Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ

ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ

Σε βορεινόν δωμάτιον ξενοδοχείου
Οι ερασταί παρομοιάζουν τα τελούμενα
Με τόμον χονδρόν της ιστορίας
Περιλαμβάνοντα πορίσματα και πεπραγμένα
Αναριθμήτων εποχών


Οι σπίθες των ματιών της νέας
Και πριν κατακλιθή ακόμη
Πριν εξομοιωθούν οι αναπάλσεις της
Με τα σκιρτήματα των νεαρών δορκάδων
Που έβλεπε η κορασίς στα δάση
Οι σπίθες των ματιών της νέας
Φωτίζουν το δωμάτιον απλέτως

Και ιδού που κατεκλίθη
Τώρα σκιρτούν οι σφαίρες των μαστών της
Σαν τόπια παιζόμενα με περιπάθειαν
Σαν μπάλες πιεζόμενες με ηδυπάθειαν
Εν μέσω ζωηρών παλμών καρδίας
Εν μέσω αναφωνήσεων λαγνείας
Εν μέσω αλληλουχίας πράξεων
Που ισοδυναμούν με περιδέραιον του οποίου
Εκάστη χάνδρα αντιστοιχεί σ’ένα κεφάλαιον
Των γεγονότων που περιλαμβάνουν οι ιστορίες
Οι πλούσιες σε πράγματα σαφή ή και ακαθόριστα
Με περιπέτειες παντοειδείς
Με εκπλήξεις σαν στόματα ανοικτά
Με πράγματα σαν σπίτια ονειρικά
Γιομάτα από μυστήριον και προσδοκίαν
Ας πούμε πύργοι σκωτικοί στο Balmoral
Στο Braemar ή κάπου αλλού κοντά στα «Lochs»
Σπίτια νεοκλασσικά της Βιργινίας
Σπίτια παρισινά του «art moderne»
Ή αρχαικά στις όχθες της Αχερουσίας
Σπίτια των Ηλυσίων φωτεινά
Ή τρώγλες των slums στις λαικές της Λόντρας συνοικίες.



Τώρα στον δρόμο του ξενοδοχείου περνά
Παρέλασις στρατού με τμήματα ποικίλα
Με τμήματα διαβιβάσεων
Με άρματα βαρέα μάχης
Τα τηλεβόλα των είναι μακρά
Και είναι τα σκέλη της νέας πολύ ανοικτά
Παρά την ζήλεια των αντεραστών
Που σε άλλα σημεία της πόλεως την γυρεύουν
Είναι η στιγμή της αγαλλιάσεως ποταμός
Κ’ οι στεναγμοί της νεάνιδος νέφη ελαφρά
Νέφη λευκά σαν πούπουλα της ευφροσύνης
Καθώς προ του ξενοδοχείου περνά
Με εμβατήρια με μπάντες
Στιλπνός στρατός των εθνικών εορτών
(Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου στην Ελλάδα
Quatorze Juillet της Γαλλικής Δημοκρατίας
7 Νοεμβρίου στις πλατείες της ΕΣΣΔ
4 Ιουλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες)
Και όλο ξεσπούν χειροκροτήματα και επευφημίες
Με κάτι στην ατμόσφαιρα που ενθυμίζει
Την έξαρσιν των ταυρομαχιών όταν ο ταύρος πίπτει
Με «κοραθόν»
Με «μπαντερίλλος»
Με παραλήρημα σφοδρόν του πλήθους
Ιδίως την ώραν που περνούν τα τάνκς
Με στρατιώτας όρθιους να χαιρετούν εις τους πυργίσκους


Έτσι περνά η ώρα και ο στρατός
Η νέα βρίσκεται ακόμη στο δωμάτιον
Τα δυο παράθυρά του μένουν ανοικτά
Όπως τα σκέλη της και η ψυχή της
Παρά την ζήλεια των αντεραστών
Παρά την επαγρύπνησιν της αυστηρής μητρός της
Που θα μπορούσε κάλλιστα μάνα των Γράκχων νάναι
Ή σύζυγος καθηγητού ρωμαικού δικαίου
Κ’ενώ το ρίγος επεκτείνεται
Και ο ήλιος λάμπει και πλαταγίζουν οι σημαίες
Αεροσκάφη σε πυκνούς σχηματισμούς
Διασχίζουν τον αιθέρα
Την ώρα που εκτοξεύονται αι θηλαί
Και ενδυναμώνουν αι γαμικαί ωθήσεις
Και αγάλλονται οι ερασταί στας στοναχάς των
Και ακούονται οι ερπύστριες των αρμάτων
Και διαδίδεται παντού η φήμη
Ότι ο νέος στρατός αήττητος κατέστη.


Και ιδού καθώς
Επάνω από τας κεφαλάς των θεατών
Και το διάπυρον σύμπλεγμα των λαγνουργούντων
Σκάνε τα ρόδια των ζητοκραυγών
Κ’εντείνονται οι στεναγμοί των ηδονιζομένων
Επιταχύνονται οι κινήσεις των σωμάτων
Και ενώ αντηχεί ως ρυθμικόν στακάττο
Το ποδοβολητό του διερχόμενου πεζικού
Και ακούονται ευκρινώς οι ερπύστριες των βαρέων αρμάτων
Αίφνης με ορμήν το σπέρμα αναβλύζει
Και ενώ σείει τα σώματα σεισμός
Ο ίμερος χύνεται πυκνός
Μέσα στον δίαυλον τον ανοικτόν που τον προσμένει
Στον δίαυλον που τον δέχεται
Όπως η διψασμένη γη τον όμβρον.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

2 σχόλια:

Lapsus digiti είπε...

Χαίρετε! Σας αντιγράψαμε κι εμείς κάτι. (Λόγω του περιορισμένου χώρου το στριμώξαμε λίγο.)

ΣΤΡΙΓΚΛΙΣΜΑ

Μέσα κι έξω απ’ τις μεγαλουπόλεις με πείνα με τόλμη/με αγιότητα
σούρανε τα μακρουλά τους ποδάρια/
Τα σβησμένα απ’ το όπιο μάτια τους τ’ αλουμινένια πιάτα τους τα κουρέλια τους στο χωματόδρομο/
Τα παιδιά της γενιάς μου γίνανε αφίσες των τοίχων/Ξερατό και λουλούδια ενός πολιτισμού άθλιου/
Ο δρόμος έχει την αγωνία του τους θλιβερούς μαντρότοιχους/με τ’ αγκωνάρια της παραφοράς/Και στη βάση κάτ’ απ’ το δέντρο ο ελεύθερος/απλώνοντας ρίζες και κλωνάρια/Ο δραπέτης της ζούγκλας των πόλεων/Σχεδόν ριπίδι σχεδόν ακάθαρτη συμμετρία/Ώριμος για μια στιγμή της κρίσης/Η αγάπη τον κυριεύει επουλώνει τη λέπρα της εσωτερικής γης/Άνθρωπε της εποχής μου παράδειγμα/Δόξα σ’ αυτόν που το σκάει/Ποδοπατώντας σάπιες αξίες βαραθρώνοντας τέλματα/Με τα παπούτσια στο κούτελο της καλοπέρασης/Έστω και με τη στολή του νικημένου/Μακαρίζω αυτούς που το στήθος τους ουρλιάζει/στη μυστηριακή ερημιά του κόσμου/
σαν άστρο./Αυτούς που ανοίγουν στο μέλλον δρόμο/κομμένα αγνά προϊόντα της φύσης/Στην ανώνυμη ιστορία.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Καλησπέρα σας!
Ευτυχώς που υπάρχουν τέτοια ποιήματα και τα ανακοινώνετε διαδυκτιακώς.
Πάντα τέτοια κεράσματα αχνίζοντος αμφιλύκης, συντηρούν τις αισθήσεις μας διάχυτες, έτοιμες να πλανηθούν από τη φωτοχυσία των λέξεων.
Τα σέβη μου!