
Κυριακή, Αυγούστου 30, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Κυριακή, Αυγούστου 23, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Τώρα που άλλαξε όψη η πλατεία, θυμούνται όλοι τον κόσμο που μάζευε τα βράδια. Υπάρχουν ακόμη οι λεμονιές, εκεί καθόντανε οι άντρες με καλό καιρό, φιλικό, έπιναν και συζητούσαν. Τα πρωινά συχνάζανε κάτι γέροι Μικρασιάτες, μετά άρχισαν να πηγαίνουν κι εκείνοι. Τώρα χάθηκαν, λες κι έφυγαν σ’ένα βράδυ. Το μαγαζί στη γωνία είχε λίγο απ’όλα, αναψυκτικά, μπύρα, ούζο με ποικιλία μεζέδων, κονιάκ χύμα για το χειμώνα. Τώρα βουβάθηκε, πήραν τα τραπέζια και τις καρέκλες, έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε μόνο η ανάμνηση του μπαρμπα-Γιάννη, τα μεσημέρια τους μάζευε, η διήγησή του κυλούσε αυτάρεσκα, τότε να δεις δύσκολο να οργανωθείς, όχι σαν τώρα, την «Αυγή» την αγόραζες πέντε στενά παρακάτω, όλοι οι περιπτεράδες χαφιέδες ήτανε, τουλάχιστον να μην γνωρίζουν την οικογένεια σου, τα παιδιά σου, κι αν είχες θάρρος να τη διαβάσεις στο καφενείο, να πεις κι εμείς εδώ είμαστε δεν χαθήκαμε, έπεφταν πάνω σου οι χασικλήδες, άντε να ξεμπερδέψεις. Εμένα που με βλέπεις ήμουνα από τους πρώτους που χαιρέτησα τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας στη φυλακή, στην Κέρκυρα ήμουνα, όταν γύρισα το εξήντα, να εδώ παρακάτω ήταν τα γραφεία της ΕΔΑ, αυτοί που υπέγραψαν και μετά έφυγαν από το κόμμα, το εξήντα οκτώ, οι αναθεωρητές, πρόσεχε μην τα πάρεις στραβά αυτά που σου λέω, ήρθε και με βρήκε ο Τσεμπελέκος, είχε υπογράψει, δυο χρόνια έμεινε μέσα, άρχισε την κριτική, είμαστε κόμμα της εργατικής τάξης , του λέω, έχουμε ευθύνες απέναντί της, πρέπει να ιεραρχούμε τους στόχους μας, δεν μιλούσα προσωπικά, στη δικτατορία άνοιξε μαγαζί, κουζίνες, πλυντήρια ,τέτοια, κανείς δεν τον ενόχλησε. Να προσέχετε τις παρέες σας, είμαι χρόνια στο κίνημα, σας μιλάει η πείρα. Εντάξει μπάρμπα-Γιάννη, κι εμείς στο ίδιο κόμμα πιστεύουμε, τα γνωρίζουμε, τα διαβάσαμε. Στην κατοχή στην ΟΠΛΑ, μέχρι και τρομοκράτη με είπανε, τους είπα ότι σημασία έχει η εθνική ανεξαρτησία, είναι το πρώτο πράγμα, κοντεύαμε ν’αρπαχτούμε, ευτυχώς ήρθε η Δωδέκατη Ολομέλεια και ξεκαθαρίσαμε από τα καθάρματα. Μύριζε ούζο, τα δόντια του αραιά και κίτρινα, αργούσε κι η Δέσποινα, μα τι είχε γίνει;
Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2009

Παλιά κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο, ξάπλωνε και περίμενε, τι, ούτε αυτή γνώριζε. Τον γνώρισε σε μια ταινία του Τσάπλιν, ο Γιάννης στεκόταν όρθιος, αργοπορημένος, έτοιμος πάντα να φύγει, η Ελένη ετοιμαζόταν για εξετάσεις, της κρατούσαν συντροφιά ο Γιώργος και η Δέσποινα τις ελεύθερες ώρες, της εμπιστοσύνης παιδί ο Γιωργάκης, παντού περιζήτητος συνομιλητής. Ο Γιάννης ζούσε εργένης, ο πατέρας του πολιτικός πρόσφυγας, το σπίτι του στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, είχε δική του δουλειά, στρωμένη, τάχε πατήσει τα τριανταπέντε, εκείνη μόνο είκοσι. Τα απογεύματα έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι, μέτριος στο ανάστημα, εύσωμος, καστανός. Με τον Γιώργο δεν μιλούσανε πολύ, τον γνώριζε λίγο καιρό. Τον κάλεσε ένα βράδυ, ήρθε η Ελένη με την Δέσποινα, με το ουίσκυ είχαν αιγινήτικα που του άρεσαν, δέθηκαν. Την Ελένη την συνάντησε την άλλη μέρα στα γραφεία, περίμενε να τον καλέσουν, τον χαιρέτησε πρώτη. Περίμενε άπρακτος, μέσα οι υπεύθυνοι καθισμένοι γύρω από ένα γραφείο, άλλαζαν ψιθυριστά τις γνώμες τους, τον κοίταζαν από απόσταση. Δεν τολμούσε να πλησιάσει, μύριζε σκουπίδι και κλεισούρα. Όταν αποφάσισαν να του μιλήσουν, έλα Γιάννη πέρασε, χαιρέτησε την Ελένη, θα τα πουν στην πλατεία, πάτησε χάμω το τσιγάρο και μπήκε.
Παρασκευή, Αυγούστου 14, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Τα επόμενα βράδια με το φεγγάρι να λούζει τα μαλλιά τους, απόμεναν μονάχες αυτή και η Στέλλα καθισμένες στο πεζούλι. Πιο πέρα τα γιασεμιά τις έλουζαν με το άρωμά τους, ριγούσαν από τον αέρα που σηκώθηκε. Κουβέντα στην κουβέντα, περνούσε η ώρα, ο Δημήτρης δεν ερχόταν , ένοιωθε αδύναμος ψυχολογικά, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος, να επανεξετάσει ορισμένα πράγματα που αυτός θεωρούσε θεμελιώδη , για να προχωρήσει δίχως πισωγυρίσματα και αναβολές. Η Δέσποινα πεταγόταν ξαφνικά απάνω, έχω αργήσει φώναζε τρομαγμένη , κι έφευγε. Ακούγονταν τα τσόκαρα στο στενό, μέχρι που έφτανε σπίτι της.
Συνεχίζεται
Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε διακοπές με τον Δημήτρη. Πέρσι έφυγε μαζί του, κόντευε να βγει το φθινόπωρο, είχε δoθεί σιωπηλή άδεια στη Δέσποινα από τη μητέρα της, εν γνώσει της με ποιον θα πήγαινε, σ'ένα χωριό στην Πελοπόννησο, κοντά στην πατρίδα της την Καλαμάτα.Οι πλαγιές πράσινες, τα δέντρα τους χαιρετούσαν, γερμένα στους μισοχαλασμένους δρόμους, το θρόισμά τούς συντρόφευε νοσταλγικά, ένα τραγούδι μαγευτικό, ξένοιαστο. Στα ψηλώματα κατέβαζε ο ουρανός μαυρίλα, το δειλινό μουντό, γκρίζο, ο Δημήτρης μ’ένα βλέμμα σκληρό, απλανές, άκαμπτος πάνω στη βαριά μηχανή, πίσω η Δέσποινα γερμένη πάνω του. Χωριά απλωμένα, άσπρες πινελιές, φωτισμένα από χλωμά φώτα που τρεμόσβηναν, μακρινά. Μόλις φάνηκαν τα πρώτα σπίτια το σκοτάδι είχε πέσει πριν την ώρα του.Η Δέσποινα κρατήθηκε πάνω του και κατέβηκε. Μπήκαν στο πρώτο καφενείο που βρήκαν. Ήταν γεμάτο, με δυσκολία βρήκαν καρέκλες άδειες. Οι πελάτες σταμάτησαν τις ομιλίες, το χαρτί και το τάβλι, και τους κοιτούσαν ερευνητικά.Ο Δημήτρης έβγαλε το μπουφάν του, χαμογέλασε αόριστα, βολεύτηκαν σ’ένα τραπεζάκι τραβηγμένο στην άκρη. Ο Δημήτρης άρχισε να εξετάζει προσεχτικά γύρω του τους κιτρινισμένους τοίχους με τις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες, τα ρυτιδωμένα πρόσωπα των ομοτράπεζων, τα απορημένα βλέμματα που εξακολουθούσαν να αναζητούν, ενδόμυχα, μια εξήγηση για την απρόσκλητη παρουσία τους. Παράγγειλαν νες με γάλα, το σπίτι του κυρίου Γρηγορίου είναι εδώ κοντά, ρώτησε τον καφετζή, ο γυιός του ο Μάκης τους είχε δώσει τα κλειδιά, οι γέροι μου δεν πηγαίνουν τώρα τελευταία, τόχουμε σχεδόν εγκαταλείψει, καθείστε όσες μέρες θέλετε, τους είχε πει.
Το τελευταίο πίσω από την εκκλησία, δίπλα από το μαγαζί της κυρά Πίτσας, το φουρνάρικο, ρωτήστε παρακάτω, θα σας πούνε.Φτάσανε, τι ιδέα κι αυτή να έρθουμε εδώ, βούλιαζαν τα πόδια τους στο χώμα, δεν μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, άλλα τους έλεγε ο Μάκης, βρήκαν επιτέλους την πόρτα, σκοτεινιά, μπήκαν, όμορφα είναι λέει η Δέσποινα, ησυχία. Έγειρε πάνω του, ο καπνός από τα τσιγάρα κρατούσε ακόμη στα μαλλιά του, μαύρα, πυκνά, σ’αγαπάω κι είναι όλα ψεύτικα, ένα χαμόγελο έβρεξε τα χείλη της, τα δάχτυλά της στην πλάτη του, στο κορμί, τα πόδια της του τώρα πια ανάμεσα στα δικά της να τυλίγονται, αξεχώριστα, η βροχή έξω κάλυπτε τους αναστεναγμούς τους.
Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Τρίτη, Αυγούστου 04, 2009
Δευτέρα, Αυγούστου 03, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Όταν μαθεύτηκε ότι έκαναν παρέα με το Γιώργο, ο Δημήτρης έψαξε να την βρει. Την συνάντησε βράδυ, καλοκαίρι ήτανε, στην πλατεία. Μια νύχτα αστραφτερή, μύριζε κρέας και μπύρα. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο, φωτισμένοι, τα μπαλκόνια ξέχειλα από λουλούδια, άσπρες βιολέτες και γεράνια. Ανοιχτά τα παράθυρα, έβλεπες τα σαλόνια άδεια, σκοτεινά. Την τράβηξε πάνω του, την κοίταξε στα μάτια, λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Τράβηξε τα χέρια του από το πρόσωπό της φοβισμένα. Η Δέσποινα ένοιωθε τρομαγμένη, έτρεξε μέσα στους δρόμους, έφτασε στο σπίτι του.
Από τότε που άνοιξε το μαγαζί κι αποφάσισε να νοικοκυρευτεί δεν βγαίνει συχνά, η δουλειά καταλαβαίνεις , τον κούραζε, έλεγε να σταματήσει. Τον άκουγε ήρεμα, αδιάφορα, σαν τότε, Πέτρου και Παύλου, στο ξενοδοχείο πίσω από το λιμάνι, μ’ένα φεγγάρι ταξιδιάρικο να φιλάει τα καστανά μαλλιά της, στεφανωμένα στο υγρό μαξιλάρι, με την ανάσα των περαστικών στα δέρμα της. Ο πατέρας του, ναι συνέχιζε να πίνει, σαν παντρεύτηκα τη Γεωργία, τον θυμόταν να της λέει, μ’ εκείνη τη φωνή που ψεύδιζε από το κρασί, και τα αμυγδαλωτά μπλε μάτια του να παιγνιδίζουνε, διατηρώντας ακόμη τη λάμψη τους, άρχισαν ν’έρχονται τόνα πίσω από τ’άλλο τα παιδιά, το νησί δεν τους χώραγε. Έχεις πάει, τη ρωτούσε, όμορφο νησί, μια θάλασσα κλειστή, αντικριστά το χωριό, κατηφορίζει την πλαγιά, λευκό, γλάρος μ’ απλωμένα φτερά, το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία ψηλά στο βουνό, προστάτης, καντήλι φυσικό να φωτίζει τις απλές και καθημερινές φροντίδες .
Μια βαθιά ρυτίδα του αυλάκωνε το μέτωπο, οριζόντια, σαν να το έκοβε στη μέση, σημάδι πελαγίσιο, δάκρυζε. Γρήγορα άδειασε, συνέχισε τη διήγησή του, οι άνθρωποι φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, κατατρεγμένοι, έψαχναν αλλοτινό καταφύγιο, έφυγαν πέρα μακριά στην Αθήνα οι περισσότεροι. Μικρό το μεροκάματο στα καίκια, μεγάλες οι ανάγκες, προοπτική δεν υπήρχε. Μας απόδιωξε κι εμάς ο τόπος και ήρθαμε εδώ πέρα. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Εγώ στο εργοστάσιο, η γυναίκα μου στο πλεκτήριο, ο Δημητράκης στο σχολειό. Δύσκολα στην αρχή, στο μυαλό μου συνέχεια στο νησί. Ξέρεις, το μαριδόδυχτο και το σουπιόδιχτο δουλεύονται Σαρακοστή.Τ’ απλάδια, συνέχιζε παρασυρμένος την διήγησή του, δίχως να νοιάζεται ποιος ήταν ο αποδέκτης των λόγων του, με το φεγγάρι. Ο ψαράς πρέπει να ξέρει που είναι η πέτρα, και που η τραγάνα για αστακό, μπαρμπούνια. Τα δίχτυα τ’αγοράζαμε έτοιμα. Περνούσαμε στο πάνω μέρος, στο καλαμέτο ο φελλός, στο κάτω το μολύβι.Τα μπαρμπουνόδιχτα έχουν τρεις στρώσεις. Από τις δυο εξωτερικές βάζουμε μανό και στο κέντρο το δίχτυ. Αγοράζουμε πανιά και τα κρεμάμε στον τοίχο. Βάζουμε στο μέσα μέρος το δίχτυ κι από μέσα το μανό. Αφού στήσουμε το δίχτυ κόβουμε το σκοινάκι, το καλαμέτο, περνάμε το φελλό. Αρχίζουμε να τ’αρματώνουμε, κάνουμε καμάρια στις άκρες με το μοδέλο. Αφού τελειώσει ο φελλός, το μπατάρουμε και γίνεται η ίδια δουλειά με το μολύβι.Τώρα που πέρασα στη σύνταξη, σκέφτομαι να γυρίσω πίσω, στο φαρδύ του πρόσωπο κόμπιαζε ο ιδρώτας, έχω λίγα λεφτά στην τράπεζα, τ’άλλα τα φυλάω για τη Μαρία μου, το στερνοπούλι μου, εκτός το Γιάννη και την Αλεξούλα που πέθαναν μικρά. Παράτησε το σχολείο, δεν τα πάει καλά με τα γράμματα, βοηθάει προς το παρόν στο σπίτι, έγινε ο καημός του Πέτρου, ένα παιδί μελαχρινό, το σπίτι τους απέναντι, φτωχός βέβαια , χρυσοχόος, στο μεροκάματο, ναι η μάνα της τα συνηθισμένα, για το καλό του παιδιού της μιλούσε, έτσι της έλεγε, να βρει ένα καλό παλληκάρι, μορφωμένο, ντρεπόταν που του μιλούσε έτσι, εμμέσως κακολογούσε το γυιό του, ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Έπρεπε να πηγαίνει, τον χαιρετούσε με μάτια κόκκινα. Ο πατέρας της την περίμενε στην εξώπορτα, καπνίζοντας.
Συνεχίζεται
Κυριακή, Αυγούστου 02, 2009
ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)