Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2018

Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ



ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ "ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ" ΤΟΥ ALVARO ENRIGUE

 2ον

4  Οκτωβρίου του 1599 δεν έχουμε στοιχεία ότι ο Κεβέδο βρισκόταν στη Ρώμη, αλλά δεν γνωρίζουμε να βρισκόταν και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Σύμφωνα με την  πιο διαδεδομένη θεωρία  ο Κεβέδο δεν βρίσκεται στην επίσημη τελετή απονομής πτυχίων στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αλκαλά δε Ενάρες, που έπρεπε να βρισκόταν. Έχει τραπεί σε φυγή, λόγω μιας δολοφονίας που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, και την οποία είχε διαπράξει με τον φίλο του και προστάτη Πέδρο Τέγεθ Χιρόν, δούκα της Οσούνα και μαρκήσιου του Πανιαφέλ.
Ο Πέδρο Χιρόν βαρυμένος με τρεις δικαστικές διώξεις το φθινόπωρο του 1599, συναντάει στη Σεβίλη τον Κεβέδο, και από κει πολύ πιθανό να πήγαν στη νότια Ιταλία. Υπό την προστασία του αντιβασιλέα της Νάπολης, μάλλον ταξιδεύουν σε όλη την Ιταλία.

Ο Καραβάτζο, την εποχή εκείνη, γνωρίζουμε ότι δουλεύει στο εργαστήριο του Αντιβεντούτο Γκραμάτικα, ζωγραφίζοντας γιγάντιες κεφαλές με τη σέσουλα. Από τον Τζούλιο Μαντσίνι μαθαίνουμε ότι ο Καραβάτζο έφτασε στη Ρώμη το 1592, στα είκοσι τρία του. Τον Μάρτιο του 1595, ο Καρδινάλιος Φρανθίσκο δελ Μόντε αγοράζει δύο πίνακες του νεαρού καλλιτέχνη, τους «Χαρτοκλέφτες» και τη «Χειρομάντισα» , τα τοποθετεί στο ξακουστό σαλόνι στο Παλάτσο Μαντάμα, και βάζει τον Καραβάτζο να ζήσει μαζί με τους υπηρέτες του Παλάτσο, προκειμένου  να του ζωγραφίζει πίνακες κατά παραγγελία.Αυτή είναι η στιγμή που ο Καραβάτζο μετακινήθηκε στην πλευρά του γηπέδου που είχε το σερβίς.

Είπαμε ότι ο αγώνας είναι μια θυσία, μια μονομαχία με ρακέτες. Αλλά για ποιο λόγο προκαλείται αυτή η μονομαχία; 

Το προηγούμενο βράδυ του αγώνα, 3 Οκτώβρη 1599, οι δυο παρέες, του Κεβέδο και του Καραβάτζο, ενώθηκαν στην ταβέρνα της Αρκούδας. Μετά από τρία βαρετά ποτηράκια γκράπα ο ποιητής και ο καλλιτέχνης γίνονται φίλοι. Η οικειότητα τους είναι τέτοια ώστε ο Λομβαρδός διηγείται ιστορίες στο αυτί του Ισπανού. Η γκράπα ρέει διαρκώς άφθονη. Κάποια στιγμή βγαίνουν κι οι δύο έξω για να κατουρήσουν, στο σεβάσμιο λιθόστρωτο της Βία δελ Όρσο. Ο capo του προτείνει να πάνε στο ποτάμι· το ποτάμι τα θεραπεύει όλα. Ο ποιητής στηριγμένος στον ώμο του καινούργιου φίλου του, φτάνει στο ποτάμι, κάνει εμετό και τον παίρνει ο ύπνος. Τον ξυπνάει ο capo, αφού του δίνει δύο χαστουκάκια, υπέρ του δέοντος ευγενικά, και του τραβάει τα αυτιά.Ο Ισπανός αποκτά την αυτοπεποίθησή του, και στέκεται ξανά στα πόδια του. Αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει, ζαλισμένος καθώς είναι, στην ταβέρνα της Αρκούδας. Και οι δυο φτάνουν, περπατώντας στα τέσσερα, μέχρι την κουπαστή. Εκεί ο Ισπανός ζητάει μια γουλιά κρασί· η λήθη ήταν το λίπασμα του θράσους του. Πίνει και κολλάει το στόμα του στο στόμα του Λομβαρδού. Προσπαθεί να βρει σε εκείνη τη γλώσσα κάτι που του είχε λείψει από πάντα. Επιστρέφει  σε ένα τόπο που εδώ και καιρό τον θεωρούσε χαμένο. Ο Λομβαρδός βάζει το σώμα του ποιητή από κάτω και πέφτει πάνω του. Ο Ισπανός νοιώθει διαρκώς  την αυξανόμενη καύλα του Λομβαρδού · αγγίζει το πέος του. Χώνει το άλλο του χέρι κάτω από το ζωνάρι του Λομβαρδού. Το κατεβάζει λίγο ακόμα για να εξερευνήσει και τα αρχίδια του, αυτή την τόσο γενναιόδωρη πηγή θέρμανσης. Εκείνη τη στιγμή φτάνει ο δούκας που ουρλιάζει:
«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;»
-Το μόνο πράγμα που πήγα να το ληστέψω ήταν η παρθενιά του, κύριε, είναι από αυτούς που γουστάρουν να τον παίρνουν από πίσω και μένα δεν μου στοιχίζει τίποτα να τους κάνω το κέφι, απαντάει ο Λομβαρδός. Ο ποιητής του ορμάει με το σπαθί προτεταμένο για να υπερασπιστεί την τιμή του. Το ίδιο κάνει κι ο capo για να αμυνθεί. Βγάζει κι αυτός το σπαθί και το εγχειρίδιο του.
«Άστο καλύτερα» λέει ο δούκας στον Ισπανό, καταλαβαίνοντας πως οι φιοριτούρες του καλοζωισμένου φίλου του δεν ήταν αρκετές για να νικήσει κάποιον που είναι στρατιώτης, όχι ξιφομάχος του γλυκού νερού.
«Και η τιμή μου;» ρωτάει ο Ισπανός.
«Μάλιστα, τώρα έχουν τιμή και οι κωλομπαράδες», του απαντάει ο Λομβαρδός. Ο Κεβέδο επιτίθεται, αλλά το ξίφος του αντιπάλου του τον συντάραξε σύγκορμο.
 Συμφιλιώνονται, αλλά όταν βρίσκουν ευκαιρία ορμούν και δύο, ο δούκας και ο ποιητής,  επάνω του. Ο Καραβάτζο τους αποφεύγει, για μια ακόμη φορά, και τους προτείνει να σταματήσουν. Ο ποιητής κάνει μια τελευταία προσπάθεια να περισώσει την τιμή του με το σπαθί. Ο Ιταλός τον ρίχνει στο έδαφος και βάζει τη μύτη του σπαθιού του στο λαιμό του. Φτάνει ο καθηγητής, ο Γαλιλέι, παίρνει αγκαλιά τον Λομβαρδό για να τον απομακρύνει, ζητώντας συγνώμη.
«Τον προκαλώ σε μονομαχία» ουρλιάζει ο ποιητής.
«Ποιο θα είναι το όπλο;» ρωτάει ο δούκας.
«Ρακέτες» λέει ο καθηγητής
«Το όπλο θα είναι οι ρακέτες · θα μονομαχήσετε στα τρία σετ, με στοιχήματα. Αυτός που θα πάρει τα δύο σετ, κερδίζει» συμπληρώνει ο καθηγητής.



Alvaro Enrigue
"Ξαφνικός θάνατος"
Μετάφραση
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις "αλεξάνδρεια"


Δεν υπάρχουν σχόλια: