Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Όσο κι αν της ήταν δυσάρεστο το είχε αποφασίσει. Ένοιωθε το χαμόγελό της να σβήνει, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, δεν θα κλάψω μπροστά του, απαράβατος όρος στον εαυτό της, η λαχτάρα που την έκανε να δώσει μια «τελική λύση» άρχιζε να την εγκαταλείπει. Όταν τον είδε, ο Γιώργος, στεκόταν όρθιος μιλώντας με τον μπάρμαν, το Μιχάλη το «φορτιστή», έτσι τον φώναζαν, ένα νεαρό με καστανά μάτια και πλούσια μαλλιά, στηρίζοντας το πόδι του στο σκαμπό και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Θα έπρεπε να τον είχε προετοιμάσει, μήπως δεν το έδειχνε τώρα τελευταία, πήγε με τον Πασχάλη στο «ΑΚΡΟΑΜΑ», δεν επέμενε να πάει μαζί της. Όλα της τα σχέδια, τα προετοιμασμένα λόγια, ένοιωθε να διαλύονται. Πρέπει να σταματήσουν να βλέπονται.. Στα μάτια του η λάμψη είχε σβήσει, δεν τελειώνει τίποτα, πρέπει να συνεχίσεις, κόμπιαζε, γειά σου. Η Δέσποινα βγήκε στο δρόμο, πάντα είχε κάποιον δίπλα της, άρχισε να τρέμει. Ανάσαινε πιο ελεύθερα τώρα, η υγρασία τής τρύπαγε το σώμα, ήταν αναπόφευκτο, αν και μοιραίο, γι’αυτόν έπρεπε να γίνει, σκόπευε να καταστραφεί όπως της άρεσε. Βάδιζε στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε τοίχους υγρούς, σκασμένους, σημαδεμένους από τις ελπίδες μιας γενιάς. Έκανε προσπάθεια να κυριαρχήσει στον εαυτό της, πιο κάτω ήταν το σπίτι της. Αν διάβαζε «Αρλεκιν» θα ήταν μια καρδιά ραγισμένη, τα βήματά της ασταθή, έφτασε σπίτι. Η μάνα της πήγε κάτι να της πει, πως έχουν μείνει οι δουλειές πίσω, να βοηθήσει να καθαρίσουν τη βιβλιοθήκη και μετά φεύγει. Χάθηκε αμίλητη στο δωμάτιό της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: