
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΕΝΟΣ
«αειθαλής ανάμνηση»
Πέρασα από τον πράσινο καιρό
Που ήσουν φύλλο άπεφτο
Μα ο άνεμος δεν ήταν πια ο ίδιος
Εγώ μου λέει του φθινοπώρου είμαι
Από άνοιξη δε θυμούμαι
Ύστερα πέρασε πίσω απ` το ταμείο των φθορών
Χρωστάτε μια διάρκεια πτώσης είπε
Και ολίγα παγωμένα άκρα
Δημοσιεύτηκε στο «Ποιείν»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΔΟΡΥΦΟΡΟΥΜΕΝΗ
Φυλλομετρούσε περιοδικά ποικίλης ύλης
στο παλιατζίδικο – μιας άλλης εποχής, μιας άλλης
κουλτούρας. Κι είταν σάμπως ψήγματα στερεάς αιθάλης
να μπήγονταν στα νύχια της ματιάς μου, που με σμίλης
ελάξευε αφοσίωση το ψάξιμο της φίλης
μορφής στα εφήμερα δελτία του χρόνου. Θείας άλης
(ως λέγει ο Πλάτων) πόθος με άδραξε, και πεντοζάλης
παράσερνε το στόμα μου στο σώμα της ανθύλης
το λόγο ν’ απευθύνω, που εμβριθώς εμελετούσε
σ’ ένα Ρομάντσο του ’50 κάποιο του Τσιφόρου
ευθυμογράφημα. Μα δεν. Τη μοίρα δορυφόρου
ζηλώσας, γύρω απ’ τον πλανήτη του σκορπολογούσε
Ε κ ε ί ν η ο πόθος μου τα βέλη του. Πλην απλανώς
μ’ εκοίταξε – κι ευθύς το περιοδικό της κλείνει…
Δημοσιεύτηκε στο «Αλωνάκι της ποίησης»
ΚΩΣΤΑΣ ΣΟΦΙΑΝΟΣ
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν' απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.
Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ' ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.
Το κύπελλο έκανε κύκλο
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο στον υπηρέτη
και
συνέχισε ν' ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω.
Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π' απλωνόταν σιγά- σιγά
στ' αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.
Το διάβασα στο ιστολόγιο του κ. Μουζάκη, ο οποίος το μετέφερε από το ιστολόγιο του κ.Μίχου.