Σιγά σιγά λιγοστεύουν οι ναυαγοί.
Πολλοί βρήκαν στεριά και σώθηκαν. Μερικοί απ’αυτούς, τους
διασωθέντες, κάπου κάπου επιστρέφουν, κοιτούν με νοσταλγία τα ίχνη τους,
αρκετοί τ’ανανεώνουν, κάποιοι απ’αυτούς μας απλώνουν το χέρι, διασώστες του αφανισμού
μας. Εμείς εραστές της μοναξιάς, βραδείας καύσεως «δραπέτες της ύλης», συνεχίζουμε εδώ, μακριά από λόγια, εικόνες και μουσικές, στο χάος των οριζόντων μας, μέχρις ότου ο χρόνος σβήσει την ύπαρξή μας.
Η φωτογραφία είναι δική μου
2 σχόλια:
Ὅταν ἔρχεται ὁ Ξένος
Τὴν ὥρα ποὺ μέναμε κλεισμένοι στὴ μεγάλη κάμαρα μὲ τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες
ἦρθε Ἐκεῖνος, ἀκάλεστος, ξένος – τί ζητοῦσε;
Ἐμεῖς δέ θέλαμε νὰ δοῦμε, ν’ ἀκούσουμε, νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε.
Τὸ σκονισμένο του ροῦχο ἐλεητικό – δέ ζητούσαμε ἐμεῖς εὐσπλαχνία –,
τὰ λυωμένα παπούτσια του ἀπαιτοῦσαν συμπάθεια – δέν εἴχαμε ἐμεῖς νὰ δώσουμε τίποτα –,
ξένος, ἀκάλεστος, ἀμέτοχος στὴ λύπη μας,
ἦρθε νὰ λυπηθῇ ἐμᾶς. Πίσω ἀπ’ τὰ σκονισμένα γένια του
τρεμόφεγγαν τ’ ἀστέρια τοῦ χαμόγελου
μὲ αὐτή τὴν αὐταρέσκεια τῆς ἐπιείκειας, μὲ τὴ συγκατάνευση
τῆς ἀρχαίας δοκιμασίας του, σὰ νάλεγε: Κι αὐτό θὰ περάσῃ,
ὅπως οἱ κεντημένες μπάντες στοὺς τοίχους τῶν παλιῶν σπιτιῶν
σμίγοντας μιὰ νοικοκυρίστικη σοφία μὲ πολλά παράταιρα μεταξωτά λουλούδια
– τριαντάφυλλα, γαρύφαλα, πανσέδες (ὄχι μενεξέδες),
κ’ οἱ κορδέλες ὁλόγυρα οἱ κεντημένες κίτρινες…
Τί ἤθελε;
Κι ἄν ἔχουμε, δέ θέλουμε νὰ δώσουμε τίποτα. Ἄς μᾶς ἀφήσουν ἐπιτέλους
στὸ σεπτό σεβάσμιο πένθος μας, στὸ θάνατό μας,
στὴν περηφάνειά μας νὰ μή δειλιάζουμε μπροστά στὶς σκιές τῶν πραγμάτων νὰ μᾶς ἀφήσουν
νὰ ἐξαντλήσουμε τὴ στάση τῆς γονυκλισίας μας, ἀκούγοντας παρήγορο
τὸν ξυλοφάγο στὶς γωνιές τῆς σιωπῆς…
Νὰ φύγῃ, εἴπαμε.
Ξένος, ἀκάλεστος, ὕπουλος,
ὑποκρινόταν τὸ φτωχό γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸν πλοῦτο μας,
νὰ μή μᾶς ταπεινώσῃ, νὰ μᾶς δωροδοκήσῃ μὲ τὴν ὀρφάνεια του,
μὲ τὴν ἀχάμνια του (ἔδειχνε κιόλας τὰ γυμνά πλευρά του, τὸ φαρδύ του στέρνο),
γιὰ ν’ ἀποσπάσῃ ἀπὰ μᾶς ἕνα χαμόγελο πάλι, μιὰ νέα μαρτυρία ζωῆς∙
κουδούνιζε πάνω μας τὸ βλέμμα του σάν παιδική κουδουνίστρα,
νὰ συγκεντρώσῃ τὴν προσοχή μας σ’ ἕνα ἀλλοῦ∙ ἀναποδογύριζε
τὶς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ καὶ τοῦ σουρτούκου του
νὰ δείξῃ τὸ ἄδειο του, νὰ μᾶς πείσῃ∙
κι ἀπ’ τὶς τσέπες του πέφταν λίγα χνούδια μονάχα, λίγα τρίμματα καπνοῦ
μαλακά σὰ νὰ χιόνιζε σ’ ἕνα μικρό γκρίζο τοπίο, μισό μέτρο,
κ’ οἱ ἀντεστραμμένες ἄδειες τσέπες του ἦταν
σάν τ’ αὐτιά ἥμερων ζώων ποὺ ἀφουγκράζονται πέρα ἀπ’ τὴ σιωπή,
ἢ σὰ μικρές ξύλινες σκάλες σ’ ἕναν περιστεριῶνα
ὅπου μυρίζει ἀσβέστης, κουτσουλιά καὶ ζεστά πούπουλα.
Ἦταν μιὰ ἀρχή ἀπὸ μικρή τρυφερότητα ποὺ δέν ξαφνιάζει, δέ μετατοπίζει∙
ἦταν μιὰ μετρημένη λήθη, νὰ ξεθαρρευτοῦμε,
νὰ ἐπεκτείνουμε τὴ μνήμη πρὸς τὰ πέρα ἢ πρὸς τὰ πάνω…
Ἀπὸ ποῦ ἔρχονταν αὐτός ὁ Ξένος; Τί ζητοῦσε; Ὁ δρόμος του
ἐρχόταν ἀπ’ τὸ χτές ἢ ἀπ’ τὸ αὔριο;
(Γιάννης Ρίτσος -απόσπασμα)
Σε ανταπόδοση
https://www.youtube.com/watch?v=52bAfKdQeuk
Δημοσίευση σχολίου