Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2018

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ


"Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ"

ΧΟΥΑΝ ΧΑΘΙΝΤΟ ΜΟΥΝΙΟΘ ΡΕΝΧΕΛ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "opera"


Δημοσιεύτηκε σήμερα στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Φρέαρ"
http://frear.gr/?p=22736

Εδώ διορθωμένο από μικρά ορθογραφικά λαθάκια


Γράφοντας αυτό το κείμενο απευθύνομαι, προφανώς, σ’αυτούς που τους αρέσει να διαβάζουν ιστορίες. Αλλά ποιες ιστορίες; Είναι τόσες πολλές οι έντυπες ιστορίες και ειδολογική τους κατάταξη αρκετά εκτενής, ώστε ο αναγνώστης από το πλήθος των ιστοριών που του προσφέρονται να δυσκολεύεται να αποφασίσει ποιο από αυτά τα είδη είναι αυτό που θα ικανοποιήσει τη νοητική του περιέργεια, με αποτέλεσμα η παλινδρόμηση ανάμεσα τις διαφορετικές εκδοχές της μυθοπλαστικής ιστορίας, με τους υφολογικούς, αφηγηματικούς, γλωσσικούς όρους που κατασκευάζεται, να αφυδατώνει τη δυναμική του κειμένου, και να θέτει σε δοκιμασία τις αναγνωστικές αντοχές του αποδέκτη, λόγω των αφηγηματικών διακλαδώσεων, όσο κι αν εμπειρική αναγνωστική επάρκεια είναι ικανή να απορροφήσει τους κραδασμούς της διαφορετικότητας των αφηγηματικών διαχύσεων.
Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ιστορίες που μπορούν να τοποθετηθούν στο είδος του φανταστικού ή όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας «τάση προς τη φαντασία»*, που η λογοτεχνική τους καταγραφή έχει δώσει σπουδαία λογοτεχνικά έργα, γεγονός που εκμεταλλεύεται με αριστεροτεχνικό τρόπο ο Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρένχελ.
Η εξειδίκευση του αναγνώστη σ’αυτό το είδος δεν είναι αναγκαία συνθήκη για την ευνοϊκή πρόσληψη των διηγημάτων ούτε αποτελεί καταστατικό όρο για την ευμενή πρόσληψη του κειμένου. Από την άλλη πλευρά ο πολυμερής αναγνώστης, ίσως δυσκολευτεί, κατ’αρχήν, στην βύθιση του αφηγηματικού κόσμου του Ρένχελ, νοιώθοντας λίγο άβολα στο ανοίκειο κειμενικό περιβάλλον των διηγημάτων, αλλά η μετάβαση από την μαρκαρισμένη αναγνωστική εμπειρία στην αισθαντικότητα της αυτόχθονης λογοτεχνικής βλάστησης της φαντασίας, είναι η τακτοποίηση μιας εκκρεμότητας που αναλαμβάνει να λύσει με εξαιρετικό τρόπο ο συγγραφέας.
Αφού ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει ότι «στη βάση κάθε διηγήματος να κρύβεται μια ιδέα, μια μεταφυσική ιδέα, μια απίθανη ιδέα. Οι ιστορίες μου είναι, σχεδόν πάντα, μια απόπειρα επίλυσης αυτής της απίστευτης ιδέας. Η μια προσπάθεια να εμβαθύνω στις ρωγμές της πραγματικότητας», εμείς δεν έχουμε λόγο να το αμφισβητήσουμε, σκοπός μας είναι να υποστηρίξουμε με περισσότερες λεπτομέρειες πώς αυτές οι ιστορίες αποδίδουν την πρόθεση του συγγραφέα, αν καταφέρνουν να υλοποιήσουν κειμενικά αυτό που υπάρχει ως ιδέα στο μυαλό του Ρένχελ. Αν θέλετε την άποψή μου, το κέντρο της ανάγνωσής μου δεν ήταν η απίθανη ιδέα, αλλά ο απίθανος τρόπος που μπορεί να στηριχθεί λογοτεχνικά αυτή η ιδέα.
Ο τρόπος να αποδοθούν οι προθέσεις μας είναι το ίδιο το κείμενο. Αυτό είναι ο καθρέφτης της αφηγηματικής προσπάθειας, η λεκτική απεικόνιση των εξωγενών ιδεών, που παίρνουν την γλωσσική τους έκφανση εντός κειμενικού περιβάλλοντος.
Ας δούμε πώς ο συγγραφέας αποτυπώνει την ιδέες του, επιλέγοντας κάποιες κειμενικές αναφορές από το βιβλίο, που, στο μέτρο του δυνατού, μπορούν να στηρίξουν την άποψή μου, ότι τα διηγήματα αυτά μεταφέρουν μ¨ένα ευφυή λογοτεχνικό τρόπο την «φιλοσοφική έμπνευση», όπως την αναφέρει ο Μένχελ, σε μυθοπλαστική αλήθεια, επιλέγοντας το λογοτεχνικό είδος που ορίζεται ως φανταστική λογοτεχνία.
Στο διήγημα «Οι θαμώνες του La Brioche” ο αφηγητής, θαμώνας του καφέ «La brioche”, αφοσιώνεται σιγά σιγά στη σχολαστική επινόηση μιας ζωής-με παρελθόν, οικογένεια, φίλους, επάγγελμα, όνειρα, για κάθε έναν από τους θαμώνες του, μέχρι τη στιγμή κι ο ίδιος γίνεται ένα επινοημένο πρόσωπο που ξεπηδά από τις σελίδες ενός βιβλίου της Μάριον Ο’Κόνορ, που με τη σειρά της είναι ένα πρόσωπο της ιστορίας που μας διηγείται ο συγγραφέας. Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλαστικής αλήθειας διαλύονται και η μυστική διαπραγμάτευση μεταξύ γραφής και πραγματικότητας ορίζεται από την εκφραστική δυνατότητα της γλωσσικής κατασκευής.
Στη «Η μυστική εταιρεία του ονείρου» οι συγκεντρωμένοι εδώ άντρες, αυτό το εξέχον σύνολο κυρίων, διακεκριμένων ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς αριστοκρατικούς κύκλους του Λονδίνου, ασχολούνται με την ολοκλήρωση μιας επιχείρησης που όλοι οι άνθρωποι κάποτε ονειρεύτηκαν. Έχουν πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες κάθε θνητού, κάθε ανθρώπινου όντος προορισμένου να ζήσει μία και μόνο ζωή. Ο καθένας από αυτούς ζουν δεκάδες ζωές.
Θα γίνω πιο σαφής. Ο κάθε ένας από τους άντρες δεν είναι μόνον ο εαυτός του, μα και όλοι οι υπόλοιποι μαζί. Ο κάθε ένας ζει τη ζωή του για τον εαυτό του και για όλους τους άλλους. Κάθε μέρα βγαίνουν έξω, πηγαίνουν στις δουλειές τους στην πόλη, φροντίζουν τις οικογένειες και τις υποχρεώσεις τους και τις νύχτες διαπράττουν τα ολισθήματα τους . Ο κάθε ένας από τα μέλη της εταιρείας ονειρεύεται ότι είναι οι άλλοι, οπότε, κατά κάποιον τρόπο, ο καθένας είναι οι άλλοι. Έχουν συνάψει έναν δεσμό ονείρου, που τους ενώνει όπως το σμήνος μιας κυψέλης.
Ο Σόουμς γίνεται μέλος της μυστικής εταιρείας του ονείρου, χάνει την αθωότητά του, από τη στιγμή που του μεταβιβάζονται οι εικόνες και οι μνήμες ενός δολοφόνου. Από τη στιγμή που γίνεται κατά κάποιον τρόπο εκείνος, που πίστεψε πως ήταν εκείνος ή πως θα μπορούσε να ήταν εκείνος, πέφτει στο κενό, όπως ακριβώς άλλα είκοσι μέλη της μυστικής εταιρείας του ονείρου, και αυτοκτονεί.
Στο διήγημα «Η Μαρκησία ντε Σιέτε Ιγλέσιας» η ηρωίδα του ομώνυμου διηγήματος διατυμπανίζει τη σταθερή της επιθυμία να ζήσει για πάντα, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει αιωνίως τις απολαύσεις του φαγητού και της συνουσίας. Μέχρι ότου σε βαθιά γεράματα η σωματική της κατάπτωση δεν της επιτρέπει πια να καταπιεί ούτε μπουκιά, έχει ξεχάσει τι είναι η σεξουαλική πράξη, κι όσα πρώτα πριν της χάριζαν απόλαυση, τώρα της προκαλούν μόνο αδιαφορία ή πόνο. «Θέλω να πεθάνω, αλλά δεν ξέρω πώς» ήταν η κουβέντα που αναμασούσαν τα δύστυχα χείλη της. Όλα αυτά αναφέρονται σε ένα σύντομο τόμο με τον τίτλο «Βίος και πολιτεία της Χήρας ντε Αλόνσο ντε Λέρμα, Μαρκησίας ντε Σικτεϊγλέσιας» με συγγραφέα κάποιον Ιωάννη Διάκονος, που εκδόθηκε στη Μαδρίτη το 1621, το οποίο βρίσκει ο αφηγητής στην αίθουσα ανάγνωσης «Σπάνια βιβλία και Μουσική» στην Μπρίτις Λάιμπρερι, στο Σέιντ Πάνκρας. Λίγο αργότερα εντοπίζει το αντίγραφο ενός φυλλαδίου του 1772, που σε μια χαμένη παράγραφο διαβάζει τη πληροφορία ότι στο σπίτι του Αρμάντο, κατασκευαστή σκευών στο επάγγελμα, βρίσκεται η γραία ντε Σοτοϊγλέσιας. Το λείψανο έχει απολλοτριωθεί και βρίσκεται στο παρεκκλήσιο του πατρός Βενθεσλάο, στην Εκκλησία του Τοχερίν. Ο αφηγητής επισκέπτεται το παρεκκλήσιο, και σε ένα δοχείο φυλάσσεται ένα μάτι χωρίς ίριδα- η Μαρκησία ντε Σιέτε Ιγλέσιας, να περιμένει αυτόν που θα έδινε μια και καλή ένα τέλος στο μαρτύριό της.
Στο επόμενο διήγημα της συλλογής «Τα δύο μαχαίρια», το πιο επιδέξιο της συλλογής, δύο σουγιάδες από λάμα, λαβές από μαυρισμένα κέρατα ταύρου με επάργυρη εγκοπή και συνολικό μήκος είκοσι οκτώ εκατοστά, φτιαγμένα στις 26 Νοεμβρίου 1935, μετά από μια διαδρομή που ξεκινάει από το Σοτοβέρδε, περνώντας από τη Μαδρίτη, το βόρειο Λονδίνο, τα Κανάρια νησιά, το Μαρόκο, το Τετουάν, το Εστορίλ, το Μπάιροϊτ, για να καταλήξουν στην Βιγιακεχόσα, εκεί που ο ταυρομάχος βυθίζει μέχρι τη λαβή, ένα καθαρό, αστραφτερό, κοφτερό σπαθί στην ωμοπλάτη του ταύρου, ο ταύρος μετά θάνατον, εκδικείται με τους σουγιάδες που φτιάχτηκαν από τα κέρατά του τους δύο κατόχους τους.
«Στο σπίτι των Στρόουμπρουκ» το παιγνίδι της αληθοφάνειας μας αφήνει το ερώτημα ποια ιστορία είναι αληθινή και ποια ψεύτικη. Πιστεύω ότι κάθε μυθιστορηματική ιστορία είναι ψεύτικη, γι’αυτό αν προσπαθούσα να απαντήσω στο ερώτημα, ποιος λέει την αλήθεια, ο αφηγητής ή η Ελίζαμπεθ, πρώην φίλη του αφηγητή, τα δύο πρόσωπα που επέζησαν από τη συντάντηση στο σπίτι των Στόουμπρουκ, θα πω κανένας. Η αλήθεια στην τέχνη είναι ένα τέχνασμα που προσπαθεί να κρύψει ένα ψέμα κι αντιστρόφως.
Στο «Το βιβλίο του πεπρωμένου» η φιλοσοφική ιδέα, έτσι την αναφέρει στο σημείωμα του στην ΕΡΤ ο Ρένχελ, ότι «σε καμία απολύτως περίπτωση δεν είναι δυνατόν ν’αλλάξουν τα γεγονότα που είναι γραμμένα στο Βιβλίου του Πεπρωμένου, ένα βιβλίο που έγινε αυστηρά για ν’αντικατοπτρίσει όσα έχουν ήδη συμβεί κι όσα πρόκειται να συμβούν, και κάθε προσπάθεια αλλαγής των γεγονότων καταλήγει μόνο στην επιβεβαιώσή τους» *επιβεβαιώνεται όταν ο Τζον Κϊνγκσλι , μέλος της ομάδας που έγραψε το βιβλίο, είναι ο μόνος από τα μέλη της ομάδας, που, από καθαρή σύμπτωση, καταγράφει τα μελλοντικά οράματα στης ίδιας του της ζωής, με αποτέλεσμα να τρελαθεί.
Πασχίζοντας πεισματικά να παρακάμψει τις χειρότερες εκφάνσεις του μέλλοντός του, σταματά να περπατά στην εξωτερική μεριά των πεζοδρομίων τις βροχερές μέρες, γιατί ξέρει πως ένα ασημί αυτοκίνητο θα τον χτυπήσει χάνοντας τον έλεγχο σε μια λακκούβα με νερό και θα του σπάσει την κλείδα- σταματά να συχνάζει σε οποιοδήποτε μέρος επιτρεπόταν το κάπνισμα γιατί έχει διαβάσει στο βιβλίο ότι, χωρίς ο ίδιος να είναι καπνιστής, ένας μικρός όγκος θα εντοπιζόταν στον δεξιό του πνεύμονα μέσα σε δύο χρόνια- αποκτά όλο και περισσότερες εμμονές, σταματά μάλιστα να βλέπει τους συγγενείς και τους φίλους του, καθώς και τους συναδέλφους του από το Πανεπιστήμιο του Ουέστμινστερ, εξαιτίας των υποτιθέμενων βρόμικων παιχνιδιών που θα του έστηναν τα μέλη της σύνταξης του βιβλίου. Κλείνεται οριστικά στην Ψυχιατρική Κλινική του Τσέλσαμ, νότια του Λονδίνου, για την απόπειρα δολοφονίας ενός από τους αναγνώστες της ελληνικής μετάφρασης αυτής που ευτυχώς δεν ήμουν εγώ ή εσείς, απ΄ ό,τι γνωρίζω, που έχετε διαβάσει το βιβλίο.
Ο αφηγητής στο διήγημα «Μάτι στο χέρι» συναντά ένα εύσωμο άνδρα με κόκκινα μαλλιά, τον Χάακον, με οδοντοστοιχία από ατόφιο χρυσάφι, κι ένα τατουάζ κάποιου ονόματος ανάμεσα στα φρύδια, που ισχυρίζεται ότι μπορεί να ονειρεύεται αντικείμενα, πλάσματα και καταστάσεις, και μετά να τα κάνει να υπάρχουν πραγματικά. Μπορεί να μεταδώσει την ικανότητά αυτή στους άλλους, αν γίνονταν φίλοι του. Ο αφηγητής αποκτά την εμπιστοσύνη του, κι έτσι ο Χάακον, του δίνει τις οδηγίες του: “ Θα πρέπει να ξαπλώνεις ανάσκελα με το παράθυρο ανοιχτό για να δροσίζει ο κρύος αέρας τη φλόγα των ονείρων σου να κοιτάζεις το άσπρο ταβάνι για να προβάλλεις πάνω του τις επιθυμίες σου να είσαι πολύ συγκεντρωμενος σε ό,τι επιθυμείς και να το βλέπεις ξεκάθαρο μπροστά σου να μπορέσεις να μπεις σε μια κατάσταση νάρκης που να μην είναι ούτε πραγματικός ύπνος ούτε και αγρυπνία. Αυτό είν’ όλο». Ο αφηγητής πείθεται, την άλλη μέρα ξυπνάει μ’ένα μάτι στο χέρι. Είναι πλέον μέλος της φυλής των σημαδεμένων ανθρώπων. Αρχίζει να ονειρεύεται, και μετά από πολλή εξάσκηση, καταφέρνει επιτέλους να ολοκληρώσει ένα-δυο μήλα. Σιγά σιγά γίνεται επιδέξιος στην τέχνη της δημιουργίας μέσω ονείρου, και τολμά στόχους πιο φιλόδοξους. Καταφέρνει να γεμίσει την ντουλάπα του μ’ ένα χρυσό μήλο, ένα τσουβάλι νομίσματα με ανύπαρκτη σφραγίδα κοπής, ένα παγκόσμιο αντικλείδι, πολύτιμους λίθους χωρίς όμοιο μεταξύ των γήινων πετρωμάτων, δύο ρολόγια με περίπλοκο μηχανισμό και άχρηστο χρονόμετρο, ένα παλιό και αστείρευτο φλασκί ουίσκι, μαχαιροπίρουνα περίπου ομοιόμορφα, το σετ αγωνιστικά αυτοκινητάκια, κι ένα κοστούμι με τέλεια εφαρμογή που προσαρμόζεται σε κάθε σωματότυπο. Κάνει και λάθη: άδεια και κλειστά κουτάκια κονσέρβες, παπούτσια χωρίς σόλα, ένα τραπέζι χωρίς πόδια, ένα ψαλίδι που έκοβε κι απ’ τις δύο μεριές, μια πόρτα που δεν άνοιγε, ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα, έναν καθρέφτη που καθρέφτιζε επιλεκτικά, ένα κλειδί του οποίου δεν βρήκε ποτέ την κλειδαριά, μια γενειάδα χωρίς πρόσωπο κι ένα σκύλο χωρίς στόμα και πεπτικό σύστημα. Κάνει όμως το λάθος να ονειρευτεί και να φτιάξει την κοιλιά και τον αφαλό μιας γυναίκας. Από κει ξεκινάει η κατάρρευση. Αρχίζουν οι εφιάλτες, δεν ξέρει να εξαφανίζει πράγματα ούτε και να ονειρεύεται την ανυπαρξία τους, φτάνει στην τρέλα, σκέφτεται ότι όλα είναι ένα όνειρο, ακόμα και ο άνθρωπος που του μετέδωσε την ικανότητα να ονειρεύεται και να δημιουργεί, η πραγματικότητα θρυμματίζεται, ανοίγει σε χίλιες διακλαδώσεις, προσπαθεί να απαλλαγεί από το χάρισμα χωρίς να το καταφέρει, δεν ξέρει πως ακριβώς είναι, μπορεί να είναι δημιούργημα του ονείρου του άλλου του εαυτού. Το αντίγραφο του αντιγράφου.
Ποια είναι λοιπόν τα κρυμμένα ζώα στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου και πού βρίσκονται;
" ΚΟ ΟΡΟ ΟΚ".Ασπόνδυλο, πιθανώς της συνομοταξίας . Στερείται σώματος και οργάνων, με εξαίρεση το μοναδικό μάτι από το οποίο και αποτελείται. Εκμεταλλεύεται την εικόνα ξένων σωμάτων τα οποία ιδιοποιείται μέσω της αντανάκλασής τους στην κόρη του ματιού του. Ικανό να προκαλέσει παραισθήσεις στα θηράματά του. Είδος ανακαλυφθέν σε τέλμα της Αγκόλας». Πρόκειται στην κυριολεξία για ένα μάτι διαμέτρου τριάντα περίπου εκατοστών, χωρίς κανένα μυ να το στηρίζει, χωρίς καν βλέφαρα. Πλάσμα του οποίου η μύτη, τ’ αφτιά, τα χέρια, το στομάχι, όλα ήταν συγκεντρωμένα στην κόρη του ματιού.
Το «ΣΑΝΓΚ ΓΙΑΝΓΚ», πουλί προερχόμενο από την Κίνα. Διαθέτει ένα και μοναδικό πόδι που του επιτρέπει να πηδά εξαιρετικά μακριά.Τρία πηδήματα του Σανγκ Γιανγκ ισοδυναμούν με την περίμετρο της γης. Αυτό το μικρό πουλί έξι εκατοστών συνηθίζει να πίνει νερό των ποταμών και να το κατακρημνίζει στη γη προκαλώντας βροχή. «ΣΚΙΤΤ» Πουλί που αναπαράγεται στο βόρειο σέλας. Σύμφωνα με τους Νορβηγούς, το Σκιττ προϋπήρχε της στερεοποίησης του πλανήτη, με τη μορφή του πνευματικού αερίου. Υποστηρίζουν επίσης, ότι ο λόγος για τον οποίο ο Δημιουργός των Πλανητών του Ηλιακού Συστήματος διατηρεί αυτήν την περιοχή του σύμπαντος, είναι επειδή εκεί κατοικεί το Σκιττ. Πλάσμα αποτελούμενο από τρία σώματα, τρία στόματα κι έναν μόνο πρωκτό. Το «ΤΡΙΑΚΛΟ» είναι θηλαστικό του οποίου τα τρία ανθρωπόμορφα σώματα ενώνονται στις άκρες των μεσαίων δαχτύλων. Είναι παμφάγο, τρέφεται με φυτά από το ένα στόμα, αυγά και γαλακτοκομικά από το άλλο και ζώντα ζώα από το τρίτο. Δεδομένου ότι τα σώματα ενώνονται κυκλικά, το είδος κινείται διαγράφοντας κύκλους, η κοινωνική του οργάνωση είναι πενιχρή και δεν διαθέτει ευφυΐα ανάλογη της σωματικής του ανάπτυξης. «ΝΑΓΚΑ». Φίδι-δράκος με εφτά κεφάλια προερχόμενο από το Ινδοστάν. Κατοικεί σε παλάτια σκαμμένα κάτω από τη γη. Το Νάγκα είναι ένα ανώτερο ον το οποίο όταν αθροίσει έναν απροσδιόριστο αριθμό αμαρτιών, υποβιβάζεται σε ανθρώπινο σώμα. Μετά την υποβάθμιση, θα πρέπει να αποκαταστήσει τα σφάλματά του και να συμφιλιωθεί με τη φύση, προκειμένου ν’ απαλλαγεί από την εμφάνιση που του προκαλεί απέχθεια. Ενσάρκωσή του η Σαμ, η Σαμάνθα, το αφεντικό του αφηγητή. Το «ΨΑΡΙ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ» κατοικεί στα βάθη των καθρεφτών. Θα είναι το πρώτο που θα ξυπνήσει όταν θα λυθούν τα μάγια που κρατούν σε βαθύ λήθαργο τα πλάσματα του κόσμου των καθρεφτών.
Το «ΫHANX» που το ύψος του δεν ξεπερνά τα τρία εκατοστά. Έχει την αθώα όψη εκείνων των λαστιχένιων παιχνιδιών με τα οποία παίζουν τα παιδιά κάτω των δύο ετών. Από άποψη εμφάνισης, το πιο κοντινό στο Ϋhanx πλάσμα που μπορούμε να βρούμε στη γνωστή φύση —αν και πιθανόν να έχει μεγαλύτερη σχέση με τους μύκητες και τη φτέρη— είναι το μύδι. Η διαφορά ήταν ότι το Ϋhanx έχει μια σειρά από τέσσερα μάτια στρογγυλά σαν μαργαριταράκια, τέσσερα πλοκάμια —ή νημάτια— που συστέλλονταν, ένα μοναδικό πόδι παρόμοιο με των δίποδων, και ήταν μπλε. Μπορεί να μεταμορφωθεί σε ιδέα ή σε καπέλο.
Το Ϋhanx εκτοξεύει τα τέσσερα συστελλόμενα νημάτιά του, τα μπήγει ανώδυνα στο κεφάλι του αφηγητή και σπέρνει εκεί τα σπόρια του.
Τι να πιστέψουμε ή όχι είναι αποκλειστική υπόθεση του αναγνώστη. Αν θέλετε τη δική μου γνώμη μου αρέσουν τα αληθινά ψέματα.
Προσπερνώ το αδύναμο αφηγηματικά διήγημα της συλλογής « Η σοφίτα των Καρλάιλ» όπου ο υποτιθέμενος γιος τού Τόμας Καρλάιλ και της Τζέινι Ουέλς, της γυναίκας του, ο οποίος, κλεισμένος στη σοφίτα του σπιτιού, όταν σκέφτεται πως κάτι υπάρχει, η ένταση της σκέψης του κάνει το αντικείμενο, όσο αντιφατικό κι αν είναι, να εμφανιστεί στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς τον Ουάλας Μπένζαμιν Τάιλερ, τον άνθρωπο που τον συναντά στη σοφίτα, ο οποίος μετά την συνάντηση αυτή παύει να υπάρχει, από τη στιγμή που έτσι το αποφάσισε ο ένοικος της σοφίτας του αριθμού 5 της Τσέινι Ρόου, για να φτάσω στο φεγγαρόφωτο, τελευταίο διήγημα της συλλογής «Το μαργαριτάρι, το μάτι, οι σφαίρες», όπου ο Στιβ Ο’ Ντόνιοχιου, αυτοκτονεί γιατί δεν μπορεί να αντέξει άλλο το αβάσταχτο βάρος ενός σύμπαντος, επειδή κουβαλάει στο μάτι του ένα ολόκληρο σύμπαν, με τους γαλαξίες του και τα πλανητικά του στοιχεία. Δεν προχωρώ σε περισσότερες λεπτομέρειες γι’αυτό το ευρηματικό διήγημα, γιατί ένα «κοσμικό αστείο» αξίζει να γίνει γνωστό σε απ’ευθείας συνάντηση με τον αφηγητή του, για να μη χάσει τίποτα από την γοητεία της αποκάλυψής του.
Συμπερασματικά, η ευδοκία της συγγραφής μπορεί να στηρίζεται σε ονόματα σαν του Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρένχελ, και η επικράτεια της αναγνωστικής μας εμπειρίας , ευτυχώς, θα διευρύνεται.

* http://www.ert.gr/…/mystiki-eteria-tou-onirou-grafi-o-juan…/

Δεν υπάρχουν σχόλια: