Θέλω να δηλώσω ότι είμαι Ολυμπιακός. Αυτό μπορεί να ικανοποιήσει αρκετούς, άλλους να δυσαρεστήσει, και τους πιο πολλούς να τους αφήσει αδιάφορους. Οι αναγνώστες άλλωστε, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, δεν ενδιαφέρονται αν ο Μαρκάνο κάνει για τον Ολυμπιακό, αν η ΑΕΚ έχει πάγκο, αν ο Παναθηναικός ενισχύθηκε στην μεταγραφική περίοδο. Έχουν τη δική τους άποψη, και δεν χρειάζονται εμένα τον αυτόκλητο μπασκίνα να επιβεβαιώσω ή να αναιρέσω τις επιλογές τους. Γιατί λοιπόν τα γράφω όλα αυτά; Μήπως είμαι ένας ψωνισμένος κειμενογράφος που δεν μπορεί να κάτσει σε ησυχία, και διαρκώς προσπαθεί να γνωστοποιήσει τη μίζερη ενδοσκόπησή του, μέσα από το μπλογκ του, που σε λίγο καιρό θα κουραστεί να δημοσιεύει τις εκκεντρικότητες του ή οι ορθολογικώς σκεφτόμενοι αναγνώστες θα του δείξουν το δρόμο για την οικειοθελή αποχώρηση από τη δημόσια θέα; Σαν καλός πολίτης , διαπαιδαγωγημένος σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, οικογένεια, σχολείο, στρατός, εργασία, απαντώ αμέσως και με παρρησία όχι! Αυτό που με ενδιαφέρει, με προκαλεί μπορώ να πω, είναι ότι η παρέα που υπερασπίζεται το άθλημα του ποδοσφαίρου, δεν θεωρεί την περιοχή αυτή δική της αποκλειστικότητα. Δεν περιχαρακώνεται χρησιμοποιώντας δικούς της κώδικες, που είναι αναγνωρίσιμοι μόνο από τους ειδικούς, αλλά εμπεριέχει μια δημοκρατικότητα που το εύρος και η ποιότητά της, όσον αφορά τον ανιδιοτελή πυρήνα της, είναι μοναδική. Εδώ όλοι καταθέτουν τη γνώμη τους, επεξεργάζονται τα επιχειρήματά τους, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις. Άνθρωποι που σε άλλες περιπτώσεις νοιώθουν φοβίες, ανασφάλεια, ο οικείος χώρος του ποδοσφαίρου τους μεταμορφώνει σε άφοβους υπερασπιστές μιας δυναμικής άποψης, που την υπερασπίζονται με πάθος και ανιδιοτέλεια. Οχυρωμένοι με πεποιθήσεις που έχουν αποκτήσει με προσπάθεια και πειθαρχία, διψασμένοι για εικονική επιτυχία, ικανοποιημένοι από την επιλογή τους, αυτάρεσκοι, δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Αυτό τους κάνει γοητευτικούς, μοναδικούς, συνεπώς άξιους να ξεφύγουν από την ανυποληψία που τους έχουν καταδικάσει οι κλακαδόροι της αδιαφορίας, και να διεκδικήσουν τη θέση τους στην προαποφασισμένη κοινωνική ευπρέπεια, που θα κινδυνεύσει όμως από τη δυναμική τους, με κίνδυνο να αποκαλυφθεί η κενότητα του περιεχομένου της. Πηγαίνω λίγες μέρες πριν τον αγώνα, και βρίσκω τον Δελακούρα. Έχει ανοίξει συζήτηση για το χωράφι του, για τις ελιές που φέτος δεν είναι η χρονιά τους και δεν κάρπισαν αρκετά. Μπαίνω ύπουλα στη συζήτηση, αγενέστατα, τους διακόπτω, χωρίς προφάσεις, και κάνω την ερώτηση για τον Καραγκούνη. Η συζήτηση μετατίθεται, ο Καραγκούνης κυριαρχεί, η συζήτηση ανάβει, εγώ υπερασπίζομαι την ανικανότητά του, τα γεγονότα με διαψεύδουν, οχυρώνομαι, γίνομαι περίγελος, κι εκεί που νομίζω ότι η μάχη έχει κριθεί και θα φύγω ηττημένος, ως από μηχανής θεός, έρχεται ο Βαγγέλης, ο επονομαζόμενος «το καρφί», και ρωτάει σαν να είναι συνεννοημένος μαζί μου, αν πρέπει να κλειδώσει την πόρτα της αποθήκης. Λυτρωμένος, ευγνωμονώ τον σωτήρα μου, αποσύρομαι όπως ήρθα, αθόρυβος, και συνεχίζω τη δουλειά μου. Καιροφυλακτώ βέβαια για άλλη ευκαιρία, αφού βελτιώνω τα επιχειρήματά μου, και αλλάζω στόχο. Πλησιάζω τον πιο ευάλωτο. Ο πιο ευάλωτος, ως γνωστόν, είναι εκείνος ο οποίος πιστεύει ακράδαντα στις ιδέες του. Διότι δεν μπορεί να ξεφύγει λίγο πιο πέρα από εκεί που φτάνει το βλέμμα του. Δεν θέλει και πολύ να αντιστρέψει τις σκέψεις του, και εκεί που παραδείγματος χάριν σκεφτόταν αν το φαγητό θα είναι έτοιμο στην ώρα του , αρχίζω να του μιλώ για το σημερινό ντέρμπυ, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. Υποστηρίζω απόψεις που είναι τελείως αντίθετες με τις πεποιθήσεις του, εκείνος τις εξορκίζει με κραυγές και συνθήματα , σε ρυθμούς επιβεβαίωσης. Η επιφωνηματική έκλιση «ΠΑΟ Ολέ,», τον αυτοπροσδιορίζει όταν αρχίζει η αμφισβήτηση. Ο κυρίαρχος λοιπόν είναι εκείνος που όχι μόνο νίκησε αλλά σε ταπείνωσε. Αντιμετωπίζει τον νικημένο επιτιμητικά και σκέφτομαι με όνειδος ότι αν αύριο νικήσει η ομάδα του, θα με υποδεχτεί με την άσεμνη αλλά εύστοχη στην προκειμένη περίπτωση φράση «σας γαμήσαμε».
Δευτέρα πρωί, έρχεται λοιπόν ο Μ , εγώ δήθεν αδιάφορος, αφοσιωμένος στην εργασία μου, με οικειότητα που με ξαφνιάζει, εισβάλλει στο γραφείο μου, εγώ υποψιασμένος σκύβω στα χαρτιά μου, αποφεύγω το βλέμμα του, και πριν εκτοξεύσει την θριαμβευτική ατάκα του, προσπαθώ να τον αποδιοργανώσω, να τον μετατοπίσω από τον προγραμματισμένο λόγο του. Άνοιξες το μπαρ, τον ρωτάω, και ανασηκώνω λίγο το κεφάλι μου, για να δει την αποφασιστικότητά μου. Εκείνος πεισματικά, ξεφεύγει το σκόπελο, μουλάρι αληθινό, αισιόδοξος, με σημαδεύει με εκείνο το αηδιαστικό χαμόγελό του, απλωμένο στο λιπαρό του πρόσωπο, ελεήμονας όπως όλοι οι θριαμβευτές, με οικτίρει για τα λεχθέντα της προηγούμενης μέρας, όπου υπερασπιζόμουν αναφανδόν υπέρ της επιτυχίας της ομάδος μου, λες και αρμόζει ηττοπαθής στάση σε έναν οπαδό του Ολυμπιακού, έτοιμος να αποτελειώσει το συντετριμμένο πνεύμα μου. Δεν χρειάζεται να λιγοψυχώ, τον αντιμετωπίζω στα ίσα, ψάχνω λεπτομέρειες, προσπαθώ να βρω δικαιολογίες για την διάψευση της πρόβλεψής μου, φτάνω μέχρι τη γελοιότητα, υπερασπίζομαι κάτι που δεν πιστεύω, και όταν φτάσω σε αδιέξοδο, όπως προβλεπόταν, κολλημένος στον τοίχο, επιστρατεύω την αλαζονεία μου, αρχίζω τις εκκεντρικότητες, κι αυτό είναι που με εξορίζει στην ανυποληψία. Κρεμασμένος στο καναβάτσο, ο διαιτητής ήδη έχει αρχίσει να μετράει, επιστρατεύω τις δυνάμεις μου, και αποχωρώ αφήνοντας εμβρόντητο τον ανίσχυρο να συνεχίσει το σφυροκόπημά του συνομιλητή μου, ρίχνοντας ένα απαξιωτικό βλέμμα, στον απελπισμένο. Μένει για λίγο άφωνος, επανακάμπτει, σφοδρότερος, όταν με ξανασυναντά. Να χρησιμοποιήσω τον αυταρχισμό μου και να τον αποπέμψω; Επιφυλάσσομαι, θα τον αφήσω να με ταπεινώσει, να αποκαλυφθεί, να τινάξει τη ζοφερή του ύπαρξη, να σκληρύνει, τον προκαλώ να γίνει αδίστακτος, είναι πια κυρίαρχος, με εξουσιάζει, αποκαλυπτικός, ενστικτώδης, απύθμενος, μειδιών ασυστόλως, και εγώ ο νουνεχής, ο αγλαός, αφήνω το παραλήρημά του να τον οδηγήσει στο θρίαμβο της ουτοπίας.