Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007

MNHMH OSCAR PETERSON

10 σχόλια:

LOCUS SOLUS είπε...

Yπέροχος πιανίστας. Στο μνήμη μου παραμένει ανεξίτηλη η συνεργασία του με τον Στεφάν Γκραπελί. Έχει κυκλοφορήσει σε δίσκο. Αν τυχόν πέσει στα χέρια σας μην τον προσπεράσετε. Και για να μην ξεχνιόμαστε: πριν απο λίγες μέρες πέθανε στα 97 του ο ανεπανάληπτος Julien Gracq. Αναρωτιέμαι πότε θα τον "ανακαλύψουν" οι Έλληνες εκδότες και οι αγράμματοι συγγραφείς μας...

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@locus solus
Όσον αφορά τον Oscar Peterson είναι μια συντροφιά που κρατάει αρκετά χρόνια, από την εποχή του Θρυλικού Jazz Club, όπου πολλές φορές άφραγκοι, προσπαθούσαμε ν'ακούσουμε τους μουσικούς μέσα από τις ανοιχτές πόρτες και παράθυρα του club, ξαπλωμένοι στο γρασίδι του μικρού πάρκου που βρισκόταν ακριβώς έξω από το μαγαζί. Αυτό με βοήθησε να "ανακαλύψω" τους κλασσικούς της Jazz, και να τους ακούω από ηχογραφήσεις, που έκανα μ'ένα εξωτερικό μαγνητόφωνο από την κλασσική εκπομπή του τρίτου "Η Jazz στο Τρίτο". Μετά ήρθαν το περιοδικό "Jazz" για περισσότερη ενημέρωση κλπ.
Επειδή γνωρίζω την γνώση και την αγάπη σας για την γαλλική λογοτεχνία, έψαξα στο διαδίκτυο να πληροφορηθώ για τον Julien Gracq, σίγουρος ότι η αναφορά στο όνομά του θα είναι ευκαιρία για μια καινούργια αναγνωστική εμπειρία, και βρήκα, απορημένος από την ερώτησή σας, πότε θα ανακαλυφθεί από του Έλληνες εκδότες, ότι κυκλοφορούν τέσσερα βιβλία του στην Ελλάδα.
Τα αναφέρω:
"Μπαλκόνι στο δάσος¨" ΙΝΔΙΚΤΟΣ
"Τα στενά νερά" ΥΨΙΛΟΝ
"Le rivage des Syrtes" ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
"Επάνοδος στον Μπρετόν" Μετάφραση Κακναβάτου, ΑΓΡΑ

Τους χαιρετισμούς μου!

Lapsus digiti είπε...

@Locus Solus: Δύο υπέροχα βιβλία του Gracq ("H ακτή των σύρτεων", "Τα στενά νερά") τα είχαμε αγοράσει έναντι ευτελούς ποσού από το παζάρι του βιβλίου. Τον ξέρουμε κι από ένα δοκιμιάκι που είχε γράψει για την ταινία "Τέσσερις νύχτες ενός ονειροπόλου" του Ρομπέρ Μπρεσόν (παρεμπιπτόντως, φοβερή ταινία!)

& Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες & Locus Solus: Σας αφιερώνουμε το "On the sunny side of the street" με τον Lester Young και το Oscar Peterson trio. Για το βραδάκι προτείνουμε την "Αστρόσκονη" απ' τους ίδιους...
Να περνάτε όμορφα!

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@lapsus digiti
Βρισκόμουν πέρσυ στη παζάρι του βιβλίου. Δεν είχα ιδέα για τον Julien Gracq, και δεν έχω βεβαίως.
Ευχαριστώ για την αφιέρωση και ανταποδίδω.
Τα σέβη μου!

LOCUS SOLUS είπε...

Το LE RIVAGE DES SYRTES ας πούμε ότι δεν έχει βγει στα ελληνικά, γιατί η μετάφρασή του συναγωνίζεται σε επάρκεια την πρώτη,προ ετών, μετάφραση του Σελιν στη γλώσσα μας. Τα ΣΤΕΝΑ ΝΕΡΑ κι ο ΜΠΡΕΤΟΝ δεν νομίζω ότι αρκούν για να μυριστεί κανείς το μεγαλείο του έργου του Gracq. Όσο για το ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ μόλις κυκλοφόρησε και δεν έχω προλάβει να το τσεκάρω. Πάντως η μεταχείριση απο το ίδιο εκδοτικο οίκο (Ίνδικτος) των έργων ενός άλλου ζώντος, ευτυχώς, και ακμαιότατου σπουδαίου Γάλλου, του Pierre Michon, με κάνει να αισιοδοξώ για ενδεχόμενη μελλοντική "περιπέτεια" του Gracq εν Ελλάδι.
Και κάτι για το όντως θρυλικό Jazz Club. Tον καιρό που λέτε πως βρισκόσασταν απέξω στο παρκάκι, εγώ συχνά πυκνά βρισκόμουν μέσα. Λέτε νά΄χουμε συναντηθεί;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@locus solus
Δύσκολο να συναντηθήκαμε, γιατί τις περισσότερες φορές βρισκόμουν απ'έξω. Τίποτα όμως δεν αποκλείεται στην παλιοζωή.
Ελπίζω να μας ποστάρετε κάτι από τους συγγραφείς που αναφέρετε για μια πρώτη γεύση.
Την καλησπέρα μου!

Lapsus digiti είπε...

Επειδή είμαστε ταχύτερες στην δακτυλογράφηση από τον Locus Solus, σας αντιγράψαμε μερικές αγαπημένες σελίδες από ένα βιβλίο που επαρκώς μετέφρασε (κατά τον Locus Solus πάλι, αφού εμείς δε γνωρίζουμε γαλλικά) ο Ξενοφών Κομνηνός.
Για την άθλια στοίχιση και τον τεμαχισμό ευθύνονται οι κατασκευαστές των blogs!

PIERRE MICHON
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Γεννήθηκε φτωχός, στη Συρία. Μου είπε πως τους περασμένους αιώνες, υπήρχε κοντά στην Αντιόχεια ένας δαφνώνας που δεν είναι πια παρά ένα δάσος, και που άλλοτε ήταν ένα τέμενος του Απόλλωνος: η νύμφη Δάφνη καταδιώκεται από τον θεό του φωτός∙ του ξεφεύγει, τον ποθεί υπερβολικά ίσως∙ η κάψα εκείνου θεριεύει∙ εξάπαντος θα την κάνει δική του∙ εκείνη μεταμορφώνεται σε ροδοδάφνη, προκειμένου να δεχτεί το σφιχταγκάλιασμα του ευμορφότερου των Αθανάτων. Το άλσος της Αντιόχειας ήταν εκείνη η φυγή, η μανία του εμπαιγμένου πόθου, τα όμορφα εκείνα μπράτσα που εξέπεσαν σε κλαδιά. Στον τόπο συνέρρεαν προσκυνητές. Σ’ αυτό το καταπράσινο μέγα τέμενος, όπου κάθε δάφνη ήταν η σεμνότυφη νύμφη και κάθε πνοή ο γελασμένος θεός, σ’ αυτή την ανθισμένη πάλλουσα, ανικανοποίητη δροσιά, οι προγιαγιάδες του πουλούσαν επί των προκατόχων του Ιουλιανού και επί Ιουλιανού του ιδίου, πήλινα αγαλματάκια του θεού. Ο Ιουλιανός πέθανε, ο λάβρος θεός έγινε παρελθόν∙ όταν ο Θεοδόσιος κατάργησε την λατρεία του, οι προγιαγιάδες του, κατόπιν η μητέρα του, πουλούσαν ψάρια στο λιμάνι. Τα ψάρια ήσαν λιγότερο προσοδοφόρα απ’ τον θεό. Εκείνος είχε γεννηθεί μέσα σε τούτη την νοσταλγία, στην πικρία αυτή των μικροπωλητών που είχαν ξεπέσει από μια ταπεινή δουλίτσα σε μιαν άλλη ακόμη πιο ταπεινή. Και οι προγιαγιάδες του μέσα στον ήλιο, όπου διαλαλούσαν τις σαρδέλες τους, μιλούσαν ακόμη για τον θεό στο άλσος του μέσα στους ίσκιους, τον θεό αυτό που δεν ήταν παρά ένα δάνειο όνομα των χαμένων ημερών: ο Απόλλων ήταν η νιότη τους, τα εύθρυπτα αγαλματάκια που είχαν αγγίξει τα εικοσάχρονα δάχτυλά τους, οι ματιές με νόημα κάτω απ’ τα δένδρα και η καρδιά που χτυπά πιο γρήγορα, όταν ένας λυγερόκορμος προσκυνητής, φλογερός και τσαχπίνης, αγένειος σαν Απόλλων, προπέτης σαν κι αυτόν, ίσως ο Απόλλων αυτοπροσώπως για μιαν ακόμη φορά, σ’ έχει κοιτάξει κάπως παρατεταμένα, ένας προσκυνητής μισοϊδωμένος το πρωί που τον λαχταράς όλη μέρα και που αργότερα την νύχτα τον ακολουθείς αναρριγώντας κάτω από τις δάφνες, όπου το χέρι του θ’ ακουμπήσει επάνω σου. Ένας από αυτούς, τον οποίο η μητέρα του είδε μόνο την ώρα που τα χέρια σφίγγουν το ένα το άλλο και που μέσα σε μια σκοτεινή βιάση ακολουθούν τα υπόλοιπα, ήταν και ο πατέρας του.

Lapsus digiti είπε...

Όπως, εξάλλου, και για την μουσική. Δεν αμφιβάλλω, ότι καλός ή μέτριος, δεν έχει σημασία, υπήρξε πάντως μουσικός. Μικρό, τον φώναζαν αστειευόμενοι «παιδί του Απόλλωνα», όπως θα λέγαμε ψευτοπαίδι∙ και δίχως άλλο πάνω στα αγαλματάκια, ο αινιγματικός αυτός πατέρας κρατούσε ένα αινιγματικό αντικείμενο, μια τεχνητή ένταση του αργίλου γύρω από μικρές, παράλληλες εντομές που απεικόνιζαν τις χορδές, ένα βουβό χωμάτινο αντικείμενο που, καθώς έλεγαν, αναπαριστούσε ένα άλλο, από ηχηρό ξύλο και αλογότριχα∙ η ανατολίτικη τραγουδιστή φλυαρία του λιμανιού, οι φουριόζες φωνές το πρωί και το απέραντο νοσταλγικό βασίλεμα τους τα βράδια, τα αραγμένα καράβια απ’ όπου ο αέρας εκπορεύει φθόγγους, όλα τούτα, ίσως να του γέννησαν μια κλίση προς την μελωδία∙ το χαμόγελο της μητέρας του, ιδίως, που σε τίποτε δεν αποσκοπούσε, τα κλάματα της για το τίποτε, οι άπειροι και δίχως λόγο καημοί, η απέραντη και δίχως σκοπό ελπίδα, όλα αυτά δεν γινόταν να μην τραγουδηθούν.

Lapsus digiti είπε...

Ίσως να ήταν δώδεκα χρονών, μπορεί και δεκαπέντε, όταν ένα μπουλούκι μίμων από την Ιταλία ήρθε στην Αντιόχεια κι αυτός τους είδε∙ έπαιζαν την νύχτα για κάποιον καίσαρα, αξιωματούχο ή ανθύπατο στις μεγάλες επαύλεις που τις φυλάνε μαστίγια και σκύλοι, άνασσαι πίσω από τα φορτωμένα μιμόζα και δρακοντιά προστώα τους∙ εξασκούνταν στο λιμάνι, όπου κέρδιζαν μικρονομίσματα. Το παιδί είδε τις άρπες και τις κιθάρες, τα σείστρα, τον αυλό και τα ντέφια∙ αναγνώρισε το όργανο του θεού. Από τα αλλόκοτα και γελοία τούτα πράγματα, από τούτα τα μαυρισμένα από την λίγδα ξύλα, τα άδεια δέρματα αυτά, τούτα τα κούφια βούρλα, από τα χάλκινα γλωσσίδια, ξέφυγε αίφνης πάνω απ’ τους οργανοπαίχτες, πριν από λίγο φαφλατάδες και τώρα σοβαρούς, στην στάση εκείνη που είναι καμποτίνικη πόζα, αλλά και μαζί μια παράξενη περισυλλογή, ξέφυγε και δέσποσε κάτι που σε άφηνε έκπληκτο∙ κάτι πονεμένο, σάμπως όλα εκείνα που ραγίζουν την καρδιά να είχαν συγκεντρωθεί εκεί και χάριν παιδιάς να ενεργοποιήθηκαν από έναν άσπλαχνο δεσπότη, κάτι όμως, ανεξήγητα θριαμβικό, όπως το υπομειδίαμα του τυράννου, χαρούμενο, όπως το πρωινό μετά τον θάνατο του τυράννου. Το λιμάνι σιωπούσε, οι γυναίκες που είχαν πλησιάσει άκουγαν: το πέρασμα ενός καίσαρα δεν κάνει να ατονίσουν έτσι οι κινήσεις, ν’ ανοίξουν τόσο πολύ τα μάτια, χύνει λιγότερη γλύκα στα τραχιά χέρια, τα ξάφνου άεργα και κρεμασμένα, παραδομένα αποκλειστικά στην εγγύτητα του έρωτα ή κάποιου πράγματος χειρότερου, πιο έκλυτου.
…………………………………………………………………………………………

σελ.21-25

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@lapsus digiti
Σας ευχαριστώ από καρδίας για το δώρο της νυχτός.
Τα σέβη μου!