Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ
Της το είχαν πει, απέξω απέξω, στη «Ζέμπρα», ήταν ολοφάνερο, κανείς δεν περίμενε απ’αυτόν να την αγαπάει, τουναντίον μάλιστα, ήθελε να παίξει μαζί της, είχανε παραδείγματα με τις άλλες, κάθε μέρα με διαφορετική στη μηχανή, να ανεβοκατεβαίνουν τη λεωφόρο. Δεν τους πίστεψε, οι διακοπές στην Πάρο προχωρούσαν, τα βράδια δεν έβγαιναν έξω, κάπνιζαν τσιγάρο ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες, με τα μάτια καρφωμένα στον κόσμο με τα κοντομάνικα ανοιχτά πουκάμισα που περνούσε, μονάχα για περιοδικά και εφημερίδα κατέβαινε η Δέσποινα. Όταν ξάπλωναν, ήθελε να του πει τα όνειρά της, να κουβεντιάσει μαζί του, ήθελε να τον παντρευτεί, θα πήγαιναν αν ήθελε να ζήσουν στην Καλαμάτα, έχεις πάει στην Καλαμάτα; Μιλούσε σιγά, τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι. Τώρα ήταν μοναχικός, απόμακρος, γιατί; Μήπως έπαψε να την αγαπά, δεν μπορώ να τον αγαπήσω όπως οι άλλες, σκεπτόταν. Γυρνούσε προς το μέρος του, τον χάιδευε, της είπε να τον αφήσει, ήταν κουρασμένος, ήθελε να κοιμηθεί, γύρισε την πλάτη της στο πλάι και το δάκρυ κύλισε καυτό στο μαξιλάρι. Το άλλο πρωί, εκείνη ήταν στο μπάνιο, πρέπει να φύγουμε της είπε, με πήραν τηλέφωνο από τη δουλειά μου, δεν υπήρχαν περιθώρια για αντιδράσεις, χωρίσανε ψυχρά, ούτε τη φίλησε πεταχτά όπως το συνήθιζε, θα της τηλεφωνήσει αύριο, χάθηκε πέρα στο δρόμο. Τα επόμενα βράδια με το φεγγάρι να λούζει τα μαλλιά τους, απόμεναν μονάχες αυτή και η Στέλλα καθισμένες στο πεζούλι. Πιο πέρα τα γιασεμιά τις έλουζαν με το άρωμά τους, ριγούσαν από τον αέρα που σηκώθηκε. Κουβέντα στην κουβέντα, περνούσε η ώρα, ο Δημήτρης δεν ερχόταν , ένοιωθε αδύναμος ψυχολογικά, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος, να επανεξετάσει ορισμένα πράγματα που αυτός θεωρούσε θεμελιώδη , για να προχωρήσει δίχως πισωγυρίσματα και αναβολές. Η Δέσποινα πεταγόταν ξαφνικά απάνω, έχω αργήσει φώναζε τρομαγμένη , κι έφευγε. Ακούγονταν τα τσόκαρα στο στενό, μέχρι που έφτανε σπίτι της.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου