ΑΝΤΙ ΣΧΟΛΙΟΥ
ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
Λέει ο Θερβάντες, ο διάσημος και ποτέ αρκετά διαβασμένος συγγραφέας του «Δον Κιχώτη», στην αρχή της αφήγησής του, ότι ένας ευπατρίδης από τη Μάντσα, ονομαζόμενος Αλόνσο Κιχάνα, άνθρωπος με μικρή περιουσία παρά τη σχετικά αριστοκρατική καταγωγή του, έχασε τα λογικά του επειδή διάβαζε πολύ και επειδή φανταζόταν πολύ. Στην πραγματικότητα τα λόγια που έγραψε ο Θερβάντες δεν είναι ακριβώς αυτά, αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, καταλήγουν να οδηγούν στο ίδιο σημείο. Πράγματι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα, ο λίγος ύπνος και το πολύ διάβασμα ξέραναν το μυαλό του Κιχάνα. Αλλά η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Οποιος διαβάζει φαντάζεται, και αν, επειδή διαβάζει πολύ, κοιμάται λίγο, θα έχει προφανώς περισσότερο χρόνο για να φαντάζεται.
Δεν πιστεύω, αληθινά, ότι στα ψυχιατρικά αρχεία μπορεί να βρεθεί έστω και μια μόνο περίπτωση τρέλας που να προκλήθηκε από το ότι κάποιος έχει διαβάσει πάρα πολύ ή από το ότι έχει φανταστεί υπερβολικά. Αληθεύει μάλιστα το αντίθετο: ανάγνωση και φαντασία είναι δύο από τις τρεις κύριες πύλες πρόσβασης (η τρίτη είναι η περιέργεια) στη γνώση των πραγμάτων. Οποιος δεν έχει ανοίξει κατά καιρούς τις πόρτες της φαντασίας, της περιέργειας και της ανάγνωσης (και μην ξεχνάμε ότι ανάγνωση σημαίνει μελέτη) δεν θα προχωρήσει πολύ μακριά στην κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του.
Οταν ο Θερβάντες δηλώνει με τρόπο τόσο κατηγορηματικό ότι ο Αλόνσο Κιχάνα έχασε τα λογικά του (είναι γραμμένο καθαρά και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε ούτε και να σχίσουμε τη σελίδα που το αποκαλύπτει), υποστηρίζει ότι ο Δον Κιχώτης από τη Μάντσα δεν είναι τελικά άλλος από εκείνο τον τρελό Κιχάνα. Γι' αυτό, αν δεν είχε υπάρξει εξαιτίας της τρέλας ενός ασήμαντου επαρχιακού ιδαλγού, ο πλανόδιος ιππότης δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Η ανήσυχη περιέργεια ρωτά ακόμα: «Μα ο Θερβάντες θα είχε μπορέσει να κάνει να ζωντανέψουν σε έναν συνετό και ειρηνικό Αλόνσο Κιχάνα οι βασανιστικές περιπέτειες που περιμένουν τον αδιάλλακτο Δον Κιχώτη;». Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι: «Και ναι και όχι». «Ναι», επειδή προφανώς μια τέτοια απόφαση θα ήταν λογική και φυσική, δεδομένης της ελευθερίας κάθε συγγραφέα να κάνει αυτό που θεωρεί καλύτερο με τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα. Αλλά ταυτόχρονα και «όχι», επειδή κατά πάσα πιθανότητα οι συγκαιρινοί του Θερβάντες θα είχαν αρνηθεί να αποδεχτούν ότι ένα πνευματικά υγιές πρόσωπο θα μπορούσε σε εκείνους τους καιρούς να γυρνάει από εδώ κι από εκεί στον κόσμο, σαν πλανόδιος ιππότης, ξιφομαχώντας σε κάθε του βήμα (και μάλιστα κατά κακή του τύχη τις πιο πολλές φορές δεχόμενος ο ίδιος τα πιο πολλά χτυπήματα) και κωφεύοντας στις συνετές συμβουλές του πιστού ιπποκόμου Σάντσο Πάντσα, του μοναδικού και αληθινού του φίλου, όπως θα δούμε στο τέλος της αφήγησης.
Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικά παρακινδυνευμένο να φανταστούμε έναν Θερβάντες αβέβαιο για το πώς να αρχίσει την απίστευτη ιστορία του, ο οποίος αφού έψαξε για πολύ βρήκε τελικά ένα μόνο τρόπο για να πείσει τους μελλοντικούς αναγνώστες να αποδεχθούν χωρίς δυσπιστία τις παραληρηματικές συμπεριφορές του Δον Κιχώτη: να τον παρουσιάσει σαν τρελό. Είναι επίσης πιθανό, αν μου επιτραπεί αυτή η συμπληρωματική υπόθεση, ότι το έργο δεν θα είχε καν δει το φως χωρίς την επιδέξια αφηγηματική στρατηγική του Θερβάντες, ο οποίος συμμορφωνόμενος με τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του καιρού του γνώριζε έπειτα να αντλεί όλη την ουσία και όλα τα πλεονεκτήματα.
Υπάρχει όμως και εκείνος που τολμά να υποστηρίζει ότι ο Αλόνσο Κιχάνα διόλου δεν είχε χάσει τα μυαλά του. Σίγουρα στο φως της απλής ορθολογικότητας πολλές από τις ενέργειές του είναι αυθεντικοί παραλογισμοί -όπως το κωμικό επεισόδιο που πάντα μας έρχεται στη μνήμη, όταν ο Δον Κιχώτης εφορμά με τη λόγχη του κονταριού του ενάντια στους ανεμόμυλους στον κάμπο του Μοντιέλ, πιστεύοντας ή προσπαθώντας να κάνει τον Σάντσο να πιστέψει ότι έχει μπροστά του μιαν ορδή από κακούς γίγαντες με μακριά χέρια που φτάνουν τις δύο λεύγες. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: «Μπορεί να υπάρχουν περισσότερο τρελοί από έναν άνθρωπο, ο οποίος θέλει να παλέψει ενάντια στους ανεμόμυλους, πιστεύοντας ότι πρόκειται για γίγαντες;». Στην πραγματικότητα θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε πληροφορίες για μια τρέλα τέτοιου είδους στην ιστορία των πλανόδιων ιπποτών (πάντα αν περιοριστούμε στο να πάρουμε το επεισόδιο κατά γράμμα, όπως ο Θερβάντες φαίνεται πονηρά να είχε επιθυμήσει). Αλλά ας φανταστούμε για μια στιγμή, έστω για μια στιγμή, ότι ο Δον Κιχώτης δεν ήταν τρελός, αλλά απλώς παρίστανε ότι είναι τρελός. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα είχε μπορέσει να κάνει τίποτα άλλο από το να επιβάλει στον εαυτό του να διαπράξει τις πιο παράταιρες ενέργειες, για να μην αφήσει στους άλλους την παραμικρή αμφιβολία για την κατάσταση της παραφροσύνης του. Μόνον παριστάνοντας τον τρελό μπορούσε να ριχτεί στην επίθεση ενάντια στους ανεμόμυλους και μόνον επιτιθέμενος ενάντια στους ανεμόμυλους μπορούσε να ελπίζει ότι οι άλλοι θα τον θεωρούσαν τρελό. Τώρα, σύμφωνα με αυτό τον τρόπο θεώρησης, που διαφέρει αρκετά από εκείνον που γίνεται γενικά αποδεκτός, ήταν χάρη σε αυτή την ευφυή προσποίηση του Θερβάντες που ο καλός Αλόνσο Κιχάνα, αφού μεταμορφώθηκε σε Δον Κιχώτη, κατόρθωσε να ανοίξει την τέταρτη πόρτα που ακόμα του έλειπε: εκείνη της ελευθερίας. Η περιέργειά του τον είχε οδηγήσει να διαβάζει, η ανάγνωση τον είχε ωθήσει να φαντάζεται και, τώρα, ελεύθερος από τα δεσμά της συνήθειας και της ρουτίνας, μπορούσε να διασχίσει τους δρόμους του κόσμου, ξεκινώντας από τους κάμπους της Μάντσας -επειδή η περιπέτεια, καλό είναι να το ξέρουμε, μπορεί να επιλέγει οποιονδήποτε τόπο και οποιονδήποτε χώρο, όσο πεζοί ή κοινότοποι μπορεί να είναι ή να φαίνονται.
Η περιπέτεια, στην περίπτωση του Δον Κιχώτη, δεν είναι μόνο δράση αλλά είναι επίσης και κυρίως λόγια. Ακόμη και εκείνοι οι μακρότατοι λόγοι του, οι φαινομενικά παράλογοι, ασυνάρτητοι, υπερβολικοί, θα μπορούσαν να χρησιμέψουν στον Θερβάντες για να ενισχύσει στο νου του αναγνώστη την ιδέα ότι ο Δον Κιχώτης ήταν αθεράπευτα τρελός. Αλλά θα καταλήξουν να φανούν αληθινά αριστουργήματα λογικής επιχειρηματολογίας και ευθυκρισίας, η πιο εκλεπτυσμένη ρητορική στην πιο εκφραστική γλώσσα, μια διαλεκτική που ο ίδιος ο Σωκράτης δεν θα υποτιμούσε, ένα λεξιλογικός πλούτος που θα προκαλούσε φθόνο ακόμη και στον Σέξπιρ (η ημερομηνία θανάτου του οποίου, η 23η Απριλίου 1616, είναι η ίδια με εκείνη του Θερβάντες).
Αν δεχτούμε ότι ο Αλόνσο Κιχάνα παριστάνει τον τρελό, θα πρέπει όμως αναπόφευκτα να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: «Γιατί και για ποιο σκοπό μια υποκατάσταση ταυτότητας, που μπορούσε να του προκαλέσει μόνον κακοτυχίες, καταστροφές, εμπαιγμό, γελοιοποίηση και ταπεινώσεις;». Πολλά χρόνια μετά τα εγχειρήματα του Δον Κιχώτη -τη χαμένη μάχη ενάντια στους ανεμόμυλους του Μοντιέλ, τα διάφορα ασκιά με κρασί που τρύπησε με το σπαθί του, την κάθοδο στη σπηλιά του Μοντεσίνου, το όνειρο μιας απίθανης Δουλσινέας- ένας Γάλλος ποιητής που ονομαζόταν Αρθούρος Ρεμπό έγραψε μια φράση πιο ενθουσιώδη από την ανάγνωση όλων μαζί των ιπποτικών βιβλιών: «La vraie vie est ailleurs». Η αληθινή ζωή είναι αλλού, όχι εδώ. Αυτό που διακηρύσσει η ιδιοφυΐα του Ρεμπό -το ότι η αυθεντική ζωή δεν είναι αυτή αλλά μια άλλη, μολονότι δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται ούτε πώς να την πετύχουμε- το είχε ήδη αντιληφθεί, στη μικρή του κλίμακα, ο επαρχιώτης ιδαλγός της Μάντσας. Και μάλιστα, σε αυτή την κατανόηση, ο Αλόνσο Κιχάνα προχώρησε πιο πέρα και από τον Ρεμπό. Δεν του αρκούσε να φύγει προς αναζήτηση άλλων τόπων, όπου ίσως να τον περίμενε η αυθεντική ζωή. Οφειλε να μετασχηματίσει τον εαυτό του, να γίνει ένας άλλος, έτσι ώστε και ο κόσμος να μετατραπεί σε έναν άλλο, με τα χάνια να μετατρέπονται σε πύργους, τις αγέλες σε στρατούς και μια σκοτεινή κοπέλα σε φωτεινή Δουλσινέα. Ενας κόσμος όπου στο τέλος, αφού άλλαξε όνομα σε όλες τις υπάρξεις και σε όλα τα πράγματα και αφού η πραγματικότητα του ονείρου και της επιθυμίας επιβλήθηκε στην πληκτική πεζότητα της καθημερινότητας, ίσως τελικά να ξανάδωσε στη γη την πρώτη και την πιο αθώα από τις αυγές της. Στον Αλόνσο Κιχάνα δεν αρκεί να πούμε μαζί με τον Ρεμπό: «Η αληθινή ζωή είναι αλλού». Ναι, η αυθεντική ζωή είναι σε κάποια άλλη μεριά, αλλά όχι μόνον η ζωή. Ακόμη και το αληθινό μας εγώ είναι αλλού. 'Η όπως θα έλεγε ο ποιητής, αν δεν το έχει ήδη πει: «Le vrai moi est ailleurs». Ετσι ο Αλόνσο Κιχάνα, καβάλα πάνω στο σκελετωμένο άλογό του, κωμικά εξοπλισμένος, άρχισε τη διαδρομή του όντας ήδη ένας άλλος και επομένως σε αναζήτηση του εαυτού του. Πέρα από τον ορίζοντα, αυτός που τον περίμενε ήταν ο Δον Κιχώτης.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/12/2005
4 σχόλια:
Διαβάστε επίσης το λήμμα ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ απο το (κακομεταφρασμένο στα ελληνικά) ΣΕ ΑΥΤΑ ΠΙΣΤΕΥΩ του CARLOS FUENTES.
Καλησπέρα σας!
Ευχαριστώ για την πληροφορία. Θα προσπαθήσω να βρω το βιβλίο.
Επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Έρασμος" το βιβλίο του Τόμας Μαν "Ταξιδεύοντας με τον Δον Κιχώτη", σε μετάφραση Στέφανου Ροζάνη και Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου.
Εισαγωγή Μάριου Μακρίδη.
Όπως καταλαβαίνετε, από τα ονόματα, η μετάφραση του έργου είναι εγγυημένη.
Βέβαια εγώ δεν το έχω διαβάσει, εδώ που βρίσκομαι, στην άκρη της Ελλάδας είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά η προσπάθεια μου προς τον παρόν συγκεντρώνεται στην ανάγνωση του ίδιου του έργου.
Τι διαβάζουμε τέτοιες εποχές!!!
Σας χαιρετώ!!!
Χαίρετε!
@τριαντάφυλλος
Χαίρετε!
Δημοσίευση σχολίου