόδιο κατά γράμμα, όπως ο Θερβάντες φαίνεται πονηρά να είχε επιθυμήσει). Αλλά ας φανταστούμε για μια στιγμή, έστω για μια στιγμή, ότι ο Δον Κιχώτης δεν ήταν τρελός, αλλά απλώς παρίστανε ότι είναι τρελός. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα είχε μπορέσει να κάνει τίποτα άλλο από το να επιβάλει στον εαυτό του να διαπράξει τις πιο παράταιρες ενέργειες, για να μην αφήσει στους άλλους την παραμικρή αμφιβολία για την κατάσταση της παραφροσύνης του. Μόνον παριστάνοντας τον τρελό μπορούσε να ριχτεί στην επίθεση ενάντια στους ανεμόμυλους και μόνον επιτιθέμενος ενάντια στους ανεμόμυλους μπορούσε να ελπίζει ότι οι άλλοι θα τον θεωρούσαν τρελό. Τώρα, σύμφωνα με αυτό τον τρόπο θεώρησης, που διαφέρει αρκετά από εκείνον που γίνεται γενικά αποδεκτός, ήταν χάρη σε αυτή την ευφυή προσποίηση του Θερβάντες που ο καλός Αλόνσο Κιχάνα, αφού μεταμορφώθηκε σε Δον Κιχώτη, κατόρθωσε να ανοίξει την τέταρτη πόρτα που ακόμα του έλειπε: εκείνη της ελευθερίας. Η περιέργειά του τον είχε οδηγήσει να διαβάζει, η ανάγνωση τον είχε ωθήσει να φαντάζεται και, τώρα, ελεύθερος από τα δεσμά της συνήθειας και της ρουτίνας, μπορούσε να διασχίσει τους δρόμους του κόσμου, ξεκινώντας από τους κάμπους της Μάντσας -επειδή η περιπέτεια, καλό είναι να το ξέρουμε, μπορεί να επιλέγει οποιονδήποτε τόπο και οποιονδήποτε χώρο, όσο πεζοί ή κοινότοποι μπορεί να είναι ή να φαίνονται.
Η περιπέτεια, στην περίπτωση του Δον Κιχώτη, δεν είναι μόνο δράση αλλά είναι επίσης και κυρίως λόγια. Ακόμη και εκείνοι οι μακρότατοι λόγοι του, οι φαινομενικά παράλογοι, ασυνάρτητοι, υπερβολικοί, θα μπορούσαν να χρησιμέψουν στον Θερβάντες για να ενισχύσει στο νου του αναγνώστη την ιδέα ότι ο Δον Κιχώτης ήταν αθεράπευτα τρελός. Αλλά θα καταλήξουν να φανούν αληθινά αριστουργήματα λογικής επιχειρηματολογίας και ευθυκρισίας, η πιο εκλεπτυσμένη ρητορική στην πιο εκφραστική γλώσσα, μια διαλεκτική που ο ίδιος ο Σωκράτης δεν θα υποτιμούσε, ένα λεξιλογικός πλούτος που θα προκαλούσε φθόνο ακόμη και στον Σέξπιρ (η ημερομηνία θανάτου του οποίου, η 23η Απριλίου 1616, είναι η ίδια με εκείνη του Θερβάντες).
Αν δεχτούμε ότι ο Αλόνσο Κιχάνα παριστάνει τον τρελό, θα πρέπει όμως αναπόφευκτα να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: «Γιατί και για ποιο σκοπό μια υποκατάσταση ταυτότητας, που μπορούσε να του προκαλέσει μόνον κακοτυχίες, καταστροφές, εμπαιγμό, γελοιοποίηση και ταπεινώσεις;». Πολλά χρόνια μετά τα εγχειρήματα του Δον Κιχώτη -τη χαμένη μάχη ενάντια στους ανεμόμυλους του Μοντιέλ, τα διάφορα ασκιά με κρασί που τρύπησε με το σπαθί του, την κάθοδο στη σπηλιά του Μοντεσίνου, το όνειρο μιας απίθανης Δουλσινέας- ένας Γάλλος ποιητής που ονομαζόταν Αρθούρος Ρεμπό έγραψε μια φράση πιο ενθουσιώδη από την ανάγνωση όλων μαζί των ιπποτικών βιβλιών: «La vraie vie est ailleurs». Η αληθινή ζωή είναι αλλού, όχι εδώ. Αυτό που διακηρύσσει η ιδιοφυΐα του Ρεμπό -το ότι η αυθεντική ζωή δεν είναι αυτή αλλά μια άλλη, μολονότι δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται ούτε πώς να την πετύχουμε- το είχε ήδη αντιληφθεί, στη μικρή του κλίμακα, ο επαρχιώτης ιδαλγός της Μάντσας. Και μάλιστα, σε αυτή την κατανόηση, ο Αλόνσο Κιχάνα προχώρησε πιο πέρα και από τον Ρεμπό. Δεν του αρκούσε να φύγει προς αναζήτηση άλλων τόπων, όπου ίσως να τον περίμενε η αυθεντική ζωή. Οφειλε να μετασχηματίσει τον εαυτό του, να γίνει ένας άλλος, έτσι ώστε και ο κόσμος να μετατραπεί σε έναν άλλο, με τα χάνια να μετατρέπονται σε πύργους, τις αγέλες σε στρατούς και μια σκοτεινή κοπέλα σε φωτεινή Δουλσινέα. Ενας κόσμος όπου στο τέλος, αφού άλλαξε όνομα σε όλες τις υπάρξεις και σε όλα τα πράγματα και αφού η πραγματικότητα του ονείρου και της επιθυμίας επιβλήθηκε στην πληκτική πεζότητα της καθημερινότητας, ίσως τελικά να ξανάδωσε στη γη την πρώτη και την πιο αθώα από τις αυγές της. Στον Αλόνσο Κιχάνα δεν αρκεί να πούμε μαζί με τον Ρεμπό: «Η αληθινή ζωή είναι αλλού». Ναι, η αυθεντική ζωή είναι σε κάποια άλλη μεριά, αλλά όχι μόνον η ζωή. Ακόμη και το αληθινό μας εγώ είναι αλλού. 'Η όπως θα έλεγε ο ποιητής, αν δεν το έχει ήδη πει: «Le vrai moi est ailleurs». Ετσι ο Αλόνσο Κιχάνα, καβάλα πάνω στο σκελετωμένο άλογό του, κωμικά εξοπλισμένος, άρχισε τη διαδρομή του όντας ήδη ένας άλλος και επομένως σε αναζήτηση του εαυτού του. Πέρα από τον ορίζοντα, αυτός που τον περίμενε ήταν ο Δον Κιχώτης.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/12/2005
ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
Λέει ο Θερβάντες, ο διάσημος και ποτέ αρκετά διαβασμένος συγγραφέας του «Δον Κιχώτη», στην αρχή της αφήγησής του, ότι ένας ευπατρίδης από τη Μάντσα, ονομαζόμενος Αλόνσο Κιχάνα, άνθρωπος με μικρή περιουσία παρά τη σχετικά αριστοκρατική καταγωγή του, έχασε τα λογικά του επειδή διάβαζε πολύ και επειδή φανταζόταν πολύ. Στην πραγματικότητα τα λόγια που έγραψε ο Θερβάντες δεν είναι ακριβώς αυτά, αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, καταλήγουν να οδηγούν στο ίδιο σημείο. Πράγματι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα, ο λίγος ύπνος και το πολύ διάβασμα ξέραναν το μυαλό του Κιχάνα. Αλλά η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Οποιος διαβάζει φαντάζεται, και αν, επειδή διαβάζει πολύ, κοιμάται λίγο, θα έχει προφανώς περισσότερο χρόνο για να φαντάζεται.
Δεν πιστεύω, αληθινά, ότι στα ψυχιατρικά αρχεία μπορεί να βρεθεί έστω και μια μόνο περίπτωση τρέλας που να προκλήθηκε από το ότι κάποιος έχει διαβάσει πάρα πολύ ή από το ότι έχει φανταστεί υπερβολικά. Αληθεύει μάλιστα το αντίθετο: ανάγνωση και φαντασία είναι δύο από τις τρεις κύριες πύλες πρόσβασης (η τρίτη είναι η περιέργεια) στη γνώση των πραγμάτων. Οποιος δεν έχει ανοίξει κατά καιρούς τις πόρτες της φαντασίας, της περιέργειας και της ανάγνωσης (και μην ξεχνάμε ότι ανάγνωση σημαίνει μελέτη) δεν θα προχωρήσει πολύ μακριά στην κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του.
Οταν ο Θερβάντες δηλώνει με τρόπο τόσο κατηγορηματικό ότι ο Αλόνσο Κιχάνα έχασε τα λογικά του (είναι γραμμένο καθαρά και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε ούτε και να σχίσουμε τη σελίδα που το αποκαλύπτει), υποστηρίζει ότι ο Δον Κιχώτης από τη Μάντσα δεν είναι τελικά άλλος από εκείνο τον τρελό Κιχάνα. Γι' αυτό, αν δεν είχε υπάρξει εξαιτίας της τρέλας ενός ασήμαντου επαρχιακού ιδαλγού, ο πλανόδιος ιππότης δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Η ανήσυχη περιέργεια ρωτά ακόμα: «Μα ο Θερβάντες θα είχε μπορέσει να κάνει να ζωντανέψουν σε έναν συνετό και ειρηνικό Αλόνσο Κιχάνα οι βασανιστικές περιπέτειες που περιμένουν τον αδιάλλακτο Δον Κιχώτη;». Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι: «Και ναι και όχι». «Ναι», επειδή προφανώς μια τέτοια απόφαση θα ήταν λογική και φυσική, δεδομένης της ελευθερίας κάθε συγγραφέα να κάνει αυτό που θεωρεί καλύτερο με τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα. Αλλά ταυτόχρονα και «όχι», επειδή κατά πάσα πιθανότητα οι συγκαιρινοί του Θερβάντες θα είχαν αρνηθεί να αποδεχτούν ότι ένα πνευματικά υγιές πρόσωπο θα μπορούσε σε εκείνους τους καιρούς να γυρνάει από εδώ κι από εκεί στον κόσμο, σαν πλανόδιος ιππότης, ξιφομαχώντας σε κάθε του βήμα (και μάλιστα κατά κακή του τύχη τις πιο πολλές φορές δεχόμενος ο ίδιος τα πιο πολλά χτυπήματα) και κωφεύοντας στις συνετές συμβουλές του πιστού ιπποκόμου Σάντσο Πάντσα, του μοναδικού και αληθινού του φίλου, όπως θα δούμε στο τέλος της αφήγησης.
Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικά παρακινδυνευμένο να φανταστούμε έναν Θερβάντες αβέβαιο για το πώς να αρχίσει την απίστευτη ιστορία του, ο οποίος αφού έψαξε για πολύ βρήκε τελικά ένα μόνο τρόπο για να πείσει τους μελλοντικούς αναγνώστες να αποδεχθούν χωρίς δυσπιστία τις παραληρηματικές συμπεριφορές του Δον Κιχώτη: να τον παρουσιάσει σαν τρελό. Είναι επίσης πιθανό, αν μου επιτραπεί αυτή η συμπληρωματική υπόθεση, ότι το έργο δεν θα είχε καν δει το φως χωρίς την επιδέξια αφηγηματική στρατηγική του Θερβάντες, ο οποίος συμμορφωνόμενος με τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του καιρού του γνώριζε έπειτα να αντλεί όλη την ουσία και όλα τα πλεονεκτήματα.
Υπάρχει όμως και εκείνος που τολμά να υποστηρίζει ότι ο Αλόνσο Κιχάνα διόλου δεν είχε χάσει τα μυαλά του. Σίγουρα στο φως της απλής ορθολογικότητας πολλές από τις ενέργειές του είναι αυθεντικοί παραλογισμοί -όπως το κωμικό επεισόδιο που πάντα μας έρχεται στη μνήμη, όταν ο Δον Κιχώτης εφορμά με τη λόγχη του κονταριού του ενάντια στους ανεμόμυλους στον κάμπο του Μοντιέλ, πιστεύοντας ή προσπαθώντας να κάνει τον Σάντσο να πιστέψει ότι έχει μπροστά του μιαν ορδή από κακούς γίγαντες με μακριά χέρια που φτάνουν τις δύο λεύγες. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: «Μπορεί να υπάρχουν περισσότερο τρελοί από έναν άνθρωπο, ο οποίος θέλει να παλέψει ενάντια στους ανεμόμυλους, πιστεύοντας ότι πρόκειται για γίγαντες;». Στην πραγματικότητα θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε πληροφορίες για μια τρέλα τέτοιου είδους στην ιστορία των πλανόδιων ιπποτών (πάντα αν περιοριστούμε στο να πάρουμε το επεισόδιο κατά γράμμα, όπως ο Θερβάντες φαίνεται πονηρά να είχε επιθυμήσει). Αλλά ας φανταστούμε για μια στιγμή, έστω για μια στιγμή, ότι ο Δον Κιχώτης δεν ήταν τρελός, αλλά απλώς παρίστανε ότι είναι τρελός. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα είχε μπορέσει να κάνει τίποτα άλλο από το να επιβάλει στον εαυτό του να διαπράξει τις πιο παράταιρες ενέργειες, για να μην αφήσει στους άλλους την παραμικρή αμφιβολία για την κατάσταση της παραφροσύνης του. Μόνον παριστάνοντας τον τρελό μπορούσε να ριχτεί στην επίθεση ενάντια στους ανεμόμυλους και μόνον επιτιθέμενος ενάντια στους ανεμόμυλους μπορούσε να ελπίζει ότι οι άλλοι θα τον θεωρούσαν τρελό. Τώρα, σύμφωνα με αυτό τον τρόπο θεώρησης, που διαφέρει αρκετά από εκείνον που γίνεται γενικά αποδεκτός, ήταν χάρη σε αυτή την ευφυή προσποίηση του Θερβάντες που ο καλός Αλόνσο Κιχάνα, αφού μεταμορφώθηκε σε Δον Κιχώτη, κατόρθωσε να ανοίξει την τέταρτη πόρτα που ακόμα του έλειπε: εκείνη της ελευθερίας. Η περιέργειά του τον είχε οδηγήσει να διαβάζει, η ανάγνωση τον είχε ωθήσει να φαντάζεται και, τώρα, ελεύθερος από τα δεσμά της συνήθειας και της ρουτίνας, μπορούσε να διασχίσει τους δρόμους του κόσμου, ξεκινώντας από τους κάμπους της Μάντσας -επειδή η περιπέτεια, καλό είναι να το ξέρουμε, μπορεί να επιλέγει οποιονδήποτε τόπο και οποιονδήποτε χώρο, όσο πεζοί ή κοινότοποι μπορεί να είναι ή να φαίνονται.
Η περιπέτεια, στην περίπτωση του Δον Κιχώτη, δεν είναι μόνο δράση αλλά είναι επίσης και κυρίως λόγια. Ακόμη και εκείνοι οι μακρότατοι λόγοι του, οι φαινομενικά παράλογοι, ασυνάρτητοι, υπερβολικοί, θα μπορούσαν να χρησιμέψουν στον Θερβάντες για να ενισχύσει στο νου του αναγνώστη την ιδέα ότι ο Δον Κιχώτης ήταν αθεράπευτα τρελός. Αλλά θα καταλήξουν να φανούν αληθινά αριστουργήματα λογικής επιχειρηματολογίας και ευθυκρισίας, η πιο εκλεπτυσμένη ρητορική στην πιο εκφραστική γλώσσα, μια διαλεκτική που ο ίδιος ο Σωκράτης δεν θα υποτιμούσε, ένα λεξιλογικός πλούτος που θα προκαλούσε φθόνο ακόμη και στον Σέξπιρ (η ημερομηνία θανάτου του οποίου, η 23η Απριλίου 1616, είναι η ίδια με εκείνη του Θερβάντες).
Αν δεχτούμε ότι ο Αλόνσο Κιχάνα παριστάνει τον τρελό, θα πρέπει όμως αναπόφευκτα να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: «Γιατί και για ποιο σκοπό μια υποκατάσταση ταυτότητας, που μπορούσε να του προκαλέσει μόνον κακοτυχίες, καταστροφές, εμπαιγμό, γελοιοποίηση και ταπεινώσεις;». Πολλά χρόνια μετά τα εγχειρήματα του Δον Κιχώτη -τη χαμένη μάχη ενάντια στους ανεμόμυλους του Μοντιέλ, τα διάφορα ασκιά με κρασί που τρύπησε με το σπαθί του, την κάθοδο στη σπηλιά του Μοντεσίνου, το όνειρο μιας απίθανης Δουλσινέας- ένας Γάλλος ποιητής που ονομαζόταν Αρθούρος Ρεμπό έγραψε μια φράση πιο ενθουσιώδη από την ανάγνωση όλων μαζί των ιπποτικών βιβλιών: «La vraie vie est ailleurs». Η αληθινή ζωή είναι αλλού, όχι εδώ. Αυτό που διακηρύσσει η ιδιοφυΐα του Ρεμπό -το ότι η αυθεντική ζωή δεν είναι αυτή αλλά μια άλλη, μολονότι δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται ούτε πώς να την πετύχουμε- το είχε ήδη αντιληφθεί, στη μικρή του κλίμακα, ο επαρχιώτης ιδαλγός της Μάντσας. Και μάλιστα, σε αυτή την κατανόηση, ο Αλόνσο Κιχάνα προχώρησε πιο πέρα και από τον Ρεμπό. Δεν του αρκούσε να φύγει προς αναζήτηση άλλων τόπων, όπου ίσως να τον περίμενε η αυθεντική ζωή. Οφειλε να μετασχηματίσει τον εαυτό του, να γίνει ένας άλλος, έτσι ώστε και ο κόσμος να μετατραπεί σε έναν άλλο, με τα χάνια να μετατρέπονται σε πύργους, τις αγέλες σε στρατούς και μια σκοτεινή κοπέλα σε φωτεινή Δουλσινέα. Ενας κόσμος όπου στο τέλος, αφού άλλαξε όνομα σε όλες τις υπάρξεις και σε όλα τα πράγματα και αφού η πραγματικότητα του ονείρου και της επιθυμίας επιβλήθηκε στην πληκτική πεζότητα της καθημερινότητας, ίσως τελικά να ξανάδωσε στη γη την πρώτη και την πιο αθώα από τις αυγές της. Στον Αλόνσο Κιχάνα δεν αρκεί να πούμε μαζί με τον Ρεμπό: «Η αληθινή ζωή είναι αλλού». Ναι, η αυθεντική ζωή είναι σε κάποια άλλη μεριά, αλλά όχι μόνον η ζωή. Ακόμη και το αληθινό μας εγώ είναι αλλού. 'Η όπως θα έλεγε ο ποιητής, αν δεν το έχει ήδη πει: «Le vrai moi est ailleurs». Ετσι ο Αλόνσο Κιχάνα, καβάλα πάνω στο σκελετωμένο άλογό του, κωμικά εξοπλισμένος, άρχισε τη διαδρομή του όντας ήδη ένας άλλος και επομένως σε αναζήτηση του εαυτού του. Πέρα από τον ορίζοντα, αυτός που τον περίμενε ήταν ο Δον Κιχώτης.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/12/2005
Παρασκευή, Νοεμβρίου 23, 2007
Ο ΜΟΟΥΖΕΣ ΧΕΡΤΣΟΓΚ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ
Αύριο κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του Σωλ Μπέλλοου «Χέρτσογκ» από τη εφημερίδα «Το Βήμα». Βέβαια το βιβλίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις «Καστανιώτη» από το 1999, η κυκλοφορία του όμως αύριο το καθιστά επίκαιρο.
Γράφω τις σημειώσεις αυτές, γιατί μου προκάλεσε εντύπωση ότι στην παρουσίαση του βιβλίου την περασμένη Κυριακή, από την εφημερίδα αναφέρεται, ότι ο Μόουζες Χέρτσογκ είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος.
Ο Χέρτσογκ είναι άνθρωπος παράξενος, γεμάτος οράματα, σφρίγος, αυτάρκης, μοναχικός. Η πνευματική του υγεία έχει καταρρεύσει, επιχειρηματολογεί, υποφέρει, ονειροπολεί. Είναι στοργικός πατέρας, για την πατρίδα του κακός πολίτης, για τους γονείς του αχάριστο παιδί, για τα αδέλφια του στοργικός αλλά απόμακρος, για τους φίλους του εγωίσταρος, στην αγάπη νωθρός, στο μυαλό κουτός, γεμάτος υπεκφυγές, αυστηρός στην κρίση του, γοητευτικός. Αυτός ο πονεμένος χωρατατζής, με σκέψεις «που σκορπάνε παντού», ηθικολόγος, απελπισμένος, σίγουρος για την εμφάνισή του, θλιμμένος από την μοναχική ζωή του, ευάλωτος, γεμάτος ενοχές, ξεμωραμένος με τις αναμνήσεις του, αξιοπρεπής, καθόλου πρακτικός, φιλόδοξος πνευματικά, κάπως αλάζονας, παραχαιδεμένος, ελαφρόμυαλος , ειλικρινής, μελαγχολικός, απαιτητικός, ανυπόμονος, ευέξαπτος, κακομαθημένος, με συνεχή προσπάθεια να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, νευρωτικός, συναισθηματικός, μορφωμένος, έντιμος, αγανακτισμένος, ιδιόρρυθμος. Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ατομικότητάς του και της αυτοανέλιξής του, με έλλειψη ρεαλισμού, ματαιόδοξος, ουμανιστής, φιλόδοξος, δυσάρεστος, αφελής, ναρκισσιστής, ιδεοληπτικός, αυταρχικός, απαιτητικός, σαρκαστικός, αξιαγάπητος, παρορμητικός, άπληστος για συγκινήσεις. Είναι όλα αυτά, ίσως δε περισσότερα, δεν είναι όμως δυστυχισμένος. Είναι ένας ήρωας του Σωλ Μπέλλοου.
Γράφω τις σημειώσεις αυτές, γιατί μου προκάλεσε εντύπωση ότι στην παρουσίαση του βιβλίου την περασμένη Κυριακή, από την εφημερίδα αναφέρεται, ότι ο Μόουζες Χέρτσογκ είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος.
Ο Χέρτσογκ είναι άνθρωπος παράξενος, γεμάτος οράματα, σφρίγος, αυτάρκης, μοναχικός. Η πνευματική του υγεία έχει καταρρεύσει, επιχειρηματολογεί, υποφέρει, ονειροπολεί. Είναι στοργικός πατέρας, για την πατρίδα του κακός πολίτης, για τους γονείς του αχάριστο παιδί, για τα αδέλφια του στοργικός αλλά απόμακρος, για τους φίλους του εγωίσταρος, στην αγάπη νωθρός, στο μυαλό κουτός, γεμάτος υπεκφυγές, αυστηρός στην κρίση του, γοητευτικός. Αυτός ο πονεμένος χωρατατζής, με σκέψεις «που σκορπάνε παντού», ηθικολόγος, απελπισμένος, σίγουρος για την εμφάνισή του, θλιμμένος από την μοναχική ζωή του, ευάλωτος, γεμάτος ενοχές, ξεμωραμένος με τις αναμνήσεις του, αξιοπρεπής, καθόλου πρακτικός, φιλόδοξος πνευματικά, κάπως αλάζονας, παραχαιδεμένος, ελαφρόμυαλος , ειλικρινής, μελαγχολικός, απαιτητικός, ανυπόμονος, ευέξαπτος, κακομαθημένος, με συνεχή προσπάθεια να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, νευρωτικός, συναισθηματικός, μορφωμένος, έντιμος, αγανακτισμένος, ιδιόρρυθμος. Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ατομικότητάς του και της αυτοανέλιξής του, με έλλειψη ρεαλισμού, ματαιόδοξος, ουμανιστής, φιλόδοξος, δυσάρεστος, αφελής, ναρκισσιστής, ιδεοληπτικός, αυταρχικός, απαιτητικός, σαρκαστικός, αξιαγάπητος, παρορμητικός, άπληστος για συγκινήσεις. Είναι όλα αυτά, ίσως δε περισσότερα, δεν είναι όμως δυστυχισμένος. Είναι ένας ήρωας του Σωλ Μπέλλοου.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007
ΚΑΛΑ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;
Διαβάζοντας την σημείωση αρ. 1 στο βιβλίο "Τα ποιήματα" του Cesare Pavese, μετάφραση Γιάννης Η. Παππάς, όπου αναφέρεται ότι ο Αουγκούστο Μόντι, καθηγητής στο λύκειο Massimo d'Azelio στο Τορίνο, στο οποίο φοιτούσε ο ποιητής, γίνεται σύμβουλός του, και τελικά στενός του φίλος, θυμήθηκα τον δικό μου φιλόλογο τον "Γύπα" ή "Κάλαχαν", ο οποίος εκτός που δεν μας άφηνε να πετάμε κεφτεδάκια και ντολμαδάκια ο ένας στον άλλο, στην επιστροφή μας από εκπαιδευτική εκδρομή στις Μυκήνες, μέσα στο πούλμαν, μας έβαζε να διαβάζουμε παραγράφους από τον Παπαδιαμάντη, τον ένα μετά τον άλλον, στριμωγμένοι στα ξύλινα, βρώμικα θρανία, το βλέμμα ακουμπισμένο στα δροσόφλογα μπούτια της Ρένας, της Μαρίας και των άλλων θεσπέσιων κοριτσιών, μέσα σε απόλυτη σιωπή, στίχους του Σολωμού και του Βάρναλη, δίχως σχόλια, αφοσιωμένος στο χρόνο που κυλούσε αργά για όλους μας. Αποτέλεσμα να γράφουμε αυτά τα ποιήματα.
Γνωρίζω τον γυμνό ζωγράφο, που κάθε πρωινό του Αγίου Φανουρίου ανεβαίνει στο βουνό, και μαζεύει παπαρούνες από τα μάτια του.
Η πράξη του πιθανόν να προκαλεί δέος, γιατί κάθε φορά που ανοίγει το παράθυρό του, οι άνθρωποι κρεμούν κάτι πελώρια φλυτζάνια στα μάτια, κι αρχίζουν να μαζεύουν οδοντοστοιχίες από τα δένδρα φωνάζοντας, "Ο καθένας κι ο θάμνος του! Ο καθένας κι ο θάμνος του!".
Ωστόσο εγώ θαυμάζω τον άνθρωπο αυτόν. Ίσως γι'αυτό το άσπρο που μου χρησιμεύει για σώμα γίνεται δίσκος πικ-απ ,κι αυτό που διαβάζετε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μουσική του Jim Morrison.
Γνωρίζω τον γυμνό ζωγράφο, που κάθε πρωινό του Αγίου Φανουρίου ανεβαίνει στο βουνό, και μαζεύει παπαρούνες από τα μάτια του.
Η πράξη του πιθανόν να προκαλεί δέος, γιατί κάθε φορά που ανοίγει το παράθυρό του, οι άνθρωποι κρεμούν κάτι πελώρια φλυτζάνια στα μάτια, κι αρχίζουν να μαζεύουν οδοντοστοιχίες από τα δένδρα φωνάζοντας, "Ο καθένας κι ο θάμνος του! Ο καθένας κι ο θάμνος του!".
Ωστόσο εγώ θαυμάζω τον άνθρωπο αυτόν. Ίσως γι'αυτό το άσπρο που μου χρησιμεύει για σώμα γίνεται δίσκος πικ-απ ,κι αυτό που διαβάζετε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μουσική του Jim Morrison.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007
ΣΤΙΓΜΕΣ
Ο Γιάννης ο μπακάλης, είχε ένα μικρό υπόγειο μαγαζί στην οδό Σολομωνίδου. Στον δρόμο αυτόν μαζευόμασταν και παίζαμε ποδόσφαιρο. Το πάθος ήταν μεγάλο, η ένταση κυριαρχούσε. Εκείνος που έδινε τον ρυθμό ήταν ο Γιάννης, που άφηνε τις πελάτισσες να περιμένουν, μέχρι να ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική του προσπάθεια. Εκείνες περίμεναν υπομονετικά, με τα άδεια διχτάκια κρεμασμένα στα χέρια.
Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007
ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ 2007
Η θεσμοθέτηση λογοτεχνικών βραβείων, προφανώς δεν πρέπει να απασχολεί τους αναγνώστες. Εκείνοι που κερδίζουν από την ύπαρξή τους είναι οι εκδοτικοί οίκοι. Με την βράβευση των βιβλίων , πιστεύουν ότι θα αυξηθεί το εμπορικό κέρδος τους.
Άρα γιατί αυτό το σχόλιο; Γιατί από τις προτάσεις του Κέντρου βιβλίου, http://www.tanea.gr/ColumnCategory.aspx?d=20071110&nid=6542554&sn=Βιβλιοδρόμιο&spid=1363 ένα βιβλίο εξαιρετικό, απαιτητικό, αλλά πλήρως αναγνώσιμο, απουσιάζει από τις προτάσεις. Δεν γνωρίζω τα κριτήρια της επιτροπής. Ή μάλλον τα γνωρίζω: είναι τα κριτήρια των δεσμεύσεων, των στρατηγικών, των επαναλήψεων, άρα του συντηρητισμού, η προσπάθεια να μην ξεφύγουμε από τις αναγνωστικές προτιμήσεις του κοινού, η διαπραγμάτευση με κανόνες που έχουν επιβληθεί από εκδοτικούς οίκους, οι συνεπαγωγές με καταναλωτικά πρότυπα που έχουν εισχωρήσει στον χώρο του βιβλίου, ίσως δε, δεν αμφιβάλω καθόλου, με ενοχικά συμπλέγματα, και ερμηνείες της λογοτεχνικής παραγωγής, συνακολούθως δε η ευπρέπεια ως προτεραιότητα της κοινωνικής συμπεριφοράς, στο βαθμό, βέβαια, που μιλάμε για λογοτεχνικά βιβλία.
Επειδή λοιπόν, η αξιολόγηση σημαίνει υποκειμενικότητα, η αδιαφορία γι'αυτούς τους θεσμούς δεν αναιρεί το δικαίωμα να υπερασπίζομαι ένα βιβλίο, που πέρασε απαρατήρητο από τους επιλεγμένους , πρωτόβαθρους εκτιμητές του κράτους και των "έγκυρων" μέσων, τους υπαλλήλους της βιομηχανίας της λογοτεχνίας, που με φτυαριστή ματιά κρίνουν και προκρίνουν τα έργα που ξεχώρισαν.
Εγώ πάντως ψηφίζω "Συνονόματο" δίχως SMS, και είμαι εφ-τυ-κής.
Καληνύχτο-ζος, κύριοι. Καληνύχτο-ζος!
Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007
Ο ΒΟΘΡΟΣ
Η μυρωδιά είχε γίνει πλέον αποπνικτική. Προσπάθησε να καταλάβει από που ερχόταν αυτή η δυσοσμία, που δεν διέφερε βέβαια αρκετά από την οικεία, καθημερινή οσμή που ανάδινε το σώμα του. Η διαφορά τώρα γινόταν αντιληπτή, διότι δεν διέθετε τη ξινή συνοδευτική κακοσμία που εξέπεμπε το σώμα του, δείγμα πολυμερούς παραμέλησης του κριτηρίου ανάμεσα σε θνητά πλάσματα και αποδημησάντων εις Κύριον.
Τις τελευταίες μέρες η μυρωδιά είχε γίνει διαρκής κι επίμονη. Η εξασθένιση των ανέμων που με ανακούφιση περίμεναν οι πυροσβεστικές δυνάμεις για την κατάσβεση της από καιρού αναμενόμενης πυρκαγιάς, βοηθούσε στη διεύρυνση του πεδίου της ενοχλητικής επισκέψεως. Όσο προσπαθούσε να θεωρήσει όλα αυτά γέννημα της φαντασίας του, η άπνοια ενίσχυε την πυκνότητα των αναθυμιάσεων, που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την ατμόσφαιρα, σε απόσταση μεγαλύτερη των δύο μέτρων, αφαιρώντας το προνόμιο η ρυπαρότητά του να είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος της μολύνσεως του περιβάλλοντος χώρου.
Ήταν λοιπόν αυτό που φοβόταν. Ο βόθρος! Πάλι απειλητικός υπενθύμιζε με το περιεχόμενό του την ανθρώπινη μικρότητα, την άναρχη επέκταση του χώρου, την ανικανότητα των τοπικών αρχών και κύρια τις οικονομικές του απαιτήσεις. Μεταφορικά βέβαια όλα αυτά, διότι τι απαιτήσεις έχουν οι ανθρώπινες εκκενώσεις, σωματικές και μηχανικές. Τα βυτιοφόρα με τα σκούρα χρώματα, προκαλούσαν αποστροφή όχι με τον αντιαισθητικό όγκο τους, τους προκλητικούς τίτλους, ή ακόμα-ακόμα το αηδιαστικό περιεχόμενό τους, αλλά μ’αυτόν τον χοντροκομμένο σωλήνα τους, που χωμένος στη γη, μαζί με την εισροή όλων των άχρηστων περιττωμάτων, τραβούσε και το πιο χρήσιμο, αναγκαίο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Τα λεφτά! Το κόστος είχε φτάσει τα εξήντα ευρώ το άδειασμα και αυτό ήταν πρόκληση προς την κοινωνία.
Είχε φτάσει η στιγμή που το ενοχλητικό αυτοκινούμενο δημιούργημα, θα έφτανε έξω από την πόρτα του, ο οδηγός με επαγγελματική ψυχρότητα, γαντοφορεμένος, θα οδηγούσε τον χοντροκομμένο άρπαγα στην τσέπη του και με ηδονικό τρόπο θα τραβούσε τα χρήματα στην υπερφυσική χορτασμένη κοίτη του.
Δεν ήταν δυνατόν να φτάσει σ’αυτή την ταπείνωση. Κατέβηκε κάτω, σέρνοντας βαριά τα πόδια του σαν τον μελλοθάνατο που τον οδηγούν στην αγχόνη. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Έπρεπε να δει το περιεχόμενο. Ανασήκωσε το σκουριασμένο, σιδερένιο καπάκι. Έσκυψε με καρδιά παλλόμενη, τις φλέβες στους κροτάφους να φουσκώνουν γαλαζοπράσινες, στα μάτια μια αχνή λάμψη ελπίδας στο βάθος τους. Ο καλός θεός θα τον βοηθούσε και πάλι. Όπως άλλες φορές όταν έφτανε στα πρόθυρα της απελπισίας το περιεχόμενο τον διέψευδε.
Τι σπουδαίο πράγμα η ελπίδα και η πίστη! Τα μάτια του γαλήνεψαν, μίκρυναν, απόκτησαν τη λάμψη τους, το στόμα του γέμισε σάλιο, οι φλέβες μετέφεραν το αίμα σε κανονικούς ρυθμούς. Ο λάκκος, μακρόστενος, απείχε αρκετά για να ξεχειλίσει. Άφησε με ηδονή το βλέμμα του να πλανηθεί στο παχύρρευστο, δύσοσμο υγρό. Η αποπνικτική μυρωδιά τον αγκάλιασε και τον έκανε ν’αφήσει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Έκλεισε το καπάκι και ικανοποιημένος, αυτάρκης και σίγουρος για μια ανέξοδη βραδιά, ανέβηκε πάνω στο σπίτι. Η επαφή με την απωθητική οπή τού είχε προκαλέσει την ανάγκη για μια ανώδυνη εκκένωση δίχως το άγχος μιας πιθανής χρηματικής αποζημίωσης.
Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να τραβήξει το μοχλό και το άχρηστο δημιούργημά του θα χανόταν στο βάθος της γης. Τράβηξε το μοχλό, αυτάρεσκα, κι άφησε το παγιδευμένο στον πρασινόχρωμο κάδο, μικρό χείμαρρο, να ξεχυθεί, και να παρασύρει την αποκρουστική εκκένωση. Ο πίδακας του νερού όρμησε πάνω στη γενναία συγκομιδή περιττωμάτων, και με σφοδρότητα ανατάραξε το συγκεντρωμένο νερό, που ανακατεμένο με δυσώδη κόπρανα, τραβώντας τη ροή του συνεχώς εκχειλιζόμενου υγρού, κατευθύνθηκε προς τη φυσική του κατάληξη. Στους σωλήνες δηλαδή που οδηγούσαν σ’αυτό που πριν λίγο του προκαλούσε αποστροφή. Το βόθρο!
Η ανάδευση όμως αντί να ακολουθήσει τη μηχανική κατάληξη, αντιστεκόταν στη μελέτη του κατασκευαστή της εγκατάστασης, πεισματικά, σαν ένα αόρατο τοίχωμα να κρατούσε αντίσταση στον οχετό. Η επιφάνεια της σμάλτινης λεκάνης όταν γαλήνεψε από την εισροή του εισβάλλοντος νερού, άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Στεκόταν αμήχανος, δίχως να μπορεί να δώσει μια εξήγηση, μα και να βρει έναν τρόπο να σταματήσει το ανεξήγητο φαινόμενο. Ο οχετός κάλυψε τη λεκάνη κι άρχισε να κυλά στο δάπεδο του απόπατου, συνεχώς, με ρυθμούς βίαιους, να αναβλύζει από τη φυσιολογική ζύμωση, διαλυμένα μικρά κομματάκια κοπράνων, δυσώδη αποπνικτικό υγρό, τραβώντας την πορεία του, ασταμάτητα πλέον, προς τον διάδρομο.
Παρακολουθούσε ανήμπορος την κατάσταση, δίχως να αντιδρά, μαρμαρωμένος, τα μέλη του σώματός του παραλυμένα, εγκαταλειμμένος στην εκδίκηση των ψευδαισθήσεων του. Το πηχτό υγρό, πλημμυρισμένο κόπρανα, σιχαμερά έντομα, απαραίτητους συνοδούς της αηδιαστικής πλημμυρίδος, είχε καλύψει το πρόσωπό του,κάτωχρο και απορημένο, στο έλεος του οχετού.
Έριξα μια ζακέτα στους ώμους και βγήκα στην αυλή. Το πτώμα του διάστικτο με υπολείμματα περιττωμάτων κι ανατριχιαστικά έντομα, κυλούσε προς τη θάλασσα. Σε λίγο θα το έτρωγαν τα ψάρια με τα πράσινα φτερά.
Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007
ΑΙΣΧΟΣ!!!!!
Δεν νομίζω να υπάρχει πιο κατάπτυστο, συκοφαντικό και εμετικό δημοσίευμα από το κείμενο του δημοφιλούς, ακαταπόνητου και υπερφίαλου Γιώργου Μίχου. Η τοποθέτησή του δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις αντιδραστικές απόψεις των απανταχού δεσμοφυλάκων της κοινωνικής στοίχησης, στις επιταγές και σχέδια των νομοθετών του καπιταλιστικού σχεδιασμού της κοινωνίας μας. Η απαξίωση των αγώνων των μαθητών με χαρακτηρισμούς "τσογλανάκια","κακομαθημένος τσόγλανος", "η μαλακία τους", τον κατατάσσει στην κορυφή των φασιστοειδών που, δυστυχώς, συνεχίζουν να επικυρώνουν την ύπαρξή τους από την ανοχή των "ουδέτερων" και "αντικειμενικών" σχολιαστών.
Αντίσταση στους προγραμματιστές της ζωής και των ονείρων μας!!!
http://giorgosmixos.blogspot.com
Αντίσταση στους προγραμματιστές της ζωής και των ονείρων μας!!!
http://giorgosmixos.blogspot.com
Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007
ΚΑΛΑ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;
"Να ζωντανέψουν οι θύελλες να γίνουνε Τετάρτη" φώναζε, καθώς το νησί
από κρύσταλλο, λαμπάδιαζε στα πόδια του. Την ίδια στιγμή, σταμάτησε να πέφτει,
στάθηκε νεκρός και ρώτησε:
Ο Προίμος
Τότε γέμισε παιδικές εκδρομές και Γιάννες πολλές Γιάννες, κίτρινες σα δροσιά.
Αγκαλιάστηκαν, απάντησε η μικρότερη, γκαστρώθηκε η μια, γονάτισε και
βλάστησε στο στήθος μου.
Το καφέ αστέρι
από κρύσταλλο, λαμπάδιαζε στα πόδια του. Την ίδια στιγμή, σταμάτησε να πέφτει,
στάθηκε νεκρός και ρώτησε:
Ο Προίμος
Τότε γέμισε παιδικές εκδρομές και Γιάννες πολλές Γιάννες, κίτρινες σα δροσιά.
Αγκαλιάστηκαν, απάντησε η μικρότερη, γκαστρώθηκε η μια, γονάτισε και
βλάστησε στο στήθος μου.
Το καφέ αστέρι
Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2007
ΑΥΘΟΡΜΗΤΩΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΤΑΧΤΩΣ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ "ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΚ ΦΙΝ"
Υπάρχουν συμπτώσεις στην ζωή μας που τις προσπερνούμε αδιάφορα , δίχως να στεκόμαστε στα σημάδια τους, τα ίχνη τους, που αποτυπώνουν, ενδομύχως ίσως, τα μηνύματα που μεταφέρουν. Άλλωστε η ζωή έχει πάψει να σταματά, να συνδιαλλέγεται με μικρογεγονότα, προχωρά βιαστικά, καταπίνει τις μικρές στιγμές , κυριαρχώντας ισοπεδωτικά στον βίο, αλλοιώνοντας ουσιαστικά την ουσία του. Οι μικρές όμως αυτές στάσεις συνδιαμορφώνουν την ατομικότητα και την ιδιαιτερότητα του καθενός μας. Άρα η θέληση και η ανάγκη να οργανώσουμε τη ζωή μας κατά το δοκούν έχει από αρκετό καιρό απωλεσθεί. Έτσι κυριολεκτώντας, γεγονότα που τα ξορκίζουμε, τα προσπερνούμε αδιαφορώντας, έχουν σαν αποτέλεσμα να αφαιρούμε την μυστηριακή και απροσπέλαστη για μας ιδιαιτερότητά τους, αγνοώντας ότι σε εύθετο χρόνο θα κυριαρχήσουν στην ζωή μας, με άλλους όρους και μορφές, αλλά ουσιωδώς συνδεδεμένους με το παρελθόν μας.
Οι αυθαίρετες αυτές σκέψεις που μου έρχονται στο νου Σάββατο βράδυ, και καταγράφονται μεσημέρι Κυριακής, για να συγκροτήσουν μια παραδοχή, που φαίνεται απροκάλυπτη και ουσιωδώς αδικαιολόγητη, αρκετά όμως πιεστική για να επιβάλει την καταγραφή της, γίνεται μετά την τελείωμα της ανάγνωσης ενός σπουδαίου βιβλίου. Μιλώ για τις «Περιπέτειες του Χακ Φιν» του Μαρκ Τουαίν. Ενός βιβλίου που η καθαρά τυχαία επιλογή του ανατρέπει τις υποχρεωτικές και αναγκαίες καταβολές , οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι ή συνεπής και οργανωμένη πορεία για την εκφρασμένη, τουλάχιστον, ολοκλήρωσή μας, όπως ερμηνεύεται εγωτικά από την ευνοούμενη αντιληπτικότητα μας, προσκρούει σε τυχαίες επιλογές. που ανατρέπουν τις καθιερωμένες αντιλήψεις και βεβαιότητές μας, και επαναφέρουν το αίτημα της επαναπρόσληψης της πραγματικότητας, με διαφορετικές αιτιάσεις, αποτρεπτικές και ανατρεπτικές απέναντι στην συμμορφωμένη αντίληψή μας. Εννοώ λοιπόν ότι τα γεγονότα δεν είναι αλληλουχία και επαναληπτικότητα προσδιορισμένων επιλογών, αλλά συνάντηση διαφορετικών οντοτήτων, που συνεργάζονται για την αποκατάσταση των ανθρωπίνων λειτουργιών και αιτιάσεων. Η επεξεργασία των γεγονότων είναι επαρκής λόγος για την στοιχειολόγηση επιλήσμονων καταβολών, που λιμνάζουν αναζητώντας διέξοδο στην παρατήρηση και αξιολόγησή τους. Όλα αυτά προαιρετικά συγκλίνουν στην άποψη ότι η απροσδόκητη επαφή με έργα , εν προκειμένω λογοτεχνικά, συμπεριλαμβάνει την επίκτητη αλλά λησμονημένη παραίτηση, και αναπάντεχη απομάκρυνση από έργα που επανέρχονται κατά καιρούς στο νου, αλλά εγκαταλείπονται από άλλες προτεραιότητες, που η φενάκη της γραμμικής συμμορφωμένης επιλεκτικότητα μας, τα απορρίπτει, τα αναβάλλει, με οδηγό την διαμορφωμένη και επεξεργασμένη συμμετρία μας, που θεωρείται, δυστυχώς, επαρκής, αλλά ουσιαστικώς είναι ατελής.
Ένα από αυτά τα έργα που εγκαταλείφθηκαν τόσα χρόνια,έφτασε στα χέρια μου συνειδητά βεβαίως, αλλά η ανάγνωσή του ήταν εντελώς τυχαία, και ελαφρώς επιβαλλόμενη, δικαιολογεί την ατελέσφορη και διαρκώς αποτυχημένη προσπάθεια συγκρότησης μιας εμπειρίας που φαντάζει αυτάρκης, αλλά ουσιαστικά ελλιπούς. Η συσσώρευση λοιπόν, και η διαρκής επανατοποθέτηση μιας συγκροτημένης και προστατευμένης, επικυρωτικής προσπάθειας είναι εμφανώς ανεπιτυχής, ουσιωδώς δε ανύπαρκτη.
Οι αυθαίρετες αυτές σκέψεις που μου έρχονται στο νου Σάββατο βράδυ, και καταγράφονται μεσημέρι Κυριακής, για να συγκροτήσουν μια παραδοχή, που φαίνεται απροκάλυπτη και ουσιωδώς αδικαιολόγητη, αρκετά όμως πιεστική για να επιβάλει την καταγραφή της, γίνεται μετά την τελείωμα της ανάγνωσης ενός σπουδαίου βιβλίου. Μιλώ για τις «Περιπέτειες του Χακ Φιν» του Μαρκ Τουαίν. Ενός βιβλίου που η καθαρά τυχαία επιλογή του ανατρέπει τις υποχρεωτικές και αναγκαίες καταβολές , οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι ή συνεπής και οργανωμένη πορεία για την εκφρασμένη, τουλάχιστον, ολοκλήρωσή μας, όπως ερμηνεύεται εγωτικά από την ευνοούμενη αντιληπτικότητα μας, προσκρούει σε τυχαίες επιλογές. που ανατρέπουν τις καθιερωμένες αντιλήψεις και βεβαιότητές μας, και επαναφέρουν το αίτημα της επαναπρόσληψης της πραγματικότητας, με διαφορετικές αιτιάσεις, αποτρεπτικές και ανατρεπτικές απέναντι στην συμμορφωμένη αντίληψή μας. Εννοώ λοιπόν ότι τα γεγονότα δεν είναι αλληλουχία και επαναληπτικότητα προσδιορισμένων επιλογών, αλλά συνάντηση διαφορετικών οντοτήτων, που συνεργάζονται για την αποκατάσταση των ανθρωπίνων λειτουργιών και αιτιάσεων. Η επεξεργασία των γεγονότων είναι επαρκής λόγος για την στοιχειολόγηση επιλήσμονων καταβολών, που λιμνάζουν αναζητώντας διέξοδο στην παρατήρηση και αξιολόγησή τους. Όλα αυτά προαιρετικά συγκλίνουν στην άποψη ότι η απροσδόκητη επαφή με έργα , εν προκειμένω λογοτεχνικά, συμπεριλαμβάνει την επίκτητη αλλά λησμονημένη παραίτηση, και αναπάντεχη απομάκρυνση από έργα που επανέρχονται κατά καιρούς στο νου, αλλά εγκαταλείπονται από άλλες προτεραιότητες, που η φενάκη της γραμμικής συμμορφωμένης επιλεκτικότητα μας, τα απορρίπτει, τα αναβάλλει, με οδηγό την διαμορφωμένη και επεξεργασμένη συμμετρία μας, που θεωρείται, δυστυχώς, επαρκής, αλλά ουσιαστικώς είναι ατελής.
Ένα από αυτά τα έργα που εγκαταλείφθηκαν τόσα χρόνια,έφτασε στα χέρια μου συνειδητά βεβαίως, αλλά η ανάγνωσή του ήταν εντελώς τυχαία, και ελαφρώς επιβαλλόμενη, δικαιολογεί την ατελέσφορη και διαρκώς αποτυχημένη προσπάθεια συγκρότησης μιας εμπειρίας που φαντάζει αυτάρκης, αλλά ουσιαστικά ελλιπούς. Η συσσώρευση λοιπόν, και η διαρκής επανατοποθέτηση μιας συγκροτημένης και προστατευμένης, επικυρωτικής προσπάθειας είναι εμφανώς ανεπιτυχής, ουσιωδώς δε ανύπαρκτη.
Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ
ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ
Σε βορεινόν δωμάτιον ξενοδοχείου
Οι ερασταί παρομοιάζουν τα τελούμενα
Με τόμον χονδρόν της ιστορίας
Περιλαμβάνοντα πορίσματα και πεπραγμένα
Αναριθμήτων εποχών
Οι σπίθες των ματιών της νέας
Και πριν κατακλιθή ακόμη
Πριν εξομοιωθούν οι αναπάλσεις της
Με τα σκιρτήματα των νεαρών δορκάδων
Που έβλεπε η κορασίς στα δάση
Οι σπίθες των ματιών της νέας
Φωτίζουν το δωμάτιον απλέτως
Και ιδού που κατεκλίθη
Τώρα σκιρτούν οι σφαίρες των μαστών της
Σαν τόπια παιζόμενα με περιπάθειαν
Σαν μπάλες πιεζόμενες με ηδυπάθειαν
Εν μέσω ζωηρών παλμών καρδίας
Εν μέσω αναφωνήσεων λαγνείας
Εν μέσω αλληλουχίας πράξεων
Που ισοδυναμούν με περιδέραιον του οποίου
Εκάστη χάνδρα αντιστοιχεί σ’ένα κεφάλαιον
Των γεγονότων που περιλαμβάνουν οι ιστορίες
Οι πλούσιες σε πράγματα σαφή ή και ακαθόριστα
Με περιπέτειες παντοειδείς
Με εκπλήξεις σαν στόματα ανοικτά
Με πράγματα σαν σπίτια ονειρικά
Γιομάτα από μυστήριον και προσδοκίαν
Ας πούμε πύργοι σκωτικοί στο Balmoral
Στο Braemar ή κάπου αλλού κοντά στα «Lochs»
Σπίτια νεοκλασσικά της Βιργινίας
Σπίτια παρισινά του «art moderne»
Ή αρχαικά στις όχθες της Αχερουσίας
Σπίτια των Ηλυσίων φωτεινά
Ή τρώγλες των slums στις λαικές της Λόντρας συνοικίες.
Τώρα στον δρόμο του ξενοδοχείου περνά
Παρέλασις στρατού με τμήματα ποικίλα
Με τμήματα διαβιβάσεων
Με άρματα βαρέα μάχης
Τα τηλεβόλα των είναι μακρά
Και είναι τα σκέλη της νέας πολύ ανοικτά
Παρά την ζήλεια των αντεραστών
Που σε άλλα σημεία της πόλεως την γυρεύουν
Είναι η στιγμή της αγαλλιάσεως ποταμός
Κ’ οι στεναγμοί της νεάνιδος νέφη ελαφρά
Νέφη λευκά σαν πούπουλα της ευφροσύνης
Καθώς προ του ξενοδοχείου περνά
Με εμβατήρια με μπάντες
Στιλπνός στρατός των εθνικών εορτών
(Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου στην Ελλάδα
Quatorze Juillet της Γαλλικής Δημοκρατίας
7 Νοεμβρίου στις πλατείες της ΕΣΣΔ
4 Ιουλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες)
Και όλο ξεσπούν χειροκροτήματα και επευφημίες
Με κάτι στην ατμόσφαιρα που ενθυμίζει
Την έξαρσιν των ταυρομαχιών όταν ο ταύρος πίπτει
Με «κοραθόν»
Με «μπαντερίλλος»
Με παραλήρημα σφοδρόν του πλήθους
Ιδίως την ώραν που περνούν τα τάνκς
Με στρατιώτας όρθιους να χαιρετούν εις τους πυργίσκους
Έτσι περνά η ώρα και ο στρατός
Η νέα βρίσκεται ακόμη στο δωμάτιον
Τα δυο παράθυρά του μένουν ανοικτά
Όπως τα σκέλη της και η ψυχή της
Παρά την ζήλεια των αντεραστών
Παρά την επαγρύπνησιν της αυστηρής μητρός της
Που θα μπορούσε κάλλιστα μάνα των Γράκχων νάναι
Ή σύζυγος καθηγητού ρωμαικού δικαίου
Κ’ενώ το ρίγος επεκτείνεται
Και ο ήλιος λάμπει και πλαταγίζουν οι σημαίες
Αεροσκάφη σε πυκνούς σχηματισμούς
Διασχίζουν τον αιθέρα
Την ώρα που εκτοξεύονται αι θηλαί
Και ενδυναμώνουν αι γαμικαί ωθήσεις
Και αγάλλονται οι ερασταί στας στοναχάς των
Και ακούονται οι ερπύστριες των αρμάτων
Και διαδίδεται παντού η φήμη
Ότι ο νέος στρατός αήττητος κατέστη.
Και ιδού καθώς
Επάνω από τας κεφαλάς των θεατών
Και το διάπυρον σύμπλεγμα των λαγνουργούντων
Σκάνε τα ρόδια των ζητοκραυγών
Κ’εντείνονται οι στεναγμοί των ηδονιζομένων
Επιταχύνονται οι κινήσεις των σωμάτων
Και ενώ αντηχεί ως ρυθμικόν στακάττο
Το ποδοβολητό του διερχόμενου πεζικού
Και ακούονται ευκρινώς οι ερπύστριες των βαρέων αρμάτων
Αίφνης με ορμήν το σπέρμα αναβλύζει
Και ενώ σείει τα σώματα σεισμός
Ο ίμερος χύνεται πυκνός
Μέσα στον δίαυλον τον ανοικτόν που τον προσμένει
Στον δίαυλον που τον δέχεται
Όπως η διψασμένη γη τον όμβρον.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Σε βορεινόν δωμάτιον ξενοδοχείου
Οι ερασταί παρομοιάζουν τα τελούμενα
Με τόμον χονδρόν της ιστορίας
Περιλαμβάνοντα πορίσματα και πεπραγμένα
Αναριθμήτων εποχών
Οι σπίθες των ματιών της νέας
Και πριν κατακλιθή ακόμη
Πριν εξομοιωθούν οι αναπάλσεις της
Με τα σκιρτήματα των νεαρών δορκάδων
Που έβλεπε η κορασίς στα δάση
Οι σπίθες των ματιών της νέας
Φωτίζουν το δωμάτιον απλέτως
Και ιδού που κατεκλίθη
Τώρα σκιρτούν οι σφαίρες των μαστών της
Σαν τόπια παιζόμενα με περιπάθειαν
Σαν μπάλες πιεζόμενες με ηδυπάθειαν
Εν μέσω ζωηρών παλμών καρδίας
Εν μέσω αναφωνήσεων λαγνείας
Εν μέσω αλληλουχίας πράξεων
Που ισοδυναμούν με περιδέραιον του οποίου
Εκάστη χάνδρα αντιστοιχεί σ’ένα κεφάλαιον
Των γεγονότων που περιλαμβάνουν οι ιστορίες
Οι πλούσιες σε πράγματα σαφή ή και ακαθόριστα
Με περιπέτειες παντοειδείς
Με εκπλήξεις σαν στόματα ανοικτά
Με πράγματα σαν σπίτια ονειρικά
Γιομάτα από μυστήριον και προσδοκίαν
Ας πούμε πύργοι σκωτικοί στο Balmoral
Στο Braemar ή κάπου αλλού κοντά στα «Lochs»
Σπίτια νεοκλασσικά της Βιργινίας
Σπίτια παρισινά του «art moderne»
Ή αρχαικά στις όχθες της Αχερουσίας
Σπίτια των Ηλυσίων φωτεινά
Ή τρώγλες των slums στις λαικές της Λόντρας συνοικίες.
Τώρα στον δρόμο του ξενοδοχείου περνά
Παρέλασις στρατού με τμήματα ποικίλα
Με τμήματα διαβιβάσεων
Με άρματα βαρέα μάχης
Τα τηλεβόλα των είναι μακρά
Και είναι τα σκέλη της νέας πολύ ανοικτά
Παρά την ζήλεια των αντεραστών
Που σε άλλα σημεία της πόλεως την γυρεύουν
Είναι η στιγμή της αγαλλιάσεως ποταμός
Κ’ οι στεναγμοί της νεάνιδος νέφη ελαφρά
Νέφη λευκά σαν πούπουλα της ευφροσύνης
Καθώς προ του ξενοδοχείου περνά
Με εμβατήρια με μπάντες
Στιλπνός στρατός των εθνικών εορτών
(Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου στην Ελλάδα
Quatorze Juillet της Γαλλικής Δημοκρατίας
7 Νοεμβρίου στις πλατείες της ΕΣΣΔ
4 Ιουλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες)
Και όλο ξεσπούν χειροκροτήματα και επευφημίες
Με κάτι στην ατμόσφαιρα που ενθυμίζει
Την έξαρσιν των ταυρομαχιών όταν ο ταύρος πίπτει
Με «κοραθόν»
Με «μπαντερίλλος»
Με παραλήρημα σφοδρόν του πλήθους
Ιδίως την ώραν που περνούν τα τάνκς
Με στρατιώτας όρθιους να χαιρετούν εις τους πυργίσκους
Έτσι περνά η ώρα και ο στρατός
Η νέα βρίσκεται ακόμη στο δωμάτιον
Τα δυο παράθυρά του μένουν ανοικτά
Όπως τα σκέλη της και η ψυχή της
Παρά την ζήλεια των αντεραστών
Παρά την επαγρύπνησιν της αυστηρής μητρός της
Που θα μπορούσε κάλλιστα μάνα των Γράκχων νάναι
Ή σύζυγος καθηγητού ρωμαικού δικαίου
Κ’ενώ το ρίγος επεκτείνεται
Και ο ήλιος λάμπει και πλαταγίζουν οι σημαίες
Αεροσκάφη σε πυκνούς σχηματισμούς
Διασχίζουν τον αιθέρα
Την ώρα που εκτοξεύονται αι θηλαί
Και ενδυναμώνουν αι γαμικαί ωθήσεις
Και αγάλλονται οι ερασταί στας στοναχάς των
Και ακούονται οι ερπύστριες των αρμάτων
Και διαδίδεται παντού η φήμη
Ότι ο νέος στρατός αήττητος κατέστη.
Και ιδού καθώς
Επάνω από τας κεφαλάς των θεατών
Και το διάπυρον σύμπλεγμα των λαγνουργούντων
Σκάνε τα ρόδια των ζητοκραυγών
Κ’εντείνονται οι στεναγμοί των ηδονιζομένων
Επιταχύνονται οι κινήσεις των σωμάτων
Και ενώ αντηχεί ως ρυθμικόν στακάττο
Το ποδοβολητό του διερχόμενου πεζικού
Και ακούονται ευκρινώς οι ερπύστριες των βαρέων αρμάτων
Αίφνης με ορμήν το σπέρμα αναβλύζει
Και ενώ σείει τα σώματα σεισμός
Ο ίμερος χύνεται πυκνός
Μέσα στον δίαυλον τον ανοικτόν που τον προσμένει
Στον δίαυλον που τον δέχεται
Όπως η διψασμένη γη τον όμβρον.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007
Η ΚΙΑΡΑ(ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 7 ΧΡΟΝΙΑ "ΒΗΜΑGASINO")
ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ
Η Κιάρα ετοιμάστηκε να μπει στο μπάνιο. Είχε περάσει μια κουραστική μέρα στο γραφείο. Είχε παραδώσει την ύλη για τη στήλη της, στον διευθυντή. Σχόλια μικρά, πως είναι να ζει κανείς σε μια πόλη σαν την Αθήνα .Είχε συμμετάσχει το μεσημέρι στη σύσκεψη για το κλείσιμο της ύλης του περιοδικού, και αποδέχτηκε την πρόταση της Λένας για φαγητό στο «Cosmos». Η φοβία της για τα επικίνδυνα βακτήρια στο πιάτο της, Salmo-nella, Listeria, E.coli 157, μέχρι να βγει στην αγορά η μηχανή Immuno Flow, και ο έλεγχος να γίνεται επί τόπου, μέσα σε 10-15 λεπτά, την ανάγκαζαν να ακολουθεί τις γαστριμαργικές προτάσεις των συναδέλφων, Μαρίας Χαραμή, Κώστα Δαβία, των οποίων οι γαστρονομικές γνώσεις ήταν αναμφίβολα αποδεκτές στον ανερχόμενο κόσμο της γευσιγνωσίας. Ήταν δύσκολο να βρεθεί στο «Tanti Baci», στη Νέα Υόρκη, που με τόσο κολακευτικά λόγια της είχε μιλήσει ο συνάδελφος, Αυγουστίνος Ζενάκος. Καταχώρησε όμως στην ηλεκτρονική της ατζέντα τη διεύθυνση : 10th Street between 7th and 8th Avenue, New York. Πήρε τη διαβεβαίωση ότι στην παρέα δεν θα υπάρχουν δημοσιογράφοι, διότι όλοι διαθέτουν και από μια άποψη, η οποία διαφέρει των απόψεων των άλλων. Όταν συγκεντρώνονται κάπου όλοι μαζί συζητούν για τη συζήτηση και όχι για το θέμα της συζήτησης. Ως εκ τούτου δεν καταλήγουν πουθενά. Σνομπάρουν ο ένας τον άλλον, ενώ δεν διαφέρουν μεταξύ τους, αφού όλοι βράζουν στο ίδιο καζάνι και πάνω κάτω τα ίδια επιθυμούν. Την αναγνώριση, το scoop, την επιτυχία. Ήταν έτοιμη λοιπόν να αναρωτηθεί: Παραμένει ο ίδιος barman που της είχε γεννήσει το αφελές ερώτημα: Πόσες μέρες είχε να λουστεί; ή μήπως το έκανε για μόδα;
Είχε αρκετή ώρα μπροστά της. Ένα ζεστό μπάνιο με αφρόλουτρο Dune του Christian Dior θα χαλάρωνε το σώμα της και η κούραση θα έφευγε μαζί με τον στρόβιλο νερών που χυνόταν στη λευκή μπανιέρα του Moda Bagno.
Στέγνωσε τα μαλλιά της, καστανόξανθα, κομμένα ασύμμετρα, ίσια, που τώρα έλαμπαν μεταξένια, άπλωσε το Gel της L' Oreal και τους έδωσε λάμψη και όγκο, αφήνοντας τις μύτες να ξεφεύγουν σε μικρές τούφες από τα πρόχειρα «σινιόν». Άπλωσε την κρέμα σώματος Sheiseido στο σώμα της και ένοιωσε τη χαλαρότητα να την κυριεύει. Φόρεσε τα εσώρουχα που αγόρασε από το Carpe diem της οδού Καλαμακίου, και άρχισε να μακιγιάρεται. Ήθελε σήμερα το μακιγιάζ να είναι αόρατο, με ελάχιστα τονισμένα τα μήλα του προσώπου της, ελαφρώς βαμμένα χείλη ροζ περλέ, ως το δραματικό. Λάτρευε τα άψογα ζωγραφισμένα φρύδια της Ντίνα Αβέρωφ, το βαθύ βλέμμα της Αμαλίας Μεγαπάνου, την κλασική κομψότητα της Λόλα Ρίτσου- Ζολώτα, την γαλάζια ματαιοδοξία των ματιών της Μαρία Ραγκούση Τζανετάκη, το κόκκινο κραγιόν της Δάφνης Σημίτη. Αλλά όλα αυτά ήταν πρότυπα που την ενέπνεαν να καταγράψει τον θαυμασμό της. Ήταν αρκετά νέα για να υιοθετήσει αυτό το στυλ. Δεν ήταν άλλωστε ούτε 35 χρονών. Ζωγράφισε την εξωτερική γωνία των ματιών με το eye liner της Max Factor, έδωσε ανεπανάληπτη καμπύλη και όγκο στις βλεφαρίδες της, με μια μόνη κίνηση, με την illusionist maximum curling mascara της Estee Lauder.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Το suractif της Lancaster είχε κάνει το θαύμα της.
Βγήκε από το μπάνιο πήγε στο στερεοφωνικό Super Audio CD της Sony και το έβαλε σε λειτουργία. Η μουσική από το Modjo πλημμύρισε το δωμάτιο. Η μουσική αυτή την ηρεμούσε. Η νύχτα που είχε μπροστά της ήταν απαιτητική . Είχε αφομοιώσει τον δεκάλογο της Μπριτζετ Τζόουνς, ερμηνευμένο από τη Γαλάτεια Λασκαράκη, προσπαθώντας να αποστηθίσει το Νο 04 και η επιλογή ρούχων ήταν ζήτημα τόσο μείζον και καθοριστικό όσο και η μεσημεριανή σύσκεψη. Απλώνοντας το χέρι της προς τα μαλακά, εξαιρετικής ποιότητας υφάσματα τα άγγιξε όλα που ήταν κρεμασμένα κατά χρωματικές ενότητες και θαύμασε για μια άλλη μια φορά την ανεκτίμητη συλλογή της. Φορέματα Fendi, Prada, Max Mara, Armani, Valentino, Jean Colana(το αγαπημένο της) . Θυμήθηκε με αυταρέσκεια την ιστορία κάθε ρούχου, πότε και που το απέκτησε. Άλλοτε σε κάποιο ταξίδι στο εξωτερικό, Ρώμη, στους δρόμους γύρω από τη Βία Κοντότι, Λονδίνο, και άλλοτε εδώ. Ειδικά το φόρεμα του Valentino όταν σε μια άτυχη στιγμή, 7 Νοεμβρίου, γύρω στις επτάμιση , η κάρτα ανάληψης Alfabank ξέφυγε από τα χέρια της και έπεσε μέσα σ΄ένα φρεάτιο. Ευτυχώς βρέθηκε ένας άνθρωπος που σήκωσε το μέταλλο του φρεατίου και βάζοντας το χέρι της μέσα , πήρε την κάρτα και απόκτησε το φόρεμα που τόσο αποζητούσε.
Το απαλό, αέρινο, μαύρο φόρεμα της Anne Tyler της τόνωσε την αυτοπεποίθηση. Προχώρησε προς το έπιπλο της τουαλέτας, άναψε το φωτιστικό σε λευκό χρώμα «Bloody Mary» της εταιρείας Luminaza, και τα είδε εκεί, μέσα στο κρυστάλλινο μπολ, να την φωνάζουν σχεδόν να τα φορέσει. Τα Μeli Melo την κοιτούσαν με τα διάφανα, ρομαντικά μάτια τους. Ένα ντελικάτο δέσιμο από πλατίνα αγκάλιαζε τις εξωτικές πέτρες. Πέτρες λαμπερές και πολύχρωμες, καθεμιά με τη γεύση της. Οι πέτρες έμοιαζαν να επιπλέουν και η σύνθεση, αέρινη και ευέλικτη, θύμιζε έναν χορό φρούτων σε μια ιεροτελεστία της άνοιξης. Άγγιξε απαλά , όπως αρμόζει σε κάτι τόσο σπάνιο, το δακτυλίδι. Ύστερα έπιασε διστακτικά κάτι σαν κύμα που πάλλεται και περνά όμοια με ανατριχίλα την αλυσίδα από κρίκους των οποίων το σχέδιο αντιγράφει το μοτίβο ενός φύλλου. Τότε τα μαργαριτάρια, τα ήσυχα και τρελά μαργαριτάρια, χόρεψαν μια παράσταση για εκείνη. Σαν σχοινοβάτες επάνω σε χρυσαφένιο κρίκο στριφογυρνούσαν αγνοώντας την έννοια της ισορροπίας, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο εξωτικά. Τα χρώματα, κίτρινο, μπλε, φούξια, μοβ, γαλάζιο και πορτοκαλί, αναπήδησαν σαν τις τροχιές από ανταριασμένους πλανήτες ώσπου έγιναν μια λάμψη λευκή που την τύφλωσαν με το φως τους. Ήταν η Collection Delice de Cartier.
Μάζεψε από το κομοδίνο το «Σκοτεινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη, που διάβαζε ταυτόχρονα με το «Μανία για τον Καραβάτζο» του Oliver Banks.. Της το είχε συστήσει ο φίλος της Νίκος Πιπέρης, ο οποίος το «ανακάλυψε»μέσα στο ρητορικό και ανεπίκαιρο «Ο δολοφόνος» του Γιώργου Αριστηνού, και πέρασε στο σαλόνι. Η συμμετρία, η απλότητα, και η πρωτοτυπία ολοκλήρωναν την ταυτότητα του σπιτιού. Ο χώρος γεμάτος με φυσικό φως, ευθείες γραμμές , γεωμετρικές φόρμες και χρώματα, χρώμα σιελ, ένα καθαρά ρομαντικό χρώμα, προέκτεινε την μπλε αίσθηση του ουρανού μέσα στο σπίτι. Η ματιά της έπεσε στη δερμάτινη κορνίζα Tubinocuio με την φωτογραφία πάνω στη νοικιασμένη βέσπα όταν έκανε το γύρο του Βατικανού. Έδιωξε τις σκέψεις , απεχθανόταν τις αναπολήσεις . Τις θύμιζαν μελοδραματισμούς.
Έβαλε ένα Dry Martini στο ποτήρι Kosta Boda άναψε ένα τσιγάρο Davidoff, και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Τα παιδιά του πάνω διαμερίσματος εκτονώνονταν παίζοντας κυνηγητό, τρέχοντας σαν αγέλη αφηνιασμένων ελεφάντων. Δεν ήταν βέβαια ώρα κοινής ησυχίας για να αξιώσει δικαστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις των 989 και 997 του ΑΚ την ποινική τους δίωξη. Το αίτημα για παιδεία, ησυχία και πειθαρχία θα αντιμετωπιζόταν από τον γείτονα με περιφρόνηση, αν όχι με υστερία. Έριξε μια ματιά γύρω της. Το αντίγραφο του Κασεμίρ Μάλεβιτς «Αεροπλάνο που πετάει», η flat TV Philips, το τετράγωνο τραπέζι σαλονιού Technal Plazza, ο δερμάτινος καναπές του οίκου Cassina, που ευτυχώς ξέφευγε από το γούστο των έξη διαφορετικών τύπων ανθρώπων, το φωτιστικό του P. Starck, βρίσκονταν σε αντιστοιχία με την προσωπική της ερμηνεία του κόσμου. Άφησε να φανεί ένα χαμόγελο αυταρέσκειας στα καλοσχεδιασμένα χείλη της. Το χτύπημα του κουδουνιού την επανέφερε στην πραγματικότητα. Κατεβαίνω αμέσως, απάντησε, άπλωσε το άρωμα του Chivanchy στο σώμα της με μικρές απαλές πινελιές, φρεσκαρίστηκε με την πούδρα της Lancome, φόρεσε τα παπούτσια αγορασμένα από το «Tod’s Boutique», Βουκουρεστίου 13, άρπαξε την τζάντα της, ρίχνοντας μέσα βιαστικά το Nokia 8310 και βρέθηκε στο αυτοκίνητο της Λένας, ένα ασημί Toyota Yaris Sport.
Το CD της Pioneer έπαιζε το «Budda Rary» από τον d.j Ravin. Η οδήγηση ήταν προβλέψιμη, καί όλες οι φυλές της ασφάλτου παρούσες. Επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η διεισδυτική ματιά του Μάκη Μηλάτου.
Ανέβηκαν την Μεσογείων και μετά το Στρατιωτικό Νοσοκομείο έστριψαν αριστερά τη Ξενοπούλου, βγήκαν στην Βασιλείου και μετά από μια μικρή παράκαμψη βρέθηκαν στην Ομήρου. To «Cosmos» ήταν ένας χώρος λειτουργικός, ευχάριστος, με κυρίαρχα στοιχεία το λευκό και το ξύλο, με απαράμιλλη κομψότητα, ξεχωριστό design, με την εικαστική παρέμβαση του Jeff Koons. Η παρέα περίμενε κάτω από ένα πίνακα του Νίκου Κακουλίδη.
Ο chef Χρήστος Τζιέρας τους πρότεινε:
Ορεκτικό: Σαλάτα με μαριναρισμένο σολομό με πιπέρι και άνηθο, κέικ πατάτας, βινεγκρέτ γλυκιάς μουστάρδας.
Κυρίως πιάτο: Λαβράκι ψημένο σε κρούστα αλατιού με βινεγκρέτ βασιλικού, κολοκυθάκια και ντομάτες σχάρας.
Επιδόρπιο: Σουφλέ πικρής σοκολάτας με παγωτό και σάλτσα από φυστίκια Αιγίνης.
Παράγγειλαν κρασί και η πρόταση της Κιάρα για ένα πιάτο μανιτάρια έγινε αμέσως αποδεκτή. Γεύτηκαν ένα Chardonnay Κτήμα Χατζημιχάλης, βραβευμένο στο International Wine and Spririt Competitition 98 με αργυρό μετάλλιο, χρυσόξανθο, λαμπερό, με ελκυστικά αρώματα, που θύμιζαν ακακία, λεμόνι και ξηρούς καρπούς σε διακριτικό φόντο φρυγανισμένου ψωμιού, ώσπου μια εντυπωσιακή σερβιτόρα με εντελώς απωανατολίτικο πρόσωπο που μιλούσε μια χαρά τα ελληνικά τους έφερε την παραγγελία . Τα μανιτάρια ήθελαν λίγο ακόμη πιπέρι. Ζήτησαν από τη σερβιτόρα να τους προσθέσει λίγο πιπέρι. Όπερ και έπραξε, πλην ο μύλος διαλύθηκε καθώς τον έστριβε, με αποτέλεσμα να πέσουν στο πιάτο όλοι οι κόκκοι πιπεριού μαζί με τον μεταλλικό μηχανισμού του μύλου. Η Κιάρα περίμενε ότι αμέσως θα άλλαζε το πιάτο ζητώντας «συγγνώμη». Έσφαλε όμως. Αντ’ αυτού τους συμβούλευσε να παραμερίσουν το πιπέρι και μάζεψε τα μεταλλικά μέρη του μηχανισμού( βίδες κτλ.) από το πιάτο λέγοντας: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει τίποτε άλλο μέσα». Υπήρχε όμως μια τελευταία βίδα ....την οποία εντόπισαν λίγο προτού απομακρυνθεί και της την έδωσαν . Εκείνη χαμογέλασε ευγενικά και τους ευχήθηκε : «Καλή όρεξη».
* Το παρόν στάλθηκε πριν από χρόνια για δημοσίευση στο "ΒΗΜΑGASINO". Φυσικά πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων, δίχως καμμιά απάντηση για την ακαταλληλότητά του.
Βρέθηκε στα χαρτιά μου και σαν ελεύθερος πλέον και μοναχικός το μπλοκάρω.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)