H λογοτεχνική περιγραφή ενός αγώνα τένις δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει το ενδιαφέρον του
αναγνώστη ενός λογοτεχνικού βιβλίου. Εκτός κι αν οι αντίπαλοι σ’αυτόν τον αγώνα
είναι ο Καραβάτζο, ένας άντρας κατάχλομος, με αχτένιστα κατάμαυρα μαλλιά, με τα παχιά φρύδια και πυκνό μούσι, που περιέβαλε ακανόνιστα ένα σκούρο κόκκινο στόμα που έμοιαζε με μουνί, κι ο Φρανθίσκο δε Κεβέδο, ένας κουτσός τζιτζιφιόγκος, με κρεμασμένα μάγουλα σαν κωλομέρια. Διαιτητές ο Γαλιλέι, από τη μεριά
του ζωγράφου, και ο Πέδρο Τέγεθ Χιρόν, δούκας της Οσούνα, από τη μεριά του ποιητή. Εδώ όμως δεν έχουμε έναν απλό αγώνα τένις, αλλά τη συμμετοχή σε μια θυσία.
Είναι μια μονομαχία με όπλα τις ρακέτες. Το μπαλάκι που διεξάγεται ο αγώνας
είναι φτιαγμένο από τα μαλλιά την Αν Μπολέιν. Ένα περίεργο μπαλάκι, πολύ
φθαρμένο, πολυχρησιμοποιημένο, γαλλικό, που σκάει σαν δαιμονισμένο, σε σύγκριση
με τα φουσκωμένα με αέρα ισπανικά μπαλάκια.
Το πρωί της 19ης Μαίου του 1536 ο δήμιος Ζαν Ριμπό, ένας τρελός με το τένις,
κόβει με τη μία, πέρα για πέρα, το λαιμό της Αν Μπολέιν, μαρκησίας του Πένμπροκ
και βασίλισσας της Αγγλίας. Πριν την εκτέλεσή της, το πρωινό της 19ης Μαίου του
1536 οι κυρίες των τιμών, και κανείς άλλος, κόβουν τις «σαρκώδεις κόκκινες
πλεξούδες» και ξυρίζουν τα υπόλοιπα μαλλιά της βασίλισσας. Αυτές λαβαίνει ως
αμοιβή ο Ριμπό, απορρίπτοντας την αμοιβή, ένα πουγκί με ασημένια νομίσματα, που
του προσφέρει ο Τόμας Κρόμγουελ.Τα μαλλιά των εκτελεσμένων στο ικρίωμα είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και
εκείνοι που κατασκεύαζαν μπαλάκια στο Παρίσι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν
εξωφρενικές τιμές για να τα αποκτήσουν. Ειδικά αν ανήκαν σε μια εν ενεργεία
βασίλισσα.
Οι πλεξούδες της Αν Μπολέιν παρήγαγαν συνολικά τέσσερα μπαλάκια τένις, που
είχαν μέσα τους περισσότερη μαγγανεία από οποιοδήποτε αντικείμενο στην ιστορία
της Ευρώπης. Ας δούμε την διαδρομή τους
στην ιστορία, και πώς το τέταρτο μπαλάκι φτάνει να είναι αυτό που διεξάγεται ο
αγώνας τένις που διεξάγεται στη Ρώμη το φθινόπωρο του 1599.
Ο Ριμπό αφού παίρνει τα τέσσερα μπαλάκια από τον κατασκευαστή, με τις
αποσπερνές πλεξούδες της Αν Μπολέιν, κρατάει το τέταρτο μπαλάκι, ως φυλαχτό,
και δίνει τα τρία μπαλάκια στον βασιλιά Φραγκίσκο Α’, βασιλιά της Γαλλίας, με
αντάλλαγμα ένα τίτλο ευγενείας και τη θέση του δασκάλου τένις και ξιφασκίας
στην Αυλή.
Ο Ριμπό λίγο πριν αποκεφαλιστεί, με κατηγορία το πώς είναι δυνατόν, όντας ο
ίδιος Γάλλος και καθολικός, να πάει να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως δήμιος
στον αιρετικό βασιλιά Ερρίκο της Αγγλίας. Για να σώσει τη ζωή του, λίγο πριν ο
δήμιος κατεβάσει το ξίφος στο λαιμό του, δίνει το τέταρτο μπαλάκι στον μέγα
καγκελάριο Σαμπό. Μόλις ο Σαμπό παίρνει στο τρεμάμενο χέρι του το ελαφρά
παραμορφωμένο μπαλάκι με όσα μαλλιά της βασίλισσας είχαν περισσέψει, διατάζει:
«Σκοτώστε τον».
Ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ δεν είναι άνθρωπος των γηπέδων, υπήρξε μαικήνας
ποιητών και μουσικών, πάτρωνας του Λεονάρντο ντα Βίντσι και συλλέκτης βιβλίων,
δεν βγάζει τα μπαλάκια από το κουτί τους. Ο βασιλιάς παίρνει τα τρία μπαλάκια
στο ανάκτορο του Φοντενεμπλό το 1536.
Από εκεί δεν βγήκαν ποτέ έξω, εκτίθονταν σε σαλόνια μαζί με αθλητικά
τρόπαια και σε βιβλιοστάτες. Τα τρία μπαλάκια τα βλέπει σε μια επίσκεψή του ο
συγγραφέας στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, αφού τα έφερε στην Αμερική ο
Άντριου Κάρνεγκι, μαζί με μια σειρά από γαλλικά χειρόγραφα και τα χάρισε στην
Δημόσια βιβλιοθήκη.
Ωραία καταλήξαμε με τα τρία μπαλάκια, ας δούμε τη πορεία του τέταρτου και πώς
καταλήγει στα χέρια του Καραβάτζο.
Αφήσαμε το τέταρτο μπαλάκι στα χέρια του Φιλίπ Σαμπό, που δεν ενδιαφερόταν για
την τέχνη, μόνο για τη δόξα της Γαλλίας,
αλλά –σε μικρότερο βαθμό- και για τις λαχταριστές σεξουαλικές πρακτικές με τις
φτωχές σε εκτίμηση αλλά πλούσιες σε ελέη πόρνες. Παραγγέλνει να του φτιάξουν
μια μικρή κοσμηματοθήκη με επικάλυψη από σεντέφι και χρυσό, όπου τοποθετεί το
τέταρτο μπαλάκι, και το στέλνει ως δώρο στον Τζοβάνι Άντζελο των Μεδίκων,
άνθρωπο-κλειδί των Παπικών Πολιτειών εκείνη την εποχή στις διαπραγματεύσεις με
την Αυτού Αγιότητα.
Ο Τζοβάνι Άντζελο εκτίμησε το δώρο που του έκανε ο φίλος και ομόλογός του Φιλίπ
Σαμπό, κι όταν δεχόταν κάποιον με τον οποίο είχε να συζητήσει περίπλοκες
υποθέσεις, το πετούσε από το ένα χέρι στο άλλο το μπαλάκι, ώστε να δώσει να
καταλάβει, ο συνομιλητής του, ότι έπρεπε να τελειώνει σύντομα. Στα εξήντα του,
το 1559, εκλέγεται Πάπας με το όνομα Πίος Δ’.
Προσφέρει το μπαλάκι στον καρδινάλιο Μοντάλντο, το πιο μεγάλο κάθαρμα απ’όλους
τους ιεροεξεταστές.
ΠΙΟΣ Δ’
(μασώντας ακόμα, ένα κομμάτι σαλάμι)
-Σου έχω ένα δώρο Μοντάλντο. Είναι ένα ταπεινό δώρο.
(το βγάζει από το κουτάκι)
-Ένα μπαλάκι τένις
-Eίναι κάπως παραμορφωμένο. Είναι γιατί το έχουν φτιάξει με τα μαλλιά της Αν
Μπολέιν. Να το χρησιμοποιήσεις προς όφελός σου.
Ο Μοντάλντο, παίρνει το μπαλάκι και ύστερα από δεκαεννιά χρόνια εξοστρακισμού,
τώρα πια Πάπας Σίξτος Ε’, το χαρίζει στην αδελφή του, Καμίλα Περέτι, μια
γυναίκα μορφωμένη και διακριτική. Η Καμίλα αφήνει το μπαλάκι στα διαμερίσματα
του υπεύθυνου της λότζια, με το όνομα Παντόλφο Πούτσι, ο οποίος ήταν ο πρώτος
που έδωσε δουλειά στη Ρώμη στον Μικελάντζελο Μερίζι από το Καραβάτζο.
Ο Μερίζι σταματάει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Καμίλα Περέτι, και τον
Monsignor Insalata της. Πριν φύγει παίρνει, ως αποζημίωση, το μπαλάκι της
Μπολέιν. Εκτός από τη ζωγραφική, η pallacorda, ήταν το μεγάλο πάθος της ζωής
του και μία από τις πηγές εισοδήματος που είχε.
Τώρα πια θα αντιμετωπίσει τον Κεβέδο. Ποιος θα νικήσει στο τάι μπρέικ έχει
ενδιαφέρον γι’αυτούς που παρακολουθούν τένις,
όχι γι’αυτούς που διαβάζουν βιβλία.
Διορθωμένο βραδάκι Πέμπτης