«Όλο ξεχνάω να φέρω πλαστικές σακούλες. Ξέρετε πόσες έχω; 249!».
Ο υπάλληλος δεν φάνηκε να εκπλήσσεται από τον αριθμό. Συνέχισε να περνάει το barcode των προϊόντων από την ταμειακή μηχανή.
«Μην νομίζετε, έχω κι εγώ αρκετές στο σπίτι, όχι βέβαια τόσες, αλλά αρκετές. Δεν τις μετράω βέβαια όπως εσείς» μου απάντησε, κι ένα απορημένο συννεφάκι που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του δεν στάθηκε ικανό να κρύψει το αίσθημα μειονεξίας, για τον αριθμό από πλαστικές σακούλες που διέθετα, κατά δήλωσή μου.
«Δεν πειράζει, κάποτε θα μου τελειώσουν» ισχυρίστηκα μονολογώντας, περισσότερο για να παρηγορήσω τον εαυτό μου, παρά τον υπάλληλο. «Τις χρησιμοποιώ σαν σακούλες σκουπιδιών, ταιριάζουν απόλυτα» συνέχισα τη συνομιλία, ανεβάζοντας ελαφρά τον τόνο της φωνής μου, νοιώθοντας ενδόμυχα την αποτυχία του στόχου που είχα θέσει να τις μηδενίσω, γνωρίζοντας, ο επαρκής αυτογνώστης, την αδυναμία της μνήμης μου.
«Δώσε μου μία, σε παρακαλώ, να βάλω τα πράγματα» του ζήτησα με σεμνότητα, λες και φοβόμουν μη με ακούσει κάποιος παράνομος ωτακουστής.
Ο υπάλληλος φαίνεται ότι διασκέδαζε με τον απολογητικό τόνο της ομιλίας μου, και δίνοντάς μου την σακούλα, είπε θριαμβευτικά: «Και μία ακόμη, διακόσιες πενήντα!», κτυπώντας με το χέρι του την παλάμη μου, ένα είδος σύγχρονου χαιρετισμού, που συνόψιζε τον ενθουσιασμό του, για μια επιτυχία στην οποία είχε συμβάλλει κι ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου