Ο Γιώργος Ισμήνης περίμενε, περίλαμπρος, τη Μάρω, με το
γαμπριάτικο κουστούμι να του δίνει έναν αέρα αυτοπεποίθησης και επιτυχίας, στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού της Φανερωμένης. Δίπλα του, στα αριστερά, η μητέρα του
λαμποκοπούσε μέσα στο καλοσχεδιασμένο, αυστηρό ταγιέρ της. Δεξιά ο πατέρας του αδιάφορος,
σκεφτικός, απαντούσε, μονολεκτικά, στα ευφρόσυνα σχόλια των παρευρισκομένων.
Επιτέλους, στην άκρη του δρόμου, φάνηκε το Audi, κορνάροντας, με τον Ροδόλφο, τον
αδελφό της νύφης στο τιμόνι, και τη Μάρω, στο μπροστινό κάθισμα, να διορθώνει το
μακιγιάζ της, δίνοντας τις τελευταίες πινελιές. Παρκάρισαν μπροστά στην είσοδο της χαλικόστρωτης αυλής. Η Μάρω εκθαμβωτική, χαμογελαστή, κατέβηκε
από το αυτοκίνητο και άρχισε να βαδίζει σταθερά, σκορπώντας χαιρετισμούς στους
καλεσμένους, που χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Το νυφικό, με την λευκότητά
του, συμπλήρωνε απόλυτα τον ενθουσιασμό και την άφατη ικανοποίηση τής
περιχαρούς συναθροίσεως . Ο Γιώργος Ισμήνης τη φίλησε όταν έφτασε κοντά του, της
έπιασε το χέρι και οι δυο, ακολουθούμενοι από τους ελάχιστους, είναι αλήθεια
καλεσμένους, βάδισαν προς την είσοδο του μοναστηριού.
Πριν προλάβουν να μπουν στη σκοτεινή, δροσερή αίθουσα του
ναού, ένας γκριζόχρωμος, μεγαλόσωμος, αετός, σπαθίζοντας τον αέρα με τα
τεράστια φτερά του, με μια κάθετη βουτιά, όρμησε στο έκπληκτο πλήθος, στόχευσε
με την πορεία του τη Μάρω, την άρπαξε με τα μυτερά, σκληρά νύχια του, και με
μια ανάστροφη πορεία, υψώθηκε, ραμφίζοντας τον αέρα, με τα φτερά του σε γοργό
και σταθερό ρυθμό, να οδηγούν το ασυνήθιστο θέαμα, βορειοδυτικά, σαν ένα σύννεφο
που το σπρώχνει, νωχελικά, ο άνεμος.
Μετά από μισή ώρα πτήσης, η Μάρω έφτασε στην σπηλιά του Πίκουλα. Η σπηλιά βρισκόταν στην άκρη ενός απλώματος, κρεμασμένη στα χείλη
του φαραγγιού του Βίκου. Εκεί την άφησε ο αετός, λίγα μέτρα από την είσοδο, με προσεδάφιση επαγγελματία
αλεξιπτωτιστή. Στην άκρη της σπηλιάς, στεκόταν ο Σπήλιος με τα έντεκα παλληκάρια του. Ντυμένος
με την στολή του, στολισμένη με ολόχρυσα φλουριά, κρεμασμένα στο στήθος του,
ασημένιες αλυσίδες, τις σφαίρες τυλιγμένες ολόγυρα στη μέση του, το σπαθί του
στη θήκη, χαιρέτισε τη Μάρω από μακριά.
-Σου είπα ότι θα το κάνω, της μήνυσε.
-Σπήλιο εσύ; φώναξε η απαχθείσα νύφη, κι έκανε να τρέξει προς
το μέρος του.
-Στάσου, δεν ταιριάζει σε μια κυρά, είπε ο Σπήλιος και
προχώρησε αυτός προς το μέρος της.
Την αγκάλιασε, τη φίλησε, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια
του, καθώς χανόταν στα δάση των πράσινων ματιών της.
Την τράβηξε λίγο μακριά του και είδε ότι η Μάρω αιμορραγούσε
στους δυο ώμους.
Δεν προσέχει καθόλου, μονολόγησε, κοιτώντας τον αετό, που
είχε κουρνιάσει στην είσοδο της σπηλιάς.
-Ωρέ, Λάμπρο, περιποιείσου την κυρά, είπε σ’ένα από τα
παλληκάρια του. Αν χρειαστεί κατέβα στο χωριό, να την φροντίσει ο γιατρός. Εμείς
πρέπει να φύγουμε. Δεν ταιριάζει αναβολή. Ανέβηκε στο άλογό του, και κάνοντας νεύμα στην
ομάδα του να τον ακολουθήσει, αποχαιρέτησε τη Μάρω, που τον κοιτούσε με
λατρεία στα μάτια.
-Η ζωή που σου υποσχέθηκα, θα την έχεις, την καθησύχασε. Τράβηξε τα γκέμια του
αλόγου του, κτύπησε ελαφρά τα καπούλια με τα
τσαρούχια του και ξεκίνησε.
Ο πίνακας "Actress Margaret" είναι του Niko Pirosmani