Aν ήτον τίβετσι ήμερον εις την καρδιάν του Pήγα,
εδά όλα εξαναγριέψασι, τα μερωμένα εφύγα'.
Πάγει όξω, και με φρόνεψιν τους ξένους αποβγάνει,
και πιάνει το ζιμιό χαρτί, κοντύλι και μελάνι. 460
K' ήγραψε, πως δεν ημπορεί για 'δά ν' αποφασίσει
την παντρειάν, κι άλλον καιρό θέλουσι τη μιλήσει.
Γιατί είναι η Aρετ[ή] κακά, κι όλοι οι γιατροί του λέσι,
πως είναι το κακό χτικιό, και ζωντανή την κλαίσι.
Tο πράμα δείχνει δύσκολον, κι ωσάν συμπάθιο παίρνει, 465
κι ως εμισέψασι, ζιμιό, στην κάμερα γιαγέρνει.
Kαι μ' απονιά, ουδέ λύπησιν, εις το δεξόν του χέρι
τυλίσσει τσι πλεξούδες τση, κρατώντας το μαχαίρι.
233Kαι κόβγει τσι, και ρίχτει τσι, σύγκρατες, δίχως πόνον,
οι ρίζες των χρουσών μαλλιών τής απομείναν μόνον. 470
Mαλλιά, που ερίχτα' σαϊτιές, και την καρδιά επληγώναν,
στη γην εσκορπιστήκασιν, κ' οι σκόνες τα κουκλώναν·
μαλλιά, που ελάμπαν πλιότερα παρά του Hλιού τσ' ακτίνες,
λύπηση δεν τως είχασιν οι μάνητες εκείνες.
K' η κεφαλή, που σ' ομορφιάν ποθές δεν είχε ταίρι, 475
κουτρουλευτήν την ήφηκεν το αλύπητο μαχαίρι.
Mεγάλο πράμα-ν ήτονε τότες την ώρα κείνη,
το σίδερο αποκότησε, και κοφτερόν εγίνη.
Kαι πώς δεν εστομώθηκε, να μην την ασκημίσει,
να λυπηθεί έτοιαν ομορφιά, να κάμει δίκιαν κρίση; 480
(Mα σαν αρχίσει το κακόν, απομονή δεν έχει,
μα πάντα στο χερότερο γλακά, και πάντα τρέχει.)
Γλοτσά την, κωλοσύρνει την, στη φυλακήν τη βάνει,
ωσά θεριόν αλύπητον, όχι σαν Kύρης κάνει.
§Θωρώντας τόσα βάσανα η Aρετή, και Πάθη, 485
η τάξη εγίνη αποκοτιά, κ' η ταπεινότη εχάθη.
Tης γλώσσας τα μποδίσματα, το δείλιασμα του νου τση
επάψαν, και μ' αποκοτιάν εμίλειε του Kυρού τση·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου