Πέμπτη, Μαΐου 21, 2009

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΔΗΜΑΡΧΕ! ΠΕΣ ΤΑ ΟΛΑ!


Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ

ΚΩΣΤΑ Δ. ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΗ

Μπροστά στις δριμύτατες εκείνες παρατηρήσεις του δημάρχου, ο γραφέας Α΄ τάξεως Κουλούμης, τριάντα χρόνια άψογος υπάλληλος του δήμου, έπαθε μιαν ανείπωτη συμφορά. Τρομοκρατημένος ως τα βάθη της ψυχής του από την αυστηρή όψη που είχε ο δήμαρχος, τη γεμάτη αγανάκτηση βροντώδη φωνή του, αφέθηκε δίχως ίχνος κυριαρχίας στα καπρίτσια της ειμαρμένης και του ξέφυγε από πίσω ένας σφυριχτός ήχος, που έκανε όλους τους παριστάμενους να μείνουν άφωνοι από την κατάπληξη. Ο ιδιαίτερος του δημάρχου περιέφερε με ταραχή τη μύτη του, σα να γύρευε να διαπιστώσει και με την όσφρηση την ανήκουστη πράξη του Κουλούμη, μη πιστεύοντας ίσως στ΄ αυτιά του. Οι λοιποί ανώτεροι υπάλληλοι κοίταξαν σαστισμένοι αλλού κι ο δήμαρχος έμεινε για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό. Ο Κουλούμης πάγωσε. Αν σκεφτόταν κανένας χριστιανικά, μπορούσε και να τον πονέσει το δύστυχο, ο δήμαρχος όμως φέρθηκε σκληρά. Βρόντηξε τη γροθιά του στο γραφείο και φώναξε:
- Έξω!
Ο Κουλούμης υποχώρησε τρέμοντας. Έφτασε στην πόρτα, έψαξε στα τυφλά για το πόμολο, άνοιξε και βγήκε στο διάδρομο. Αλλά δεν μπόρεσε να κάνει παραπάνω από λίγα βήματα. Χαμογέλασε ηλίθια σε κάτι υπαλλήλους που περνούσανε μπροστά του και ξαπλώθηκε αναίσθητος στο πάτωμα. Παχουλός όπως ήταν, με μεγάλο κόπο τον σήκωσαν στα χέρια και τον πήγανε στο γραφείο του. Οι συνάδελφοί του εκεί τον ράντισαν με νερό, έχυσαν λίγη γκαζόζα στο στόμα του κι όταν τέλος συνήλθε κάπως, τινάχτηκε να φύγει τρέχοντας. Δυσκολεύτηκαν πολύ να τον κρατήσουν και να τον ξανακαθίσουν στη θέση του. Σήκωσε τότε τα μάτια του, κοίταξε τους γύρω κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του για να βυθιστεί άφωνος στη δυστυχία του.
Ποια κακή μοίρα τον μπέρδεψε κι έγραψε στο πιστοποιητικό «Καραγκιώζης» αντί «Καραβιώζης Δημήτριος»; Από κει ξεκίνησε η συμφορά. Αυτός ο Καραβιώζης δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Αρχισυντάκτης της εφημερίδας Αλήθεια, που είχε υποστηρίξει το δήμαρχο στις εκλογές, παρουσιάστηκε έξω φρενών την άλλη μέρα και δημιούργησε ζήτημα εκ των άνω. Έξω φρενών επίσης και ο δήμαρχος, κάλεσε αμέσως τον ένοχο στο γραφείο του και μπροστά στους επιτελείς του τον ρήμαξε με τις δριμύτατες παρατηρήσεις του, ώσπου ακούστηκε ο σφυριχτός εκείνος.
-Αχ! ξεφώνισε πνιχτά ο Κουλούμης, καθώς αναπολούσε όλ΄ αυτά.
Σήκωσε τα δυο του χέρια και κατέβασε δυο ταυτόχρονες γροθιές στο κεφάλι του.
-Μα τι συμβαίνει, για τ΄ όνομα του Θεού! φώναξαν οι δυο ομόβαθμοι συνάδελφοι και παιδικοί του φίλοι, Ευαγγέλου και Ιωάννου.
Ο Κουλούμης τους κοίταξε με φρίκη και σκέπασε τα μάτια του. Ήταν αδύνατο να διηγηθεί τη δυστυχία του. Ανήσυχοι αυτοί βγήκαν από το γραφείο να ρωτήσουν. Στο μεταξύ το γεγονός είχε μαθευτεί. Ο προσωπάρχης Γκουλέκας, παρών στη σκηνή και μάλιστα κοντά στο δράστη κατά τη στιγμή που ακούστηκε ότι ακούστηκε, βγαίνοντας από το γραφείο του δημάρχου δήλωσε κατακόκκινος ότι ποτέ στα χρονικά της δημαρχίας δεν παρατηρήθηκε παρόμοιο αίσχος. Διηγήθηκε με τα μελανότερα χρώματα το συμβάν σ΄ ένα κύκλο που σχηματίστηκε γύρω του και μάλιστα κύκλο πλαισιωμένο από κατώτερους υπαλλήλους και κλητήρες ακόμα, τόσο μέσα στην ταραχή του είχε ξεχάσει τη θέση του. Έμειναν όλοι άναυδοι.
-Παρουσία του κυρίου δημάρχου! ψιθύρισε με φρίκη ένας κοντός τμηματάρχης.
-Του προσωπάρχου, δύο συμβούλων και του ιδιαιτέρου! συμπλήρωσε αγανακτισμένος ο Γκουλέκας και κλείστηκε στο γραφείο του, δίνοντας αυστηρή εντολή στον κλητήρα να μην επιτρέψει την είσοδο σε κανένα.
Το γεγονός κυκλοφόρησε αστραπιαία. Οι κλητήρες μάλιστα το διόγκωσαν κι έτσι εξηγείται γιατί οι Ευαγγέλου και Ιωάννου πληροφορήθηκαν πως οι σφυριχτοί ήτανε τρεις. Σαν παιδικοί του φίλοι θέλησαν να τον δικαιολογήσουν στον εισηγητή Κλαμένο, που τους πληροφόρησε σχετικά φέρνοντας με σεβασμό το επιχείρημα πως ο καθένας μπορούσε να χάσει την ψυχραιμία του μπροστά στον κύριο δήμαρχο, άνθρωπο που τον έτρεμαν ακόμα και υπουργοί. Ο Κλαμένος όμως τους αποστόμωσε.
-Όλοι μας, είπε, νιώθουμε τα γόνατά μας να τρέμουν μπροστά στον κύριο δήμαρχο, αλλά ποτέ δεν φτάσαμε και ως εκεί. Μη μου λέτε τίποτα, είναι ασυγχώρητος.
Οι Ευαγγέλου και Ιωάννου, ξαναγύρισαν στο γραφείο τους με κεφάλι σκυφτό. Ο Κουλούμης τους κοίταξε με αγωνία.
-Το μάθατε; ρώτησε δακρυσμένος.
-Μην κάνεις έτσι, ησύχασε.
-Μου το κρύβετε! Μαθεύτηκε παντού και τώρα το συζητούν. Έτσι; Το βλέπω στα μάτια σας!
-Αυτοί χαμήλωσαν το βλέμμα και δε βρήκανε τι να πουν. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο γραφέας
Β΄ τάξεως Χρηστάκος, συμμαθητής από το δημοτικό. Στάσιμος στον ίδιο βαθμό από την ημέρα που διορίστηκε, για τα λάθη που έκανε εξαιτίας της φοβερής του μυωπίας, ζούσε πάντα με τον εφιάλτη πως κάποια μέρα ίσως τον απολύσουν. Ήτανε λοιπόν ο μόνος που μπορούσε να νιώσει ως το βάθος το δράμα του Κουλούμη. Τον κοίταξε με ρίγος και είπε σχεδόν με θρήνο:
-Τι όνειρο είδες, μαύρε; Τι σου ΄γραψε και σένα η κακούργα μοίρα; Τι;
-Μην τον τρομάζεις, Χρηστάκο, πάψε! φώναξε ο Ευαγγέλου.
-Είχα χάσει την ψυχραιμία μου…. Μου ξέφυγε, ψιθύρισε τσακισμένος ο Κουλούμης.
-Σου ξέφυγαν, θέλεις να πεις. Δεν ήταν ένας, δεν ήταν δυο. Τρεις στη γραμμή, τώρα δα μας το ΄λεγε ο καφετζής. Πώς δεν πέθανες ακόμα, δύστυχε;
Ο Κουλούμης τινάχτηκε από την καρέκλα του.
-Τρεις; ξεφώνισε. Όχι, για τ΄ όνομα του Θεού, δεν ήτανε τρεις! Ένας ήτανε, μάρτυς μου ο Θεός.
Ο Χρηστάκος τον κοίταξε δύσπιστα και χαμήλωσε το κεφάλι. Βυθισμένος στην απόγνωση, ο Κουλούμης σηκώθηκε από τη θέση του και στράφηκε στους δυο παιδικούς του φίλους.
-Ορκίζομαι στο ιερό Ευαγγέλιο. Ένας ήταν! θρήνησε με το χέρι του στην καρδιά.
-Σε πιστεύουμε. Μην κάνεις έτσι, τον ησύχασαν αυτοί. Πίστεψέ τον κι εσύ, Χρηστάκο, έλα.
Ο Χρηστάκος αναστέναξε.
-Μήπως δε θέλω κι εγώ να το πιστέψω; Ρώτησε με πόνο. Όλοι όμως λένε για τρεις.
-Όχι τρεις! ξεφώνισε ο Κουλούμης κι έσφιξε με τις γροθιές τα μηνίγγια του.
Την ίδια στιγμή μπήκε με ορμή στο γραφείο ο γραμματέας Λιλίδης, άμεσος προϊστάμενος του ενόχου.
-Καταστροφή! φώναξε. Ο προσωπάρχης είναι έξω φρενών. Τώρα μόλις βγήκε ο τμηματάρχης μας από το γραφείο του, τον κάλεσε και τον έκανε κουρέλι. Ρίχνει και σ΄ αυτόν την ευθύνη, καθώς και σε μένα και σ΄ όλο το τμήμα. Είχατε, λέει, υποχρέωση να γνωρίζετε τους ανθρώπους σας. Ο προϊστάμενος είναι υπεύθυνος για τον υφιστάμενο, φωνάζει και δεν δέχεται κουβέντα. Ώστε λοιπόν είμαι κι εγώ υπεύθυνος. Έδωσε διαταγή να παρουσιαστώ μπροστά του, σαν άμεσος προϊστάμενος σου, Κουλούμη, καταραμένε άνθρωπε! Δε σεβάστηκες τουλάχιστο την υπόληψη του τμήματός μας;
-Δεν το ΄θελα…μου ξέφυγε, τραύλισε ο Κουλούμης.
-Μου ξέφυγε! Η αιωνία δικαιολογία. Μπερδεύει τις στρατολογικές κλάσεις ο Χρηστάκος, μου ξέφυγε δικαιολογείται. Ξεχνάει να πρωτοκολλήσει τα έγγραφα ο πρωτοκολλητής, μου ξέφυγε δικαιολογείται κι αυτός. Να πω λοιπόν κι εγώ τώρα στον προσωπάρχη ότι σου ξέφυγε; Αλλά γιατί να σου ξεφύγει; Γιατί, άνθρωπε οκνηρέ, δεν προσπάθησες να συγκρατηθείς; Αυτά τα πράματα ελέγχονται από τη θέληση, το ξέρουμε όλοι από πείρα.
-Τα είχα χαμένα…έτρεμα…..
-Και γιατί δεν σφίχτηκες να το προλάβεις;
-Ορκίζομαι στο ιερό Ευαγγέλιο! Μάρτυς μου ο Θεός, σφίχτηκα, αλλά τότε…. Αχ! Τότε βγήκε σφυριχτός….
-Για το κάθε τι και μια δικαιολογία! Έτρεμα, μου ξέφυγε, σφίχτηκα, αλλά! Πουθενά δεν σας πιάνει κανένας εσάς. Αν δεν φταις εσύ, τότε ποιος φταίει, διάβολε; Κανένας; Όλο το τμήμα είναι ανάστατο, στα σχεδιαστήρια της οδοποιίας άρχισαν κι όλας τις ειρωνείες. «Έξις δευτέρα φύσις. Φαίνεται πως άλλη δουλειά δεν κάνουν εκεί μέσα», λένε και εννοούν το τμήμα μας. Δαχτυλοδειχτούμενους μας κατήντησες όλους, από τμηματάρχη μέχρι κλητήρα. Θα μου πεις μήπως και τώρα πως δεν φταίει κανένας; Να το γράψεις στην απολογία σου, όπου να ΄ναι θα κληθείς.
-Αέρα, ψιθύρισε ο Κουλούμης κι έπεσε στην καρέκλα του, έτοιμος να λιποθυμήσει.
Ο Ευαγγέλου πετάχτηκε ν΄ ανοίξει το παράθυρο, ενώ ο Ιωάννου τον αέρισε μ΄ ένα χαρτόνι. Ο Λιλίδης τον κοίταξε ανήσυχος.
-Τον επέπληξα πολύ, ψιθύρισε. Αλλά πάλι μήπως φταίω εγώ; Ποιος τα δημιούργησε όλ΄ αυτά; Και να που πρέπει τώρα να παρουσιαστώ στον προσωπάρχη και να δώσω εξηγήσεις. Τι εξηγήσεις να δώσω; Πώς ν΄ αρχίσω; Τι…..τι να εξηγήσω επιτέλους;
-Δικαιολογήστε τον, για τ΄ όνομα του Θεού! τον ικέτεψαν οι Ευαγγέλου και Ιωάννου.
-Μακάρι να μπορούσα, αλλά πώς; Μήπως δεν το θέλω; Και ο τμηματάρχης μας ακόμα σπάζει το κεφάλι του να βρει κάτι, γιατί το ζήτημα κατήντησε πια προσωπικό για τον καθένα. Ολόκληρο το τμήμα μας κοροϊδεύεται αυτή τη στιγμή στα γραφεία της οδοποιίας. Το καταλαβαίνετε;
-Τίποτα δε θα πιστέψει ο κύριος προσωπάρχης! φώναξε από τη θέση του ο Χρηστάκος. Δεν ήταν ένας, δεν ήταν δυο. Τρεις στη γραμμή και μπροστά στα μάτια του.
Μ΄ όλο που βρισκότανε στα πρόθυρα της λιποθυμίας ο Κουλούμης, τινάχτηκε και φώναξε:
-Όχι τρεις! Ένας ήταν, μονάχα ένας. Θέλει να με πεθάνει, εξήγησε στον Λιλίδη δείχνοντας τον Χρηστάκο.
Ο Λιλίδης συγκεντρώθηκε. Κάτι σαν αστραπή διέσχισε τη σκέψη του.
-Σταθείτε! φώναξε κι άπλωσε τα χέρια. Είσαι βέβαιος γι΄ αυτό που λες Κουλούμη;
-Το βαρύτερο όρκο παίρνω, κύριε προϊστάμενε, ένας ήταν. Πιστέψτε με!
-Αν είναι έτσι….διάβολε! Όλοι νομίζουν για τρεις, κι ο τμηματάρχης μας ακόμη. Γι΄ αυτό και δεν μπορούσαμε να βρούμε άκρη. Τρεις στη γραμμή υποδηλούν οπωσδήποτε μελετημένη πρόθεση και δύσκολα πιστεύει κανείς το αντίθετο, ενώ ένας…. Έ, βέβαια, άνθρωποι είμαστε, στον καθένα μπορεί να συμβεί. Λίγο από φόβο, λίγο από αδιαθεσία…έ; Τι λες κι εσύ, Ιωάννου;
-Ακριβώς αυτό. Λίγο από φόβο, λίγο από αδιαθεσία. Συμφωνείς, Ευαγγέλου;
-Συμφωνώ πολύ. Θα γίνει πιστευτό.
-Αρχίζω να έχω ελπίδες, ψιθύρισε σκεφτικός ο Λιλίδης. Περιμένετε εδώ, τρέχω να συνεννοηθώ με τον τμηματάρχη μας και γρήγορα μάλιστα πριν με ξανακαλέσει επειγόντως ο προσωπάρχης. Κουλούμη, μην το κουνήσεις βήμα. Ούτε λέξη σε κανένα, πριν αποφασισθεί πώς θα παρουσιάσουμε το ζήτημα.
Έφυγε βιαστικός, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
-Όλα θα διορθωθούν, είπε με ελπίδα ο Ιωάννου και χτύπησε ενθαρρυντικά στην πλάτη τον Κουλούμη.
Το ίδιο έκανε κι ο Ευαγγέλου. Ο Χρηστάκος όμως άφησε βαθύ αναστεναγμό. Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του, σίμωσε και είπε με πόνο:
-Τι πάτε να κάνετε, άμυαλοι, μ΄ όλ΄ αυτά; Να ξεγελάσετε τον κύριο προσωπάρχη; Δεν άκουσε τάχα και τους τρεις αφού ήτανε μπροστά; Πέστε του να πει την αλήθεια, το ψέμα θα τον καταστρέψει. Τρέξε, Κουλούμη, να πέσεις στα πόδια του, μπορεί να σε λυπηθεί. Έτσι έκανα κι εγώ όταν μπέρδεψα τις κλάσεις. Τρέξε!
-Κακούργε! ξεφώνισε ο Κουλούμης και ρίχτηκε πάνω του.
Ευτυχώς που τον έπιασαν οι Ευαγγέλου και Ιωάννου, αλλιώς θα τον έπνιγε. Τον ξανακάθισαν στην καρέκλα και στράφηκαν με αγανάκτηση στον Χρηστάκο.
-Αγύριστο κεφάλι, χώνεψέ το επιτέλους. Ένας ήταν, εμείς τον πιστεύουμε! του φώναξε ο Ιωάννου.
-Και ο κύριος Λιλίδης το πίστεψε, στριμμένο άντερο! φώναξε κι ο Ευαγγέλου. Πάψε λοιπόν τα πείσματα και τίποτα μη λες πια. Είμαστε γραφείς άλφα και είσαι γραφέας βήτα, σου απαγορεύουμε να μιλάς. Πήγαινε στη θέση σου!
-Υπακούω. Τίποτα δε λέω πια, είπε ο Χρηστάκος και πήγε στη θέση του.
Η όψη του όμως μιλούσε καθαρά. Αδύνατο να χωρέσει στο κεφάλι του πως δεν ήτανε τρεις. Σε λίγο παρουσιάστηκε ανήσυχος ο Λιλίδης. Κόκκινος και ταραγμένος άρχισε να μιλάει βιαστικά.
-Άσχημα, πολύ άσχημα πάνε τα πράγματα. Έρχομαι από τον τμηματάρχη μας. Ο προσωπάρχης ακύρωσε την εντολή να παρουσιαστώ μπροστά του, κάτι σοβαρό λοιπόν συμβαίνει. Ψιθυρίζονται πολλά. Ένας δημοσιογράφος, λένε, της Νέας Αυγής, που αντιπολιτεύεται τον κύριο δήμαρχο, τριγύριζε στο διάδρομο. Έμαθε τα πάντα και τώρα ετοιμάζεται να γράψει ευθυμογράφημα. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Ευθυμογράφημα εναντίον του κυρίου δημάρχου τη στιγμή που σ΄ ένα μήνα έχουμε εκλογές. Μπορεί μάλιστα να δημοσιέψουνε και σκίτσα, θεός ξέρει πια τι μας περιμένει όλους μας. Άχ, Κουλούμη, άνθρωπε γρουσούζη, σε τι συμφορές μας έριξες!
-Και τώρα; ρώτησαν με φόβο οι Ευαγγέλου και Ιωάννου.
Ο Λιλίδης ψήλωσε με απελπισία τα μάτια του επικαλούμενος τον Ύψιστο. Ο Κουλούμης σηκώθηκε τρέμοντας, τον πλησίασε και ικέτεψε:
-Σε σας, μόνο σε σας στηρίζομαι, κύριε προϊστάμενε. Πάντα σας αγαπούσα.
-Κι εμείς, βεβαίωσαν οι Ευαγγέλου και Ιωάννου.
-Μήπως κι εγώ δεν σας αγαπώ; ρώτησε συγκινημένος ο Λιλίδης. Αλλά δείξτε μου και μένα πού να στηριχθώ; Είχα την ελπίδα πως κάπως θα μπορούσαμε να το δικαιολογήσουμε. Λίγο από φόβο, λίγο από αδιαθεσία, κάτι επιτέλους θα μπορούσε να γίνει, συμφώνησε κι ο τμηματάρχης μας σ΄ αυτό. Να όμως που η κατάσταση ανατρέπεται άρδην εξαιτίας του καταραμένου του δημοσιογράφου. Τώρα πια δεν ξέρει κανείς πού να στραφεί. Αρχικά είχε αναλάβει την υπόθεση ο προσωπάρχης, αλλά με το μπλέξιμο του δημοσιογράφου αποφάσισε να επιληφθεί προσωπικά ο ίδιος ο κύριος δήμαρχος.
-Τρέξε, Κουλούμη, να γονατίσεις μπροστά του! φώναξε με τρόμο ο Χρηστάκος.
-Δεν πιστεύω να ωφελήσει, είπε ο Λιλίδης και κούνησε με αμφιβολία το κεφάλι του. Ακούστε με! φώναξε κάποια στιγμή. Δεν μας μένει παρά να περιμένουμε. Νου δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και προ παντός ούτε λέξη σε κανένα. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι! φώναξαν όλοι, εκτός από τον Χρηστάκο.
Ο Λιλίδης που το πρόσεξε, τον κοίταξε με υποψία.
-Εσύ τι λες; τον ρώτησε αυστηρά.
-Υπακούω. Πάντα υπακούω εγώ, είπε ταραγμένος αυτός κι ακούμπησε το χέρι στην καρδιά του.

¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨¨

Την άλλη μέρα η υπόθεση πήρε κρίσιμη στροφή. Η Νέα Αυγή έκανε θραύση. Υπό το δίστηλο τίτλο «ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΔΗΜΑΡΧΙΑ;» δημοσίεψε το γεγονός με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες, καθώς και τις φήμες που κυκλοφόρησαν γύρω απ΄ αυτό. Μετά ήρθανε τα σχόλια. Με τον υπότιτλο «Ο τύραννος» άρχισε μια επίθεση κατά του δημάρχου, του σκληρού, εγωιστού και υπερφίαλου αυτού ανθρώπου (έτσι τον χαρακτήριζε) που κατατυραννούσε τους υπαλλήλους και τους έφερνε στο σημείο να τρέμουν σαν τα καλάμια μπροστά του. Έκανε μάλιστα ο συντάκτης και μια έκκληση στα φιλάνθρωπα αισθήματα του λαού, περιγράφοντας τον Κουλούμη σαν άνθρωπο ισχνό από τη δυστυχία, που η τρομοκρατία του δημάρχου του κατάφερε τη χαριστική βολή, φέρνοντάς τον στο σημείο εκείνο του τρόμου, ώστε να πάθει ότι έπαθε. «…Όχι λοιπόν, ανύποπτοι δημότες, ένοχος δεν είναι ο δυστυχής δράστης. Θύμα και μόνον θύμα είναι, θύμα της τρομοκρατίας του τυράννου, όπως και σεις θύματα της τρομοκρατίας του ιδίου τυράννου είσθε. Τι έπραξεν ως τώρα ο υπερφίαλος δια την ασφαλτόστρωσιν των πλατειών της δυστυχούς μας πόλεως; Τι δια το υδραγωγείον; Τι…. Αλλά προς θεού, από πού ν΄ αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει, όπως λέγει και ο λαός; Ελεύσεται όμως ήμαρ! Μετά από ένα μήνα που θα κληθείτε εις τας κάλπας…κ.λπ….κ.λπ…..». Με τέτοιο πολεμικό ύφος προχωρούσε και τελείωνε με το σύνθημα, «Μαύρο στον Τύραννο!».
Ανησυχία και ταραχή σ΄ όλο το δημαρχιακό μέγαρο, από γενικό διευθυντή μέχρι κλητήρα. Το ζήτημα έπαιρνε πια πολιτική χροιά. Ταραγμένος όσο ποτέ άλλοτε ο Λιλίδης, όρμησε στο γραφείο του Κουλούμη κι έπεσε σε μια καρέκλα.
-Οι άτιμοι! φώναξε κραδαίνοντας ψηλά τη Νέα Αυγή. Θέλουν να το εκμεταλλευθούν για τις εκλογές. Κουλούμη, καταραμένε άνθρωπε, αν δε σ΄ ήξερα θα ΄λεγα πως είσαι με την αντιπολίτεψη, τέρας! Δεν μπορούσε τουλάχιστον, γρουσούζη, να γίνει μετά τις εκλογές; Το κεφάλι μου βουίζει…. Αν χάσουμε τις εκλογές χαθήκαμε, την άλλη μέρα κιόλας θα μας πετάξουν από δω. Εκδηλωθήκαμε όλοι υπέρ του κυρίου δημάρχου, δεν θα μας το συγχωρήσουν. Και σεις εκδηλωθήκατε, σας είδα στη συγκέντρωση της Κυριακής, εσύ μάλιστα, Ευαγγέλου, άρχισες πρώτος απ΄ όλους να τραγουδάς τον ύμνο του κυρίου δημάρχου, ενώ εγώ τραγούδησα μόνο μια στροφή, την τελευταία και όχι δυνατά. Το ξέρετε πως κρατήθηκαν κατάλογοι της συγκεντρώσεως; Λένε, και το πιστεύω, πως η αντιπολίτεψη έχει αντίγραφα στα χέρια της. Για όλα είναι ικανοί αυτοί! Θα μου φύγει το μυαλό…. Εκεί που το ΄χαμε σίγουρο να μονιμοποιηθούμε…. Και σεις τ΄ ακούσατε, ο κύριος δήμαρχος το υποσχέθηκε δημοσία. Γιατί τώρα, Κουλούμη, να πληρώσουμε οι αθώοι εμείς τις δικές σου αταξίες; Πες μου, Κουλούμη, γιατί; Ερωτώ!
-Έτρεμα…Μου ξέφυγε…
-Τριάντα χρόνια το ακούω αυτό! Αλλά τι με νοιάζει εμένα αν σου ξέφυγε ή δεν σου ξέφυγε; Τι φταίξανε διακόσιοι τίμιοι υπάλληλοι και μισθωτοί να βρεθούνε ξαφνικά κρεμασμένοι στο σφυριχτό σου και να κινδυνεύουν αυτή τη στιγμή εξαιτίας σου, επειδή σου ξέφυγε ή δεν σου ξέφυγε, που να μην έσωνες να σου ξεφύγει, τύραννε;
-Πάμε όλοι γρήγορα στην αντιπολίτεψη! φώναξε ο Χρηστάκος σακατεμένος από τρόμο.
Ο Λιλίδης βρήκε αμέσως την κυριαρχία του.
-Σιωπή! φώναξε αυστηρά. Φράξε το στόμα σου με τσιρότο, ηλίθιε, και μην τολμήσεις να το ξαναπείς αυτό. Δίνουμε μάχη αυτή τη στιγμή, οι λιποταξίες θα παταχθούν. Εσείς, Ευαγγέλου κα Ιωάννου, ψυχραιμία. Επιτηρείτε τον Κουλούμη και μην τον αφήνετε να μιλήσει με κανένα. Τρέχω στον τμηματάρχη μας να μάθω νέα.
Όταν ξαναγύρισε σε είκοσι λεπτά, σκούπιζε το μέτωπό του.
-Κανένας δεν ξέρει τι γίνεται, είπε με απελπισία. Το ζήτημα βέβαια διαχειρίζεται ο κύριος δήμαρχος, αλλά γιατί ως τώρα έδωσε μία και μόνο εντολή; Κυκλοφορεί εκ των άνω ιεραρχικώς σε όλα τα τμήματα, προφορικά και με απόλυτη μυστικότητα επί λόγω τιμής. Τώρα μόλις μου τη διαβίβασε ο τμηματάρχης μας με την εντολή να τη διαβιβάσω και σε σας. Δώστε μου το λόγο της υπαλληλικής σας τιμής ότι σε κανέναν δεν θα ομολογήσετε πως πήρατε τέτοια εντολή.
-Στην υπαλληλική μας τιμή! ορκίστηκαν όλοι.
-Ακούστε λοιπόν: Απαγορεύεται επί ποινή απολύσεως να μιλάτε για την υπόθεση Κουλούμη. Δεν έγινε τίποτα, δεν ακούσατε τίποτα, δε ξέρετε τίποτα! Επί ποινή απολύσεως, το ακούσατε; Όλα τα τμήματα έχουν ειδοποιηθεί και το εφαρμόζουν. Λένε μάλιστα ότι στην οδοποιία σταμάτησαν πια τις ειρωνείες, κανένας δεν μιλάει γι΄ αυτό. Πώς σκοπεύει να χειρισθεί το ζήτημα ο κύριος δήμαρχος δεν ξέρω, ότι κάτι ετοιμάζει όμως αυτό είναι οπωσδήποτε βέβαιο. Θα νικήσει; Το πιστεύω. Δεν είναι αυτός από εκείνους που χάνουν μάχες. Θα νικήσει για τη σωτηρία όλων μας. Διακόσιες τίμιες καρδιές βρίσκονται στο πλευρό του. Τώρα όμως γρήγορα, να μη μιλάμε γι΄ αυτό. Αμέσως ν΄ αλλάξουμε συζήτηση. Πού είπες θα περάσεις τις διακοπές σου, Ευαγγέλου;
-Δεν είπα….
-Το ξέρω, το ξέρω. Αλλά πού θα τις περάσεις;
-Συμφωνήσαμε με τον Κουλούμη και τον Ιωάννου να εργασθούμε ως απογραφείς σ΄ ένα εμπορικό. Βλέπετε, τα οικονομικά μας….
-Το καταλαβαίνω αυτό, ναι. Ως απογραφείς λοιπόν, θαυμάσια….
Σε τέτοιο τόνο συνεχιζόταν η συζήτηση, όταν μπήκε ο κλητήρας να ειδοποιήσει πως ο κύριος τμηματάρχης ζητούσε επειγόντως τον κύριο Λιλίδη.
-Τρέχω, είπε ο Λιλίδης και βγήκε.
Ξαναγύρισε σε είκοσι λεπτά τελείως σαστισμένος.
-Τίποτα δεν καταλαβαίνω, είπε με βλέμμα θολό. Αν είναι βέβαιο αυτό που ψιθυρίζεται….Άκουσαν, λένε, τον προσωπάρχη να μετανοεί που έφερε το ζήτημα στη δημοσιότητα. «Δεν έπρεπε να μιλήσω», έτσι λένε πως είπε. Τι κρύβουν όλ΄ αυτά; Κι αυτή η διαταγή του τμηματάρχη μας; …Κουλούμη, έλαβα διαταγή να σε οδηγήσω στον τμηματάρχη μας. Δεν ξέρω τίποτα, έλα.
Ο Κουλούμης χλώμιασε.
-Στον κύριο τμηματάρχη!
-Θάρρος, Κουλούμη, θάρρος! προσπάθησαν να τον εμψυχώσουν οι παιδικοί του φίλοι.
Ο Λιλίδης τον έπιασε από το μπράτσο. Αφέθηκε ανίσχυρος να οδηγηθεί.
Στο γραφείο του τμηματάρχη περίμεναν δυο εισηγηταί, μερικοί γραμματείς και ο ιδιαίτερος του προσωπάρχη. Δυνατή ανησυχία διαγραφόταν στα βλέμματα όλων. Μόλις ο τμηματάρχης είδε τον Κουλούμη, σηκώθηκε και πήγε κοντά του.
-Προ παντός θάρρος, του είπε πατρικά. Μην τα χάσεις ούτε στιγμή, τώρα πια όλα κρέμονται από σένα. Έλα, πάμε να σε παρουσιάσω στον κύριο προσωπάρχη.
Τον έπιασε από το δεξί μπράτσο, ο ιδιαίτερος του προσωπάρχη από το αριστερό και τον πήρανε να πάνε. Με τελείως θρυμματισμένη τη θέληση, άφηνε ο Κουλούμης να τον οδηγούν. Κάτι σα λευκό ύφασμα κατέβαινε στα μάτια του, άρχισε να μη βλέπει καθαρά…
Στο γραφείο του προσωπάρχη ήτανε και τρεις διευθυνταί. Του Κουλούμη του φάνηκαν όλοι εκεί μέσα σαν κάτι όντα ξένα, όχι αυτής της γης. Το ύφασμα γινότανε πυκνότερο. Στον ερχομό τους, ο προσωπάρχης που βημάτιζε νευρικά, έτρεξε κοντά. Με δυσκολία συγκρατούσε την ταραχή του.
-Να μείνει μόνο ο τμηματάρχης του και οι λοιποί να φύγουν! διέταξε τους άλλους που ακολουθούσαν από πίσω. Έλα, παιδί μου, κάθισε. Κάθισε, Κουλούμη….. Φαίνεσαι ταραγμένος… Θάρρος, όλα θα διορθωθούν. Συγκεντρώσου και άκουσε. Με ακούς; Λαμπρά. Λοιπόν, Κουλούμη, συμβαίνει αυτό: οι σκώληκες, οι θεσιθήρες, οι άτιμοι που απαρτίζουν τη συμμορία της αντιπολιτεύσεως, κινήθηκαν και πάλι για να υποσκάψουν το γόητρον του ανδρός που διευθύνει σήμερον, τα της πόλεως με φρόνησιν και τιμιότητα, όσην ουδέποτε ετόλμησαν να φαντασθούν και οι ακραιφνείς ακόμη υποστηρικταί του. Κινήθηκαν, Κουλούμη, με τον απώτερο σκοπό να μας εξολοθρεύσουν μέχρις ενός μόλις αναρριχηθούν στη δημαρχιακή εξουσία, μηδενός φειδόμενοι και τα πάντα μετερχόμενοι για να πετύχουν την απαραίτητη για τα άτιμα σχέδια τους μεταστροφή της κοινής γνώμης. Καρακοδούντες επί χρόνια, νομίζουν τα τέρατα ότι κρατούν επιτέλους στα χέρια τους το επιχείρημα, και το επιχείρημα αυτό, Κουλούμη, είσαι συ. Θέλουν να σε παρουσιάσουν ως αντιπροσωπευτικό θύμα της δήθεν θηριωδίας του σεβαστού μας κυρίου δημάρχου. Να εκμεταλλευθούν οι άκαρδοι το ατύχημά σου, διότι ατύχημα το ονομάζω εγώ. Και ατύχημα που υποδηλοί αρετήν, άκρατον δηλονότι σεβασμόν και δέος προς τον προστάτην μας κύριον δήμαρχον, εξ ου και η διασπάθισις της ψυχραιμίας, κατά συνέπειαν δε και το ατύχημα. Να το εκμεταλλευθούν λοιπόν προσπαθούν, γι΄ αυτό και δίνουν τις κατάλληλες για τα σατανικά τους σχέδια ερμηνείες, αλλά σε μας και μόνο απομένει τώρα αν θα τους αφήσουμε να προχωρήσουν. Θα τους αφήσουμε; Ποτέ! Εμπρός λοιπόν, Κουλούμη, ετοιμάσου να τους αντιμετωπίσουμε…. Κουλούμη! ….Γρήγορα νερό!
Πρόλαβαν κι έπιασαν τον Κουλούμη πριν πέσει από την καρέκλα. Το ύφασμα του σκέπασε όλο το κεφάλι.
-Ανεξήγητο, ψιθύρισε ο προσωπάρχης σαστισμένος.
-Ίσως τρόμαξε, παρατήρησε σιγά ένας διευθυντής. Μιλούσατε πολύ δυνατά.
-Ναι; Πιθανόν, ήμουνα ταραγμένος. Ήθελα να τον φανατίσω.
Πλησίασε κι ο ιδιαίτερος.
-Επιτρέψτε μου, κύριε προσωπάρχα. Βλέπετε, είναι απλός γραφεύς, δεν έχει καλή μόρφωση. Ζήτημα αν κατάλαβε πολλά πράγματα. Αν του εξηγούσατε πιο απλά…συγκεκριμένα δηλαδή…
-Συμφωνώ. Τώρα που θα συνέλθει εξήγησέ του εσύ. Συνέρχεται;
-Πλησιάζει.
-Βρέξτε του λίγο και τ΄ αυτιά.
Του βρέξανε και τ΄ αυτιά, συνήρθε κι άνοιξε κάποια στιγμή τα μάτια του. Έσκυψαν όλοι από πάνω του να δούνε αν αισθάνεται καλά. Ο Κουλούμης κοίταξε τα όντα που τον κοιτούσαν και τραύλισε:
-Αφήστε με να φύγω μακριά….στα ξένα…
-Πού είναι ο τμηματάρχης του; φώναξε ανήσυχος ο προσωπάρχης. Αυτού είσθε; Μα ελάτε λοιπόν κοντά. Μιλήστε του, εσάς σας γνωρίζει καλύτερα.
Ο τμηματάρχης πλησίασε βιαστικά. Τον έπιασε από τους ώμους και τον κούνησε.
-Κουλούμη! Εγώ είμαι, ο τμηματάρχης σου. Ψυχραιμία, Κουλούμη, σε αγαπούμε. Προσπάθησε, έλα μπράβο….
Χρειάστηκε να του φέρουν και λεμονάδα για να βρει κάποια ψυχραιμία. Παρ΄ όλ΄ αυτά το ύφασμα δεν είχε τραβηχτεί ολότελα. Είδε κάποιον, που έμοιαζε με τον ιδιαίτερο του προσωπάρχη, να σκύβει πάνω του και να του εξηγεί γλυκά. Άκουσε κάτι για δημοσιογράφους, πως αυτοί οι δημοσιογράφοι δεν έπρεπε να μάθουν, και πολλά άλλα που περνούσαν κι έφευγαν από το δύστυχο κεφάλι του σαν ανεπαίσθητες αύρες. Μετά τον ρώτησαν αν κατάλαβε και κούνησε κάπως το κεφάλι του.
-Δόξα τω Θεώ, ψιθύρισε ο προσωπάρχης που παρακολουθούσε ανήσυχος από μακριά. Ας αναπνεύσουμε… Λοιπόν, κύριοι, να μην αργούμε. Είναι σε θέση να τον παρουσιάσουμε;
-Νομίζω, είπε σιγά ο ιδιαίτερός του. Καλό όμως είναι να μην του βάλουν ερωτήσεις. Δεν ξέρει κανείς….
-Αυτό, βέβαια, πρέπει να το αποφύγουμε. Οι δημοσιογράφοι είναι της Αλήθειας, δικοί μας. Απλώς θα τον φωτογραφήσουν.
-Πολύ χλωμό τον βλέπω, παρατήρησε ανήσυχος ένας διευθυντής.
Ο προσωπάρχης τον ησύχασε.
-Στη φωτογραφία δε θα φανεί. Ευτυχώς όμως που είναι παχουλός. «Ισχνός από τη δυστυχία», έτσι δεν έγραψαν; Τα τέρατα! Θα τρίβουνε τα μάτια τους. Εμπρός τώρα, πηγαίνουμε. Ο τμηματάρχης του να μην τον αφήσει από κοντά!
Έπιασαν τον Κουλούμη από τις μασχάλες, τον σήκωσαν κι άρχισαν πάλι να τον οδηγούν. Είδε μια πόρτα ν΄ ανοίγει, ένα διάδρομο, ενώ την ύπαρξη του γέμιζαν πράματα παράξενα. Στο κεφάλι του περπατούσαν πιστοποιητικά, όπου ξαφνικά παρουσιάστηκε το πόμολο. Αυτό το πόμολο ήταν κίτρινο και λαμπερό, το ήξερε. Όταν το έστριβες άνοιγε η πόρτα, έμπαινες και βρισκόσουνα μπροστά στον άνθρωπο που χτυπούσε τη γροθιά του στο γραφείο και φώναζε «έξω!»
-Σταθείτε! ακούστηκε η φωνή του προσωπάρχη που βάδιζε από πίσω.
Ήρθε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα, χτύπησε και περίμενε. Ένα «εμπρός» ακούστηκε από μέσα, δυνατό και γεμάτο αυτοπεποίθηση. Άνοιξε και μπήκε. Πριν κλείσει πίσω του την πόρτα είπε στους έξω:
-Περιμένετε δυο λεπτά. Στο μεταξύ εμψυχώστε τον όσο μπορείτε.
Βγήκε σε λίγο και τους πέρασε όλους μέσα. Πλαισιωμένος από τρεις διευθυντάς και κρατημένος από τις μασχάλες ο Κουλούμης, ανάμεσα στον τμηματάρχη του και τον ιδιαίτερο του προσωπάρχη, οδηγήθηκε μπροστά στον δήμαρχο που καθότανε στο γραφείο του. Όρθιοι πίσω από τον δήμαρχο έστεκαν ακίνητοι ο ιδιαίτερός του και ο γενικός γραμματεύς, ενώ στο πρόσωπο του καθημένου δυνατού ανδρός χυνότανε η επίγνωση της σοβαρότητος που παρουσίαζε η στιγμή. Κοίταξε μερικές στιγμές τον Κουλούμη και στράφηκε στον προσωπάρχη.
-Έχετε τα έγγραφα της προαγωγής;
-Στην τσέπη μου… Ορίστε…
Ο δήμαρχος τα πήρε. Έριξε μια ματιά στον Κουλούμη και βούτηξε την πένα του στο καλαμάρι. Αλλά πριν υπογράψει είπε:
-Κύριοι, πρέπει να νικήσωμεν. Ειδοποιήστε τους δημοσιογράφους να περάσουν.
Στη στιγμή πετάχτηκε ο ιδιαίτερός του κι άνοιξε μια διπλανή πόρτα. Δυο φωτορεπόρτερς και τρεις δημοσιογράφοι μπήκανε μέσα. Ο δήμαρχος άρχισε να υπογράφει. Τα μαγνήσια έλαμψαν και η στιγμή της υπογραφής φωτογραφήθηκε. Ο δήμαρχος σηκώθηκε. Κοίταξε με συγκίνηση τον Κουλούμη και άρχισε να ομιλεί, ενώ οι δημοσιογράφοι κρατούσαν σημειώσεις.
-Γραφέα άλφα τάξεως Κουλούμη, από τη στιγμή αυτή είναι γραμματεύς βήτα. Η δικαία προαγωγή σου δεν ξενίζει ημάς, τους εν αληθεία και δικαιοσύνη προμαχούντας, μηδέποτε δε υπαναχωρούντας προ ουδενός και ποτέ. Θα ξενίσει ίσως τα μίσθαρνα όργανα, άτινα αντιπολιτεύονται την αρετήν επικαλούμενα το υδραγωγείον και την ασφαλτόστρωσιν των πλατειών της όντως δυστυχούς μας πόλεως, αλλά δυστυχούς μόνον και μόνον διότι τρέφει εις τας αγκάλας της τους αποστάτας αυτούς της ευθυκρισίας. Έφθασαν οι φαύλοι εις το έσχατον σημείον να συκοφαντήσουν την συγκίνησιν ήτις σε κατέλαβεν χθες αυτήν ταύτην την αίθουσαν, όταν σοι ανεκοινώθη η ευαρέσκειά μας δια την αφοσίωσιν, ευσυνειδησίαν και τιμιότητα μεθ΄ ης ως δημοτικός υπάλληλος έπραξες πάντα το καθήκον σου. Τρομοκρατίαν ονόμασαν οι κωμικοί πάντα ταύτα. Τρομοκρατίαν; Αλλά τις λοιπόν δύναται να συγκρατήσει τους γέλωτας επ΄ αυτού; Να τον ίδωμεν επιτέλους!
Ο δήμαρχος διέκοψε μερικές στιγμές για να γελάσουν αυθόρμητα οι παρόντες και μετά συνέχισε στο ίδιο και ωραιότερο ύφος. Στο μεταξύ ο Κουλούμης ζούσε μέσα σε όνειρο. Ήξερε πως ο Ευαγγέλου είχε μια ελιά στο δεξί του μάγουλο, ενώ ο Ιωάννου δεν είχε. Το ύφασμα όμως έπρεπε να είναι μεταξωτό και το πόμολο κίτρινο… Ύστερα ήρθαν τα χειροκροτήματα κι άρχισαν πάλι οι αστραπές….
Ήταν τα μαγνήσια. Οι φωτογράφοι απαθανάτιζαν το δήμαρχο στο τέλος του λόγου του. Όταν όμως θέλησαν να φωτογραφήσουν και τον Κουλούμη, συνάντησαν δυσκολίες. Στάθηκε αδύνατο να τον κάνουν να χαμογελάσει. Του λέγανε να πάρει πόζα ευτυχισμένου, αλλά φαινότανε πως δεν άκουγε τίποτα.
-Είναι από τη συγκίνηση, εξήγησε ο προσωπάρχης κι έβαλε τέρμα στις προσπάθειές τους.
Σύστησε να τον φωτογραφήσουν όπως είναι, αλλά να μην ξεχάσουν να σημειώσουν στη λεζάντα ότι πρόκειται περί συγκινήσεως. Το βρήκανε σωστό και του τράβηξαν δύο, μία ανφάς και μία προφίλ. Μετά τον οδήγησαν έξω με τον ίδιο τρόπο που τον έφεραν. Όταν βρέθηκε στο διάδρομο, φάνηκε πως το κουράγιο του είχε στο μεταξύ εξαντληθεί οριστικά. Άρχισε να σβήνει. Αυτή τη φορά το ύφασμα έγινε χοντρή κουβέρτα, τον τύλιξε από παντού και κρεμάστηκε λιπόθυμος από τις μασχάλες στα χέρια του τμηματάρχη του και του ιδιαιτέρου του προσωπάρχη. Τον έβγαλαν μυστικά από την πίσω πόρτα. Τον έβαλαν σε ταξί και τον πήγανε σε κλινική, απ΄ όπου βγήκε ύστερ΄ από δεκαπέντε μέρες με χαρακτήρα αλλοιωμένο.
Στο μεταξύ οι δημοσιογράφοι ζήτησαν από το δήμαρχο συνέντευξη για το επίμαχο ζήτημα του υδραγωγείου, καθώς και για την ασφαλτόστρωση των πλατειών. Ο δήμαρχος δέχτηκε πρόθυμα κι άρχισε τότε εναντίον της αντιπολιτεύσεως την ιστορική εκείνη επίθεση που άφησε εποχή, επίθεση χωρίς προηγούμενο στα δημοτικά χρονικά της τελευταίας εικοσαετίας. Όταν η συνέντευξη τελείωσε, οι δημοσιογράφοι ζήτησαν την άδεια να επισκεφθούν τα διάφορα γραφεία για να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι κατά πόσο ο μύθος περί τρομοκρατίας ευσταθούσε. Η άδεια δόθηκε ευχαρίστως και μάλιστα τιμής ένεκεν τους συνόδεψε ο ίδιος ο προσωπάρχης. Από παντού πήραν απαντήσεις χαρακτηριστικές του αντιθέτου. Κανένας δεν δήλωσε πως είναι τρομοκρατημένος, μερικοί μάλιστα γέλασαν ευχάριστα με την ερώτηση. Ο εισηγητής Κλαμένος συγκεκριμένα γέλασε περισσότερο απ΄ όλους, δάκρυσε από τα γέλια, γεγονός που έκανε τον προσωπάρχη να πει το αμίμητο εκείνο που κυκλοφόρησε αργότερα επί πολύ κι έκανε ακόμα και το δήμαρχο να ευθυμήσει. Είπε δηλαδή ο προσωπάρχης σε δήθεν σοβαρότατο τόνο:
-Ε λοιπόν, Κλαμένε, τι να σου πω; Τη στιγμή αυτή είσαι όνομα και πράμα, βρε παιδί μου, όπως λέγει και ο λαός.
Γέλασε δε με την καρδιά του. Το περιστατικό αυτό, χαρακτηριστικό της εγκαρδιότητας που επικρατούσε μεταξύ ανωτάτων και μέσων υπαλλήλων, σημειώθηκε από τους δημοσιογράφους. Ο Κλαμένος φωτογραφήθηκε. Φωτογραφήθηκαν και άλλοι στα διάφορα γραφεία, αλλά με κανένα τρόπο δε θέλησαν να φωτογραφήσουν και τον Χρηστάκο, παρ΄ όλες τις ικεσίες του. Ισχνός και καχεκτικός και με τους φακούς που είχε στα μάτια του, δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για τους φωτογράφους. Οι δημοσιογράφοι όμως δέχτηκαν να του πάρουν μια μικρή συνέντευξη.
-Είσθε ευτυχής; τον ρώτησαν.
-Είμαι ο πιο ευτυχής απ΄ όλους! δήλωσε αυτός και κοίταξε με ρίγος τον προσωπάρχη.
Οι δημοσιογράφοι το σημείωσαν και συνέχισαν την έρευνά τους.
Την άλλη μέρα ο ήλιος ανέτειλε για να φωτίσει δυο πράματα: το θρίαμβο του δημάρχου και το βάραθρο της αντιπολίτεψης. Αλλά η όλη υπόθεση είχε έναν περίεργο αντίκτυπο στην οδοποιία. Ο σχεδιαστής Καλαθάς, αμίλητος και σκεφτικός επί δυο μέρες, φώναξε κάποια στιγμή:
-Δεκαπέντε χρόνια στον ίδιο βαθμό! Λοιπόν κι εγώ θα κάνω τούτο: αντί για τσάι αύριο το πρωί, θα κατεβάσω δυο πιάτα φασόλια κι όταν έρθει η στιγμή θα παρουσιαστώ αυθαιρέτως στον δήμαρχο για τα περαιτέρω.


Το διήγημα το έκλεψα από το site του κ.Σαραντάκου εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: