Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2016

Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΜΠΑΛΑ


Επιστρέφοντας  σπίτι, αργά το απόγευμα, απ' τη δουλειά, διασχίζω πάντα ένα παρκάκι, πλακοστρωμένο, με δυο τρία παγκάκια και μια συστοιχία δέντρων, περιμετρικά της μικρής πλατείας. Ο χώρος είναι ιδανικό μέρος για ποδοσφαιρικούς αγώνες των παιδιών της γειτονιάς. Μαζεύονται τ' απογεύματα, κάποιες φορές και μεσημέρια, διοργανώνοντας ποδοσφαιρικούς αγώνες που το πάθος τους ξεπερνά, κατά πολύ, τα επαγγελματικά ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα με τους ακριβοπληρωμένους ποδοσφαιριστές. 
Σήμερα, όμως, παρατήρησα κάτι ασυνήθιστο, που μ' έκανε να σταθώ να παρακολουθήσω την ποδοσφαιρική μονομαχία τους. Η μπάλα με την οποία έπαιζαν, ήταν γυάλινη. Πιο συγκεκριμένα ήταν μια λάμπα, προφανώς βγαλμένη απ' το φωτιστικό κάποιου σπιτιού. Η περίμετρος της ήταν, περίπου, ίδια με την περίμετρο μιας κανονικής μπάλας, με τροχισμένο το πάσο, για να αποκτήσει σφαιρικότητα και να μην εμποδίζεται η ομαλή κυκλοφορία της. Ο αγώνας γινόταν με όλους τους κανόνες, δίχως διαιτητή βέβαια. Ποιος θα καθόταν να κάνει τον διαιτητή; Οι αμφισβητούμενες φάσεις λύνονταν με αμοιβαίες υποχωρήσεις απ' τους συμμετέχοντες ποδοσφαιριστές, Με διαφωνίες, αντεγκλήσεις, φωνές, αλλά πάντα με γνώμονα τη συνέχιση της αναμέτρησης.

Κλωτσούσαν, λοιπόν, τη γυάλινη λάμπα με μανία και πάθος. Αντέγραφαν κινήσεις, θέσεις, θεατρικότητα από τα ποδοσφαιρικά τους ινδάλματα, με την μπάλα να μεταφέρεται από περιοχή σε περιοχή, με μικρά πηδηματάκια λόγω φθοράς του πλακόστρωτου. Καμπύλωνε, αναλόγως του τρόπου που την κλωτσούσαν, αναπηδούσε, υψωνόταν στον αέρα, έτοιμη να δεχθεί την κεφαλιά του τολμηρού παίκτη. Το πιο παράξενο όμως ήταν ότι η μπάλα, καθώς έπεφτε το σούρουπο, και το φως της μέρας έχανε τη λάμψη του, γινόταν φωτεινή, σαν κάποιος να άναβε ένα διακόπτη, που έδινε σιγά σιγά φως στην μπάλα, η οποία υπακούοντας σε κάποιον αόρατο αισθητήρα, όταν πια το σκοτάδι απλώθηκε παντού, άρχισε να φωτίζει σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας. Απόκτησε, δηλαδή, την πραγματική της ιδιότητα.
        Έμεινα να παρακολουθώ μαγεμένος. Ας καθυστερούσα λίγο να γυρίσω σπίτι. Να μπορούσα κι εγώ να βρεθώ στο παιγνίδι! Να δώσω μια καρφωτή κεφαλιά, να τινάξω τα αόρατα δίχτυα στον αέρα. Να πάρω την γυάλινη μπάλα απ' το τέρμα του νικημένου, ταπεινωμένου τερματοφύλακα, να τη φιλήσω και να τη σηκώσω με τα χέρια μου στον ουρανό, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι παικταράδες ή απλοί παίκτες. Το μόνο που κατάφερα ήταν να την επαναφέρω στο αυτοσχέδιο γήπεδο, όταν αυτή, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια κάποιου παιδιού, βγήκε εκτός της νοητής γραμμής του γηπέδου και κύλισε μπροστά στα πόδια μου. Μόνο που όταν την κλότσησα, έτοιμος ν' απολαύσω κι εγώ κάτι από την μαγεία που εξελισσόταν μπροστά μου, η μπάλα έσπασε. Έγινε χίλια κομμάτια. Απογοητευμένος, μη μπορώντας να ψελλίσω συγγνώμη, κοίταζα τα παιδιά που είχαν μείνει ακίνητα, κοιτώντας μια εμένα μια την διαλυμένη, πια, μπάλα τους. Ο Miralas, έτσι έγραφε η φανέλα που φορούσε, βλέποντας την αμηχανία και τη ντροπή μου, με πλησίασε για να με παρηγορήσει και να μου δώσει θάρρος, μου είπε «Μην στεναχωριέστε, κύριε Βίκτωρα, θα βρούμε άλλη» κι έφυγε προς το μέρος των συμπαικτών και αντιπάλων, που αποχωρούσαν αδελφωμένοι, σχολιάζοντας την απρόσμενη εξέλιξη του αγώνα και το αποτέλεσμά του.



Ο πίνακας "Object with Red Ball" είναι του Alexander Calder



Δεν υπάρχουν σχόλια: