
Παλιά κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο, ξάπλωνε και περίμενε, τι, ούτε αυτή γνώριζε. Τον γνώρισε σε μια ταινία του Τσάπλιν, ο Γιάννης στεκόταν όρθιος, αργοπορημένος, έτοιμος πάντα να φύγει, η Ελένη ετοιμαζόταν για εξετάσεις, της κρατούσαν συντροφιά ο Γιώργος και η Δέσποινα τις ελεύθερες ώρες, της εμπιστοσύνης παιδί ο Γιωργάκης, παντού περιζήτητος συνομιλητής. Ο Γιάννης ζούσε εργένης, ο πατέρας του πολιτικός πρόσφυγας, το σπίτι του στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, είχε δική του δουλειά, στρωμένη, τάχε πατήσει τα τριανταπέντε, εκείνη μόνο είκοσι. Τα απογεύματα έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι, μέτριος στο ανάστημα, εύσωμος, καστανός. Με τον Γιώργο δεν μιλούσανε πολύ, τον γνώριζε λίγο καιρό. Τον κάλεσε ένα βράδυ, ήρθε η Ελένη με την Δέσποινα, με το ουίσκυ είχαν αιγινήτικα που του άρεσαν, δέθηκαν. Την Ελένη την συνάντησε την άλλη μέρα στα γραφεία, περίμενε να τον καλέσουν, τον χαιρέτησε πρώτη. Περίμενε άπρακτος, μέσα οι υπεύθυνοι καθισμένοι γύρω από ένα γραφείο, άλλαζαν ψιθυριστά τις γνώμες τους, τον κοίταζαν από απόσταση. Δεν τολμούσε να πλησιάσει, μύριζε σκουπίδι και κλεισούρα. Όταν αποφάσισαν να του μιλήσουν, έλα Γιάννη πέρασε, χαιρέτησε την Ελένη, θα τα πουν στην πλατεία, πάτησε χάμω το τσιγάρο και μπήκε.
4 σχόλια:
Είμαι εδώ
φανατική αναγνώστρια...
@meril
Σας ευχαριστώ. Η ευμένειά σας με συγκινεί.
Καλό βράδυ, απολαυστικό
Ευμένεια;
Να μην το ξαναπείτε
Απλά μου αρέσει
@meril
Δεν το ξαναλέω.
Δημοσίευση σχολίου