Πέμπτη, Απριλίου 08, 2010

ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΜΕΡΜΗΓΚΙ


Ένα λευκό μερμήγκι εμφανίστηκε στο πρεβάζι του παραθύρου μου. Αμέριμνο, καθώς ήταν, περπατούσε σαν κάτι να έψαχνε. Έκανε μερικά βήματα πάνω κάτω, προχώρησε προς τη μεριά του λευκού αλουμίνιου, προσπάθησε και τελικά τα κατάφερε να διασχίσει το πλάτος του αλουμίνιου, έφτασε στο τζάμι που, ευτυχώς, είχα καθαρίσει την προηγούμενη μέρα, κοίταξε έξω τον δρόμο, όπου τη συγκεκριμένη στιγμή τον διέσχιζε ένα αυτοκίνητο Audi, με τον οδηγό να μιλά στο κινητό, μάλλον απογοητεύτηκε από το θέαμα, και άρχισε να κατηφορίζει το παράθυρο, ακολουθώντας, ακριβώς, την ίδια διαδρομή της ανόδου του, ώσπου έφτασε στον,  ας τον ονομάσω οικείο, χώρο του, όπου το είχα αντιληφθεί. Φαινόταν εκτός από αναποφάσιστο, και κουρασμένο, ίσως απογοητευμένο από την ατελέσφορη προσπάθειά του, έτοιμο να εγκαταλείψει την προσπάθειά  του. Βάδισε αργά προς τη γωνιά του παραθύρου, την οποία, άγνωστο πως, είχε εντοπίσει για προστασία του από την αχτίδα του ήλιου, που φώτιζε το σημείο εκείνο σαν προβολέας θεατρικής σκηνής.
Σε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής γύρισε το κεφάλι του προς τη μεριά μου. Πρέπει να ένοιωσε κάποια έκπληξη, χλώμιασε,  ίσως γιατί δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, κοντοστάθηκε για λίγο αναποφάσιστο, σαν να ζύγιζε αν έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του ή να σταθεί να με παρατηρήσει καλύτερα. Αποφάσισε να συνεχίσει  αλλά μετά από δυο τρία βήματα εξαφανίστηκε. Πλησίασα στο παράθυρο για να δω καλύτερα. Δεν μπορεί να μην το βλέπω, με τόσο βελτιωμένη όραση και με τους φακούς επαφής να εφαρμόζουν τέλεια στα μάτια μου. Η χλωμή του όψη σε αντιστοιχία με το χρώμα του ίσως ήταν η αφορμή που δεν μπορούσα πια να το διακρίνω. Έσκυψα πάνω από το πρεβάζι του παραθύρου, τόσο κοντά ώστε η εστίαση του βλέμματός μου είχε φτάσει στα 400℅ ζουμ, αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω τίποτα. Απομακρύνθηκα λίγο μακριά για να έχω καλύτερα αποτελέσματα. Έριξα μια  panoramic ματιά στο χώρο ευθύνης μου. Τίποτα, καμιά διέξοδος διαφυγής. Δεν μπορούσα να επιμείνω περισσότερο, τα ρούχα για σιδέρωμα περίμεναν στοιβαγμένα στη λεκάνη, το βίντεο από τη γιορτή μου περίμενε ανυπόμονο στη βιντεοκάμερά μου,  να εκτεθεί στη δημοσιότητα, με την εγγραφή του στο pc, χώρια που τα έπιπλά μου είχαν πιάσει ένα δάχτυλο σκόνη.
Άρχισα να κάνω τις δουλειές μου κατά σειρά προτεραιότητας, όπως τις περιγράφω παραπάνω, και κάπου-κάπου έριχνα ματιές στο παράθυρο. Δυο πράγματα κλωθογύριζαν στο μυαλό μου. Πρώτον, αν έπρεπε ν’αναφέρω το περιστατικό στους φίλους που εμπιστευόμουν ότι δεν θα με αποπέμψουν μετά βδελυγμίας, και, δεύτερον, γιατί το λευκό μερμήγκι χλώμιασε μόλις με είδε με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί.
Κατ’αρχήν, σκέφτηκα, κανείς δεν χλωμιάζει μόλις με δει η τουλάχιστον δεν το δείχνει μπροστά μου. Αυτό μου λέει η πείρα από τότε που έχω συνείδηση του κόσμου. Άλλωστε δεν το επιτρέπει η εν γένει παρουσία μου, η οποία είναι αξιοπρεπέστατη.
Μπορεί, πάλι, να φοβήθηκε ότι θα μείνει φυλακισμένο σ’ αυτόν τον αφιλόξενο χώρο για πάντα, πανικοβλήθηκε, με αποτέλεσμα να χάσει το ανύπαρκτο χρώμα του.
Ελπίζω κάτι οργανικό να του συνέβη, κάποια δυσπεψία ίσως, να μην αισθάνθηκε καλά την στιγμή, ακριβώς, που γύρισε και με είδε. Λέω ελπίζω, γιατί θέλω ν’ απαλλάξω το μυαλό μου από δυσάρεστες σκέψεις. Αν κάτι προφητικό διέβλεψε, το λευκό, επαναλαμβάνω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, μερμήγκι, για μένα, ελπίζω να διαψευστεί η ακατανόητη μελλοντολογία του.
Το δύσκολο ήταν πως θα  αναφέρω το γεγονός  της ύπαρξής του, κατ’αρχήν, και της εξαφάνισής του, ακολούθως, στους φίλους μου και σε ποιους. Ο Βασίλης θα με αποπέμψει αμέσως με το που θα ξεκινήσω τη φράση μου «δεν ξέρεις τι μου συνέβη χθες το μεσημέρι…..» και θα γυρίσει να κοιτάξει γλυκά τη καινούργια συμβία του, την Ελεωνόρα, όχι Ζουγανέλη ούτε καν Μελέτη, δυστυχώς γι’αυτόν, αλλά και για όλη την παρέα, αλλά Βασιλειάδη,  ο Γιάννης θέλει να με ακούει να του λέω ιστορίες αλλά δεν θέλω εγώ, η Λυδία με βαριέται αφάνταστα, η Μαρία δεν συζητάει μαζί μου, κατ’ιδίαν, παρά μόνο παρουσία τρίτων, ο Βαγγέλης με προσέχει μόνο όταν είναι μεθυσμένος και μετά δεν θυμάται τίποτα,  η Νίτσα δεν πάει πουθενά χωρίς το αμόρε της το Θάνο, που ούτε να τον δω δεν θέλω, η Ρένα όταν την πάρω τηλέφωνο θα νομίζει, πριν αρχίσω να της μιλάω, ότι θέλω να την γαμήσω.
Κάτι τέτοια μου συμβαίνουν και με οδηγούν σε αδιέξοδα, με αποτέλεσμα ν’αναρωτιέμαι αν μπορώ ακόμα να τα αφηγούμαι ή να πάρω μια σκούπα, και να διώξω από μέσα μου, τον άλλο κόσμο που με βαραίνει.

5 σχόλια:

meril είπε...

Απ' τα κείμενα που δεν μπορώ ν' αντισταθώ και να μη σχολιάσω
Ο άλλος κόσμος που βαραίνει αποτέλεσμα του τρόπου ή της ικανότητας που βλέπει ένας γραφιάς -μικρός ή μεγάλος αδιάφορο-(τα) πράγματα, η ανάγκη να βγουν, να "μαρτυρηθούν"....

Την καλημέρα μου

Pellegrina είπε...

ελπίζω η λεκάνη με τα ασιδέρωτα να ειναι απλώς λογοτεχνική
(δεν πειράζει για το κύτταρο, Στην επόμενη διασκευή! μετά από 20 χρόνια πάλι θα τραγουδάμε "αυτούς τους έχω βαρεθεί"!)

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

meril
Χαίρε αγαπητή μου κυρία.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

pellegrina
Μακάρι να ήταν λογοτεχνική.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@ανώνυμος
Εσείς που το ξέρετε;