Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2009

Περνούσαν οι μέρες, ο Γιώργος τριγύριζε στην ερημιά της πλατείας, στους δρόμους που είχαν περπατήσει μαζί, να τον ποτίζει η μοναξιά και ένα αβέβαιο μέλλον. Προχθές είδε ξανά τη φωτογραφία της. Ξαπλωμένη στην άμμο, με μαγιώ, βρεγμένα κολλημένα μαλλιά. Μια θολή φωτογραφία ή ένα θολό πρόσωπο, φαίνεται η στρογγυλάδα του προσώπου της, έντονη, χαρακτηριστική, κι έχει ανασηκωμένο το αριστερό της πόδι. Τραβηγμένη από το Γιάννη, είχαν πάει μαζί για μπάνιο στη Ν.Μάκρη, μαζί η Ελένη και ο Γιώργος. Η παρέα τους δέθηκε στενά, όλοι μαζί σινεμά, βόλτα ακόμα και στο «Μαγεμένο Αυλό», θα πάω την Ελένη στο σπίτι, έλεγε ο Γιάννης, αυτοί συνεχίζανε, έφταναν σπίτι την καληνύχτιζε, στο κρεβάτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σ’αγαπάω, της είπε ένα απόγευμα, ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Υμηττό, ακουμπούσαν οι χλωμές αχτίνες του στην άκρη του μπαλκονιού, κουρασμένες από το ημερήσιο ταξίδι τους, παίζοντας με τα φύλλα του γιασεμιού, ο Γιάννης δεν μασούσε τα λόγια του, με τρελαίνουν τα μάτια σου, τα μαλλιά σου, το κορμί σου, αποφάσισε εδώ και τώρα, την προκάλεσε. Η Ελένη έγειρε στην αγκαλιά του, η αποδοχή ήταν ολοφάνερη.
Παλιά κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο, ξάπλωνε και περίμενε, τι, ούτε αυτή γνώριζε. Τον γνώρισε σε μια ταινία του Τσάπλιν, ο Γιάννης στεκόταν όρθιος, αργοπορημένος, έτοιμος πάντα να φύγει, η Ελένη ετοιμαζόταν για εξετάσεις, της κρατούσαν συντροφιά ο Γιώργος και η Δέσποινα τις ελεύθερες ώρες, της εμπιστοσύνης παιδί ο Γιωργάκης, παντού περιζήτητος συνομιλητής. Ο Γιάννης ζούσε εργένης, ο πατέρας του πολιτικός πρόσφυγας, το σπίτι του στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, είχε δική του δουλειά, στρωμένη, τάχε πατήσει τα τριανταπέντε, εκείνη μόνο είκοσι. Τα απογεύματα έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι, μέτριος στο ανάστημα, εύσωμος, καστανός. Με τον Γιώργο δεν μιλούσανε πολύ, τον γνώριζε λίγο καιρό. Τον κάλεσε ένα βράδυ, ήρθε η Ελένη με την Δέσποινα, με το ουίσκυ είχαν αιγινήτικα που του άρεσαν, δέθηκαν. Την Ελένη την συνάντησε την άλλη μέρα στα γραφεία, περίμενε να τον καλέσουν, τον χαιρέτησε πρώτη. Περίμενε άπρακτος, μέσα οι υπεύθυνοι καθισμένοι γύρω από ένα γραφείο, άλλαζαν ψιθυριστά τις γνώμες τους, τον κοίταζαν από απόσταση. Δεν τολμούσε να πλησιάσει, μύριζε σκουπίδι και κλεισούρα. Όταν αποφάσισαν να του μιλήσουν, έλα Γιάννη πέρασε, χαιρέτησε την Ελένη, θα τα πουν στην πλατεία, πάτησε χάμω το τσιγάρο και μπήκε.

4 σχόλια:

meril είπε...

Είμαι εδώ
φανατική αναγνώστρια...

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@meril
Σας ευχαριστώ. Η ευμένειά σας με συγκινεί.
Καλό βράδυ, απολαυστικό

meril είπε...

Ευμένεια;
Να μην το ξαναπείτε
Απλά μου αρέσει

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@meril
Δεν το ξαναλέω.