Όταν μαθεύτηκε ότι έκαναν παρέα με το Γιώργο, ο Δημήτρης έψαξε να την βρει. Την συνάντησε βράδυ, καλοκαίρι ήτανε, στην πλατεία. Μια νύχτα αστραφτερή, μύριζε κρέας και μπύρα. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο, φωτισμένοι, τα μπαλκόνια ξέχειλα από λουλούδια, άσπρες βιολέτες και γεράνια. Ανοιχτά τα παράθυρα, έβλεπες τα σαλόνια άδεια, σκοτεινά. Την τράβηξε πάνω του, την κοίταξε στα μάτια, λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Τράβηξε τα χέρια του από το πρόσωπό της φοβισμένα. Η Δέσποινα ένοιωθε τρομαγμένη, έτρεξε μέσα στους δρόμους, έφτασε στο σπίτι του.
Από τότε που άνοιξε το μαγαζί κι αποφάσισε να νοικοκυρευτεί δεν βγαίνει συχνά, η δουλειά καταλαβαίνεις , τον κούραζε, έλεγε να σταματήσει. Τον άκουγε ήρεμα, αδιάφορα, σαν τότε, Πέτρου και Παύλου, στο ξενοδοχείο πίσω από το λιμάνι, μ’ένα φεγγάρι ταξιδιάρικο να φιλάει τα καστανά μαλλιά της, στεφανωμένα στο υγρό μαξιλάρι, με την ανάσα των περαστικών στα δέρμα της. Ο πατέρας του, ναι συνέχιζε να πίνει, σαν παντρεύτηκα τη Γεωργία, τον θυμόταν να της λέει, μ’ εκείνη τη φωνή που ψεύδιζε από το κρασί, και τα αμυγδαλωτά μπλε μάτια του να παιγνιδίζουνε, διατηρώντας ακόμη τη λάμψη τους, άρχισαν ν’έρχονται τόνα πίσω από τ’άλλο τα παιδιά, το νησί δεν τους χώραγε. Έχεις πάει, τη ρωτούσε, όμορφο νησί, μια θάλασσα κλειστή, αντικριστά το χωριό, κατηφορίζει την πλαγιά, λευκό, γλάρος μ’ απλωμένα φτερά, το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία ψηλά στο βουνό, προστάτης, καντήλι φυσικό να φωτίζει τις απλές και καθημερινές φροντίδες .
Μια βαθιά ρυτίδα του αυλάκωνε το μέτωπο, οριζόντια, σαν να το έκοβε στη μέση, σημάδι πελαγίσιο, δάκρυζε. Γρήγορα άδειασε, συνέχισε τη διήγησή του, οι άνθρωποι φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, κατατρεγμένοι, έψαχναν αλλοτινό καταφύγιο, έφυγαν πέρα μακριά στην Αθήνα οι περισσότεροι. Μικρό το μεροκάματο στα καίκια, μεγάλες οι ανάγκες, προοπτική δεν υπήρχε. Μας απόδιωξε κι εμάς ο τόπος και ήρθαμε εδώ πέρα. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Εγώ στο εργοστάσιο, η γυναίκα μου στο πλεκτήριο, ο Δημητράκης στο σχολειό. Δύσκολα στην αρχή, στο μυαλό μου συνέχεια στο νησί. Ξέρεις, το μαριδόδυχτο και το σουπιόδιχτο δουλεύονται Σαρακοστή.Τ’ απλάδια, συνέχιζε παρασυρμένος την διήγησή του, δίχως να νοιάζεται ποιος ήταν ο αποδέκτης των λόγων του, με το φεγγάρι. Ο ψαράς πρέπει να ξέρει που είναι η πέτρα, και που η τραγάνα για αστακό, μπαρμπούνια. Τα δίχτυα τ’αγοράζαμε έτοιμα. Περνούσαμε στο πάνω μέρος, στο καλαμέτο ο φελλός, στο κάτω το μολύβι.Τα μπαρμπουνόδιχτα έχουν τρεις στρώσεις. Από τις δυο εξωτερικές βάζουμε μανό και στο κέντρο το δίχτυ. Αγοράζουμε πανιά και τα κρεμάμε στον τοίχο. Βάζουμε στο μέσα μέρος το δίχτυ κι από μέσα το μανό. Αφού στήσουμε το δίχτυ κόβουμε το σκοινάκι, το καλαμέτο, περνάμε το φελλό. Αρχίζουμε να τ’αρματώνουμε, κάνουμε καμάρια στις άκρες με το μοδέλο. Αφού τελειώσει ο φελλός, το μπατάρουμε και γίνεται η ίδια δουλειά με το μολύβι.Τώρα που πέρασα στη σύνταξη, σκέφτομαι να γυρίσω πίσω, στο φαρδύ του πρόσωπο κόμπιαζε ο ιδρώτας, έχω λίγα λεφτά στην τράπεζα, τ’άλλα τα φυλάω για τη Μαρία μου, το στερνοπούλι μου, εκτός το Γιάννη και την Αλεξούλα που πέθαναν μικρά. Παράτησε το σχολείο, δεν τα πάει καλά με τα γράμματα, βοηθάει προς το παρόν στο σπίτι, έγινε ο καημός του Πέτρου, ένα παιδί μελαχρινό, το σπίτι τους απέναντι, φτωχός βέβαια , χρυσοχόος, στο μεροκάματο, ναι η μάνα της τα συνηθισμένα, για το καλό του παιδιού της μιλούσε, έτσι της έλεγε, να βρει ένα καλό παλληκάρι, μορφωμένο, ντρεπόταν που του μιλούσε έτσι, εμμέσως κακολογούσε το γυιό του, ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Έπρεπε να πηγαίνει, τον χαιρετούσε με μάτια κόκκινα. Ο πατέρας της την περίμενε στην εξώπορτα, καπνίζοντας.
Συνεχίζεται
2 σχόλια:
Έτσι ντε!
(ασυγχώρητη είμαι... αλλά το θέρος το άτιμο...)
Να ευχαριστήσω
για να ανταποδώσω... κομματάκι δύσκολο
και επίσης καλά να περνάτε εντός ή εκτός τειχών και τοίχων
Αγαπητή meril
Σας ευχαριστώ που με ευχαριστήσατε!
Συνεχίστε δυναμικά τις διακοπές σας! Μην σκέφτεστε κανέναν!
Δημοσίευση σχολίου