Κυριακή, Αυγούστου 30, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Ο ήλιος βασίλευε απέναντι στον ματωμένο ουρανό, όταν γύρισε σπίτι. Φορούσε μπλουζάκι αθλητικό, τρυπητό, ένοιωθε άκεφος, μελαγχολικός. Όταν έφτασε, ο πατέρας του θα πήγαινε να πιεί καμμιά μπύρα με το Μιχάλη. Είχε παρέες, δεν υποστήριζαν το ίδια κόμμα, οι περισσότεροι είχαν φαλακρίνει, μιλούσαν για μάρκες αυτοκινήτων, για καλές ταβέρνες, στου «Θωμά» είχε την καλύτερη ρετσίνα, απίθανη, τους έφερνε κι ο Στάθης φασολάκια από το σπίτι, ζητούσε όμως άλλο αέρα, τους βαρέθηκε, κόλλησε στη διπλανή ΕΒΓΑ. Περίμεναν κάποιον να του πουν για την ακρίβεια, τους μισθούς, ν’ακουμπήσουν τους καημούς τους, στο υπουργείο δούλευε, ανώτατος υπάλληλος, σεβαστό πρόσωπο, εκείνος ήξερε. Γρήγορα τους παράτησε κι αυτούς, τελευταία δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι, πήγαινε από το Μιχάλη, τα λέγανε. Κατέβασε προγούλι, φορούσε σπορ ρούχα , τώρα με τις ζέστες ακόμη και μπλούζα κολεγίου φορούσε τα δροσερά βράδια, Lacoste. Το αντίθετο του πατέρα της, σκεφτόταν την ώρα που έμπαινε στο μπάνιο. Ο πατέρας της δούλευε σε δικηγορικό γραφείο, γύριζε κουρασμένος, όταν έμπαινε κλεινόταν στο δωμάτιο, η Δέσποινα δεν άντεχε το βλέμμα του. . Καλοντυμένος πάντα, γυαλισμένα παπούτσια, καφέ, έσερνε λιγάκι το αριστερό του πόδι. Δεν έβγαινε από το σπίτι ,έμενε έρημος, δίχως παρέα. Του άρεσε ν’αρχίζει πρώτος την κουβέντα, φοβόταν πως αν άνοιγε κάποιος άλλος το στόμα του, θα έλεγε κάτι καλό για την κόρη του και τον Δημήτρη. Φυσικά ούτε και τη γυναίκα του άκουγε, όλη τη ζωή τής μάθαινε το σωστό, είχε δικό του θεό. Ήθελε να τον παινεύουν για τη στάση του, αναγκαζόταν κι ο Γιώργος να συμφωνεί μαζί του, κι ας μην το ήθελε. Όταν καμιά φορά ανέβαινε στα γραφεία της νεολαίας, γιατί όλα κι όλα, προοδευτικός ήτανε, ο Γιώργος ήταν ο πρώτος που έτρεχε να του μιλήσει. Κι όταν δέχτηκε την υποψηφιότητα δημοτικού συμβούλου, ο Γιώργος έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, για να εκλεγεί, ενίσχυε την υπόληψή του υποψηφίου, χρησιμοποιούσε τη νεανικότητά του, κι ας ήξερε. Το έβρισκε άτιμο, μα έπρεπε να κάνει το καθήκον του. Τα συζητούσαν με την Δέσποινα ένα μεσημέρι, είχαν πάει εκδρομή με τον πολιτιστικό σύλλογο. Γύρω τους τα βουνά, το ποτάμι στερεμένο κάτω στα πόδια τους, τα σώματά τους ακουμπούσαν ανεπαισθήτως.

2 σχόλια:

meril είπε...

Χμμ...
σ' ευχαριστώ

Καλημέρες....

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@meril
Και 'γω
Καλησπέρες....