Το απόγευμα ο Γιώργος πήγε σπίτι της, δεν ήταν εκεί, ανέβα δεν θ’αργήσει, είπε η μητέρα της , να την περιμένεις. Ανέβηκε επάνω στο δωμάτιό της, κάθε που πήγαινε, εκεί καθόντουσαν. Αυτή τη φορά δεν ήθελε καφέ, του έφερε ούζο, η σκάλα έτριζε, απέναντι τα σπίτια, οι πόρτες ξύλινες, κλειστές, τα έβλεπε όλα από το παράθυρο. Αργούσε, η φωτογραφία της στο γραφείο αντικρυστά, καθισμένη σ’ένα παγκάκι, πουκαμίσα κόκκινη, ριγέ, παντελόνι τζην, κοίταζε πέρα μακριά στο δρόμο, κοίταζε κι αυτός μαζί της. Λένε πως είναι όμορφη με το κόκκινο φόρεμα που κολούσε πάνω της, το λευκό δέρμα, το μηλάτο πρόσωπο, η κρεατοελιά στο αριστερό της μάγουλο, το παιγνιδιάρικο βλέμμα της. Η Δέσποινα γύρισε με μάτια κόκκινα. Τα έβαλε με τον πατέρα της που δεν την άφηνε να τον βλέπει, πρέπει να τον παντρευτεί, να είναι πάντα δίπλα του, την έχει ανάγκη, δεν το βλέπουνε, εθελοτυφλούνε; Να πέρασα πάλι από τον Δημήτρη, άρχισε πάλι τα ίδια, καταλαβαίνεις, τον βρήκε μούσκεμα στον ιδρώτα, ξαπλωμένο. Αν και το είχε καταλάβει της κόπηκαν τα πόδια, τον έπιασε από το χέρι τρυφερά, έλυσε τα μαλλιά της, απόμεινε να τον κοιτάζει στα μάτια. Η κουρασμένη της όψη στον καθρέφτη, το χρώμα της χλωμό, μια ρυτίδα αχνοφέγγιζε στο μέτωπό της. Ένοιωθε να μεγαλώνει, έσφιγγε τα χείλη της, τον έκανε να μελαγχολεί. Ήταν ανώφελο να υπερασπιστεί μια υπόθεση που είχε χαθεί πριν ακόμη αρχίσει, πρέπει να πηγαίνω, θα σε πάρω τηλέφωνο, ψιθύρισε, αφήνοντας το βλέμμα του να πέσει στα δάχτυλά της. Δεν ξέκοψε από το σπίτι, οι δικοί της του είπανε να έρχεται όποτε θέλει. Ήθελε να βρίσκεται μακριά από οικογενειακές υποθέσεις, η παρουσία του ήταν διακριτική, ήταν όμως λιγάκι ντροπαλός. Στεναχωρήθηκαν που έφυγε, κάτι μάντευαν, καλό παιδί, ξεχνιόταν η κόρη τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου